Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (γενν. 29 Αυγούστου 1926) είναι Ελληνίδα βυζαντινολόγος ιστορικός. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 1967 και η πρώτη γυναίκα πρύτανις του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700 χρόνων ιστορία του, το 1976. Ακόμη, είναι Πρέσβης Καλής Θελήσεως στη UNICEF.
Κείμενο: Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ*
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΣ ΖΗΛΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΗ ΑΣΦΑΛΩΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ, είναι τα λόγια του ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Θεοδώρου Λάσκαρι: «Και των πατρίδων αύθις λαβώμεθα, ων αμαρτόντες, απεσφαιρίσθημεν αύται δε είσι το αρχαίον και πρώτον ημίν ενδιαίτημα, ο παράδεισος, και η προς Ελλήσποντον πόλις του Κυρίου των δυνάμεων, η πόλις του Θεού ημών, το εύρριζον αγαλλίασμα πάσης της γης, η παρά πάσιν έθνεσι περιμάχητός τε και περιώνυμος [η Κωνσταντινούπολη δηλαδή]». Και συνεχίζει ο Λάσκαρις: «νικητήρια, ει δε και τα εισιτήρια εορτάσομεν ης εκπεπτώκειμεν πόλεως· ώστε εις ελευθερωτήν Μωυσήν… κριθείσης της βασιλείας μου, ει αν επιτευχθεί τούτο των θαυμάσιων έργον θαυμασιώτερον και των πώποτε εξαίσιων εξαισιώτερον». Έτσι, καταλήγει ο Λάσκαρις τον λόγο του θρόνου που οφείλεται στη γραφίδα ασφαλώς του Νικήτα Χωνιάτη.
Άλλοτε πάλι χαρακτηριστικά η ίδια πολύπαθη Βασιλεύουσα, η προσωποποιημένη Κωνσταντινούπολις, εκλιπαρεί τον Λάσκαρι να την ελευθερώσει. Έκτοτε ο κάθε εύλογος έπαινος προς αυτοκράτορα νικητή τελειώνει στη Νίκαια με την πάνδημη ευχή: «και είης αυτός ο προσδοκώμενος ελευθερωτής της λογίμης πόλεως Κωνσταντίνου και ο επανάγων Ζοροβάβελ· τούτο το παρεστηκός πλήθος εύχεται σοι». Αυτές είναι οι προγραμματικές δηλώσεις του ιδρυτή της Νικαίας, από τις οποίες κανείς από τους μετέπειτα αυτοκράτορες της δεν απέκλινε.
Η ανασυγκρότηση αρχίζει αμέσως από τον πρώτο βασιλιά της εξορίας. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις, σύμβολο τώρα συσπείρωσης του λαού, σε μια στιγμή που μόνο ο λαός είναι το κράτος των Ρωμαίων. Η αγωνία της διασποράς, της άτακτης φυγής, κατέχει μετά την πτώση της κεντρομόλου δυνάμεως, όλους ανεξαιρέτως τους Βυζαντινούς, όταν την επαύριο της πτώσης της Κωνσταντινούπολης «πάντων τον περί ψυχής τρεχόντων αγώνα», όπως λέει ο Χωνιάτης. Ο νέος αυτοκράτορας γίνεται το σύμβολο της συνένωσης των διασκορπισθέντων: ένας ποιμήν, μία ποίμνη. Οι Βυζαντινοί δεν μπορεί ποτέ να παύσουν, παρά τις αμαρτίες τους, να είναι ο Περιούσιος Λαός· έτσι ο αυτοκράτορας τους είναι και θα μείνει πατήρ θεόθεν, δηλαδή «θεοπρόβλητος».
Η ανασυγκρότηση λοιπόν της πολιτείας στη Νίκαια, κυρίως μετά την εκλογή του πατριάρχη Μιχαήλ Αυτωρειανού (20 Μαρτίου-6 Απριλίου 1208), είναι η οργάνωση σε πρόσκαιρη εξορία. Η Νίκαια δεν είναι μια Νέα Κωνσταντινούπολη [και η Δεύτερη Ρώμη δεν ήταν η Roma mobilis], η Νίκαια είναι το σημείο εκκίνησης για την ανάκτηση της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις θα φέρει μάλιστα μετά τον ενθρονισμό από τον Αυτωρειανό, το 1208, μόνο αυτός από όλους τους εν εξορία βυζαντινούς ηγέτες, τον τίτλο του «Πιστού εν Χριστώ… αυτοκράτορος Ρωμαίων». Σε αυτόν απευθύνθηκε ο κλήρος για να ανασυντάξει τη χειμαζόμενη εκκλησία, με το Δεητήριον που μας σώζει ο Μεσαρίτης. Αυτόν προτρέπει ο Μιχαήλ Χωνιάτης «ως κύνας λυσσητήρας απελάσαι των ιερών περιβόλων της καθ’ ημάς Ιερουσαλήμ» τους Λατίνους. Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα θα είναι έτσι αληθινοί σταυροφόροι, ταυτόσημοι με τους στρατιώτες του Χριστού [«Άγε τοίνυν ο μεν στρατιώτης εμού, λέει ο Θεόδωρος, του επί γης βασιλεύοντος, στρατολογείσθω και Χριστώ τω παντάνακτι»].
Λογικά ο πατριάρχης με πράξη συνοδική παρέχει συγχώρεση αμαρτιών στους πεσόντες στην ευγενή αυτή μάχη. Το πράγμα είναι απολύτως ασύνηθες για τα βυζαντινά δεδομένα, όταν μάλιστα σκεφτούμε ότι η απόφαση αυτή του πατριάρχη αναγγέλλεται με γράμμα που απευθύνει ο ίδιος στον στρατό, αλλά και σε όλους τους υπηκόους του κράτους. «Άνδρες Ρωμαίοι, τούτο γαρ αρκεί», το όνομα Ρωμαίοι δηλαδή, λέει ο πατριάρχης στο γράμμα του, για να εξορκίσει τους πάντες, ώστε όρθιοι να εμποδίσουν να αναλωθεί το μεγαλείο και η αίγλη της πατρίδας. Συνοψίζω απλώς τα λόγια του Αυτωρειανού.
Η κινητοποίηση στη Νίκαια, για την επιστροφή, για την αναγέννηση, για τα «Εισιτήρια» δηλαδή στην Πόλη, είναι γενική και είναι πάνδημο το προσκλητήριο από κράτος και εκκλησία. Ο πικρασμός όμως [ο όρος πικρασμός είναι του Μιχαήλ Παλαιολόγου] θα συνεχιστεί χρόνια, μέχρις ότου «ο του ελέους Θεός, ο παιδεύων δικαίως και φιλανθρώπως ιώμενος… την ελευθερίαν παρέχων, πολλοίς μεν ιδρώσι και πόνοις του μακαρίτου βασιλέως εκείνου κυρού Θεοδώρου του Λάσκαρι, ουκ ολίγοις δε αγώσι και μόχθοις του κυρού Ιωάννου του Δούκα ηυδόκησε». Να σημειωθεί ότι ο Μιχαήλ δεν κάνει καθόλου λόγο για το έργο του Θεοδώρου Β’ Λάσκαρι, με τον οποίο είχε έρθει σε σύγκρουση και του οποίου τον γιο και νόμιμο διάδοχο ετύφλωσε.
Οπωσδήποτε η βάση της πολιτικής θεωρίας που δικαιολογεί την ύπαρξη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας [κι αυτό το λέω παρενθετικά, αν ποτέ υπήρξε αυτοκρατορία με αυτό το όνομα] συνοψίζεται στο σύνθημα, όπως έγραψα αλλού, «Του χρόνου στην Κωνσταντινούπολη». Η βάση αυτή ετέθη από τον ιδρυτή της, τον Θεόδωρο Λάσκαρι, ακολουθήθηκε αδιάλειπτα από τους διαδόχους του, κυρίως τον Βατατζή, όπως τονίζει ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, και οπωσδήποτε η πραγμάτωση της ιδέας αυτής είχε εναποτεθεί από όλους στη θεία βούληση. Έτσι ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρις στο πρώτο σιλέντιο [το έγραψε για αυτόν ως εκπρόσωπος του ο Νικήτας Χωνιάτης] τονίζει ότι: «η εκ Θεού βασιλεία μου, αποσπάν προτίθεται όσα των ημετέρων αφήρπασε το διειληψός ημάς απανταχόθεν πολέμιον». Και το κατόρθωμα αυτό θα συντελεσθεί από αυτόν τον ίδιο, διότι, συνεχίζει ο Θεόδωρος, «εις πατέρα γαρ θεόθεν του ρωμαϊκού πληρώματος τέτακται».
Γιατί όμως βρήκε τους Ρωμαίους τόση κακοδαιμονία; Γνωστός και πασιφανής ο λόγος, συνοψίζεται στο ηθικό παραστράτημα. «Πάντως, και τα κατά το γένος ημών ουκ άλλως υπέστη ταπείνωσιν [είτε μην ελάττωσιν και υπόπτωσιν] και η παμβασιλεία πόλις ημών πυρί κατηθάλωτο και παν ον χείριστον ανθρώποις πέπονθεν, ες δεύρο πατουμένη ποσίν αλλοφύλων αιμοχαρών, ει μη φευ δικαιοσύναι μεν εξέλιπον, έκαστος δε ημών οπίσω των πονηρών έργων αυτού επεπόρευτο». Το αίσθημα ενοχής για τη ρωμαϊκή κακοδαιμονία κατέχει τους πάντες, είναι γενικό, όπως δείχνουν οι συνήθεις τότε αιτιάσεις: «δι’ αμαρτιών έκτισιν, ως αμαρτόντες; Εξέλιπον δικαιοσύναι και πονηρά έργα ημών. Αφ’ ης [Κωνσταντινούπολης δηλαδή] αμαρτία Ρωμαίους απήλασε». Είναι τόσο ζωντανό το συναίσθημα της ιστορικής ενοχής, που μπορούμε να πούμε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης θεωρείται ως η κατεξοχήν θεομηνία και θεοσημεία.
Η επανάκτηση της Βασιλεύουσας είναι λοιπόν σκοπός πολιτικός, αλλά θα ταυτισθεί και με τη συγχώρεση, τη μετάνοια και τη σωτηρία του γένους. Μισό σχεδόν αιώνα αργότερα, όταν τα ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο επέτυχαν εξ απρόοπτου την ευόδωση του σκοπού, την ημέρα της Αγίας Άννης του 1261 ακούσθηκαν τα λόγια του πρωτοασηκρήτη Σεναχερείμ που αναγγέλλουν, όχι τη χαρά για την αναγέννηση, αλλά την απελπισία για μια επιδείνωση της καταστροφής, για μια επιστροφή του γένους σε νέα δεινά. Να πω ότι η θέση αυτή απεικόνιζε την κυριαρχούσα ίσως γνώμη των μικρασιατικών πληθυσμών; Ήξεραν [όπως άλλωστε αποδείχτηκε γρήγορα] ότι η Μικρασία θα παραγκωνίζονταν από τον Μιχαήλ, στην προσπάθεια του να εμπεδώσει την κυριαρχία του στην Κωνσταντινούπολη και να την επεκτείνει στη λοιπή φραγκοκρατούμενη χώρα. Το σύμβολο του δικέφαλου αετού που υιοθέτησαν οι Παλαιολόγοι δίνει συνοπτικά την εικόνα της πολιτικής του Μιχαήλ και γενικότερα των Παλαιολόγων: Στροφή και στη Δύση.
Θυμίζω τα λόγια του Σεναχερείμ, του λεγόμενου Κακού, αντιγράφοντας απλώς από τον Παχυμέρη. Ο Σεναχερείμ, όταν άκουσε το νέο της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης «πρώτον μεν δυσπιστεί και ως πλάσμα τον λόγον απέπεμπεν, ως δ’ εξελθών ήκουσε και επίστευεν, εισελθών άμα και των σφετέρων γενείων απρίξ ταις χερσί δραξάμενος «ω οίον», είπεν, «ακούω, τούτο ταις ημετέραις εταμιεύετο, τι γε αμαρτούσιν ως επιζήν και βλέπειν τοσαύτα δεινά; Του λοιπού καλόν τις μην ελπιζέτω, επεί Ρωμαίοι και αύθις πατούσιν την Πόλιν»».
Το τι μεσολάβησε εν τω μεταξύ, μετά το μανιφέστο του Λάσκαρι, για να δικαιολογείται ο Σεναχερείμ, είναι, θα έλεγα με μια λέξη, γνωστό: η επιτυχία, δηλαδή, της λεγόμενης αυτοκρατορίας της Νικαίας. Κατάφερε η πολιτεία της Νικαίας σε μισό αιώνα να γίνει μια σημαντική ασιατική δύναμη, σε αρμονική συμβίωση με τους γειτονικούς Σελτζούκους. Εκτός βέβαια από την ιδεολογική και ψυχολογική σπουδαιότητα που είχε η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, δεν είχε ανάγκη την Πόλη για την εδραίωση της εξουσίας της.
Το ότι τα λόγια του Σεναχερείμ βγήκαν προφητικά φάνηκε από την πρώτη κιόλας αγγελία της πολιτικής του Παλαιολόγου, του «Νέου Κωνσταντίνου», και του «Νέου Μωυσή» κατά τον Μανουήλ Ολόβωλο, που ανήγγειλε ως αρχή και βάση τής κατόπιν πολιτικής του την ανάκτηση των χαμένων πατρίδων, έστω και αν αυτό θα αποδυνάμωνε τη μικρασιατική επικράτεια, όπως και έγινε, έστω και αν δεν διέθετε τα απαιτούμενα μέσα. Και αυτό με το σκεπτικό πάντα ότι «ώσπερ καταπεσούσης ταύτης [της Βασιλεύουσας δηλαδή] συγκατέπιπτον τα λοιπά, ούτως ανακληθείσης αυτής, ουκ έστιν όπως ουκ ανακληθήσεσθαι ταύτα».
Ποια και πόσα είναι τώρα αυτά τα λοιπά που πρέπει να επανακτηθούν; Η απάντηση που δίνουν οι συγγραφείς της εποχής και ο ίδιος ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είναι έμπλεος της αυτοκρατορικής παγκόσμιας ιδεολογίας που καθοδηγούσε τη βυζαντινή διπλωματία, έστω και ως σχήμα πια μόνο ρητορικό, και άσχετα βέβαια από τις μέτριες καθ’ όλα δυνατότητες [στρατιωτικές και πολιτικές] που διέθετε στην πραγματικότητα η αυτοκρατορία της Νίκαιας, μετουσιωμένη τώρα σε Ρωμαϊκή ή μάλλον Ρωμαίικη, θα έλεγα, αυτοκρατορία, με έδρα πάλι τη Βασιλεύουσα.
Θα αναφέρω μόνο δύο από τα πολυπληθή χαρακτηριστικά κείμενα, που περιγράφουν τα ιδεατά βέβαια για τότε όρια της αυτοκρατορίας: 1) τον προς τα πλήθη λόγο που εξεφώνησε κατά τον Παχυμέρη ο Μιχαήλ Παλαιολόγος μόλις επείσθηκε για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και 2) το υπόμνημα Επί τη των Ρωμαϊκών πραγμάτων ελαττώσει του Θεοδώρου του Μετοχίτου, γραμμένο όταν, όπως λέει ο Μετοχίτης, «μόνω τω παλαιώ κλέει μέγα φρονείν αξιούντες ήσαν οι τότε Ρωμαίοι [οι Βυζαντινοί]». «Η των Ρωμαίων αρχή προς έως μεν Ευφράτη και Τίγριδι, προς δύσιν δε Σικελία και τοις πρόσω Πούλιας ωρίζετο, Αιθιοπίας δ’ είχε προς νότον, και προς βορράν τα προσάκτια» καθορίζει ο αυτοκράτορας Μιχαήλ και συνεχίζει υπογραμμίζοντας το βάθος της Βυζαντινής επικράτειας εντός του ηπειρωτικού χώρου: «οίδατε πάντως ακούοντες ως ταύτης δε της θαλάττης εντός προς ήπειρον, ου δυοίν και τριών ημερών, αλλ’ έστιν όπου και δέκα και τούτων πλέον, τόπου διάστημα παρά των ημετέρων τότε κατείχετο».
Αυτά λέει ο Μιχαήλ Παλαιολόγος και λίγα χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Μετοχίτης θα γίνει αναλυτικότερος γράφοντας στο υπόμνημα του τα εξής: «Βρεττανικοί νήσοι προς Εσπέραν και υπέρ Ευφράτην την προς έως και υπέριστρον και Γερμανούς και Κελτόβηρας και Ταναΐς και Καύκασος και Κασπία θάλασσα προς βορράν· και προς νότον υπέρ Αιθιοπίας είσω και την Αράβων ευδαιμονίαν, και κατά Λιβύην όσον οικούμενον, τα Ρωμαίων ωρίζοντο μέτρα και μήκη και θάλαττα πάσα». Είναι χαρακτηριστικό ότι grosso-modo η οριοθέτηση αυτή της ρωμαϊκής εξουσίας από τον Μετοχίτη είναι σχεδόν ίδια με αυτήν που περιγράφει ο μοναχός Ιάκωβος ο Νεοφώτιστος στο τέλος του 7ου αιώνα. Όρια που αντιστοιχούν κατά τον Ιάκωβο με τα της Ρώμης, πριν δηλαδή την ταπείνωση που υπέστη η Βυζαντινή αυτοκρατορία αργότερα από τους Άραβες.
Η μνήμη λοιπόν της αυτοκρατορικής αίγλης διατρέχει τους αιώνες αναλλοίωτη, διαποτίζει την ψυχή των Βυζαντινών και καθορίζει συχνά και την επίσημη πολιτική. Να θυμίσω ότι η επισημότατη Επαναγωγή τον 9ο αιώνα υπογραμμίζει ότι καθήκον του αυτοκράτορα είναι η των απολεσθέντων ανάκτησις. Το σύνδρομο πάντα των χαμένων πατρίδων και των αλυτρώτων αδελφών, όπως γράψει ο Λέων ΣΤ ο Σοφός. Αυτή είναι η Renovatio, η ιδεολογία της παρουσιολογίας του παρελθόντος που αδιάλειπτα χαρακτηρίζει τις μεγαλοϊδεατικές προσπάθειες των Βυζαντινών και στη συνέχεια των Νεοελλήνων.
Να θυμίσω ότι τα ιδεατά αυτά όρια της «πολυμήκους εκείνης αρχής», «της δόξης ης εκπεπτώκαμεν» όπως λέει ο Μετοχίτης, επικαλούνται συχνά πυκνά οι θιασώτες της προσέγγισης με τη Ρώμη, με το επιχείρημα ότι, μόνο όταν οι δύο Ρώμες [η παλιά και η νέα] ομονοούσαν, οι Ρωμαίοι [δηλαδή οι Βυζαντινοί εφόσον αυτό ήταν το εθνικό όνομα τους] ήταν οι αδιαφιλονίκητοι κοσμοκράτορες. Ο Βεκκός, ο Μελιτηνιώτης, ο Κυδώνης θα υπογραμμίσουν, καθείς με τη σειρά του, το απέραντο των «σχοινιμάτων», τους αναρίθμητους σχοινισμούς των ορίων της αυτοκρατορίας, όταν δεν εσοβούσε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των χριστιανών, των παπικών και των ορθοδόξων. Και το όνομα εμφύλιος, για να χαρακτηρίσει την ενδοχριστιανική αυτή διαμάχη, το χρησιμοποιεί για πρώτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, όχι ο Νικόλαος ο Μυστικός, που αυτός μιλά για μια ενδοορθόδοξη αντιπαλότητα μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, αλλά η Άννα η Κομνηνή, όταν αναφέρει ότι ο πατέρας της προσπαθούσε να αποτρέψει τους Λατίνους σταυροφόρους από τον «εμφύλιον φόνον», μάλιστα την ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης, φόνον εναντίον των ανέτοιμων, των απροετοίμαστων τότε ορθοδόξων Βυζαντινών.
Περιττό βέβαια να πω ότι πριν οξυνθούν επικίνδυνα τα μίση ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή χριστιανική, πολλοί ήταν αυτοί, όπως, π.χ., ο Ακροπολίτης, που υπογράμμιζαν ότι «ουδέν τι μη κοινόν [ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Λατίνους] αρχαί, νόμοι, λόγοι, βουλαί, δικαστήρια, ευσέβεια [όλα κοινά] Ρωμαίοις παλαιοτέροις και νεωτέροις». Αυτά διατείνονται συγγραφείς μη προσκείμενοι βέβαια στην εκκλησία. Οπωσδήποτε παρά την όποια κοινή κληρονομιά, τα γεγονότα της Τέταρτης Σταυροφορίας επέφεραν τη μέχρι διαζυγίου ρήξη ανάμεσα σε χριστιανική Ανατολή και χριστιανική Δύση.
Έτσι λογικό να έχει από πολλούς υπογραμμισθεί η σημασία της Τέταρτης Σταυροφορίας και της διάλυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που την ακολούθησε, για τη σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος των Βυζαντινών. Το πράγμα χρήζει βέβαια περαιτέρω έρευνας και μελέτης. Ωστόσο ένα είναι σίγουρο, ότι από τότε η λέξη Έλληνδεν αναφέρεται πια, εκτός από μερικά αρχαιοπρεπή, νομικά κείμενα, στον ειδωλολάτρη, ούτε μόνο στη γλώσσα [τον Έλληνα λόγον], αλλά δηλώνει και την εθνική κοινότητα των Ρωμαίων της εποχής, αυτών που βρίσκονται εγκατεστημένοι και ζουν μέσα στα όρια της μικρασιατικής αυτοκρατορίας της Νικαίας, όπως και αυτών που ζουν στις περιοχές που κατέκτησαν οι Λατίνοι.
Ο αγώνας για ανεξαρτησία ενάντια στους Φράγκους είναι βέβαια λόγος συσπείρωσης, όπως μας λέει ο Μιχαήλ Χωνιάτης, γύρω από τον Θεόδωρο Λάσκαρι, τον πρώτο αυτοκράτορα των εν εξορία Ρωμαίων, που έβαλε για μόνο σκοπό του κράτους του την επανίδρυση της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά πάνω και από αυτό, τον διακαή δηλαδή πόθο των Βυζαντινών για απελευθέρωση, η λατινική κυριαρχία, με όλα τα έκτροπα της στρατιωτικής κατάκτησης, έγινε η αιτία μιας εθνικής αφύπνισης που εκφράζεται ως συναίσθημα θρησκευτικού αντιλατινικού μένους των ορθοδόξων πληθυσμών [και όχι μόνο των Βυζαντινών]. Τόσο που η επεξεργασία της ταυτότητας των Νεοελλήνων να έχει ως πρώτη θεμέλια αρχή την πίστη, την ακραιφνή δηλαδή προσήλωση στην ορθοδοξία.
Καθόλου λοιπόν περίεργο αν απέτυχε κάθε προσπάθεια προσέγγισης με την παπική εκκλησία, όπως, π.χ., αυτή που έγινε από τον Βατατζή με την ελπίδα να επιταχύνει την πτώση της Κωνσταντινούπολης [Κωνσταντινούπολη που άξιζε κατά τον Βατατζή μια λειτουργία καθολική, όπως είπε σε άλλη περίπτωση ο Ερρίκος Δ’ για το Παρίσι]. Ή ακόμη όπως η ένωση που ο Μιχαήλ Παλαιολόγος επικύρωσε με τους παπικούς καθολικούς, αποδεχόμενος τον πάπα ως οικουμενικόν και ως κεφαλήν της χριστιανοσύνης. Χαρακτηριστικό άλλωστε της άσβηστης αυτής αντιπαλότητας των Νεοελλήνων προς την παποσύνη, στάθηκε η απαίτηση που πρόσφατα εκφράστηκε προς τον πάπα Παύλο Ιωάννη να ζητήσει συγχώρεση για τα κακουργήματα των σταυροφόρων της Τέταρτης Σταυροφορίας. Άσχετα τώρα, αν ο τότε πάπας Ιγνοκέντιος Γ’ είχε ήδη αυστηρά καταδικάσει τα σταυροφορικά έκτροπα, και αδιάφορο αν η παποσύνη ήταν πιθανότατα τελείως ανεύθυνη από την παρέκκλιση της Τέταρτης Σταυροφορίας και τη λεηλασία της Πόλης. Παραμένει πάντως αδιαφιλονίκητο ότι μετά τα γεγονότα του 1204 το αντιπαπικό-αντιλατινικό αίσθημα κυριαρχεί παντού, τόσο ώστε ο πατριωτισμός των Βυζαντινών να μετριέται ανάλογα με αυτό. Απόδειξη τα διάφορα επεισόδια, όπως αυτά που συνέβαιναν μεταξύ των απλών πολιτών [τόσο στην ανακτηθείσα Πόλη όσο και αλλού] με τα κατάλοιπα της φραγκικής κατάκτησης, ιδιαίτερα τους Γασμούλουςή τους Γενουάτες. Αναφέρομαι, π.χ., στην περίπτωση της γενουατικής νηός που περιφρόνησε την αυτοκρατορική διαταγή και στα επακόλουθα αυτής της στάσης, όταν κάποιος Γενουάτης εδήλωσε: «ως η Πόλις και πάλιν έσται τοις ημετέροις».
Οπωσδήποτε ο πατριωτικός ζήλος είναι τώρα αρετή που επικαλείται συχνότατα ο αυτοκράτορας για να ανταμείψει και να ευργετήσει τους υπηρέτες του κράτους: «Διά τους κόπους ους εμόχθησας υπέρ της Ρωμανίας» είναι η συνηθισμένη έκφραση, ή ακόμα πιο συγκεκριμένα, «διά τον ζήλον ον επέδειξες κατά τις δύσκολες περιστάσεις του γένους», δηλαδή κατά τη λατινική απειλή.
Η συσπείρωση λοιπόν του γένους [γένος, αυτός είναι ο όρος της εποχής για την εθνική κοινότητα] μετά την καταστροφή του 1204, είναι το πρώτο βασικό αποτέλεσμα ή μάλλον το πρώτο επακόλουθο της αντιξοότητας. Και όπως αυτή η συσπείρωση γίνεται ενάντια στους Λατίνους, δημιουργεί μια άλλη ευρύτερη τώρα συσπείρωση μεταξύ των ομόδοξων ορθοδόξων που βρίσκονται εκτός του Βυζαντίου. Συσπειρώνονται «βάρβαροι, ομόδοξοι» μας λένε τα κείμενα, δηλαδή Βούλγαροι κυρίως, που βρίσκονται στο πλευρό των Βυζαντινών, στον αντιλατινικό αγώνα. Νομίζω ότι σε αυτό το σημείο και από αυτήν την ιστορική στιγμή αρχίζει η ευρύτερη αλληλεγγύη της ορθόδοξης κοινότητας, ιδιαίτερα της βαλκανικής, που θα ανδρωθεί κυρίως μετά το 1453, ως Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Αυτό, χωρίς να παύουν οι ενδοορθόδοξες αντιπαλότητες, όπως μας δείχνει ο Καναβούτζης που γράφει το 1430: «Ημείς γαρ χριστιανοί όντες και μίαν πίστιν έχοντες, όμως βαρβάρους έχομεν και λέγομεν, τους Βουλγάρους, τους Βλάχους, τους Αλβανίτας, τους Ρούσους». Οπωσδήποτε, όπως οι σταυροφορίες αποτέλεσαν το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Δύση για να επεξεργασθεί την πνευματική της ενότητα ως βάση της πολιτιστικής της ταυτότητας, κατά τον ίδιο τρόπο ο αντιλατινικός αγώνας αποτέλεσε το θεμέλιο της ορθοδοξίας και της εθνικής ταυτότητας των λαών που την απαρτίζουν, δημιουργώντας επίσης μια υπερεθνική αλληλεγγύη που τα σημάδια της είναι διακριτά ως τα σήμερα [αναφέρομαι ακροθιγώς στα πρόσφατα γεγονότα του Κοσόβου και της Σερβοκροατικής διένεξης].
Η διαχείριση του αντιλατινικού παρελθόντος των ορθοδόξων λαών και ιδιαίτερα των Νεοελλήνων, ως των αμεσοτέρων κληρονόμων του Βυζαντίου, αποτελεί πρόβλημα ως τα σήμερα της γενικότερης πολιτικής, όχι μόνο της ευρωπαϊκής, αλλά και της εσωτερικής του κάθε ενδιαφερομένου κράτους. Εξηγούμαι: ο διαχωρισμός που εκδηλώθηκε αμέσως μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την προσέγγιση του Μιχαήλ Παλαιολόγου με την παποσύνη, διαχωρισμός σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, με επακόλουθο την αγιοποίηση των ανθενωτικών μοναχών του Άθω, διατρέχει όλη τη μετέπειτα βυζαντινή ιστορία ως εσωτερική κακοδαιμονία, και θα τολμήσω να πω ότι με διάφορες μορφές είναι ζωντανός, όχι μόνο στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και ως τις μέρες μας, με την αντιπαράθεση των ευρωπαϊστών και των ευρωσκεπτικιστών.
Μια περαιτέρω ανάλυση των νοοτροπιών και των καταλοίπων που διατρέχουν την ιστορική μνήμη των Νεοελλήνων, και που οφείλονται στα γεγονότα του 1204, θα εμπλουτίσει την εξέταση της επεξεργασίας της εθνικής συνείδησης. Ωστόσο, πρόβλημα μαζί με το αντιλατινικό αίσθημα, αποτελεί για τους Νεοέλληνες και η κωνσταντινοπολίτικη κληρονομιά, έτσι όπως τη διαχειρίστηκε η Νίκαια. Μένει δηλαδή η Πόλη, η κοιτίδα του γένους που περιμένει την παλιννόστηση.
Τι άραγε όμως αντιπροσώπευε η Κωνσταντινούπολη την εποχή της πτώσης της στα χέρια των Λατίνων; Εκτός από την περίοπτη θέση που της έδινε η υλική της ευμάρεια -να θυμίσω ότι διηγήσεις των Βυζαντινών και των Δυτικών προσκυνητών και περιηγητών άφηναν να εννοηθεί ότι στα τείχη της περιέκλειε τα 2/3 του παγκόσμιου πλούτου- εκτός λοιπόν από την υλική μεγαλοπρέπειά της, η Κωνσταντινούπολη, και όχι μόνο για τους Βυζαντινούς ήταν το κέντρο της οικουμένης, του τότε κόσμου.
Χειροπιαστή απόδειξη γι’ αυτό είναι το ότι Δύση και Ανατολή καθορίζονται χαρτογραφικά από τη θέση της Κωνσταντινούπολης, ιδέα που είχε καθαρά εκφράσει ήδη ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος λέγοντας: «Αρχήν ουν της Ευρώπης [άρα των Δυτικών], την Βασιλίδα των πόλεων και του κόσμου παντός… εγώ τίθημι». Αυτή η Κωνσταντινούπολη, η Βασιλίς που λήστευσαν και βίασαν οι γόνοι της Παλαιάς Ρώμης, εγκαταλείπει προοδευτικά κάθε αναφορά στην προγονό της για να χαρακτηρισθεί ως η έδρα της χριστιανοσύνης που υπέστη μαρτύριο από τους παπικούς Ρωμαίους χριστιανούς.
Τα ονόματα Σιών και Ιερουσαλήμ είναι τώρα αυτά που δηλώνουν τις ιδιότητες της Κωνσταντινούπολης, το επίθετο Νέα Ρώμη [ή Ετέρα] εκτός βέβαια από τον επίσημο πατριαρχικό τίτλο και τα αρχαιοπρεπή κείμενα, πέφτει σχεδόν σε αχρηστία. Θα επανεμφανισθεί υπό τη γραφίδα των ενωτικών, κυρίως μετά το 1261, για να υπογραμμίσει την ανάγκη της συνένωσης της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης, προϋπόθεση απαραίτητη για την επανόρθωση της προτέρας αίγλης. Όμως μετά το 1204 η Κωνσταντινούπολη μετατρέπεται σε αντίπαλο δέος της Ρώμης, είναι η Αντι-Ρώμη. Έτσι κατά το δυνατόν ορθώνεται εναντίον της μόνης ενωτικής δύναμης της Δύσης, και γίνεται με τη σειρά της η «Aeterna Urbs», πόλη της οποίας η ιστορία ταυτίζεται με την αιωνιότητα.
Από εδώ και στο εξής η Πόλη θα είναι η μόνη έγνοια και φροντίδα του βυζαντινού κόσμου. Αυτή η κωνσταντινοπολίτικη αναφορά, η μυστική σχεδόν πόλωση για την Πόλη, βρίσκεται ακριβώς στο επίκεντρο της νεοελληνικής Μεγάλης Ιδέας, με όλα τα επακόλουθα και τις επιπτώσεις [π.χ. τον θρύλο του Μαρμαρωμένου βασιλιά]. Ιδεολόγημα λοιπόν που έγινε και θεωρία πολιτική, δεν έπαψε να ταλανίζει και να εμπνέει ως τα σήμερα, αυτή η Μεγάλη Ιδέα, τους ελληνοορθόδοξους υπερεθνικιστές.
Θα τονίσω, λοιπόν, ότι αυτή η κωνσταντινοπολίτικη μυθοποίηση ως αναφορά της εθνικής αφύπνισης και συσπείρωσης, φανερώθηκε αμέσως ίσως μετά τον κραδασμό που επέφεραν τα γεγονότα του 1204 της Τέταρτης Σταυροφορίας – από την άποψη αυτή τα γεγονότα αυτά αποτελούν ασφαλώς την απαρχή της επεξεργασίας της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, τουλάχιστον όσον αφορά το σκέλος της που αναφέρεται στη βυζαντινή παράδοση, την ταυτισμένη τώρα με την προσήλωση στην ορθοδοξία και ίσως, κάπως ευρύτερα, με την ανατολική καταβολή των Νεοελλήνων. Μιλώ για την παράδοση που αντιστρατεύεται την ευρωπαΐζουσα Δύση την προσηλωμένη όχι στην πίστη, αλλά στον Διαφωτισμό και το αρχαιοελληνικό κλασικό δίδαγμα.Μιλώ για την παράδοση που βιώνεται ως αντίπαλη στην αρχαιοελληνοσύνη ή, το λιγότερο αυτό, συμπληρωματική της αρχαιοελληνικής. Η σχιζοφρενική σχεδόν διαμάχη της νεοελληνικής ψυχής ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή δεν λέει να τερματιστεί. Κι αυτό παρά τη δύση της Ανατολής, του Βυζαντίου δηλαδή, και την ανατολή της Δύσης, εννοώ της Ευρώπης, λογοπαίγνιο που προδικάζει νομίζω την ευρωπαϊκή ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας, στραμμένης τώρα δικαιωματικά και ισότιμα προς τη Δύση, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
*Πηγή: Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, «Γιατί το Βυζάντιο», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://travelermap.ru/steny-konstantinopolya-v-stambule-turciya/
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.