Ἡ Ἑλληνικὴ μὲ τήν μαθηματικὴ δομὴ της εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς… πληροφορικῆς καί τῆς νέας γενιᾶς τῶν ἐξελιγμένων ὑπολογιστῶν, διότι μόνο σὲ αὐτήν δέν ὑπάρχουν ὅρια. (Μπὶλ Γκέϊτς). Ἡ Ἑλληνικὴ καί ἡ Κινέζικη… εἶναι οἱ μόνες γλῶσσες μέ συνεχῆ ζῶσα παρουσία ἀπό τούς ἴδιους λαούς καί στὸν ἴδιο χῶρο ἐδῶ καὶ 4.000 ἔτη. Ὅλες οἱ γλῶσσες θεωροῦνται κρυφοελληνικές, μὲ πλούσια δάνεια ἀπὸ τὴν μητέρα τῶν γλωσσῶν, τὴν Ἑλληνική. (Francisco Adrados, γλωσσολόγος).
Τὸ πρῶτο μεγάλο πλῆγμα ποὺ δέχθηκε ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν ἡ μεταρρύθμιση τοῦ 1976 μὲ τὴν κατάργηση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καὶ ἡ διὰ νόμου καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς καὶ τοῦ μονοτονικοῦ, ποὺ σήμερα κατάντησε ἀτονικό.
Ἕτερο μεγάλο πλῆγμα εἶναι ὅτι ἡ …οἰκογένεια, ὁ δάσκαλος καὶ ὁ ἱερέας ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὴν τηλεόραση, ποὺ ἀσκεῖ ὀλέθρια ἐπίδραση ὄχι μόνο στὴν γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ στὸν χαρακτῆρα καὶ στὸ ἦθος.
(Ἀντώνης Κουνάδης, ἀκαδημαϊκὸς).
Τὸ CNN σὲ συνεργασία μὲ τὴν ἑταιρεία ὑπολογιστῶν apple ἑτοίμασαν ἕνα εὔκολο πρόγραμμα ἐκμάθησης ἑλληνικῶν πρὸς τοὺς ἀγγλόφωνους καὶ ἱσπανόφωνους τῶν ΗΠΑ. Τὸ σκεπτικὸ αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας ἦταν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἐντείνει τὸ ὀρθολογικὸ πνεῦμα, ξύνει τὸ ἐπιχειρηματικὸ πνεῦμα καὶ προτρέπει τοὺς πολίτες πρὸς τὴν δημιουργικότητα.
Μετρώντας τὶς διαφορετικὲς λέξεις ποὺ ἔχει ἡ κάθε γλῶσσα βλέπουμε ὅτι ὅλες ἔχουν ἀπὸ ἀρκετὲς χιλιάδες, ἄρα εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει γραφὴ ποὺ νὰ ἔχει τόσα γράμματα ὅσες καὶ οἱ λέξεις μίας γλώσσας, γιατί κανένας δὲ θὰ θυμόταν τόσα πολλὰ σύμβολα.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὶς διαφορετικὲς συλλαβὲς τῶν λέξεων (π.χ. τίς: α, αβ, βα, βρα, βε, ου) πού ἔχει ἡ κάθε γλῶσσα.
Μετρώντας ἐπίσης τοὺς διαφορετικοὺς φθόγγους τῶν λέξεων (τούς: α, β, γ) πού ἔχει ἡ κάθε γλῶσσα βλέπουμε ὅτι αὐτοὶ εἶναι σχετικὰ λίγοι, εἶναι μόλις 20, δηλαδὴ οἱ ἑξῆς: α, ε, ο, ου, ι, κ, γ, χ, τ, δ, θ, π, β, φ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ, ὅμως, ἂν καταγράφουμε τὶς λέξεις μόνο ὡς ἔχουν φθογγικά, δὲ διακρίνονται οἱ ὁμόηχες, π.χ.: «τίχι» = τείχη, τοῖχοι, τύχη, τύχει, «καλὶ» = καλοὶ & καλὴ & καλεῖ.
Ἑπομένως, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει γραφὴ ποὺ νὰ ἔχει τόσα γράμματα ὅσοι καὶ οἱ διαφορετικοὶ φθόγγοι τῶν λέξεων.
Πρὸ αὐτοῦ τοῦ προβλήματος οἱ ἄνθρωποι κατάφυγαν σὲ διάφορα τεχνάσματα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν καταγραφὴ τοῦ προφορικοῦ λόγου, κυριότερα τῶν ὁποίων εἶναι τὸ αἰγυπτιακὸ καὶ τὸ ἑλληνικό.
Τὸ τέχνασμα ποὺ ἐπινόησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προκειμένου νὰ καταφέρουν νὰ καταγράφουν φωνητικὰ τὶς λέξεις, ἦταν ἡ χρησιμοποίηση ἀπὸ τὴ μία τόσων γραμμάτων ὅσοι καὶ οἱ φθόγγοι τῶν λέξεων, φωνηέντων καὶ συμφώνων, δηλαδὴ τῶν γραμμάτων: Α(α), Β(β), Γ(γ) καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κάποιων ὁμόφωνων γραμμάτων, δηλαδὴ τῶν: Ω(ο) & Ο(ο), Η(η) & Υ(υ) & Ι(ι) μὲ τὰ ὁποῖα, βάσει κανόνων, ἀφενὸς ὑποδείχνεται ἡ ἐτυμολογία (= τὸ μέρος λόγου ἢ ὁ τύπος κ.τ.λ.), ἄρα τὸ ἀκριβὲς νόημα τῶν λέξεων καὶ ἀφετέρου διακρίνονται οἱ ὁμόηχες λέξεις, πρβ π.χ.: τύχη & τείχη & τύχει & τοῖχοι, λίπη & λείπει & λύπη.
Παράβαλε π.χ. ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει κανονιστεῖ νὰ γράφουμε τὸ τελευταῖο φωνῆεν τῶν ρημάτων μὲ τὰ γράμματα – ω, ει καὶ τῶν πτωτικῶν μὲ τὰ – ο,ι,η, ὥστε νὰ διακρίνονται οἱ ὁμόηχοι τύποι: καλῶ & καλό, καλεῖ & καλή, σῦκο & σήκω, φιλὶ & φυλή, φιλῶ & φύλο.
Παράβαλε ὁμοίως ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει κανονιστεῖ νὰ γράφουμε τὰ κύρια ὀνόματα μὲ κεφαλαῖο γράμμα καὶ τὰ κοινὰ μὲ μικρό, γιὰ διάκριση τῶν ὁμόφωνων λέξεων: νίκη & Νίκη, ἀγαθὴ & Ἀγαθή.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Τὰ Ἑλληνικὰ εἶναι ἡ μόνη γλῶσσα στὸν κόσμο ποὺ ὁμιλεῖται καὶ γράφεται συνεχῶς ἐπὶ 4.000 τοὐλάχιστον συναπτὰ ἔτη, καθὼς ὁ Arthur Evans διέκρινε τρεῖς φάσεις στὴν ἱστορία τῆς Μινωϊκῆς γραφῆς, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη ἀπὸ τὸ 2.000 π.Χ. ὡς τὸ 1.650 π.Χ.
Μπορεῖ κάποιος νὰ διαφωνήσει καὶ νὰ πεῖ ὅτι τὰ Ἀρχαῖα καὶ τὰ Νέα Ἑλληνικὰ εἶναι διαφορετικὲς γλῶσσες, ἀλλὰ κάτι τέτοιο φυσικὰ καὶ εἶναι τελείως ἀναληθές.
Ὁ ἴδιος ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης εἶπε: «Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει παρὰ μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Τὸ νὰ λέει ὁ Ἕλληνας ποιητής, ἀκόμα καὶ σήμερα, ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ ἄνεμος, ὅπως τὸ ἔλεγαν ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Ἀρχιλόχος, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμὴ μιλώντας μὲ τὶς ρίζες ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ. Στὰ Ἀρχαῖα».
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ γένους Ἀδαμάντιος Κοραὴς εἶχε πεῖ: «Ὅποιος χωρὶς τὴν γνώση τῆς Ἀρχαίας ἐπιχειρεῖ νὰ μελετήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν Νέαν, ἢ ἀπατᾶται ἢ ἀπατᾶ».
Παρ᾿ ὅτι πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ὅλες οἱ Ὁμηρικὲς λέξεις ἔχουν διασωθεῖ μέχρι σήμερα. Μπορεῖ νὰ μὴν διατηρήθηκαν ἀτόφιες, ἄλλα ἔχουν μείνει στὴν γλῶσσα μας μέσῳ τῶν παραγώγων τους.
Μπορεῖ νὰ λέμε νερὸ ἀντὶ γιὰ ὕδωρ, ἀλλὰ λέμε ὑδροφόρα, ὑδραγωγεῖο καὶ ἀφυδάτωση. Μπορεῖ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ρῆμα δέρκομαι (βλέπω), ἀλλὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη ὀξυδερκής. Μπορεῖ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη αὐδὴ (φωνὴ), ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ λέμε ἄναυδος καὶ ἀπηύδησα.
Ἐπίσης, σήμερα δὲν λέμε λωποὺς τὰ ροῦχα, ἀλλὰ λέμε τὴν λέξη «λωποδύτης» ποὺ σημαίνει «αὐτὸς ποὺ βυθίζει (δύει) τὸ χέρι του μέσα στὸ ροῦχο σου (λωπὴ) γιὰ νὰ σὲ κλέψει».
Ἡ Γραμμικὴ Β’ εἶναι καὶ αὐτὴ καθαρὰ Ἑλληνική, γνήσιος πρόγονος τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Ἄγγλος ἀρχιτέκτονας Μάϊκλ Βέντρις, ἀποκρυπτογράφησε βάση κάποιων εὑρημάτων τὴν γραφὴ αὐτὴ καὶ ἀπέδειξε τὴν Ἑλληνικότητά της. Μέχρι τότε φυσικὰ ὅλοι ἀγνοοῦσαν πεισματικὰ ἔστω καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἦταν Ἑλληνική…
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει τεράστια σημασία καθὼς πάει τὰ Ἑλληνικὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀκόμα πιὸ πίσω στὰ βάθη τῆς ἱστορίας. Αὐτὴ ἡ γραφὴ σίγουρα ξενίζει, καθὼς τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ σημερινὸ Ἀλφάβητο.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἡ προφορὰ εἶναι παραπλήσια, ἀκόμα καὶ μὲ τὰ Νέα Ἑλληνικά. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη «TOKOSOTA» σημαίνει «Τοξότα» (κλητική). Εἶναι γνωστὸ ὅτι «κ» καὶ «σ» στὰ Ἑλληνικά μᾶς κάνει «ξ» καὶ μὲ μία ἁπλὴ ἐπιμεριστικὴ ἰδιότητα ὅπως κάνουμε καὶ στὰ μαθηματικὰ βλέπουμε ὅτι ἡ λέξη αὐτὴ ἐδῶ καὶ τόσες χιλιετίες δὲν ἄλλαξε καθόλου.
Ἀκόμα πιὸ κοντὰ στὴν Νεοελληνική, ὁ «ἄνεμος», ποὺ στὴν Γραμμικὴ Β’ γράφεται «ANEMO», καθὼς καὶ «ράπτης», «ἔρημος» καὶ «τέμενος» ποὺ εἶναι ἀντίστοιχα στὴν Γραμμικὴ Β’ «RAPTE», «EREMO», «TEMENO», καὶ πολλὰ ἄλλα παραδείγματα.
Ὑπολογίζοντας ὅμως ἔστω καὶ μὲ τὶς συμβατικὲς χρονολογίες, οἱ ὁποῖες τοποθετοῦν τὸν Ὅμηρο γύρω στὸ 1.000 π.Χ., ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ ρωτήσουμε: Πόσες χιλιετίες χρειάστηκε ἡ γλῶσσα μας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ πού οἱ ἄνθρωποι τῶν σπηλαίων τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου τὴν πρωτοάρθρωσαν μὲ μονοσύλλαβους φθόγγους μέχρι νὰ φτάσει στὴν ἐκπληκτικὴ τελειότητα τῆς Ὁμηρικῆς ἐπικῆς διαλέκτου, μὲ λέξεις ὅπως «ροδοδάκτυλος», λευκώλενος», «ὠκύμορος», κ.τ.λ.;
Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Σωκράτους δαιμονίου» μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Ἀγησίλαος ἀνακάλυψε στὴν Ἀλίαρτο τὸν τάφο τῆς Ἀλκμήνης, τῆς μητέρας τοῦ Ἡρακλέους, ὁ ὁποῖος τάφος εἶχε ὡς ἀφιέρωμα «πίνακα χαλκοῦν ἔχοντα γράμματα πολλὰ θαυμαστά, παμπάλαια…». Φανταστεῖτε περὶ πόσο παλαιᾶς γραφῆς πρόκειται, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν χαρακτηρίζουν «ἀρχαῖα»…
Φυσικά, δὲν γίνεται ξαφνικά, «ἀπὸ τὸ πουθενὰ» νὰ ἐμφανιστεῖ ἕνας Ὅμηρος καὶ νὰ γράψει δύο λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα, εἶναι προφανὲς ὅτι ἀπὸ πολὺ πιὸ πρὶν πρέπει νὰ ὑπῆρχε γλῶσσα (καὶ γραφὴ) ὑψηλοῦ ἐπιπέδου. Πράγματι, ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γραμματεία γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ὅμηρος δὲν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος καὶ διασημότερος μίας μεγάλης σειρᾶς ἐπικῶν ποιητῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἔχουν διασωθεῖ (Κρεώφυλος, Προδικός, Ἀρκτίνος, Ἀντίμαχος, Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθὼς καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἔργων τους (Φορωνίς, Φωκαΐς, Δαναΐς, Αἰθιοπίς, Ἐπίγονοι, Οἰδιπόδεια, Θήβαις…) δὲν ἔχουν ὅμως διασωθεῖ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους.
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΝΕΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Ἡ δύναμη τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας βρίσκεται στὴν ἱκανότητά της νὰ πλάθεται ὄχι μόνο προθεματικὰ ἢ καταληκτικά, ἀλλὰ διαφοροποιώντας σὲ μερικὲς περιπτώσεις μέχρι καὶ τὴν ρίζα τῆς λέξης (π.χ. «τρέχω» καὶ «τροχὸς» παρ᾿ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια ἀποκλίνουν ἐλαφρῶς στὴν ρίζα).
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι εἰδικὴ στὸ νὰ δημιουργεῖ σύνθετες λέξεις μὲ ἀπίστευτων δυνατοτήτων χρήσεις, πολλαπλασιάζοντας τὸ λεξιλόγιο.
Τὸ διεθνὲς λεξικὸ Webster’s (Webster’s New International Dictionary) ἀναφέρει: «Ἡ Λατινικὴ καὶ ἡ Ἑλληνική, ἰδίως ἡ Ἑλληνική, ἀποτελοῦν ἀνεξάντλητη πηγὴ ὑλικῶν γιὰ τὴν δημιουργία ἐπιστημονικῶν ὅρων», ἐνῶ οἱ Γάλλοι λεξικογράφοι Jean Bouffartigue καὶ Anne-Marie Delrieu τονίζουν: «Ἡ ἐπιστήμη βρίσκει ἀσταμάτητα νέα ἀντικείμενα ἢ ἔννοιες. Πρέπει νὰ τὰ ὀνομάσει. Ὁ θησαυρὸς τῶν Ἑλληνικῶν ριζῶν βρίσκεται μπροστά της, ἀρκεῖ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ ἐκεῖ. Θὰ ἦταν πολὺ περίεργο νὰ μὴν βρεῖ αὐτὲς ποὺ χρειάζεται».
Ὁ Γάλλος συγγραφέας Ζὰκ Λακαρριέρ, ἔκθαμβος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της Ἑλληνικῆς, εἶχε δηλώσει σχετικῶς: «Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸ νὰ προσφέρεται θαυμάσια γιὰ τὴν ἔκφραση ὅλων τῶν ἱεραρχιῶν μὲ μία ἁπλὴ ἐναλλαγὴ τοῦ πρώτου συνθετικοῦ. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ βάλει ἕνα πᾶν – πρῶτο – ἀρχὶ – ὑπὲρ – ἢ μία ὁποιαδήποτε ἄλλη πρόθεση μπροστὰ σὲ ἕνα θέμα. Κι ἂν συνδυάσει κανεὶς μεταξύ τους αὐτὰ τὰ προθέματα, παίρνει μία ἀτελείωτη ποικιλία διαβαθμίσεων. Τὰ προθέματα ἐγκλείονται τὰ μὲν στὰ δὲ σὰν μία σημασιολογικὴ κλίμακα, ἡ ὁποία ὀρθώνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ τῶν λέξεων».
Στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου ἡ Θέτις θρηνεῖ γιὰ ὅτι θὰ πάθει ὁ υἱὸς της σκοτώνοντας τὸν Ἕκτωρα «διὸ καὶ δυσαριστοτοκείαν αὐτὴν ὀνομάζει». Ἡ λέξη αὐτὴ ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνα μοιρολόϊ, δὺς + ἄριστος + τίκτω (=γεννῶ) καὶ σημαίνει ὅπως ἀναλύει τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα «ποὺ γιὰ κακὸ γέννησα τὸν ἄριστο».
Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν κυκλοφόρησε στὴν Ἑλβετία τὸ λεξικὸ ἀνύπαρκτων λέξεων (Dictionnaire Des Mots Inexistants) ὅπου προτείνεται νὰ ἀντικατασταθοῦν Γαλλικὲς περιφράσεις μὲ μονολεκτικοὺς ὅρους ἀπὸ τὰ Ἑλληνικά. Π.χ. androprere, biopaleste, dysparegorete, ecogeniarche, elpidophore, glossoctonie, philomatheem tachymathie, theopempte κ.λπ. περίπου 2.000 λήμματα μὲ προοπτικὴ περαιτέρω ἐμπλουτισμοῦ.
Η ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΙΑ
Εἶναι προφανὲς ὅτι τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀκριβολογία, γλῶσσες ὅπως τὰ Ἑλληνικὰ ὑπερτεροῦν σαφῶς σὲ σχέση μὲ γλῶσσες σὰν τὰ Ἀγγλικά.
Εἶναι λογικὸ ἄλλωστε ἂν κάτσει νὰ τὸ σκεφτεῖ κανείς, ὅτι μπορεῖ πολὺ πιὸ εὔκολα νὰ καθιερωθεῖ μία γλῶσσα Διεθνὴς ὅταν εἶναι πιὸ εὔκολη στὴν ἐκμάθηση, ἀπὸ τὴ ἄλλη ὅμως μία τέτοια γλῶσσα ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο ποιοτική.
Συνέπεια τῶν παραπάνω εἶναι ὅτι ἡ Ἀγγλικὴ γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι λακωνικὴ ὅπως εἶναι ἡ Ἑλληνική, καθὼς γιὰ νὰ μὴν εἶναι διφορούμενο τὸ νόημα τῆς ἑκάστοτε φράσης, πρέπει νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἐπιπλέον λέξεις. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη «drink» ὡς αὐτοτελὴς φράση δὲν ὑφίσταται στὰ Ἀγγλικά, καθὼς μπορεῖ νὰ σημαίνει «ποτό», «πίνω», «πιὲς» κ.τ.λ. Ἀντιθέτως στὰ Ἑλληνικὰ ἡ φράση «πιὲς» βγάζει νόημα, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ βασιστεῖς στὰ συμφραζόμενα γιὰ νὰ καταλάβεις τὸ νόημά της.
Παρένθεση: Νὰ θυμίσουμε ἐδῶ ὅτι στὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἐκτὸς ἀπὸ Ἑνικὸς καὶ Πληθυντικὸς ἀριθμός, ὑπῆρχε καὶ Δυϊκὸς ἀριθμός. Ὑπάρχει στὰ Ἑλληνικὰ καὶ ἡ Δοτικὴ πτώση ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες 4 πτώσεις ὀνομαστική, γενική, αἰτιατικὴ καὶ κλιτική.
Ἡ Δοτικὴ χρησιμοποιεῖται συνεχῶς στὸν καθημερινό μας λόγο (π.χ. Βάσει τῶν μετρήσεων, καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι…) καὶ εἶναι πραγματικὰ ἄξιον λόγου τὸ γιατί ἐκδιώχθηκε βίαια ἀπὸ τὴν νεοελληνικὴ γλῶσσα.
Ἀκόμα παλαιότερα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐξορισμένη, ἀλλὰ ζωντανὴ Δοτικὴ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες τρεῖς ἐπιπλέον πτώσεις οἱ ὁποῖες ὅμως χάθηκαν.
Τὸ ἴδιο πρόβλημα, σὲ πολὺ πιὸ ἔντονο φυσικὰ βαθμό, ἔχει καὶ ἡ Κινεζικὴ γλῶσσα. Ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ Κρητικὸς δημοσιογράφος Α. Κρασανάκης: «Ἐπειδὴ οἱ ἁπλὲς λέξεις εἶναι λίγες, ἔχουν ἀποκτήσει πάρα πολλὲς ἔννοιες, γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀνάγκες τῆς ἔκφρασης, π.χ.: «σι» = γνωρίζω, εἶμαι, ἰσχύς, κόσμος, ὅρκος, ἀφήνω, θέτω, ἀγαπῶ, βλέπω, φροντίζω, περπατῶ, σπίτι κ.τ.λ., «πα» = μπαλέτο, ὀκτώ, κλέφτης, κλέβω… «πάϊ» = ἄσπρο, ἑκατό, ἑκατοστό, χάνω…».
Ἴσως νὰ ὑπάρχει ἐλαφρὰ διαφορὰ στὸν τονισμό, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ νὰ ὑπάρχει, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταστήσεις ἕνα σημαντικὸ κείμενο (π.χ. συμβόλαιο) ξεκάθαρο;
Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ
Στὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα οὐσιαστικὰ δὲν ὑπάρχουν συνώνυμα, καθὼς ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν λεπτὲς ἐννοιολογικὲς διαφορὲς μεταξύ τους.
Γιὰ παράδειγμα, ἡ λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιεῖται γι᾿ αὐτὸν ποὺ βυθίζει τὸ χέρι του στὸ ροῦχο μας καὶ μᾶς κλέβει, κρυφὰ δηλαδή, ἐνῶ ὁ «ληστὴς» εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κλέβει φανερά, μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἐπίσης τὸ «ἄγειν» καὶ τὸ «φέρειν» ἔχουν τὴν ἴδια ἔννοια. Ὅμως τὸ πρῶτο χρησιμοποιεῖται γιὰ ἔμψυχα ὄντα, ἐνῶ τὸ δεύτερο γιὰ τὰ ἄψυχα.
Στὰ Ἑλληνικὰ ἔχουμε τὶς λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» καὶ «φύρω» ποὺ ὅλες ἔχουν τὸ νόημα τοῦ «ἀνακατεύω». Ὅταν ἀνακατεύουμε δύο στερεὰ ἢ δύο ὑγρὰ μεταξύ τους, ἀλλὰ χωρὶς νὰ συνεπάγεται νέα ἕνωση (π.χ. λάδι μὲ νερό), τότε χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη «μειγνύω» ἐνῶ ὅταν ἀνακατεύουμε ὑγρὸ μὲ στερεὸ τότε λέμε «φύρω». Ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξη «αἱμόφυρτος» ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, ἀλλὰ δὲν συνειδητοποιοῦμε τί σημαίνει.
Ὅταν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες πληγωνόντουσαν στὴν μάχη, ἔτρεχε τότε τὸ αἷμα καὶ ἀνακατευόταν μὲ τὴν σκόνη καὶ τὸ χῶμα.
Τὸ κεράννυμι σημαίνει ἀνακατεύω δύο ὑγρὰ καὶ φτειάχνω ἕνα νέο, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ οἶνος καὶ τὸ νερό. Ἐξ οὗ καὶ ὁ «ἄκρατος» (δηλαδὴ καθαρὸς) οἶνος ποὺ λέγαν οἱ Ἀρχαῖοι ὅταν δὲν ἦταν ἀνακατεμένος (κεκραμμένος) μὲ νερό.
Τέλος ἡ λέξη «παντρεμένος» ἔχει διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ τὴν λέξη «νυμφευμένος», διαφορὰ ποὺ περιγράφουν οἱ ἴδιες οἱ λέξεις γιὰ ὅποιον τοὺς δώσει λίγη σημασία.
Ἡ λέξη παντρεμένος προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπανδρεύομαι καὶ σημαίνει τίθεμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἀνδρὸς ἐνῶ ὁ ἄνδρας νυμφεύεται, δηλαδὴ παίρνει νύφη.
Γνωρίζοντας τέτοιου εἴδους λεπτὲς ἐννοιολογικὲς διαφορές, εἶναι πραγματικὰ πολὺ ἀστεῖα μερικὰ ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἀκοῦμε στὴν καθημερινὴ – συχνὰ λαθεμένη – ὁμιλία (π.χ. «ὁ Χ παντρεύτηκε»).
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει λέξεις γιὰ ἔννοιες οἱ ὁποῖες παραμένουν χωρὶς ἀπόδοση στὶς ὑπόλοιπες γλῶσσες, ὅπως ἅμιλλα, θαλπωρὴ καὶ φιλότιμο. Μόνον ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ξεχωρίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν βίο, τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἔρωτα. Μόνον αὐτὴ διαχωρίζει, διατηρώντας τὸ ἴδιο ριζικὸ θέμα, τὸ ἀτύχημα ἀπὸ τὸ δυστύχημα, τὸ συμφέρον ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον.
ΓΛΩΣΣΑ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα μᾶς διδάσκει συνεχῶς πὼς νὰ γράφουμε σωστά. Μέσῳ τῆς ἐτυμολογίας, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ποιὸς εἶναι ὁ σωστὸς τρόπος γραφῆς ἀκόμα καὶ λέξεων ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ ἢ γράψει.
Τὸ «πειρούνι» γιὰ παράδειγμα, γιὰ κάποιον ποὺ ἔχει βασικὲς γνώσεις Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, εἶναι προφανὲς ὅτι γράφεται μὲ «ει» καὶ ὄχι μὲ «ι» ὅπως πολὺ ἄστοχα τὸ γράφουμε σήμερα. Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός, τὸ «πειρούνι» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «πείρω» ποὺ σημαίνει τρυπῶ-διαπερνῶ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τρυπᾶμε μὲ αὐτὸ τὸ φαγητὸ γιὰ νὰ τὸ πιάσουμε.
Ἐπίσης ἡ λέξη «συγκεκριμένος» φυσικὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γραφτεῖ «συγκεκρυμμένος», καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸ «κριμένος» (αὐτὸς ποὺ ἔχει δηλαδὴ κριθεῖ) καὶ ὄχι βέβαια ἀπὸ τὸ «κρυμμένος» (αὐτὸς ποὺ ἔχει κρυφτεῖ).
Ἄρα τὸ νὰ ὑπάρχουν πολλὰ γράμματα γιὰ τὸν ἴδιο ἦχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κ.τ.λ.) ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς δυσκολεύει, ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ μᾶς βοηθάει στὸ νὰ γράφουμε πιὸ σωστά, ἐφόσον βέβαια ἔχουμε μία βασικὴ κατανόηση τῆς γλώσσας μας.
Ἐπιπλέον ἡ ὀρθογραφία μὲ τὴν σειρὰ της μᾶς βοηθάει ἀντίστροφα στὴν ἐτυμολογία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνίχνευση τῆς ἱστορικὴ πορείας τῆς κάθε μίας λέξης.
Καὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε τὴν καθημερινή μας νεοελληνικὴ γλῶσσα περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι ἡ γνώση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν.
Εἶναι πραγματικὰ συγκλονιστικὸ συναίσθημα νὰ μιλᾶς καὶ ταυτόχρονα νὰ συνειδητοποιεῖς τί ἀκριβῶς λές, ἐνῶ μιλᾶς καὶ ἐκστομίζεις τὴν κάθε λέξη ταυτόχρονα νὰ σκέφτεσαι τὴν σημασία της.
Εἶναι πραγματικὰ μεγάλο κρίμα νὰ διδάσκονται τὰ Ἀρχαῖα μὲ τέτοιον φρικτὸ τρόπο στὸ σχολεῖο ὥστε νὰ σὲ κάνουν νὰ ἀντιπαθεῖς κάτι τὸ τόσο ὄμορφο καὶ συναρπαστικό.
Η ΣΟΦΙΑ
Στὴν γλῶσσα ἔχουμε τὸ σημαῖνον (τὴν λέξη) καὶ τὸ σημαινόμενο (τὴν ἔννοια). Στὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα αὐτὰ τὰ δύο ἔχουν πρωτογενῆ σχέση, καθὼς ἀντίθετα μὲ τὶς ἄλλες γλῶσσες τὸ σημαῖνον δὲν εἶναι μία τυχαῖα σειρὰ ἀπὸ γράμματα. Σὲ μία συνηθισμένη γλῶσσα ὅπως τὰ Ἀγγλικὰ μποροῦμε νὰ συμφωνήσουμε ὅλοι νὰ λέμε τὸ σύννεφο car καὶ τὸ αὐτοκίνητο cloud, καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ συμφωνήσουμε καὶ ἐμπρὸς νὰ εἶναι ἔτσι. Στὰ Ἑλληνικὰ κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατον. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο πολλοὶ διαχωρίζουν τὰ Ἑλληνικὰ σὰν «ἐννοιολογικὴ» γλῶσσα ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες «σημειολογικὲς» γλῶσσες.
Μάλιστα ὁ μεγάλος φιλόσοφος καὶ μαθηματικὸς Βένερ Χάϊζενμπεργκ εἶχε παρατηρήσει αὐτὴ τὴν σημαντικὴ ἰδιότητα γιὰ τὴν ὁποία εἶχε πεῖ: «Ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στὴν γλῶσσα αὐτὴ ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν λέξη καὶ στὸ ἐννοιολογικό της περιεχόμενο».
Ὅπως μᾶς ἔλεγε καὶ ὁ Ἀντισθένης, «Ἀρχὴ σοφίας, ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Γιὰ παράδειγμα ὁ «ἄρχων» εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει δική του γῆ (ἄρα=γῆ +ἔχων). Καὶ πραγματικά, ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἔχει κανεὶς δική του γῆ / δικό του σπίτι.
Ὁ «βοηθὸς» σημαίνει αὐτὸς ποὺ στὸ κάλεσμα τρέχει. Βοὴ=φωνὴ + θέω=τρέχω. Ὁ Ἀστὴρ εἶναι τὸ ἀστέρι, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ λέξη μᾶς λέει ὅτι κινεῖται, δὲν μένει ἀκίνητο στὸν οὐρανὸ (α + στὴρ ἀπὸ τὸ ἵστημι ποὺ σημαίνει στέκομαι).
Αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἐνδιαφέρον, εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ λέξη περιγράφει ἰδιότητες τῆς ἔννοιας τὴν ὁποίαν ἐκφράζει, ἀλλὰ μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ἐντυπωσιάζει καὶ δίνει τροφὴ γιὰ τὴν σκέψη.
Γιὰ παράδειγμα ὁ «φθόνος» ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ρῆμα «φθίνω» ποὺ σημαίνει μειώνομαι. Καὶ πραγματικὰ ὁ φθόνος σὰν συναίσθημα, σιγὰ-σιγὰ μᾶς φθίνει καὶ μᾶς καταστρέφει. Μᾶς «φθίνει» – ἐλαττώνει σὰν ἀνθρώπους – καὶ μᾶς φθίνει μέχρι καὶ τὴν ὑγεία μας.
Καὶ φυσικὰ ὅταν θέλουμε κάτι πού εἶναι τόσο πολὺ ὥστε νὰ μὴν τελειώνει πῶς τὸ λέμε; Μὰ φυσικὰ «ἄφθονο».
Ἔχουμε τὴν λέξη «ὡραῖος» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν «ὥρα». Διότι γιὰ νὰ εἶναι κάτι ὡραῖο, πρέπει νὰ ἔρθει καὶ στὴν ὥρα του.
Ὡραῖο δὲν εἶναι ἕνα φροῦτο οὔτε ἄγουρο οὔτε σαπισμένο, καὶ ὡραῖα γυναῖκα δὲν εἶναι κάποια οὔτε στὰ 70 της, ἀλλά οὔτε φυσικὰ καὶ στὰ 10 της. Οὔτε τὸ καλύτερο φαγητὸ εἶναι ὡραῖο ὅταν εἴμαστε χορτᾶτοι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀπολαύσουμε.
Ἀκόμα ἔχουμε τὴν λέξη «ἐλευθερία» γιὰ τὴν ὁποία τὸ «Ἐτυμολογικὸν Μέγα» διατείνεται «παρὰ τὸ ἐλεύθειν ὅπου ἐρᾶ» = τὸ νὰ πηγαίνει κανεὶς ὅπου ἀγαπᾶ.
Ἄρα βάσει τῆς ἴδιας τῆς λέξης, ἐλεύθερος εἶσαι ὅταν ἔχεις τὴν δυνατότητα νὰ πᾶς ὅπου ἀγαπᾶς. Πόσο ἐνδιαφέρουσα ἑρμηνεία…
Τὸ ἄγαλμα ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀγάλλομαι (εὐχαριστιέμαι) ἐπειδὴ ὅταν βλέπουμε ἕνα ὄμορφο ἀρχαιοελληνικὸ ἄγαλμα ἡ ψυχὴ μας ἀγάλλεται. Καὶ ἀπὸ τὸ θέαμα αὐτὸ ἐπέρχεται ἡ ἀγαλλίαση. Ἂν κάνουμε ὅμως τὴν ἀνάλυση τῆς λέξης αὐτῆς θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι σύνθετη ἀπὸ ἀγάλλομαι + ἴαση (=γιατρειά).
Ἄρα γιὰ νὰ συνοψίσουμε, ὅταν βλέπουμε ἕνα ὄμορφο ἄγαλμα (ἢ ὁτιδήποτε ὄμορφο), ἡ ψυχὴ μας ἀγάλλεται καὶ ἰατρευόμαστε.
Καὶ πραγματικά, γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ἡ ψυχική μας κατάσταση συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν σωματική μας ὑγεία.
Παρένθεση: καὶ μία καὶ τὸ ἔφερε ἡ «κουβέντα», ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα μᾶς λέει καὶ τί εἶναι ἄσχημο. Ἀπὸ τὸ στερητικὸ «α» καὶ τὴν λέξη σχῆμα μποροῦμε εὔκολα νὰ καταλάβουμε τί. Γιὰ σκεφτεῖτε το λίγο…
Σέ αὐτὸ τὸ σημεῖο, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ σταθοῦμε στὴν ἀντίστοιχη Λατινικὴ λέξη γιὰ τὸ ἄγαλμα (ποὺ ἄλλο ἀπὸ Λατινικὴ δὲν εἶναι). Οἱ Λατῖνοι ὀνόμασαν τὸ ἄγαλμα, statua ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ «ἵστημι» ποὺ ἤδη ἀναφέραμε σὰν λέξη, καὶ τὸ ὀνόμασαν ἔτσι ἐπειδὴ στέκει ἀκίνητο.
Προσέξτε τὴν τεράστια διαφορὰ σὲ φιλοσοφία μεταξὺ τῶν δύο γλωσσῶν, αὐτὸ ποὺ σημαίνει στὰ Ἑλληνικὰ κάτι τόσο βαθὺ ἐννοιολογικά, γιὰ τοὺς Λατίνους εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἀκίνητο πρᾶγμα.
Εἶναι προφανὴς ἡ σχέση ποὺ ἔχει ἡ γλῶσσα μὲ τὴν σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως λέει καὶ ὁ George Orwell στὸ ἀθάνατο ἔργο του «1984», ἁπλὴ γλῶσσα σημαίνει καὶ ἁπλὴ σκέψη. Ἐκεῖ τὸ καθεστὼς προσπαθοῦσε νὰ περιορίσει τὴν γλῶσσα γιὰ νὰ περιορίσει τὴν σκέψη τῶν ἀνθρώπων, καταργώντας συνεχῶς λέξεις.
Ἡ γλῶσσα καὶ οἱ κανόνες αὐτῆς ἀναπτύσσουν τὴν κρίση», ἔγραφε ὁ Μιχάϊ Ἐμινέσκου, ἐθνικὸς ποιητὴς τῶν Ρουμάνων.
Μία πολύπλοκη γλῶσσα ἀποτελεῖ μαρτυρία ἑνὸς προηγμένου πνευματικὰ πολιτισμοῦ. Τὸ νὰ μιλᾶς σωστὰ σημαίνει νὰ σκέφτεσαι σωστά, νὰ γεννᾶς διαρκῶς λόγο καὶ ὄχι νὰ παπαγαλίζεις λέξεις καὶ φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Ἡ Ἑλληνικὴ φωνὴ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὀνομαζόταν «αὐδή». Ἡ λέξη αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαῖα, προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἄδω» ποὺ σημαίνει τραγουδῶ.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ μεγάλος ποιητὴς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς θὰ ἐλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω, ὅπως ἕνα ποταμάκι ποὺ μουρμουρίζει. Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα στοὺς γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς μιλήσω Ἑλληνικά, ἐπειδὴ δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε μεταξύ τους μὲ μουσική».
Ὁ γνωστὸς Γάλλος συγγραφεὺς Ζὰκ Λακαρριὲρ ἐπίσης μᾶς περιγράφει τὴν κάτωθι ἐμπειρία ἀπὸ τὸ ταξίδι του στὴν Ἑλλάδα: «Ἄκουγα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ συζητοῦν σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἦταν γιὰ μένα ἁρμονικὴ, ἀλλὰ καὶ ἀκατάληπτα μουσική. Αὐτὸ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν πατρίδα – μητέρα τῶν ἐννοιῶν μας – μοῦ ἀπεκάλυπτε ἕναν ἄγνωστο πρόγονο, ποὺ μιλοῦσε μία γλῶσσα τόσο μακρινὴ στὸ παρελθόν, μὰ οἰκεῖα καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς ἤχους της. Αἰσθάνθηκα νὰ τὰ ἔχω χαμένα, ὅπως ἄν μου εἶχαν πεῖ ἕνα βράδυ ὅτι ὁ ἀληθινός μου πατέρας ἢ ἡ ἀληθινή μου μάννα δὲν ἦσαν αὐτοὶ ποὺ μὲ εἶχαν ἀναστήσει».
Ὁ διάσημος Ἕλληνας καὶ διεθνοῦς φήμης μουσικὸς Ἰάνης Ξενάκης, εἶχε πολλὲς φορὲς τονίσει ὅτι ἡ μουσικότητα τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἐφάμιλλη τῆς συμπαντικῆς.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γίββων μίλησε γιὰ μουσικότατη καὶ γονιμότατη γλῶσσα, ποὺ δίνει κορμὶ στὶς φιλοσοφικὲς ἀφαιρέσεις καὶ ψυχὴ στὰ ἀντικείμενα τῶν αἰσθήσεων. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν χρησιμοποιοῦσαν ξεχωριστὰ σύμβολα γιὰ νότες, χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἴδια τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.
«Οἱ τόνοι τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι μουσικὰ σημεῖα ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς κανόνες προφυλάττουν ἀπὸ τὴν παραφωνία μία γλῶσσα κατ᾿ ἐξοχὴν μουσική, ὅπως κάνει ἡ ἀντίστιξη ποὺ διδάσκεται στὰ ὠδεῖα, ἢ οἱ διέσεις καὶ ὑφέσεις ποὺ διορθώνουν τὶς κακόηχες συγχορδίες», ὅπως σημειώνει ἡ φιλόλογος καὶ συγγραφεὺς Α. Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.
Εἶναι γνωστὸ ἐξάλλου πὼς ὅταν οἱ Ρωμαῖοι πολίτες πρωτάκουσαν στὴν Ρώμη Ἕλληνες ρήτορες, συνέρρεαν νὰ ἀποθαυμάσουν, ἀκόμη καὶ ὅσοι δὲν γνώριζαν Ἑλληνικά, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ «ἐλάλουν ὡς ἀηδόνες».
Δυστυχῶς κάπου στὴν πορεία τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, ἡ μουσικότητα αὐτὴ (τὴν ὁποία οἱ Ἰταλοὶ κατάφεραν καὶ κράτησαν) χάθηκε, προφανῶς στὰ μαῦρα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.
Νὰ τονίσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐπαρχίας τούς ὁποίους συχνὰ κοροϊδεύουμε γιὰ τὴν προφορά τους, εἶναι πιὸ κοντὰ στὴν Ἀρχαιοελληνικὴ προφορὰ ἀπὸ ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως.
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐπεβλήθη ἀβίαστα (στοὺς Λατίνους) καὶ χάρη στὴν μουσικότητά της.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ Ρωμαῖος Ὁράτιος «Ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ γεννήθηκε εὐνοημένη μὲ μία γλῶσσα εὔηχη, γεμάτη μουσικότητα».
http://www.newsbomb.gr
Τὸ πρῶτο μεγάλο πλῆγμα ποὺ δέχθηκε ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν ἡ μεταρρύθμιση τοῦ 1976 μὲ τὴν κατάργηση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καὶ ἡ διὰ νόμου καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς καὶ τοῦ μονοτονικοῦ, ποὺ σήμερα κατάντησε ἀτονικό.
Ἕτερο μεγάλο πλῆγμα εἶναι ὅτι ἡ …οἰκογένεια, ὁ δάσκαλος καὶ ὁ ἱερέας ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὴν τηλεόραση, ποὺ ἀσκεῖ ὀλέθρια ἐπίδραση ὄχι μόνο στὴν γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ στὸν χαρακτῆρα καὶ στὸ ἦθος.
(Ἀντώνης Κουνάδης, ἀκαδημαϊκὸς).
Τὸ CNN σὲ συνεργασία μὲ τὴν ἑταιρεία ὑπολογιστῶν apple ἑτοίμασαν ἕνα εὔκολο πρόγραμμα ἐκμάθησης ἑλληνικῶν πρὸς τοὺς ἀγγλόφωνους καὶ ἱσπανόφωνους τῶν ΗΠΑ. Τὸ σκεπτικὸ αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας ἦταν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἐντείνει τὸ ὀρθολογικὸ πνεῦμα, ξύνει τὸ ἐπιχειρηματικὸ πνεῦμα καὶ προτρέπει τοὺς πολίτες πρὸς τὴν δημιουργικότητα.
Μετρώντας τὶς διαφορετικὲς λέξεις ποὺ ἔχει ἡ κάθε γλῶσσα βλέπουμε ὅτι ὅλες ἔχουν ἀπὸ ἀρκετὲς χιλιάδες, ἄρα εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει γραφὴ ποὺ νὰ ἔχει τόσα γράμματα ὅσες καὶ οἱ λέξεις μίας γλώσσας, γιατί κανένας δὲ θὰ θυμόταν τόσα πολλὰ σύμβολα.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὶς διαφορετικὲς συλλαβὲς τῶν λέξεων (π.χ. τίς: α, αβ, βα, βρα, βε, ου) πού ἔχει ἡ κάθε γλῶσσα.
Μετρώντας ἐπίσης τοὺς διαφορετικοὺς φθόγγους τῶν λέξεων (τούς: α, β, γ) πού ἔχει ἡ κάθε γλῶσσα βλέπουμε ὅτι αὐτοὶ εἶναι σχετικὰ λίγοι, εἶναι μόλις 20, δηλαδὴ οἱ ἑξῆς: α, ε, ο, ου, ι, κ, γ, χ, τ, δ, θ, π, β, φ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ, ὅμως, ἂν καταγράφουμε τὶς λέξεις μόνο ὡς ἔχουν φθογγικά, δὲ διακρίνονται οἱ ὁμόηχες, π.χ.: «τίχι» = τείχη, τοῖχοι, τύχη, τύχει, «καλὶ» = καλοὶ & καλὴ & καλεῖ.
Ἑπομένως, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξει γραφὴ ποὺ νὰ ἔχει τόσα γράμματα ὅσοι καὶ οἱ διαφορετικοὶ φθόγγοι τῶν λέξεων.
Πρὸ αὐτοῦ τοῦ προβλήματος οἱ ἄνθρωποι κατάφυγαν σὲ διάφορα τεχνάσματα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν καταγραφὴ τοῦ προφορικοῦ λόγου, κυριότερα τῶν ὁποίων εἶναι τὸ αἰγυπτιακὸ καὶ τὸ ἑλληνικό.
Τὸ τέχνασμα ποὺ ἐπινόησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προκειμένου νὰ καταφέρουν νὰ καταγράφουν φωνητικὰ τὶς λέξεις, ἦταν ἡ χρησιμοποίηση ἀπὸ τὴ μία τόσων γραμμάτων ὅσοι καὶ οἱ φθόγγοι τῶν λέξεων, φωνηέντων καὶ συμφώνων, δηλαδὴ τῶν γραμμάτων: Α(α), Β(β), Γ(γ) καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κάποιων ὁμόφωνων γραμμάτων, δηλαδὴ τῶν: Ω(ο) & Ο(ο), Η(η) & Υ(υ) & Ι(ι) μὲ τὰ ὁποῖα, βάσει κανόνων, ἀφενὸς ὑποδείχνεται ἡ ἐτυμολογία (= τὸ μέρος λόγου ἢ ὁ τύπος κ.τ.λ.), ἄρα τὸ ἀκριβὲς νόημα τῶν λέξεων καὶ ἀφετέρου διακρίνονται οἱ ὁμόηχες λέξεις, πρβ π.χ.: τύχη & τείχη & τύχει & τοῖχοι, λίπη & λείπει & λύπη.
Παράβαλε π.χ. ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει κανονιστεῖ νὰ γράφουμε τὸ τελευταῖο φωνῆεν τῶν ρημάτων μὲ τὰ γράμματα – ω, ει καὶ τῶν πτωτικῶν μὲ τὰ – ο,ι,η, ὥστε νὰ διακρίνονται οἱ ὁμόηχοι τύποι: καλῶ & καλό, καλεῖ & καλή, σῦκο & σήκω, φιλὶ & φυλή, φιλῶ & φύλο.
Παράβαλε ὁμοίως ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει κανονιστεῖ νὰ γράφουμε τὰ κύρια ὀνόματα μὲ κεφαλαῖο γράμμα καὶ τὰ κοινὰ μὲ μικρό, γιὰ διάκριση τῶν ὁμόφωνων λέξεων: νίκη & Νίκη, ἀγαθὴ & Ἀγαθή.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Τὰ Ἑλληνικὰ εἶναι ἡ μόνη γλῶσσα στὸν κόσμο ποὺ ὁμιλεῖται καὶ γράφεται συνεχῶς ἐπὶ 4.000 τοὐλάχιστον συναπτὰ ἔτη, καθὼς ὁ Arthur Evans διέκρινε τρεῖς φάσεις στὴν ἱστορία τῆς Μινωϊκῆς γραφῆς, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη ἀπὸ τὸ 2.000 π.Χ. ὡς τὸ 1.650 π.Χ.
Μπορεῖ κάποιος νὰ διαφωνήσει καὶ νὰ πεῖ ὅτι τὰ Ἀρχαῖα καὶ τὰ Νέα Ἑλληνικὰ εἶναι διαφορετικὲς γλῶσσες, ἀλλὰ κάτι τέτοιο φυσικὰ καὶ εἶναι τελείως ἀναληθές.
Ὁ ἴδιος ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης εἶπε: «Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει παρὰ μία γλῶσσα, ἡ ἑνιαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Τὸ νὰ λέει ὁ Ἕλληνας ποιητής, ἀκόμα καὶ σήμερα, ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ ἄνεμος, ὅπως τὸ ἔλεγαν ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Ἀρχιλόχος, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμὴ μιλώντας μὲ τὶς ρίζες ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ. Στὰ Ἀρχαῖα».
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ γένους Ἀδαμάντιος Κοραὴς εἶχε πεῖ: «Ὅποιος χωρὶς τὴν γνώση τῆς Ἀρχαίας ἐπιχειρεῖ νὰ μελετήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν Νέαν, ἢ ἀπατᾶται ἢ ἀπατᾶ».
Παρ᾿ ὅτι πέρασαν χιλιάδες χρόνια, ὅλες οἱ Ὁμηρικὲς λέξεις ἔχουν διασωθεῖ μέχρι σήμερα. Μπορεῖ νὰ μὴν διατηρήθηκαν ἀτόφιες, ἄλλα ἔχουν μείνει στὴν γλῶσσα μας μέσῳ τῶν παραγώγων τους.
Μπορεῖ νὰ λέμε νερὸ ἀντὶ γιὰ ὕδωρ, ἀλλὰ λέμε ὑδροφόρα, ὑδραγωγεῖο καὶ ἀφυδάτωση. Μπορεῖ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ρῆμα δέρκομαι (βλέπω), ἀλλὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη ὀξυδερκής. Μπορεῖ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη αὐδὴ (φωνὴ), ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ λέμε ἄναυδος καὶ ἀπηύδησα.
Ἐπίσης, σήμερα δὲν λέμε λωποὺς τὰ ροῦχα, ἀλλὰ λέμε τὴν λέξη «λωποδύτης» ποὺ σημαίνει «αὐτὸς ποὺ βυθίζει (δύει) τὸ χέρι του μέσα στὸ ροῦχο σου (λωπὴ) γιὰ νὰ σὲ κλέψει».
Ἡ Γραμμικὴ Β’ εἶναι καὶ αὐτὴ καθαρὰ Ἑλληνική, γνήσιος πρόγονος τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Ἄγγλος ἀρχιτέκτονας Μάϊκλ Βέντρις, ἀποκρυπτογράφησε βάση κάποιων εὑρημάτων τὴν γραφὴ αὐτὴ καὶ ἀπέδειξε τὴν Ἑλληνικότητά της. Μέχρι τότε φυσικὰ ὅλοι ἀγνοοῦσαν πεισματικὰ ἔστω καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἦταν Ἑλληνική…
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει τεράστια σημασία καθὼς πάει τὰ Ἑλληνικὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀκόμα πιὸ πίσω στὰ βάθη τῆς ἱστορίας. Αὐτὴ ἡ γραφὴ σίγουρα ξενίζει, καθὼς τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ σημερινὸ Ἀλφάβητο.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἡ προφορὰ εἶναι παραπλήσια, ἀκόμα καὶ μὲ τὰ Νέα Ἑλληνικά. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη «TOKOSOTA» σημαίνει «Τοξότα» (κλητική). Εἶναι γνωστὸ ὅτι «κ» καὶ «σ» στὰ Ἑλληνικά μᾶς κάνει «ξ» καὶ μὲ μία ἁπλὴ ἐπιμεριστικὴ ἰδιότητα ὅπως κάνουμε καὶ στὰ μαθηματικὰ βλέπουμε ὅτι ἡ λέξη αὐτὴ ἐδῶ καὶ τόσες χιλιετίες δὲν ἄλλαξε καθόλου.
Ἀκόμα πιὸ κοντὰ στὴν Νεοελληνική, ὁ «ἄνεμος», ποὺ στὴν Γραμμικὴ Β’ γράφεται «ANEMO», καθὼς καὶ «ράπτης», «ἔρημος» καὶ «τέμενος» ποὺ εἶναι ἀντίστοιχα στὴν Γραμμικὴ Β’ «RAPTE», «EREMO», «TEMENO», καὶ πολλὰ ἄλλα παραδείγματα.
Ὑπολογίζοντας ὅμως ἔστω καὶ μὲ τὶς συμβατικὲς χρονολογίες, οἱ ὁποῖες τοποθετοῦν τὸν Ὅμηρο γύρω στὸ 1.000 π.Χ., ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ ρωτήσουμε: Πόσες χιλιετίες χρειάστηκε ἡ γλῶσσα μας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ πού οἱ ἄνθρωποι τῶν σπηλαίων τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου τὴν πρωτοάρθρωσαν μὲ μονοσύλλαβους φθόγγους μέχρι νὰ φτάσει στὴν ἐκπληκτικὴ τελειότητα τῆς Ὁμηρικῆς ἐπικῆς διαλέκτου, μὲ λέξεις ὅπως «ροδοδάκτυλος», λευκώλενος», «ὠκύμορος», κ.τ.λ.;
Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Σωκράτους δαιμονίου» μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Ἀγησίλαος ἀνακάλυψε στὴν Ἀλίαρτο τὸν τάφο τῆς Ἀλκμήνης, τῆς μητέρας τοῦ Ἡρακλέους, ὁ ὁποῖος τάφος εἶχε ὡς ἀφιέρωμα «πίνακα χαλκοῦν ἔχοντα γράμματα πολλὰ θαυμαστά, παμπάλαια…». Φανταστεῖτε περὶ πόσο παλαιᾶς γραφῆς πρόκειται, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν χαρακτηρίζουν «ἀρχαῖα»…
Φυσικά, δὲν γίνεται ξαφνικά, «ἀπὸ τὸ πουθενὰ» νὰ ἐμφανιστεῖ ἕνας Ὅμηρος καὶ νὰ γράψει δύο λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα, εἶναι προφανὲς ὅτι ἀπὸ πολὺ πιὸ πρὶν πρέπει νὰ ὑπῆρχε γλῶσσα (καὶ γραφὴ) ὑψηλοῦ ἐπιπέδου. Πράγματι, ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γραμματεία γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ὅμηρος δὲν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος καὶ διασημότερος μίας μεγάλης σειρᾶς ἐπικῶν ποιητῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἔχουν διασωθεῖ (Κρεώφυλος, Προδικός, Ἀρκτίνος, Ἀντίμαχος, Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθὼς καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἔργων τους (Φορωνίς, Φωκαΐς, Δαναΐς, Αἰθιοπίς, Ἐπίγονοι, Οἰδιπόδεια, Θήβαις…) δὲν ἔχουν ὅμως διασωθεῖ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους.
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΝΕΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Ἡ δύναμη τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας βρίσκεται στὴν ἱκανότητά της νὰ πλάθεται ὄχι μόνο προθεματικὰ ἢ καταληκτικά, ἀλλὰ διαφοροποιώντας σὲ μερικὲς περιπτώσεις μέχρι καὶ τὴν ρίζα τῆς λέξης (π.χ. «τρέχω» καὶ «τροχὸς» παρ᾿ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια ἀποκλίνουν ἐλαφρῶς στὴν ρίζα).
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι εἰδικὴ στὸ νὰ δημιουργεῖ σύνθετες λέξεις μὲ ἀπίστευτων δυνατοτήτων χρήσεις, πολλαπλασιάζοντας τὸ λεξιλόγιο.
Τὸ διεθνὲς λεξικὸ Webster’s (Webster’s New International Dictionary) ἀναφέρει: «Ἡ Λατινικὴ καὶ ἡ Ἑλληνική, ἰδίως ἡ Ἑλληνική, ἀποτελοῦν ἀνεξάντλητη πηγὴ ὑλικῶν γιὰ τὴν δημιουργία ἐπιστημονικῶν ὅρων», ἐνῶ οἱ Γάλλοι λεξικογράφοι Jean Bouffartigue καὶ Anne-Marie Delrieu τονίζουν: «Ἡ ἐπιστήμη βρίσκει ἀσταμάτητα νέα ἀντικείμενα ἢ ἔννοιες. Πρέπει νὰ τὰ ὀνομάσει. Ὁ θησαυρὸς τῶν Ἑλληνικῶν ριζῶν βρίσκεται μπροστά της, ἀρκεῖ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ ἐκεῖ. Θὰ ἦταν πολὺ περίεργο νὰ μὴν βρεῖ αὐτὲς ποὺ χρειάζεται».
Ὁ Γάλλος συγγραφέας Ζὰκ Λακαρριέρ, ἔκθαμβος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της Ἑλληνικῆς, εἶχε δηλώσει σχετικῶς: «Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸ νὰ προσφέρεται θαυμάσια γιὰ τὴν ἔκφραση ὅλων τῶν ἱεραρχιῶν μὲ μία ἁπλὴ ἐναλλαγὴ τοῦ πρώτου συνθετικοῦ. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ βάλει ἕνα πᾶν – πρῶτο – ἀρχὶ – ὑπὲρ – ἢ μία ὁποιαδήποτε ἄλλη πρόθεση μπροστὰ σὲ ἕνα θέμα. Κι ἂν συνδυάσει κανεὶς μεταξύ τους αὐτὰ τὰ προθέματα, παίρνει μία ἀτελείωτη ποικιλία διαβαθμίσεων. Τὰ προθέματα ἐγκλείονται τὰ μὲν στὰ δὲ σὰν μία σημασιολογικὴ κλίμακα, ἡ ὁποία ὀρθώνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ τῶν λέξεων».
Στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου ἡ Θέτις θρηνεῖ γιὰ ὅτι θὰ πάθει ὁ υἱὸς της σκοτώνοντας τὸν Ἕκτωρα «διὸ καὶ δυσαριστοτοκείαν αὐτὴν ὀνομάζει». Ἡ λέξη αὐτὴ ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνα μοιρολόϊ, δὺς + ἄριστος + τίκτω (=γεννῶ) καὶ σημαίνει ὅπως ἀναλύει τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα «ποὺ γιὰ κακὸ γέννησα τὸν ἄριστο».
Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν κυκλοφόρησε στὴν Ἑλβετία τὸ λεξικὸ ἀνύπαρκτων λέξεων (Dictionnaire Des Mots Inexistants) ὅπου προτείνεται νὰ ἀντικατασταθοῦν Γαλλικὲς περιφράσεις μὲ μονολεκτικοὺς ὅρους ἀπὸ τὰ Ἑλληνικά. Π.χ. androprere, biopaleste, dysparegorete, ecogeniarche, elpidophore, glossoctonie, philomatheem tachymathie, theopempte κ.λπ. περίπου 2.000 λήμματα μὲ προοπτικὴ περαιτέρω ἐμπλουτισμοῦ.
Η ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΙΑ
Εἶναι προφανὲς ὅτι τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀκριβολογία, γλῶσσες ὅπως τὰ Ἑλληνικὰ ὑπερτεροῦν σαφῶς σὲ σχέση μὲ γλῶσσες σὰν τὰ Ἀγγλικά.
Εἶναι λογικὸ ἄλλωστε ἂν κάτσει νὰ τὸ σκεφτεῖ κανείς, ὅτι μπορεῖ πολὺ πιὸ εὔκολα νὰ καθιερωθεῖ μία γλῶσσα Διεθνὴς ὅταν εἶναι πιὸ εὔκολη στὴν ἐκμάθηση, ἀπὸ τὴ ἄλλη ὅμως μία τέτοια γλῶσσα ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο ποιοτική.
Συνέπεια τῶν παραπάνω εἶναι ὅτι ἡ Ἀγγλικὴ γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι λακωνικὴ ὅπως εἶναι ἡ Ἑλληνική, καθὼς γιὰ νὰ μὴν εἶναι διφορούμενο τὸ νόημα τῆς ἑκάστοτε φράσης, πρέπει νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἐπιπλέον λέξεις. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη «drink» ὡς αὐτοτελὴς φράση δὲν ὑφίσταται στὰ Ἀγγλικά, καθὼς μπορεῖ νὰ σημαίνει «ποτό», «πίνω», «πιὲς» κ.τ.λ. Ἀντιθέτως στὰ Ἑλληνικὰ ἡ φράση «πιὲς» βγάζει νόημα, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ βασιστεῖς στὰ συμφραζόμενα γιὰ νὰ καταλάβεις τὸ νόημά της.
Παρένθεση: Νὰ θυμίσουμε ἐδῶ ὅτι στὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἐκτὸς ἀπὸ Ἑνικὸς καὶ Πληθυντικὸς ἀριθμός, ὑπῆρχε καὶ Δυϊκὸς ἀριθμός. Ὑπάρχει στὰ Ἑλληνικὰ καὶ ἡ Δοτικὴ πτώση ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες 4 πτώσεις ὀνομαστική, γενική, αἰτιατικὴ καὶ κλιτική.
Ἡ Δοτικὴ χρησιμοποιεῖται συνεχῶς στὸν καθημερινό μας λόγο (π.χ. Βάσει τῶν μετρήσεων, καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι…) καὶ εἶναι πραγματικὰ ἄξιον λόγου τὸ γιατί ἐκδιώχθηκε βίαια ἀπὸ τὴν νεοελληνικὴ γλῶσσα.
Ἀκόμα παλαιότερα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐξορισμένη, ἀλλὰ ζωντανὴ Δοτικὴ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες τρεῖς ἐπιπλέον πτώσεις οἱ ὁποῖες ὅμως χάθηκαν.
Τὸ ἴδιο πρόβλημα, σὲ πολὺ πιὸ ἔντονο φυσικὰ βαθμό, ἔχει καὶ ἡ Κινεζικὴ γλῶσσα. Ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ Κρητικὸς δημοσιογράφος Α. Κρασανάκης: «Ἐπειδὴ οἱ ἁπλὲς λέξεις εἶναι λίγες, ἔχουν ἀποκτήσει πάρα πολλὲς ἔννοιες, γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀνάγκες τῆς ἔκφρασης, π.χ.: «σι» = γνωρίζω, εἶμαι, ἰσχύς, κόσμος, ὅρκος, ἀφήνω, θέτω, ἀγαπῶ, βλέπω, φροντίζω, περπατῶ, σπίτι κ.τ.λ., «πα» = μπαλέτο, ὀκτώ, κλέφτης, κλέβω… «πάϊ» = ἄσπρο, ἑκατό, ἑκατοστό, χάνω…».
Ἴσως νὰ ὑπάρχει ἐλαφρὰ διαφορὰ στὸν τονισμό, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ νὰ ὑπάρχει, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταστήσεις ἕνα σημαντικὸ κείμενο (π.χ. συμβόλαιο) ξεκάθαρο;
Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ
Στὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα οὐσιαστικὰ δὲν ὑπάρχουν συνώνυμα, καθὼς ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν λεπτὲς ἐννοιολογικὲς διαφορὲς μεταξύ τους.
Γιὰ παράδειγμα, ἡ λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιεῖται γι᾿ αὐτὸν ποὺ βυθίζει τὸ χέρι του στὸ ροῦχο μας καὶ μᾶς κλέβει, κρυφὰ δηλαδή, ἐνῶ ὁ «ληστὴς» εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς κλέβει φανερά, μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἐπίσης τὸ «ἄγειν» καὶ τὸ «φέρειν» ἔχουν τὴν ἴδια ἔννοια. Ὅμως τὸ πρῶτο χρησιμοποιεῖται γιὰ ἔμψυχα ὄντα, ἐνῶ τὸ δεύτερο γιὰ τὰ ἄψυχα.
Στὰ Ἑλληνικὰ ἔχουμε τὶς λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» καὶ «φύρω» ποὺ ὅλες ἔχουν τὸ νόημα τοῦ «ἀνακατεύω». Ὅταν ἀνακατεύουμε δύο στερεὰ ἢ δύο ὑγρὰ μεταξύ τους, ἀλλὰ χωρὶς νὰ συνεπάγεται νέα ἕνωση (π.χ. λάδι μὲ νερό), τότε χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη «μειγνύω» ἐνῶ ὅταν ἀνακατεύουμε ὑγρὸ μὲ στερεὸ τότε λέμε «φύρω». Ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξη «αἱμόφυρτος» ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, ἀλλὰ δὲν συνειδητοποιοῦμε τί σημαίνει.
Ὅταν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες πληγωνόντουσαν στὴν μάχη, ἔτρεχε τότε τὸ αἷμα καὶ ἀνακατευόταν μὲ τὴν σκόνη καὶ τὸ χῶμα.
Τὸ κεράννυμι σημαίνει ἀνακατεύω δύο ὑγρὰ καὶ φτειάχνω ἕνα νέο, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ οἶνος καὶ τὸ νερό. Ἐξ οὗ καὶ ὁ «ἄκρατος» (δηλαδὴ καθαρὸς) οἶνος ποὺ λέγαν οἱ Ἀρχαῖοι ὅταν δὲν ἦταν ἀνακατεμένος (κεκραμμένος) μὲ νερό.
Τέλος ἡ λέξη «παντρεμένος» ἔχει διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ τὴν λέξη «νυμφευμένος», διαφορὰ ποὺ περιγράφουν οἱ ἴδιες οἱ λέξεις γιὰ ὅποιον τοὺς δώσει λίγη σημασία.
Ἡ λέξη παντρεμένος προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπανδρεύομαι καὶ σημαίνει τίθεμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἀνδρὸς ἐνῶ ὁ ἄνδρας νυμφεύεται, δηλαδὴ παίρνει νύφη.
Γνωρίζοντας τέτοιου εἴδους λεπτὲς ἐννοιολογικὲς διαφορές, εἶναι πραγματικὰ πολὺ ἀστεῖα μερικὰ ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἀκοῦμε στὴν καθημερινὴ – συχνὰ λαθεμένη – ὁμιλία (π.χ. «ὁ Χ παντρεύτηκε»).
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει λέξεις γιὰ ἔννοιες οἱ ὁποῖες παραμένουν χωρὶς ἀπόδοση στὶς ὑπόλοιπες γλῶσσες, ὅπως ἅμιλλα, θαλπωρὴ καὶ φιλότιμο. Μόνον ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ξεχωρίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν βίο, τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἔρωτα. Μόνον αὐτὴ διαχωρίζει, διατηρώντας τὸ ἴδιο ριζικὸ θέμα, τὸ ἀτύχημα ἀπὸ τὸ δυστύχημα, τὸ συμφέρον ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον.
ΓΛΩΣΣΑ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα μᾶς διδάσκει συνεχῶς πὼς νὰ γράφουμε σωστά. Μέσῳ τῆς ἐτυμολογίας, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ποιὸς εἶναι ὁ σωστὸς τρόπος γραφῆς ἀκόμα καὶ λέξεων ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουμε δεῖ ἢ γράψει.
Τὸ «πειρούνι» γιὰ παράδειγμα, γιὰ κάποιον ποὺ ἔχει βασικὲς γνώσεις Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, εἶναι προφανὲς ὅτι γράφεται μὲ «ει» καὶ ὄχι μὲ «ι» ὅπως πολὺ ἄστοχα τὸ γράφουμε σήμερα. Ὁ λόγος εἶναι πολὺ ἁπλός, τὸ «πειρούνι» προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «πείρω» ποὺ σημαίνει τρυπῶ-διαπερνῶ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τρυπᾶμε μὲ αὐτὸ τὸ φαγητὸ γιὰ νὰ τὸ πιάσουμε.
Ἐπίσης ἡ λέξη «συγκεκριμένος» φυσικὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γραφτεῖ «συγκεκρυμμένος», καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸ «κριμένος» (αὐτὸς ποὺ ἔχει δηλαδὴ κριθεῖ) καὶ ὄχι βέβαια ἀπὸ τὸ «κρυμμένος» (αὐτὸς ποὺ ἔχει κρυφτεῖ).
Ἄρα τὸ νὰ ὑπάρχουν πολλὰ γράμματα γιὰ τὸν ἴδιο ἦχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κ.τ.λ.) ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς δυσκολεύει, ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ μᾶς βοηθάει στὸ νὰ γράφουμε πιὸ σωστά, ἐφόσον βέβαια ἔχουμε μία βασικὴ κατανόηση τῆς γλώσσας μας.
Ἐπιπλέον ἡ ὀρθογραφία μὲ τὴν σειρὰ της μᾶς βοηθάει ἀντίστροφα στὴν ἐτυμολογία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνίχνευση τῆς ἱστορικὴ πορείας τῆς κάθε μίας λέξης.
Καὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε τὴν καθημερινή μας νεοελληνικὴ γλῶσσα περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι ἡ γνώση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν.
Εἶναι πραγματικὰ συγκλονιστικὸ συναίσθημα νὰ μιλᾶς καὶ ταυτόχρονα νὰ συνειδητοποιεῖς τί ἀκριβῶς λές, ἐνῶ μιλᾶς καὶ ἐκστομίζεις τὴν κάθε λέξη ταυτόχρονα νὰ σκέφτεσαι τὴν σημασία της.
Εἶναι πραγματικὰ μεγάλο κρίμα νὰ διδάσκονται τὰ Ἀρχαῖα μὲ τέτοιον φρικτὸ τρόπο στὸ σχολεῖο ὥστε νὰ σὲ κάνουν νὰ ἀντιπαθεῖς κάτι τὸ τόσο ὄμορφο καὶ συναρπαστικό.
Η ΣΟΦΙΑ
Στὴν γλῶσσα ἔχουμε τὸ σημαῖνον (τὴν λέξη) καὶ τὸ σημαινόμενο (τὴν ἔννοια). Στὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα αὐτὰ τὰ δύο ἔχουν πρωτογενῆ σχέση, καθὼς ἀντίθετα μὲ τὶς ἄλλες γλῶσσες τὸ σημαῖνον δὲν εἶναι μία τυχαῖα σειρὰ ἀπὸ γράμματα. Σὲ μία συνηθισμένη γλῶσσα ὅπως τὰ Ἀγγλικὰ μποροῦμε νὰ συμφωνήσουμε ὅλοι νὰ λέμε τὸ σύννεφο car καὶ τὸ αὐτοκίνητο cloud, καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ συμφωνήσουμε καὶ ἐμπρὸς νὰ εἶναι ἔτσι. Στὰ Ἑλληνικὰ κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατον. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο πολλοὶ διαχωρίζουν τὰ Ἑλληνικὰ σὰν «ἐννοιολογικὴ» γλῶσσα ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες «σημειολογικὲς» γλῶσσες.
Μάλιστα ὁ μεγάλος φιλόσοφος καὶ μαθηματικὸς Βένερ Χάϊζενμπεργκ εἶχε παρατηρήσει αὐτὴ τὴν σημαντικὴ ἰδιότητα γιὰ τὴν ὁποία εἶχε πεῖ: «Ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στὴν γλῶσσα αὐτὴ ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν λέξη καὶ στὸ ἐννοιολογικό της περιεχόμενο».
Ὅπως μᾶς ἔλεγε καὶ ὁ Ἀντισθένης, «Ἀρχὴ σοφίας, ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Γιὰ παράδειγμα ὁ «ἄρχων» εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει δική του γῆ (ἄρα=γῆ +ἔχων). Καὶ πραγματικά, ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἔχει κανεὶς δική του γῆ / δικό του σπίτι.
Ὁ «βοηθὸς» σημαίνει αὐτὸς ποὺ στὸ κάλεσμα τρέχει. Βοὴ=φωνὴ + θέω=τρέχω. Ὁ Ἀστὴρ εἶναι τὸ ἀστέρι, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ λέξη μᾶς λέει ὅτι κινεῖται, δὲν μένει ἀκίνητο στὸν οὐρανὸ (α + στὴρ ἀπὸ τὸ ἵστημι ποὺ σημαίνει στέκομαι).
Αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἐνδιαφέρον, εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ λέξη περιγράφει ἰδιότητες τῆς ἔννοιας τὴν ὁποίαν ἐκφράζει, ἀλλὰ μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ἐντυπωσιάζει καὶ δίνει τροφὴ γιὰ τὴν σκέψη.
Γιὰ παράδειγμα ὁ «φθόνος» ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ρῆμα «φθίνω» ποὺ σημαίνει μειώνομαι. Καὶ πραγματικὰ ὁ φθόνος σὰν συναίσθημα, σιγὰ-σιγὰ μᾶς φθίνει καὶ μᾶς καταστρέφει. Μᾶς «φθίνει» – ἐλαττώνει σὰν ἀνθρώπους – καὶ μᾶς φθίνει μέχρι καὶ τὴν ὑγεία μας.
Καὶ φυσικὰ ὅταν θέλουμε κάτι πού εἶναι τόσο πολὺ ὥστε νὰ μὴν τελειώνει πῶς τὸ λέμε; Μὰ φυσικὰ «ἄφθονο».
Ἔχουμε τὴν λέξη «ὡραῖος» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν «ὥρα». Διότι γιὰ νὰ εἶναι κάτι ὡραῖο, πρέπει νὰ ἔρθει καὶ στὴν ὥρα του.
Ὡραῖο δὲν εἶναι ἕνα φροῦτο οὔτε ἄγουρο οὔτε σαπισμένο, καὶ ὡραῖα γυναῖκα δὲν εἶναι κάποια οὔτε στὰ 70 της, ἀλλά οὔτε φυσικὰ καὶ στὰ 10 της. Οὔτε τὸ καλύτερο φαγητὸ εἶναι ὡραῖο ὅταν εἴμαστε χορτᾶτοι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀπολαύσουμε.
Ἀκόμα ἔχουμε τὴν λέξη «ἐλευθερία» γιὰ τὴν ὁποία τὸ «Ἐτυμολογικὸν Μέγα» διατείνεται «παρὰ τὸ ἐλεύθειν ὅπου ἐρᾶ» = τὸ νὰ πηγαίνει κανεὶς ὅπου ἀγαπᾶ.
Ἄρα βάσει τῆς ἴδιας τῆς λέξης, ἐλεύθερος εἶσαι ὅταν ἔχεις τὴν δυνατότητα νὰ πᾶς ὅπου ἀγαπᾶς. Πόσο ἐνδιαφέρουσα ἑρμηνεία…
Τὸ ἄγαλμα ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀγάλλομαι (εὐχαριστιέμαι) ἐπειδὴ ὅταν βλέπουμε ἕνα ὄμορφο ἀρχαιοελληνικὸ ἄγαλμα ἡ ψυχὴ μας ἀγάλλεται. Καὶ ἀπὸ τὸ θέαμα αὐτὸ ἐπέρχεται ἡ ἀγαλλίαση. Ἂν κάνουμε ὅμως τὴν ἀνάλυση τῆς λέξης αὐτῆς θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι σύνθετη ἀπὸ ἀγάλλομαι + ἴαση (=γιατρειά).
Ἄρα γιὰ νὰ συνοψίσουμε, ὅταν βλέπουμε ἕνα ὄμορφο ἄγαλμα (ἢ ὁτιδήποτε ὄμορφο), ἡ ψυχὴ μας ἀγάλλεται καὶ ἰατρευόμαστε.
Καὶ πραγματικά, γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ἡ ψυχική μας κατάσταση συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν σωματική μας ὑγεία.
Παρένθεση: καὶ μία καὶ τὸ ἔφερε ἡ «κουβέντα», ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα μᾶς λέει καὶ τί εἶναι ἄσχημο. Ἀπὸ τὸ στερητικὸ «α» καὶ τὴν λέξη σχῆμα μποροῦμε εὔκολα νὰ καταλάβουμε τί. Γιὰ σκεφτεῖτε το λίγο…
Σέ αὐτὸ τὸ σημεῖο, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ σταθοῦμε στὴν ἀντίστοιχη Λατινικὴ λέξη γιὰ τὸ ἄγαλμα (ποὺ ἄλλο ἀπὸ Λατινικὴ δὲν εἶναι). Οἱ Λατῖνοι ὀνόμασαν τὸ ἄγαλμα, statua ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ «ἵστημι» ποὺ ἤδη ἀναφέραμε σὰν λέξη, καὶ τὸ ὀνόμασαν ἔτσι ἐπειδὴ στέκει ἀκίνητο.
Προσέξτε τὴν τεράστια διαφορὰ σὲ φιλοσοφία μεταξὺ τῶν δύο γλωσσῶν, αὐτὸ ποὺ σημαίνει στὰ Ἑλληνικὰ κάτι τόσο βαθὺ ἐννοιολογικά, γιὰ τοὺς Λατίνους εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἀκίνητο πρᾶγμα.
Εἶναι προφανὴς ἡ σχέση ποὺ ἔχει ἡ γλῶσσα μὲ τὴν σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως λέει καὶ ὁ George Orwell στὸ ἀθάνατο ἔργο του «1984», ἁπλὴ γλῶσσα σημαίνει καὶ ἁπλὴ σκέψη. Ἐκεῖ τὸ καθεστὼς προσπαθοῦσε νὰ περιορίσει τὴν γλῶσσα γιὰ νὰ περιορίσει τὴν σκέψη τῶν ἀνθρώπων, καταργώντας συνεχῶς λέξεις.
Ἡ γλῶσσα καὶ οἱ κανόνες αὐτῆς ἀναπτύσσουν τὴν κρίση», ἔγραφε ὁ Μιχάϊ Ἐμινέσκου, ἐθνικὸς ποιητὴς τῶν Ρουμάνων.
Μία πολύπλοκη γλῶσσα ἀποτελεῖ μαρτυρία ἑνὸς προηγμένου πνευματικὰ πολιτισμοῦ. Τὸ νὰ μιλᾶς σωστὰ σημαίνει νὰ σκέφτεσαι σωστά, νὰ γεννᾶς διαρκῶς λόγο καὶ ὄχι νὰ παπαγαλίζεις λέξεις καὶ φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Ἡ Ἑλληνικὴ φωνὴ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὀνομαζόταν «αὐδή». Ἡ λέξη αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαῖα, προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἄδω» ποὺ σημαίνει τραγουδῶ.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ μεγάλος ποιητὴς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς θὰ ἐλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω, ὅπως ἕνα ποταμάκι ποὺ μουρμουρίζει. Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα στοὺς γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς μιλήσω Ἑλληνικά, ἐπειδὴ δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε μεταξύ τους μὲ μουσική».
Ὁ γνωστὸς Γάλλος συγγραφεὺς Ζὰκ Λακαρριὲρ ἐπίσης μᾶς περιγράφει τὴν κάτωθι ἐμπειρία ἀπὸ τὸ ταξίδι του στὴν Ἑλλάδα: «Ἄκουγα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ συζητοῦν σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἦταν γιὰ μένα ἁρμονικὴ, ἀλλὰ καὶ ἀκατάληπτα μουσική. Αὐτὸ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν πατρίδα – μητέρα τῶν ἐννοιῶν μας – μοῦ ἀπεκάλυπτε ἕναν ἄγνωστο πρόγονο, ποὺ μιλοῦσε μία γλῶσσα τόσο μακρινὴ στὸ παρελθόν, μὰ οἰκεῖα καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς ἤχους της. Αἰσθάνθηκα νὰ τὰ ἔχω χαμένα, ὅπως ἄν μου εἶχαν πεῖ ἕνα βράδυ ὅτι ὁ ἀληθινός μου πατέρας ἢ ἡ ἀληθινή μου μάννα δὲν ἦσαν αὐτοὶ ποὺ μὲ εἶχαν ἀναστήσει».
Ὁ διάσημος Ἕλληνας καὶ διεθνοῦς φήμης μουσικὸς Ἰάνης Ξενάκης, εἶχε πολλὲς φορὲς τονίσει ὅτι ἡ μουσικότητα τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἐφάμιλλη τῆς συμπαντικῆς.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γίββων μίλησε γιὰ μουσικότατη καὶ γονιμότατη γλῶσσα, ποὺ δίνει κορμὶ στὶς φιλοσοφικὲς ἀφαιρέσεις καὶ ψυχὴ στὰ ἀντικείμενα τῶν αἰσθήσεων. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν χρησιμοποιοῦσαν ξεχωριστὰ σύμβολα γιὰ νότες, χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἴδια τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου.
«Οἱ τόνοι τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι μουσικὰ σημεῖα ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς κανόνες προφυλάττουν ἀπὸ τὴν παραφωνία μία γλῶσσα κατ᾿ ἐξοχὴν μουσική, ὅπως κάνει ἡ ἀντίστιξη ποὺ διδάσκεται στὰ ὠδεῖα, ἢ οἱ διέσεις καὶ ὑφέσεις ποὺ διορθώνουν τὶς κακόηχες συγχορδίες», ὅπως σημειώνει ἡ φιλόλογος καὶ συγγραφεὺς Α. Τζιροπούλου-Εὐσταθίου.
Εἶναι γνωστὸ ἐξάλλου πὼς ὅταν οἱ Ρωμαῖοι πολίτες πρωτάκουσαν στὴν Ρώμη Ἕλληνες ρήτορες, συνέρρεαν νὰ ἀποθαυμάσουν, ἀκόμη καὶ ὅσοι δὲν γνώριζαν Ἑλληνικά, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ «ἐλάλουν ὡς ἀηδόνες».
Δυστυχῶς κάπου στὴν πορεία τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, ἡ μουσικότητα αὐτὴ (τὴν ὁποία οἱ Ἰταλοὶ κατάφεραν καὶ κράτησαν) χάθηκε, προφανῶς στὰ μαῦρα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.
Νὰ τονίσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐπαρχίας τούς ὁποίους συχνὰ κοροϊδεύουμε γιὰ τὴν προφορά τους, εἶναι πιὸ κοντὰ στὴν Ἀρχαιοελληνικὴ προφορὰ ἀπὸ ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως.
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐπεβλήθη ἀβίαστα (στοὺς Λατίνους) καὶ χάρη στὴν μουσικότητά της.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ Ρωμαῖος Ὁράτιος «Ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ γεννήθηκε εὐνοημένη μὲ μία γλῶσσα εὔηχη, γεμάτη μουσικότητα».
http://www.newsbomb.gr
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.