Στο πλαίσιο της εκτέλεσης στρατιωτικών έργων υποδομής, όπως η ισοπέδωση εκτάσεων για την εγκατάσταση στρατοπέδων και δρόμων επικοινωνίας ή η κατασκευή πολυβολείων και χαρακωμάτων, αρκετές φορές αποκαλύπτονταν -και συχνά καταστρέφονταν- κατάλοιπα αρχαίων οικιστικών και ταφικών συνόλων.
Κάποια από τα υψώματα (τεχνητοί γήλοφοι) στην κοιλάδα του Αξιού, τα οποία συνήθως επέλεγαν τα συμμαχικά στρατεύματα για την εγκατάστασή τους, σηματοδοτούσαν θέσεις προϊστορικών (τούμπες) και πρωτο-ιστορικών οικισμών (τράπεζες) ή αρχαίων νεκροταφείων (τύμβοι).
Οι τυχαίες αυτές αποκαλύψεις αρχαιολογικών θέσεων προκάλεσαν τη διενέργεια ιδιόμορφων ανασκαφών μικρής κλίμακας σε ορισμένες θέσεις, όπως στην Τσαουσίτσα ή την Μποέμιτσα, στις οποίες συμμετείχαν διάφοροι επιστήμονες, αρχαιολόγοι, φιλόλογοι, ακόμη και γιατροί, που υπηρετούσαν στα συμμαχικά στρατεύματα.
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον στα χρόνια του Μακεδονικού Μετώπου επέδειξαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Η Γαλλική Στρατιά της Ανατολής διέθετε ήδη στις τάξεις της οργανωμένη «Στρατιωτική Αρχαιολογική Υπηρεσία», με βασικό στόχο την αναζήτηση και χαρτογράφηση αρχαιολογικών θέσεων της Μακεδονίας, την περισυλλογή επιφανειακών ευρημάτων και την περιστασιακή διενέργεια δοκιμαστικών τομών. Αντίστοιχα, οι Άγγλοι σύστησαν την «Αρχαιολογική Υπηρεσία» του Μακεδονικού Μετώπου.
Μεγάλο μέρος από τα ευρήματα των ανασκαφών φυλασσόταν στη Θεσσαλονίκη, το Λευκό Πύργο (Μουσείο των Βρετανικών Στρατιωτικών Δυνάμεων) ή τη Ροτόντα (Μουσείο Γάλλων). Αρκετές από εκείνες τις αρχαιότητες φυλάσσονται σήμερα στα Αρχαιολογικά Μουσεία της Θεσσαλονίκης και του Κιλκίς, ενώ άλλες είχαν μεταφερθεί από εκείνη την εποχή σε μουσεία του εξωτερικού (Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, Ashmolean στην Οξφόρδη, Εθνικό Μουσείο Σκωτίας στο Εδιμβούργο).
Οι πρώτες εκείνες ιδιόμορφες ανασκαφές, μέσα στη δίνη των μαχών, κέντρισαν το ενδιαφέρον κυρίως των Άγγλων αρχαιολόγων και αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την μετέπειτα πιο συστηματική και στοχευμένη αρχαιολογική και τοπογραφική έρευνα στην περιοχή του Κιλκίς.
Οι Βρετανοί αρχαιολόγοι Stanley Casson και Walter Heurtley επέστρεψαν στο Κιλκίς μετά τη λήξη του πολέμου, τη δεκαετία του 1920, για να διεξάγουν ως μέλη της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής ανασκαφική έρευνα σε συγκεκριμένες προϊστορικές αρχαιολογικές θέσεις, όπως την Τσαουσίτσα (Chauchitsa), τον Λιμνότοπο (Vardino), το Αξιοχώρι (Vardaroftsa) και την Καλίνδρια (Kilindir).
Τα αποτελέσματα εκείνων των μεσοπολεμικών και μεταπολεμικών πρωτοπόρων ερευνών φώτισαν σημαντικά το άγνωστο, μέχρι τότε, παρελθόν της ευρύτερης περιοχής.
Μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς στις μεταγενέστερες μελέτες και έρευνες στο χώρο της Kεντρικής Μακεδονίας για την προϊστορική και ιδιαίτερα την πρωτο-ιστορική περίοδο.
Κανθαρόσχημο αγγείο με αμαυρόχρωμη διακόσμηση της Ύστερης Εποχής Χαλκού (12ος/11ος; αι. π.Χ.) από τις μεταπολεμικές ανασκαφές των Άγγλων στην Καλίνδρια Κιλκίς (φωτ.: Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Κιλκίς).
Χάλκινη πυξίδα (8ος/7ος αι. π.Χ.) γυναικείας ταφής από νεκροταφείο στην Τσαουσίτσα (σήμ. Ποντοηράκλεια) (φωτ.: Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Κιλκίς).
Xάλκινο πτηνόμορφο περίαπτο, 8ου/7ου αι. π.Χ., κτέρισμα ταφής από μεταπολεμική ανασκαφή των Άγγλων στην Τσαουσίτσα (σήμ. Ποντοηράκλεια) (φωτ.: Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Κιλκίς).
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.