Στην Οδύσσεια, σε μια ωραία παρομοίωση της Ναυσικάς με την Άρτεμη, ο ποιητής περιγράφει τη θεά ως εξής:
Πώς η τοξεύτρα η Άρτεμη στο όρη κατεβαίνει
ή στον πανύψηλο Ταΰγετο ή στον Ερύμανθο,
για να χαρεί με κάπρους και μ’ ελάφια ωκύποδα·
οι Νύμφες αγροδίαιτες, κόρες του Δία που κρατάει αιγίδα,
τη συντροφεύουν παίζοντας μαζί της,
βλέπει και χαίρεται βαθιά η Λητώ πως υπερέχουν
μέτωπο και κεφαλή της κόρης, αναγνωρίζεται εύκολα
σ’ όλες ανάμεσα, κι ας είναι όλες τους ωραίες·
(Οδ. 102-109, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)
Αντίστοιχη είναι η παρομοίωση της Διδώς με τη θεά στην Αινειάδα από τον Βιργίλιο:
Όπως στους όχτους του Ευρώτα ή πάνω στις κορφές
του Κύνθου η Άρτεμη σέρνει τον χορό, και την ακολουθούν
χίλιες νεράιδες των βουνών από δω κι από κει
περικυκλώνοντάς την· εκείνη τη σαϊτοθήκη κρεμάει
στον ώμο και βαδίζοντας ξεπερνάει όλες τις θεές
στο μπόι· της Λητώς την καρδιά πλημμυρίζει
κρυφή χαρά· τέτοια ήταν η Διδώ…
(Βιργ., Αιν. 1. 497-503, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)
Στα αποσπάσματα δίνεται η καταγωγή της θεάς -ο πατέρας Δίας, η μητέρα Λητώ-, η εξωτερική της εμφάνιση, οι τόποι που συχνάζει, τα όπλα της, οι συνοδοί της. Αντίστοιχα, στην τέχνη απεικονιζόταν ως πανέμορφη, κομψή νέα (καλλίστη είναι ένα από τα επίθετά της), συνήθως με κοντό χιτώνα, κρατώντας στο χέρι της το τρομερό τόξο και έχοντας κρεμασμένη στην πλάτη της τη φαρέτρα με τα φαρμακερά βέλη. (Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37)
Γεννήθηκε πρώτη στο ιερό νησί της Δήλου, όπου είχε καταφύγει η Λητώ για να αποφύγει τη ζήλια και το θυμό της Ήρας. Στη συνέχεια βοήθησε τη μητέρα της να φέρει στον κόσμο τον αδελφό της Απόλλωνα. Ανήκει και αυτή στο δωδεκάθεο του Ολύμπου και λατρευόταν ως θεά του κυνηγιού, προστάτιδα των βουνών και των δασών, αλλά και της αγνότητας και των τοκετών. Είναι αγαπημένο παιδί του πατέρα της και σε αυτόν προστρέχει, δαρμένη από την Ήρα, προσβεβλημένη και απεκδυμένη από τα όπλα της, για να παρηγορηθεί και να προστατευθεί, ενώ η μητέρα της περιμαζεύει τα διασκορπισμένα βέλη και το τόξο της (Ιλ., Φ 479-544). (Εικ. 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50)
Ο Παυσανίας καταγράφει και μιαν άλλη εκδοχή για την καταγωγή της Άρτεμης: «Ότι η Άρτεμη είναι θυγατέρα της Δήμητρας και όχι της Λητώς, που είναι και των Αιγυπτίων εκδοχή, το παρουσίασε πρώτος στους Έλληνες ο Αισχύλος, ο γιος του Ευφορίωνα» (8.37.3), αν και ο ίδιος ποιητής στους Επτά επί Θήβας την αποκαλεί Λατογένεια κούρα (στ. 148), κόρη της Λητώς. Μια άλλη αιγυπτιακή παράδοση που διασώζει ο Ηρόδοτος (2.156), από την οποία μάλιστα θεωρεί ότι επηρεάστηκε ο Αισχύλος, θέλει την Άρτεμη κόρη του Διόνυσου και της Ίσιδας και τη Λητώ τροφό των παιδιών, της Άρτεμης και του Απόλλωνα, που τα έσωσε από τον Τυφώνα κρύβοντάς τα στη λεγόμενη πλωτή νήσο σε μια λίμνη, «βαθιά και πλατιά», στο «Σεβεννυτικό στόμιο του Νείλου, δεξιά καθώς ανεβαίνουμε το ποτάμι». Στην αιγυπτιακή θεολογία η Δήμητρα ήταν η Ίσιδα, ο Απόλλωνας ο Ώρος και η Άρτεμη η Βούβαστις. Πάντως, στην ελληνική εκδοχή του μύθου της η Άρτεμη πήρε μέρος στη Γιγαντομαχία και σκότωσε τον Αιγαίωνα και, με τη βοήθεια του Ηρακλή, τον Γρατίωνα, συμβάλλοντας έτσι στην εγκαθίδρυση της βασιλείας του Δία. (Εικ. 51, 52, 53, 54)
Επίθετα και υποστάσεις της θεάς
Στη θεά αποδίδονταν διάφορα επίθετα, τα οποία μαρτυρούν τις υποστάσεις και τις ιδιότητές της αλλά τις σχέσεις της με άλλα πρόσωπα του μύθου. Τα πιο γνωστά επίθετα είναι τα εξής:
Α. Πότνια θηρών, Ελαφηβόλος, Ταυροπόλος (ἡ λατρευομένη ἐν Ταύροις ή ἡ θηρεύουσα ταύρους ή ἡ ὀχουμένη ἐπὶ ὀχήματος συρομένου ὑπὸ ζεύγους ταύρων), Χιτώνη (φοροῦσα τὸν δωρικὸν χιτῶνα κατά το κυνήγι) (Εικ. 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72)
Β. Αγραία και Αγροτέρη (=κυνηγός), Κυνηγέτις, Κεδρεάτιδα (στον Ορχομενό), Καρυάτιδα (στις Καρυές της Λακωνίας), Ορθία (στη Λακωνία και την Αρκαδία εἰς τὸν βωμὸν αὐτῆς οἱ κακῶς κλέπτοντες τῶν Σπαρτιατῶν παῖδες καὶ ἁλισκόμενοι ἐμαστιγοῦντο), Λυγοδέσμα (=περιτυλιγμένη διὰ λύγων, θάμνου ή δέντρου που έμοιαζε με την ιτιά) (Εικ. 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115)
Δ. Ιοχέαιρα (=ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη), Τοξία, Εκαέργα και Εκατηβόλος (από το ἑκάς = μακράν), Δαφνία, Πυθία, Δελφινία, Χρυσηλάκατος (ἡ ἔχουσα βέλος χρυσοῦν), Κορυθαλία (=δάφνη ἐστεμμένη· ενίοτε ταυτίζεται με την εἰρεσιώνη = κλαδί ελιάς ή δάφνης πεπλεγμένος ἐρίοις καὶ ἔχων προσκρεμαμένους παντοειδεῖς καρποὺς που το κρεμούσαν πάνω από την πόρτα του σπιτιού μέχρι το επόμενο έτος, οπότε και το άλλαζαν) (Εικ. 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136)
Ε. Αγνή, Καλλίστη, Κουροτρόφος, Λοχεία ή Λεχώ (Εικ. 137)
Στ. Σώτειρα, Ηγεμόνη/Ηγουμένη, Αγοραία, Βουλαία, Αριστοβούλη, Επιπυργιδία
Η. Μια ακόμη κατηγορία επιθέτων προέρχεται από τους τόπους της λατρείας της σε κορυφές, λίμνες, πηγές, ποτάμια (π.χ. Ακρία, Θερμία, Ιμβρασία, Λιμναία, Λιμνάτιδα, Ορτυγία, Ποταμία, Παραλία κτλ.). (Εικ. 143, 144, 145)
Θ. «Άρτεμη Μέλισσα». «Σελήνην τε οὖσαν γενέσεως προστάτιδα Μέλισσαν ἐκάλουν», παραδίδει ο νεοπλατωνικός Πορφύριος (Περὶ τοῦ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν νυμφῶν ἄντρου, 18.7-8), ενώ μέλισσαι αποκαλούνταν οι ιέρειες στους Δελφούς (Πίνδ., Π. 4.60), καθώς και της Δήμητρας, της Άρτεμης και της Κυβέλης. Επιπλέον, στις δύο όψεις νομισμάτων από την Έφεσο (4ος αι. π.Χ.), όπου υπήρχε ο εμβληματικός ναός της θεάς, παριστάνονταν ελάφι και μέλισσα, ενώ αλλού η ίδια η θεά παριστάνεται με στοιχεία μέλισσας. (Εικ. 146, 147)
Κάποια από τα επίθετα και τους προσδιορισμούς της θεάς (π.χ. κατηγορία Α) δείχνουν ότι η Άρτεμη είναι μια θεά της φύσης με κυριαρχία στο σύνολο του ζωικού βασιλείου. Ειδικά η σχέση της με τα ελάφια καταδεικνύεται από μύθους που τη συσχετίζουν με τον Ηρακλή, τον Ακταίωνα, την Ιφιγένεια, ενώ εικαστικές και φιλολογικές πηγές τη συσχετίζουν με τη μέλισσα και δικαιολογούν τη μεταγενέστερη και δευτερογενή επωνυμία «Άρτεμη Μέλισσα» (Θ). Άλλα (π.χ. κατηγορία Β) την υποδεικνύουν ως δενδρίτι, σε σχέση δηλαδή με τα δένδρα, παραπέμποντας στην αρχέγονη δενδρολατρεία. Έτσι, στον Ορχομενό της Αρκαδίας προσονομαζόταν Κεδρεάτιδα, επειδή το ξόανό της ήταν τοποθετημένο σε μεγάλο κούφιο κορμό κέδρου, ενώ στις Καρυές, στα σύνορα Αρκαδίας και Λακωνίας, λατρευόταν ως Καρυάτιδααπό τις καρυδιές της περιοχής· ως Ορθία και Λυγοδέσμαλατρευόταν στη Σπάρτη, γιατί το ξόανό της είχε βρεθεί ανάμεσα σε λυγαριές και, καθώς αυτό μεγάλωνε, το έζωσαν γύρω τριγύρω για να το κρατήσουν όρθιο. Επίθετα από την κατηγορία Γ και αρκετά από την Η τη συνδέουν με το υγρό στοιχείο, προϋπόθεση της γονιμότητας, ενώ άλλα (κατηγορία Δ) με τον Απόλλωνα, τη μαντική τέχνη αλλά και τον θάνατο που προκαλεί, κυρίως στις γυναίκες –λέων γυναιξί την αποκαλεί η Ήρα υπονοώντας τον θάνατο που προκαλεί στις γυναίκες, κυρίως στις επίτοκες και στις λεχώνες. Η πέμπτη κατηγορία (Ε) τη συνδέει με την παρθενία αλλά και με τη δυνατότητα, μια και είναι αιωνίως παρθένος, να γίνεται μητέρα ανά πάσα στιγμή· γι’ αυτό και συνδέεται με τα προγαμιαία τελετουργικά διάβασης των κοριτσιών από την παιδική ηλικία στην ηλικία της υπάνδρου γυναικός αλλά και με τελετουργικά θανάτου των λεχώνων. Η έκτη κατηγορία των επιθέτων (Στ) τη συνδέει με την πολιτική πράξη της συνέλευσης στην Αγορά, προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις, και με τα «κοπάδια» των ανθρώπων που μετακινούνται, δηλαδή τους αποίκους, πόσο μάλλον που ως κυρίαρχη της φύσης στέλνει ζώα ως χρησμοδοσία για την εγκαθίδρυση οικισμών ή ιερών· για παράδειγμα, ένας λαγός υπήρξε ἡγεμών τῆς ὁδοῦ για τους ιδρυτές της λακωνικής πόλης Βοιαί (Παυσ. 3.22.12).
Προστάτιδα του κυνηγιού και των κυνηγών, η Άρτεμη ζει τη νομαδική ζωή των προστατευομένων της περιδιαβαίνοντας κυρίως τα βουνά της Αρκαδίας και της Λακωνίας, περιοχές όπου λατρευόταν ιδιαίτερα. Ελέγχει τις θύελλες και έτσι καθυστερεί την έναρξη της εκστρατείας των Ελλήνων στην Τροία, καθηλώνοντας τα πλοία τους στην Αυλίδα. Βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, όπως οι άνεμοι και τα νερά, ανάμεσα στα αγρίμια, κοντά στις ζωές των ανθρώπων αλλά μακριά από αυτούς, στο μεταίχμιο και το όριο κόσμων και ζωών αλλά και φάσεων ζωής. Σταδιακά, από θεά της φύσης και των κυνηγών μετατράπηκε σε θεά των ποιμνίων (κοπαδιών και αποίκων) και των ποιμένων (βοσκών και οικιστών), επομένως της οργανωμένης ζωής και της πολιτικής, εγγύηση της οποίας αποτελεί η θυσιαστική τελετουργία. (Εικ. 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61)
Από πολύ μικρή πήρε άδεια από τον Δία για να παραμείνει ελεύθερη από τα δεσμά του γάμου, που σημαίνει ότι διατηρούσε μέσα της τη δυνατότητα να γίνει ανά πάσα στιγμή μητέρα -εξού και οι απεικονίσεις της ως πολύμαστος. (Εικ. 148, 149, 150, 151, 152, 153, 154) Έτσι, η Άρτεμη ήταν ὡραία, καλλίστη, γιατί ανταποκρινόταν στους κανόνες της ελληνικής γλυπτικής, αλλά και γιατί είχε δώδεκα μαστούς, κάτι που της έδινε τη δυνατότητα να θρέφει το σύνολο της ζωής, ήταν δηλαδή ιερή. Και από τη στιγμή που ήταν ιερή, ήταν και ωραία. Ως «πολύμαστος» και «πότνια θηρών» συνδέεται στενά με κάθε έμβιο ον, άνθρωπο ή ζώο, τη ζωή και τον θάνατό του, και γι’ αυτό της αποδόθηκε και το επίθετο Κουροτρόφος.
Θεωρούνταν θεά εκδικητική, προφανώς γιατί δεν εξευμενιζόταν εύκολα, ούτε και συγχωρούσε τους παραβάτες των νόμων του κυνηγιού και της θυσίας, που διατάρασσαν την ισορροπία της φύσης και της κοινωνικής/πολιτικής ζωής· ή τους υβριστές, για παράδειγμα, τον Αγαμέμνονα, τον Ακταίωνα, τη Νιόβη, τον Τιτυό, τον Ωρίωνα, τον Οινέα, την Καλλιστώ, τον Βουφάγο· ή όσους προσέβαλλαν την αγνότητά της. Αντίθετα όσοι την τιμούσαν απολάμβαναν την εύνοιά της, όπως ο Ιππόλυτος ή οι Λήμνιες γυναίκες που σκότωσαν όλους τους άνδρες, έχαναν όμως την εύνοια της Αφροδίτης.[1] (Βλ. Οι μεγάλοι τιμωρημένοι και Οι ευνοημένοι της θεάς)
Η ταύτιση της Σελήνης με την Άρτεμη είναι μεταγενέστερη επινόηση και ίσως να σχετίζεται με την εισαγωγή στο ελληνικό πάνθεο της θρακικής θεότητας Βενδίδας (Εικ. 155, 156, 157, 158, 159, 160) που προΐσταται του φεγγαριού, της μαγείας και των άγριων ζώων. (Πρβλ. τον ορφικό ύμνο στη Σελήνη) Ενίοτε, ταυτίζεται με την Εκάτη, πόσο μάλλον που εμφανίζεται αμφίπυρος, κρατώντας δηλαδή πυρσούς και στα δυο χέρια. (Εικ. 138, 139, 140, 141, 142) (Πρβλ. την προσευχή της τροφού προς τη θεά στην τραγωδία Φαίδρα του Σενέκα.)
1 Οι θνητοί ταλαιπωρούνταν από τις αντιφατικές απαιτήσεις των θεών. Αυτές τους καθιστούσαν εκ προοιμίου τραγικές υπάρξεις, καθώς ήταν δεδομένο ότι, όντας ευσεβείς προς έναν θεό, ήταν ασεβείς σε κάποιον άλλον.
Άρτεμη και προελληνικές θεότητες
Η Άρτεμη ταυτίζεται με προελληνικές θεότητες, τη Βριτόμαρτι, τη Δίκτυννα, τη Λαφρία, την Αφαία, ονόματα και όψεις της ίδιας θεότητας.
Για την εγγονή της Δήμητρας Βριτόμαρτι παραδίδεται μια προσωπικότητα πολύ κοντά στης Άρτεμης. (Εικ. 161, 162, 163) Της άρεζαν το κυνήγι και οι πορείες στα δάση, είχε μάλιστα επινοήσει το κυνηγετικό δίχτυ. Την ερωτεύτηκε ο Μίνωας που την κυνήγησε για εννιά μήνες· την πρόφτασε σε ένα ακρωτήρι, όπου σε μυρτιά μπλέχτηκε το ρούχο της. Η κοπέλα, για να αποφύγει τον Μίνωα, έπεσε στη θάλασσα αλλά σώθηκε στα δίχτυα ψαράδων. (Εικ. 164, 165, 166) Τότε οι Κύδωνες, οι πιο παλιοί κάτοικοι της Κρήτης, την ονόμασαν Δίκτυννα, της αφιέρωσαν το Δικταίο όρος και τη λάτρεψαν σαν θεά. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν κόρη του Δία. Από τη Φοινίκη έφτασε στο Άργος και ύστερα στην Κεφαλληνία, όπου οι ντόπιοι την ονόμασαν Λαφρία. Από εκεί πήγε στην Κρήτη. Για να σωθεί από το επίμονο ερωτικό κάλεσμα του Μίνωα κρύφτηκε σε δίχτυα ψαράδων. Ένας από τους ψαράδες, ο Ανδρομήδης, την πήγε στην Αίγινα. Όταν εκείνος θέλησε να ενωθεί μαζί της, αυτή έτρεξε στο δάσος και χάθηκε. Αντί γι’ αυτήν βρήκαν ένα άγαλμά της. Κήρυξαν τον τόπο ιερό, την ονόμασαν Αφαία (= άφαντη) και τη λάτρεψαν σαν θεά. Η ζωή στο δάσος, τα τρεχάματα, τα κυνήγια και το δίχτυ, το πήδημα και το λουτρό στη θάλασσα ταιριάζουν στην Άρτεμη, τη Σελήνη και τις φάσεις της τη νύχτα. Έτσι, τα ονόματα Αφαία, Λαφρία, Βριτόμαρτις, Δίκτυννα κατέληξαν επίθετα με τα οποία λατρευόταν η Άρτεμη σε διάφορα μέρη και η οποία απορρόφησε τις τοπικές λατρείες στην επίσημη ολυμπιακή, μετατρέποντας τις τοπικές θεότητες σε νύμφες ακόλουθες της ολυμπιακής Αρτέμιδος (Ευρ., Ιφ. εν Ταύροις 126-131).
Επιπλέον, η συσχέτισή της με τη μέλισσα στην Έφεσο και γενικότερα στην Ιωνία παραπέμπουν σε παραστάσεις της μέλισσας στη μινωική Κρήτη.
Άρτεμη Ελαφηβόλος
Στενή είναι η σχέση της θεάς με τα ελάφια -εξού και το επίθετο. Την καταδεικνύουν τρεις πολύ γνωστοί μύθοι, με εμπλεκόμενους τον Ηρακλή, τον Ακταίωνα και την Ιφιγένεια.
- Ο Ηρακλής κατάφερε να ξεφύγει από την οργή που προκάλεσε στη θεά ο θάνατος του ελαφιού με τα χρυσά κέρατα, αφιερωμένου σε αυτήν, στο όρος Κερύνεια, στα σύνορα της Αρκαδίας με την Αχαΐα. Ο ήρωας εξήγησε στην Άρτεμη ότι δεν ήθελε να το σκοτώσει, όμως το έκανε επειδή κουράστηκε να το κυνηγά (επί ένα χρόνο) και έριξε την ευθύνη για τον φόνο στον Ευρυσθέα που είχε ζητήσει τον συγκεκριμένο άθλο.(Εικ.68, 167, 168, 169, 170) (Απολλόδωρος 2.5.3)
- Η θεά τιμώρησε τον κυνηγόΑκταίωνα, γιατί παραφύλαξε και την είδε γυμνή να παίρνει το λουτρό της. Τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και έβαλε τα πενήντα σκυλιά του να τον κατασπαράξουν.(Εικ. 171, 172, 173, 174, 175, 176, 177, 178, 179, 180, 181)
- Σε αναίτιο φόνο στηρίζεται και όλη η ιστορία της θυσίας της Ιφιγένειας, η οποία όμως εμφανίζεται στους μύθους ως ένα υποκατάστατο της θεάς. Μάλιστα η ζωή και οι μετακινήσεις της κόρης συνδέονται ή συνοδεύουν την εξάπλωση της λατρείας της Άρτεμης.
Άρτεμη και Ιφιγένεια
Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα
Όταν ο στόλος των Αχαιών συγκεντρώθηκε στην Αυλίδα, εγκλωβίστηκε εκεί από την άπνοια ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από ενάντιους ανέμους. Η αιτία γι’ αυτό ήταν, σύμφωνα με τον μάντη Κάλχαντα, ο θυμός της Άρτεμης. Οι αιτίες για τον θυμό της ποικίλουν:
- Ο πατέρας (ή παππούς) του αρχιστράτηγου, ο Ατρέας, δεν είχε θυσιάσει το αρνί με το χρυσόμαλλοδέραςστη θεά.
- Ο Αγαμέμνονας υπερηφανεύτηκε για τις κυνηγετικές του ικανότητες συγκρίνοντάς τες με της θεάς.(Εικ. 182)
- Ο Αγαμέμνονας αθέτησε την υπόσχεση του να προσφέρει στη θεά το καλύτερο προϊόν της χρονιάς, που έτυχε να είναι η κόρη του Ιφιγένεια. (Ευρ.,Ιφ. Τ.19 κ.ε.)
Η θυσία της κόρης του στρατηγού, της Ιφιγένειας, θα απεγκλώβιζε τον στόλο από την απραξία. Ο Αγαμέμνοναςδέχτηκε να τελέσει τη θυσία είτε από φιλοδοξία (Αισχύλος, Αγαμέμνων) είτε για το κοινό καλό (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι). Με δόλο ζήτησε από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα να έρθει στην Αυλίδα, επικαλούμενος αρραβώνα της κόρης τους με το πρωτοπαλίκαρο των Ελλήνων, τον Αχιλλέα. Όταν ο αρχηγός των Μυρμιδόνων πληροφορήθηκε τον δόλο και την εμπλοκή του ονόματός του, προσπάθησε να σταματήσει τη θυσία, όμως όλο το στράτευμα -και οι δικοί του στρατιώτες- επιθυμούσαν την απεμπλοκή από το τέλμα· ο Αχιλλέας κινδύνεψε με λιθοβολισμό.
Ο Αγαμέμνονας τέλεσε τη θυσία κρυφά από την Κλυταιμνήστρα, την οποία, αμέσως μετά, έστειλε πίσω στο Άργος. Στο μεταξύ, στη διάρκεια της θυσίας η Άρτεμη αντικατέστησε την κόρη με ένα ελάφι ως θύμα, ενώ την Ιφιγένεια την οδήγησε στην Ταυρίδα, όπου και την έκανε ιέρειά της. (Εικ. 183, 184, 185, 186, 187, 188, 189, 190)
Η Ιφιγένεια στην Ταυρίδα
Επιστρέφοντας από την Τροία νικητής ο Αγαμέμνονας δολοφονείται από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και/ή τον εραστή της εξάδελφό του Αίγισθο. Τον θάνατο του πατέρα του εκδικήθηκε ο γιος του Ορέστης με παρότρυνση της αδελφής του Ηλέκτρας και με συμπαραστάτη τον φίλο του Πυλάδη. Το τέλος της προγονικής αμαρτίας δεν ερχόταν, καθώς ο Ορέστης καταδιωκόταν από τις Ερινύες. Με την τραγωδία Ιφιγένεια στην Ταυρίδα ο Ευριπίδης προσέθεσε ένα ακόμη κεφάλαιο στη διαδικασία θεραπείας του Ορέστη από την τρέλα των ενοχών και δημιούργησε τις προϋποθέσεις της συνάντησης με την αδελφή του Ιφιγένεια. Σύμφωνα με χρησμό που πήρε ο Ορέστης θα έπρεπε να φέρει το άγαλμα της θεάς Άρτεμης από την Ταυρίδα. Όμως, έθιμο του τόπου ήταν να θυσιάζονται οι ναυαγοί που ξεβράζονταν εκεί· την προετοιμασία για τη θυσία έκαμνε η ιέρεια της θεάς, η Ιφιγένεια (Ευρ., Ιφ. Τ., 1456-1461). Έτσι, Πυλάδης και Ορέστης φυλακίστηκαν, προκειμένου να θυσιαστούν· όμως, η αναγνώριση των δύο αδελφών προκάλεσε την ανατροπή. Μόλις η Ιφιγένεια πληροφορήθηκε και τον σκοπό του ταξιδιού τους, την κλοπή του αγάλματος της θεάς, μηχανεύτηκε τέχνασμα, για να μπορέσει ο Ορέστης να πάρει το άγαλμα της Άρτεμης από την Ταυρίδα και να το πάει στην Αττική, να γλιτώσει από τη θυσία και να καταφέρουν όλοι μαζί -Ορέστης, Πυλάδης, Ιφιγένεια- να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Προφασίστηκε στον βασιλιά Θόαντα ότι τα υποψήφια θύματα ήταν μολυσμένα και, επειδή άγγιξαν το άγαλμα της θεάς με τα χέρια τους, έπρεπε να εξαγνιστούν και να πλυθεί στη θάλασσα και το άγαλμα της θεάς (ό.π., 1033-1040). Απομάκρυνε τους φρουρούς με το πρόσχημα της μυστικότητας της τελετής, επιβιβάστηκαν στο καράβι και απέπλευσαν, αλλά ο Ποσειδώνας έριξε το καράβι στην ακτή. Σώθηκαν από την εκδικητική μανία του Θόαντα με την παρέμβαση της θεάς της Αθήνας και η οποία οδήγησε με ασφάλεια το πλοίο στην Αττική, όπου οι δραπέτες έκτισαν ναό στην Άρτεμη.[2] (Εικ. 191, 192, 193)
Η Ιφιγένεια στην Αττική
Κατ’ εντολή του Απόλλωνα, ο Ορέστης έκτισε ιερό της Αρτέμιδος στις Αλές, κοντά στη Βραυρώνα, όπου και εναπόθεσε το άγαλμα. Η Ιφιγένεια παρέμεινε ιέρεια της θεάς και εκεί την έθαψαν, όταν πέθανε. (Εικ. 194, 195, 196, 197)
2 Η υπόθεση και η δομή της τραγωδίας είναι παρόμοια με της Ελένης. Η Ιφιγένεια στην Ταυρίδα παραστάθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, το 414-413 π.Χ., η Ελένη το 412 π.Χ.
Άρτεμη και Ατρείδες
Στενή φαίνεται ότι είναι η σχέση των δύο Ατρειδών, του Μενέλαου και του Αγαμέμνονα, με τη θεά. Τα δυο ζώα που κρατά η θεά στη λάρνακα του Κύψελου -λεοπάρδαλη και λεοντάρι- στην Ιλιάδα φέρονται ως δύο από τα σύμβολα των Αχαιών (το τρίτο είναι ο δράκων-όφις) (Κ 21-33).
Η Άρτεμη στον τρωικό πόλεμο
Μαζί με τον αδελφό της Απόλλωνα στέκεται στο πλευρό των Τρώων. Ωστόσο, στη θεομαχία που τελείται λίγο πριν τη μονομαχία του Έκτορα με τον Αχιλλέα, και η οποία έχει μάλλον κωμικό χαρακτήρα, η Άρτεμη τον επιπλήττει, γιατί ο Απόλλωνας παραιτείται από τον αγώνα του εναντίον του Ποσειδώνα από σεβασμό για τον αδελφό του πατέρα του (Ιλ., Φ 468-469). Γι’ αυτή της τη στάση δέχθηκε την οργή της Ήρας που της αφαίρεσε τον οπλισμό και τη χτύπησε. Αφοπλισμένη, δαρμένη και κλαμένη κατέφυγε στην αγκαλιά του πατέρα της παραπονούμενη για τη συμπεριφορά της ομόκλινής του Ήρας (Ιλ., Φ 470-513).
Άρτεμη και Αλφειός. Η παρεμβολή της Αρέθουσας
Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου ο Αλφειός είναι κυνηγός, ερωτευμένος με τη Νύμφη της Αχαΐας Αρέθουσα. Εκείνη, όμως, δεν ανταποκρίθηκε στο ερωτικό του κάλεσμα και για να γλυτώσει από τις οχλήσεις του επίμονου εραστή και την καταδίωξή του, ζήτησε τη βοήθεια της Άρτεμης. Η θεά την τύλιξε σε σύννεφο και την έφερε στην Ορτυγία, νησάκι απέναντι από τις Συρακούσες, όπου τη μεταμόρφωσε σε πηγή. Ο Αλφειός περιπλανιόταν απελπισμένος για το χαμένο έρωτά του, μέχρι που τον λυπήθηκε ο Δίας και τον μεταμόρφωσε στο μεγάλο ποταμό της Πελοποννήσου. Τότε διέσχισε το πέλαγος και έφθασε στη Σικελία, όπου και ενώθηκε με τα νερά της «καλλίρροης» Αρέθουσας.
Άλλη παραλλαγή της ερωτικής ιστορίας αναφέρει στη θέση της Αρέθουσας την ίδια την Άρτεμη. Επειδή η θεά αντιστεκόταν στον έρωτά του, ο Αλφειός αποφάσισε να την κλέψει. Την πλησίασε μια μέρα που η Άρτεμη και οι Νύμφες γιόρταζαν κάποια γιορτή στις εκβολές του ποταμού στους Λετρινούς της Ηλείας· όμως η θεά πασάλειψε το πρόσωπό της με λάσπη και ο Αλφειός δεν την αναγνώρισε. Ύστερα την καταδίωξε ως την Ορτυγία, όπου όμως ερωτεύτηκε και μία από τις ακόλουθες της θεάς, την Αρέθουσα -έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η Άρτεμη-Αρέθουσα αποτυπωνόταν στα νομίσματα των Συρακουσών. Η Αρέθουσα, υποκατάστατο της θεάς παρθένου, μεταμορφώθηκε σε πηγή και ο Αλφειός από έρωτα ανακάτεψε τα νερά του με τα δικά της. Ο μύθος, στις παραλλαγές του, διαφυλάσσει την παρθενία της Άρτεμης.
Μύθοι, φιλολογικές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα συνδέουν τον Αλφειό και την Άρτεμη σε κοινή λατρεία. Σύμφωνα με τον Παυσανία (5.14.6) υπήρχε κοινός βωμός του Αλφειού και της Άρτεμης στην Ολυμπία, ενώ στις Συρακούσες αποκαλύφθηκε ιερό της Άρτεμης, στο οποίο λατρευόταν ως θαλάσσια θεότητα, πιθανόν με το επίθετο Αλφειώα. Εικάζουμε ότι Αρκάδες άποικοι μετέφεραν τη λατρεία της Αλφειώας Άρτεμης στις Συρακούσες και ότι σύντομα συσχέτισαν την κοντινή πηγή Αρέθουσα με τον Αλφειό και ταύτισαν την πηγή με την Άρτεμη. (Εικ. 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123)
Οι μεγάλοι τιμωρημένοι
Εκτός από τον Αγαμέμνονα και τον Ακταίωνα, άλλοι τιμωρημένοι από τη θεά είναι η Νιόβη, ο Τιτυός, ο Ωρίων, ο Οινέας, η Καλλιστώ, η Αριάδνη, η Χιόνη, ο Βουφάγος, η Κομαιθώ και ο Μελάνιππος, οι Αλωάδες.
Τιμώρησε την Καλλιστώ, συντρόφισσά της στο κυνήγι, κόρη του Λυκάονα, εξαπολύοντας τα φοβερά βέλη εναντίον της, γιατί η νέα αθέτησε τον όρκο της αιώνιας αγνότητας και δόθηκε στον Δία. (Εικ. 198, 199, 200, 201, 202, 203, 204, 205) Σκότωσε την Αριάδνη στη Νάξο, σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, γιατί δόθηκε στον Θησέα. Ο Άδωνις προκάλεσε την οργή της και τον σκότωσε στέλνοντας εναντίον του κάπρο. (Εικ. 206, 207) Τιμώρησε τον Αρκάδα ήρωα Βουφάγο, επειδή ενοχλήθηκε από τον πιεστικό του έρωτα (κυνήγησε τη θεά στο όρος Φολόη) ή γιατί δεν τελούσε τη θυσία με τους κανόνες που είχαν κληροδοτηθεί ήδη από την εποχή του Λίθου. Σκότωσε τη Χιόνη, κόρη του Δαιδαλίωνα και ερωμένη των αδελφών της Απόλλωνα και Ερμή, γιατί η κόρη περηφανεύτηκε για την ομορφιά της, ότι ήταν ανώτερη από της Άρτεμης. (Εικ. 208, 209, 210, 211) Τιμώρησε τη Νιόβη σκοτώνοντας τα επτά κορίτσια της, γιατί τόλμησε να περηφανευτεί ότι είχε δεκατέσσερα παιδιά, ενώ η Λητώ μόνο δύο. Ο Απόλλωνας σκότωσε τα επτά αγόρια της. (Εικ. 212, 213, 214, 215, 216, 217, 218, 219, 220, 221, 222, 223) Τιμώρησε τον Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας στην Αιτωλία, και τον Άδμητο, βασιλιά των Φερών στη Θεσσαλία, γιατί αδιαφόρησαν ή λησμόνησαν τις θυσίες που της χρωστούσαν. Τον πρώτο στέλνοντας έναν αγριόχοιρο στα χωράφια του, τον δεύτερο γεμίζοντας τη γαμήλια κρεβατοκάμαρά του με φίδια. Εδώ, μοιάζει ιδιαίτερα του Άρη, καθώς και οι δυο διεκδικούν μερίδιο από τη λεία είτε του πολέμου είτε του κυνηγιού. Η κυνηγετική αυτή θεά παίρνει πολεμικά χαρακτηριστικά. (Εικ. 224, 225, 226, 227, 228, 229, 230, 231, 232, 233)
Έστειλε λοιμό στη χώρα της Πάτρας, γιατί η ιέρειά της Κομαιθώ έβαζε στο άδυτο του ναού τον εραστή της Μελάνιππο, γιατί οι γονείς τους δεν ήθελαν αυτόν τον δεσμό. Το μαντείο αποκάλυψε την αιτία του θυμού της θεάς και υπέδειξε ως τρόπο εξιλασμού τη θυσία των δύο ενόχων αλλά και την ενιαύσια θυσία του ωραιότερου νέου και της ωραιότερης νέας της χώρας. Το έθιμο κράτησε μέχρι την άφιξη του Ευρύπυλου, του Θεσσαλού που είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και ο οποίος είχε υποπέσει σε μια κατάσταση τρέλας, όταν άνοιξε ένα μυστηριώδες κιβώτιο από εκεί. Το μαντείο του υπέδειξε ως τόπο εγκατάστασής του και απαλλαγής του από την τρέλα του, το μέρος όπου θα έβλεπε να τελείται ασυνήθιστη θυσία. Αλλά και οι κάτοικοι της Πάτρας είχαν πάρει χρησμό ότι όταν θα παρίστατο ως μάρτυρας ένας ξένος δεν θα χρειαζόταν πλέον η τέλεση της άγριας θυσίας.
Σκότωσε μαζί με τον Απόλλωνα τον Γίγαντα Τιτυό, γιο του Δία και της Ελάρας, γιατί αποπειράθηκε να βιάσει τη μητέρα τους Λητώ στο δρόμο της για τους Δελφούς. (Εικ. 234, 235) Τιμώρησε από ζήλια τον κυνηγό Γίγαντα Ωρίωνα, γιο του Ποσειδώνα, επειδή έσμιξε με τη θεά της αυγής, την Ηώ, που τον έφερε στη Δήλο. Ή επειδή την προκάλεσε στο αγώνισμα του δίσκου, αυτήν που ήταν θεά, ή γιατί βίασε την Ώπι, μία από τις Υπερβόρειες παρθένες, ή γιατί θέλησε να βιάσει την ίδια. Σε αυτή την τελευταία εκδοχή, η Άρτεμη στέλνει ένα σκορπιό που δαγκώνει τον Ωρίωνα στη φτέρνα. Για τις υπηρεσίες του αυτές τον μεταμόρφωσε σε αστερισμό, το ίδιο και το θύμα της. Όμως οι δύο αστερισμοί δεν συναντιούνται ποτέ στον ουρανό. (Εικ. 236, 237, 238, 239, 240)
Για τις αφύσικες πράξεις του Ώτου και του Εφιάλτη, των δύο Γιγάντων γιων του Ποσειδώνα, που επονομάζονταν Αλωάδες από τον θνητό τους πατέρα, για την προσπάθειά τους να φτάσουν στον ουρανό, για το γεγονός ότι φυλάκισαν τον Άρη σε χάλκινο βάζο, για το γεγονός ότι εξέφρασαν τον έρωτά τους για τις θεές Ήρα (ο Εφιάλτης) και Άρτεμη (ο Ώτος), οι Αλωάδες τιμωρήθηκαν. Η Άρτεμη μεταμορφώθηκε σε ελάφι, μπήκε ανάμεσά τους και εκείνοι, θέλοντας να το τοξοβολήσουν, σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Η τιμωρία τους συνεχίστηκε στον Άδη.
Η Άρτεμη εμπλέκεται και στην ιστορία της μεταμόρφωσης της Ίππης, κόρης του Κένταυρου Χείρωνα, σε αστερισμό. Μόνο που δεν είναι σαφές αν η μεταμόρφωση οφείλεται στην ευσέβεια της κόρης ή στο γεγονός ότι δεν κατάφερε να διαφυλάξει την παρθενία της (Καλλίμαχος, Ύμνος στην Άρτεμη 264-265). Την έχασε από τον Αίολο τον γιο του Έλληνα με καταγωγή από τον Δία, που την ερωτεύτηκε και την αποπλάνησε. Όταν πια η κόρη δεν μπορούσε να κρύψει την εγκυμοσύνη της, έφυγε στα βουνά, όπου και γέννησε. Την έψαξε ο πατέρας της και εκείνη, από ντροπή για το πάθημά της, προσευχήθηκε στους θεούς να μην την αναγνωρίσει, και οι θεοί, κυρίως η Άρτεμη, μεταμόρφωσαν και την ίδια και τον πατέρα της σε αστερισμούς για την ευσέβειά τους. Όμως τους τοποθέτησαν έτσι στον ουρανό, ώστε να μην φαίνεται ο αστερισμός της κόρης (Ἳππος) (Εικ. 241, 242, 243) από τον αστερισμό του πατέρα (Κένταυρος)· (Εικ. 244, 245, 246) μάλιστα, δεν φαίνεται το πίσω μέρος της, για να μην αναγνωρίζεται το φύλο της -ότι, δηλαδή, είναι γυναίκα.
Οι ευνοημένοι της θεάς
Η θεά προστατεύει αδύναμους και απροστάτευτους ανθρώπους. Στις ορφανές κόρες του Πανδάρεου χάρισε παράστημα. Τα μικρά κορίτσια τους οι Αθηναίοι τα έθεταν υπό την προστασία της με την προσωνυμία «άρκτοι». (Εικ. 247) Τιμά τον Ιππόλυτο, θύμα των αντιφατικών διεκδικήσεων της Αφροδίτης και της ίδιας (τιμώντας την Άρτεμη με την αγνεία του προσέβαλλε την Αφροδίτη) επιβάλλοντας τη λατρεία του στις κόρες της Τροιζήνας και τιμές πριν από τον γάμο τους -να του τραγουδούν και να του αφιερώνουν τα μαλλιά τους. Σύμφωνα μάλιστα με μια εκδοχή, η Άρτεμη παρακάλεσε τον Ασκληπιό να ξαναδώσει ζωή στον νέο, κάτι που ο θεός έκανε αλλά προκάλεσε την οργή του Δία που τιμώρησε τον Ασκληπιό αφαιρώντας του τη ζωή. Στον Τρωικό πόλεμο παίρνει το μέρος των Τρώων, στο πλευρό του αδελφού της. Και όταν ο Απόλλωνας έσωσε τον Αινεία από την ορμή του Διομήδη τραβώντας τον από τη μάχη στον ναό του «η τοξοφόρα Άρτεμις με την Λητώ στα βάθη / του ιερού τον έγιαναν και λάμψιν του χαρίζαν» (Ιλ., Ε 447-448, μετ. Ι. Πολυλάς). (Εικ. 248, 249)
Αυτονόητα θεωρούνταν προστάτρια των Αμαζόνων που ζούσαν ελεύθερες και μακριά από τον ανδρικό ζυγό.
Άρτεμη και θυσία
ἀνασωθέντες χαριστήρια θύουσιν τοῖς θεοῖς τοῖς θαλαττίοις, Ποσειδῶνι καὶ Ἀμφιτρίτῃ καὶ Νηρηίσιν. καὶ ὅσοι τὴν γῆν ἐργάζονται, Δήμητρι καὶ τῇ παιδὶ αὐτῆς καὶ Διονύσῳ, οἱ δὲ ἀμφὶ τὰς τέχνας πονούμενοι Ἀθηνᾷ καὶ Ἡφαίστῳ, καὶ οἱ ἀμφὶ παίδευσιν Μούσαις καὶ Ἀπόλλωνι Μουσηγέτῃ καὶ Μνημοσύνῃ καὶ Ἑρμῇ, οἱ δὲ ἀμφὶ τὰ ἐρωτικὰ Ἀφροδίτῃ καὶ Ἔρωτι καὶ Πειθοῖ καὶ Χάρισιν. οὕτω τοι καὶ τοὺς ἐπὶ θήρᾳ ἐσπουδακότας οὐ χρὴ ἀμελεῖν τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Ἀγροτέρας οὐδὲ Ἀπόλλωνος οὐδὲ Πανὸς οὐδὲ Νυμφῶν οὐδὲ Ἑρμοῦ Ἐνοδίου καὶ Ἡγεμονίου, οὐδὲ ὅσοι ἄλλοι ὄρειοι θεοί· εἰ δὲ μή, ἡμιτελῆ ἀποβαίνειν ἀνάγκη τὰ σπουδάσματα. (Αρρ., Κυνηγ. 35.2-4)
Το όνομά της θεάς είναι, σύμφωνα με γλωσσολόγους, συνδεδεμένο με τον σφαγέα (ἄρταμος). Η λέξη όμως ἀρταμήςσημαίνει και σώος, αβλαβής, ολόκληρος, γερός. Αν δεχτούμε ως ορθές τις γλωσσολογικές αυτές παρατηρήσεις, τότε αντιλαμβανόμαστε την Άρτεμη ως αυτή που επιβλέπει την τέλεση της θυσίας με ορθό τρόπο, που σημαίνει ότι είναι εγγυήτρια της θρησκευτικής αλλά και κοινωνικής ομαλότητας, μια και η τέλεση ενός τελετουργικού προϋποθέτει τη συμμετοχή και συνεργασία πολλών, ο καθένας με τον δικό του ρόλο και τη δική του θέση στην τελετουργική πομπή. Με αυτόν τον τρόπο κατανοούμε και τα επίθετα εκείνα της θεάς που της προσδίδουν μια πολιτική χροιά. Είναι τα επίθετα Επιπυργιδία, Αγοραία -δεν έχεις στο ποίμνιό σου /ανήμερους πολίτες λέει ο Ανακρέων (απ. 348 Page)-, Βουλαία -, μια και πριν από κάθε συνάθροιση του λαού και ως εγγύηση της ομαλής έκβασής της απαιτείται θυσία. Και επειδή, πριν από την τέλεση της θυσίας, έπρεπε να τελεστεί καθαρμός, τα ιερά της, περισσότερο από άλλων θεών, βρίσκονται κοντά σε πηγές. (Εικ. 250, 251)
Σκληρή ήταν η τιμωρία και σε όσους λησμονούσαν να τελέσουν ορθά τη θυσία. Η θεά έστειλε κάπρο που κατέστρεφε τους αγρούς της Καλυδώνας, όταν ο βασιλιάς Οινέας, πατέρας του Μελέαγρου, θυσίασε σε όλους τους θεούς μετά τη συγκομιδή εκτός από την Άρτεμη, την οποία λησμόνησε. Ο κάπρος υπέκυψε στα χτυπήματα του Μελέαγρου, ο οποίος με τη σειρά του πέθανε (Ιλ.,Ι 529-599), όταν οι Κουρήτες, που είχαν συμμετάσχει στο κυνήγι, διεκδίκησαν από τους Αιτωλούς το δέρμα και το κεφάλι του ζώου. Ο λόγος βέβαια ήταν ότι η οργή της θεάς δεν είχε καταπραϋνθεί. (Εικ. 224, 225, 226, 227, 228, 229, 230, 231, 232, 233, 261)
Η θεά τιμωρούσε ανελέητα την ασύδοτη, άγρια συμπεριφορά, όπως τον φόνο μιας αρκούδας στη Βραυρώνα ή του ιερού της ελαφιού, και γι’ αυτό παρακολουθούσε αυστηρά ο θυσιαστικός φόνος να τελείται με τάξη και με σεβασμό απέναντι στο ζώο. Η όποια επίσημη και με την άδεια της θεάς «αγριότητα» στη θυσία λειτουργούσε ως υπόμνηση του κανόνα:
Η γιορτή αρχίζει με μια μεγαλοπρεπέστατη πομπή προς τιμή της Αρτέμιδος κι η παρθένος, που είναι ιέρεια της θεάς, προχωρεί στο τέλος της πομπής επάνω σε άρμα που το σύρουν ελάφια. Και την επομένη μέρα συνηθίζουν να προσφέρουν τη θυσία. Κι η γιορτή δεν είναι μόνο μια δημόσια λειτουργία αλλά και μια παλλαϊκή εκδήλωση. Γιατί οι άνθρωποι ρίχνουν επάνω στον βωμό ζωντανά τα φαγώσιμα πτηνά και όλα τα σφάγια, ακόμα και αγριόχοιρους και ελάφια και ζαρκάδια, μερικοί φέρουν λυκόπουλα και αρκουδόπουλα και άλλοι μεγάλα θηρία. Τοποθετούν επίσης επάνω στον βωμό καρπούς από ήμερα δέντρα. Μετά βάζουν φωτιά στα ξύλα. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή είδα με τα μάτια μου μερικά άγρια ζώα, κι ανάμεσά τους μιαν άρκτο, να ορμούν προς τα έξω στο πρώτο φούντωμα της φωτιάς, μερικά μάλιστα κατόρθωσαν με τη δύναμή τους να ξεφύγουν. Αλλά αυτοί που τα έφεραν τα ξαναρίχνουν πάλι στη φωτιά. Δεν μνημονεύεται ότι πληγώθηκε κανείς από τα θηρία. (Παυσανίας 7, 18, 12-13)
Ο Παυσανίας αναφέρει τη γιορτή αυτή ως γιορτή των αυτοκρατορικών χρόνων. Επειδή όμως παρόμοια ήταν και η γιορτή των Κουρήτων στη Μεσσήνη, στο σπήλαιο των οποίων «θυσιάζουν αδιακρίτως κάθε είδους ζώα, αρχίζοντας από βόδια και κατσίκια και φθάνοντας ως τα πουλιά, τα οποία ρίχνουν ολόκληρα στη φωτιά» (Παυσανίας, 4, 31, 9), μπορούμε βάσιμα να εικάσουμε ότι η αρχή αυτής της τελετής βρίσκεται στον θάνατο του Μελέαγρου.
Άρτεμη και ανθρωποθυσίες
Η Άρτεμη απαιτεί ανθρωποθυσίες, όπως της Ιφιγένειας ή των ξένων στην Ταυρίδα. Είναι όμως και αυτή που σταδιακά επιβάλλει τον περιορισμό των ανθρωποθυσιών και την υποκατάσταση του ανθρώπινου θύματος με ζώο ή με ένα τελετουργικό αιματοχυσίας, όχι όμως φόνου. Την ημέρα της γιορτής της στις Αλές, στην ανατολική πλευρά του κόλπου της Αταλάντης, ο ιερέας τελούσε συμβολικά μιαν ανθρωποκτονία, καθώς πλήγωνε ελαφρά με το σπαθί τον λαιμό ενός άνδρα, απ’ όπου έτρεχε λίγο αίμα. Κατάλοιπο ανθρωποθυσίας ήταν και το μαστίγωμα των νέων στη Σπάρτη μπροστά στο λατρευτικό είδωλο της θεάς, πράξη που μπορεί να αντανακλά την προσπάθεια για σκληραγωγία στη δωρική κοινωνία της Σπάρτης.
Στη θεά αποδιδόταν και η μεγάλη θνησιμότητα των παιδιών, κάτι που σε μυθολογικό επίπεδο μεταφράζεται ως διεκδίκηση για παιδοθυσίες και ως πράξη εξιλασμού, ώστε να μην πάρει περισσότερα παιδιά.
Τιμές γυναικών προς τη θεά και διαβατήριες τελετές
Τα κορίτσια στην ενηλικίωσή τους σχημάτιζαν χορευτικές ομάδες σε εορτές κυρίως προς τιμή της Αρτέμιδος, και αυτές οι γιορτές ήταν μια καλή ευκαιρία για τους νεαρούς να κάνουν γνωριμίες με κοπέλες (Πλούτ., Γυν. αρετ. 254a). Στις Καρυές της Λακωνίας, τόπος αφιερωμένος στην Αρτέμιδα και τις Νύμφες, υπήρχε άγαλμα της Καρυάτιδος Αρτέμιδος στην ύπαιθρο, όπου κάθε χρόνο οι παρθένες των Λακεδαιμονίων έστηναν πανηγύρι και χόρευαν ένα είδος τοπικού χορού (Παυσ. 3.10.7). Ο «χορός της Αρτέμιδος» έγινε αφορμή να ενωθεί ο Ερμής με μια χορεύτρια (Ιλ., Π 183), οι Διόσκουροι να αρπάξουν τις Λευκιππίδες, ο Θησέας την Ελένη. Οι μύθοι παραδίδουν ενώσεις όχι ακριβώς με την ίδια τη θεά αλλά με κοπέλες από τη συνοδεία της που κάποιες φορές τιμωρούνται από αυτήν για την απώλεια της παρθενίας τους. (Βλ. Καρύα)
Στη Βραυρώνα νεαρά κορίτσια, στην ηλικία των πέντε με δέκα χρόνων, ντυμένες με ρούχα στο χρώμα του κρόκου, προσποιούνταν τις αρκούδες. Σύμφωνα με τον μύθο μια άγρια αρκούδα είχε εξημερωθεί και περνούσε τον χρόνο της με τους ανθρώπους. Κάποτε μια κοπέλα που έπαιζε μαζί της, ενήργησε απερίσκεπτα και η αρκούδα γρατζούνισε την παρθένα. Τα αδέλφια του κοριτσιού, οργισμένα με το ατύχημα της αδελφής τους, λόγχισαν την αρκούδα και τη σκότωσαν. Όμως λοιμώδης ασθένεια έπεσε πάνω στους Αθηναίους, και όταν συμβουλεύτηκε το μαντείο, ο θεός είπε ότι θα απαλλαχτούν από τα δεινά, οι παρθένες προσποιούνταν την αρκούδα. Και οι Αθηναίοι όρισαν ότι καμία παρθένος δεν θα μπορούσε να παντρευτεί αν προηγουμένως δεν έπαιρνε μέρος στο τελετουργικό της αρκούδας, προφανώς ένα τελετουργικό διαβατήριας μύησης.
Αν και παρθένος θεά, στην Άρτεμη, την αρχαιότερη ως προς την ιστορία της λατρείας θεά που επηρέαζε ολόκληρη τη ζωή, οι μελλόνυμφες προσέφεραν τα κοριτσίστικα ρούχα και τα παιχνίδια τους. Τα ρούχα τους προσέφεραν και οι γυναίκες που είχαν γλιτώσει από τους κινδύνους που προκαλούσε η γέννα, και στις οποίες συμπαραστεκόταν ως λοχεία και λεχώ. Όμως και τα ρούχα των γυναικών που είχαν πεθάνει στη λοχεία προσφέρονταν από τους συγγενείς τους στο ιερό της στη Βραυρώνα της Αττικής, κοντά στον Μαραθώνα. Και επειδή οι θάνατοι στις επίτοκες και στις λεχώνες ήταν συχνά φαινόμενα, προφανώς γι’ αυτό η Ήρα την αποκαλεί λέων γυναιξί.
Τα επίθετα (τα περισσότερα από κάθε άλλο θεό μετά τον πατέρα Δία), το ένδυμα, ο οπλισμός, οι ιδιότητές της και οι ιστορίες που την περιβάλλουν, υποδεικνύουν μια θεά με διευρυμένες ιδιότητες και παλαιά, που αν και καλλίστη, δεν υποτάσσεται στην κρίση ενός θνητού στον διαγωνισμό ομορφιάς με κριτή τον Πάρη.
Ιερά της θεάς
Προς τιμή της θεάς οι Αθηναίοι έκτισαν μικρό ιωνικό τετράστυλο και αμφιπρόστυλο ναό (μέσα 5ου αι. π.Χ.) στη θέση Άγραι, στην ανατολική όχθη του Ιλισού, όπου λεγόταν ότι κυνήγησε για πρώτη φορά η θεά όταν ήλθε από τη Δήλο (Ξεν., Κύρου Ανάβασις 3.2.12, Αριστοτ., Αθηναίων Πολιτεία 58, Παυσ. 1.19.6)· γι’ αυτό και η Άρτεμη επονομάστηκε Αγροτέρα (=κυνηγός). Σημαντικά ιερά της υπήρχαν στη Βραυρώνα, στο Μαρούσι (Άμαρούσιον), όπου λατρευόταν με το επίθετο Αμαρυσία, στη Μουνιχία (ταυτίζεται με τη σημερινή Καστέλα). Λατρευόταν μαζί με τον αδελφό της και τη μητέρα τους στον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα του αρχαίου δήμου των Αιξωνίδων Αλών (σήμερα στον Λαιμό της Βουλιαγμένης)· ο ναός, και η περιοχή, ονομάστηκαν έτσι, γιατί η Λητώ, νομίζοντας ότι είχε έρθει η ώρα της να γεννήσει και να τελειώσει το μαρτύριο των περιπλανήσεών της, έλυσε τη ζώνη της. Στην Ελευσίνα λατρευόταν ως Άρτεμη Προπυλαία.
Άλλα σημαντικά ιερά και ναοί της βρίσκονται στην Αμάρυνθο της Εύβοιας, όπου λατρευόταν ως Άρτεμη Αμαρυνθία, στη Σπάρτη (Άρτεμις Ορθία), στην Αυλίδα, θέση που συνδέεται με την παράδοση για τη θυσία της Ιφιγένειας από τον Αγαμέμνονα, καθώς και σε άλλες πόλεις της Βοιωτίας, στη Μεγαρίδα, την Κορινθία, τη Σικυώνα, την Αργολίδα, τη Μεσσηνία, την Ηλεία, την Αχαΐα, την Αρκαδία, τη Φωκίδα, τη Λοκρίδα, την Αιτωλία, τη Θεσσαλία, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα, τη Νάξο, τη Δήλο, τη Λέσβο, τη Σάμο, την Ικαρία, τη Ρόδο, την Κρήτη, την Τρωάδα, τη Λυδία, την Καρία, τη Φρυγία, την Παμφυλία, την Ταυρίδα, το Βυζάντιο, τη Σικελία, την Καμπανία, το Λάτιο, τη Μασσαλία και την Ιβηρική χερσόνησο.
Ο σπουδαιότερος ναός της, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, είναι στην Έφεσο της Τευθρανίας. Στην Ικαρία το ιερό της ονομαζόταν Ταυροπόλιον. Με το επίθετο Κορυθαλία λατρευόταναπό τους Δωριείς στη Λακωνία και στην Κάτω Ιταλία, ενώ στο Σίπυλο της Μ. Ασίας λατρευόταν κάτω από τον ρυθμό του κόρδακα (=ὄρχησις τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας), με κινήσεις απρεπείς και ανοίκειες. (Εικ. 252, 253, 254, 255, 256, 257, 258, 259, 260)
Σύμβολα της θεάς
Αρκούδα, λιοντάρι, πάνθηρας, ελάφι, λαγός, όρτυγες, ελιά, στάχυ, διάφορα λουλούδια.
Απρίλης μήνας
Στα ημερολόγια των Μακεδόνων, της Σπάρτης και των Δελφών ο Απρίλιος μήνας λεγόταν Αρτεμίσιος και ήταν αφιερωμένος στη θεά. Στην Αθήνα ο δέκατος μήνας λεγόταν Μουνιχιών και κάθε 16 του μήνα, που συνέπιπτε με την 1η Απριλίου, γιορτάζονταν από Αθηναίους και Πειραιώτες τα Μουνίχια προς τιμή της Άρτεμης, ενώ υπήρχε και ναός ή ιερό της Μουνιχίας Άρτεμης στην περιοχή Μουνιχία, τον πιο ψηλό λόφο του Πειραιά (ταυτίζεται με τη σημερινή Καστέλα).
Προσωπεία για την Άρτεμη και θέατρο
Η ιστορία της Άρτεμης με τον Αλφειό και οι χοροί των κοριτσιών καταδεικνύουν ότι η λατρεία της Άρτεμης Ορθίας στη Σπάρτη «ήταν για την πρώιμη ιστορία της δραματικής ποίησης των Ελλήνων τόσο σημαντική όσο και η λατρεία του Διονύσου στην Αθήνα»[3]. Τα χορικά άσματα του Αλκμάνα προς τιμή της Άρτεμης, στα οποία υπαινίσσεται μια γιορτή διονυσιακού χαρακτήρα, «ήταν οι πρόδρομοι των χορικών της αττικής τραγωδίας, στα οποία διατηρήθηκε η δωρική διάλεκτος σε ανάμνηση της σπαρτιατικής τους καταγωγής. Στη λατρεία της Ορθίας εμφανίζονται επίσης χοροί μασκοφόρων, προφανώς σε ανάμνηση ενός ερωτικού παιχνιδιού, όταν, με μια κωμική διάθεση της Άρτεμης και των Νυμφών της, άλειψαν το πρόσωπό τους με λάσπη, για να αποφύγουν τις ερωτικές διαθέσεις του ποταμίσιου θεού. Πήλινα ομοιώματα αυτών των προσωπείων που φορούσαν στους χορούς βρέθηκαν στο ιερό της. «Πρόκειται για μάσκες δύσμορφων, ξεδοντιασμένων ηλικιωμένων γυναικών, αλλά επίσης και νεαρών ανδρών, και μάλιστα σατύρων, όλες αρχαϊκής εποχής, μερικές από τον 7ο αι. π.Χ.». Αυτά τα προσωπεία παραπέμπουν στον μύθο της Μήδειας και των Πελιάδων. Όταν η Μήδεια εμφανίστηκε στις Πελιάδες, για να μην αναγνωριστεί, άλειψε το δέρμα της με αλοιφή, ώστε να φαίνεται ρυτιδωμένη (μήπως θα μπορούσαμε να της φορέσουμε το προσωπείο των (Εικ. 114, 115)), έβαψε τα μαλλιά της άσπρα και ντύθηκε ως ιέρεια της Άρτεμης. Και πάντως μπορούμε τώρα να καταλάβουμε καλύτερα τον ορισμό του Ησύχιου, προσωπεῖον ἡ νῦν καλουμένη τῶν γυναικῶν προσωπὶς, ή αυτό που λέει ο Λουκιανός, ότι η μάσκα παρέχει όψη κακή, άσχημη (Νιγρ. 11, Τίμων 28). Επιπλέον, οι φαλλοφόροι και οι ιθύφαλλοι, ή τα κορίτσια της Αρτέμιδος που φορούσαν ιθυφαλλική ενδυμασία φορούσαν προσωπεία μεθυσμένων ή άλειφαν το πρόσωπό τους με καπνιά ή πίτουρα για να μην αναγνωρίζονται, ενώ στο Σίπυλο της Ασίας λατρευόταν κάτω από τον ρυθμό του κόρδακα με κινήσεις απρεπείς και ανοίκειες.
Αλλά οι κατ’ εξοχήν θεοί του προσωπείου και χορευτικών δρωμένων, πρόδρομοι του θεάτρου, είναι ο Διόνυσος και η Άρτεμη. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής ως προς το ότι η αρχή του θεάτρου βρίσκεται σε αυτοσχεδιαστικά και κωμικά δρώμενα. Συστατικό στοιχείο της γιορτής ήταν το προσωπείο, ζωόμορφο ή αποκρουστικό και γελοίο, που πολλές φορές λατρευόταν και ανεξάρτητα. Ταύροι, άρκτοι, πώλοι, μέλισσες ήταν λατρευτικές ομάδες που ονομάζονταν από το προσωπείο τους. Συνήθης επίσης ήταν η ορχήστρα των ζώων, μουσικοί δηλαδή με μάσκες ζώων, συνήθως γαϊδάρου, χοίρου, αγελάδας ή πουλιού. Οι χοροί από βατράχους, πουλιά και σφήκες της κλασικής κωμωδίας αντιστοιχούν με τους θηριομορφικούς χορούς των αττικών μελανόμορφων αγγείων του 6ου αι. π.Χ., ενώ Κένταυροι και Πάνες και άλλα τερατόμορφα πλάσματα ήταν πιθανόν πιστοί με μάσκες και συγκεκριμένη ενδυμασία, όπως ήταν οι Σιληνοί και οι Σάτυροι.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.