Το πρότυπο της '"πόλης – κράτους"στηρίχτηκε στην έννοια της ελευθερίας και της ισότητας μεταξύ των πολιτών, προωθώντας ουσιαστικά τα δικαιώματα της ισονομίας, της ισηγορίας και της ισότητας. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα όμως, τόσο της δημοκρατικής Αθηνάς όσο και της ολιγαρχικής Σπάρτης, αφορούν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, τους ελεύθερους άρρενες πολίτες.
Το καθεστώς για τις γυναίκες, τους μέτοικους ή τους περίοικους και τους πολυάριθμους δούλους και είλωτες είναι εντελώς διαφορετικό.
Η διάκριση, ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους, γίνεται σαφέστερη κατά την κλασσική περίοδο, όπου ξεκαθαρίζεται πλέον το νόημα της ελευθερίας.
2 Οι μη πολίτες στην κλασική Αθήνα και Σπάρτη
Στη μελέτη που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια καταγραφή των ομάδων αυτών των μη πολιτών, όσον αφορά την προέλευση-καταγωγή τους, την αριθμητική τους δύναμη, το κοινωνικό καθεστώς μέσα στο οποίο ζούσαν, καθώς και τον σημαντικό ρόλο τους στην κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική ζωή της πόλης. Θα επικεντρωθούμε κυρίως στις πληθυσμιακές ομάδες των μετοίκων και των δούλων, θεωρώντας ότι η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα αποτελεί από μόνη της αντικείμενο μιας ιδιαίτερης μελέτης. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τα δεδομένα αυτά με το σημερινό καθεστώς των μεταναστών, που ζουν και εργάζονται στη σύγχρονη Ελλάδα.
Στη δεύτερη ενότητα θα περιγράψουμε το αντίστοιχο, αλλά και διαφορετικό καθεστώς της δουλοκτησίας στην κλασσική Σπάρτη, καθώς και την ιδιάζουσα περίπτωση των περιοίκων.
Αθήνα
Α) Μέτοικοι
Οι μέτοικοι αποτελούσαν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Αττικής. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά την κλασσική εποχή, ανέρχονταν στους 10.000 – 15.000 άνδρες (μαζί με τις οικογένειές τους περίπου 25.000 άνθρωποι)[1][1]. Μετανάστες από τη Θράκη, την Μ. Ασία, την Μ. Ελλάδα, τη Λυδία, τη Φρυγία και τη Συρία, ακόμη ελάχιστοι Φοίνικες και Αιγύπτιοι[2][2], προσελκύονταν από την λάμψη και την οικονομική ευμάρεια που επικρατούσε στην Αθήνα και ταξίδευαν μέχρι εκεί έχοντας σαν κύριο στόχο το κέρδος από τις εμπορικές επιχειρήσεις και προσδοκώντας να αποκτήσουν την κοινωνική αίγλη, που προσέδιδε η ιδιότητα του πολίτη.
Ο Πλάτωνας τους μεταχειρίζεται με σεβασμό, ως κοινωνικά ίσους, και είναι γεγονός ότι είχαν δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και να ζουν όπως ήθελαν.[3][3]Όμως παρότι πολλοί από αυτούς είχαν αποκτήσει μια σεβαστή περιουσία, τους απαγορευόταν το δικαίωμα έγκτησης, που μαζί με το προνόμιο της καταγωγής θεωρούταν ταυτόσημο με την ιδιότητα του πολίτη.[4][4] Οι μικτοί γάμοι μεταξύ μετοίκων και πολιτών επιτρέπονταν, τα παιδιά τους όμως δεν αποκτούσαν ποτέ την ιδιότητα του πολίτη, ιδιαίτερα μετά από σχετικό νόμο, που είχε ψηφιστεί την εποχή του Περικλή. Επίσης, δεν γίνονταν δεκτοί στην εφηβεία, αλλά μπορούσαν να πηγαίνουν στα δημόσια γυμναστήρια.[5][5]
Ο Σόλων είχε από πολύ νωρίς συνειδητοποιήσει τη σημασία, που είχε για την οικονομία της πόλης, η παρουσία των μετοίκων, για το λόγο αυτό τους έδωσε το δικαίωμα πολιτογράφησης και ειδικότερα σε εκείνους που είχαν εξοριστεί από την πατρίδα τους ή που έρχονταν με τις οικογένειές τους να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα.[6][6] Οι μέτοικοι λοιπόν γράφονταν στα μητρώα του δήμου – σε ξεχωριστούς βέβαια καταλόγους από αυτούς των πολιτών - ασκούσαν δημόσια λειτουργήματα[7][7], οι περισσότεροι όμως από αυτούς ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες[8][8] και είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν κινητή περιουσία και δούλους. Συμμετείχαν επίσης σε κάποιες από τις θρησκευτικές εορτές της πόλης, όπως τα Ηφαιστεία και τα Παναθήναια[9][9], αλλά κατά κανόνα προτιμούσαν να γιορτάζουν μεταξύ τους τις δικές τους θεότητες. Η κοινωνική τους θέση όμως οριοθετείται ουσιαστικά από την αδυναμία άμεσης προσφυγής τους στις αρχές, αφού κάθε μέτοικος ήταν υποχρεωμένος να απευθύνεται σε αυτές μέσω ενός εκπροσώπου – πολίτη, η έλλειψη του οποίου προκαλούσε την ποινική δίωξη του μετοίκου και την καταδίκη του σε δουλεία.[10][10]
Λόγω της οικονομικής άνεσης, που αποκτούσαν πολλοί από αυτούς, φρόντιζαν να αποκτήσουν τα παιδιά τους εξαιρετική μόρφωση.[11][11]
Η οικονομική συνεισφορά τους στην πόλη των Αθηνών ήταν σημαντική. Εκτός από την εισφορά, που πλήρωναν μαζί με τους πολίτες, ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν και έναν επιπλέον φόρο, το μετοίκιον [12][12]. Όσοι δε δούλευαν στην αγορά, πλήρωναν ένα ειδικό τέλος το ξενικόν. Παράλληλα αναλάμβαναν τη χρηματοδότηση ορισμένων λειτουργιών (εκτός βέβαια από αυτήν της τριηραρχίας)[13][13] και είχαν χρηματοδοτήσει μεγάλο μέρος των έργων για την κατασκευή του Ερεχθείου στην Ακρόπολη.[14][14] Επιπλέον, αφού δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αποκλείονταν από τους μισθούς και τα θεωρικά, γεγονός που απέβαινε προς όφελος της πολιτείας.[15][15] Το γεγονός επίσης ότι μονοπωλούσαν τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, όπως και το χονδρικό εμπόριο σίτου από τη Ν. Ρωσία και χρυσού από την Ανατολή[16][16], μας δίνει μια εικόνα του οικονομικού ρόλου που έπαιζαν στα πλαίσια της πόλης.
Οι μέτοικοι στρατεύονταν στον Αθηναϊκό στρατό ως οπλίτες και στο ναυτικό ως ερέτες. Αποκλείονταν όμως από το σώμα των ιππέων. Επάνδρωναν κυρίως τις συνοριακές φρουρές και τα οχυρά της Αττικής, αλλά το 424 π.Χ. πολέμησαν μαζί με τους Αθηναίους στον πόλεμο κατά των Βοιωτών.[17][17]
Παρόλο όμως την προσφορά τους, σπάνια τους δόθηκε σαν επιβράβευση η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούσαν να εκλεγούν άρχοντες ή να γίνουν μέλη του ιερατείου. Η αμοιβή τους συνδέονταν συχνότερα με την παροχή της ισοτέλειας, της απαλλαγής τους δηλαδή από τη φορολογία.[18][18] Επίσης η πόλη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τους απένειμε δημόσιες τιμές και οργάνωνε για χάρη τους γεύματα με δημόσια δαπάνη, αποσκοπώντας παράλληλα στην αύξηση του πληθυσμού τους.[19][19]
Στο καθεστώς των μετοίκων εντάσσονταν και οι απελεύθεροι, τέως δούλοι, που είχαν σαν προστάτη – εκπρόσωπο τον πρώην αφέντη τους. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ενώ για τον μέτοικο η ελευθερία θεωρείται δεδομένη, στην περίπτωση των απελεύθερων μπορούσε να αρθεί αν ο τέως κύριός τους το ζητούσε δικαστικά.[20][20]
Ιδιαίτερο καθεστώς ίσχυε επίσης και για τους ξένους παρεπιδημούντες, εμπόρους ή απεσταλμένους ξένων πόλεων, που έμεναν προσωρινά στην Αθήνα. Το καθεστώς αυτό διεπόταν αφενός μεν από εθιμικούς και θετούς κανόνες, αφετέρου δε από την ύπαρξη ποικίλων συμβόλων (συμφωνιών).[21][21]
Β) Δούλοι
Η δουλεία, φαινόμενο καθολικό στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν συνδεδεμένη άμεσα με τις κοινωνικοπολιτικές δομές της πόλης κράτους και ακολουθούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής.
Εντύπωση προκαλεί η έκταση της δουλοκτησίας στη δημοκρατική Αθήνα. Κατά πληροφορίες οι δούλοι της Αττικής κατά τον 5ο αιώνα ανέρχονταν σε 80.000-100.000 και αντιστοιχούσε ένα δούλος για κάθε τέσσερις κατοίκους.[22][22] Η αύξηση του αριθμού των δούλων οφείλεται στην παράλληλη αύξηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, της συμμετοχής τους στα κοινά, της περιφρόνησης της χειρωνακτικής εργασίας αλλά και της προσιτής τιμής αγοράς τους.[23][23] Πολλοί δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, επειδή όμως αυτοί δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του Αθηναϊκού λαού, προμηθεύονταν δούλους από τα σκλαβοπάζαρα της περιοχής[24][24] , που προέρχονταν κυρίως από τη Θράκη, την Καρία, την Φρυγία, την Καππαδοκία, την Κολχίδα, τη Σκυθία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο.[25][25]
Ο δούλος αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του ελεύθερου πολίτη, μπορούσε να αγοραστεί, να πουληθεί, να κληρονομηθεί ή να κατασχεθεί. Τον χρησιμοποιούσαν σε διάφορες εργασίες ή τον ενοικίαζαν και εισέπρατταν την αμοιβή της εργασίας του.[26][26] Παρότι βέβαια δεν είχε δυνατότητα αυτοδιάθεσης, του αναγνωριζόταν ότι ήταν ανθρώπινο όν.[27][27] Παλαίστρες και γυμναστήρια ήταν χώροι απαγορευμένοι για τους δούλους, στα δικαστήρια μπορούσαν να καταθέσουν κατόπιν βασάνων και βέβαια δεν γίνεται λόγος για πολιτικά δικαιώματα.[28][28] Στους δούλους της Αθήνα απαγορεύονταν, κατά κανόνα, η δημιουργία οικογένειας, εκτός εάν το επέτρεπε ο ιδιοκτήτης τους, και στερούνταν αρχικά δικαιοπρακτικής ικανότητας.[29][29] Το ποσοστό ελευθερίας κινήσεων του κάθε δούλου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη θέληση του κυρίου του. Οι οικιακοί δούλοι απολάμβαναν περισσότερη ελευθερία, οι δημόσιοι δούλοι ήταν απαλλαγμένοι από αρκετούς περιορισμούς[30][30], οι «χωρίς οικούντες» δούλοι κέρδιζαν χρήματα από την εργασία τους και μερικές φορές εξαγόραζαν την ελευθερία τους. Πολλοί χρησιμοποιούνταν σε εμπιστευτικές θέσεις ή τους αναθέτονταν σημαντικά καθήκοντα, όπως οικονομικές συναλλαγές. Άλλοι χρησιμοποιούνταν στα δημόσια έργα ή σαν κωπηλάτες στα πολεμικά πλοία σε περίπτωση ανάγκης.[31][31] Η χειρότερη δυνατή θέση όμως ήταν αυτή των δούλων των λατομείων και των ορυχείων.[32][32]
Παρά το γεγονός ότι πολλοί έπεφταν θύματα κακοποίησης, η εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντί τους ήταν ήπια και περισσότερο φιλάνθρωπη απ' ότι στις άλλες πόλεις[33][33] και ίσως γι' αυτό το λόγο η Αττική δεν γνώρισε ποτέ επανάσταση δούλων.[34][34] Μπορούσαν να τελούν τις λατρείες του τόπου καταγωγής τους, να μετέχουν στις οικιακές λατρείες, να μυούνται στα Ελευσίνια μυστήρια, να θάβονται μετά το θάνατό τους στον τόπο ταφής της οικογένειας του κυρίου τους, να συχνάζουν σε ορισμένα ιερά και να δουλεύουν πλάι-πλάι με τους πολίτες και τους μέτοικους στα δημόσια έργα.[35][35]
Η Αθηναϊκή οικονομία στηρίχτηκε κατά κανόνα στην εργασία των δούλων, η οποία ήταν εξαιρετικά φτηνή, αφού κάθε δούλος δεν στοίχιζε περισσότερο από τη συντήρησή του για ένα χρόνο.[36][36] Έχει υπολογιστεί επίσης ότι στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου, κάθε δούλος απέδιδε καθαρά 1 οβολό την ημέρα.[37][37] Οι «χωρίς οικούντες» δούλοι απέδιδαν στον κύριό τους από έναν ή δύο οβολούς την ημέρα.[38][38] Επίσης η βιοτεχνική παραγωγή στηριζόταν, σχεδόν αποκλειστικά, στην εργασία δούλων. Οι Αθηναίοι δεν εμπιστεύονταν τους δούλους τόσο, ώστε να τους επιτρέψουν να πολεμήσουν κοντά τους. Τους χρησιμοποιούσαν μόνο ως κωπηλάτες στα πλοία. Επίσης συνόδευαν τους κυρίους τους στη μάχη. Μόνο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.χ., και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ψηφίστηκε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όποιος δούλος κατατασσόταν στο στρατό αποκτούσε την ελευθερία του.[39][39]
Σπάρτη
Α. Περίοικοι
Η αυτάρκης, κλειστή Σπαρτιατική κοινωνία δύσκολα θα δεχόταν στους κόλπους της ξένους πολίτες, που θα μπορούσαν να ζουν ελεύθεροι δίπλα στους ομοίους. Οι περίοικοι είναι Λακεδαιμόνιοι, που ζουν στις περιοικίδες πόλεις, οι οποίες βρίσκονται γύρω από τη Σπάρτη. Πιθανολογούμε ότι η τάξη τους προέρχεται από τους κατοίκους της Λακωνίας, που νικήθηκαν και υποτάχθηκαν από τους Σπαρτιάτες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 40.000 – 60.000 και φαίνεται ότι ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομους δήμους, η οργάνωση των οποίων στηριζόταν σε ένα ανεξάρτητο οικονομικό και κοινωνικό δίκαιο.[40][40]
Κύριες ασχολίες τους ήταν η καλλιέργεια της γης, η βιοτεχνία και το εμπόριο, χωρίς όμως να αναπτύξουν ποτέ την οικονομική δραστηριότητα των μετοίκων. Άλλωστε, όλες οι παραγωγικές εργασίες εκτελούνταν από αυτούς και τους είλωτες, αφού το ιδιότυπο καθεστώς της Σπάρτης δεν επέτρεπε στους ομοίους να ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα. Εξασφαλίστηκε έτσι η αναγκαία οικονομική ασφάλεια και ο απαιτούμενος χρόνος στους πολίτες της Σπάρτης, προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με τις πολεμικές τέχνες, πράγμα που αποτέλεσε το σημαντικότερο από «τα συνεκτικά στοιχεία του σπαρτιατικού οικοδομήματος της κλασικής περιόδου»[41][41].
Σε αντίθεση με τους μετοίκους, οι περίοικοι όχι μόνο δεν στερήθηκαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της γης που καλλιεργούσαν, αλλά και μετά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, συμμετείχαν στη διανομή των κλήρων της γης των Μεσσηνίων.[42][42] Βέβαια δεν συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή της Σπάρτης, στα συσσίτια και στην αγωγή των νέων καθότι, παρότι Λακεδαιμόνιοι, θεωρούνταν υποτελείς και φυσικά δεν είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Απέλλας, ούτε να εκλέγονται μέλη της Γερουσίας ή Έφοροι.
Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης όμως περιελάμβανε πολλούς περιοίκους, οι οποίοι έφταναν μέχρι το βαθμό του αξιωματικού. Όσο δε η αριστοκρατική Σπαρτιατική κοινωνία ελαττωνόταν αριθμητικά, τόσο αυξανόταν ο αριθμός των περιοίκων στο στράτευμα. Φαίνεται λοιπόν ότι, για κάποιο διάστημα απομακρύνονταν από τις εργασίες τους, προκειμένου να εκπαιδευτούν και να γυμναστούν υπό τις διαταγές των Σπαρτιατών.[43][43] Χωρίς την ουσιαστική αυτή στρατιωτική συμμετοχή τους, ίσως η Σπάρτη να μην αναδεικνυόταν ποτέ ως το πρότυπο της πολεμικής δύναμης της αρχαιότητας. Σημαντική προσφορά στο στρατό της Σπάρτης προσέφεραν επίσης κάποιες νέες κοινωνικές τάξεις μη πολιτών, όπως οι Υπομείονες, οι Τρέσαντες, οι Τρόφιμοι, οι Μόθακες και οι Νεοδαμώδεις, κοινωνικές κατηγορίες ανάμεσα στους περιοίκους και τους είλωτες, που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ολιγανθρωπίας, που μάστιζε την τάξη των Σπαρτιατών.[44][44]
Β. Είλωτες
Παρότι ο Πολυδεύκης τοποθετεί το καθεστώς των ειλώτων μεταξύ ελευθέρων και δούλων[45][45], η ζωή για τους είλωτες στη Σπάρτη ήταν αρκετά σκληρότερη από αυτή των δούλων της Αττικής. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο αριθμός τους έφτανε περίπου τους 200.000, πράγμα που σημαίνει ότι ξεπερνούσαν τον ελεύθερο πληθυσμό σε κλίμακα τέτοια, που δεν έχει αντίστοιχό της σε άλλη πόλη.[46][46] Απόγονοι των κατοίκων της προδωρικής εποχής, είχαν κατακτηθεί από ένα μικρό σχετικά σώμα Σπαρτιατών και αποτελούσαν ένα σημαντικό πρόβλημα ασφάλειας της Σπαρτιατικής κοινωνίας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εξεγέρσεως.[47][47] Οι περισσότεροι ήταν υποταγμένοι Μεσσήνιοι και ορισμένοι ήταν κάτοικοι της Λακωνίας.[48][48]
Οι είλωτες στερούνταν πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων και αποτελούσαν ιδιοκτησία της πόλης[49][49], απελευθερώνονταν μόνο μετά από απόφαση των αρχών και οι υπόλοιποι Έλληνες τους αντιμετώπιζαν ως ελεύθερους. Οι αρχές της πόλης είχαν απόλυτη δικαιοδοσία επάνω τους. Σε αντίθεση με τους δούλους της Αττικής, δεν πωλούνταν σαν εμπορεύματα, δημιουργούσαν οικογένειες και ήταν εξαιρετικά δεμένοι μεταξύ τους λόγω του ότι είχαν την ίδια εθνική ταυτότητα.[50][50] Η βιαιότητα της καταπίεσής τους είναι περιβόητη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, μια φορά το χρόνο οι Σπαρτιάτες κήρυσσαν πόλεμο στους είλωτες, «ώστε να μην βαραίνουν τη συνείδησή τους οι φόνοι ειλώτων που γίνονταν στη διάρκεια του έτους». Η περίφημη «κρυπτεία», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αποτελούσε ένα θεσμό εκπαίδευσης των νέων πολιτών, που κρύβονταν την ημέρα και έβγαιναν τη νύχτα με σκοπό να σκοτώσουν είλωτες[51][51].
Κατοικούσαν σκορπισμένοι σε εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Πελοποννήσου, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έμεναν απομονωμένοι στους κλήρους των πολιτών ή ζούσαν σε κοινότητες.[52][52] Ασχολούνταν αποκλειστικά με την καλλιέργεια της γης, αποδίδοντας ένα μέρος της παραγωγής στους ομοίους, κατόχους του γεωργικού κλήρου, και ένα μέρος κρατούσαν για τις ανάγκες της οικογένειάς τους, γεγονός που τους προσέφερε μερικές φορές τη δυνατότητα πλουτισμού[53][53].
Κατά τον Ξενοφώντα, οι Σπαρτιάτες κρατούσαν τους δούλους μακριά από τα όπλα τους, υπάρχουν όμως μαρτυρίες ότι η Σπάρτη διέθετε πολεμικό σώμα που αποτελούνταν μόνο από αυτούς.[54][54] Είναι γεγονός ότι αρχικά οι είλωτες στρατεύονταν μόνο ως «ψιλοί», κωπηλάτες ή συνοδοί των πολιτών-οπλιτών.
Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αναλάμβανε τις μακρινές επιχειρήσεις, αποτελούνταν από είλωτες, που προσέφεραν με αυτόν τον τρόπο σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλήρως εκπαιδευμένοι και ποτέ δεν θίχτηκε η αφοσίωσή τους στην πόλη[55][55]. Η στρατολόγησή τους, βοήθησε ουσιαστικά τη Σπάρτη και στον ατυχή πόλεμο με τη Θήβα. Ενδεικτική, της βοήθειας αυτής, είναι η απόφαση της πολιτείας να προχωρήσει στην απελευθέρωσή τους, πριν ακόμη τους στείλει στη μάχη. [56][56]
...
Επίλογος
Η κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική ζωή της κλασσικής Αθήνας και Σπάρτης στηρίχτηκε, ποικιλοτρόπως, στην παρουσία ομάδων μη πολιτών, που αποτελούσαν όμως ενεργό μέρος της κοινωνικής ζωής της κάθε πόλης.
Οι μέτοικοι, άνθρωποι ελεύθεροι, προερχόμενοι από όλον σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, προσελκύστηκαν όχι μόνο από την λάμψη της Αθήνας, αλλά και από τους ίδιους τους Αθηναίους, λόγω της σημαντικής οικονομικής ωφέλειας, που αποκόμιζε η πόλη από τις δραστηριότητές τους. Κοινωνικά θεωρούνταν ίσοι με τους πολίτες, αλλά σπάνια τους παρασχέθηκε η δυνατότητα απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων, παρόλη την οικονομική και στρατιωτική προσφορά τους.
Ο θεσμός της δουλείας αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της αρχαιοελληνικής κοινωνίας. Οι δούλοι αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για να λειτουργήσει το δημοκρατικό μοντέλο της Αθήνας - αφού αφήνουν στους πολίτες τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο να ασχοληθούν με τα κοινά. «Ανδράποδα μισθοφορούντα», αποτελούν περιουσιακό στοιχείο των πολιτών, αλλά και της ίδιας της πόλης, που εκμεταλλεύονται την εργασία τους, δεν έχουν ουσιαστικά κανένα δικαίωμα, ούτε καν της δημιουργίας οικογένειας, η δε ποιότητα ζωής τους εξαρτάται άμεσα από την εύνοια του εκάστοτε κυρίου τους.
Η κλειστή κοινωνία της Σπάρτης δεν είναι προσπελάσιμη από ξένους. Οι περίοικοι είναι Λακεδαιμόνιοι, που ζουν αρμονικά με τους ομοίους, καλλιεργώντας τους δικούς τους κλήρους και ασχολούμενοι με διάφορες παραγωγικές εργασίες, απαγορευμένες στους πολίτες-οπλίτες στης Σπάρτης. Η κοινωνική και στρατιωτική προσφορά τους στην πόλη είναι εξαιρετικά σημαντική, αφού αφενός μεν η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία – μαζί με αυτήν των ειλώτων- δημιουργεί τις κατάλληλες χρονικές προϋποθέσεις για την συνεχή πολεμική εκπαίδευση των Σπαρτιατών, αφετέρου δε η ουσιαστική παρουσία τους στο στράτευμα, προσέδωσε στο Σπαρτιατικό στρατό μέρος της ονομαστής αίγλης του.
Η κατάσταση των υποδουλωμένων Μεσσήνιων ειλώτων, αποτελεί μομφή για τη Σπαρτιατική κοινωνία. Οι συνεχείς εξεγέρσεις τους αποτελούν το άλλοθι της εξαιρετικά σκληρής μεταχείρισης τους από τους Σπαρτιάτες. Οι συνθήκες εργασίας τους – παρότι δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας – διέπονταν από ένα ιδιότυπο οικονομικό καθεστώς, που τους επέτρεπε όχι μόνο να εξασφαλίζουν τη διαβίωση της οικογενείας τους, αλλά και να πλουτίζουν. Σε δύσκολες δε περιπτώσεις για τη πόλη, ο στρατιωτικός τους ρόλος κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός.
Μέρος από το κείμενο της Φωτεινής Κομνηνού με πρωτότυπο τίτλο «Οι πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών στην κλασσική Αθήνα και Σπάρτη). Ημερομηνία Δημοσίευσης: 2013-www.historical-quest.com/
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Πρβλ. Μήλιος Α., Η έννοια του ελεύθερου πολίτη, στο Μήλιος Α. κ.α. , Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, Πάτρα 2000, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 35
[67][2] Πρβλ. Flaceliere Rob, Ο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 2000, εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, σελ. 59.
[68][3] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 200
[69][4] Πρβλ. ο.π. (1), σελ.61
[70][5] Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 60
[71][6] Πρβλ. Σακελλαρίου Μ.Β., Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Ηράκλειο 1999, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σελ. 138
[72][7] δημόσιοι γιατροί, κήρυκες, μισθωτές φόρων, εργολάβοι δημοσίων έργων, Πρβλ. ο.π. (2) σελ. 61
[73][8] βιοτέχνες κατεργασίας δερμάτων, κεραμοποιοί, υφαντουργοί, τραπεζίτες, έμποροι, εισαγωγείς πρώτων υλών Πρβλ. ο.π. (2) σελ. 61
[74][9] Πρβλ. ο.π. (1), σελ. 61
[75][10] Το μέτρο αυτό βέβαια ατόνησε από τον 4ο αιώνα και μετά. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 138
[76][11]Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ρήτορας Λυσίας, γιος του μέτοικου Κέφαλου από τις Συρακούσες, ιδιοκτήτη του μεγαλύτερου εργαστηρίου κατασκευής ασπίδων. Πρβλ. Andrewes Ant., Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Ανδρ. Παναγόπουλος, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983, σελ. 184
[77][12] 12 δραχμές οι άνδρες και 6 δραχμές οι γυναίκες που ζούσαν μόνες. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 140
[78][13] Πρβλ. . ο.π. (1), σελ. 34
[79][14] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 200
[80][15] Πρβλ. ο.π. (4) σελ. 140
[81][16] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 184
[82][17] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε σύνολο 16.000 οπλιτών, οι 3.000 περίπου ήταν μέτοικοι και όσο αφορά την εφεδρική άμυνα αντιστοιχούσαν 23 μέτοικοι για κάθε 100 πολίτες. Σημειώνουμε επίσης, ότι ήταν υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν με δικά τους οικονομικά μέσα τον οπλισμό τους. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 140
[83][18] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 138
[84][19] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 199
[85][20] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 141
[86][21] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 146
[87][22] Πρβλ. ο.π. (8), στο ίδιο, σελ. 205
[88][23] Πρβλ. ο.π. (1)., σελ. 36
[89][24] Αγορές δούλων υπήρχαν στη Δήλο, τη Χίο, τη Σάμο, το Βυζάντιο, την Κύπρο , ακόμη και στο Σούνιο και την Αγορά. Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 67
[90][25] Πρβλ. Finley M.I., Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ινστιτούτου του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, σελ. 125.
[91][26] Λέγεται ότι ο στρατηγός Νικίας εκμίσθωνε περίπου 1.000 δούλους. Πρβλ. ο.π. (25), σελ. 207
[92][27] Πρβλ. ο.π. (4), σελ.142.
[93][28] Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 143
[94][29]Αργότερα τους δόθηκε το δικαίωμα να καταγγέλλουν ιερόσυλες πράξεις ή καταχρήσεις, με την προοπτική να κερδίσουν την ελευθερία τους εάν οι κατηγορίες αποδεικνύονταν αληθινές. Πρβλ. ο.π. (4) σελ. 143.
[95][30] Στην «δημοτική αστυνομία» της εποχής, υπηρετούσαν περίπου 1.000 Σκύθες τοξότες, επίσης οι γραφείς ζούσαν όπως οι ελεύθεροι δημόσιοι υπάλληλοι. Πρβλ. ο.π. (4), σελ. 144
[96][31] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 208
[97][32] Πρβλ. ο.π. (4)σελ. 145.
[98][33] Πρβλ. Ακαδημία Αθηνών, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία των Αθηναίων, Δημοσιεύματα της επιτροπής ερευνών, τόμος 2, Αθήνα 1995, σελ 62.
[99][34]Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το γεγονός του 413 π.χ., που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη, όταν οι Σπαρτιάτες είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της Αθήνας, 20.000 δούλοι – κυρίως από τα λατομεία του Λαυρίου - διέφυγαν από την Αττική και προσχώρησαν στις γραμμές του εχθρού. ο.π. (8), σελ. 211.
[100][35] Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 144
[101][36] Πρβλ ο.π. (8), σελ. 205
[102][37]Έτσι μια δύναμη έξι χιλιάδων δούλων εργατών θα απέφερε εισόδημα εξήντα τάλαντα το χρόνο, ποσό που θα μπορούσε να καλύψει το μισθό των κωπηλατών ενός στόλου εξήντα πλοίων, για δύο μήνες. Πρβλ. ο.π. (8), σελ. 207
[103][38] Λέγεται ότι ο μέτοικος Κέφαλος απασχολούσε στο εργαστήριο του περίπου 120 δούλους. Πρβλ. ο.π. (2), σελ. 69.
[104][39] Πρβλ. ο.π. (4),σελ. 144
[105][40] Πρβλ. Μπιργάλιας Ν. , Ο αρχαίος Δημίσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις:δικαστική, στρατιωτική και θρησκευτική ζωή, στο Μήλιος Α. κ.α. , Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, Πάτρα 2000, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. σελ. 186.
[106][41] Πρβλ. ο.π. (1) σελ.77
[107][42] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 173
[108][43] Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 228
[109][44] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 192-195
[110][45] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 53
[111][46] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 51
[112][47] Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 149.
[113][48] Πρβλ. Ο.π. (41) σελ. 187
[114][49] Πρβλ. ο.π. (1) σελ. 38
[115][50] Πρβλ. ο.π. (25) σελ. 31
[116][51] Βλ. ο.π. (8), σελ. 212.
[117][52] Πρβλ. Mosse Cl. , Ο Έλληνας άνθρωπος και η οικονομία, στο Vernant J.P., Ό Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος, Αθήνα 1996, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 56.
[118][53] Πρβλ. ο.π. (41) σελ. 187
[119][54] Θεωρείται ότι η δεύτερη κύρια πηγή στρατολόγησης, ήταν οι Είλωτες. Γύρω στο 400-390, στάλθηκε από τη Σπάρτη στη Μ.Ασία, ένα εκστρατευτικό σώμα , που αποτελούνταν από 3.000 είλωτες, επικεφαλείς των οποίων ήταν οι «Αρμοστές». Επίσης στην εκστρατεία του Βρασίδα στο Βορρά, συμμετείχαν περίπου 700 είλωτες. Πρβλ. ο.π. (8) σελ. 241-242
.............
Βιβλιογραφία
1. Ακαδημία Αθηνών, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία των Αθηναίων, Δημοσιεύματα της επιτροπής ερευνών, τόμος 2, Αθήνα 1995, σελ. 60 – 62 και 124 -131\
2. Andrews Antony, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Ανδρ. Παναγόπουλος, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983
3. Vernant Jean-Pierre, Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 45-92
4. Κοιλιάρη Αγγελική, Ξένος στην Ελλάδα, Μετανάστες, Γλώσσα και κοινωνική ένταξη, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997.
5. Λαμπριανίδης Λόης, Λυμπεράκη Αντιγόνη, Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 87-186
6. Μαρβάκης Αθ., Παρσάνογλου Δ., Παύλου Μ. (επιμέλεια), Μετανάστες στην Ελλάδα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σελ. 81-127
7. Μήλιος Α., Μπιργάλιας Ν., Παπαευθυμίου Ελ., Πετροπούλου Α., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2000
8. Σακελλαρίου Μ.Β., Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σελ. 129 - 154
9. Finley M.I., Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, τόμος 2ος, μτφρ. Μ.Καρδαμίτσα, εκδόσεις του Ινστιτούτου του βιβλίου-Α.Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998, σελ.11-33 και 48 –133
10. Flaceliere Robert, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Γερασ. Βανδώρου, εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σελ.44-73
Οι μη πολίτες στην κλασική Αθήνα και Σπάρτη
Κ. Καλογερόπουλος (MA) in Anthropology
Διερευνώντας το status της έννοιας του μη πολίτη στην αρχαιότητα θα επιχειρήσουμε να δείξουμε τα χαρακτηριστικά των πληθυσμιακών ομάδων των μη πολιτών σε δύο διαφορετικές πόλεις με παράλληλη πορεία στους αρχαίους χρόνους, την Αθήνα και τη Σπάρτη, να οριοθετήσουμε την προσφορά τους στη ζωή της πόλης και -στο βαθμό που τούτο είναι εφικτό- να τις συγκρίνουμε με τις πληθυσμιακές ομάδες υπηκόων βορειοτέρων χωρών, που ζουν και εργάζονται σύννομα ή παράνομα στην σύγχρονη Ελλάδα. Από την εποχή συγγραφής του παρόντος, πολλά άλλαξαν δραματικά σε σχέση με το μεταναστευτικό ζήτημα, ωστόσο οι αναλογίες παραμένουν, υποδεικνύοντας την παραμορφωμένη ενίοτε οπτική γωνία με την οποία εξετάζουμε το φαινόμενο μετανάστευση και τα συναφή πολιτικά δικαιώματα.
Παρόλο που οι δούλοι και οι είλωτες σε Αθήνα και Σπάρτη αντίστοιχα ανήκουν στην κατηγορία των μη πολιτών, δεν θα ασχοληθούμε μαζί τους, καθώς τούτο έχει γίνει εκτενώς σε προηγούμενη δημοσίευση. Ωστόσο, καθίσταται σχεδόν απαραίτητο να αναφερθούμε στην ιδέα του πολίτη και του μη πολίτη και να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο της κάθε έννοιας στις πιθανές διαστρωματώσεις της, ώστε να δούμε τον γενικό κανόνα πίσω από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το πολιτικό σύστημα της κάθε μίας πόλης χωριστά και να αιτιολογήσουμε γιατί στις πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών δεν περιλαμβάνεται ο γυναικείος πληθυσμός, που σαφώς στερείται πολιτικών δικαιωμάτων.
Πολίτες και μη πολίτες
Στα Πολιτικά ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι η πόλις δε χρειάζεται να συνδυάζεται με μια συγκεκριμένη γεωγραφική θέση[1]. Όμως, η έννοια της χωρικής οριοθέτησης είναι ιστορικά συνδεδεμένη με την έννοια της πόλης-κράτους και πολύ περισσότερο με την ιδέα της υπηκοότητας. Η παροχή της ιδιότητας του πολίτη και η διάκρισή του από τον μη πολίτη ανήκει στο σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας, έτσι όπως διαμορφώθηκε βάσει πολιτικοοικονομικών συγκυριών και θρησκευτικών πεποιθήσεων στις πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας, χαρακτηριστικά παραδείγματα των οποίων αποτελούν η Σπάρτη και η Αθήνα.
Ως πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες θεωρούμε εκείνες που διαμορφώνουν την ιδεολογική σχέση πόλης-κράτους και πολίτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και τη διάκρισή του από τον μη πολίτη. Είναι εκείνες που διαμόρφωσαν την ιδεολογία του τι είναι βέλτιστος πολίτης και την ίδια στιγμή ευνόησαν την συμμετοχή των μη-πολιτών στα οικονομικά δρώμενα της πόλης-κράτους[2]. Ως θρησκευτικές πεποιθήσεις εννοούμε το ρόλο που έπαιξαν τα τοπικά ιερά -αστικά ή μη- στην εδραίωση μιας θρησκευτικής συνοχής[3], από την οποία εξαρτάτο άμεσα η ιδιότητα του πολίτη και η διαφορά του από τον μη πολίτη. Σε ένα πρωτογενές επίπεδο ο νόμος είναι συνέπεια της ιδέας του ιερού. Το ιερό στις αρχαϊκές κοινωνίες επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς και οι κανόνες συμπεριφοράς στην ιστορική τους πορεία καταγράφονται ως νόμοι, γύρω από τους οποίους συσπειρώνεται μια κοινότητα με θρησκευτική ενότητα. Ο ξένος δεν μπορεί να συμμετέχει στη λατρεία του ιερού, δεσμευμένος από τις ευλογίες ή τις κατάρες που ξεστομίζονται για την προστασία της κοινότητας[4]. Η παρουσία του είναι μίασμα, είναι tabu για τη θρησκευτική λειτουργία και συνεπώς δεν μπορεί να υπερβεί την αόρατη διαχωριστική γραμμή που περιβάλλει και προστατεύει τον γνήσιο πολίτη ως μέλος μιας κοινότητας.
Αυτός είναι και ο βασικότερος πιθανώς λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να εντάξουμε τις γυναικείες πληθυσμιακές ομάδες στην κατηγορία των μη πολιτών, παρόλο που εμφανώς οι γυναίκες της αρχαιότητας στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Η γυναίκα ως ιέρεια είναι απόλυτα αναγκαία για την λειτουργία του ιερού και η παρουσία της –τουλάχιστον στα Θεσμοφόρια και τα Παναθήναια- εγγυάται τη σχέση της γης και του θεσμού πόλης-κράτους Ακόμα και ο Αριστοτέλης με τους αυστηρούς ενίοτε διαχωρισμούς του αναφέρει έστω και καταχρηστικά τον όρο πολίτιδα[5], γεγονός που αιτιολογεί εν μέρει την θέση μας. Ένας άλλος λόγος είναι ο ρόλος της γυναίκας στην εξασφάλιση της κληρονομικής διαδοχής και συνεπώς του κληρονομικού δικαιώματος του πολίτη[6].
Μη πολίτες, λοιπόν, στην αρχαιότητα θεωρούνταν όλοι εκείνοι οι ελεύθεροι πολίτες που δεν πληρούσαν τις πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές προϋποθέσεις του πολίτη. Δεν διέθεταν ακίνητη περιουσία ή πρόσβαση στην πολιτική ιεραρχία και συνεπώς δεν μπορούσαν να παρέμβουν στις αποφάσεις της πόλης–κράτους[7]. Ας δούμε τώρα με ποιο τρόπο συνυπήρξαν με τους γνήσιους πολίτες οι πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ελληνικών πόλεων, την Αθήνα και τη Σπάρτη.
Αρχαία Αθήνα
Στην Αθήνα οι μέτοικοι είναι εκείνοι που απαρτίζουν την πληθυσμιακή ομάδα των μη πολιτών. Πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα χορηγούνταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες μη πολίτες πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη και μπορούσαν να γίνουν ισοτελείς[8], αλλά όχι πολίτες[9]. Αυτή ήταν η προστασία του συστήματος, καθώς ο ξένος δεν μπορούσε να συμμετέχει στις αποφάσεις του δήμου ή να διεκδικήσει κάποιο είδος πολιτικής εξουσίας. Όσον αφορά στην οικονομική βοήθεια της αθηναϊκής δημοκρατίας προς τους μη πολίτες ήταν μάλλον ανύπαρκτη, καθώς δεν δικαιούνταν μισθού. Αντίθετα, υπήρξαν οικονομικές υποχρεώσεις των μετοίκων προς την πόλη, όπως το μετοίκιον[10], που συγκαταλεγόταν στα επίσημα έσοδα του κράτους ή τα θεωρικά (για τους εύπορους μέτοικους). Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν κατόρθωσε, παρά το γόνιμο σπόρο της, να μεταβληθεί σε οικονομική δημοκρατία. Το μικρό χρονικό διάστημα των μεταρρυθμίσεων που απέδωσαν μετά τους περσικούς πολέμους ένα είδος οικονομικής δημοκρατίας, δε διατηρήθηκε επί μακρόν και δεν αγκάλιασε τις πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών.
Ο αριθμός των μη πολιτών είναι πρακτικά αδιευκρίνιστος. Οι πόλεις στην κλασική περίοδο ήταν πληθυσμιακά μικρές. Δεν αριθμούσαν στην πλειονότητά τους πάνω από 10.000 πολίτες με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της αριθμούσε περίπου 45.000 πολίτες, άτομα δηλαδή που είχαν πολιτικά δικαιώματα[11]. Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Κατ’ εκτίμησιν, λοιπόν, υπολογίζουμε ένα ποσοστό που αγγίζει το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας, αν υποτεθεί ότι στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της ο συνολικός πληθυσμός έφθανε τον εκπληκτικό για την εποχή αριθμό των 100.000 περίπου ατόμων.
Οι μέτοικοι συμμετείχαν ενεργά στις στρατιωτικές δραστηριότητες ως στρατιώτες κυρίως σε συνοριακά φυλάκια[12], όπως επίσης και στους περισσότερους παραγωγικούς τομείς και όσον αφορά στο εμπόριο, ο ρόλος τους είναι κυριαρχικός[13]. Τα μεγάλα δημόσια έργα[14], οι περισσότερες βιοτεχνίες και αρκετά επαγγέλματα που σχετίζονταν με τις επιστήμες, τις τέχνες, την φιλοσοφία και την ρητορική είχαν περιέλθει στα χέρια τους[15]. Ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Ιππόδαμος, ο Αριστοτέλης και άλλες σημαντικές φυσιογνωμίες της κλασικής Αθήνας είναι παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων που δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αλλά πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στο πολιτικοοικονομικό σύστημα της Αθήνας υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές, όσον αφορά στα δικαιώματα του πολίτη και του μη-πολίτη. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο ιδιοκτήτης γης -πολίτης Αθηναίος- έχει την εξουσία και τον απόλυτο έλεγχο του κράτους και των φορέων του, ενώ ο μη-πολίτης είναι μέλος αυτής της οργανωμένης κοινωνίας με σημαντική προσφορά τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, αλλά ξένος[16] σε εκείνα τα θέματα που αφορούν στα προνόμια του γνήσιου Αθηναίου, (πολιτική ιεραρχία, ακίνητη περιουσία, ιερατικά και στρατιωτικά αξιώματα).
Αρχαία Σπάρτη
Στην Σπάρτη, ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο, οι γνήσιοι πολίτες ή όμοιοι ήταν θεωρητικά ίσοι. Οι μη πολίτες, ελεύθεροι κάτοικοι των περιχώρων, ή περίοικοι, ζούσαν με σχετική αυτονομία σε πόλεις η κώμες της ευρύτερης περιφέρειας χωρίς να διαθέτουν λόγο στον χειρισμό των κρατικών υποθέσεων[17].
Το κοινωνικό σύστημα που διαμόρφωσε την σχέση πολιτών και μη πολιτών στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος είναι διαφορετικό και βασίζεται σε μια μοναδική παραδοχή. Στην Σπάρτη ο πολίτης είναι ταυτόχρονα και στρατιώτης, όμως ο κλήρος του ανήκει ουσιαστικά στο κράτος. Επίσης, οι Σπαρτιάτες δεν σχετίζονται με παραγωγικά επαγγέλματα, αφού η προεξέχουσα ιδιότητά τους είναι η στρατιωτική[18]. Η συμμετοχή των πολιτών στις μεγάλες αποφάσεις της πόλης ήταν μάλλον περιορισμένη[19], πολύ περισσότερο για τους περίοικους, που συνέθεταν την πληθυσμιακή ομάδα των μη πολιτών. Οι περίοικοι στην περίπτωση της Σπάρτης είναι οι κάτοικοι που ζουν στις περιοχές γύρω από τις τέσσερεις κώμες στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Σπαρτιάτες πολίτες[20]. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η σπαρτιατική ισονομία δεν είναι άμοιρη της κατοχής γης. Η ύπαρξη πλουσίων Σπαρτιατών και μεγάλων γαιοκτημόνων θέτει αμφισβητήσεις στο θέμα της ισότητας, τουλάχιστον όσον αφορά στο θέμα της οικονομίας και των επιδράσεών της στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος[21].
Όποια εκδοχή και αν θεωρήσουμε ορθή για την καταγωγή των περίοικων, εκείνη του Έφορου ή εκείνη του Ισοκράτη, οι περίοικοι φαίνεται πως διατηρούσαν σχετική αυτονομία οικονομική και δικαιϊκή στους δήμους τους και συμμετείχαν ισότιμα στις πολεμικές επιχειρήσεις ως οπλίτες[22]. Αποκαλούνταν γενικώς Λακεδαιμόνιοι και δεν εκδήλωναν εχθρικές διαθέσεις προς τη Σπάρτη. Ασκούσαν το επάγγελμα του ξυλουργού, του γεωργού, του κτηνοτρόφου ή του αλιέα, καλύπτοντας το παραγωγικό κενό των ομοίων. Η οικονομική τους δραστηριότητα όμως παρέμεινε περιορισμένη, εξαιτίας της αυστηρής σπαρτιατικής κηδεμονίας.
Ο αριθμός της πληθυσμιακής ομάδας των περιοίκων είναι ουσιαστικά άγνωστος, εξαιτίας έλλειψης συγκεκριμένων στοιχείων. Δεν μπορούμε εδώ να ακολουθήσουμε τον κανόνα της αναλογίας 1/3, καθώς η Σπάρτη φαίνεται εξαιρετικά ολιγάριθμη ως προς τα μέλη της κοινωνία. Οι 8-9.000 Σπαρτιάτες πολίτες[23] σαφώς ήταν υποδεέστεροι αριθμητικά από τους περιοίκους. Άλλωστε, η αριθμητική έλλειψη και οι αυστηροί κανόνες αστυνόμευσης των μη πολιτών συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρατηρούμε, λοιπόν και στην περίπτωση της Σπάρτης μια χαρακτηριστική συμμετοχή της πληθυσμιακής ομάδας των μη-πολιτών, σε παραγωγικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο περιορισμός της στον παραγωγικό τομέα ήταν επ΄ ωφελεία της σπαρτιατικής κοινωνίας, η οποία διατηρούσε μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με το σύνολο των τεχνικών επαγγελμάτων[24].
Συμπεράσματα και συγκρίσεις
Αν αναγάγουμε την έννοια περίοικος και μέτοικος στη σύγχρονη πραγματικότητα, τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με την εικόνα του μετανάστη. Όχι μόνο του διεθνούς αλλά και του εσωτερικού μετανάστη του ‘50 και του ’60, των δύο δεκαετιών που σημάδεψαν το ελληνικό αστυφιλικό φαινόμενο. Ωστόσο, για λόγους μεθοδολογίας δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την εσωτερική μετανάστευση με την συρροή των μετοίκων ή και των περιοίκων ακόμα στις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας, καθώς η Ελλάδα του σήμερα είναι μια ενιαία κρατική οντότητα και όχι ένα σύνολο διεσπαρμένων κρατιδίων.
Τα ρεύματα της σύγχρονης μετανάστευσης και η άφιξη πληθυσμιακών ομάδων που ζουν και εργάζονται σύννομα ή παράνομα στην ελλαδική επικράτεια, παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με εκείνα τα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης που διαμόρφωσαν το σώμα των μη πολιτών στις μεγάλες πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να εντοπίσουμε πως η σύγκριση ανάμεσα στο ζωντανό παρόν και το νεκρό παρελθόν, για το οποίο εμμέσως προσπαθούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, είναι ενίοτε παρακινδυνευμένη.
Το γεγονός είναι ότι οι πληθυσμιακές ομάδες μεταναστών –το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων συνθέτουν οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι και οι Πολωνοί[25] ( © Κ. Καλογερόπουλος 2003 ) και στην σύγχρονη πραγματικότητα οι Σύροι, οι Πακιστανοί, οι Αφγανοί κ.ά- ως σύγχρονοι μέτοικοι έχουν να αντιμετωπίσουν τον εθνικό μύθο, που έχει χτιστεί πάνω στην κοινή παραδοχή μιας εθνοτικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ομοιογένειας του ελληνικού πληθυσμού[26]. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι η πόλις-κράτος –πιθανώς εξαιτίας της περιορισμένης έκτασής της- διέθετε αποτελεσματικότερο τρόπο ελέγχου του μεταναστευτικού ρεύματος και σαφώς ορθολογικότερο τρόπο εκμετάλλευσης του ανθρώπινου δυναμικού που της παρείχε.
Η ελληνική κοινωνία δέχθηκε και δέχεται χιλιάδες μετανάστες[27], χωρίς να διαθέτει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο[28]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την σπασμωδική αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας (βλ. φαινόμενο Τσενάι) και την αφύπνιση της συλλογικής μνήμης σε σχέση με την μεταναστευτική εμπειρία του ίδιου του ελληνικού λαού. Στο μακρινό παρελθόν δεν διακρίνεται η ίδια σπασμωδική αντίδραση[29], πιθανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι ο μετανάστης της αρχαιότητας είχε να αντιμετωπίσει εξαρχής ένα δομημένο σύστημα συμπεριφοράς και πολιτικής το οποίο είτε αποδεχόταν είτε όχι.
Τα θρησκευτικά κριτήρια για την αποδοχή της εικόνας του μετανάστη εμφανίζουν δυνατότητες αναλογικής σύγκρισης, ιδιαίτερα μετά τις ομαδικές βαπτίσεις Αλβανών μεταναστών που είχαν ως στόχο την αλλαγή της εικόνας τους στην κοινή γνώμη, την διευκόλυνση της ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία και την διεκδίκηση της πολιτικής νομιμότητας. Όσον αφορά τώρα στην προσφορά τους, οι σύγχρονοι μετανάστες –τουλάχιστον εκείνοι της πρώτης γενεάς- ανέλαβαν την την διαχείριση επαγγελμάτων που θεωρούνται κατώτερα ή υποτιμητικά για την ελληνική κοινή γνώμη και αναλογικά θυμίζουν τους χειρώνακτες του Αριστοτέλη, τους μέτοικους και τους περίοικους, που αναλάμβαναν την εκτέλεση βαρέων επαγγελμάτων στην αρχαιότητα. Η συμβολή των μεταναστών, στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος είναι σημαντική, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τη σχετική νομιμοποίηση και την ένταξή τους στο φορολογικό σύστημα.
Τα στρατιωτικά κριτήρια δεν παρουσιάζουν προς το παρόν αναλογίες, εκτός και αν υπάρξουν σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις στο δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης για την παροχή διπλής ιθαγένειας, οι οποίες θα περιέχουν και την διάταξη της υποχρεωτικής στράτευσης. Μια τέτοια διάταξη ευνοεί ιδιαίτερα χώρες με υψηλούς αριθμούς μεταναστών όπως η Ελλάδα, η Γερμανία και η Αγγλία, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολη έως αδύνατη η εφαρμογή της προς το παρόν, παρόλο που το συγκεκριμένο μοντέλο εφαρμόζεται στις Η.Π.Α.
Βάσει των παραπάνω, η γενική εικόνα που διαμορφώνεται από την ανάλυση της έννοιας μη πολίτης αναδεικνύει τη δυναμική και τη ρευστότητα των πληθυσμιακών μοντέλων τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και στην σύγχρονη εποχή. Σήμερα, σε μια εποχή παγκόσμιων πληθυσμιακών αλλαγών και ανακατατάξεων, το μάθημα που αντλείται από τη σχέση περιοίκων ή μετοίκων και πολιτών είναι επίκαιρο και υποδεικνύει το τι δεν πρέπει να γίνει, προκειμένου να αποφευχθούν ιδιαίτερα οδυνηρές τριβές για την ανθρωπότητα στο εγγύς μέλλον.
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση
Finley M.I. (1985), Ancient History, Evidence and Models, London: Chatto & Windus.
Manville Ph. B., The Origins of Citizenship in Ancient Athens, Princeton University Press, (Princeton NJ, 1990).
Ελληνική και ελληνόγλωσση
Andrewes Α., (1987), Αρχαία Ελληνική Κοινωνία2, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
Borgeaud P. κ. ά, (1996), Ο έλληνας άνθρωπος4, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαρβάκης Αθ. και άλλοι (επιμ.), (2001)Μετανάστες στην Ελλάδα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μήλιος Α. κ.ά, (2000), Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, Πάτρα: Ε.Α.Π.
Νιτσιάκος Β. Μαρτυρίες αλβανών μεταναστών, Οδυσσέας, (Αθήνα 2003).
Polignac F. de, Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης, μτφρ. Ν. Κυριαζόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000).
Σακελλαρίου Μ.Β., Η αθηναϊκή δημοκρατία2, Ηράκλειο: Παν. Εκδ. Κρήτης.
Περιοδικός Τύπος
Εφημ. Καθημερινή 1/2/99
Πηγές
Κατσαρός Β., (επιμ.), (2002), Λεξικό Σουϊδα, Αθήνα: Θύραθεν.
Σημειώσεις – Παραπομπές
[1] Ιστορικά, οι πολίτες διάφορων πόλεων-κρατών μετακίνησαν απλά ολόκληρο το κράτος τους σε μια νέα θέση. Είναι κλασικό το παράδειγμα των Ίωνων της Φώκαιας και της Τέω, που μετέφεραν τις πόλεις τους στην Ιταλία (Ελέα) ή τη Θράκη (Άβδηρα) αντίστοιχα, για να αποφύγουν τον πέρση βασιλέα Κύρο. Βλ. επίσης, Manville Ph. B., (1990), σ. 39.
[2] Η άρνηση εν γένει του Αριστοτέλη να αποδώσει την ιδιότητα του πολίτη στον χειρώνακτα, αντανάκλαση της γενικότερης ιδεολογίας της εποχής του, αφήνει ένα παραγωγικό κενό που ευνοεί κατά την άποψή μας την αθρόα συρροή μετοίκων. Περισσότερα για το θέμα βλ. Borgeaud P., (1996), σ. 67.
[3] Polignac F. de, (2000), σ. 113.
[4] Βλ. Λεξικό Σουϊδα, σ. 414, λήμμα Εξαράσασθαι. «το εκτελέσαι τα αράς, τουτέστι τας ευχάς ας επί ταις ιδρύσεσι των ναών ειώθασι ποιείσαι».
[5] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 129, σημ. 2.
[6] Finley (1985), σ. 92
[7] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 132.
[8] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 138
[9] Οι τραπεζίτες Πασίων ή ο Φορμίων που απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα είναι σπάνιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν μάλλον τον κανόνα. Βλ. Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σσ. 36-37.
[10] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 140.
[11] Andrewes (1987), σ. 104 «Όχι βέβαια ότι στην Αθήνα παρακολουθούσαν ταχτικά τις συνεδρίες της εκκλησίας του δήμου περισσότεροι από ένα μικρό ποσοστό (σε εποχή που μπορεί να υπήρχαν ακόμη και 45 χιλιάδες πολίτες με δικαίωμα ψήφου), …».
[12] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 140.
[13] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 139.
[14] Andrewes (1987), σσ. 206-208.
[15] Andrewes (1987), σ. 177
[16] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 139
[17] ό.π. Andrewes, 98.
[18] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 49
[19] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 94. Βλ. Επίσης Andrewes σ. 98.
[20] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 37.
[21] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 18.
[22] Μήλιος Α. κ. ά.,(2000), σ. 185. Βλ., επίσης, Andrewes (1987), σ. 242.
[23] Andrewes (1987), σ. 98.
[24] Borgeaud P. κ. ά, (1996), σ. 153.
[25] Μαρβάκης Αθ. (2001), σ. 109
[26] Μαρβάκης Αθ. (2001), σ. 21.
[27] Από στοιχεία του Ο.Α.Ε.Δ. και του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας ο αριθμός των σύννομων μεταναστών ανέρχεται στο 1.000.000. Το 50% διαμένει στην Αθήνα. Βλ. επίσης Καθημερινή 1/2/99, 6
[28] Νιτσιάκος Β. (2003), 15
[29] Σακελαρίου Μ.Β., (2000), σ. 140
Η θέση της γυναίκας στην αρχαία κοινωνία
Πολλά και διάφορα έχουν γραφτεί για τις γυναίκες στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, άλλα από τα οποία εκθειάζουν το γυναικείο φύλλο και άλλα που μιλούν με τρόπο ταπεινωτικό και ανεπίτρεπτο. Γράφτηκαν ύμνοι συγκινητικοί αλλά και στίχοι προσβλητικοί και βλάσφημοι. Υπήρξαν περίοδοι δόξας, όμως και φαινόμενα καταπίεσης και εκμετάλλευσης.Είναι αλήθεια ότι καθώς οι πολιτισμοί διαφέρουν μεταξύ τους, διαφέρουν και οι ρόλοι που αναθέτουν στο ένα ή το άλλο φύλο, και οι διάφορες εργασίες, κάποιες από τις οποίες σε μια κοινωνία μπορεί να θεωρούνται αντρικές ενώ σε άλλη γυναικείες. Η μόνη σταθερά για τον καθορισμό αυτών των ρόλων είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες, απασχολημένες κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους με τη γέννηση και ανατροφή των παιδιών, ήταν υποχρεωμένες να μένουν κοντά στο χώρο της κατοικίας τους και, συνεπώς, να αναλαμβάνουν τα καθήκοντα που μπορούσαν να εκτελέσουν χωρίς να εγκαταλείπουν την κύρια αποστολή τους.
Η θέση του γυναικείου φύλου αποτέλεσε σημείο αντιλεγόμενο, καθώς οι διάφοροι συγγραφείς έγραψαν επηρεασμένοι από ιδεολογικά ρεύματα, παρουσιάζοντας συχνά όχι την αληθινή εικόνα αλλά εκείνο που εξυπηρετούσε τους σκοπούς που καθένας από αυτούς υπηρετούσε. Κάτω από την επίδραση της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, για παράδειγμα, υποστηρίχτηκε ότι το αρχικό καθεστώς στην αυγή της ανθρωπότητας ήταν η μητριαρχία. Με τον τρόπο αυτό θέλησαν να ανατρέψουν εκ βάθρων και ν' αποδείξουν αναξιόπιστη την ιστορία της Βίβλου. Γρήγορα όμως η ιδέα αυτή απορρίφθηκε από τους σύγχρονους ανθρωπολόγους ως στερούμενη παντελώς αποδείξεων. Ακόμη και γυναίκες συγγραφείς δεν ξέφυγαν τον πειρασμό, επειδή κι εκείνες από το μέρος τους, τις περισσότερες φορές έγραψαν στρατευμένες κάτω από διάφορες τάσεις της κοινωνίας, της πολιτικής ή της θρησκείας.
Κλασικό παράδειγμα αυτής της μονομερούς πληροφόρησης αποτελεί η άποψη που μέχρι πρόσφατα επικρατούσε, για τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα. Επηρεασμένοι κυρίως από την εικόνα της ζωής στην Αθήνα της κλασικής περιόδου, οι περισσότεροι συγγραφείς γενίκευαν τα πράγματα και μιλούσαν για μια κατάσταση περίπου τραγική, όπου οι γυναίκες ήταν φυλακισμένες στα απομονωμένα γυναικεία διαμερίσματα των οικιών, ενώ οι άντρες περνούσαν τον καιρό τους αργόσχολοι, στην Αγορά, τα γυμναστήρια και τα λουτρά.
Όμως ήδη στην αρχαία Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο οι γυναίκες είχαν σημαντική ανεξαρτησία και υψηλή θέση στην κοινωνία. Ο Κώδικας Νόμων του Χαμουραμπί (1795-1750 π.Χ.), για παράδειγμα, Βαβυλωνιακό γραπτό μνημείο που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, περιέχει πολλές προβλέψεις σχετικά με τις γυναίκες, το γάμο, την περιουσία τους, την ανατροφή και επιμέλεια των παιδιών, το διαζύγιο κ.λπ., που δείχνουν ότι ακόμη και σ' εκείνη την τόσο πρώιμη εποχή, και κάτω από ειδωλολατρικό καθεστώς, υπήρχε προστασία από κακομεταχείριση, εκμετάλλευση και άλλες καταχρήσεις. Οι γυναίκες μπορούσαν να ασκούν εμπόριο για λογαριασμό τους και να προσφέρουν υπηρεσίες ως δικαστές, προεστοί, μάρτυρες σε δικαστήρια και γραφείς. Στην Αίγυπτο τα πράγματα ήταν ακόμη καλύτερα και οι γυναίκες έγιναν συχνά άρχοντες του κράτους. Σε αρκετές περιπτώσεις, λοιπόν, τη θέση και τα δικαιώματα της αρχαίας γυναίκας θα τα ζήλευαν πολλές κοινωνίες του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα.
Κανείς δε μπορεί να λησμονήσει ότι στην ιστορία αναφέρονται σημαντικές γυναικείες μορφές, όπως η Φαραώ Χατσεπσούτ (18η δυναστεία), η Βαβυλωνία Σεμίραμις, η Ελληνίδα Κλυταιμνήστρα, η Ελληνίδα Κλεοπάτρα στην Αίγυπτο και πολλές άλλες, που όχι μόνο ανέβηκαν στα ύψιστα αξιώματα της εποχής τους, αλλά και έπαιξαν κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας των τόπων και των λαών τους.
Στα Ομηρικά Έπη, στη Μινωική και στη Μυκηναϊκή εποχή, οι γυναίκες είναι σε πολύ καλή μοίρα. Αγαπούν την οικογένειά τους, συζητούν ελεύθερα μαζί με τους άντρες, επικρατεί η μονογαμία, ο γάμος είναι ιερός και αδιάλυτος, η γυναίκα μπορεί να διαλέξει τον άντρα της, οι συζυγικές σχέσεις βασίζονται σε αμοιβαία αγάπη και εκτίμηση και οι τρόποι συμπεριφοράς των συζύγων παρουσιάζονται απλοί, ευγενικοί και εγκάρδιοι. Η πολυτεκνία θεωρείται μεγάλο αγαθό και ευτυχία, ενώ η ατεκνία μεγάλη συμφορά και εκδήλωση θεϊκής τιμωρίας.
Το ίδιο και στην αρχαία Σπάρτη οι γυναίκες ήταν σχεδόν ίσες με τους άντρες, συγχρωτίζονταν ελεύθερα στο δημόσιο βίο και στους αθλητικούς αγώνες, παντρεύονταν τον άντρα που θα αγαπούσαν, και είχαν γνώμη στα πολιτικά και δημόσια πράγματα. Είναι άραγε τυχαίο ότι ήταν οι Σπαρτιάτισσες που έλεγαν στους άντρες τους το γνωστό "Ή ταν ή επί τας";
Αλλά η σύγχρονη αντίληψη για τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα στηρίχτηκε περισσότερο στο καθεστώς της κλασικής Αθήνας, που οπωσδήποτε ήταν δυσμενέστερο για τη γυναίκα, αφού πολλά από τα ήθη είχαν διαφθαρεί, ιδιαίτερα μάλιστα σε ό,τι αφορούσε την ανώτερη κοινωνική τάξη.
Έχοντας, λοιπόν, την αρχαία Αθήνα ως υπόδειγμα, ως φαίνεται ήταν δύσκολο σε πολλούς να πιστέψουν πως τα πράγματα μπορούσαν να είναι καλύτερα σε άλλες κοινωνίες, και μάλιστα παλαιότερες από αυτήν.
Σήμερα ωστόσο πολλά έχουν αναθεωρηθεί από τους επιστήμονες και η αντίληψή τους είναι πλέον εντελώς διαφορετική, καθώς οι έρευνες ανατρέπουν συνεχώς την προηγούμενη άποψη ως εντελώς εξωπραγματική.
Όπως γράφει η ιστορικός M. Katz [1] τίποτα δεν είναι περισσότερο ανακριβές από την ιδέα της φυλακισμένης γυναίκας στην Αρχαία Ελλάδα. Αν και πολλές φιλολογικές πηγές προβάλλουν την αντίληψη ότι η Αθηναία γυναίκα ήταν λίγο παραπάνω από τους δούλους, οι έρευνες έχουν δείξει ότι ως έργα αντρών (όπως είναι σχεδόν όλες οι γραπτές αρχαίες πηγές) παρουσιάζουν μάλλον την αντρική άποψη και όχι απαραίτητα την αλήθεια.
Το να δημιουργούμε θεωρίες για τη ζωή της αρχαίας εποχής, στηριγμένοι μόνο σε φιλολογικές πηγές, λέει η Katz, μοιάζει σαν οι μελλοντικοί ιστορικοί να προσπαθούσαν να περιγράψουν τη ζωή της σημερινής νοικοκυράς με βάση την εικόνα που δίνουν τα διάφορα πορνοπεριοδικά ή οι κωμωδίες, κι αυτό δεν θα ήταν σωστό.
Το βιβλίο "The Cambridge Illustrated History of Ancient Greece" (Κεφ. 5 - Γυναίκα, Παιδιά και Άντρες), εξηγεί ότι η [αρχαία ελληνική] πόλη συχνά χαρακτηρίζεται σαν μια "αντρική λέσχη", επειδή οι γυναίκες δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα (...) Αυτή όμως η εικόνα δεν είναι εντελώς ακριβής. Αρχικά οι άντρες που είχαν το δικαίωμα του πολίτη ήταν μια ελάχιστη μειοψηφία του πληθυσμού σε όλες τις πόλεις-κράτη, περιλαμβανομένης της διασημότερης, της Αθήνας. (...) Κατά δεύτερο λόγο υπήρχαν άλλες περιοχές της αστικής και κοινωνικής ζωής στην αρχαία πόλη, πέρα από την πολιτική, όπου οι γυναίκες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο.
Τέτοιες ήταν, για παράδειγμα, η θρησκευτική και η οικονομική σφαίρα, όπως και οι διάφορες λειτουργίες της κοινωνίας στα πλαίσια των δήμων. Τελικά, η κοινωνική ιδέα που ήθελε τους άντρες στα κοινά και τις γυναίκες στο ιδιωτικό βασίλειο, δεν ήταν παρά ένα "ιδεώδες" που προβάλλεται μεν στη λογοτεχνία, όμως ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά. Η ιδέα της φυλακισμένης στο γυναικωνίτη Αθηναίας, λέει η Katz, καλλιεργήθηκε το 19ο και το 18ο αιώνα μ.Χ., στην προσπάθεια ν' αντιμετωπιστεί η θέση της γυναίκας στην κοινωνία εκείνης της εποχής, κι η συγγραφέας προειδοποιεί για τον κίνδυνο που υπάρχει όταν κάποιος ψάχνει τις πηγές ελπίζοντας να βρει επιχειρήματα για να υποστηρίξει τις πολιτικές του θεωρίες.
Τέτοιες ήταν, για παράδειγμα, η θρησκευτική και η οικονομική σφαίρα, όπως και οι διάφορες λειτουργίες της κοινωνίας στα πλαίσια των δήμων. Τελικά, η κοινωνική ιδέα που ήθελε τους άντρες στα κοινά και τις γυναίκες στο ιδιωτικό βασίλειο, δεν ήταν παρά ένα "ιδεώδες" που προβάλλεται μεν στη λογοτεχνία, όμως ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά. Η ιδέα της φυλακισμένης στο γυναικωνίτη Αθηναίας, λέει η Katz, καλλιεργήθηκε το 19ο και το 18ο αιώνα μ.Χ., στην προσπάθεια ν' αντιμετωπιστεί η θέση της γυναίκας στην κοινωνία εκείνης της εποχής, κι η συγγραφέας προειδοποιεί για τον κίνδυνο που υπάρχει όταν κάποιος ψάχνει τις πηγές ελπίζοντας να βρει επιχειρήματα για να υποστηρίξει τις πολιτικές του θεωρίες.
Ανάλογες απόψεις υποστηρίζει και ο D. Harvey [2] υπογραμμίζοντας ότι η απομόνωση των γυναικών αφορούσε μόνο την πολύ υψηλή τάξη, ενώ η ζωή των γυναικών που ζούσαν στην πόλη ήταν διαφορετική από εκείνες που ζούσαν στο ύπαιθρο. Επιπλέον σημειώνει πόσο έχει παραγνωριστεί ο ρόλος των γυναικών στην αρχαία θρησκεία και προτρέπει τους ιστορικούς να αποφεύγουν την άγνοια που δημιουργείται από προκατειλημμένες πηγές.
Ο R. Garland [3], ένας άλλος ερευνητής, σημειώνει πως αντίθετα από την επικρατούσα μέχρι πρόσφατα θεωρία, ότι οι γυναίκες ζούσαν φυλακισμένες και δυστυχείς, δεν υπάρχει καμιά αρχαία απόδειξη ότι δυσανασχετούσαν για τη ζωή τους. Αναρίθμητες παραστάσεις με σκηνές τοκετού, γυναίκες με τα παιδιά τους και γυναίκες που θρηνούν στον τάφο του παιδιού τους, μαρτυρούν ότι οι Ελληνίδες αγαπούσαν πολύ τα παιδιά τους και ήταν περήφανες για το ρόλο τους ως σύζυγοι και μητέρες.
Μια άλλη ερευνήτρια, η S. Cole [4], υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να παραθεωρείται η συμβολή της γυναίκας στα κοινά αφού, φροντίζοντας εκείνη για το σπίτι, άφηνε στον άντρα της το περιθώριο να ασχολείται με τα πολιτικά πράγματα. Χωρίς η ίδια να έχει πολιτικά δικαιώματα, λέει η συγγραφέας, η Αθηναία μπορούσε να επηρεάζει τη δημοκρατία έμμεσα. Εξάλλου η δύναμη που ασκούσαν οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας διαφαίνεται και από τους ρόλους που έχουν στις κλασικές κωμωδίες και τραγωδίες των Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Αισχύλου, Σοφοκλή κ.λπ.
Υποστήριξαν, λοιπόν, πως οι γυναίκες ήταν θαμμένες στους γυναικωνίτες, όμως χιλιάδες ανάγλυφες παραστάσεις τις παρουσιάζουν δραστήριες, περιποιημένες και καλλιεργημένες, να συμμετέχουν και να απολαμβάνουν πλάι στους άντρες το βιοτικό επίπεδο που πρόσφερε η εποχή τους. Κάνουν λόγο για γυναίκες αμόρφωτες και ικανές μόνο για παιδοποιία, όμως βρίσκουμε γυναίκες μουσικούς, ποιήτριες, αγρότισσες, βιοτέχνες και εμπόρους.
Για τις περισσότερες γυναίκες, όπως και για τους περισσότερους άντρες, ωστόσο, δεν ήταν δυνατό να ζει κανείς χωρίς να εργάζεται^ εκείνες λοιπόν που έμεναν στην ύπαιθρο συμμετείχαν στις αγροτικές εργασίες κι εκείνες που ζούσαν στην πόλη ασχολούντο με το μικρεμπόριο ή διατηρούσαν καταστήματα με τους συζύγους τους. Αν και το ιδανικό για εκείνη την κοινωνία απαιτούσε από τον άντρα να εργάζεται στους αγρούς, στην αγορά και στις δημόσιες υποθέσεις, ενώ η γυναίκα ύφαινε το μαλλί, έψηνε το ψωμί και φρόντιζε για το σπίτι, όμως τα καθήκοντα αυτά της άφηναν αρκετό ελεύθερο χρόνο.
Έτσι, οι περισσότερες γυναίκες συμμετείχαν στο εργατικό δυναμικό, όπως φαίνεται από πολυάριθμες επιγραφικές πηγές. Πολλά αντικείμενα κατασκευάζονταν σε οικιακά εργαστήρια για εμπορικούς σκοπούς και υπήρχαν γυναίκες που διατηρούσαν πανδοχεία ή έκαναν αγροτικές εργασίες κοντά στους άντρες τους. Επίσης δεν είναι ακριβής ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες δεν ήταν πρέπον να επισκέπτονται την Αγορά ούτε καν για τα ψώνια, που κανονικά τα έκαναν οι δούλοι. Ο Αριστοτέλης παραδέχεται πως ήταν αδύνατο να εμποδίσει κανείς "τις γυναίκες των φτωχών" να πηγαίνουν στην αγορά. Αλλά ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες; Σύμφωνα με υπολογισμούς των ειδικών επιστημόνων [5], μόνο 4 στους 100 Αθηναίους ήταν ευκατάστατοι και από αυτούς μόνο 1 στους 100 ήταν αληθινά πλούσιος.
Με άλλα λόγια "οι γυναίκες των φτωχών" αποτελούσαν την πλειοψηφία και συνεπώς δεν είναι άξιο απορίας ότι πολλές γυναίκες εργάζονταν μέσα και γύρω από την Αγορά, ασχολούμενες με το μικρεμπόριο τροφίμων ή αντικειμένων όπως αρώματα και κοσμήματα, διατηρούσαν ταβέρνες ή ύφαιναν μάλλινα. Επίσης είναι βεβαιωμένο ότι διατηρούσαν φιλίες μεταξύ τους και αντάλλασσαν επισκέψεις.
Αλλά και οι γυναίκες των πλουσίων οικογενειών είχαν καθήκον να επιβλέπουν και να κατευθύνουν τους δούλους και να φροντίζουν για τη σωστή τακτοποίηση των αγαθών και των πραγμάτων του σπιτιού. Όπως λέει ο Ισχόμαχος στο Σωκράτη στο έργο του Ξενοφώντα "Οικονομικός", σωστή γυναίκα είναι εκείνη που μπορεί να διευθύνει σωστά κάθε τι μέσα στο σπίτι της σαν συνεργάτης του άντρα της. "Ο πλούτος έρχεται στο σπίτι με τον κόπο του άντρα, οικονομείται δε σωστά με τη φροντίδα της γυναίκας", συμπεραίνει.
Και βέβαια υπήρχαν οι γυναίκες που υπηρετούσαν ως ιέρειες στους ναούς των διαφόρων θεών της αρχαιότητας. Ένας αριθμός τέτοιων ιερειών μνημονεύεται σε δημόσια έγγραφα, ενώ γίνεται λόγος για γυναίκες που επιλέγονταν στην Αθήνα από τις κοινωνικές τους ομάδες για να υπηρετήσουν ως επικεφαλής και υπεύθυνες ("άρχουσαι") στα Θεσμοφόρια, μαζί με τις ιέρειες της συγκεκριμένης λατρείας.
Μια επιδείνωση της κατάστασης παρουσιάστηκε στη ρωμαϊκή εποχή, όπου η γυναίκα έπρεπε να είναι σε πλήρη υποταγή στην εξουσία πρώτα του πατέρα ή του αδελφού και ύστερα του άντρα της, δεν είχε τη νομική ικανότητα να υπογράφει συμβόλαια ή διαθήκες ή να καταθέτει ως μάρτυρας στο δικαστήριο και να ασκεί δημόσιο λειτούργημα, γρήγορα όμως η κατάσταση βελτιώθηκε, η Ρωμαία οικοδέσποινα ήταν σεβαστή, και η ρωμαϊκή ιστορία παρουσιάζει πλήθος γυναικείων ονομάτων που διακρίθηκαν για την ευφυΐα τους αλλά και την ανάμιξή τους σε πολιτικές ραδιουργίες.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι αλλιώς έχουν τα πράγματα και όχι όπως κατάφεραν να μας επιβάλλουν οι διάφοροι "ενδιαφερόμενοι". Πολλές εξηγήσεις δίνονται για την επικράτηση της πλαστής εικόνας για τη θέση των γυναικών στην αρχαιότητα, κυριότερες από τις οποίες είναι αφενός μεν η προκατάληψη εναντίον του γυναικείου φύλου από τον κλήρο, στα χρόνια του μεσαίωνα, και αφετέρου η σκοπιμότητα των υποστηρικτών του γυναικείου κινήματος, που τους εξυπηρετούσε η εικόνα της καταπιεσμένης γυναίκας. -www.tyxikos.gr
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. "Ideology and the Status of Women in Ancient Greece" History and Theory 3 no. 4 (1992)70-97.
2. "Women in Ancient Greece" History Today 31(1984)45-47.
3. "Mother and Child in the Ancient World" History Today 26(1986)40-46.
4. "Women and Politics in Democratic Athens" History Today 11(1994)32-37.
5. "The Cambridge Illustrated History of Ancient Greece", ed. Paul Cartledge (Cambridge University Press, 1998). pp. 100-138.
ΗΑ ΘΗΝΑΙΑ
Η ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ
Τα παιδικά χρόνια ενός κοριτσιού δεν ήταν στερημένα από χαρά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής η μάνα ή μια τροφός το κουνούσαν σ' ένα κρεμαστό καλάθι ή το κρατούσαν στα χέρια και το λίκνιζαν τραγουδώντας του νανουρίσματα. Το παιδί τρεφόταν με χυλό στον οποίο έβαζαν μέλι για να γλυκάνει και το φύλαγαν από το κακό μάτι με πολλά φυλαχτά. Όλα θα πήγαιναν καλά αν δεν το τρόμαζαν συνεχώς με κάθε λογής ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα, που παραφύλαγαν γύρω από το κρεβάτι του. Το κοριτσάκι δεν καταλάβαινε για τι λογής τέρατα γινόταν λόγος, παρ' όλα αυτά όμως ο φόβος τρύπωνε στην ψυχή του. Όταν το κοριτσάκι άρχιζε να περπατάει, τα σύνορα του κόσμου του πλάταιναν αισθητά. Είχε έναν κηπάκο όπου μπορούσε να παίζει, είχε παιχνίδια και κατοικίδια ζώα.
Στο κηπάκι υπήρχε αρκετός χώρος για να τρέχει με το στεφανάκι του ή να παίζει τόπι με τα αδελφάκια του, τα οποία ως τα επτά χρόνια μεγάλωναν μαζί με τα κοριτσάκια. Εκτός από τα σκυλιά και τις γάτες είχε κι ένα γερανό εξημερωμένο. Μπορούσε να πηγαίνει στο τραπέζι των μεγάλων όταν πρόσφεραν τα επιδόρπια και συχνά έπαιρνε το πρόγευμα στην εσωτερική αυλίτσα, μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του.
Μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να παίζει διάφορα μουσικά όργανα.
Δεν υπήρχε καμιά καθορισμένη μέθοδος αγωγής των κοριτσιών .η μάνα τούς μετέδιδε τις γνώσεις της, αυτές βέβαια που είχε. Ο Ευριπίδης υποστήριζε ότι η γυναίκα δεν γίνεται πιο καλή αν ξέρει πολλά. Το κορίτσι μάθαινε να πλέκει, να υφαίνει, να κεντάει, να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, να μπορεί να τα κάνει όλα με τα χέρια του. .έπειτα του έδειχναν πώς να κρατάει γερά από τα ηνία τις δούλες και πώς διευθύνεται το νοικοκυριό.
Κι η αγωγή του σταματούσε εδώ. Να βλέπει όσο το δυνατό λιγότερα, να ακούει όσο το δυνατό λιγότερα και να θέτει όσο το δυνατό λιγότερες ερωτήσεις. Έτσι εννοούσε ο Ξενοφώντας την ιδανική αγωγή των κοριτσιών. Αποστολή της γυναίκας ήταν "να έχει τη φροντίδα του σπιτιού και να ακούει τον άντρα της". Στα γραπτά των ποιητών και των φιλοσόφων βρίσκονται πολυάριθμες επιβεβαιώσεις αυτής της αντίληψης.
Τα νέα κορίτσια έβγαιναν στην πόλη συνοδευόμενα πάντοτε από τους γονείς ή από άλλα ηλικιωμένα πρόσωπα, αλλά και τότε μόνο για να πάρουν μέρος στις μεγάλες θρησκευτικές τελετές, σε μια κηδεία ή να μεταβούν στο ναό. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούσε να τα δει το μάτι ξένου άντρα. Σε μια κωμωδία του Αριστοφάνη κάποια σύζυγος λέει: όταν ρώτησα τον άντρα τι αποφάσισε η εκκλησία του δήμου (η συνέλευση του λαού) αυτός μου απάντησε: "τι σε ενδιαφέρει; κλείσε το στόμα σου, και πρόσθεσε: σώπασα.
Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα βρισκόταν σε κατάσταση κατωτερότητας, πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν τη σέβονταν και προπαντός ότι δεν σεβόταν η ίδια τον εαυτό της. Ο άντρας μπορούσε να της επιτρέψει ή να της απαγορεύσει να μιλήσει για την πολιτική στη διάρκεια του φαγητού, αλλά είναι αναμφίβολο πως αυτή επεδίωκε να φέρει τη συζήτηση στα πολιτικά.
Οι γυναίκες δεν πλένονταν σε δημόσιους χώρους, παρά μόνο κατά την διάρκεια θρησκευτικών γιορτών, όπως τα Ελευσίνια μυστήρια |
Γάμος
Σ' όλα τα ελληνικά κράτη ο γάμος κατοχυρωνόταν με νόμο. Η γυναίκα ήταν πολίτισσα και σαν τέτοια προστατευόταν από την ασπίδα των νόμων της πόλης- κράτους. Ένας πολίτης επιτρεπόταν να νυμφευθεί μονάχα με μια πολίτισσα και μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου του κληρονομούσαν το όνομα και την περιουσία. Η μονογαμία αποτελούσε θεμελιακή αρχή του γάμου στους Έλληνες. Απαγορευόταν στους Αθηναίους να νυμφευθούν με μια ξένη.
Στη Σπάρτη όσους έμεναν ανύμφευτοι ως τα γεράματα δεν τους εκτιμούσαν όπως τους άλλους γέρους. Ένας νέος Λακεδαιμόνιος δεν παραχώρησε τη θέση του στο στρατηγό Δερκυλίδα λέγοντάς του: "γιατί και συ δεν έκανες αυτόν που θα παραχωρήσει τη θέση του σε μένα". Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους συζύγους διαφορά 12-14 χρόνων. Συνήθως η νύφη ήταν 12-16 χρόνων και ο γαμπρός 24-30. Τέτοιες διαφορές θεωρούνταν κανονικές.
ΟΜΗΡΙΚΗ ...ΛΙΣΤΑ ΓΑΜΟΥ
Χρυσόστομος Τσιρίδης
γαμπρός στον πατέρα της νύφης. Στον Όμηρο ο γαμπρός εξαγόραζε «πλήρωνε»
την νύφη. (Οι δύο Ομηρικές λέξεις «προικα» και «δώρα» πέρασαν ΑΥΤΟΥΣΙΕΣ στην σημερινή Ελληνική γλώσσα)
.
—Πήρε (η νύφη εννοείται ή σωστότερα η οικογένεια της νύφης) πλούσια, μεγάλη προίκα, καλοπαντρεύτηκε= μύρια, απειρέσια έδνα.
Όμως υπήρχε κι αυτή η περίπτωση (ΣΠΑΝΙΑ για τα ΤΟΤΕ ισχύοντα):
— Απροίκιστη (άεδνη ή ανάεδνη)= η κοπέλα που δεν παίρνει προίκα από τον… γαμπρό, αλλά αντίθετα (όπως γινόταν επί αιώνες αργότερα και μέχρι την πρόσφατη κατάργηση) προσφέρει η γυναίκα προίκα στον γαμπρό ( Και επί…. Ομήρου δηλαδή μπορούσε να συμβεί το ίδιο σε… εξαιρετικές περιπτώσεις)
.
—Προίκα με…. άρωμα πολιτικής: Γάμοι σκοπιμοτήτων και αμοιβαίων ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ θα λέγαμε σήμερα.
.
Ναι. Και οι γάμοι…. σύμπραξης συμφερόντων, πρωτοσυναντώνται στον Όμηρο.
.
Πολλούς αιώνες αργότερα θα επηρεάζουν την τύχη ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ και Γεωπολιτικών. Βέβαια η «προίκα» σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν ήταν…. λιόδεντρα, σεμεδάκια και…. πανωσέντονα, αλλά ολόκληρες ή μισές ήπειροι…!
.
Από όπου και το… σλόγκαν της εποχής:
«Άλλοι, ας κάνουν πολέμους… Εσύ ευτυχής (felix) ΑΥΣΤΡΙΑ… κάνε γάμους (nube)»
.—Η προίκα της… χήρας= Σύμφωνα με…. εγκυρότατη πηγή (θεά Αθηνά) υπήρχε πάντα ο φόβος, σε περίπτωση νέου γάμου της, η χήρα (χήρη), φεύγοντας για το νέο σπιτικό της, να «αδειάσει» το σπίτι του πρώην συζύγου της
.
Από τον Όμηρο λοιπόν και οι γνωστές σήμερα φράσεις:
.–Ποιος θα πληρώσει την νύφη= ποιος θα αναλάβει την ευθύνη, τα έξοδα, την ζημιά….!
–Και την κυρά μου, με τα λεφτά μου. («εγωιστική» επίδειξη ανδρικής αξιοσύνης)
.
ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ λίστα γαμήλιων δώρων βέβαια παραμένει αυτή των μνηστήρων στην Πηνελόπη. Πανάκριβα κοσμήματα, Λαμπερά Ρούχα Υψηλής Ραπτικής («εϋραφή σιγαλόεντα είματα»). 108 (!!!) μνηστήρες, σίγουρα θα μετατρέψανε το παλάτι του Οδυσσέα σε…. κοσμηματοπωλείο, με τα δώρα τους…!
.Ας δούμε ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ, «δουλειά» και πολύτιμες πρώτες ύλες (χρυσό, κεχριμπάρι…), που επιπλέον «λένε πολλά» για την…. «φτωχική» ΙΘΑΚΗ:
–αλυσίδα, περιδέραιο χρυσό, με χάντρες από κεχριμπάρι (ορμον πολυδαίδαλον χρύσεον) –σκουλαρίκια τρίπετρα… αστραφτερά ή σε σχήμα μούρου (έρματα τρίγληνα μορόεντα) –καδένα, κόσμημα εκπληκτικό (ίσθμιον περικαλλές άγαλμα).
–πέπλο (αμάνικο γυναικείο ένδυμα), στολισμένο με δώδεκα ολόχρυσες πόρπες=καρφίτσες… κοσμήματα (περικαλλέα πέπλον ποικίλον)
—Γεύομαι προικός= απολαμβάνω το δώρο, το χάρισμα (αρχική σημασία στον Όμηρο)
.
Στην πορεία όμως του χρόνου, με τις λέξεις να τρέχουν ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ με την ζωή (ΑΥΤΟ σημαίνει… γλώσσα, ΑΥΤΟ σημαίνει ΜΕΓΑΛΕΙΟ της γλώσσας). Έτσι λοιπόν σήμερα:
.
«Γεύομαι προικός»= Επωφελούμαι ή ξοδεύω την προίκα / τρώω τα… χαρισμένα, την προίκα /
και πιο…. στην συνέχεια: προίκα… φαγωμένη και προίκα… αφάγωτη.
.
Επιτροχάδην, μερικά ακόμη πληροφοριακά σχετικά με τον Ομηρικό γάμο:
.
—-Στον Όμηρο «Πεθερός» και «γαμπρός» βρίσκονται ψηλά στην ΣΥΓΓΕΝΙΚΗ ιεραρχία.
—«Ομηρικοί….Πεθεροί»…. υπάρχουν. Όχι όμως και…… «πεθερές»
Αντίθετα:
— Υπαρχει η λέξη «χήρη» για την…. χήρα, όχι όμως λέξη «χήρος» για τον… χήρο.
.Συμπέθερος: Αυτούσια λέξη, όπως λ.χ «πεθερός», δεν έχει ο Όμηρος. Υπάρχει η λέξη «εεδνωτής ή εδνωτής»= ο «προικιστής» δηλαδή, που κατ’ επέκταση σημαίνει και τον «συμπέθερο».
«Ζωντοχήρες»…. δεν αναφέρονται στον Όμηρο.
.
(Αναλυτικότερα και τί ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ αποκαλύπτουν τα ως άνω…. σε επόμενο σημείωμα)
.Ιδιαίτερη βέβαια αξία με πολύ συναίσθημα έχει και το γαμήλιο δώρο της Ελένης στον Τηλέμαχο, για την μέλουσα γυναίκα του. Από τα λίγα συμπαθητικά που γράφει ο Όμηρος για την Ελένη.
—Δέξου κι από μένα, Τηλέμαχε, γιε του Οδυσσέα, αυτήν την….μπόλια.
Δώσ’ την να την φυλάξει η Πηνελόπη, η μάνα σου.
Κι όταν έρθει εκείνη, του γάμου σου η «ώρα η καλή»,
χάρισέ την στην γυναίκα που θα διαλέξεις ταίρι σου.
Πες της ότι είναι το δώρο της Ελένης….! (ραψ. ο, 125..)
Σημείωση: Βλέπουμε πώς ο Όμηρος ΚΛΙΜΑΚΩΝΕΙ αισθητικά, μια φαινομενικά «τυπική» διαδικασία. Από την ψυχρή διαπραγμάτευση της Προίκας ή την υστερόβουλη επιδεικτική προσφορά (μνηστήρες), φτάνει στο «δώρο καρδιάς».
Συμπέρασμα: Ο γάμος είναι ένα σημανικό «ΔΡΩΜΕΝΟ» της Ομηρικής Κοινωνίας.
Η τελετή του γάμου περιλάμβανε τρεις ξεχωριστές φάσεις: στο σπίτι της νύφης, μετακίνηση, στο σπίτι του γαμπρού. Η πρώτη και πιο σημαντική τελετή ήταν ο αρραβώνας, στον οποίο η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Στην πράξη ο αρραβώνας περιοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου. Η προίκα καθοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου.
Η προίκα του κοριτσιού αποτελούνταν από χρήμα ρευστό, ρουχισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους, και έφτανε το λιγότερο στο ένα δέκατο της περιουσίας του πατέρα της νύφης. Κάποτε δινόταν σαν προίκα κι ένας κλήρος γης με τη μορφή πλασματικής ενοικίασης.
Οι Αθηναίοι την παντρεμένη χωρίς προίκα δεν τη θεωρούσαν εξασφαλισμένη. Γι' αυτό κάποτε η εκκλησία ή μερικοί πλούσιοι πολίτες προίκιζαν τα κορίτσια των ανδρών που πρόσφεραν υπηρεσίες στην πατρίδα.
Οι γάμοι γίνονταν τις μέρες που ήταν πανσέληνος και συνήθως το χειμώνα, το μήνα Γαμηλιώνα, που ήταν αφιερωμένος στη θεά Ήρα. Πριν από την τελετή και στα δύο σπίτια προσφέρονταν θυσίες στους εφέστιους θεούς. Οι πλούσιες οικογένειες θυσίαζαν μια δαμαλίδα στο βωμό της Αθηνάς ή της Άρτεμης. Αλλά η πιο ευπρόσδεκτη προσφορά στους θεούς ήταν ένας βόστρυχος. Την προσφορά αυτή την έκαναν στην Άρτεμη και τα πλούσια και τα φτωχά κορίτσια, ενώ οι γαμπροί πρόσφεραν βοστρύχους στον Απόλλωνα.
Σ' ένα αρχαίο ανάγλυφο παριστάνεται ο στολισμός μιας νύφης. Η νύφη καλύπτει το πρόσωπο με το πέπλο για να κρύψει τα δάκρυα. Μια δούλη τής πλένει τα πόδια και τα αλείφει με αρώματα. Το πιο χαρακτηριστικό νυφικό ένδυμα ήταν ο πέπλος.
Τέλος, όλα είναι έτοιμα. Ο γαμπρός, καλλωπισμένος και αρωματισμένος, με ένα στεφάνι στο κεφάλι, συντροφευμένος από το συνοδό, τους συγγενείς και φίλους, έρχεται στο σπίτι της νύφης, που οι πύλες του ήταν στολισμένες έγκαιρα με κλαδιά ελιάς και δάφνης.
Μπροστά σ' όλη την οικογένεια και στους μελλόνυμφους, ο πατέρας προσφέρει θυσία στην εστία, δηλώνει επίσημα ότι δίνει την κόρη του στο γαμπρό και ότι από δω και μπρος δεν ανήκει στην οικογένεια των γονιών της, δηλαδή δεν πρέπει να τηρεί τη λατρεία των προγόνων του σπιτιού. Από δω και μπρος θα προσφέρει αναθήματα και θυσίες στους προγόνους της οικογένειας του συζύγου.
Όλα είναι έτοιμα για το γαμήλιο δείπνο, μαζί και ο γαμήλιος πλακούντας, φτιαγμένος από σουσάμι και μέλι. Στο γάμο οι άντρες και οι γυναίκες έτρωγαν μαζί, αλλά οι γυναίκες δεν ξάπλωναν στα κρεβάτια, αλλά κάθονταν σε καθίσματα, στην απέναντι άκρη απ' αυτή που είχαν καταλάβει οι άντρες. Στις συζητήσεις όμως έπαιρνε μέρος όλος ο κόσμος.
Όταν σουρούπωνε, στη θύρα ακούονταν ήχοι αυλού. Καλυμμένη με έναν πέπλο, όπως και μέχρι τότε, η νύφη έβγαινε από το σπίτι για να ανεβεί στο αμάξι ανάμεσα στο γαμπρό και το συνοδό. Μπροστά από το αμάξι βάδιζαν οι αυλητές.
Οι φίλοι μαζεύονταν γύρω από το αμάξι και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια. Η μητέρα της νύφης βάδιζε πίσω από το αμάξι κρατώντας στο χέρι έναν πυρσό αναμμένο από την εστία του σπιτιού.
Οι περαστικοί χαιρετούσαν την πομπή, εύχονταν ευτυχία στους νεαρούς νεοπαντρεμένους ( η ύπανδρος και ο νυμφευθής) και τους πείραζαν. Σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής αντηχούσε ο ιερός ύμνος, ο υμέναιος. Κι έτσι η συνοδεία διέσχιζε τους δρόμους και τις συνοικίες, συνοδεύοντας τους νιόπαντρους, που πήγαιναν να συναντήσουν την ευτυχία που τους περίμενε.
Απεικονίζεται ως όμορφο νεαρό αγοράκι που επικαλείται στον γαμήλιο ύμνο των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά του προέρχεται από την λέξη ύμνος, ενώ η θεότητα προέκυψε από την προσωποποίηση του ύμνου. Παριστάνεται ως νεανίας. Είναι ψηλότερος και πιο σοβαρός από τον Έρωτα, ενώ στο χέρι του κρατάει ένα γαμήλιο δαυλό.
Στο κατώφλι του σπιτιού του γαμπρού, που ήταν επίσης στολισμένο με κλαδιά ελιάς και δάφνης, τη νεαρή σύζυγο τη δεχόταν η πεθερά. "δεν είχα τύχη να σου ανάψω τον πυρσό στο γάμο", λέγει μια μάνα που ο γιος της βρήκε το θάνατο πριν παντρευτεί (Ευριπίδης).
Το σπίτι του γαμπρού όχι μονάχα ανακαινιζόταν και επιπλωνόταν με καινούργια έπιπλα, αλλά συχνά χτίζονταν καινούργιες αίθουσες και κτίρια, η αγαπημένη του Δάφνη λέει στον βοσκό της: "να μου χτίσεις ένα νυφικό θάλαμο, να μου χτίσεις ένα σπίτι και μια στάνη για τα πρόβατα".
Στην πύλη τη σκεπασμένη με γιρλάντες λουλουδιών έβγαινε ένα παιδάκι που έφερνε ένα καλάθι με φρούτα και έψαλλε έναν ύμνο, που η επωδός του έλεγε: "πιο θαυμαστή θα είναι η καινούργια σου τύχη απ' την παλιά". Η νύφη έτρωγε ένα σύκο ή ένα κυδώνι- τα πιο γλυκά φρούτα -, σύμβολο της ήρεμης ευτυχίας την οποία θα χαιρόταν από δω και μπρος.
Μα η νύφη δεν θα μπει μόνη της στο καινούργιο της σπίτι. Γυρίζει προς τους συγγενείς της, που σπεύδουν να την περιτριγυρίσουν κάνοντας πως θέλουν να την υπερασπίσουν από το σύζυγο. Ο σύζυγος την αρπάζει και τη σηκώνει στα χέρια του να την πάει στο σπίτι, χωρίς να παίρνει υπόψη τα ξεφωνητά της. Φροντίζει τα πόδια της νύφης να μην αγγίζουν το κατώφλι, γιατί αυτό θα ήταν κακοσημαδιά.
Παντρεμένη
Πρώτη φροντίδα της νεαρής συζύγου στο καινούργιο της σπίτι είναι να κάνει ιερές σπονδές μπροστά στην εστία και τα εμβλήματα των προγόνων του συζύγου, που έγιναν τώρα και δικοί της πρόγονοι. Μια χορωδία κοριτσιών τραγουδάει ένα επιθαλάμιο, η τελετή τελειώνει. Τη δεύτερη μέρα το νεαρό ζευγάρι δέχεται τους φίλους. Κάποτε οι φίλοι τους κάνουν την τιμή να τους τραγουδήσουν εωθινό τραγούδι. Η μέρα αυτή λέγεται μέρα της αποκάλυψης. Τον πέπλο η νεαρή νιόπαντρη θα τον δωρίσει στην Ήρα, παρακαλώντας τη θεά να της χαρίσει ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.
Προίκα της νύμωης |
Το πρωί της δεύτερης μέρας ο σύζυγος θα προσκυνήσει πρώτα τους θεούς και μαζί με τη σύζυγό του θα τους προσφέρει θυσία, παρακαλώντας τους να της δώσουν τη θεία χάρη να μάθει όλα όσα χρειάζονται και να αποκτήσει χρήσιμες συνήθειες. Με τη σειρά της η σύζυγος υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να είναι επιμελής.
Αυτή πρέπει να συγκεντρώνει όλα τα προϊόντα και τις προμήθειες, να τα μοιράζει και να φυλάει με φροντίδα τα αποθέματα, για να μην τυχόν σπαταλιέται σ' ένα μήνα αυτό που έπρεπε να φτάσει για χρόνο ολόκληρο. Όταν θα φέρουν το μαλλί, αυτή πρέπει να δώσει να γνέσουν και να υφάνουν. Η ίδια πρέπει επίσης να προσέξει τα οπωρικά να ξεραθούν καλά και να γιατρευτούν οι δούλοι που τυχόν αρρώστησαν.
Oι εξηγήσεις του συζύγου είναι πολύ λεπτομερειακές. Της λέει πως οι προμήθειες πρέπει να διατηρούνται με τάξη, κάθε πράγμα στην κατάλληλη θέση, κι οι υπηρέτριες πρέπει να μάθουν πως όταν παίρνουν κάτι να το βάζουν στη θέση του.
Τα υποδήματα πρέπει να μπαίνουν στη σειρά, για να μπορεί να διαλέγει κανένας εύκολα το κατάλληλο ζευγάρι. Η ενδυμασία και το κρεβατοστρώσι πρέπει να κρατιούνται με τάξη, διπλωμένα με φροντίδα. Τα αγγεία ακόμα και τα δοχεία του φαγητού ούτε κι αυτά τα ξέχασε. Ο σύζυγος έχει τη γνώμη πως πρέπει να είναι τακτοποιημένα έτσι που να μπορεί κανείς να τα παίρνει εύκολα.
Τα ακριβά πράγματα -τάπητες και διάφορα κοσμήματα -τα φύλαγαν στον κοιτώνα, γιατί ήταν το πιο εξασφαλισμένο δωμάτιο του σπιτιού. Στους ξερούς χώρους διατηρούνται τα σιτηρά και το ψωμί, στους ψυχρούς το κρασί, ενώ τα φωτεινά δωμάτια προορίζονται για εργασία. Ύστερα από τις θεωρητικές οδηγίες ο σύζυγος περνάει στα πρακτικά μαθήματα και μαζί με τη σύζυγό του αρχίζει να χωρίζει τα πράγματα κατά κατηγορίες.
Καθορίζουν τον τόπο όπου θα κρατούν τα όπλα και τα εργαλεία για το λανάρισμα και το γνέσιμο του μαλλιού.
Τα εργαλεία αυτά τα ξέρει πολύ καλά η νεαρή σύζυγος, γιατί στο πατρικό της σπίτι έμαθε να γνέθει και να υφαίνει.
Χαιρετάει την ελαφριά καλαμένια ρόκα σαν παλιά της φίλη, γιατί με τη συντροφιά της πέρασε ώρες ολόκληρες, κρατώντας την στο αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί τύλιγε το στριμμένο γνέμα στο μετάλλινο αδράχτι.Να και ένα καλαθάκι με καλολαναρισμένο μαλλί, το οποίο όταν γνέθει το κρεμάει από το χέρι της κοντά στον αγκώνα. Ο αργαλειός τής είναι πολύ γνωστός. Ώρες ολόκληρες πηγαινοερχόταν μπροστά του, από τη μια άκρη ως την άλλη, γυρίζοντας τη σαΐτα, γιατί το στημόνι δεν ήταν τεντωμένο οριζόντια, μα κάθετα.
Τα τρόφιμα κι οι άλλες προμήθειες είναι κι αυτές σε δυο σωρούς: ο ένας αντιπροσωπεύει τη μηνιάτικη κατανάλωση, ο άλλος τα αποθέματα για τον υπόλοιπο χρόνο. Σύμφωνα με τη γνώμη του συζύγου έτσι φαίνεται καλύτερα ποιο από τα τρόφιμα πλησιάζει να τελειώσει.
Τέλος, οι σύζυγοι διαλέγουν μια αποθηκάριο, την πιο εγκρατή στο φαγητό, στο ποτό και στον ύπνο δούλα, την πιο υπάκουη και την πιο συγκρατημένη. Αυτές οι ιδιότητες είναι εξαιρετικά σημαντικές. Τώρα όλα είναι εντάξει. Η νεαρή σύζυγος αρχίζει την οικογενειακή ζωή.
Τη χαραυγή ξυπνάει τους δούλους και τους δίνει εργασία. Αυτή κρατάει τα κλειδιά από τις αποθήκες, γνέθει και υφαίνει. Πρέπει να είναι σεμνή και προκομμένη, υπόδειγμα για τις δούλες. Δεν θα 'ναι σπάταλη όπως ορισμένες γυναίκες, που σκορπούν τις προμήθειες με τέτοια επιπολαιότητα, που οι άντρες τους είναι αναγκασμένοι να τους πάρουν τα κλειδιά από τις αποθήκες. Ο άντρας δεν θα 'ναι ποτέ τραχύς μαζί της κι ούτε φιλάργυρος, έτσι που αυτή θα μείνει πάντα αφέντρα της αποθήκης.
Η ζωή της παντρεμένης Αθηναίας ήταν πολύ μονότονη. Από το σπίτι μπορούσε να βγει μονάχα με την άδεια του συζύγου, συνοδευόμενη από μια δούλα ή από έναν ηλικιωμένο συγγενή. Όμως κανένας δεν απαιτούσε τον περιορισμό των γυναικών που είχαν περάσει τα πενήντα. Φυσικά αυτά τα έθιμα δεν τα τηρούσαν με αυστηρότητα. Οι παντρεμένες γυναίκες πήγαιναν συχνά περίπατο και έκαναν επισκέψεις.
Στις εκδηλώσεις
Επίσης, οι γυναίκες ήταν παρούσες στις μεγάλες πομπές, στα μυστήρια, στους γάμους και στις κηδείες. Ένα μήνα μετά το γάμο, στις 11 του Ανθεστηρίωνα, η νεαρή σύζυγος προετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή των Ανθεστηρίων, γιορτή του ερχομού της άνοιξης, των πρώτων λουλουδιών και του καινούργιου κρασιού, που τώρα το είχαν για πώληση και έρχονταν στην Αθήνα να το αγοράσουν ξένοι και κάτοικοι των δήμων .τα ανθεστήρια κρατούσαν τρεις μέρες και κάθε μέρα είχε ένα ειδικό όνομα και μια πατροπαράδοτη εθιμοτυπία.
Την πρώτη μέρα, στα Πιθοίγια, δηλ. Στη μέρα "των πίθων", ξεσφράγιζαν τα τεράστια πήλινα αγγεία όπου φύλαγαν το κρασί, δοκίμαζαν την καινούργια σοδειά και οι αγοραστές γέμιζαν τα αγγεία τους. Για τους δούλους η μέρα αυτή είχε εντελώς ξεχωριστή σημασία, γιατί ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που είχαν το δικαίωμα να κάνουν και να πουν ό,τι ήθελαν. Φυσικά, κανένας δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως στο τέλος της γιορτής δεν θα είχαν συνέπειες γιατί είχαν ερμηνεύσει πολύ κυριολεκτικά τα δικαιώματα τους...
Σ' όλα τα σπίτια της Αθήνας η πρώτη μέρα άρχιζε με επίσημες θυσίες προς τιμήν των θεών, στις οποίες έπαιρνε μέρος ολόκληρη η οικογένεια και όλοι οι δούλοι του σπιτιού. Η πιο χαρούμενη μέρα ήταν η δεύτερη, οι χοές, δηλ. Η μέρα των φιαλών και των αγγείων. Το βράδυ, στο φως των πυρσών, μπροστά στις αιχμάλωτες του γυναικωνίτη, ξετυλιγόταν μια ασυνήθιστη εικόνα μιας επίσημης και παράξενης πομπής.
Αγγεία για χοές -Αθήνα 430 π.Χ, -Μουσ. Κοπεγχάγης |
Μετά τη συμβολική τελετή του γάμου με τον Διόνυσο, η σύζυγος του άρχοντα-βασιλιά έμενε όλη τη νύχτα στο ιερό, ενώ η συνοδεία πήγαινε στο θέατρο, όπου είχαν φέρει έγκαιρα πλήθος τραπέζια. Εδώ γινόταν το γεύμα των χοών, που περιέγραψε ο Αριστοφάνης στους "Αχαρνείς". Καθένας ερχόταν φέρνοντας φαγητό από το σπίτι του. Έτρωγαν κάτι μακρουλά ψωμάκια, αλειμμένα με μια καυτερή σάλτσα που προκαλούσε δίψα.
Αφού όλος ο κόσμος καθόταν στα τραπέζια άρχιζε μια παράξενη άμιλλα. Οι συνδαιτυμόνες σήκωναν τα κύπελλα (χοές) γεμάτα κρασί και στο σύνθημα μιας σάλπιγγας έπιναν χωρίς ανάσα! Οποίος τέλειωνε πρώτος ανακηρυσσόταν νικητής και έπαιρνε για έπαθλο ένα ασκί γεμάτο καινούργιο κρασί.
Από το θέατρο το πλήθος γύριζε τραγουδώντας με τη συνοδεία τυμπάνων κι όλη τη νύχτα στους θορυβώδεις δρόμους της πόλης κυκλοφορούσαν εύθυμες ομάδες κρατώντας πυρσούς.
Έπειτα απ' αυτή τη νύχτα ακολουθούσαν οι χύτροι, πένθιμη μέρα που περιέφεραν χύτρες με διάφορους σπόρους. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα των Ανθεστηρίων , την ημέρα αυτή κάθε Αθηναίος έβραζε στην ιερή πυρά συμβολικά φυτά για την τροφή των σκιών, που γύριζαν στη γη.
Στον περίβολο του Ληναίου υψώνονταν δεκατέσσερις βωμοί, όπου πρόσφεραν θυσίες 14 γυναίκες, διαλεγμένες από τις καλύτερες οικογένειες της πόλης, οι ίδιες που την παραμονή συνόδευσαν στο ναό τη σύζυγο του άρχοντα-βασιλιά, οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως πολυάριθμες χοές. Τα διακοσμητικά τους σχέδια παριστάνουν διάφορες σκηνές των Ανθεστηρίων, ανάμεσα στους εορταστές διακρίνονται πάντα μορφές παιδιών.
Αριστοφάνους Κωμωδίαι |
'Ηταν παλαιότατη νυκτερινή εορτή γι αυτό και ήταν υπό την ευθύνη του αρμοδίου για τα θρησκευτικά ζητήματα άρχοντα Βασιλιά ενώ για τα Διονύσια ο ἄρχων ἐπώνυμος.
Το κοινό των Ληναίων ήταν αποκλειστικά αθηναϊκό, ενώ των Διονυσίων ήταν πανελλήνιο, αφού τον Ελαφηβολιώνα ήταν πια ξανά εφικτή η ναυσιπλοΐα.
Οι χορηγοί των Διονυσίων ήταν υποχρεωτικά Αθηναίοι πολίτες, ενώ στα Λήναια χορηγοί μπορούσαν να ήταν και μέτοικοι. Στα Διονύσια παρουσιάζονταν 10 κύκλιοι χοροί ανδρών, 10 αγοριών, 3 τραγικές τετραλογίες και 5 κωμωδίες —τρεις σε κάποιες περιπτώσεις κατά τα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στα Λήναια παρουσιάζονταν 2 τραγικές διλογίες (δεν υπήρχε δηλαδή σατυρικό δράμα) και πέντε κωμωδίες.
Στα Λήναια, δηλαδή, κυριαρχούσε και ποσοτικά και ποιοτικά η κωμωδία. Οι σημαντικότεροι τραγικοί ποιητές δεν εμφανίζονταν συχνά.
Ως θρησκευτική γιορτή τα Λήναια ήταν πολύ αρχαιότερα των Διονυσίων. Οι θεατρικοί αγώνες όμως,τουλάχιστον οι αγώνες τραγωδίας, εισάγονται στα Λήναια μόλις τη δεκαετία του 440-430 π.Χ
Ο αγώνας τραγικών υποκριτών εισάγεται στα Διονύσια το 447 π.Χ., ενώ στα Λήναια τη δεκαετία 440-430.
Χώρος των εορτών θεωρείται σωστά απο τον Ησύχιο το ιερό του θεού στην Αγορά : ...ήταν ενας χώρος με έναν εκτεταμένο περίβολο και μεσα σ αυτόν γίνοταν θεατρικοί αγώνες προτού κτιστεί το θέατρο (του Διονύσσου)
Εξ αυτής της εορτής πήρε το όνομά του και ο μήνας Ληναιών, που διατηρήθηκε έτσι σε άλλες ιωνικές πόλεις.
Μετά τα μέσα του 4ου αι πΧ, ανετέθη στους επιστατες των Ελευσινιων μυστηρίων να βοηθούν στην διοργάνωση. Αυτο φαινεται απο το ότι στους θεατρικούς διαγωνισμούς , ο Δαδούχος κρατωντας εναν δαυλό, κραυγάζει προς το κοινό : «Κλείτε τον Θεόν»!
Το κοινό κραυγαζει με την σειρα του : «Σεμέλι΄ Ίακχε πλουτοδότα». Ο Ίακχος ειναι θεοτητα των κραυγών που λόγω του συνειρμου του ονόματος, ενσωματώθηκε στον Βάκχο .Απο την άλλη , ο Ελευσινιακής προέλευσης χαρακτηρισμός πλουτοδότης ειναι και επίθετο της Δήμητρας.
Κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων αρχικά παρουσιάζονταν μόνο κωμωδίες. Απ΄τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. υπάρχουν μαρτυρίες για διαγωνισμό ηθοποιών. Περίπου στα 432 π.Χ. όμως ξεκίνησε και επίσημος αγώνας τραγωδίας με την παρουσίαση δύο τραγωδιών από κάθε ποιητή. Χώρος των εορτών θεωρείται το ιερό του θεού στις Λίμνες, άλλες πηγές [1] όμως το τοποθετούν στην Αγορά. Ετυμολογικά η ονομασία των εορτών αποδίδεται είτε στις γυναίκες που ορμούν σα "Λήναι" (μαινάδες) είτε στη λέξη ληνός (πατητήρι).
Εξ αυτής της εορτής πήρε το όνομά του και ο μήνας Ληναιών, που διατηρήθηκε έτσι σε άλλες ιωνικές πόλεις.
Τα Ανθεστήρια θεωρούνταν και γιορτή των παιδιών, συγκινητική και ποιητική συνάρτηση ιδεών , που συνδέουν τα παιδιά με τη χαρά της αναγέννησης της φύσης, ύστερα από το ψύχος του χειμώνα: τα παιδιά και τα πρώτα μπουμπούκια των λουλουδιών γιόρταζαν μαζί.
Οι μικροί Αθηναίοι, φορτωμένοι άνθη, κατέθεταν στεφάνια στο βωμό του Ευρυσάκη, γιου του Αίαντα, σε ανάμνηση της παραμονής του στην Αθήνα. Έκαναν περίπατο στους δρόμους μαζί με τους γονείς τους πάνω σε άρματα στολισμένα με πρασινάδα και λουλούδια και έπαιρναν μέρος στο τραπέζι που γινόταν το βράδυ των "χοών", ακόμη και η ηλικία των παιδιών υπολογιζόταν με βάση τον αριθμό των χοών στις οποίες είχαν πάρει μέρος.
Αλλά να που έσβηναν οι τελευταίοι αντίλαλοι των Ανθεστηρίων. Οι τοίχοι του γυναικωνίτη έκλειναν ξανά γύρω από τη νεαρή γυναίκα, ορίζοντας ολόκληρο τον κόσμο της. Σ' αυτό τον κόσμο υπήρχαν παιδιά, η εργασία στο νοικοκυριό, λίγη μουσική, καθώς και οι δούλες, οι οποίες από την άποψη της διανοητικής ανάπτυξης δεν διέφεραν πάρα πολύ απ' αυτή. Μα θα ήταν εξαιρετικά ευχάριστο να πλατύνει τα σύνορα αυτού του κλειστού κύκλου, και γι' αυτό η νεαρή κυρά κοίταζε συνεχώς το δρόμο, από το παράθυρο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μείνει αθέατη.
Στο σπίτι
Πέρα από το παράθυρο βρισκόταν ένας άλλος κόσμος, σχεδόν απρόσιτος στη γυναίκα. Το σύνορο αυτού του κόσμου το αποτελούσε η θύρα, που φυλαγόταν από ένα θυρωρό. Στα χτυπήματα του μικρού μεταλλικού ρόπτρου, που ήταν κρεμασμένο στην εξώθυρα, απαντούσε πρώτα με τα γαβγίσματά του το σκυλί από την αυλή. Έπειτα έβγαινε ο θυρωρός, ο οποίος άφηνε ή όχι τον επισκέπτη να μπει στην αυλή. Η αυλή αυτή, που στη μέση της υψωνόταν ο βωμός του Ερκείου Δία, προστάτη της εστίας, ήταν το κέντρο του σπιτιού.
Γυναικωνίτης |
Ο γυναικωνίτης ήταν τόσο απρόσιτος που κάποτε συνέβαιναν κωμικοτραγικά περιστατικά, σαν αυτό που διηγείται ο Δημοσθένης. ...« Μια φορά στο σπίτι ενός Αθηναίου, που είχε φύγει σε ταξίδι, τρύπωσαν ληστές.
Οι γείτονες άκουσαν τα ξεφωνητά των γυναικών και είδαν πως γινόταν αρπαγή. Άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια, αλλά κανένας δεν τόλμησε να μπει στο γυναικωνίτη, αν και έβλεπαν πως οι ληστές έβγαζαν τα πράγματα από το σπίτι....»
Οικιακός εξοπλισμός
Όταν έκανε κρύο, στο σπίτι δεν ήταν πολύ ευχάριστα, γιατί, εκτός από ένα μαγκάλι με κάρβουνα, τα δωμάτια δεν είχαν άλλο μέσον θέρμανσης. Μονάχα στο μαγειρείο υπήρχε εστία. Από τα κάρβουνα που σιγόκαιγαν μέσα στη στάχτη της εστίας έπαιρναν φωτιά όταν νύχτωνε και έπρεπε να ανάψει το λυχνάρι. Κάποτε, αντί λυχνάρι χρησιμοποιούσαν μια χούφτα δαδιά. Άλλοτε για λυχνάρι μεταχειρίζονταν ένα μετάλλινο κουτί ή ένα πήλινο αγγείο, γεμάτο από στουπί αλειμμένο με μια ρητινώδη ουσία. Αυτό το τοποθετούσαν στο μέσο ενός πιο μεγάλου αγγείου από πηλό, όπου έπεφτε το αναμμένο φιτίλι και κυλούσε το λιωμένο ρετσίνι. Το λυχνάρι κάπνιζε και πριτσάλιζε, γεμίζοντας καπνιά τους τοίχους και την οροφή. Η αλήθεια είναι πως η ζημιά δεν ήταν μεγάλη.
Για πολύ καιρό στην Αθήνα οι τοίχοι ασπρίζονταν μόνο με ασβέστη. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε ο πρώτος Αθηναίος που στόλισε τους τοίχους με ζωγραφιές. Γι' αυτό το σκοπό έκλεισε στο σπίτι το ζωγράφο Αγάθαρχο και δεν τον άφησε να βγει πριν τελειώσει τη δουλειά του. Γενικά, όμως, για τα δωμάτια προτιμούσαν λυχνάρια με λάδι. Αυτά τα έφτιαχναν με μέταλλο ή με πηλό και είχαν δυο τρύπες. Η μια για να βάζουν το λάδι, η άλλη για να βγαίνει το φιτίλι. Πρέπει να πούμε πως σ' αυτά τα λυχνάρια έδιναν τις πιο ποικίλες μορφές.
Σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν δυο πατώματα. Κάποτε το δεύτερο πάτωμα νοικιαζόταν και τότε στα πάνω δωμάτια ανέβαιναν απευθείας από το δρόμο με μια εξωτερική κλίμακα. Στα πιο μέτρια σπίτια η σκάλα ήταν εσωτερική και στο ισόγειο βρίσκονταν οι αποθήκες και συχνά και ο γυναικωνίτης.
Η πλειοψηφία των ιδιωτικών σπιτιών της Αθήνας ανήκε, βέβαια, στην κατηγορία των μέτριων σπιτιών, ή καλύτερα ήταν ένα είδος καλύβας αποτελούμενης από δυο μικροσκοπικά καλυβάκια το ένα επάνω στο άλλο, που έβλεπαν απευθείας στο δρόμο.
Οι στέγες τις περισσότερες φορές ήταν ίσιες, τα δωμάτια του ισογείου δεν είχαν παράθυρα, το φως της αυλής έμπαινε από τη θύρα.
Τα δωμάτια του επάνω πατώματος όμως είχαν παράθυρα, κι από εδώ άρεσε στις γυναίκες να παρακολουθούν την κίνηση του δρόμου.Τα σπίτια δεν είχαν ξύλινες θύρες, εκτός από εκείνη που έβγαζε στο δρόμο και τη θύρα του δωματίου όπου φύλαγαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Στα άλλα δωμάτια μπροστά στις θύρες υπήρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα.
Τα σπίτια των ευκατάστατων ανθρώπων ήταν επιπλωμένα αρκετά πλούσια. Ας αρχίσουμε από τα καθίσματα.
Υπήρχαν καθίσματα με ερεισίνωτο ή χωρίς ερεισίνωτο, καθώς και ο θρόνος, δηλαδή ένα κάθισμα με υψηλό ερεισίνωτο.(ειδικό στήριγμα πλάτης ή ποδιών)
Στο θρόνο καθόταν ο οικοδεσπότης. Ήταν τόσο ψηλός, που για να μπορέσεις να καθίσεις σ' αυτόν έπρεπε να πατήσεις σ' ένα ειδικό καθισματάκι. Πάνω στα καθίσματα ήταν στρωμένα μαξιλάρια σκεπασμένα χαλάκια και στις πλάτες ήταν ριγμένα καινούργια καλύμματα.
Τα κομψά κρεβάτια Κλίνες είχαν πόδια σταυρωτά, όπως και τα καθίσματα.
Υπήρχαν κι άλλα είδη, με ίσια πόδια και με μικρό ερεισίνωτο στην άκρη και στη μια πλευρά, όπως στα μοντέρνα ντιβάνια.
Τα απλά κρεβάτια, που λέγονταν κράββατοι, αποτελούνταν από ένα ξύλινο πλαίσιο με κοντά πόδια, από τα οποία δένονταν σταυρωτά μερικές ταινίες δερμάτινες. Σ' αυτό το δίχτυ των ταινιών τοποθετούσαν ένα σελτέ ( Το ύφασμα σελτέ τοποθετείται μεταξύ σεντονιού και στρώματος και προστατεύει το στρώμα από νυχτερινά ''ατυχήματα'' μικρών παιδιών και ηλικιωμένων.) γεμάτο μαλλί, ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι.
Για σκεπάσματα χρησιμοποιούσαν κουβέρτες, δέρματα προβάτων και γούνες, ανάλογα με τον καιρό. Το κρεβάτι ήταν το κύριο έπιπλο των αρχαίων Ελλήνων, γιατί διάβαζαν, έγραφαν και σκέφτονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους.
Τα τραπέζια τα χρησιμοποιούσαν μόνο για φαγητό. Ήταν πολύ χαμηλά, για την ακρίβεια δεν ξεπερνούσαν το ύψος των κρεβατιών, γιατί, όπως είπαμε, οι Έλληνες έτρωγαν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι.
Πολύ πιο γερές ήταν οι καλάθες, που δεν έλειπαν από τα σπίτια των Αθηναίων, οι οποίες αντικαθιστούσαν τις ντουλάπες. Οι καλάθες ήταν τόσο μεγάλες, που καθεμιά τους μπορούσε να χωρέσει δύο ανθρώπους.
Οι καλάθες έκλειναν με κάτι βαριές κλειδαριές και συχνά ήταν στολισμένες με κεντίδια, εγκόλλητα, γεωμετρικά σχήματα κ.ά. Στο σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα αγγεία. Αυτά είχαν διάφορες μορφές και διαστάσεις και πολλές φορές ήταν ωραία.
Το πιο μεγάλο αγγείο -ο πίθος -ήταν μια μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ή ίσιο. Στους πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σύκα, τρόφιμα αλατισμένα. Για μακρόχρονη διατήρηση το κρασί και το λάδι το έβαζαν σε αμφορείς, κάτι αγγεία με δύο χερούλια και μακρύ λαιμό.
Τα στόμια των αμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το αγγείο στο οποίο αναμίγνυαν στο τραπέζι το κρασί με νερό ονομαζόταν κρατήρας. Ο κρατήρας είχε σχήμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δυο χερούλια.
Το σερβίτσιο του κρασιού συμπληρωνόταν με τις οινοχόες, αγγεία με ένα χερούλι κι ένα στόμιο απ' όπου χυνόταν το ποτό, και τον σκύφο, ένα είδος κυπέλλου ή κανάτας με ψηλό χερούλι.
Εξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεία που χρησιμοποιούνταν για το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι και τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ήταν ένα κέρατο πελεκημένο και γλυμμένο στη μυτερή του άκρη, που είχε μορφή κεφαλής ζώου, συνήθως κριαριού. Εδώ, στο κεφάλι, υπήρχε μια τρύπα για να χύνεται το υγρό, που έκλεινε με ένα μικρό καπάκι.
Τα δοχεία του φαγητού των Ελλήνων μας είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν η χύτρα, ένα δοχείο με πόδια ή χωρίς πόδια, αλλά με κυκλικό πυθμένα, για να μπορεί να κάθεται σε τρίποδα. Στη χύτρα έβραζαν κρέας και λαχανικά. Για τα ψάρια υπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεία. Το ψωμί και τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Μια σκάρα, μαχαίρια και πιρούνια συμπλήρωναν τα εξαρτήματα του μαγειρείου.
Όλα τα δοχεία των Αθηναίων κατά την αρχαιότητα ήταν φτιαγμένα από κόκκινο ή κιτρινωπό, πηλό που τον προμηθεύονταν από τα κεραμουργεία των προαστίων της πόλης. Στο κόκκινο βάθος του αγγείου ζωγράφιζαν ωραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεία αναφέρονται για πρώτη φορά στον Αριστοφάνη. Προηγουμένως από γυαλί κατασκεύαζαν μόνο κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια.
Ο χρόνος μετριόταν με το ρολόι: το γνώμονα, ένα ηλιακό ρολόι, εγκατεστημένο στον κήπο του σπιτιού, και την κλεψύδρα, ένα ρολόι με νερό, με το οποίο μετριόταν ο χρόνος ανάλογα με την ποσότητα του νερού που έτρεχε ομοιόμορφα σ' ένα δοχείο. Ορισμένα σχέδια σε αρχαία ελληνικά αγγεία παριστάνουν σκηνές από τη ζωή και τις ασχολίες των γυναικών. Τα σχέδια αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με το θέμα τους: οικιακές ασχολίες, καλλωπισμός των γυναικών και διασκεδάσεις τους στην αποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη.
Ενδυμασία
Η γυναικεία ενδυμασία εκείνης της εποχής δεν έθετε ζητήματα κοπτικής αλλά απαιτούσε μεγάλη ευχέρεια στην τέχνη του στολισμού. Τα γυναικεία ενδύματα, όπως και τα αντρικά, χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στην ελαφρά εσωτερική ενδυμασία και σ' ένα φόρεμα πιο χοντρό, τον πέπλο, που φοριόταν από πάνω. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον αντρικό, ήταν απλό, μακρύ πουκάμισο, που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι.
Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στο θώρακα ή στους γοφούς. Κάποτε ο χιτώνας είχε σχιστά μανίκια. Οι άκρες του πιάνονταν με μια πόρπη από το δεξιό ώμο ή τις έδεναν φιόγκο πάνω στο στήθος. Στις παρυφές ο χιτώνας ήταν στολισμένος με μια ταινία άλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου.
Στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν μόνο χιτώνα αλλά όταν έβγαιναν στο δρόμο φορούσαν από πάνω έναν πέπλο, δηλαδή ένα κομμάτι ύφασμα πλατύ περίπου 1,5 μέτρο και μακρύ 3-4 μέτρα, με το οποίο οι Ελληνίδες καλύπτονταν επιδέξια, αφήνοντάς το να πέφτει σε πτυχές. Κάποτε, όταν δεν φορούσαν βέλο, άφηναν ελεύθερη μιαν άκρη του πέπλου και κάλυπταν μ' αυτήν το κεφάλι.
Την ενδυμασία των γυναικών την έφτιαχναν από μάλλινο ύφασμα, πανί και λινάρι και ένα ύφασμα από άγνωστο υλικό, πολύ λεπτό και διάφανο, όπως η μουσελίνα. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν: κίτρινο, κόκκινο, ερυθρό, πράσινο ανοιχτό, πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ανοιχτό και λευκό. Τους άρεσαν υφάσματα με σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα και κεντήματα. Μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για τα κεντητά πέπλα αν κοιτάξουμε τα σχέδια των αγγείων ή αν διαβάσουμε στον Αισχύλο την περιγραφή της ενδυμασίας του Ορέστη.
Στο δρόμο οι γυναίκες σπάνια φορούσαν στο κεφάλι τους καλύμματα, αλλά όταν έβγαιναν έξω από την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή κορυφή. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια, υποδήματα λευκά ή κίτρινα και ένα είδος ψηλά άρβυλα. Όταν έβγαιναν στο δρόμο έπαιρναν μια ομπρέλα (σκιάδιο) και ένα ριπίδι από φτερά παγονιού ή ένα πιο ελαφρύ από ξύλο, με μορφή λωτού.
Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδή ή μακριά σκουλαρίκια, χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αυτά τα φορούσαν στο πάνω μέρος του βραχίονα), δαχτυλίδια και κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στην κλείδωση του χεριού.
Ο καθρέφτης ήταν ένα αντικείμενο που δεν έλειπε από τη ζωή της γυναίκας. Οι καθρέφτες γίνονταν από καλοδουλεμένο μέταλλο κι είχαν ένα χερούλι λιγότερο ή περισσότερο στολισμένο. Όταν οι εταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες τους στην Αφροδίτη για την προστασία και τη μέριμνα που τους είχε η θεά.
Καλλωπισμός
Οι Ελληνίδες είχαν μακριά και πυκνά μαλλιά. Τα έπλεκαν και τα έκαναν βοστρύχους και πλεξούδες, τα έπιαναν με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Στις ελεύθερες γυναίκες το κοντό μαλλί ήταν σημάδι πένθους ή αναγνώριση γηρατειών. Οι δούλες είχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά.
Οι Ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμα για να ασπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναίκες είχαν ολόκληρο εργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και αρωματικές ουσίες, δοχεία με κρέμες.
Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν μολύβια ή ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ή με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο.
Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Οι γυναίκες έβαζαν πολλά μυρωδικά, όπως άλλωστε και οι άντρες, πράγμα που φαίνεται από τις πικρές μομφές του Σωκράτη.
Διασκεδάσεις
Η μουσική κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας. Οι θωπευτικοί τόνοι της λύρας και τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου αντηχούσαν συχνά στα διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οι .Έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση.
Οι Έλληνες προτιμούσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Για τις διάφορες κλίμακες υπήρχαν ειδικές ονομασίες. Οι νότες της φωνητικής μουσικής και της ενόργανης μουσικής ήταν επίσης διαφορετικές. Η αρμονία ήταν ξένη προς την ελληνική μουσική. Παρ' όλο που οι Έλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιούσαν μονάχα την κλίμακα που την ονόμαζαν αντιφώνηση. Συνήθως τραγουδούσαν σε μια φωνή.
Μια άλλη διασκέδαση των γυναικών ήταν τα οικιακά ζώα και τα πουλερικά. Είχαν σκυλιά και γάτες παιχνιδιάρικες, που τους άρεσε να παίζουν με τις κλωστές από ένα ατέλειωτο κέντημα, κοκόρια και κότες, χήνες, κάργες αυθάδικες, που ήξεραν να σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες και να κρατούν μια μικροσκοπική ασπίδα, γερανούς, πέρδικες και άλλα εξημερωμένα πουλιά, που τις εικόνες τους μπορεί να τις δει κανείς στα σχέδια των αγγείων.
Μια εποχή έγιναν της μόδας οι πίθηκοι της Αιγύπτου, αλλά πιθήκους μπορούσε να δει κανείς πιο σπάνια και δεν ήταν εύκολο να τους προμηθευτεί.
Μα θα ήταν μεγάλο λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλες οι Αθηναίες περνούσαν τον καιρό τους μπροστά στον καθρέφτη ή χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Η τέχνη του 5ου-4ου αιώνα παρουσίασε ιδιαίτερα τη ζωή της εύπορης γυναίκας. Υπήρχε όμως και μια άλλη ζωή γυναίκας, που συνήθως οι καλλιτέχνες αγνοούσαν.
Η σκληρή, η πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων άπορων οικογενειών δεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους και τους ποιητές του ισχυρού ναυτικού κράτους. Η αθηναϊκή τέχνη εμπνέεται από τις πτυχώσεις των κομψών ενδυμάτων κι όχι από τους χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτώνες που αποτελούσαν την αμοιβή του καθημερινού μόχθου. Η ζήτηση γεννάει την προσφορά. Εκείνοι που πλήρωναν τα αγάλματα και τα αγγεία δεν θα έδιναν χρήματα για τόσο αποκρουστικές εικόνες, ενώ οι λίγοι οβολοί των φτωχών δεν προορίζονταν για την αγορά αντικειμένων πολυτελείας. Συχνά δεν έφταναν ούτε για το καθημερινό ψωμί.
Οι φτωχές
Παρ' όλα αυτά στις εμπνευσμένες ομιλίες των θεών και των ηρώων αντηχούσε και η γεμάτη φροντίδες ζωή του Αθηναϊκού δήμου.
Η γυναίκα του λαού, η γυναίκα του μόχθου, η κουρασμένη, η πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιών, ενώ στις κωμωδίες του Αριστοφάνη κλαίει μπροστά σ' όλους τη μαύρη της τύχη.
Στις φτωχές οικογένειες η γυναίκα δουλεύει δίπλα στον άντρα. Σε μια επιγραφή γίνεται λόγος για τη γυναίκα ενός χρυσοχόου που βοηθάει τον άντρα της να φτιάχνει περικεφαλαίες για τις παρελάσεις και να τις επιχρυσώσει.
Η ανάγκη υποχρεώνει την Αθηναία να κάνει ακόμα και δουλειές δούλας, να εργαστεί σαν τροφός.
Με τον τελευταίο οβολό η φτωχή γυναίκα αγοράζει λίγο αλεύρι ή δανείζεται από το γείτονα για να 'χει με τι να κάνει χυλό σε μια πήλινη γαβάθα, να ψήσει κουλούρια και να τα πάει στην αγορά να τα πουλήσει. Τα μέλη της οικογένειάς της τα τρέφει με "ξηρά φύλλα ραδικιού", με "ρίζες ραδικιού" και άλλα φαγώσιμα φυτά. Από τότε που θα φέξει η μέρα κι ως τη δύση του ήλιου θα την δεις να γυρνάει εδώ και 'κει σαν τη σαΐτα στον αργαλειό.
Δεν έχει καιρό να τεμπελιάζει στο γυναικωνίτη, άλλωστε για ποιο γυναικωνίτη μπορεί να γίνεται λόγος στο άθλιο καλύβι της, το κολλημένο στο Βράχο ή το σκαμμένο σ' αυτόν σαν φωλιά θηρίου. Δεν έχει δούλες για να κάνουν όλες τις δουλειές του νοικοκυριού. Κι αν ακόμα έχει (0ι δούλοι είναι τόσο φτηνοί!), αυτοί πεινούν μαζί μ' ολόκληρη την οικογένεια ή βγάζουν το ψωμί τους όπως μπορούν. Τα παιδιά της δεν πηγαίνουν περίπατο με τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά στη γη, συνοδευόμενα από έναν παιδαγωγό. Παίζουν κι ανακατεύουν τη σκόνη των δρομίσκων της Αθήνας. Μόλις μάθουν να διαβάζουν, πιάνουν δουλειά.
Αν είναι χωριάτισσα κουράζεται ακόμα πιο πολύ. Πολύ πριν ξημερώσει ετοιμάζει φαγητό για τον άντρα και τα παιδιά, έπειτα Βγάζει τα Βόδια από το στάβλο και τα ποτίζει. Μαζεύει χόρτο για τα πρόβατα, τα κουρεύει, γνέθει και υφαίνει, ράβει τα ρούχα όλης της οικογένειας, περιποιείται το λαχανόκηπο, φέρνει νερό, αρμέγει τις γίδες, πλένει τα ρούχα στο ρέμα, φορτώνεται συχνά και κουβαλάει μακριά τα Βαριά δέματα με τα άπλυτα ρούχα.
Κάθε χρόνο Βοηθάει τον άντρα να πετάει τις πέτρες από το μικρό της κλήρο. Και κάθε χρόνο, όταν λιώνουν τα χιόνια, οι χείμαρροι κατεβάζουν απ' τα Βουνά άλλες πέτρες. Αυτών των γυναικών, είτε ζουν στην πόλη είτε στο χωριό, η μέρα δεν τους φαίνεται ποτέ μεγάλη. Αντίθετα, δεν τα καταφέρνουν να τελειώσουν, πριν νυχτώσει, όλες τις δουλειές τους.
Μονότονα κυλούσε η ζωή μονάχα της εύπορης γυναίκας. Η υποδεέστερη όμως θέση της και η υπακοή που όφειλε στο σύζυγο δεν την εμπόδιζαν να του Βάζει συχνά τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Είναι γνωστή η διαβεβαίωση του Θεμιστοκλή ότι ο μικρότερος γιος του είχε τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους Έλληνες, γιατί "επικεφαλής των Ελλήνων Βρίσκονται οι Αθηναίοι, επικεφαλής των Αθηναίων είναι αυτός, αυτόν τον διευθύνει η γυναίκα του και τη γυναίκα του ο γιος του!".
Διαζύγια
Το διαζύγιο, το σχεδόν άγνωστο στην ομηρική εποχή, έγινε την κλασική εποχή τόσο συχνό, που οι Έλληνες ρήτορες θεωρούσαν την προίκα σαν απόλυτα αναγκαίο μέτρο για τη σταθερότητα της συζυγικής ζωής. Κι αυτό γιατί σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος όχι μονάχα να επιστρέψει στον πατέρα ή τον κηδεμόνα της γυναίκας του την προίκα που είχε πάρει, αλλά να προσθέσει κι ένα συμπλήρωμα 18%, πράγμα που δεν ήταν εύκολο στον καθένα. Εκτός όμως απ' αυτή την υλική ζημιά, η ελληνική νομοθεσία δεν έβαζε κανενός άλλου είδους εμπόδια για το διαζύγιο.
Υπήρχαν δύο ειδών διαζύγια, η αποπομπή, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση του συζύγου, και η απόλειψις, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση της συζύγου.
Η πρώτη περίπτωση δεν παρουσίαζε καμιά απολύτως δυσκολία... Αν ο σύζυγος ήθελε να χωρίσει τη σύζυγο, την έστελνε στους συγγενείς της, (με επαυξημένη την προίκα της βέβαια) αφού κρατούσε τα παιδιά. Κανένας δεν ρωτούσε γιατί το έκανε. Οι αιτίες μπορεί να ήταν οι πιο διαφορετικές. Αλλά υπήρχε μια αιτία, η οποία οδηγούσε αναπόφευκτα στο διαζύγιο: αν δεν είχε παιδιά, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να χωρίσει τη γυναίκα. Στους Έλληνες ο γάμος θεωρούνταν ιερός θεσμός, καθιερωμένος από τους προγόνους. Τα παιδιά ήταν οι συνεχιστές των παραδόσεων του γένους και της οικογένειας.
Όταν πέθαινε ο πατέρας, τα παιδιά έπρεπε να συνεχίσουν τη λατρεία των προγόνων και να τιμούν τον τάφο του πατέρα τους. Οι Έλληνες θεωρούσαν τη συζυγική ζωή σαν μια ανάγκη, στην οποία οι αμοιβαίες προτιμήσεις των νέων δεν είχαν καμιά σημασία, πολύ περισσότερο που βλέπονταν, συνήθως, για πρώτη φορά την ώρα του γάμου. Γάμος σήμαινε θεμελίωση οικογένειας και γέννηση παιδιών κάτι το οποίο θεωρείτο η βάση της αρχαιοελληνικής κοινωνίας σε αυτό βασιζόταν ο στρατός ο πλούτος και η δύναμη μιας πόλεως ,για αυτό η μνημόνευση των προγόνων του οίκου ήταν τόσο σημαντική αλλά και για να μπορεί ο πατέρας να παρουσιάσει στη φατρία και στο δήμο του, παιδιά πολλά και ωραία, το ιδανικό της οικογενειακής ευτυχίας,συνεπώς την δύναμη της πόλης.
Την τελευταία ημέρα των θεσμοφορίων γίνονταν διαγωνισμοί για την εκλογή των ωραιότερων παιδιών. Και οι μάνες των βλασταριών που αναγνωρίζονταν σαν τα πιο ωραία, γύριζαν τη μέρα αυτή στο σπίτι περήφανες κι ευτυχισμένες.
Ένας άντρας άκληρος, συνεπώς ένας άντρας που είχε τη δυσμένεια των θεών, θεωρούνταν μισός πολίτης και πολυάριθμα αξιώματα, όπως π.χ. του άρχοντα και του στρατηγού, του ήταν απρόσιτα. Τις περισσότερες φορές οι άκληρες οικογένειες υιοθετούσαν τα παιδιά άλλων. Το υιοθετημένο παιδί δεχόταν τη λατρεία των προγόνων των καινούργιων του γονιών και ξέκοβε ολοκληρωτικά από την πραγματική του οικογένεια. Επίσης, υπήρχε η συνήθεια της αγοράς παιδιών,φυσικά για μια καλύτερη ζωή του.
Το διαζύγιο με αίτηση της γυναίκας ήταν δύσκολο. Η γυναίκα έπρεπε να παρουσιαστεί προσωπικά στον άρχοντα και να του παρουσιάσει αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει το δίκαιο του αιτήματος της. Επειδή η Αθηναία θεωρούνταν « υποδεέστερη » γιατί ήταν εξαρτημένη, κι αυτή η απλή τυπική πράξη συναντούσε μεγάλες δυσκολίες.
Η κατάσταση αυτή φαίνεται θαυμάσια από την περιγραφή της απόπειρας διαζυγίου της γυναίκας του Αλκιβιάδη, που μας άφησε ο Πλούταρχος.
Ο Πλούταρχος θεωρεί εξαντλημένο το πρόβλημα και ασχολείται με τα σκυλιά του Αλκιβιάδη. Αν πάρουμε υπόψη μας ότι η Ιππαρέτη έδωσε στον Αλκιβιάδη δέκα τάλαντα προίκα και ότι ο Αλκιβιάδης περίμενε άλλη τόση κληρονομιά μετά το θάνατο του πεθερού του, του Ιππόνικου, η ασυνήθιστη προσήλωσή του στους συζυγικούς δεσμούς γίνεται ευκολονόητη.
Ο άντρας όμως δεν ήταν δεμένος με τίποτα εκτός από την προίκα. Μπορούσε μάλιστα να παντρέψει τη γυναίκα του με άλλον, χωρίς καν να ζητήσει τη συμφωνία της, όπως έκανε κι ένας πολίτης τόσο ενάρετος όπως ο Περικλής, πράγμα που δεν έβλαψε στο ελάχιστο τη φήμη του.
Εταίρες
Εντελώς διαφορετικά ζούσαν οι εταίρες. Σε διάκριση από τις άλλες γυναίκες, αυτές είχαν γνώσεις της λογοτεχνίας και δεν τους ήταν ξένη η τέχνη. Όχι, βέβαια, όλες. Οι εταίρες που δεν ήξεραν να παίζουν μουσικά όργανα ή τουλάχιστον να τραγουδούν και δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους καλεσμένους με τις γνώσεις τους και με το λεπτό τους πνεύμα, είχαν ένα εύγλωττο παρατσούκλι: τις έλεγαν "πεζές δαμάλες", όπως λέγαν τους οπλίτες πεζούς, γιατί βάδιζαν βήμα χωρίς μουσική, και σε διάκριση από το ιππικό, που συνοδευόταν πάντα από μουσικούς. Αυτή η κατηγορία των εταίρων ήταν πολυάριθμη, μα η ανάμνηση τους δεν κράτησε πολύ καιρό.
Η θέση των καλλιεργημένων και μορφωμένων εταίρων ήταν τελείως διαφορετική. Στα σπίτια τους μαζεύονταν πλήθος οι νέοι. Τις θαύμαζαν, έστηναν γι' αυτές χρυσά αγάλματα, οι ποιητές τις εγκωμίαζαν στα έργα τους. Πολλές έγιναν διάσημες για την εξυπνάδα και το πνεύμα τους, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές επιγραμμάτων που γράφτηκαν από εταίρες. Σύζυγος, εταίρα ή δούλη, να οι τρεις δρόμοι που επεφύλασσε η τύχη σε μια γυναίκα στην Αθήνα.
Γηρατειά
Και σε όποιον απ' αυτούς την οδηγούσε η μοίρα, γρηγορότερα ή αργότερα την έβρισκε η αρρώστια ή τα γηρατειά. Στη θύρα του σπιτιού συγγενείς ή φίλοι θα σκαλώσουν δυο κλάδους: έναν ελιάς για να φυλάει την άρρωστη απ' τα κακά πνεύματα και έναν δάφνης για να της εξασφαλίζει την ευμένεια του Απόλλωνα.
Θα κληθεί κι ο γιατρός, αλλά όχι αμέσως. Πρώτα θα ζητηθεί η βοήθεια ενός από τους πολυάριθμους ονειροεξηγητές και θα του διηγηθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια τα όνειρα της άρρωστης. Αν ονειρεύτηκε πως τελείωσε την ύφανση ενός ιματίου για τον άντρα της κι όταν σηκώθηκε από τον αργαλειό τον έσπρωξε προς τον τοίχο, τα προμηνύματα είναι άσχημα. Μπορεί η αρρώστια να 'χει μοιραίο τέλος, γιατί η ζωή της γυναίκας είναι αδιανόητη χωρίς αργαλειό" ακόμα και στον τάφο της βάζουν ένα αδράχτι.
Με την επίδραση μεγάλης αμοιβής ο ερμηνευτής θα γλυκάνει ίσως την προφητεία, προλέγοντας μονάχα βαριά αρρώστια. Αν όμως η αμοιβή τού φανεί ανεπαρκής, θα δηλώσει ανοιχτά ότι το όνειρο αυτό σημαίνει θάνατο και ότι οι συγγενείς δεν πρέπει να λυπηθούν, γιατί την ίδια τύχη είχαν κι η Ανδρομάχη κι η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα, αν και ήταν πιο ωραίες και πιο νέες από την άρρωστη.
Μπορεί να δοκιμάσει να εξουδετερώσει τις ολέθριες συνέπειες του ονείρου, διηγώντας το όταν φανούν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τότε, όπως ισχυρίζονταν οι γέροι, και το πιο κακό όνειρο χάνει τη δύναμή του. Αλλά το καλύτερο απ' όλα είναι να απευθυνθεί κανείς κατευθείαν στο θεό θεραπευτή, στον Ασκληπιό, και στις δυο θυγατέρες του, την υγεία και την πανάκεια, οι οποίες, αν θέλουν, μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια. Οι ιερείς του ναού του Ασκληπιού της Επιδαύρου (πόλης της Πελοποννήσου) είχαν τοποθετήσει μπροστά στο ιερό μια μεγάλη επιγραφή, όπου απαριθμούνταν όλα τα θαύματα που είχε κάνει ο θεραπευτής θεός, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Έλληνες. Σύμφωνα με τη γνώμη των ιερέων, ακόμα και οι πιο φανατισμένοι σκεπτικιστές έπρεπε να πειστούν για τη θαυματουργή δύναμη του Ασκληπιού. Για παράδειγμα, μια Αθηναία που την έλεγαν αμβροσία, τυφλώθηκε απ' το ένα μάτι κι ήρθε στο ναό, ζητώντας θεραπεία, αλλά δεν έδειξε στο ιερό τον πρεπούμενο σεβασμό.
Οι άρρωστοι ξαπλώνονταν σ' ένα ειδικό διαμέρισμα του ναού και η θεραπεία γινόταν πάντα στη διάρκεια του "ιερού ύπνου". Μα επειδή ύστερα από κάθε θαύμα έπρεπε να φέρουν στο θεό ένα μεγάλο ανάθημα, μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να θεραπευθούν στο ναό του Ασκληπιού. Κι αν ακόμα οι ιερείς έκαναν ορισμένα "θαύματα" για να προσελκύσουν τους πιστούς, στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν ξαπλωθούν οι άρρωστοι στο ναό, τους περιποιούνταν σύμφωνα μ' όλους τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, που την κατείχαν πολύ καλά. Χρησιμοποιούσαν τη δίαιτα κι ένα αυστηρό σύστημα ύπνου, περιπάτους και εντριβές, για να θεραπεύουν τα πρηξίματα, τα έλκη και τις ασθένειες του στομαχιού. Τα "θαύματα" χρησιμοποιούνταν λοιπόν σαν δολώματα, γιατί κάθε θεραπεία έπρεπε να πληρωθεί και αν κάποιος προσπαθούσε να γελάσει το θεό στο πρόσωπο του εκπροσώπου του, τιμωριόταν χωρίς αργοπορία. Οι ιερείς φρόντιζαν αυτό να το ξέρει όλος ο κόσμος.
Αν τα οικονομικά δεν επέτρεπαν στην άρρωστη να θεραπευθεί από τον Ασκληπιό, την πήγαιναν να τη δουν οι γιατροί. Στην Ελλάδα υπήρχαν κάμποσες ιατρικές σχολές, απ' τις οποίες η πιο γνωστή ήταν αυτή που άνοιξε στη νήσο Κω "ο πατέρας της ιατρικής", ο Ιπποκράτης. Αν οι μαθητές του επιθυμούσαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στη θεραπεία των ασθενών, έπρεπε να δώσουν έναν ειδικό όρκο, που τον είχε συντάξει προσωπικά ο Ιπποκράτης.
Παρ' όλα αυτά, κάθε άλλο παρά όλοι οι ιδιώτες γιατροί, που ήταν πολυάριθμοι στην Αθήνα, ακολουθούσαν τη συμβουλή του Ιπποκράτη, να θεραπεύουν τους ασθενείς χωρίς να απαιτούν μεγάλη αμοιβή. Η πλειοψηφία προτιμούσε να μετατρέψει την τέχνη σ' ένα προσοδοφόρο επάγγελμα.
Υπήρχαν και πολλοί τσαρλατάνοι που παρίσταναν το γιατρό. Εναντίον τους πάλεψε επίμονα, αλλά σχεδόν μάταια, ο μεγάλος Ιπποκράτης, ο οποίος διακήρυττε ότι ο γιατρός πρέπει να απασχολείται με την υγεία του αρρώστου κι όχι με τα χρήματα. Οι τσαρλατάνοι αυτοί προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους ασθενείς φτιάχνοντας στις κατοικίες τους ειδικά "ιατρεία", προικισμένα με λουτήρες, με ασημένια εργαλεία, βεντούζες για να παίρνουν αίμα καθώς και διάφορες θεραπευτικές αλοιφές. Τα φάρμακα τα παρασκεύαζαν τότε οι ίδιοι οι γιατροί. Μερικοί απ' αυτούς πουλούσαν στην αγορά φάρμακα για όλες τις αρρώστιες. Δεν υπήρχε κανένας υγειονομικός έλεγχος για να παρακολουθεί την εργασία των γιατρών.
Υπήρχαν και γιατροί του κράτους, που η δράση τους εγκωμιαζόταν κάποτε με ειδικές αποφάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Αυτοί είχαν ιατρεία που δέχονταν τους αρρώστους και τους βοηθούσαν υγειονομικά. Το βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό αποτελούνταν εν μέρει από δούλους ειδικά εκπαιδευμένους. Κατά κανόνα οι βοηθοί αυτοί περιποιούνταν αποκλειστικά τους δούλους.
Ο γιατρός που κατάγεται από ελεύθερους ανθρώπους επισκέπτεται τους αρρώστους το πρωί και το βράδυ. Ο γιατρός αυτός παίρνει υπόψη του "τη γενική κατάσταση της ατμόσφαιρας και το ξεχωριστό κλίμα κάθε περιοχής, τις συνήθειες και τον τρόπο της ζωής της άρρωστης, το είδος των συνηθισμένων ασχολιών της, την ηλικία, την ομιλία, τις δεξιότητες, τις σκέψεις, τα όνειρα, την αϋπνία, το περιεχόμενο και το χρόνο που βλέπει τα όνειρα, τον τρόπο των χειρονομιών, τα δάκρυα, το τρεμούλιασμα", κι άλλα συμπτώματα της αρρώστιας. Αφού συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία, ο γιατρός της παραγγέλνει τι φάρμακο πρέπει να πάρει, το παρασκευάζει με το χέρι του και της το δίνει να το πιει.
Αν η άρρωστη γίνει καλά, τότε προσφέρει στο θεό γύψινο ομοίωμα των οργάνων, ή του μέλους του σώματος που είχε αρρωστήσει: ένα πόδι, ένα χέρι, ένα μάτι, ένα αυτί, μια μύτη κ.λπ.
Θάνατος
Αν η θεραπεία δεν βοήθησε και το μοιραίο τέλος έγινε αναπόφευκτο, τότε η μελλοθάνατη κόβει μερικούς βοστρύχους για να τους προσφέρει δώρο στον Απόλλωνα και την αδελφή του την Άρτεμη. Οι συγγενείς και φίλοι μαζεύονται λυπημένοι γύρω από το κρεβάτι για να ακούσουν και να φυλάξουν με φροντίδα τα τελευταία λόγια της. Την υποχρέωση αυτή αναλαμβάνει ο πιο στενός από αίμα συγγενής. Οι άλλοι θα χτυπήσουν δυνατά τα ορειχάλκινα αγγεία, που τα μετέτρεψαν για την ευκαιρία σε σήμαντρα, για να διώξουν τα κακά πνεύματα, που, όπως είναι γνωστό, δεν μπορούν να υποφέρουν τόσο βίαιους θορύβους.
Πίστευαν πως χάρη στη φοβερή φασαρία η ψυχή θα καταφέρει να ξεφύγει από την ακούραστη επαγρύπνηση των ερινυών και να φτάσει ανεμπόδιστη στα Ηλύσια πεδία, όπου θα αναπαυτεί ήσυχα. Οι Έλληνες πίστευαν ότι ο κόσμος των νεκρών, ο Άδης, χωρίζεται σε δύο μέρη εντελώς διαφορετικά: το δεξιό μέρος, που προορίζεται για τους αγαθούς ανθρώπους, που οι ψυχές τους ζούσαν εδώ ήσυχα κι ευτυχισμένα, και το αριστερό μέρος, τον τρομερό Τάρταρο, όπου βασανίζονταν οι ψυχές των άτιμων και εγκληματιών. Η κύρια αποστολή των ερινυών ήταν ακριβώς να πετάξουν τις ψυχές στον Τάρταρο.
Της νεκρής της κλείνανε τα μάτια και το στόμα για να 'χει όσο το δυνατό πιο κόσμια εμφάνιση και της κάλυπταν το πρόσωπο με ένα πανί. Αυτό το έκανε ο σύζυγος, ο αδελφός, η αδελφή ή ο γιος. Θλιβερή είναι η τύχη εκείνης που δεν έχει ένα φιλικό χέρι για να της προσφέρει την υπηρεσία αυτή.
Οι γυναίκες θα πλύνουν το σώμα με ζεστό νερό, θα το αλείψουν με αρωματικά έλαια, θα το ντύσουν και θα το καλύψουν μ' ένα σεντόνι λευκό. Στο μέτωπο θα βάλουν ένα στεφάνι από χρυσό ή από κερί. Το κρεβάτι του πόνου της μακαρίτισσας θα στολιστεί με πράσινα κλαδιά και με στεφάνια λουλουδιών, έπειτα θα το τοποθετήσουν σε ένα δωμάτιο που να βλέπει στην αυλή, με τα πόδια προς τη θύρα, σημάδι πως δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. Εδώ η νεκρή θα μείνει ένα μερόνυχτο και θα τη φυλάνε οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Οι φίλοι του σπιτιού θα 'ρθουν να δώσουν τον τελευταίο χαιρετισμό κι όταν φύγουν δεν θα ξεχάσουν να πλύνουν τα χέρια με τρεχούμενο νερό, γιατί μπαίνοντας σε ένα σπίτι που το επισκέφτηκε ο θάνατος έχουν μολυνθεί. Όλο τον καιρό που η νεκρή βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα πόδια προς τη θύρα, τα μαλλιά της θα είναι κρεμασμένα στην εξώθυρα σε ένδειξη πένθους.
Την άλλη μέρα πριν την ανατολή του ήλιου, που δεν πρέπει να δει αυτό το όχι καθαρό θέαμα, η νεκρική πομπή θα κατευθυνθεί προς το κοιμητήριο. Αν στο σπίτι επιτρεπόταν να μοιρολογήσεις και να κλάψεις, στο δρόμο, σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε τον καιρό του Σόλωνα, η τήρηση της ησυχίας ήταν υποχρεωτική. Πίσω από τη νεκρή, που είναι τοποθετημένη σε μια νεκροφόρα και σκεπασμένη με λευκά σεντόνια, βάδιζαν σιωπηλοί πρώτα οι άντρες, έπειτα οι γυναίκες, οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Μπορούσαν να πάρουν μέρος και άλλες ηλικιωμένες γυναίκες το λιγότερο 60 χρόνων. Όλοι οι συγγενείς σε ένδειξη πένθους φορούν ενδύματα κλειστού χρώματος και έχουν κοντά κομμένα τα μαλλιά τους.
Το πήλινο φέρετρο θα κατεβεί στο ξηρό χώμα, το φρυγμένο απ' τον ήλιο της αττικής. Για να μην υποφέρει η νεκρή από δίψα, κοντά στο φέρετρο θα τοποθετήσουν έναν αμφορέα με νερό. Θα αφήσουν επίσης διάφορα αγγεία και στο στόμα της θα βάλουν έναν οβολό, για να πληρώσει τον χάροντα, το βαρκάρη που θα την περάσει από το ποτάμι της Στυγός στον κόσμο των νεκρών. Θα της δώσουν ίσως και μια πίτα με μέλι για να ημερέψει τον άγριο κέρβερο, το τρικέφαλο σκυλί που φυλάει την είσοδο του Άδη.
Το μνήμα σκεπάστηκε με χώμα και στο κεφάλι της νεκρής τοποθετήθηκε μια στήλη, στην οποία είναι γραμμένο το όνομα της νεκρής και μια μονάχα λέξη "χαίρε!". Προφέροντας για τελευταία φορά το "αναπαύου εν ειρήνη", αυτοί που πήραν μέρος στη νεκρική συνοδεία θα χαιρετίσουν τη μακαρίτισσα. Θα σπεύσουν έπειτα να εξαγνιστούν από το μίασμα, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να 'ρθουν σε επαφή μ' άλλους ανθρώπους κι ούτε να πατήσουν σε ναό.
Η κατοικία της νεκρής θα πλυθεί επίσης με νερό και στην εστία θα ρίξουν κομματάκια θειάφι.
Οι μέρες του μήνα του πένθους περνούν γρήγορα.. Ύστερα από πολλούς αιώνες, οι αρχαιολόγοι, καθαρίζοντας προσεχτικά την ανώμαλη επιφάνεια, τη φαγωμένη απ τις βροχές και τους ανέμους, της επιτύμβιας στήλης, θα διαβάσουν το όνομα αυτής που βρήκε τελευταίο καταφύγιο στον τάφο αυτό. Θα βρουν εκεί τον αμφορέα και τα άλλα αγγεία, ορισμένα ίσως ανέπαφα, καθώς και τον οβολό που τον περιμένει μάταια ο Χάροντας.
Στην Αθήνα η μέρα αρχίζει όπως στη φύση, με την ανατολή του ήλιου. Στον Αθηναίο δεν άρεσε η τεμπελιά. Πλούσιος ή φτωχός, σηκωνόταν μόλις φώτιζε η μέρα. Αλλιώς ούτε ήταν δυνατό. Η ζωή της Αθήνας ήταν έτσι ρυθμισμένη, που εκείνος που θα επέτρεπε στον εαυτό του να τεμπελιάσει τις πρώτες ώρες της μέρας δεν θα έβρισκε κανέναν στο σπίτι.
Όταν ο Ιπποκράτης ήθελε να περάσει από τον Σωκράτη να τον πάρει για να κάνουν μαζί μια επίσκεψη στον Πρωταγόρα, που είχε έρθει στην Αθήνα, πήγε στον Σωκράτη πριν από την ανατολή του ήλιου, κι όπως λέει ο Πλάτωνας "έκανε μεγάλη φασαρία χτυπώντας τη θύρα με ένα ραβδί". Ο Σωκράτης κοιμόταν. Ο Ιπποκράτης τον σήκωσε απ' το κρεβάτι και επέμεινε να πάνε χωρίς καθυστέρηση. Αλλά ο φιλόσοφος του απάντησε: "Όχι, είναι πολύ νωρίς. Να πάμε όταν φέξει". Μόλις φάνηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Καλλία, όπου είχε καταλύσει ο Πρωταγόρας.
Όταν όμως έφτασαν εκεί, βρήκαν το σπίτι γεμάτο καλεσμένους. Ο Πρωταγόρας έκανε περίπατο στη στοά μαζί με τον Καλλία και τους ακολουθούσε μια ομάδα ξένων, που είχαν έρθει από άλλες πόλεις, ακολουθώντας τα ίχνη του Πρωταγόρα. Στην άλλη άκρη της στοάς ένας άλλος σοφιστής, ο Πρόδικος, ήταν ακόμα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με την κουβέρτα στο δωμάτιο, που είχε μετατραπεί σε κοιτώνα εξαιτίας των πολλών καλεσμένων, και συζητούσε κι αυτός για κάτι, αλλά ο Σωκράτης δεν κατάφερε να μάθει για ποιο πράγμα γινόταν λόγος γιατί ο Πρόδικος μιλούσε πάρα πολύ σιγανά. Έτσι, λοιπόν, ο Αθηναίος έκανε τις επισκέψεις του την αυγή. Η πρωινή προετοιμασία των Αθηναίων δεν ήταν και τόσο πολύπλοκη. 'Έπλεναν μονάχα το πρόσωπο και τα χέρια, έπειτα ντύνονταν και έβγαιναν.
Ενδυμασία
Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών.
Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες.
Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή.
Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια.
Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος.
Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους.
Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας.
Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι. Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.
Κόμη
Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς Βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, Βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.
Υποδήματα
Στα πόδια οι Έλληνες φορούσαν σανδάλια, που τα 'δεναν με δερμάτινους ιμάντες, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδημάτων, όπως μπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήματα τα κατασκεύαζαν από δέρμα λευκό, μαύρο ή ερυθρό και συχνά ήταν πολύ κομψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσμένος σε τραπέζι.
Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείμενο όπου εκδηλωνόταν η φαντασία των κομψών Αθηναίων. Μας είναι γνωστοί μερικοί τύποι υποδημάτων που συνδέονται με το όνομα ορισμένων προσώπων. ΟΙ Αθηναίοι είχαν να λένε για τα "υποδήματα του Αλκιβιάδη", και για τα "άρβυλα του Ιπποκράτη". Γενικά τα υποδήματα γίνονταν από δέρμα, αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίλημα, όπως τα καλύμματα της κεφαλής.
Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι. Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι.
Σχετικά με το στίλβωμα των υποδημάτων έφτασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ' αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο φίλος του περνάει οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να λουστρίζει μόνος του τα υποδήματά του, γιατί ένας δούλος δεν θα του τα λούστριζε ποτέ τόσο καλά.Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλητοι. Οι δρόμοι όμως είχαν τέτοιες βρωμιές, που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάγει κανένας τα πόδια του. Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτημα διάθεσης και συνήθειας. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα.
Η περιβολή των Αθηναίων συμπληρωνόταν με ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια με γλυφές χρησιμοποιούνταν και σαν κόσμημα και σαν σφραγίδα.
Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας, για να εκφραστούμε έτσι, που ολοκλήρωνε την εμφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το μυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόμο χωρίς ραβδί.
Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιμος να βγει. Δεν του έμενε παρά το πρόγευμα. Το φαγητό τού έτρωγε πολύ λίγο χρόνο. Μερικά κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φαγητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώματά του, η λαιμαργία δεν περιλαμβανόταν σ' αυτά.
Ύστερα απ' αυτό το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί θα μετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά, όπου πρώτα πρώτα θα κατευθυνθεί.
Συμπεριφορά
Οι Αθηναίοι ήταν πολύ απαιτητικοί στα ζητήματα της καλής συμπεριφοράς. Δεν τους άρεσαν οι νευρικοί ή οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπεροψία. Την έπαρση, το αλαζονικό περπάτημα, οι Αθηναίοι τα κατέκριναν. μα δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτημα. Δεν θεωρούνταν αξιοπρεπές για έναν άντρα να ρίχνει το βλέμμα του παντού, όπως δεν θεωρούνταν ωραίο να βαδίζει κανείς με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και με ύφος λυπημένο. Συνεπώς, είναι άπρεπο να βαδίζεις γρήγορα και να μιλάς δυνατά.
Κατά τον Αριστοτέλη, ένας που σέβεται τον εαυτό του κινείται ήσυχα, μιλάει σιγανά κι ήρεμα. Ο Θεόφραστος χαρακτηρίζει έτσι τον ανάγωγο.
Η αγορά
Ο Αθηναίος θα περάσει από τις κιονοστοιχίες που στολίζονται με τα αγάλματα των επιφανών ανδρών της πόλης και θα φτάσει μπροστά στην αγορά τροφίμων.
Στις ελληνικές πόλεις η αγορά δεν ήταν ένας τόπος αποκλειστικά για τους εμπόρους. Στην αγορά της Αθήνας Βρίσκονταν τα κύρια δημόσια καταστήματα: η Βουλή, τα δικαστήρια, οι ναοί, το αρχείο, καθώς και δενδροστοιχίες από πλατάνια και λεύκες.
Οι αγρότες της Αττικής πάνε στην αγορά πριν ξημερώσει σαλαγώντας γίδια και κατσίκια, ή κουβαλώντας σ' ένα ξύλο στηριγμένο στον ώμο λαγούς και τσίχλες με τις φτερούγες γυρισμένες προς το ράμφος.
Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων που ήταν γύρω από την πόλη, έστελναν τα προϊόντα τους για ανταλλαγή. Από τον Πειραιά και το Φάληρο έφταναν ψαράδες. στα καλάθια τους έφερναν τόνο, από τον Εύξεινο Πόντο χέλια, που τα αγαπούσαν πάρα πολύ οι Αθηναίοι, και μπαρμπούνια από το Αρχιπέλαγος.
Από τα μικρομάγαζα και τα μαγειρεία των πραματευτάδων σκορπάει στον καθαρό πρωινό αέρα το άρωμα των ώριμων φρούτων, η οσμή του θυμιάματος, η μυρωδιά από τα δέρματα, το τουρσί, την ώριμη μελιτζάνα, το πηγμένο αίμα, το κρασί, την πρασινάδα, κι απ' τις αρμάθες των ζεστών κουλουριών, που τραβούν τη ματιά των πεινασμένων αγοραστών.Ο θόρυβος σε ξεκουφαίνει. το πλήθος κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Αριστοφάνης μας παρουσιάζει μέσα σ' αυτό το πλήθος έναν αλλαντοπώλη που πουλάει ζεστά λουκάνικα με την τάβλα κρεμασμένη από το λαιμό και μερικούς "επόπτες" της αγοράς, τους ονομαζόμενους αγορανόμους, που παρακολουθούν αν τηρούν οι έμποροι τις διατάξεις του νόμου.
Αυτοί φροντίζουν τα ψωμιά να είναι όσο χρειάζεται μακριά και να μην καταβρέχουν οι έμποροι τα ψάρια με νερό.
Οι φτωχές γυναίκες ήρθαν με φύλλα για πίτες ή με στεφάνια από λουλούδια.
Στο μέρος πάλι που πουλούν τα οπωρικά και τα λαχανικά μπορεί να δει κανείς τη μάνα του Ευριπίδη, που, όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοφάνης, ήταν μια απλή λαχανοπώλισσα. Πουλούσε σουσάμι, κρεμμύδια, όσπρια και σύκα.
Η αγορά είναι τακτοποιημένη με ένα ορισμένο σχέδιο. Για κάθε λογής προϊόντα είχαν καθορίσει ειδικούς χώρους. Ο αγοραστής ξέρει πού ακριβώς θα βρει ψωμί και ψάρια, τυρί σε πλεχτά καλαθάκια, λαχανικά και λάδι, ξέρει πού θα βρει να συμφωνήσει μια χορεύτρια ή μάγειρα για ένα συμπόσιο.
Αν θέλει να συναντηθεί με τους φίλους του στην αγορά, θα τους πει με βεβαιότητα: "στο ιχθυοπωλείο" "στο τυροπωλείο" "στα σύκα". Οι πωλητές κι οι πραματευτάδες άπλωναν το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο ή σε μερικές παράγκες από κλαδιά ή καλάμια πλεχτά, που το απόγευμα τις χαλούσαν.
Γύρω από την αγορά ήταν πολλά καταστήματα που κατείχαν ειδικά κουρείς, αρωματοπώλες, σαγματοποιοί και οινοπώλες. Πολύ κοντά σ' αυτά βρίσκονταν κάθε λογής εργαστήρια. Οι αργυραμοιβοί, που τους ονόμαζαν τραπεζίτες, στέκονταν στην αγορά μπροστά σε ένα ειδικό τραπέζι.
Προς την πλευρά του Κολωνού συγκεντρώνονταν άνθρωποι ελεύθεροι που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ήθελαν να συμφωνήσουν για μερικές ώρες δουλειά, το περισσότερο για μια μέρα ή ως τη δύση του ήλιου. Αργότερα (αρχίζοντας από τον 5ο αιώνα) στις ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν ειδικά κτίρια για αγορές. Τον καιρό του Περικλή υπήρχε στην Αθήνα μια αίθουσα για αλεύρι στον Πειραιά, ένα κτίριο όπου είχαν εκτεθειμένα δείγματα εμπορευμάτων. Η γυναίκα, αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη, δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της.Όλα τα ψώνια τής τα έκανε ο άντρας. Συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη, πάνοπλο, να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Δεν συναντήθηκε η Λυσιστράτη με μερικούς αξιωματικούς του ιππικού, που είχαν γεμίσει τις περικεφαλαίες τους με βραστά λαχανικά;
Όπως είπαμε, στη ζωηρή αγορά της Αθήνας μπορούσαν να συναντηθούν κάθε λογής άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί. Να ένας ανάπηρος, πελάτης του ρήτορα Λυσία που ζει με τη σύνταξη που του πληρώνει το κράτος. Γύρω του έχουν μαζευτεί μερικοί πλούσιοι νέοι. Τα καυστικά, τα δηκτικά του αστεία τούς διασκεδάζουν. Ένας χωριάτης κουβαλάει στην πλάτη ένα σακί, μέσα από το οποίο ακούονται να γρυλίζουν μερικά γουρουνάκια. τώρα παραμέρισε από το δρόμο για να περάσει ένας στρατηγός.
Δαμαστές φιδιών συναγωνίζονται με τους ιδιοκτήτες άλλων εξημερωμένων ή άγριων ζώων. μια ομάδα εύθυμων θεατών πηγαίνουν από τους θαυματοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς σ' αυτόν που καταπίνει σπαθιά και αναμμένα ξύλα.Τα αγαλματάκια από οπτή γη (ψημένος πηλός) μας παρουσιάζουν ορισμένους συνηθισμένους τύπους των ελληνικών δρόμων: Ένας μάγειρας δούλος με ξυρισμένο κεφάλι κρατάει με το ένα χέρι ένα πινάκιο και με το άλλο βάζει κάτι στο στόμα. Άλλοι μάγειροι φορτώνουν από την αγορά κουνέλια και καλάθια με σταφύλια. Ένας χωριάτης κατέβηκε στην πόλη. Ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος σκόνη, ο ήλιος καίει αλύπητα κι ο προβλεπτικός οδοιπόρος πήρε μαζί του ένα αγγείο με νερό.
Τυλιγμένο με φροντίδα με τη χλαμύδα, ένα παιδάκι κάνει περίπατο κρατώντας το χέρι μιας γριάς και καμπούρας παραμάνας. Ένα κοριτσάκι βαδίζει μαζί με τη μητέρα του. σηκώνει το κεφάλι προς αυτήν και τη ρωτάει για όλα όσα βλέπει γύρω του. Για να μη χαθεί κρατιέται από την άκρη του ιματίου της μητέρας του. Πηγαίνοντας από τον ένα έμπορο στον άλλο, ο Αθηναίος διαλέγει τα τρόφιμα και τα στέλνει στην κατοικία του με το δούλο.Ο αέρας είναι γεμάτος από τις φωνές των πραματευτάδων που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους: "άιντε στο ξίδι", "αγοράστε λάδι!", "ξεχάσατε να πάρετε κάρδαμο!", "νέε μου, ορκίζομαι στην Αφροδίτη πως η αγαπημένη σου στολισμένη με το στεφανάκι αυτό, θα γίνει ακόμα ομορφότερη!", "κρέας ψητό, μισός οβολός το κομμάτι!". Κάθε πράγμα και κάθε άνθρωπος έχουν τιμή. Σε μερικές συνοικίες μπορείς να βρεις ό,τι υπάρχει για πούλημα στην Αθήνα: "Σύκα, συκοφάντες, σταφύλια κι αχλάδια, γογγύλια, τριαντάφυλλα, εφευρέσεις, μούσμουλα και μήλα. Κοιλιά βραστή φρέσκο τυρί και μέλι, γλυκό, μπιζέλια και ψηφοδόχες, μύρτο, υάκινθο και μάρτυρες για δίκη".
Όποιος επιθυμεί μπορεί να ντυθεί από το κεφάλι ως τα πόδια και μάλιστα εδώ, στην αγορά. Ο έμπορος των έτοιμων ενδυμάτων πουλάει για δώδεκα δραχμές (το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα στην Αθήνα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί έκαναν μια δραχμή. Μια μνα είχε εκατό δραχμές. Εξήντα μνες κάναν ένα τάλαντο, που δεν ήταν πια νόμισμα αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού) το ιμάτιο και για οκτώ δραχμές ο υποδηματοπώλης προσφέρει κάθε χρώματος σανδάλια.
Ο πιο ενδιαφέρων όμως κι ο πιο ελκυστικός τομέας της αγοράς ήταν τα ιχθυοπωλεία. Η αδυναμία των Αθηναίων ήταν το ψάρι, όχι το κρέας. Απ' όλους τους πραματευτάδες, οι πιο ανεξάρτητοι ήταν οι ιχθυοπώλες, για να μην πούμε οι πιο αυθάδεις. Ένας κωμωδιογράφος τους ονομάζει "ληστές", ένας άλλος "λωποδύτες της νύχτας"... Ζητούν για το εμπόρευμά τούς όσα θέλουν. Αν τους απαντήσεις ότι είναι πολύ ακριβά, ακούς να σου λένε κοφτά: "Αυτή είναι η τιμή, αν δεν σου αρέσει, δρόμο!". Δεν θα δίσταζαν να ζητήσουν ακόμα πιο μεγάλη τιμή αν κατάφερναν να κρατήσουν τα ψάρια φρέσκα.
Αλλά οι προνοητικοί αγορανόμοι δεν τους επιτρέπουν να τα βρέξουν με νερό. Όταν όμως φοβάται μη του χαλάσει το ψάρι, ο ψαράς βιάζεται να το πουλήσει και δεν ζητάει εξαιρετικά μεγάλη τιμή. Μια μέρα ένας Αθηναίος ζαλίστηκε και λιποθύμησε στην αγορά. 'Ένας ιχθυοπώλης ήθελε να τον βοηθήσει για να συνέλθει κι έχυσε απάνω του ένα αγγείο με νερό. Πράγματι ο διαβατής συνήλθε, αλλά όταν ο έμπορος άδειασε το αγγείο με το νερό, ράντισε όλους τους γειτόνους κι όλους όσοι βρέθηκαν εκεί τυχαία.
Οι αγορανόμοι που ήρθαν τρέχοντας διαπίστωσαν ότι και το δοχείο με τα ψάρια γέμισε ως τη μέση νερό και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Αυτή τη φορά η παράβαση των νόμων είχε ελαφρυντικά και στους αγορανόμους δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά μόνο να τον διατάξουν να αδειάσει αμέσως το νερό από το δοχείο, πράγμα που έκανε. ο έμπορος είχε πετύχει άλλωστε το σκοπό του! Ο περαστικός που είχε λιποθυμήσει τα 'χε συμφωνήσει για δύο οβολούς!
Για να πουλιέται όσο το δυνατόν πιο φρέσκο το ψάρι, ο ερχομός στην αγορά ενός κάρου φορτωμένου ψάρια γινόταν γνωστός στους Αθηναίους με το χτύπημα μιας ειδικής καμπάνας. Διηγούνται πως την ώρα που ένας μουσικός έπαιζε ορισμένα τραγούδια για μια ομάδα φίλων που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του, το οποίο βρισκόταν κοντά στην αγορά, ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας του ψαράδικου. .Όλοι οι φίλοι σηκώθηκαν ευθύς και τρέξαν για την αγορά, εκτός από ένα μισόκουφο γέρο. Ο μουσικός πλησίασε τον γέροντα τότε και του είπε: "Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ, είσαι ο μόνος άνθρωπος που τηρείς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και δεν με εγκατέλειψες στο άκουσμα της καμπάνας". "Τι είναι;" του απάντησε ο γέρος. "Είπες ότι ακούστηκε η καμπάνα του ψαράδικου; Ευχαριστώ! Καλή αντάμωση". Κι έφυγε βιαστικός, ακολουθώντας τα ίχνη των άλλων.
Τις πρώτες ώρες του πρωινού ο Αθηναίος λογάριαζε ότι δεν έπρεπε να λείψει από την αγορά. Αν δεν περίμενε ξένους, περιοριζόταν να αγοράσει τα συνηθισμένα τρόφιμα που ο δούλος τα πήγαινε στο σπίτι. Αν όμως είχε καλεσμένους τα πράγματα μπερδεύονταν. Τα ψάρια, το κρέας, τα λαχανικά έπρεπε να διαλεχτούν με ξεχωριστή φροντίδα.
Το φαγητό.
Τώρα δεν του έμεινε πια παρά μόνο να συμφωνήσει μια χορεύτρια, αυλητές και ένα μάγειρα, έναν απ' αυτούς τους τεχνίτες που έμαθαν στις Συρακούσες την τέχνη της παρασκευής φαγητού. Τους μαγείρους μπορούσε να τους Βρει κανείς κάθε μέρα σε ένα ορισμένο μέρος της αγοράς. 'Έπαιζαν ρόλο αρκετά σημαντικό στη ζωή της πόλης, αν κρίνουμε από το πλήθος τις ειρωνείες που αφθονούν στις αρχαίες κωμωδίες. Ο τύπος του μάγειρα είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της ελληνικής κωμωδίας. Τον παρουσιάζουν σαν ψεύτη, κλέφτη, φαγά και φαφλατά.
Ο Ξενοφώντας ήταν αγανακτισμένος από το πλήθος των λεπτεπίλεπτων φαγητών που μαγείρευαν στον καιρό του, ο Πλάτωνας έδιωξε, χωρίς δισταγμό, από την Πολιτεία του όλους τους μαγείρους.
Οι Σπαρτιάτες λογάριαζαν ίσως πως το λεπτό γούστο για το φαγητό οδηγεί στην εξασθένηση του κράτους, γι' αυτό δεν έπαιρναν παρά μόνο μάγειρους που μαγείρευαν τα πιο απλά φαγητά από κρέας, ενώ εκείνους που δοκίμαζαν να καθιερώσουν καινούργια φαγητά τούς έδιωχναν από την πόλη. Αφού τελείωνε όλες τις δουλειές, δηλαδή ανάμεσα στις 10-11 το πρωί, ο Αθηναίος κατευθυνόταν σε μια από τις στοές που ήταν γύρω από την αγορά, όπου συναντιόταν με τους φίλους του.
Χαιρετισμοί
Όταν συναντιόντουσαν δυο γνωστοί χαιρετιόνταν με μια κίνηση του χεριού. Δεν ταίριαζε να υποκλιθείς, να προσκυνήσεις κάποιον, γιατί οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας θα το θεωρούσαν αυτό υπόλειμμα του καιρού της τυραννίας. Οι Αθηναίοι έδιναν το χέρι μονάχα όταν ορκίζονταν ή στους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν "Χαίρε!", που συνοδευόταν ορισμένες φορές από μια παρατήρηση για τον καιρό. Είναι γνωστοί επίσης και άλλοι τύποι χαιρετισμών: "Υγίαινε!", "Τα ωφέλιμα εργάζου!", "Εργάζου και ευτύχει!".
Συζητήσεις
Μετά τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, ο Αθηναίος μιλούσε με τους φίλους και τους γνωστούς για την πολιτική, σχολίαζε τα τελευταία νέα ή μπλεκόταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αν είχε τέτοια κλίση. Συνήθως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν στα αρωματοπωλεία και στα κουρεία.
Και τα υποδηματοποιεία ήταν επίσης κατάλληλος χώρος για συναντήσεις, μια φορά μάλιστα ο Σωκράτης μπήκε σ' έναν τεχνίτη που έφτιαχνε χάμουρα για να τελειώσει μια συζήτηση. Η επίσκεψη στα καταστήματα είχε γίνει μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ' ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για "ακοινώνητο", γιατί "δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα".
Ο προτιμούμενος τόπος συναντήσεων ήταν, αναμφισβήτητα, τα κουρεία. Ο Αθηναίος κουρέας μπορούσε να υπερηφανευτεί για την πλατιά και πολύπλευρη πείρα του. Οι άντρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο ανοιχτά ή για να κρύψουν τη λευκότητά τους.
Κουρεία
Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Αλέξανδρο τον Μεγάλο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας. Τον καιρό που ο κουρέας έφτιαχνε την κόμη ενός πελάτη, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους φλυαρώντας για όλα. χάρη σ' αυτό τον τρόπο ζωής, οι κουρείς έγιναν εξαιρετικά κοινωνικοί.
Ήταν κατατοπισμένοι για όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά, που τα διέδιδαν και τα ερμήνευαν όπως ήθελαν. Δεν είναι παράξενο που είχαν τη φήμη ότι ήταν φλύαροι και αθυρόστομοι Ο πρώτος άνθρωπος που έφερε στην Αθήνα την είδηση της καταστροφής στη Σικελία ήταν ένας κουρέας από τον Πειραιά.
Είχε μάθει τη θλιβερή είδηση από το δούλο ενός λιποτάκτη και χωρίς να αργήσει άφησε το κουρείο κι έτρεξε με μια ανάσα στην Αθήνα, από φόβο μην τον προλάβει κανένας άλλος. Στην πόλη, όπου δεν ήξεραν τίποτε, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία.
Ο κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ξεψαχνίζει, μα αυτός δεν ήξερε ούτε το όνομα εκείνου που του είχε ανακοινώσει το τραγικό νέο.
Οι πολίτες αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν: "0 ψεύτης στην ανάκριση!", "στα Βασανιστήρια!". Ο φουκαράς ο κουρέας είχε δεθεί κιόλας στον τροχό, όταν κατά καλή του τύχη έφτασαν κάμποσοι οπλίτες που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και επιβεβαίωσαν την τρομερή αλήθεια.
Αναστατωμένοι οι Αθηναίοι από τη φοβερή είδηση, σκόρπισαν στα σπίτια τους για να κλάψουν τους χαμένους τους συγγενείς και ξέχασαν τον κουρέα. Άφησαν δεμένο τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων. Τον θυμήθηκαν αργά τη νύχτα. Αλλά όταν ο δήμιος ήρθε να τον λύσει, η πρώτη ερώτηση που του έθεσε ο κουρέας ήταν αν υπήρχε, καμιά είδηση για τον Νικία, κι αν είναι γνωστό πως πέθανε.
Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. "Πώς θέλετε να σας κουρέψω;", ρώτησε ο κουρέας το Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. "χωρίς πολλές κουβέντες", απάντησε ο Βασιλιάς.
Κοινωνικοί
Στους Έλληνες δεν άρεσε να σιωπούν. ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. Σ' ένα ελληνικό τραγούδι, όπου απαριθμούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία, μετά την υγεία, την ομορφιά και τον πλούτο ακολουθεί η φιλία. χωρίς τη φιλία δεν υπάρχει χαρά, γιατί η φιλία στολίζει τη ζωή. Φυσικά ο χαρακτήρας της φιλίας ποίκιλλε ανάλογα με την ηλικία και τις κλίσεις. Εκτός από την αληθινή φιλία, που τόσο ποθούσε ο Σωκράτης, στους Έλληνες άρεσε ανείπωτα να φλυαρούν για όλα τα μικροπράγματα.
Γιατί, άλλωστε, μαζεύονταν στα κουρεία και στα αρωματοπωλεία; Αλλά και η φλυαρία είχε όρια, που τα καθόριζαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όποιος ξεπερνούσε αυτά τα όρια έβγαζε τη φήμη ότι είναι αθυρόστομος κι ο κόσμος άρχιζε να τον κοροϊδεύει.
Στο σπίτι
Ο Αθηναίος αφού χορτάσει συζήτηση πηγαίνει στο σπίτι του για φαγητό. Τρώει ή κάτω από μια σκεπασμένη στοά ή στην εσωτερική αυλή, μαζί με την οικογένειά του. Μετά το φαγητό ξεκουράζεται ή ίσως διαβάζει. Στη βιβλιοθήκη του βρίσκονται τα έπη του Ομήρου ο πάπυρος είναι παλιός και σκοροφαγωμένος καθώς και τα έργα των ξακουστών ποιητών.
Κάθε χειρόγραφο φυλάγεται μέσα σ' ένα μετάλλινο σωλήνα με κάλυμμα. Σ' ένα ξεχωριστό ράφι βρίσκονται οι λόγοι των ρητόρων και των φιλοσόφων, καθώς και τα έργα των ιστορικών. Όλα έχουν αντιγραφεί με μεγάλη φροντίδα από τους αντιγραφείς.
Έτσι, λοιπόν, αν θέλει να διαβάσει, ο Αθηναίος έχει από πού να διαλέξει. Μετά το φαγητό δεν κοιμάται. Γενικά ο ύπνος δεν κατέχει μεγάλη θέση στη ζωή του. Του αρέσει πάρα πολύ n ζωή σ' όλες τις εκδηλώσεις της και δεν χάνει με τον ύπνο περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι απόλυτα απαραίτητο.
Γυμνάσια
Αφού ξεκουραστεί, ο Αθηναίος κατευθύνεται προς ένα από τα τρία μεγάλα δημόσια γυμνάσια των προαστίων της Αθήνας: το Λύκειο, την Ακαδημία, το Κυνόσαργες. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλα, επιβλητικά, με σκιερούς διαδρόμους, με ευρείες στοές, λουτρά και άλλα διαμερίσματα προορισμένα για τον αθλητισμό, τις επιστημονικές απασχολήσεις και την ανάπαυση.
Γενικά τα γυμνάσια αποτελούνταν: από το εφηβείο, μια αίθουσα προορισμένη για τις γυμναστικές ασκήσεις της νεολαίας. τα λουτρά, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλοι οι επισκέπτες του γυμνασίου. τα αποδυτήρια, μια αίθουσα όπου οι παλαιστές άλειφαν το σώμα τους με λάδι, μια άλλη αίθουσα όπου "πασπάλιζαν" το σώμα τους με λεπτή άμμο, για να μπορούν να πιάνονται εύκολα στη διάρκεια της πάλης. τους διαδρόμους, σκεπαστούς και ξεσκέπαστους για περίπατο και τρέξιμο.
Οι λεγόμενες ξυστές (δηλαδή διάδρομοι στιλβωμένοι) ήταν κάτι διάδρομοι σκεπαστοί, πιο ψηλά στις πλευρές, που ήταν προορισμένοι για περιπάτους, ενώ το κεντρικό μέρος, που ήταν πιο χαμηλό, προοριζόταν για ασκήσεις όταν ο καιρός ήταν ακατάλληλος και το χειμώνα. Όλοι αυτοί οι χώροι περιβάλλονταν με στοές, με καθίσματα και εξέδρες, μερικές αίθουσες ημικυκλικές, σκεπαστές ή ξεσκέπαστες, όπου οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες έκαναν μαθήματα και συζητήσεις.
Ο Αθηναίος δεν μετείχε υποχρεωτικά στις αθλητικές ασκήσεις, αλλά παρακολουθούσε, σχολίαζε και χειροκροτούσε.
Οι γεροντότεροι πολίτες δεν ξεχνούσαν, φυσικά, να διηγηθούν τι θαυμάσιοι αθλητές ήταν στα νιάτα τους και παραπονιούνταν για την αδυναμία των σημερινών. Οι θεατές μαζεύονταν ομάδες ομάδες και συζητούσαν διάφορα προβλήματα.
Κάποιος σχεδιάζει κάτι με το ραβδί στον άμμο, εξηγώντας στους γύρω του μια πρωτότυπη ιδέα. Στο κέντρο μιας άλλης ομάδας ένα άτομο σιμό και άσχημο αναλύει με τόνο ειρωνικό τι είναι προτιμότερο: να είσαι ψεύτης από άγνοια ή να είσαι συνειδητός ψεύτης. Ο σιμός είναι ο Σωκράτης.
Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας εκθέτει, με νέα ύφος διαλεχτό, τις φιλοσοφικές του θεωρίες, μπροστά σ' ένα ακροατήριο από θαυμαστές και αντιπάλους κάθε ηλικίας.
Στο Λύκειο, στο μέρος που λέγεται "Περίπατος", ένας άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι και φανερή κλίση προς την κομψότητα, συζητεί σε μια γλώσσα όχι τόσο ωραία, μα πολύ καθαρή και εκφραστική, τις θεμελιακές αρχές της πολιτικής, της ηθικής, της ποίησης και της λογικής. Ο ομιλητής είναι ο Αριστοτέλης. Στο γυμνάσιο ο Αθηναίος περνάει μια ή δυο ώρες. Πριν από το γεύμα θέλει να λουστεί, γι' αυτό κατευθύνεται προς το λουτρό.
Το λουτρό είναι ένα κτίριο πολύ σεμνό, ένα απλό δωμάτιο με ένα καζάνι για το νερό και πολλά αγγεία. Οι επισκέπτες αλείφονταν πρώτα σ' όλο το σώμα με ελαιόλαδο ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες, έπειτα έξυναν το κορμί μ' έναν ειδικό ξύστη από ορείχαλκο (στλεγγίδα) και ξεπλένονταν με νερό. 'Έτσι τελείωνε το λουτρό κι ο Αθηναίος θα μπορούσε να ντυθεί και να φύγει, αν δεν είχε διάθεση να καθυστερήσει λιγάκι και να μιλήσει με τον άνθρωπο του λουτρού, που, όπως κι ο κουρέας, ήταν μια ζωντανή εφημερίδα και ο οποίος ήξερε συχνά για τους πελάτες του περισσότερα απ' ό,τι ήξεραν κι αυτοί οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Το γεύμα
Στο σπίτι όλα ήταν έτοιμα και δεν περίμεναν παρά την άφιξη των καλεσμένων. Τραπέζια, λεκάνες, μαξιλάρια, στεφάνια, τάπητες, ψωμιά, αρώματα, γυναίκες, ζαχαρωτά, πίτες, κουλούρια, χορεύτριες. Γλυκόψωμα και του Αρμόδιου τα τραγούδια. Στη διάρκεια του γεύματος ο οικοδεσπότης συνήθως είναι ξαπλωμένος σε κρεβάτι, ενώ n γυναίκα του κάθεται σε σκαμνί. Τα παιδιά εμφανίζονται στα επιδόρπια και στέκονται όρθια ή κάθονται, ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνήθειες της οικογένειας.Αλλά σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους τα μέλη της οικογένειας δεν παρουσιάζονται. παίρνουν μπρος μονάχα οι άντρες, γιατί n συζήτηση θα είναι ή φιλοσοφική, επομένως ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά, ή καθαρά αντρική, επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών.
Στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, n Διοτίμα, μια ξένη από τη Μαντίνεια, έγινε δεκτή μόνο στο κατώφλι της θύρας, απ' όπου σαν καλλιεργημένη γυναίκα που ήταν, μπορούσε να διακόπτει τις φαντασίες του Αριστοφάνη με τις ευφραδέστατες παρεμβάσεις της κι αυτό μονάχα γιατί στη χώρα της είχε το αξίωμα της μάντισσας. Όσο για τις συνηθισμένες καλεσμένες στα συμπόσια που παριστάνονται συχνά στα αγγεία, n θέση κι ο ρόλος τους είναι έξω από κάθε αμφιβολία.
Οι γυναίκες αποζημιώνονται όμως στο γυναικωνίτη, όπου τα ζαχαρωμένα φρούτα και τα γλυκά των ζαχαροπλαστών της Κρήτης, της Σάμου και της Αθήνας τιμούνταν εξαιρετικά. Κάθε μαγείρισσα ετοίμαζε γλυκίσματα για τα Θεσμοφόρια και τις άλλες γιορτές, ενώ οι αξιοσέβαστες κυράδες τα κατανάλωναν σε μεγάλες ποσότητες με τη συντροφιά των γνωρίμων τους, που είχαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι τους. Για τους Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε μόνοι.
Ο Πλούταρχος λέει ότι το να φάει κανείς μόνος του "δεν σημαίνει να γευματίσει, αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα ζώα". Γι' αυτό, εκτός της πρόσκλησης καλεσμένων, υπήρχαν διάφοροι τρόποι να φάει κανείς με συντροφιά: οργάνωναν συμπόσια στα οποία οι συνδαιτυμόνες συνέβαλαν εξίσου ή ανάλογα με τις δυνατότητές τους.
Αυτά τα συμπόσια γίνονταν σε νοικιασμένες αίθουσες ή στο σπίτι μιας εταίρας. Κάποτε κάθε συνδαιτυμόνας έφερνε το φαγητό του στο καλάθι. Τα προγράμματα του φαγητού δεν ήταν υπερβολικά. Σε μια κωμωδία λέγεται ότι ένα τραπέζι στην Αθήνα είναι πολύ ωραίο στην εμφάνιση, μα δεν χορταίνει ένα πεινασμένο στομάχι.
Στους Διαλόγους του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα οι συνδαιτυμόνες δεν συζητούν καθόλου για τα φαγητά. Το κλασικό ιδανικό της Αττικής απαιτούσε το φαγητό να προσφέρεται ωραία αλλά να μην είναι πολύ. Να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, γιατί το κύριο δεν ήταν το φαγητό αλλά n συντροφιά των συνδαιτυμόνων και οι συζητήσεις.
Φιλοξενία
Οι Έλληνες ήταν (και είναι) πολύ φιλόξενοι. Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι "παράσιτα".
Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς. Στο "Συμπόσιο" ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος.
Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ' όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει.
Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια. Μα ούτε κι ύστερα απ' αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό.
Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία.
Η συνήθεια να τρώει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ' όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα. Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά.
'Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια είχαν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα. Τα τραπεζομάντιλα και οι πετσέτες ήταν πράγματα άγνωστα. Oι αρχαίοι Έλληνες σκούπιζαν τα χέρια τους με ψίχα ψωμιού ή με ειδική κόλα που τη ζύμωναν με τα δάχτυλά τους και την έκαναν σφαιρίδια.
Το συμπόσιο
Στην Αθήνα ένα γεύμα δεν άρχιζε ποτέ με σούπα. Αν και οι σούπες θεωρούνταν υγιεινά και θρεπτικά φαγητά (το φαγητό που προτιμούσε ο Ηρακλής ήταν ζωμός από μπιζέλια), ήταν ταυτόχρονα "φαγητό των φτωχών" και γι' αυτό σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους δεν ταίριαζε να προσφέρεις ζωμό. Στο πρώτο μέρος του γεύματος σέρβιραν χορταστικά φαγητά, και ειδικά ψάρια και πουλερικά: τη συνταγή για τις σάλτσες μας τη μετέδωσε ο Αριστοφάνης: "... χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξίδι, χύσε ακόμα λάδι, τρίψε τυρί, ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές". Έτρωγαν σχετικά λίγο κρέας.
Τα χορταρικά τα σέρβιραν με μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, ξίδι και μέλι. Μερικά φαγητά των Ελλήνων μάς φαίνονται σήμερα , το λιγότερο παράξενα.
Να ένα απόσπασμα του Αθήναιου στο οποίο περιγράφει το πρόγραμμα φαγητού ενός γεύματος: "Εμφανίστηκαν χέλια χοντρά και σχεδόν σκεπασμένα στο αλάτι, έπειτα ένα θαυμάσιο χέλι, από το οποίο δεν θα παραιτούνταν ούτε οι θεοί. 'Έφεραν ένα μεγάλο στομάχι ψαριού στρογγυλό σαν τον ουρανό. Όταν τελειώσαμε με το στομάχι του ψαριού, μας φέρανε κάτι πινάκια: το ένα είχε ένα κομμάτι σκυλόψαρο, το άλλο παχιά σουπιά, το τρίτο χταπόδι και πολύποδες ζεστούς".
Σ' αυτό το μέρος του φαγητού δεν έπιναν κρασί. Οι Αθηναίοι προτιμούσαν να πιουν κρασί μετά το φαγητό. Άλλωστε το κρασί μπορούσε να αντικαταστήσει το φαγητό αν ήταν ανακατεμένο με κρίθινο αλεύρι και τριφτό τυρί. Αυτό το μείγμα ονομαζόταν κυκεώνας και ήταν το ποτό που προτιμούσαν οι Έλληνες.
Τα επιδόρπια ήταν νωποί και ξηροί καρποί, αλατισμένα αμύγδαλα, τυρί, σκόρδα, κρεμμύδια, γλυκές και αλμυρές πίτες, το καύχημα της Αττικής. Οι πίτες αυτές ήταν φτιαγμένες από μέλι, τυρί και λάδι. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε το φαγητό που ονομαζόταν μυτλωτός, μια πίτα με τυρί ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα.
Αυτό το μέρος του γεύματος λεγόταν συμπόσιον. Τώρα έπιναν κρασί, "γλυκό και αρωματικό, που είχε τη μυρουδιά των λουλουδιών. Είναι ευχάριστο να πίνεις κρασί, το γάλα της Αφροδίτης", να συζητάς, να τραγουδάς, να διηγείσαι λογής λογής περιστατικά, να ακούς μουσική, να παρακολουθείς τους χορούς.
Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ακούν θλιβερές συζητήσεις στο τραπέζι. Ανάμεσα στις συνηθισμένες διασκεδάσεις των τραπεζιών ήταν και τα αινίγματα. Εκείνος που δεν ήξερε να απαντήσει τιμωρούνταν να πιει ένα κύπελλο κρασί.
Να μερικά από τα αινίγματα αυτά:
1. Αν δεν μου πεις τίποτε, λες τ' όνομά μου. μα αν προφέρεις το όνομά μου ω θαύμα! Τότε δεν θα με μαντέψεις. (Η σιωπή).
2. Είμαι το σταχτόχρωμο παιδί ενός λαμπερού πατέρα. πουλί χωρίς φτερά υψώνομαι ως τους ουρανούς. μόλις γεννήθηκα και σκόρπισα αμέσως στον αέρα. (0 καπνός).
3. Όταν με κοιτάς σε κοιτώ και γω, μα δεν σε Βλέπω γιατί δεν έχω μάτια. όταν μιλάς, κοιτάζοντάς με, ανοίγω και γω το στόμα και κινώ τα χείλη, αλλά σιωπηλά, γιατί φωνή δεν έχω. (Ο καθρέφτης).
Μουσική-Χορός
Από τα πιο παλιά χρόνια η μουσική και ο χορός δεν έλειπαν από τα συμπόσια. Αργότερα (5ο-4ο αιώνα) για τη διασκέδαση των καλεσμένων συμφωνούσαν επαγγελματίες ηθοποιούς που ερμήνευαν σκηνές από τον Όμηρο αοιδούς, χορεύτριες, αυλητές. Τραγουδούσαν κι οι καλεσμένοι όλοι μαζί ή με τη σειρά.
Ο Πλούταρχος μας λέει ότι το κλαδί της μυρτιάς περνούσε από χέρι σε χέρι. Αυτός που το έπαιρνε έπρεπε να τραγουδήσει παίζοντας λύρα, αν, βέβαια, ήταν σε θέση. Προς το τέλος του συμποσίου ο αριθμός των συνδαιτυμόνων που ήξεραν να τραγουδούν ήταν συνήθως μεγαλύτερος από ό,τι στην αρχή. Επίσης δεν υπήρχε συμπόσιο χωρίς κότταβο, ένα παιχνίδι που το έφεραν από τη Σικελία.
Κάθε συνδαιτυμόνας άφηνε στο κύπελλο λίγο κρασί, το οποίο έχυνε σε καθορισμένο μέρος. Ενώ άδειαζε το κύπελλο έλεγε από μέσα του ή δυνατά το όνομα της γυναίκας που αγαπούσε. Ο ήχος του χυνόμενου υγρού λεπτότερος ή χοντρότερος καθώς και η ακριβής ή λιγότερο ακριβής επιτυχία του καθορισμένου στόχου, ήταν δείκτες αν το αγαπώμενο πρόσωπο συμμεριζόταν τα αισθήματά του. Κάποτε το κρασί το έχυναν στο δίσκο μιας ζυγαριάς, που έπρεπε να κατεβεί ως ένα ορισμένο σημείο ή να γκρεμίσει ένα σωρό αντικείμενα που ήταν στημένα από κάτω σε σχήμα πυραμίδας. Οι συνδαιτυμόνες εξέλεγαν έναν "πρόεδρο" του συμποσίου που επέβλεπε την τήρηση της τάξης. Αυτός αποφάσιζε πόσο κρασί θα πιουν και την ποιότητά του. Οι Έλληνες έπιναν με μέτρο. Να πιει κανείς κρασί χωρίς να το ανακατεύει με νερό, θεωρούνταν κατά τη γνώμη τους βάρβαρη συνήθεια.
Μια κωμωδία λεει: Το πρώτο κροντήρι φέρνει υγεία, το δεύτερο ευχαρίστηση, το τρίτο ύπνο κι αφού το πιεις πρέπει να πας στο σπίτι σου. Το τέταρτο κροντήρι φέρνει αυθάδεια, το πέμπτο ουρλιαχτά, το έκτο φασαρία στους δρόμους, το έβδομο ένα μελανιασμένο μάτι, το όγδοο κλήση στο δικαστήριο. Ο Αριστοφάνης το λέει συγκεκριμένα: "Δεν είναι καλά να μπεκρουλιάζεις. μόλις πιεις πιο πολύ, μπαίνεις σε ξένες αυλές, ξυλοκοπάς και κάποιον. Ύστερα σαν συνέρθεις πληρώνεις τα σπασμένα".
Ο Εύηνος ο Πάριος προσθέτει: "Για τον Βάκχο το καλύτερο μέτρο είναι η εγκράτεια ούτε πιο πολύ ούτε πιο λίγο. Αλλιώς μας οδηγεί στη μανία ή στη θλίψη". Παρ' όλα αυτά, οι συγγραφείς που αναφέραμε δεν τολμούν να παρουσιάσουν τους Έλληνες εγκρατείς στο ποτό.
Δεν λέει τυχαία το ελληνικό ρητό: "Όποιος πίνει νερό δεν θα κάνει τίποτε σοφό". και για να αναγκάσουν τους πολύ διστακτικούς καλεσμένους να κατανικήσουν το δισταγμό τους υπάρχει ένα άλλο ρητό: "Πίνε ή φύγε". Το κρασί το ανακάτευαν σε αναλογία δύο μέρη νερό και ένα κρασί ή τρία μέρη νερό κι ένα κρασί. Το κρασί που ήταν ανακατεμένο με τρία μέρη νερό θεωρούνταν πολύ αδύνατο και το έλεγαν "ποτό για τα βατράχια".
Παρά τα προληπτικά μέτρα που αναφέραμε, ο Αθηναίος όταν γύριζε από ένα συμπόσιο δεν μπορούσε να υπερηφανευτεί ότι είναι σε θέση να σταθεί γερά στα πόδια του κι ότι δεν έχει ανάγκη από συνοδεία. Τους καλεσμένους που δεν είχαν υπηρέτες για να τους κρατούν, τους οδηγούσαν συνήθως στο σπίτι τους με ένα φανάρι, γιατί το δείπνο άρχιζε μετά τη δύση του ήλιου και τέλειωνε όταν σκοτείνιαζε για καλά.
Το καλοκαίρι το κρασί το ανακάτευαν με πάγο που έφερναν από τα βουνά και τον διατηρούσαν σε άχυρα και κουρέλια. Γι' αυτό το θέμα υπάρχει κι ένα ανέκδοτο: ένας συγγραφέας τραγωδίας ρώτησε την εταίρα με την οποία έτρωγε μαζί πώς τα καταφέρνει να κρατάει τόσο κρύο το κρασί. "Το τυλίγω με τους προλόγους σου", του απάντησε η εταίρα.
Οι Βιοτέχνες .
Θα 'ταν απλοϊκό να πιστέψει κανείς ότι όλοι οι Αθηναίοι περνούσαν πάντα μια άνετη ζωή... Μέχρι τώρα έγινε λόγος μονάχα για τους ευκατάστατους. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση των πολυάριθμων Αθηναίων βιοτεχνών. Βαδίζουν για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στη δουλειά, να εργασθούν σκληρά ως τη δύση του ήλιου για να κερδίσουν το ψωμί της μέρας.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ούτε καιρό ούτε χρήματα για να μπουν στο κουρείο. Αυτοί δεν παίρνουν μέρος ούτε στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται στις στοές. Η τύχη τούς έγραψε να εργάζονται σκληρά κάθε μέρα, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Τα παιδιά τους δεν τα διαπαιδαγωγούν παιδαγωγοί, τις γυναίκες τους δεν τις περιβάλλει η ευεργετική ησυχία του γυναικωνίτη. Βοηθούν το σύζυγο ή το γονιό στη σκληρή καθημερινή πάλη. Ο συναγωνισμός της φτηνής δουλειάς των δούλων έριχνε όλο πιο χαμηλά την τιμή των προϊόντων των ελεύθερων βιοτεχνών. Ακόμη πιο σκληρή ήταν η ζωή των απόρων, που ο αριθμός τους κατά καιρούς ήταν αρκετά μεγάλος στην Αθήνα.
Οι Φτωχοί
Η βασική τροφή των φτωχών ήταν το κριθάρι: ζωμός από κριθάρι, πίτες με κριθάλευρο και κρίθινα ψωμιά. Τους άρεσαν οι πηχτοί ζωμοί με μπιζέλια ή φακές, κι αγόραζαν φτηνά αλλαντικά. Ο Αριστοφάνης κατηγορεί τους αλλαντοποιούς ότι χρησιμοποιούν κρέας από σκυλί ή από γαϊδούρι, αλλά ας ελπίσουμε ότι ο ποιητής ήταν υπερβολικός.
Το κρέας και το άσπρο ψωμί σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι των φτωχών. Αντίθετα οι φτωχοί έτρωγαν πολλά αλατισμένα ψάρια φερμένα από τον Εύξεινο Πόντο. Έπιναν φτηνό κρασί νερωμένο, αλλά συνήθως έμεναν ευχαριστημένοι μονάχα με το νερό.
Η Σπάρτη διέφερε εντελώς από την Αθήνα κι από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.(Ελληνικό κόσμο) Οι Σπαρτιάτες τρέφονταν με πιο πρωτόγονες και πιο χοντρές τροφές, μ' έναν παχύ χυλό από μπιζέλια το ζωμό που ήταν το φαγητό που προτιμούσαν. "Μπορείς να φας μέλανα ζωμό" λέει ειρωνικά σ' ένα Σπαρτιάτη ένα πρόσωπο μιας χαμένης κωμωδίας του Αριστοφάνη. Διηγούνται πως ένας Συβαρίτης, που έτυχε σ' ένα σπαρτιατικό γεύμα, είπε: "Αληθινά οι Σπαρτιάτες είναι οι πιο γενναίοι άνθρωποι. Κάθε άλλος θα προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει, παρά να ζήσει όπως αυτοί". "Τα συσσίτια των Σπαρτιατών αποτελούνταν από το μέλανα ζωμό", Βραστό χοιρινό κρέας, κρασί, πίτα γλυκιά και ψωμί από Βρώμη. τα δάχτυλα τα σκούπιζαν με τα ψίχουλα του ψωμιού. Αν θα πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ήταν απαραίτητη μια ειδική αγωγή για να εκτιμήσει κανείς αυτό το ζωμό, που τόσο αγάπησαν οι Σπαρτιάτες.
Ο Διόνυσος, ο τύραννος των Συρακουσών, αγόρασε ένα μάγειρα από τη Σπάρτη και του έδωσε εντολή να του παρασκευάσει το γνωστό φαγητό. Όμως δεν κατάφερε να καταπιεί ούτε την πρώτη κουταλιά και την έφτυσε. Τότε ο μάγειρας του είπε: "Για να δοκιμάσεις αυτό το φαγητό πρέπει να κάνεις σπαρτιάτικη γυμναστική και να κολυμπήσεις στον Ευρώτα". Επειδή η πλειοψηφία των Ελλήνων εκείνης της εποχής δεν έκανε κάτι τέτοιο, ο σπαρτιατικός ζωμός δεν είχε καμιά επιτυχία, εκτός από τη Σπάρτη βέβαια.
Η καθημερινή ζωή των Αθηναίων πολιτών, η εύθυμη και γεμάτη χαρές για ορισμένους, η βαριά και θλιβερή για τους άλλους, κυλούσε με την καθορισμένη τάξη, κάτω απ' τον ήρεμο ουρανό της Αττικής, μέχρι τότε που οι τρομερές θύελλες των πολέμων αναστάτωναν την πόλη.
Oι Πόλεμοι
Οι δρόμοι ερήμωναν. Στην Αγορά βασίλευε ησυχία. Οι γυναίκες και τα παιδιά κρύβονταν από το φόβο στους γυναικωνίτες περιμένοντας θλιβερές ή χαρούμενες ειδήσεις.
Κάτω απ' τις στέγες των στοών οι γέροι με τις κατάλευκες γενειάδες κλωθογύριζαν αναμνήσεις για τους αγώνες που έκαναν στα νιάτα τους, κριτικάροντας την τακτική των στρατηγών, και σκέφτονταν τι θα 'φερνε στα παιδιά τους ο καινούργιος πόλεμος: δόξα ή πρόωρο χαμό στα μακρινά πεδία των μαχών. Μα αν από μακριά οι πόλεμοι έρχονταν κοντά, αν ο εχθρός, συντρίβοντας τον αθηναϊκό στρατό, επέδραμε στην Αττική, η πόλη γνώριζε τότε τη δυστυχία, τα ερείπια, την πείνα και συχνά το μαζικό χαμό και την υποδούλωση των αγαπημένων.
Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ
Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα είναι παρόμοια με την αγωγή των νέων σε άλλες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη. Απλώς γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην αγωγή των Αθηναίων νέων, γιατί η αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα αποτελεί γενικότερο πρότυπο σε αυτό το βιβλίο. Στην αθηναϊκή οικογένεια, την αγωγή αναλάμβανε ο πατέρας ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της οικογενείας. Μπορούσε, όμως, η αγωγή να ανατεθεί σε άλλους. Μέχρι τα 7 τους έτη τα αγόρια και τα κορίτσια μεγάλωναν μαζί στον γυναικωνίτη και έπαιζαν μαζί διάφορα ευχάριστα παιχνίδια. Από τα 7 τους έτη τα αγόρια, με τη συνοδεία του παιδαγωγού, πήγαιναν στο σχολείο. Ο παιδαγωγός ήταν ένας ηλικιωμένος και έμπιστος δούλος της οικογενείας. Σε ό,τι αφορά τα κορίτσια, αυτά έμεναν στο σπίτι και η μητέρα τους τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό και την οικοκυρική τέχνη.
Φυσικά, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο μαζί με τα αγόρια. Η απάντηση είναι ότι οι γυναίκες την εποχή εκείνη ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικογένειά τους και όχι με κάποιο επάγγελμα. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, γιατί όπως και οι δούλοι στερούντο μορφώσεως, (όχι βέβαια όλοι ) κάτι που είναι απαραίτητο στην άμεση δημοκρατία. Αν λάβουμε υπόψιν ότι η σημερινή εκπαίδευση είναι απαράδεκτη παγκοσμίως, με το παραπάνω σκεπτικό, κανείς δεν θα είχε δικαίωμα ψήφου στις εκλογές. Στην αρχαία Αθήνα οι άνδρες ήταν αυτοί που εργάζονταν και συντηρούσαν την οικογένεια και συμμετείχαν, όντας πνευματικά καλλιεργημένοι, στις πολιτικές αποφάσεις. Η θέση της γυναίκας ήταν – με εξαίρεση την Σπάρτη και την μινωική Κρήτη – μέτρια στην αρχαία Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, τότε. Ουσιαστικά, στις περισσότερες – βασικά στις δυτικές – χώρες, μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα άρχισαν οι γυναίκες να αποκτούν πολιτικά δικαιώματα και ισότητα με το ανδρικό φύλο, σε όλους τους τομείς.
Επιστρέφοντας στην αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα, οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιον δάσκαλο που θα αναλάμβανε την αγωγή των παιδιών τους. Τα μαθήματα δεν γίνονταν σε κάποιο σχολείο, αλλά στην οικία του δασκάλου. Κάτι σαν ιδιαίτερο ολιγομελές φροντιστήριο! Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά στα ανήλικα παιδιά και όχι στους ενηλίκους που μπορούσαν να σπουδάσουν δίπλα σε φιλοσόφους και σε φιλοσοφικές σχολές, μοναδικές και ανεπανάληπτες για την ανθρωπότητα. Οι ανήλικοι, λοιπόν, διδάσκονταν την βασική εκπαίδευση από 4 δασκάλους: τον ``γραμματιστή΄΄, τον δάσκαλο της μουσικής, τον γυμναστή για γυμναστική αγωγή και τον χοροδιδάσκαλο.
Τα παιδιά διδάσκονταν από τον γραμματιστή ανάγνωση και γραφή. Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν ποίηση όπως του Ομήρου και του Ησιόδου και μάθαιναν από την αρχή της εκπαίδευσής τους να αποστηθίζουν ποιήματα. Όταν μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, τότε διάβαζαν και αποστήθιζαν ποιήματα μεγάλων ποιητών της εποχής. Πέρα από την ανάγνωση, την γραφή και την διείσδυση των νέων στα κείμενα των σοφών της εποχής, η μουσική θεωρείτο απαραίτητο στοιχείο στην αγωγή τους. Στην αρχαία Ελλάδα ο ``μουσικός ανήρ΄΄ ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος. Ως γνωστόν, η διδασκαλία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα προηγήθηκε από αυτή των γραμμάτων. Η μουσική εκπαίδευση περιλάμβανε την διδασκαλία μουσικού οργάνου, τραγουδιού και χορού. Τα παιδία διδάσκονταν από τον ``κιθαριστή΄΄ λύρα ή αυλό. Το παίξιμο της λύρας συνοδευόταν από την απαγγελία στίχων λυρικών ποιημάτων ή από τραγούδια συχνά ηρωικά κατορθώματα. Από εκεί βγήκε και η λυρική ποίηση.Στην αρχαία Ελλάδα δεν επικρατούσε η αδιαφορία, η φασαρία και η ανοησία μεταξύ των μαθητών. Κατά την διάρκεια των μαθημάτων οι νέοι στέκονταν σοβαροί, δεν μιλούσαν μεταξύ τους και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την διδασκαλία. Κανένα εκπαιδευτικό σύστημα και κανένας δάσκαλος δεν κατάφερε ποτέ στην ιστορία να κρατήσει πραγματικά το ενδιαφέρον των μαθητών. Στην αρχαία Ελλάδα οι μαθητές αγαπούσαν το σχολείο το οποίο δεν τους πίεζε να βαθμοθηρούν για να φοιτήσουν σε κάποιοι πανεπιστήμιο, ούτε τους πίεζε και τους καθιστούσε ανταγωνιστές από την τρυφερή τους ηλικία με διάφορες εξετάσεις, και βαθμολογίες κάτι που τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου κάνουν. Εξάλλου, , σήμερα η εκπαίδευση αποσκοπεί στην μετάδοση στείρων γνώσεων και στην παραγωγή επαγγελματιών. Επίσης, σήμερα ο εκπαιδευτικός με την υποκειμενική του αξιολόγηση κολλάει μια ταμπέλα στον νέο λέγοντας του ότι είναι ``καλός΄΄ ή ``κακός΄΄ μαθητής ή φοιτητής, τουτέστιν άχρηστος … Ποίος, όμως, είναι ο αλάνθαστος που θα κρίνει έναν άνθρωπο και μάλιστα έναν νέο και θα καθορίσει την μετέπειτα επαγγελματική και κοινωνική του ζωή;
Η αγάπη των Αθηναίων νέων για το σχολείο φαίνεται από το μάθημα της μουσικής στο οποίο πήγαιναν παραταγμένοι σε ομάδες και σιωπηροί, χωρίς να οχλαγωγούν . Στα μαθήματα αναφέρθηκε ότι οι νέοι παρέμεναν κόσμιοι και σοβαροί, δεν έκαναν αστεία και ποτέ δεν αντιμιλούσαν στον δάσκαλο, κάτι που γίνεται κατά κόρον σήμερα. Εντούτοις, αν κάποιος μαθητής έδειχνε ασέβεια στο μάθημα και γελούσε ή έκανε φασαρία, τότε ο δάσκαλος τον χτυπούσε, είναι εμφανές ότι η αντιμετώπιση των άτακτων μαθητών στην αρχαία Αθήνα σωφρόνιζε τους ιδίους και παραδειγμάτιζε τους άλλους.Οι νέοι στην αρχαία Ελλάδα, έδειχναν σεβασμό στους μεγαλυτέρους και τους δασκάλους τους, και ας λέει ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (445 -385 π.Χ.) ότι πείραζαν τους γέροντες. Ο Αριστοφάνης, επί τη ευκαιρία, είναι γνωστός για την υπερβολή του (…ποιητική αδεία) και δεν μπορεί να προσφέρει αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες. Γνωστό παράδειγμα είναι το πώς παρουσιάζει τον Σωκράτη. Επιστρέφοντας στους νέους της Αθήνας, οι ``σωφρονιστές΄΄ και οι παιδαγωγοί ήταν αυτοί που επέβλεπαν τη συμπεριφορά τους που έπρεπε να ήταν κοσμία. Οι νέοι στέκονταν μπροστά στους ηλικιωμένους σιωπηρά, χωρίς να μιλούν – εκτός αν τους ρωτούσαν κάτι. Αν ήθελαν να πουν κάτι το έλεγαν χαμηλοφώνως, μιας και η δυνατή φωνή έδειχνε κακή αγωγή. Η ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα ήταν γενικά συγκρατημένη. Οι Έλληνες έφηβοι είχαν για διασκέδαση τις παλαίστρες, τα δημόσια γυμναστήρια και τις εορτές. Μάλιστα στα Παναθήναια της Αθήνας, εορτή προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αθηνάς, συμμετείχαν στην πομπή του πέπλου της προς το Ερέχθειο, ως αναβάτες σε άλογα, γεμίζοντας με μεγάλη περηφάνια τους Αθηναίους πολίτες. Οι νέοι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στην αγορά (τόπος συνάθροισης των Αθηναίων), ούτε στην Ηλιαία (δικαστήριο της Αθήνας).
Όπως προαναφέρθηκε, οι νέοι σέβονταν τους δασκάλους τους. Αυτό το έκαναν, όχι από φόβο ή ιδιοτέλεια αλλά επειδή συνειδητοποιούσαν τον παιδαγωγικό ρόλο του δασκάλου και γοητεύονταν από την μαγεία της εκπαίδευσης που δέχονταν.
Αναγνώριζαν ότι η σωματική και η ηθικοπνευματική τους αγωγή τους οδηγούσε στην ευδαιμονία, όπως άλλωστε συμφωνούσε και ο Πλάτωνας. Οι νέοι της Αθήνας συμμετείχαν στις εορτές της πόλεως με χορούς και χορωδίες. Τις εορτές αυτές αναλάμβαναν να χρηματοδοτήσουν υποχρεωτικά οι χορηγοί που ήταν εύποροι Αθηναίοι . Η χρηματοδότηση αυτή ονομαζόταν ``χορηγία΄΄ και δεν έχει καμία σχέση με τους συγχρόνους χορηγούς δηλαδή τις πολυεθνικές και τις μεγάλες εταιρίες που αυτοπροβάλλονται και πλουτίζουν από την διαφήμιση.
Στην αρχαία Αθήνα οι χορηγοί, οι πλούσιοι της πόλης, με δικά τους έξοδα πλήρωναν χοροδιδασκάλους που μάθαιναν στους νέους χορό και τραγούδι λυρικών ποιημάτων τα οποία και παρουσίαζαν στα θέατρα και στις διάφορες εορτές, μπροστά στο περήφανο για τα νιάτα του αθηναϊκό κοινό.
Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης είχε σχέση παιδιού προς μητέρας με την πολιτεία και απολάμβανε τα αγαθά της όπως την εκπαίδευση και της φιλοσοφικές της σχολές, το θέατρο, τους αγώνες, τις εορτές, τον αθλητισμό και γενικά τον πολιτισμό της. Γι’ αυτό, όπως προαναφέρθηκε, οι Αθηναίοι αυτοθυσιαζόταν στον πόλεμο, όχι μόνον για να μην χάσουν οι ίδιοι τα αγαθά της πόλης τους, αλλά να μην τα χάσουν οι επερχόμενες γενιές. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αρχαιοελληνικής παιδείας: η αρμονική, διαλεκτική σχέση πολίτη πολιτείας και η ανάδειξη της νέας γενιάς.
Οι νέοι στην Αθήνα, έπειτα από την βασική τους εκπαίδευση, έπαιρναν ανώτερη μόρφωση. Διδάσκονταν γεωμετρία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, ιατρική, ρητορική, φιλοσοφία και διάφορες τέχνες. Στην αρχαία Αθήνα οι νέοι μπορούσαν να μαθητεύσουν δίπλα σε κάποιον φιλόσοφο ή σοφιστή. Αυτοί δίδασκαν επί πληρωμή, με κάποιες εξαιρέσεις όπως του Σωκράτη και του σκυλοσόφου Διογένη. Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι δίδασκαν συνήθως στις στοές. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η Ακαδημία του Πλάτωνα, η Περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη, η ρητορική σχολή του Ισοκράτη, η σχολή του Επίκουρου, η Στοά του Ζήνωνα, η Κυνική σχολή του Αντισθένη, η Κυρηναϊκή σχολή του Αρίστιππου από την Κυρήνη (ελληνική αποικία στη Λιβύη) και η Μεγαρική σχολή του Ευκλείδη από τα Μέγαρα. Ιατρικές σχολές υπήρχαν στο νησί Κω – υπό την διεύθυνση του Ιπποκράτη, στην Πέργαμο (ελληνική πόλη στην Μ.Ασία), στην Κυρήνη, στον Κρότωνα (ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία) υπό την διεύθυνση του Αλκμαίονα, και αλλού.
Στην αρχαία Ελλάδα δινόταν τεραστία σημασία στην αγωγή, την εκπαίδευση και την παιδεία των νέων. Σήμερα δίδεται έμφαση μόνον στην στείρα και μονοδιάστατη εκπαίδευση που αποτελεί υποσύνολο της παιδείας … Τελικά, η αρχαιοελληνική παιδεία προβάλλεται ως ανεπανάληπτο επίτευγμα, μιας και αναδεικνύεται ως η μοναδική που ανέδειξε την προσωπικότητα των νέων και δεν τους αντιμετώπισε ως νούμερα ενός σχολείου. Σκοπός της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν η απόκτηση του αγαθού και του κάλλους, δηλαδή η ανάπτυξη του πνεύματος, της ψυχής και του σώματος. Έτσι, η πολιτεία αποσκοπούσε στην συγκρότησή της από ώριμους πολίτες με ηθικοπνευματική καλλιέργεια και σωματική ευεξία. Άλλωστε, οι Αθηναίοι πολίτες του 5ου π.Χ αιώνα, μεσώ της εκκλησίας του δήμου και της Βουλής των πεντακόσιων, αποφάσιζαν για την τύχη της πόλης. Δεν αποφάσιζε κάποιος τύραννος ή βασιλιάς ή αρχηγός ή με τα σημερινά δεδομένα κάποια κυβέρνηση που ``αντιπροσωπεύει΄΄ το λαό...
Η αγωγή των Αθηναίων έφηβων περιλάμβανε και την τέχνη του πόλεμου, γιατί ήταν οι μελλοντικοί στρατιώτες που θα προστάτευαν την πόλη από τους πολέμιούς της. Έτσι, ο λαός όριζε τους ``παιδοκρίτες΄΄ και ειδικούς δασκάλους που μάθαιναν στους εφήβους να μάχονται σαν οπλίτες και τους ασκούσαν στα όπλα (ξίφος, ακόντιο, δόρυ, τόξο, σφενδόνα,ασπίδα ). Η αγωγή των νέων στην Αθήνα κρατούσε ως τα 18 τους χρόνια, δηλαδή ως την ενηλικίωσή τους. Στα 18 τους οι νέοι γίνονταν πλέον Αθηναίοι πολίτες (αν οι γονείς τους ήταν Αθηναίοι), αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα και εντάσσονταν στην στρατιωτική δύναμη της πόλης. Όταν έφτανε τα 18 του ο Αθηναίος έφηβος έδινε τον ``όρκο των εφήβων΄΄ στο ιερό της Αγλαύρου που βρισκόταν βόρεια της Ακροπόλεως.
Αρχικά το Ιερό της Αγλαύρου τοποθετούνταν λανθασμένα και από παρεξήγηση μιας τοπογραφικής περιγραφής του Παυσανία, στο σπήλαιο της Μυκηναϊκής πηγής. Από νεότερες ανασκαφές του 1983 που διενήργησε ο Γεώργιος Δοντάς και η Αρχαιολογική Εταιρεία ξέρουμε ότι το ιερό βρίσκονταν στο μεγάλο σπήλαιο στην ανατολική πλαγιά της Ακρόπολης. Εκεί ανακαλύφθηκε μαρμάρινος κίονας και επιγραφή που χρονολογείται στο έτος του άρχοντα Πολυεύκτου και μνημονεύει την ιέρεια Τιμοκτίτη, θυγατέρα του Πολύνικου από τις Αφίδνες.Στο Ιερό της Αγλαύρου τελούνταν η ετήσια γιορτή των Αγλαυρίων,
Ο όρκος των εφήβων έλεγε:``Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά μου όπλα, δεν θα εγκαταλείψω στη μάχη τον συμπολεμιστή μου, θα αγωνισθώ για τα ιερά και την πόλη μου και θα την παραδώσω, όχι μικρότερη απ’ ότι την παρέλαβα, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, όσο οι δυνάμεις μου και οι συμπολίτες μου με βοηθήσουν.
Θα υπακούω στους άρχοντες και στους νόμους, τόσο τους ισχύοντες, όσο και σε αυτούς που θα θεσπιστούν στο μέλλον. Αν οποιοσδήποτε προσπαθήσει να ανατρέψει τους νόμους, θα τον εμποδίσω με σθένος και με την βοήθεια των συμπολιτών μου. Θα τιμώ πάντοτε τους πατέρες (προγόνους) μου και παίρνω για μάρτυρές μου: τους θεούς, τα όρια της πατρίδος μου, τα σιτηρά, τα αμπέλια, τις ελιές, τις συκιές, τα κριθάρια και όλα τα αγαθά που αυτή προσφέρει΄΄.
Η αρχαία Αθήνα φρόντιζε οικονομικά τις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων στον πόλεμο. Σημειώνεται ότι η Αθήνα ήταν η μοναδική πόλη όπου γινόταν η μεγαλειώδης τιμητική πομπή του ``Επιταφίου΄΄ για τους πεσόντες στη μάχη οι οποίοι θάβονταν σε περίλαμπρο τάφο και η αυτοθυσία τους για την πόλη ήταν η μέγιστη τιμή που μπορούσε να νιώσει η οικογένειά τους και οι απόγονοί τους. Σε ό,τι αφορά την ανατροφή των ορφανών των νεκρών ανδρών, αυτή άρχιζε από τη στιγμή του θανάτου του πατέρα τους και κρατούσε μέχρι τα 18 τους χρόνια, όποτε και ενηλικιώνονταν.
Εστία μαγειρέματος |
Mαγειρική εστία (εσχάρα) και 2 σύγχρονοι μεταλλικοί οβελοί 460 - 440 π.Χ. Αθήνα |
Απόληξη καμινάδας αθηναϊκής οικίας |
Η πλειοψηφία των ιδιωτικών σπιτιών της Αθήνας ανήκε, βέβαια, στην κατηγορία των μέτριων σπιτιών, ή καλύτερα ήταν ένα είδος καλύβας αποτελούμενης από δυο μικροσκοπικά καλυβάκια το ένα επάνω στο άλλο, που έβλεπαν απευθείας στο δρόμο.
Οι στέγες τις περισσότερες φορές ήταν ίσιες, τα δωμάτια του ισογείου δεν είχαν παράθυρα, το φως της αυλής έμπαινε από τη θύρα.
Τα δωμάτια του επάνω πατώματος όμως είχαν παράθυρα, κι από εδώ άρεσε στις γυναίκες να παρακολουθούν την κίνηση του δρόμου.Τα σπίτια δεν είχαν ξύλινες θύρες, εκτός από εκείνη που έβγαζε στο δρόμο και τη θύρα του δωματίου όπου φύλαγαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Στα άλλα δωμάτια μπροστά στις θύρες υπήρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα.
Τα σπίτια των ευκατάστατων ανθρώπων ήταν επιπλωμένα αρκετά πλούσια. Ας αρχίσουμε από τα καθίσματα.
Υπήρχαν καθίσματα με ερεισίνωτο ή χωρίς ερεισίνωτο, καθώς και ο θρόνος, δηλαδή ένα κάθισμα με υψηλό ερεισίνωτο.(ειδικό στήριγμα πλάτης ή ποδιών)
Στο θρόνο καθόταν ο οικοδεσπότης. Ήταν τόσο ψηλός, που για να μπορέσεις να καθίσεις σ' αυτόν έπρεπε να πατήσεις σ' ένα ειδικό καθισματάκι. Πάνω στα καθίσματα ήταν στρωμένα μαξιλάρια σκεπασμένα χαλάκια και στις πλάτες ήταν ριγμένα καινούργια καλύμματα.
Τα κομψά κρεβάτια Κλίνες είχαν πόδια σταυρωτά, όπως και τα καθίσματα.
Υπήρχαν κι άλλα είδη, με ίσια πόδια και με μικρό ερεισίνωτο στην άκρη και στη μια πλευρά, όπως στα μοντέρνα ντιβάνια.
Για σκεπάσματα χρησιμοποιούσαν κουβέρτες, δέρματα προβάτων και γούνες, ανάλογα με τον καιρό. Το κρεβάτι ήταν το κύριο έπιπλο των αρχαίων Ελλήνων, γιατί διάβαζαν, έγραφαν και σκέφτονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους.
Καλάθα κρεμασμένη και κρεβάτι |
Πολύ πιο γερές ήταν οι καλάθες, που δεν έλειπαν από τα σπίτια των Αθηναίων, οι οποίες αντικαθιστούσαν τις ντουλάπες. Οι καλάθες ήταν τόσο μεγάλες, που καθεμιά τους μπορούσε να χωρέσει δύο ανθρώπους.
Οι καλάθες έκλειναν με κάτι βαριές κλειδαριές και συχνά ήταν στολισμένες με κεντίδια, εγκόλλητα, γεωμετρικά σχήματα κ.ά. Στο σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα αγγεία. Αυτά είχαν διάφορες μορφές και διαστάσεις και πολλές φορές ήταν ωραία.
Τα στόμια των αμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το αγγείο στο οποίο αναμίγνυαν στο τραπέζι το κρασί με νερό ονομαζόταν κρατήρας. Ο κρατήρας είχε σχήμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δυο χερούλια.
Το σερβίτσιο του κρασιού συμπληρωνόταν με τις οινοχόες, αγγεία με ένα χερούλι κι ένα στόμιο απ' όπου χυνόταν το ποτό, και τον σκύφο, ένα είδος κυπέλλου ή κανάτας με ψηλό χερούλι.
Εξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεία που χρησιμοποιούνταν για το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι και τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ήταν ένα κέρατο πελεκημένο και γλυμμένο στη μυτερή του άκρη, που είχε μορφή κεφαλής ζώου, συνήθως κριαριού. Εδώ, στο κεφάλι, υπήρχε μια τρύπα για να χύνεται το υγρό, που έκλεινε με ένα μικρό καπάκι.
Τα δοχεία του φαγητού των Ελλήνων μας είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν η χύτρα, ένα δοχείο με πόδια ή χωρίς πόδια, αλλά με κυκλικό πυθμένα, για να μπορεί να κάθεται σε τρίποδα. Στη χύτρα έβραζαν κρέας και λαχανικά. Για τα ψάρια υπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεία. Το ψωμί και τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Μια σκάρα, μαχαίρια και πιρούνια συμπλήρωναν τα εξαρτήματα του μαγειρείου.
Όλα τα δοχεία των Αθηναίων κατά την αρχαιότητα ήταν φτιαγμένα από κόκκινο ή κιτρινωπό, πηλό που τον προμηθεύονταν από τα κεραμουργεία των προαστίων της πόλης. Στο κόκκινο βάθος του αγγείου ζωγράφιζαν ωραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεία αναφέρονται για πρώτη φορά στον Αριστοφάνη. Προηγουμένως από γυαλί κατασκεύαζαν μόνο κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια.
Ο χρόνος μετριόταν με το ρολόι: το γνώμονα, ένα ηλιακό ρολόι, εγκατεστημένο στον κήπο του σπιτιού, και την κλεψύδρα, ένα ρολόι με νερό, με το οποίο μετριόταν ο χρόνος ανάλογα με την ποσότητα του νερού που έτρεχε ομοιόμορφα σ' ένα δοχείο. Ορισμένα σχέδια σε αρχαία ελληνικά αγγεία παριστάνουν σκηνές από τη ζωή και τις ασχολίες των γυναικών. Τα σχέδια αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με το θέμα τους: οικιακές ασχολίες, καλλωπισμός των γυναικών και διασκεδάσεις τους στην αποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη.
Ενδυμασία
Η γυναικεία ενδυμασία εκείνης της εποχής δεν έθετε ζητήματα κοπτικής αλλά απαιτούσε μεγάλη ευχέρεια στην τέχνη του στολισμού. Τα γυναικεία ενδύματα, όπως και τα αντρικά, χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στην ελαφρά εσωτερική ενδυμασία και σ' ένα φόρεμα πιο χοντρό, τον πέπλο, που φοριόταν από πάνω. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον αντρικό, ήταν απλό, μακρύ πουκάμισο, που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι.
Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στο θώρακα ή στους γοφούς. Κάποτε ο χιτώνας είχε σχιστά μανίκια. Οι άκρες του πιάνονταν με μια πόρπη από το δεξιό ώμο ή τις έδεναν φιόγκο πάνω στο στήθος. Στις παρυφές ο χιτώνας ήταν στολισμένος με μια ταινία άλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου.
Την ενδυμασία των γυναικών την έφτιαχναν από μάλλινο ύφασμα, πανί και λινάρι και ένα ύφασμα από άγνωστο υλικό, πολύ λεπτό και διάφανο, όπως η μουσελίνα. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν: κίτρινο, κόκκινο, ερυθρό, πράσινο ανοιχτό, πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ανοιχτό και λευκό. Τους άρεσαν υφάσματα με σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα και κεντήματα. Μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για τα κεντητά πέπλα αν κοιτάξουμε τα σχέδια των αγγείων ή αν διαβάσουμε στον Αισχύλο την περιγραφή της ενδυμασίας του Ορέστη.
Στο δρόμο οι γυναίκες σπάνια φορούσαν στο κεφάλι τους καλύμματα, αλλά όταν έβγαιναν έξω από την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή κορυφή. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια, υποδήματα λευκά ή κίτρινα και ένα είδος ψηλά άρβυλα. Όταν έβγαιναν στο δρόμο έπαιρναν μια ομπρέλα (σκιάδιο) και ένα ριπίδι από φτερά παγονιού ή ένα πιο ελαφρύ από ξύλο, με μορφή λωτού.
Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδή ή μακριά σκουλαρίκια, χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αυτά τα φορούσαν στο πάνω μέρος του βραχίονα), δαχτυλίδια και κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στην κλείδωση του χεριού.
Ο καθρέφτης ήταν ένα αντικείμενο που δεν έλειπε από τη ζωή της γυναίκας. Οι καθρέφτες γίνονταν από καλοδουλεμένο μέταλλο κι είχαν ένα χερούλι λιγότερο ή περισσότερο στολισμένο. Όταν οι εταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες τους στην Αφροδίτη για την προστασία και τη μέριμνα που τους είχε η θεά.
Καλλωπισμός
Οι Ελληνίδες είχαν μακριά και πυκνά μαλλιά. Τα έπλεκαν και τα έκαναν βοστρύχους και πλεξούδες, τα έπιαναν με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Στις ελεύθερες γυναίκες το κοντό μαλλί ήταν σημάδι πένθους ή αναγνώριση γηρατειών. Οι δούλες είχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά.
Οι Ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμα για να ασπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναίκες είχαν ολόκληρο εργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και αρωματικές ουσίες, δοχεία με κρέμες.
Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν μολύβια ή ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ή με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο.
Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Οι γυναίκες έβαζαν πολλά μυρωδικά, όπως άλλωστε και οι άντρες, πράγμα που φαίνεται από τις πικρές μομφές του Σωκράτη.
Διασκεδάσεις
Η μουσική κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας. Οι θωπευτικοί τόνοι της λύρας και τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου αντηχούσαν συχνά στα διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οι .Έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση.
Οι Έλληνες προτιμούσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Για τις διάφορες κλίμακες υπήρχαν ειδικές ονομασίες. Οι νότες της φωνητικής μουσικής και της ενόργανης μουσικής ήταν επίσης διαφορετικές. Η αρμονία ήταν ξένη προς την ελληνική μουσική. Παρ' όλο που οι Έλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιούσαν μονάχα την κλίμακα που την ονόμαζαν αντιφώνηση. Συνήθως τραγουδούσαν σε μια φωνή.
Μια άλλη διασκέδαση των γυναικών ήταν τα οικιακά ζώα και τα πουλερικά. Είχαν σκυλιά και γάτες παιχνιδιάρικες, που τους άρεσε να παίζουν με τις κλωστές από ένα ατέλειωτο κέντημα, κοκόρια και κότες, χήνες, κάργες αυθάδικες, που ήξεραν να σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες και να κρατούν μια μικροσκοπική ασπίδα, γερανούς, πέρδικες και άλλα εξημερωμένα πουλιά, που τις εικόνες τους μπορεί να τις δει κανείς στα σχέδια των αγγείων.
Μια εποχή έγιναν της μόδας οι πίθηκοι της Αιγύπτου, αλλά πιθήκους μπορούσε να δει κανείς πιο σπάνια και δεν ήταν εύκολο να τους προμηθευτεί.
Μα θα ήταν μεγάλο λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλες οι Αθηναίες περνούσαν τον καιρό τους μπροστά στον καθρέφτη ή χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Η τέχνη του 5ου-4ου αιώνα παρουσίασε ιδιαίτερα τη ζωή της εύπορης γυναίκας. Υπήρχε όμως και μια άλλη ζωή γυναίκας, που συνήθως οι καλλιτέχνες αγνοούσαν.
Η σκληρή, η πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων άπορων οικογενειών δεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους και τους ποιητές του ισχυρού ναυτικού κράτους. Η αθηναϊκή τέχνη εμπνέεται από τις πτυχώσεις των κομψών ενδυμάτων κι όχι από τους χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτώνες που αποτελούσαν την αμοιβή του καθημερινού μόχθου. Η ζήτηση γεννάει την προσφορά. Εκείνοι που πλήρωναν τα αγάλματα και τα αγγεία δεν θα έδιναν χρήματα για τόσο αποκρουστικές εικόνες, ενώ οι λίγοι οβολοί των φτωχών δεν προορίζονταν για την αγορά αντικειμένων πολυτελείας. Συχνά δεν έφταναν ούτε για το καθημερινό ψωμί.
Οι φτωχές
Παρ' όλα αυτά στις εμπνευσμένες ομιλίες των θεών και των ηρώων αντηχούσε και η γεμάτη φροντίδες ζωή του Αθηναϊκού δήμου.
Η γυναίκα του λαού, η γυναίκα του μόχθου, η κουρασμένη, η πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιών, ενώ στις κωμωδίες του Αριστοφάνη κλαίει μπροστά σ' όλους τη μαύρη της τύχη.
Στις φτωχές οικογένειες η γυναίκα δουλεύει δίπλα στον άντρα. Σε μια επιγραφή γίνεται λόγος για τη γυναίκα ενός χρυσοχόου που βοηθάει τον άντρα της να φτιάχνει περικεφαλαίες για τις παρελάσεις και να τις επιχρυσώσει.
Η ανάγκη υποχρεώνει την Αθηναία να κάνει ακόμα και δουλειές δούλας, να εργαστεί σαν τροφός.
Πώληση τροφίμων στην Αγορά |
Πλύσιμο ρούχων |
Μονότονα κυλούσε η ζωή μονάχα της εύπορης γυναίκας. Η υποδεέστερη όμως θέση της και η υπακοή που όφειλε στο σύζυγο δεν την εμπόδιζαν να του Βάζει συχνά τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Είναι γνωστή η διαβεβαίωση του Θεμιστοκλή ότι ο μικρότερος γιος του είχε τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους Έλληνες, γιατί "επικεφαλής των Ελλήνων Βρίσκονται οι Αθηναίοι, επικεφαλής των Αθηναίων είναι αυτός, αυτόν τον διευθύνει η γυναίκα του και τη γυναίκα του ο γιος του!".
Διαζύγια
Το διαζύγιο, το σχεδόν άγνωστο στην ομηρική εποχή, έγινε την κλασική εποχή τόσο συχνό, που οι Έλληνες ρήτορες θεωρούσαν την προίκα σαν απόλυτα αναγκαίο μέτρο για τη σταθερότητα της συζυγικής ζωής. Κι αυτό γιατί σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος όχι μονάχα να επιστρέψει στον πατέρα ή τον κηδεμόνα της γυναίκας του την προίκα που είχε πάρει, αλλά να προσθέσει κι ένα συμπλήρωμα 18%, πράγμα που δεν ήταν εύκολο στον καθένα. Εκτός όμως απ' αυτή την υλική ζημιά, η ελληνική νομοθεσία δεν έβαζε κανενός άλλου είδους εμπόδια για το διαζύγιο.
Υπήρχαν δύο ειδών διαζύγια, η αποπομπή, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση του συζύγου, και η απόλειψις, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση της συζύγου.
Η πρώτη περίπτωση δεν παρουσίαζε καμιά απολύτως δυσκολία... Αν ο σύζυγος ήθελε να χωρίσει τη σύζυγο, την έστελνε στους συγγενείς της, (με επαυξημένη την προίκα της βέβαια) αφού κρατούσε τα παιδιά. Κανένας δεν ρωτούσε γιατί το έκανε. Οι αιτίες μπορεί να ήταν οι πιο διαφορετικές. Αλλά υπήρχε μια αιτία, η οποία οδηγούσε αναπόφευκτα στο διαζύγιο: αν δεν είχε παιδιά, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να χωρίσει τη γυναίκα. Στους Έλληνες ο γάμος θεωρούνταν ιερός θεσμός, καθιερωμένος από τους προγόνους. Τα παιδιά ήταν οι συνεχιστές των παραδόσεων του γένους και της οικογένειας.
Όταν πέθαινε ο πατέρας, τα παιδιά έπρεπε να συνεχίσουν τη λατρεία των προγόνων και να τιμούν τον τάφο του πατέρα τους. Οι Έλληνες θεωρούσαν τη συζυγική ζωή σαν μια ανάγκη, στην οποία οι αμοιβαίες προτιμήσεις των νέων δεν είχαν καμιά σημασία, πολύ περισσότερο που βλέπονταν, συνήθως, για πρώτη φορά την ώρα του γάμου. Γάμος σήμαινε θεμελίωση οικογένειας και γέννηση παιδιών κάτι το οποίο θεωρείτο η βάση της αρχαιοελληνικής κοινωνίας σε αυτό βασιζόταν ο στρατός ο πλούτος και η δύναμη μιας πόλεως ,για αυτό η μνημόνευση των προγόνων του οίκου ήταν τόσο σημαντική αλλά και για να μπορεί ο πατέρας να παρουσιάσει στη φατρία και στο δήμο του, παιδιά πολλά και ωραία, το ιδανικό της οικογενειακής ευτυχίας,συνεπώς την δύναμη της πόλης.
Την τελευταία ημέρα των θεσμοφορίων γίνονταν διαγωνισμοί για την εκλογή των ωραιότερων παιδιών. Και οι μάνες των βλασταριών που αναγνωρίζονταν σαν τα πιο ωραία, γύριζαν τη μέρα αυτή στο σπίτι περήφανες κι ευτυχισμένες.
Ένας άντρας άκληρος, συνεπώς ένας άντρας που είχε τη δυσμένεια των θεών, θεωρούνταν μισός πολίτης και πολυάριθμα αξιώματα, όπως π.χ. του άρχοντα και του στρατηγού, του ήταν απρόσιτα. Τις περισσότερες φορές οι άκληρες οικογένειες υιοθετούσαν τα παιδιά άλλων. Το υιοθετημένο παιδί δεχόταν τη λατρεία των προγόνων των καινούργιων του γονιών και ξέκοβε ολοκληρωτικά από την πραγματική του οικογένεια. Επίσης, υπήρχε η συνήθεια της αγοράς παιδιών,φυσικά για μια καλύτερη ζωή του.
Το διαζύγιο με αίτηση της γυναίκας ήταν δύσκολο. Η γυναίκα έπρεπε να παρουσιαστεί προσωπικά στον άρχοντα και να του παρουσιάσει αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει το δίκαιο του αιτήματος της. Επειδή η Αθηναία θεωρούνταν « υποδεέστερη » γιατί ήταν εξαρτημένη, κι αυτή η απλή τυπική πράξη συναντούσε μεγάλες δυσκολίες.
Η κατάσταση αυτή φαίνεται θαυμάσια από την περιγραφή της απόπειρας διαζυγίου της γυναίκας του Αλκιβιάδη, που μας άφησε ο Πλούταρχος.
Ο Πλούταρχος θεωρεί εξαντλημένο το πρόβλημα και ασχολείται με τα σκυλιά του Αλκιβιάδη. Αν πάρουμε υπόψη μας ότι η Ιππαρέτη έδωσε στον Αλκιβιάδη δέκα τάλαντα προίκα και ότι ο Αλκιβιάδης περίμενε άλλη τόση κληρονομιά μετά το θάνατο του πεθερού του, του Ιππόνικου, η ασυνήθιστη προσήλωσή του στους συζυγικούς δεσμούς γίνεται ευκολονόητη.
Ο άντρας όμως δεν ήταν δεμένος με τίποτα εκτός από την προίκα. Μπορούσε μάλιστα να παντρέψει τη γυναίκα του με άλλον, χωρίς καν να ζητήσει τη συμφωνία της, όπως έκανε κι ένας πολίτης τόσο ενάρετος όπως ο Περικλής, πράγμα που δεν έβλαψε στο ελάχιστο τη φήμη του.
Εταίρες
Εντελώς διαφορετικά ζούσαν οι εταίρες. Σε διάκριση από τις άλλες γυναίκες, αυτές είχαν γνώσεις της λογοτεχνίας και δεν τους ήταν ξένη η τέχνη. Όχι, βέβαια, όλες. Οι εταίρες που δεν ήξεραν να παίζουν μουσικά όργανα ή τουλάχιστον να τραγουδούν και δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους καλεσμένους με τις γνώσεις τους και με το λεπτό τους πνεύμα, είχαν ένα εύγλωττο παρατσούκλι: τις έλεγαν "πεζές δαμάλες", όπως λέγαν τους οπλίτες πεζούς, γιατί βάδιζαν βήμα χωρίς μουσική, και σε διάκριση από το ιππικό, που συνοδευόταν πάντα από μουσικούς. Αυτή η κατηγορία των εταίρων ήταν πολυάριθμη, μα η ανάμνηση τους δεν κράτησε πολύ καιρό.
Η θέση των καλλιεργημένων και μορφωμένων εταίρων ήταν τελείως διαφορετική. Στα σπίτια τους μαζεύονταν πλήθος οι νέοι. Τις θαύμαζαν, έστηναν γι' αυτές χρυσά αγάλματα, οι ποιητές τις εγκωμίαζαν στα έργα τους. Πολλές έγιναν διάσημες για την εξυπνάδα και το πνεύμα τους, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές επιγραμμάτων που γράφτηκαν από εταίρες. Σύζυγος, εταίρα ή δούλη, να οι τρεις δρόμοι που επεφύλασσε η τύχη σε μια γυναίκα στην Αθήνα.
Εταίρες χορεύουν γύρω από ομοίωμα φαλλού σε θρησκευτική τελετή 5ος αι. π.Χ. |
Γηρατειά
Και σε όποιον απ' αυτούς την οδηγούσε η μοίρα, γρηγορότερα ή αργότερα την έβρισκε η αρρώστια ή τα γηρατειά. Στη θύρα του σπιτιού συγγενείς ή φίλοι θα σκαλώσουν δυο κλάδους: έναν ελιάς για να φυλάει την άρρωστη απ' τα κακά πνεύματα και έναν δάφνης για να της εξασφαλίζει την ευμένεια του Απόλλωνα.
Θα κληθεί κι ο γιατρός, αλλά όχι αμέσως. Πρώτα θα ζητηθεί η βοήθεια ενός από τους πολυάριθμους ονειροεξηγητές και θα του διηγηθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια τα όνειρα της άρρωστης. Αν ονειρεύτηκε πως τελείωσε την ύφανση ενός ιματίου για τον άντρα της κι όταν σηκώθηκε από τον αργαλειό τον έσπρωξε προς τον τοίχο, τα προμηνύματα είναι άσχημα. Μπορεί η αρρώστια να 'χει μοιραίο τέλος, γιατί η ζωή της γυναίκας είναι αδιανόητη χωρίς αργαλειό" ακόμα και στον τάφο της βάζουν ένα αδράχτι.
Με την επίδραση μεγάλης αμοιβής ο ερμηνευτής θα γλυκάνει ίσως την προφητεία, προλέγοντας μονάχα βαριά αρρώστια. Αν όμως η αμοιβή τού φανεί ανεπαρκής, θα δηλώσει ανοιχτά ότι το όνειρο αυτό σημαίνει θάνατο και ότι οι συγγενείς δεν πρέπει να λυπηθούν, γιατί την ίδια τύχη είχαν κι η Ανδρομάχη κι η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα, αν και ήταν πιο ωραίες και πιο νέες από την άρρωστη.
Μπορεί να δοκιμάσει να εξουδετερώσει τις ολέθριες συνέπειες του ονείρου, διηγώντας το όταν φανούν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τότε, όπως ισχυρίζονταν οι γέροι, και το πιο κακό όνειρο χάνει τη δύναμή του. Αλλά το καλύτερο απ' όλα είναι να απευθυνθεί κανείς κατευθείαν στο θεό θεραπευτή, στον Ασκληπιό, και στις δυο θυγατέρες του, την υγεία και την πανάκεια, οι οποίες, αν θέλουν, μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια. Οι ιερείς του ναού του Ασκληπιού της Επιδαύρου (πόλης της Πελοποννήσου) είχαν τοποθετήσει μπροστά στο ιερό μια μεγάλη επιγραφή, όπου απαριθμούνταν όλα τα θαύματα που είχε κάνει ο θεραπευτής θεός, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Έλληνες. Σύμφωνα με τη γνώμη των ιερέων, ακόμα και οι πιο φανατισμένοι σκεπτικιστές έπρεπε να πειστούν για τη θαυματουργή δύναμη του Ασκληπιού. Για παράδειγμα, μια Αθηναία που την έλεγαν αμβροσία, τυφλώθηκε απ' το ένα μάτι κι ήρθε στο ναό, ζητώντας θεραπεία, αλλά δεν έδειξε στο ιερό τον πρεπούμενο σεβασμό.
Οι άρρωστοι ξαπλώνονταν σ' ένα ειδικό διαμέρισμα του ναού και η θεραπεία γινόταν πάντα στη διάρκεια του "ιερού ύπνου". Μα επειδή ύστερα από κάθε θαύμα έπρεπε να φέρουν στο θεό ένα μεγάλο ανάθημα, μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να θεραπευθούν στο ναό του Ασκληπιού. Κι αν ακόμα οι ιερείς έκαναν ορισμένα "θαύματα" για να προσελκύσουν τους πιστούς, στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν ξαπλωθούν οι άρρωστοι στο ναό, τους περιποιούνταν σύμφωνα μ' όλους τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, που την κατείχαν πολύ καλά. Χρησιμοποιούσαν τη δίαιτα κι ένα αυστηρό σύστημα ύπνου, περιπάτους και εντριβές, για να θεραπεύουν τα πρηξίματα, τα έλκη και τις ασθένειες του στομαχιού. Τα "θαύματα" χρησιμοποιούνταν λοιπόν σαν δολώματα, γιατί κάθε θεραπεία έπρεπε να πληρωθεί και αν κάποιος προσπαθούσε να γελάσει το θεό στο πρόσωπο του εκπροσώπου του, τιμωριόταν χωρίς αργοπορία. Οι ιερείς φρόντιζαν αυτό να το ξέρει όλος ο κόσμος.
Αν τα οικονομικά δεν επέτρεπαν στην άρρωστη να θεραπευθεί από τον Ασκληπιό, την πήγαιναν να τη δουν οι γιατροί. Στην Ελλάδα υπήρχαν κάμποσες ιατρικές σχολές, απ' τις οποίες η πιο γνωστή ήταν αυτή που άνοιξε στη νήσο Κω "ο πατέρας της ιατρικής", ο Ιπποκράτης. Αν οι μαθητές του επιθυμούσαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στη θεραπεία των ασθενών, έπρεπε να δώσουν έναν ειδικό όρκο, που τον είχε συντάξει προσωπικά ο Ιπποκράτης.
Παρ' όλα αυτά, κάθε άλλο παρά όλοι οι ιδιώτες γιατροί, που ήταν πολυάριθμοι στην Αθήνα, ακολουθούσαν τη συμβουλή του Ιπποκράτη, να θεραπεύουν τους ασθενείς χωρίς να απαιτούν μεγάλη αμοιβή. Η πλειοψηφία προτιμούσε να μετατρέψει την τέχνη σ' ένα προσοδοφόρο επάγγελμα.
Υπήρχαν και πολλοί τσαρλατάνοι που παρίσταναν το γιατρό. Εναντίον τους πάλεψε επίμονα, αλλά σχεδόν μάταια, ο μεγάλος Ιπποκράτης, ο οποίος διακήρυττε ότι ο γιατρός πρέπει να απασχολείται με την υγεία του αρρώστου κι όχι με τα χρήματα. Οι τσαρλατάνοι αυτοί προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους ασθενείς φτιάχνοντας στις κατοικίες τους ειδικά "ιατρεία", προικισμένα με λουτήρες, με ασημένια εργαλεία, βεντούζες για να παίρνουν αίμα καθώς και διάφορες θεραπευτικές αλοιφές. Τα φάρμακα τα παρασκεύαζαν τότε οι ίδιοι οι γιατροί. Μερικοί απ' αυτούς πουλούσαν στην αγορά φάρμακα για όλες τις αρρώστιες. Δεν υπήρχε κανένας υγειονομικός έλεγχος για να παρακολουθεί την εργασία των γιατρών.
Υπήρχαν και γιατροί του κράτους, που η δράση τους εγκωμιαζόταν κάποτε με ειδικές αποφάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Αυτοί είχαν ιατρεία που δέχονταν τους αρρώστους και τους βοηθούσαν υγειονομικά. Το βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό αποτελούνταν εν μέρει από δούλους ειδικά εκπαιδευμένους. Κατά κανόνα οι βοηθοί αυτοί περιποιούνταν αποκλειστικά τους δούλους.
Ο γιατρός που κατάγεται από ελεύθερους ανθρώπους επισκέπτεται τους αρρώστους το πρωί και το βράδυ. Ο γιατρός αυτός παίρνει υπόψη του "τη γενική κατάσταση της ατμόσφαιρας και το ξεχωριστό κλίμα κάθε περιοχής, τις συνήθειες και τον τρόπο της ζωής της άρρωστης, το είδος των συνηθισμένων ασχολιών της, την ηλικία, την ομιλία, τις δεξιότητες, τις σκέψεις, τα όνειρα, την αϋπνία, το περιεχόμενο και το χρόνο που βλέπει τα όνειρα, τον τρόπο των χειρονομιών, τα δάκρυα, το τρεμούλιασμα", κι άλλα συμπτώματα της αρρώστιας. Αφού συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία, ο γιατρός της παραγγέλνει τι φάρμακο πρέπει να πάρει, το παρασκευάζει με το χέρι του και της το δίνει να το πιει.
Αν η άρρωστη γίνει καλά, τότε προσφέρει στο θεό γύψινο ομοίωμα των οργάνων, ή του μέλους του σώματος που είχε αρρωστήσει: ένα πόδι, ένα χέρι, ένα μάτι, ένα αυτί, μια μύτη κ.λπ.
Θάνατος
Αν η θεραπεία δεν βοήθησε και το μοιραίο τέλος έγινε αναπόφευκτο, τότε η μελλοθάνατη κόβει μερικούς βοστρύχους για να τους προσφέρει δώρο στον Απόλλωνα και την αδελφή του την Άρτεμη. Οι συγγενείς και φίλοι μαζεύονται λυπημένοι γύρω από το κρεβάτι για να ακούσουν και να φυλάξουν με φροντίδα τα τελευταία λόγια της. Την υποχρέωση αυτή αναλαμβάνει ο πιο στενός από αίμα συγγενής. Οι άλλοι θα χτυπήσουν δυνατά τα ορειχάλκινα αγγεία, που τα μετέτρεψαν για την ευκαιρία σε σήμαντρα, για να διώξουν τα κακά πνεύματα, που, όπως είναι γνωστό, δεν μπορούν να υποφέρουν τόσο βίαιους θορύβους.
Πίστευαν πως χάρη στη φοβερή φασαρία η ψυχή θα καταφέρει να ξεφύγει από την ακούραστη επαγρύπνηση των ερινυών και να φτάσει ανεμπόδιστη στα Ηλύσια πεδία, όπου θα αναπαυτεί ήσυχα. Οι Έλληνες πίστευαν ότι ο κόσμος των νεκρών, ο Άδης, χωρίζεται σε δύο μέρη εντελώς διαφορετικά: το δεξιό μέρος, που προορίζεται για τους αγαθούς ανθρώπους, που οι ψυχές τους ζούσαν εδώ ήσυχα κι ευτυχισμένα, και το αριστερό μέρος, τον τρομερό Τάρταρο, όπου βασανίζονταν οι ψυχές των άτιμων και εγκληματιών. Η κύρια αποστολή των ερινυών ήταν ακριβώς να πετάξουν τις ψυχές στον Τάρταρο.
Της νεκρής της κλείνανε τα μάτια και το στόμα για να 'χει όσο το δυνατό πιο κόσμια εμφάνιση και της κάλυπταν το πρόσωπο με ένα πανί. Αυτό το έκανε ο σύζυγος, ο αδελφός, η αδελφή ή ο γιος. Θλιβερή είναι η τύχη εκείνης που δεν έχει ένα φιλικό χέρι για να της προσφέρει την υπηρεσία αυτή.
Οι γυναίκες θα πλύνουν το σώμα με ζεστό νερό, θα το αλείψουν με αρωματικά έλαια, θα το ντύσουν και θα το καλύψουν μ' ένα σεντόνι λευκό. Στο μέτωπο θα βάλουν ένα στεφάνι από χρυσό ή από κερί. Το κρεβάτι του πόνου της μακαρίτισσας θα στολιστεί με πράσινα κλαδιά και με στεφάνια λουλουδιών, έπειτα θα το τοποθετήσουν σε ένα δωμάτιο που να βλέπει στην αυλή, με τα πόδια προς τη θύρα, σημάδι πως δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. Εδώ η νεκρή θα μείνει ένα μερόνυχτο και θα τη φυλάνε οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Οι φίλοι του σπιτιού θα 'ρθουν να δώσουν τον τελευταίο χαιρετισμό κι όταν φύγουν δεν θα ξεχάσουν να πλύνουν τα χέρια με τρεχούμενο νερό, γιατί μπαίνοντας σε ένα σπίτι που το επισκέφτηκε ο θάνατος έχουν μολυνθεί. Όλο τον καιρό που η νεκρή βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα πόδια προς τη θύρα, τα μαλλιά της θα είναι κρεμασμένα στην εξώθυρα σε ένδειξη πένθους.
Την άλλη μέρα πριν την ανατολή του ήλιου, που δεν πρέπει να δει αυτό το όχι καθαρό θέαμα, η νεκρική πομπή θα κατευθυνθεί προς το κοιμητήριο. Αν στο σπίτι επιτρεπόταν να μοιρολογήσεις και να κλάψεις, στο δρόμο, σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε τον καιρό του Σόλωνα, η τήρηση της ησυχίας ήταν υποχρεωτική. Πίσω από τη νεκρή, που είναι τοποθετημένη σε μια νεκροφόρα και σκεπασμένη με λευκά σεντόνια, βάδιζαν σιωπηλοί πρώτα οι άντρες, έπειτα οι γυναίκες, οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Μπορούσαν να πάρουν μέρος και άλλες ηλικιωμένες γυναίκες το λιγότερο 60 χρόνων. Όλοι οι συγγενείς σε ένδειξη πένθους φορούν ενδύματα κλειστού χρώματος και έχουν κοντά κομμένα τα μαλλιά τους.
Το πήλινο φέρετρο θα κατεβεί στο ξηρό χώμα, το φρυγμένο απ' τον ήλιο της αττικής. Για να μην υποφέρει η νεκρή από δίψα, κοντά στο φέρετρο θα τοποθετήσουν έναν αμφορέα με νερό. Θα αφήσουν επίσης διάφορα αγγεία και στο στόμα της θα βάλουν έναν οβολό, για να πληρώσει τον χάροντα, το βαρκάρη που θα την περάσει από το ποτάμι της Στυγός στον κόσμο των νεκρών. Θα της δώσουν ίσως και μια πίτα με μέλι για να ημερέψει τον άγριο κέρβερο, το τρικέφαλο σκυλί που φυλάει την είσοδο του Άδη.
Το μνήμα σκεπάστηκε με χώμα και στο κεφάλι της νεκρής τοποθετήθηκε μια στήλη, στην οποία είναι γραμμένο το όνομα της νεκρής και μια μονάχα λέξη "χαίρε!". Προφέροντας για τελευταία φορά το "αναπαύου εν ειρήνη", αυτοί που πήραν μέρος στη νεκρική συνοδεία θα χαιρετίσουν τη μακαρίτισσα. Θα σπεύσουν έπειτα να εξαγνιστούν από το μίασμα, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να 'ρθουν σε επαφή μ' άλλους ανθρώπους κι ούτε να πατήσουν σε ναό.
Η κατοικία της νεκρής θα πλυθεί επίσης με νερό και στην εστία θα ρίξουν κομματάκια θειάφι.
Οι μέρες του μήνα του πένθους περνούν γρήγορα.. Ύστερα από πολλούς αιώνες, οι αρχαιολόγοι, καθαρίζοντας προσεχτικά την ανώμαλη επιφάνεια, τη φαγωμένη απ τις βροχές και τους ανέμους, της επιτύμβιας στήλης, θα διαβάσουν το όνομα αυτής που βρήκε τελευταίο καταφύγιο στον τάφο αυτό. Θα βρουν εκεί τον αμφορέα και τα άλλα αγγεία, ορισμένα ίσως ανέπαφα, καθώς και τον οβολό που τον περιμένει μάταια ο Χάροντας.
Στην Αθήνα η μέρα αρχίζει όπως στη φύση, με την ανατολή του ήλιου. Στον Αθηναίο δεν άρεσε η τεμπελιά. Πλούσιος ή φτωχός, σηκωνόταν μόλις φώτιζε η μέρα. Αλλιώς ούτε ήταν δυνατό. Η ζωή της Αθήνας ήταν έτσι ρυθμισμένη, που εκείνος που θα επέτρεπε στον εαυτό του να τεμπελιάσει τις πρώτες ώρες της μέρας δεν θα έβρισκε κανέναν στο σπίτι.
Όταν ο Ιπποκράτης ήθελε να περάσει από τον Σωκράτη να τον πάρει για να κάνουν μαζί μια επίσκεψη στον Πρωταγόρα, που είχε έρθει στην Αθήνα, πήγε στον Σωκράτη πριν από την ανατολή του ήλιου, κι όπως λέει ο Πλάτωνας "έκανε μεγάλη φασαρία χτυπώντας τη θύρα με ένα ραβδί". Ο Σωκράτης κοιμόταν. Ο Ιπποκράτης τον σήκωσε απ' το κρεβάτι και επέμεινε να πάνε χωρίς καθυστέρηση. Αλλά ο φιλόσοφος του απάντησε: "Όχι, είναι πολύ νωρίς. Να πάμε όταν φέξει". Μόλις φάνηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Καλλία, όπου είχε καταλύσει ο Πρωταγόρας.
Όταν όμως έφτασαν εκεί, βρήκαν το σπίτι γεμάτο καλεσμένους. Ο Πρωταγόρας έκανε περίπατο στη στοά μαζί με τον Καλλία και τους ακολουθούσε μια ομάδα ξένων, που είχαν έρθει από άλλες πόλεις, ακολουθώντας τα ίχνη του Πρωταγόρα. Στην άλλη άκρη της στοάς ένας άλλος σοφιστής, ο Πρόδικος, ήταν ακόμα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με την κουβέρτα στο δωμάτιο, που είχε μετατραπεί σε κοιτώνα εξαιτίας των πολλών καλεσμένων, και συζητούσε κι αυτός για κάτι, αλλά ο Σωκράτης δεν κατάφερε να μάθει για ποιο πράγμα γινόταν λόγος γιατί ο Πρόδικος μιλούσε πάρα πολύ σιγανά. Έτσι, λοιπόν, ο Αθηναίος έκανε τις επισκέψεις του την αυγή. Η πρωινή προετοιμασία των Αθηναίων δεν ήταν και τόσο πολύπλοκη. 'Έπλεναν μονάχα το πρόσωπο και τα χέρια, έπειτα ντύνονταν και έβγαιναν.
Ενδυμασία
Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών.
Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες.
Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή.
Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια.
Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος.
Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους.
Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας.
Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι. Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.
Κόμη
Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς Βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, Βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.
Υποδήματα
Στα πόδια οι Έλληνες φορούσαν σανδάλια, που τα 'δεναν με δερμάτινους ιμάντες, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδημάτων, όπως μπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήματα τα κατασκεύαζαν από δέρμα λευκό, μαύρο ή ερυθρό και συχνά ήταν πολύ κομψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσμένος σε τραπέζι.
Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείμενο όπου εκδηλωνόταν η φαντασία των κομψών Αθηναίων. Μας είναι γνωστοί μερικοί τύποι υποδημάτων που συνδέονται με το όνομα ορισμένων προσώπων. ΟΙ Αθηναίοι είχαν να λένε για τα "υποδήματα του Αλκιβιάδη", και για τα "άρβυλα του Ιπποκράτη". Γενικά τα υποδήματα γίνονταν από δέρμα, αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίλημα, όπως τα καλύμματα της κεφαλής.
Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι. Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι.
Σχετικά με το στίλβωμα των υποδημάτων έφτασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ' αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο φίλος του περνάει οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να λουστρίζει μόνος του τα υποδήματά του, γιατί ένας δούλος δεν θα του τα λούστριζε ποτέ τόσο καλά.Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλητοι. Οι δρόμοι όμως είχαν τέτοιες βρωμιές, που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάγει κανένας τα πόδια του. Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτημα διάθεσης και συνήθειας. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα.
Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας, για να εκφραστούμε έτσι, που ολοκλήρωνε την εμφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το μυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόμο χωρίς ραβδί.
Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιμος να βγει. Δεν του έμενε παρά το πρόγευμα. Το φαγητό τού έτρωγε πολύ λίγο χρόνο. Μερικά κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φαγητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώματά του, η λαιμαργία δεν περιλαμβανόταν σ' αυτά.
Ύστερα απ' αυτό το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί θα μετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά, όπου πρώτα πρώτα θα κατευθυνθεί.
Συμπεριφορά
Οι Αθηναίοι ήταν πολύ απαιτητικοί στα ζητήματα της καλής συμπεριφοράς. Δεν τους άρεσαν οι νευρικοί ή οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπεροψία. Την έπαρση, το αλαζονικό περπάτημα, οι Αθηναίοι τα κατέκριναν. μα δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτημα. Δεν θεωρούνταν αξιοπρεπές για έναν άντρα να ρίχνει το βλέμμα του παντού, όπως δεν θεωρούνταν ωραίο να βαδίζει κανείς με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και με ύφος λυπημένο. Συνεπώς, είναι άπρεπο να βαδίζεις γρήγορα και να μιλάς δυνατά.
Κατά τον Αριστοτέλη, ένας που σέβεται τον εαυτό του κινείται ήσυχα, μιλάει σιγανά κι ήρεμα. Ο Θεόφραστος χαρακτηρίζει έτσι τον ανάγωγο.
Η αγορά
Ο Αθηναίος θα περάσει από τις κιονοστοιχίες που στολίζονται με τα αγάλματα των επιφανών ανδρών της πόλης και θα φτάσει μπροστά στην αγορά τροφίμων.
Στις ελληνικές πόλεις η αγορά δεν ήταν ένας τόπος αποκλειστικά για τους εμπόρους. Στην αγορά της Αθήνας Βρίσκονταν τα κύρια δημόσια καταστήματα: η Βουλή, τα δικαστήρια, οι ναοί, το αρχείο, καθώς και δενδροστοιχίες από πλατάνια και λεύκες.
Οι αγρότες της Αττικής πάνε στην αγορά πριν ξημερώσει σαλαγώντας γίδια και κατσίκια, ή κουβαλώντας σ' ένα ξύλο στηριγμένο στον ώμο λαγούς και τσίχλες με τις φτερούγες γυρισμένες προς το ράμφος.
Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων που ήταν γύρω από την πόλη, έστελναν τα προϊόντα τους για ανταλλαγή. Από τον Πειραιά και το Φάληρο έφταναν ψαράδες. στα καλάθια τους έφερναν τόνο, από τον Εύξεινο Πόντο χέλια, που τα αγαπούσαν πάρα πολύ οι Αθηναίοι, και μπαρμπούνια από το Αρχιπέλαγος.
Αυτοί φροντίζουν τα ψωμιά να είναι όσο χρειάζεται μακριά και να μην καταβρέχουν οι έμποροι τα ψάρια με νερό.
Οι φτωχές γυναίκες ήρθαν με φύλλα για πίτες ή με στεφάνια από λουλούδια.
Στο μέρος πάλι που πουλούν τα οπωρικά και τα λαχανικά μπορεί να δει κανείς τη μάνα του Ευριπίδη, που, όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοφάνης, ήταν μια απλή λαχανοπώλισσα. Πουλούσε σουσάμι, κρεμμύδια, όσπρια και σύκα.
Αν θέλει να συναντηθεί με τους φίλους του στην αγορά, θα τους πει με βεβαιότητα: "στο ιχθυοπωλείο" "στο τυροπωλείο" "στα σύκα". Οι πωλητές κι οι πραματευτάδες άπλωναν το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο ή σε μερικές παράγκες από κλαδιά ή καλάμια πλεχτά, που το απόγευμα τις χαλούσαν.
Γύρω από την αγορά ήταν πολλά καταστήματα που κατείχαν ειδικά κουρείς, αρωματοπώλες, σαγματοποιοί και οινοπώλες. Πολύ κοντά σ' αυτά βρίσκονταν κάθε λογής εργαστήρια. Οι αργυραμοιβοί, που τους ονόμαζαν τραπεζίτες, στέκονταν στην αγορά μπροστά σε ένα ειδικό τραπέζι.
Προς την πλευρά του Κολωνού συγκεντρώνονταν άνθρωποι ελεύθεροι που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ήθελαν να συμφωνήσουν για μερικές ώρες δουλειά, το περισσότερο για μια μέρα ή ως τη δύση του ήλιου. Αργότερα (αρχίζοντας από τον 5ο αιώνα) στις ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν ειδικά κτίρια για αγορές. Τον καιρό του Περικλή υπήρχε στην Αθήνα μια αίθουσα για αλεύρι στον Πειραιά, ένα κτίριο όπου είχαν εκτεθειμένα δείγματα εμπορευμάτων. Η γυναίκα, αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη, δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της.Όλα τα ψώνια τής τα έκανε ο άντρας. Συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη, πάνοπλο, να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Δεν συναντήθηκε η Λυσιστράτη με μερικούς αξιωματικούς του ιππικού, που είχαν γεμίσει τις περικεφαλαίες τους με βραστά λαχανικά;
Όπως είπαμε, στη ζωηρή αγορά της Αθήνας μπορούσαν να συναντηθούν κάθε λογής άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί. Να ένας ανάπηρος, πελάτης του ρήτορα Λυσία που ζει με τη σύνταξη που του πληρώνει το κράτος. Γύρω του έχουν μαζευτεί μερικοί πλούσιοι νέοι. Τα καυστικά, τα δηκτικά του αστεία τούς διασκεδάζουν. Ένας χωριάτης κουβαλάει στην πλάτη ένα σακί, μέσα από το οποίο ακούονται να γρυλίζουν μερικά γουρουνάκια. τώρα παραμέρισε από το δρόμο για να περάσει ένας στρατηγός.
Δαμαστές φιδιών συναγωνίζονται με τους ιδιοκτήτες άλλων εξημερωμένων ή άγριων ζώων. μια ομάδα εύθυμων θεατών πηγαίνουν από τους θαυματοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς σ' αυτόν που καταπίνει σπαθιά και αναμμένα ξύλα.Τα αγαλματάκια από οπτή γη (ψημένος πηλός) μας παρουσιάζουν ορισμένους συνηθισμένους τύπους των ελληνικών δρόμων: Ένας μάγειρας δούλος με ξυρισμένο κεφάλι κρατάει με το ένα χέρι ένα πινάκιο και με το άλλο βάζει κάτι στο στόμα. Άλλοι μάγειροι φορτώνουν από την αγορά κουνέλια και καλάθια με σταφύλια. Ένας χωριάτης κατέβηκε στην πόλη. Ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος σκόνη, ο ήλιος καίει αλύπητα κι ο προβλεπτικός οδοιπόρος πήρε μαζί του ένα αγγείο με νερό.
Τυλιγμένο με φροντίδα με τη χλαμύδα, ένα παιδάκι κάνει περίπατο κρατώντας το χέρι μιας γριάς και καμπούρας παραμάνας. Ένα κοριτσάκι βαδίζει μαζί με τη μητέρα του. σηκώνει το κεφάλι προς αυτήν και τη ρωτάει για όλα όσα βλέπει γύρω του. Για να μη χαθεί κρατιέται από την άκρη του ιματίου της μητέρας του. Πηγαίνοντας από τον ένα έμπορο στον άλλο, ο Αθηναίος διαλέγει τα τρόφιμα και τα στέλνει στην κατοικία του με το δούλο.Ο αέρας είναι γεμάτος από τις φωνές των πραματευτάδων που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους: "άιντε στο ξίδι", "αγοράστε λάδι!", "ξεχάσατε να πάρετε κάρδαμο!", "νέε μου, ορκίζομαι στην Αφροδίτη πως η αγαπημένη σου στολισμένη με το στεφανάκι αυτό, θα γίνει ακόμα ομορφότερη!", "κρέας ψητό, μισός οβολός το κομμάτι!". Κάθε πράγμα και κάθε άνθρωπος έχουν τιμή. Σε μερικές συνοικίες μπορείς να βρεις ό,τι υπάρχει για πούλημα στην Αθήνα: "Σύκα, συκοφάντες, σταφύλια κι αχλάδια, γογγύλια, τριαντάφυλλα, εφευρέσεις, μούσμουλα και μήλα. Κοιλιά βραστή φρέσκο τυρί και μέλι, γλυκό, μπιζέλια και ψηφοδόχες, μύρτο, υάκινθο και μάρτυρες για δίκη".
Όποιος επιθυμεί μπορεί να ντυθεί από το κεφάλι ως τα πόδια και μάλιστα εδώ, στην αγορά. Ο έμπορος των έτοιμων ενδυμάτων πουλάει για δώδεκα δραχμές (το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα στην Αθήνα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί έκαναν μια δραχμή. Μια μνα είχε εκατό δραχμές. Εξήντα μνες κάναν ένα τάλαντο, που δεν ήταν πια νόμισμα αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού) το ιμάτιο και για οκτώ δραχμές ο υποδηματοπώλης προσφέρει κάθε χρώματος σανδάλια.
Αλλά οι προνοητικοί αγορανόμοι δεν τους επιτρέπουν να τα βρέξουν με νερό. Όταν όμως φοβάται μη του χαλάσει το ψάρι, ο ψαράς βιάζεται να το πουλήσει και δεν ζητάει εξαιρετικά μεγάλη τιμή. Μια μέρα ένας Αθηναίος ζαλίστηκε και λιποθύμησε στην αγορά. 'Ένας ιχθυοπώλης ήθελε να τον βοηθήσει για να συνέλθει κι έχυσε απάνω του ένα αγγείο με νερό. Πράγματι ο διαβατής συνήλθε, αλλά όταν ο έμπορος άδειασε το αγγείο με το νερό, ράντισε όλους τους γειτόνους κι όλους όσοι βρέθηκαν εκεί τυχαία.
Οι αγορανόμοι που ήρθαν τρέχοντας διαπίστωσαν ότι και το δοχείο με τα ψάρια γέμισε ως τη μέση νερό και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Αυτή τη φορά η παράβαση των νόμων είχε ελαφρυντικά και στους αγορανόμους δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά μόνο να τον διατάξουν να αδειάσει αμέσως το νερό από το δοχείο, πράγμα που έκανε. ο έμπορος είχε πετύχει άλλωστε το σκοπό του! Ο περαστικός που είχε λιποθυμήσει τα 'χε συμφωνήσει για δύο οβολούς!
Για να πουλιέται όσο το δυνατόν πιο φρέσκο το ψάρι, ο ερχομός στην αγορά ενός κάρου φορτωμένου ψάρια γινόταν γνωστός στους Αθηναίους με το χτύπημα μιας ειδικής καμπάνας. Διηγούνται πως την ώρα που ένας μουσικός έπαιζε ορισμένα τραγούδια για μια ομάδα φίλων που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του, το οποίο βρισκόταν κοντά στην αγορά, ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας του ψαράδικου. .Όλοι οι φίλοι σηκώθηκαν ευθύς και τρέξαν για την αγορά, εκτός από ένα μισόκουφο γέρο. Ο μουσικός πλησίασε τον γέροντα τότε και του είπε: "Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ, είσαι ο μόνος άνθρωπος που τηρείς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και δεν με εγκατέλειψες στο άκουσμα της καμπάνας". "Τι είναι;" του απάντησε ο γέρος. "Είπες ότι ακούστηκε η καμπάνα του ψαράδικου; Ευχαριστώ! Καλή αντάμωση". Κι έφυγε βιαστικός, ακολουθώντας τα ίχνη των άλλων.
Τις πρώτες ώρες του πρωινού ο Αθηναίος λογάριαζε ότι δεν έπρεπε να λείψει από την αγορά. Αν δεν περίμενε ξένους, περιοριζόταν να αγοράσει τα συνηθισμένα τρόφιμα που ο δούλος τα πήγαινε στο σπίτι. Αν όμως είχε καλεσμένους τα πράγματα μπερδεύονταν. Τα ψάρια, το κρέας, τα λαχανικά έπρεπε να διαλεχτούν με ξεχωριστή φροντίδα.
Το φαγητό.
Τώρα δεν του έμεινε πια παρά μόνο να συμφωνήσει μια χορεύτρια, αυλητές και ένα μάγειρα, έναν απ' αυτούς τους τεχνίτες που έμαθαν στις Συρακούσες την τέχνη της παρασκευής φαγητού. Τους μαγείρους μπορούσε να τους Βρει κανείς κάθε μέρα σε ένα ορισμένο μέρος της αγοράς. 'Έπαιζαν ρόλο αρκετά σημαντικό στη ζωή της πόλης, αν κρίνουμε από το πλήθος τις ειρωνείες που αφθονούν στις αρχαίες κωμωδίες. Ο τύπος του μάγειρα είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της ελληνικής κωμωδίας. Τον παρουσιάζουν σαν ψεύτη, κλέφτη, φαγά και φαφλατά.
Ο Ξενοφώντας ήταν αγανακτισμένος από το πλήθος των λεπτεπίλεπτων φαγητών που μαγείρευαν στον καιρό του, ο Πλάτωνας έδιωξε, χωρίς δισταγμό, από την Πολιτεία του όλους τους μαγείρους.
Οι Σπαρτιάτες λογάριαζαν ίσως πως το λεπτό γούστο για το φαγητό οδηγεί στην εξασθένηση του κράτους, γι' αυτό δεν έπαιρναν παρά μόνο μάγειρους που μαγείρευαν τα πιο απλά φαγητά από κρέας, ενώ εκείνους που δοκίμαζαν να καθιερώσουν καινούργια φαγητά τούς έδιωχναν από την πόλη. Αφού τελείωνε όλες τις δουλειές, δηλαδή ανάμεσα στις 10-11 το πρωί, ο Αθηναίος κατευθυνόταν σε μια από τις στοές που ήταν γύρω από την αγορά, όπου συναντιόταν με τους φίλους του.
Χαιρετισμοί
Όταν συναντιόντουσαν δυο γνωστοί χαιρετιόνταν με μια κίνηση του χεριού. Δεν ταίριαζε να υποκλιθείς, να προσκυνήσεις κάποιον, γιατί οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας θα το θεωρούσαν αυτό υπόλειμμα του καιρού της τυραννίας. Οι Αθηναίοι έδιναν το χέρι μονάχα όταν ορκίζονταν ή στους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν "Χαίρε!", που συνοδευόταν ορισμένες φορές από μια παρατήρηση για τον καιρό. Είναι γνωστοί επίσης και άλλοι τύποι χαιρετισμών: "Υγίαινε!", "Τα ωφέλιμα εργάζου!", "Εργάζου και ευτύχει!".
Συζητήσεις
Μετά τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, ο Αθηναίος μιλούσε με τους φίλους και τους γνωστούς για την πολιτική, σχολίαζε τα τελευταία νέα ή μπλεκόταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αν είχε τέτοια κλίση. Συνήθως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν στα αρωματοπωλεία και στα κουρεία.
Και τα υποδηματοποιεία ήταν επίσης κατάλληλος χώρος για συναντήσεις, μια φορά μάλιστα ο Σωκράτης μπήκε σ' έναν τεχνίτη που έφτιαχνε χάμουρα για να τελειώσει μια συζήτηση. Η επίσκεψη στα καταστήματα είχε γίνει μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ' ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για "ακοινώνητο", γιατί "δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα".
Ο προτιμούμενος τόπος συναντήσεων ήταν, αναμφισβήτητα, τα κουρεία. Ο Αθηναίος κουρέας μπορούσε να υπερηφανευτεί για την πλατιά και πολύπλευρη πείρα του. Οι άντρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο ανοιχτά ή για να κρύψουν τη λευκότητά τους.
Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Αλέξανδρο τον Μεγάλο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας. Τον καιρό που ο κουρέας έφτιαχνε την κόμη ενός πελάτη, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους φλυαρώντας για όλα. χάρη σ' αυτό τον τρόπο ζωής, οι κουρείς έγιναν εξαιρετικά κοινωνικοί.
Αθηναίος -Αρχ. Μουσείο Ακροπόλεως |
Είχε μάθει τη θλιβερή είδηση από το δούλο ενός λιποτάκτη και χωρίς να αργήσει άφησε το κουρείο κι έτρεξε με μια ανάσα στην Αθήνα, από φόβο μην τον προλάβει κανένας άλλος. Στην πόλη, όπου δεν ήξεραν τίποτε, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία.
Ο κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ξεψαχνίζει, μα αυτός δεν ήξερε ούτε το όνομα εκείνου που του είχε ανακοινώσει το τραγικό νέο.
Οι πολίτες αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν: "0 ψεύτης στην ανάκριση!", "στα Βασανιστήρια!". Ο φουκαράς ο κουρέας είχε δεθεί κιόλας στον τροχό, όταν κατά καλή του τύχη έφτασαν κάμποσοι οπλίτες που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και επιβεβαίωσαν την τρομερή αλήθεια.
Αναστατωμένοι οι Αθηναίοι από τη φοβερή είδηση, σκόρπισαν στα σπίτια τους για να κλάψουν τους χαμένους τους συγγενείς και ξέχασαν τον κουρέα. Άφησαν δεμένο τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων. Τον θυμήθηκαν αργά τη νύχτα. Αλλά όταν ο δήμιος ήρθε να τον λύσει, η πρώτη ερώτηση που του έθεσε ο κουρέας ήταν αν υπήρχε, καμιά είδηση για τον Νικία, κι αν είναι γνωστό πως πέθανε.
Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. "Πώς θέλετε να σας κουρέψω;", ρώτησε ο κουρέας το Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. "χωρίς πολλές κουβέντες", απάντησε ο Βασιλιάς.
Κοινωνικοί
Στους Έλληνες δεν άρεσε να σιωπούν. ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. Σ' ένα ελληνικό τραγούδι, όπου απαριθμούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία, μετά την υγεία, την ομορφιά και τον πλούτο ακολουθεί η φιλία. χωρίς τη φιλία δεν υπάρχει χαρά, γιατί η φιλία στολίζει τη ζωή. Φυσικά ο χαρακτήρας της φιλίας ποίκιλλε ανάλογα με την ηλικία και τις κλίσεις. Εκτός από την αληθινή φιλία, που τόσο ποθούσε ο Σωκράτης, στους Έλληνες άρεσε ανείπωτα να φλυαρούν για όλα τα μικροπράγματα.
Γιατί, άλλωστε, μαζεύονταν στα κουρεία και στα αρωματοπωλεία; Αλλά και η φλυαρία είχε όρια, που τα καθόριζαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όποιος ξεπερνούσε αυτά τα όρια έβγαζε τη φήμη ότι είναι αθυρόστομος κι ο κόσμος άρχιζε να τον κοροϊδεύει.
Στο σπίτι
Ο Αθηναίος αφού χορτάσει συζήτηση πηγαίνει στο σπίτι του για φαγητό. Τρώει ή κάτω από μια σκεπασμένη στοά ή στην εσωτερική αυλή, μαζί με την οικογένειά του. Μετά το φαγητό ξεκουράζεται ή ίσως διαβάζει. Στη βιβλιοθήκη του βρίσκονται τα έπη του Ομήρου ο πάπυρος είναι παλιός και σκοροφαγωμένος καθώς και τα έργα των ξακουστών ποιητών.
Κάθε χειρόγραφο φυλάγεται μέσα σ' ένα μετάλλινο σωλήνα με κάλυμμα. Σ' ένα ξεχωριστό ράφι βρίσκονται οι λόγοι των ρητόρων και των φιλοσόφων, καθώς και τα έργα των ιστορικών. Όλα έχουν αντιγραφεί με μεγάλη φροντίδα από τους αντιγραφείς.
Έτσι, λοιπόν, αν θέλει να διαβάσει, ο Αθηναίος έχει από πού να διαλέξει. Μετά το φαγητό δεν κοιμάται. Γενικά ο ύπνος δεν κατέχει μεγάλη θέση στη ζωή του. Του αρέσει πάρα πολύ n ζωή σ' όλες τις εκδηλώσεις της και δεν χάνει με τον ύπνο περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι απόλυτα απαραίτητο.
Γυμνάσια
Αφού ξεκουραστεί, ο Αθηναίος κατευθύνεται προς ένα από τα τρία μεγάλα δημόσια γυμνάσια των προαστίων της Αθήνας: το Λύκειο, την Ακαδημία, το Κυνόσαργες. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλα, επιβλητικά, με σκιερούς διαδρόμους, με ευρείες στοές, λουτρά και άλλα διαμερίσματα προορισμένα για τον αθλητισμό, τις επιστημονικές απασχολήσεις και την ανάπαυση.
Γενικά τα γυμνάσια αποτελούνταν: από το εφηβείο, μια αίθουσα προορισμένη για τις γυμναστικές ασκήσεις της νεολαίας. τα λουτρά, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλοι οι επισκέπτες του γυμνασίου. τα αποδυτήρια, μια αίθουσα όπου οι παλαιστές άλειφαν το σώμα τους με λάδι, μια άλλη αίθουσα όπου "πασπάλιζαν" το σώμα τους με λεπτή άμμο, για να μπορούν να πιάνονται εύκολα στη διάρκεια της πάλης. τους διαδρόμους, σκεπαστούς και ξεσκέπαστους για περίπατο και τρέξιμο.
Οι λεγόμενες ξυστές (δηλαδή διάδρομοι στιλβωμένοι) ήταν κάτι διάδρομοι σκεπαστοί, πιο ψηλά στις πλευρές, που ήταν προορισμένοι για περιπάτους, ενώ το κεντρικό μέρος, που ήταν πιο χαμηλό, προοριζόταν για ασκήσεις όταν ο καιρός ήταν ακατάλληλος και το χειμώνα. Όλοι αυτοί οι χώροι περιβάλλονταν με στοές, με καθίσματα και εξέδρες, μερικές αίθουσες ημικυκλικές, σκεπαστές ή ξεσκέπαστες, όπου οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες έκαναν μαθήματα και συζητήσεις.
Ο Αθηναίος δεν μετείχε υποχρεωτικά στις αθλητικές ασκήσεις, αλλά παρακολουθούσε, σχολίαζε και χειροκροτούσε.
Οι γεροντότεροι πολίτες δεν ξεχνούσαν, φυσικά, να διηγηθούν τι θαυμάσιοι αθλητές ήταν στα νιάτα τους και παραπονιούνταν για την αδυναμία των σημερινών. Οι θεατές μαζεύονταν ομάδες ομάδες και συζητούσαν διάφορα προβλήματα.
Κάποιος σχεδιάζει κάτι με το ραβδί στον άμμο, εξηγώντας στους γύρω του μια πρωτότυπη ιδέα. Στο κέντρο μιας άλλης ομάδας ένα άτομο σιμό και άσχημο αναλύει με τόνο ειρωνικό τι είναι προτιμότερο: να είσαι ψεύτης από άγνοια ή να είσαι συνειδητός ψεύτης. Ο σιμός είναι ο Σωκράτης.
Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας εκθέτει, με νέα ύφος διαλεχτό, τις φιλοσοφικές του θεωρίες, μπροστά σ' ένα ακροατήριο από θαυμαστές και αντιπάλους κάθε ηλικίας.
Στο Λύκειο, στο μέρος που λέγεται "Περίπατος", ένας άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι και φανερή κλίση προς την κομψότητα, συζητεί σε μια γλώσσα όχι τόσο ωραία, μα πολύ καθαρή και εκφραστική, τις θεμελιακές αρχές της πολιτικής, της ηθικής, της ποίησης και της λογικής. Ο ομιλητής είναι ο Αριστοτέλης. Στο γυμνάσιο ο Αθηναίος περνάει μια ή δυο ώρες. Πριν από το γεύμα θέλει να λουστεί, γι' αυτό κατευθύνεται προς το λουτρό.
Το λουτρό είναι ένα κτίριο πολύ σεμνό, ένα απλό δωμάτιο με ένα καζάνι για το νερό και πολλά αγγεία. Οι επισκέπτες αλείφονταν πρώτα σ' όλο το σώμα με ελαιόλαδο ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες, έπειτα έξυναν το κορμί μ' έναν ειδικό ξύστη από ορείχαλκο (στλεγγίδα) και ξεπλένονταν με νερό. 'Έτσι τελείωνε το λουτρό κι ο Αθηναίος θα μπορούσε να ντυθεί και να φύγει, αν δεν είχε διάθεση να καθυστερήσει λιγάκι και να μιλήσει με τον άνθρωπο του λουτρού, που, όπως κι ο κουρέας, ήταν μια ζωντανή εφημερίδα και ο οποίος ήξερε συχνά για τους πελάτες του περισσότερα απ' ό,τι ήξεραν κι αυτοί οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Το γεύμα
Στο σπίτι όλα ήταν έτοιμα και δεν περίμεναν παρά την άφιξη των καλεσμένων. Τραπέζια, λεκάνες, μαξιλάρια, στεφάνια, τάπητες, ψωμιά, αρώματα, γυναίκες, ζαχαρωτά, πίτες, κουλούρια, χορεύτριες. Γλυκόψωμα και του Αρμόδιου τα τραγούδια. Στη διάρκεια του γεύματος ο οικοδεσπότης συνήθως είναι ξαπλωμένος σε κρεβάτι, ενώ n γυναίκα του κάθεται σε σκαμνί. Τα παιδιά εμφανίζονται στα επιδόρπια και στέκονται όρθια ή κάθονται, ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνήθειες της οικογένειας.Αλλά σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους τα μέλη της οικογένειας δεν παρουσιάζονται. παίρνουν μπρος μονάχα οι άντρες, γιατί n συζήτηση θα είναι ή φιλοσοφική, επομένως ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά, ή καθαρά αντρική, επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών.
Στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, n Διοτίμα, μια ξένη από τη Μαντίνεια, έγινε δεκτή μόνο στο κατώφλι της θύρας, απ' όπου σαν καλλιεργημένη γυναίκα που ήταν, μπορούσε να διακόπτει τις φαντασίες του Αριστοφάνη με τις ευφραδέστατες παρεμβάσεις της κι αυτό μονάχα γιατί στη χώρα της είχε το αξίωμα της μάντισσας. Όσο για τις συνηθισμένες καλεσμένες στα συμπόσια που παριστάνονται συχνά στα αγγεία, n θέση κι ο ρόλος τους είναι έξω από κάθε αμφιβολία.
Οι γυναίκες αποζημιώνονται όμως στο γυναικωνίτη, όπου τα ζαχαρωμένα φρούτα και τα γλυκά των ζαχαροπλαστών της Κρήτης, της Σάμου και της Αθήνας τιμούνταν εξαιρετικά. Κάθε μαγείρισσα ετοίμαζε γλυκίσματα για τα Θεσμοφόρια και τις άλλες γιορτές, ενώ οι αξιοσέβαστες κυράδες τα κατανάλωναν σε μεγάλες ποσότητες με τη συντροφιά των γνωρίμων τους, που είχαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι τους. Για τους Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε μόνοι.
Ο Πλούταρχος λέει ότι το να φάει κανείς μόνος του "δεν σημαίνει να γευματίσει, αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα ζώα". Γι' αυτό, εκτός της πρόσκλησης καλεσμένων, υπήρχαν διάφοροι τρόποι να φάει κανείς με συντροφιά: οργάνωναν συμπόσια στα οποία οι συνδαιτυμόνες συνέβαλαν εξίσου ή ανάλογα με τις δυνατότητές τους.
Αυτά τα συμπόσια γίνονταν σε νοικιασμένες αίθουσες ή στο σπίτι μιας εταίρας. Κάποτε κάθε συνδαιτυμόνας έφερνε το φαγητό του στο καλάθι. Τα προγράμματα του φαγητού δεν ήταν υπερβολικά. Σε μια κωμωδία λέγεται ότι ένα τραπέζι στην Αθήνα είναι πολύ ωραίο στην εμφάνιση, μα δεν χορταίνει ένα πεινασμένο στομάχι.
Στους Διαλόγους του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα οι συνδαιτυμόνες δεν συζητούν καθόλου για τα φαγητά. Το κλασικό ιδανικό της Αττικής απαιτούσε το φαγητό να προσφέρεται ωραία αλλά να μην είναι πολύ. Να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, γιατί το κύριο δεν ήταν το φαγητό αλλά n συντροφιά των συνδαιτυμόνων και οι συζητήσεις.
Φιλοξενία
Οι Έλληνες ήταν (και είναι) πολύ φιλόξενοι. Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει όποιον ήθελε. Αυτή n συνήθεια γέννησε μάλιστα μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, στην οποία έδωσαν το περιφρονητικό παρατσούκλι "παράσιτα".
Ο Πλούταρχος έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα: ως ποιο Βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς αυτό το δικαίωμα χωρίς να ξεπεράσει τα όρια της καλής συμπεριφοράς. Στο "Συμπόσιο" ο Πλάτωνας διηγείται ότι ο Αριστόδημος συνάντησε τον Σωκράτη με επίσημο ένδυμα και μαθαίνοντας ότι πηγαίνει στο τραπέζι του Αγάθωνα, αποφάσισε να τον συνοδεύσει αν και δεν ήταν καλεσμένος.
Στο δρόμο ο Σωκράτης, απασχολημένος καθώς ήταν με ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, Βράδυνε το βήμα του. Ο Αριστόδημος δεν παρατήρησε ότι ο φιλόσοφος έμεινε πίσω και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Παρ' όλα αυτά δεν βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση: οι θύρες ήταν διάπλατα ανοιχτές, και ένας δούλος τον οδήγησε αμέσως στην τραπεζαρία, όπου ο Αγάθωνας τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, λέγοντάς του ότι ήθελε να τον καλέσει προσωπικά, μα δεν μπόρεσε να τον βρει.
Μόλις οι προσκαλεσμένοι έμπαιναν στο σπίτι, οι δούλοι τούς έβγαζαν τα υποδήματα. Θεωρούνταν αταίριαστο να κυκλοφορεί κανείς μέσα στο σπίτι με τα πέδιλα με τα οποία βάδιζε στο δρόμο. Πριν καθίσουν οι καλεσμένοι στο τραπέζι, τους έπλεναν και τους αρωμάτιζαν τα πόδια. Μα ούτε κι ύστερα απ' αυτή τη διαδικασία ήταν ωραίο να ρίχνεται κανείς στο φαγητό.
Προηγούμενα οι καλεσμένοι περιφέρονταν στα δωμάτια, θαύμαζαν τα έπιπλα και τα αντικείμενα διακόσμησης και επαινούσαν την καλαισθησία του νοικοκύρη. Οι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους. Αυτό ζητούσε n εθιμοτυπία.
Η συνήθεια να τρώει κανείς ξαπλωμένος, αν και άγνωστη στην ομηρική εποχή, ήταν παρ' όλα αυτά πολύ παλιά, όπως αποδεικνύεται από τα ζωγραφισμένα αγγεία του 7ου αιώνα. Σε κάθε κρεβάτι κάθονταν δυο άνθρωποι. Ξαπλώνονταν ακουμπώντας με τον αριστερό αγκώνα σε μαξιλάρι, έτσι που το στήθος τους ήταν μισοσηκωμένο. Αφού καθόταν όλος ο κόσμος, οι υπηρέτες έχυναν νερό στους καλεσμένους τους για να πλύνουν τα χέρια τους. έπειτα έφερναν κάτι τραπεζάκια χαμηλά, πάνω στα οποία ήταν έγκαιρα τακτοποιημένα τα φαγητά.
'Έφερναν τόσα τραπεζάκια όσα κρεβάτια ήταν στην αίθουσα, δηλαδή σε κάθε τραπεζάκι έτρωγαν δύο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και μαχαίρια. Κουτάλια είχαν, αλλά προτιμούσαν να τα αντικαθιστούν με μια κόρα ψωμί. Το φαγητό το έπιαναν με τα χέρια. Τις μερίδες τις σέρβιραν ψιλοκομμένες για να πιάνονται εύκολα. Τα τραπεζομάντιλα και οι πετσέτες ήταν πράγματα άγνωστα. Oι αρχαίοι Έλληνες σκούπιζαν τα χέρια τους με ψίχα ψωμιού ή με ειδική κόλα που τη ζύμωναν με τα δάχτυλά τους και την έκαναν σφαιρίδια.
Το συμπόσιο
Στην Αθήνα ένα γεύμα δεν άρχιζε ποτέ με σούπα. Αν και οι σούπες θεωρούνταν υγιεινά και θρεπτικά φαγητά (το φαγητό που προτιμούσε ο Ηρακλής ήταν ζωμός από μπιζέλια), ήταν ταυτόχρονα "φαγητό των φτωχών" και γι' αυτό σ' ένα τραπέζι με καλεσμένους δεν ταίριαζε να προσφέρεις ζωμό. Στο πρώτο μέρος του γεύματος σέρβιραν χορταστικά φαγητά, και ειδικά ψάρια και πουλερικά: τη συνταγή για τις σάλτσες μας τη μετέδωσε ο Αριστοφάνης: "... χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξίδι, χύσε ακόμα λάδι, τρίψε τυρί, ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές". Έτρωγαν σχετικά λίγο κρέας.
Τα χορταρικά τα σέρβιραν με μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, ξίδι και μέλι. Μερικά φαγητά των Ελλήνων μάς φαίνονται σήμερα , το λιγότερο παράξενα.
Να ένα απόσπασμα του Αθήναιου στο οποίο περιγράφει το πρόγραμμα φαγητού ενός γεύματος: "Εμφανίστηκαν χέλια χοντρά και σχεδόν σκεπασμένα στο αλάτι, έπειτα ένα θαυμάσιο χέλι, από το οποίο δεν θα παραιτούνταν ούτε οι θεοί. 'Έφεραν ένα μεγάλο στομάχι ψαριού στρογγυλό σαν τον ουρανό. Όταν τελειώσαμε με το στομάχι του ψαριού, μας φέρανε κάτι πινάκια: το ένα είχε ένα κομμάτι σκυλόψαρο, το άλλο παχιά σουπιά, το τρίτο χταπόδι και πολύποδες ζεστούς".
Σ' αυτό το μέρος του φαγητού δεν έπιναν κρασί. Οι Αθηναίοι προτιμούσαν να πιουν κρασί μετά το φαγητό. Άλλωστε το κρασί μπορούσε να αντικαταστήσει το φαγητό αν ήταν ανακατεμένο με κρίθινο αλεύρι και τριφτό τυρί. Αυτό το μείγμα ονομαζόταν κυκεώνας και ήταν το ποτό που προτιμούσαν οι Έλληνες.
Στην εποχή του Περικλή (5ος αιώνας π.Χ.), τα φαγητά που έτρωγαν οικαλεσμένοι σε ένα σημαντικό δείπνο ήταν λαγός μαγειρεμένος με μέντα και θυμάρι, ψητές τσίχλες ή σπίνους διατηρημένους σε ευωδιαστό λάδι, αρνάκι ή γουρουνόπουλο σούβλας ποτισμένο με «θυλήματα», δηλαδή χοντροαλεσμένο αλεύρι ραντισμένο με κρασί και λάδι, με το οποίο έσβηναν το κρέας καθώς ψηνόταν, γλυκίσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι πασπαλισμένα με μελωμένο κρασί και σουσάμι, αλμυρά τσουρέκια, ψητά ορτύκια, τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, κρασί από τη Χίο και τη Λέσβο, σταφύλια από τη Μένδη της Παλλήνης, χέλια και ψάρια από τη λίμνη Κωπαΐδα, θαλασσινά από την Εύβοια, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, βραστούς βολβούς, που ευνοούν τη σεξουαλική διάθεση, ραπανάκια για να περνά η μέθη και, βέβαια, τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα καρυκεύματα
Οι δούλοι έφερναν ξανά νερό, οι συνδαιτυμόνες έπλεναν τα χέρια, έπειτα οι δούλοι σήκωναν τα κόκαλα και τα αποφάγια. Τώρα έφερναν άλλα τραπέζια φορτωμένα επιδόρπια και κρασιά. Άρχιζε το τραγούδι με τη συνοδεία αυλού, γέμιζαν τα κύπελλα κρασί με την ευχή "υγίαινε" και περνούσαν στο δεύτερο μέρος του γεύματος.
Αυτό το μέρος του γεύματος λεγόταν συμπόσιον. Τώρα έπιναν κρασί, "γλυκό και αρωματικό, που είχε τη μυρουδιά των λουλουδιών. Είναι ευχάριστο να πίνεις κρασί, το γάλα της Αφροδίτης", να συζητάς, να τραγουδάς, να διηγείσαι λογής λογής περιστατικά, να ακούς μουσική, να παρακολουθείς τους χορούς.
Ψυκτήρας οίνου |
Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ακούν θλιβερές συζητήσεις στο τραπέζι. Ανάμεσα στις συνηθισμένες διασκεδάσεις των τραπεζιών ήταν και τα αινίγματα. Εκείνος που δεν ήξερε να απαντήσει τιμωρούνταν να πιει ένα κύπελλο κρασί.
Να μερικά από τα αινίγματα αυτά:
1. Αν δεν μου πεις τίποτε, λες τ' όνομά μου. μα αν προφέρεις το όνομά μου ω θαύμα! Τότε δεν θα με μαντέψεις. (Η σιωπή).
2. Είμαι το σταχτόχρωμο παιδί ενός λαμπερού πατέρα. πουλί χωρίς φτερά υψώνομαι ως τους ουρανούς. μόλις γεννήθηκα και σκόρπισα αμέσως στον αέρα. (0 καπνός).
3. Όταν με κοιτάς σε κοιτώ και γω, μα δεν σε Βλέπω γιατί δεν έχω μάτια. όταν μιλάς, κοιτάζοντάς με, ανοίγω και γω το στόμα και κινώ τα χείλη, αλλά σιωπηλά, γιατί φωνή δεν έχω. (Ο καθρέφτης).
Μουσική-Χορός
Από τα πιο παλιά χρόνια η μουσική και ο χορός δεν έλειπαν από τα συμπόσια. Αργότερα (5ο-4ο αιώνα) για τη διασκέδαση των καλεσμένων συμφωνούσαν επαγγελματίες ηθοποιούς που ερμήνευαν σκηνές από τον Όμηρο αοιδούς, χορεύτριες, αυλητές. Τραγουδούσαν κι οι καλεσμένοι όλοι μαζί ή με τη σειρά.
Ο Πλούταρχος μας λέει ότι το κλαδί της μυρτιάς περνούσε από χέρι σε χέρι. Αυτός που το έπαιρνε έπρεπε να τραγουδήσει παίζοντας λύρα, αν, βέβαια, ήταν σε θέση. Προς το τέλος του συμποσίου ο αριθμός των συνδαιτυμόνων που ήξεραν να τραγουδούν ήταν συνήθως μεγαλύτερος από ό,τι στην αρχή. Επίσης δεν υπήρχε συμπόσιο χωρίς κότταβο, ένα παιχνίδι που το έφεραν από τη Σικελία.
Κάθε συνδαιτυμόνας άφηνε στο κύπελλο λίγο κρασί, το οποίο έχυνε σε καθορισμένο μέρος. Ενώ άδειαζε το κύπελλο έλεγε από μέσα του ή δυνατά το όνομα της γυναίκας που αγαπούσε. Ο ήχος του χυνόμενου υγρού λεπτότερος ή χοντρότερος καθώς και η ακριβής ή λιγότερο ακριβής επιτυχία του καθορισμένου στόχου, ήταν δείκτες αν το αγαπώμενο πρόσωπο συμμεριζόταν τα αισθήματά του. Κάποτε το κρασί το έχυναν στο δίσκο μιας ζυγαριάς, που έπρεπε να κατεβεί ως ένα ορισμένο σημείο ή να γκρεμίσει ένα σωρό αντικείμενα που ήταν στημένα από κάτω σε σχήμα πυραμίδας. Οι συνδαιτυμόνες εξέλεγαν έναν "πρόεδρο" του συμποσίου που επέβλεπε την τήρηση της τάξης. Αυτός αποφάσιζε πόσο κρασί θα πιουν και την ποιότητά του. Οι Έλληνες έπιναν με μέτρο. Να πιει κανείς κρασί χωρίς να το ανακατεύει με νερό, θεωρούνταν κατά τη γνώμη τους βάρβαρη συνήθεια.
Μια κωμωδία λεει: Το πρώτο κροντήρι φέρνει υγεία, το δεύτερο ευχαρίστηση, το τρίτο ύπνο κι αφού το πιεις πρέπει να πας στο σπίτι σου. Το τέταρτο κροντήρι φέρνει αυθάδεια, το πέμπτο ουρλιαχτά, το έκτο φασαρία στους δρόμους, το έβδομο ένα μελανιασμένο μάτι, το όγδοο κλήση στο δικαστήριο. Ο Αριστοφάνης το λέει συγκεκριμένα: "Δεν είναι καλά να μπεκρουλιάζεις. μόλις πιεις πιο πολύ, μπαίνεις σε ξένες αυλές, ξυλοκοπάς και κάποιον. Ύστερα σαν συνέρθεις πληρώνεις τα σπασμένα".
Ο Εύηνος ο Πάριος προσθέτει: "Για τον Βάκχο το καλύτερο μέτρο είναι η εγκράτεια ούτε πιο πολύ ούτε πιο λίγο. Αλλιώς μας οδηγεί στη μανία ή στη θλίψη". Παρ' όλα αυτά, οι συγγραφείς που αναφέραμε δεν τολμούν να παρουσιάσουν τους Έλληνες εγκρατείς στο ποτό.
Δεν λέει τυχαία το ελληνικό ρητό: "Όποιος πίνει νερό δεν θα κάνει τίποτε σοφό". και για να αναγκάσουν τους πολύ διστακτικούς καλεσμένους να κατανικήσουν το δισταγμό τους υπάρχει ένα άλλο ρητό: "Πίνε ή φύγε". Το κρασί το ανακάτευαν σε αναλογία δύο μέρη νερό και ένα κρασί ή τρία μέρη νερό κι ένα κρασί. Το κρασί που ήταν ανακατεμένο με τρία μέρη νερό θεωρούνταν πολύ αδύνατο και το έλεγαν "ποτό για τα βατράχια".
Μεθυσμένος με τον υπηρέτη του μετά από συμπόσιο. |
Το καλοκαίρι το κρασί το ανακάτευαν με πάγο που έφερναν από τα βουνά και τον διατηρούσαν σε άχυρα και κουρέλια. Γι' αυτό το θέμα υπάρχει κι ένα ανέκδοτο: ένας συγγραφέας τραγωδίας ρώτησε την εταίρα με την οποία έτρωγε μαζί πώς τα καταφέρνει να κρατάει τόσο κρύο το κρασί. "Το τυλίγω με τους προλόγους σου", του απάντησε η εταίρα.
Οι Βιοτέχνες .
Θα 'ταν απλοϊκό να πιστέψει κανείς ότι όλοι οι Αθηναίοι περνούσαν πάντα μια άνετη ζωή... Μέχρι τώρα έγινε λόγος μονάχα για τους ευκατάστατους. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση των πολυάριθμων Αθηναίων βιοτεχνών. Βαδίζουν για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στη δουλειά, να εργασθούν σκληρά ως τη δύση του ήλιου για να κερδίσουν το ψωμί της μέρας.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ούτε καιρό ούτε χρήματα για να μπουν στο κουρείο. Αυτοί δεν παίρνουν μέρος ούτε στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται στις στοές. Η τύχη τούς έγραψε να εργάζονται σκληρά κάθε μέρα, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Τα παιδιά τους δεν τα διαπαιδαγωγούν παιδαγωγοί, τις γυναίκες τους δεν τις περιβάλλει η ευεργετική ησυχία του γυναικωνίτη. Βοηθούν το σύζυγο ή το γονιό στη σκληρή καθημερινή πάλη. Ο συναγωνισμός της φτηνής δουλειάς των δούλων έριχνε όλο πιο χαμηλά την τιμή των προϊόντων των ελεύθερων βιοτεχνών. Ακόμη πιο σκληρή ήταν η ζωή των απόρων, που ο αριθμός τους κατά καιρούς ήταν αρκετά μεγάλος στην Αθήνα.
Οι Φτωχοί
Η βασική τροφή των φτωχών ήταν το κριθάρι: ζωμός από κριθάρι, πίτες με κριθάλευρο και κρίθινα ψωμιά. Τους άρεσαν οι πηχτοί ζωμοί με μπιζέλια ή φακές, κι αγόραζαν φτηνά αλλαντικά. Ο Αριστοφάνης κατηγορεί τους αλλαντοποιούς ότι χρησιμοποιούν κρέας από σκυλί ή από γαϊδούρι, αλλά ας ελπίσουμε ότι ο ποιητής ήταν υπερβολικός.
Το κρέας και το άσπρο ψωμί σπάνια εμφανίζονταν στο τραπέζι των φτωχών. Αντίθετα οι φτωχοί έτρωγαν πολλά αλατισμένα ψάρια φερμένα από τον Εύξεινο Πόντο. Έπιναν φτηνό κρασί νερωμένο, αλλά συνήθως έμεναν ευχαριστημένοι μονάχα με το νερό.
Η Σπάρτη διέφερε εντελώς από την Αθήνα κι από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.(Ελληνικό κόσμο) Οι Σπαρτιάτες τρέφονταν με πιο πρωτόγονες και πιο χοντρές τροφές, μ' έναν παχύ χυλό από μπιζέλια το ζωμό που ήταν το φαγητό που προτιμούσαν. "Μπορείς να φας μέλανα ζωμό" λέει ειρωνικά σ' ένα Σπαρτιάτη ένα πρόσωπο μιας χαμένης κωμωδίας του Αριστοφάνη. Διηγούνται πως ένας Συβαρίτης, που έτυχε σ' ένα σπαρτιατικό γεύμα, είπε: "Αληθινά οι Σπαρτιάτες είναι οι πιο γενναίοι άνθρωποι. Κάθε άλλος θα προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει, παρά να ζήσει όπως αυτοί". "Τα συσσίτια των Σπαρτιατών αποτελούνταν από το μέλανα ζωμό", Βραστό χοιρινό κρέας, κρασί, πίτα γλυκιά και ψωμί από Βρώμη. τα δάχτυλα τα σκούπιζαν με τα ψίχουλα του ψωμιού. Αν θα πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ήταν απαραίτητη μια ειδική αγωγή για να εκτιμήσει κανείς αυτό το ζωμό, που τόσο αγάπησαν οι Σπαρτιάτες.
Ο Διόνυσος, ο τύραννος των Συρακουσών, αγόρασε ένα μάγειρα από τη Σπάρτη και του έδωσε εντολή να του παρασκευάσει το γνωστό φαγητό. Όμως δεν κατάφερε να καταπιεί ούτε την πρώτη κουταλιά και την έφτυσε. Τότε ο μάγειρας του είπε: "Για να δοκιμάσεις αυτό το φαγητό πρέπει να κάνεις σπαρτιάτικη γυμναστική και να κολυμπήσεις στον Ευρώτα". Επειδή η πλειοψηφία των Ελλήνων εκείνης της εποχής δεν έκανε κάτι τέτοιο, ο σπαρτιατικός ζωμός δεν είχε καμιά επιτυχία, εκτός από τη Σπάρτη βέβαια.
Η καθημερινή ζωή των Αθηναίων πολιτών, η εύθυμη και γεμάτη χαρές για ορισμένους, η βαριά και θλιβερή για τους άλλους, κυλούσε με την καθορισμένη τάξη, κάτω απ' τον ήρεμο ουρανό της Αττικής, μέχρι τότε που οι τρομερές θύελλες των πολέμων αναστάτωναν την πόλη.
Oι Πόλεμοι
Οι δρόμοι ερήμωναν. Στην Αγορά βασίλευε ησυχία. Οι γυναίκες και τα παιδιά κρύβονταν από το φόβο στους γυναικωνίτες περιμένοντας θλιβερές ή χαρούμενες ειδήσεις.
Κάτω απ' τις στέγες των στοών οι γέροι με τις κατάλευκες γενειάδες κλωθογύριζαν αναμνήσεις για τους αγώνες που έκαναν στα νιάτα τους, κριτικάροντας την τακτική των στρατηγών, και σκέφτονταν τι θα 'φερνε στα παιδιά τους ο καινούργιος πόλεμος: δόξα ή πρόωρο χαμό στα μακρινά πεδία των μαχών. Μα αν από μακριά οι πόλεμοι έρχονταν κοντά, αν ο εχθρός, συντρίβοντας τον αθηναϊκό στρατό, επέδραμε στην Αττική, η πόλη γνώριζε τότε τη δυστυχία, τα ερείπια, την πείνα και συχνά το μαζικό χαμό και την υποδούλωση των αγαπημένων.
Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ
Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα είναι παρόμοια με την αγωγή των νέων σε άλλες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη. Απλώς γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην αγωγή των Αθηναίων νέων, γιατί η αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα αποτελεί γενικότερο πρότυπο σε αυτό το βιβλίο. Στην αθηναϊκή οικογένεια, την αγωγή αναλάμβανε ο πατέρας ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της οικογενείας. Μπορούσε, όμως, η αγωγή να ανατεθεί σε άλλους. Μέχρι τα 7 τους έτη τα αγόρια και τα κορίτσια μεγάλωναν μαζί στον γυναικωνίτη και έπαιζαν μαζί διάφορα ευχάριστα παιχνίδια. Από τα 7 τους έτη τα αγόρια, με τη συνοδεία του παιδαγωγού, πήγαιναν στο σχολείο. Ο παιδαγωγός ήταν ένας ηλικιωμένος και έμπιστος δούλος της οικογενείας. Σε ό,τι αφορά τα κορίτσια, αυτά έμεναν στο σπίτι και η μητέρα τους τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό και την οικοκυρική τέχνη.
Φυσικά, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο μαζί με τα αγόρια. Η απάντηση είναι ότι οι γυναίκες την εποχή εκείνη ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικογένειά τους και όχι με κάποιο επάγγελμα. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, γιατί όπως και οι δούλοι στερούντο μορφώσεως, (όχι βέβαια όλοι ) κάτι που είναι απαραίτητο στην άμεση δημοκρατία. Αν λάβουμε υπόψιν ότι η σημερινή εκπαίδευση είναι απαράδεκτη παγκοσμίως, με το παραπάνω σκεπτικό, κανείς δεν θα είχε δικαίωμα ψήφου στις εκλογές. Στην αρχαία Αθήνα οι άνδρες ήταν αυτοί που εργάζονταν και συντηρούσαν την οικογένεια και συμμετείχαν, όντας πνευματικά καλλιεργημένοι, στις πολιτικές αποφάσεις. Η θέση της γυναίκας ήταν – με εξαίρεση την Σπάρτη και την μινωική Κρήτη – μέτρια στην αρχαία Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, τότε. Ουσιαστικά, στις περισσότερες – βασικά στις δυτικές – χώρες, μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα άρχισαν οι γυναίκες να αποκτούν πολιτικά δικαιώματα και ισότητα με το ανδρικό φύλο, σε όλους τους τομείς.
Επιστρέφοντας στην αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα, οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιον δάσκαλο που θα αναλάμβανε την αγωγή των παιδιών τους. Τα μαθήματα δεν γίνονταν σε κάποιο σχολείο, αλλά στην οικία του δασκάλου. Κάτι σαν ιδιαίτερο ολιγομελές φροντιστήριο! Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά στα ανήλικα παιδιά και όχι στους ενηλίκους που μπορούσαν να σπουδάσουν δίπλα σε φιλοσόφους και σε φιλοσοφικές σχολές, μοναδικές και ανεπανάληπτες για την ανθρωπότητα. Οι ανήλικοι, λοιπόν, διδάσκονταν την βασική εκπαίδευση από 4 δασκάλους: τον ``γραμματιστή΄΄, τον δάσκαλο της μουσικής, τον γυμναστή για γυμναστική αγωγή και τον χοροδιδάσκαλο.
Τα παιδιά διδάσκονταν από τον γραμματιστή ανάγνωση και γραφή. Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν ποίηση όπως του Ομήρου και του Ησιόδου και μάθαιναν από την αρχή της εκπαίδευσής τους να αποστηθίζουν ποιήματα. Όταν μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, τότε διάβαζαν και αποστήθιζαν ποιήματα μεγάλων ποιητών της εποχής. Πέρα από την ανάγνωση, την γραφή και την διείσδυση των νέων στα κείμενα των σοφών της εποχής, η μουσική θεωρείτο απαραίτητο στοιχείο στην αγωγή τους. Στην αρχαία Ελλάδα ο ``μουσικός ανήρ΄΄ ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος. Ως γνωστόν, η διδασκαλία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα προηγήθηκε από αυτή των γραμμάτων. Η μουσική εκπαίδευση περιλάμβανε την διδασκαλία μουσικού οργάνου, τραγουδιού και χορού. Τα παιδία διδάσκονταν από τον ``κιθαριστή΄΄ λύρα ή αυλό. Το παίξιμο της λύρας συνοδευόταν από την απαγγελία στίχων λυρικών ποιημάτων ή από τραγούδια συχνά ηρωικά κατορθώματα. Από εκεί βγήκε και η λυρική ποίηση.Στην αρχαία Ελλάδα δεν επικρατούσε η αδιαφορία, η φασαρία και η ανοησία μεταξύ των μαθητών. Κατά την διάρκεια των μαθημάτων οι νέοι στέκονταν σοβαροί, δεν μιλούσαν μεταξύ τους και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την διδασκαλία. Κανένα εκπαιδευτικό σύστημα και κανένας δάσκαλος δεν κατάφερε ποτέ στην ιστορία να κρατήσει πραγματικά το ενδιαφέρον των μαθητών. Στην αρχαία Ελλάδα οι μαθητές αγαπούσαν το σχολείο το οποίο δεν τους πίεζε να βαθμοθηρούν για να φοιτήσουν σε κάποιοι πανεπιστήμιο, ούτε τους πίεζε και τους καθιστούσε ανταγωνιστές από την τρυφερή τους ηλικία με διάφορες εξετάσεις, και βαθμολογίες κάτι που τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου κάνουν. Εξάλλου, , σήμερα η εκπαίδευση αποσκοπεί στην μετάδοση στείρων γνώσεων και στην παραγωγή επαγγελματιών. Επίσης, σήμερα ο εκπαιδευτικός με την υποκειμενική του αξιολόγηση κολλάει μια ταμπέλα στον νέο λέγοντας του ότι είναι ``καλός΄΄ ή ``κακός΄΄ μαθητής ή φοιτητής, τουτέστιν άχρηστος … Ποίος, όμως, είναι ο αλάνθαστος που θα κρίνει έναν άνθρωπο και μάλιστα έναν νέο και θα καθορίσει την μετέπειτα επαγγελματική και κοινωνική του ζωή;
Η αγάπη των Αθηναίων νέων για το σχολείο φαίνεται από το μάθημα της μουσικής στο οποίο πήγαιναν παραταγμένοι σε ομάδες και σιωπηροί, χωρίς να οχλαγωγούν . Στα μαθήματα αναφέρθηκε ότι οι νέοι παρέμεναν κόσμιοι και σοβαροί, δεν έκαναν αστεία και ποτέ δεν αντιμιλούσαν στον δάσκαλο, κάτι που γίνεται κατά κόρον σήμερα. Εντούτοις, αν κάποιος μαθητής έδειχνε ασέβεια στο μάθημα και γελούσε ή έκανε φασαρία, τότε ο δάσκαλος τον χτυπούσε, είναι εμφανές ότι η αντιμετώπιση των άτακτων μαθητών στην αρχαία Αθήνα σωφρόνιζε τους ιδίους και παραδειγμάτιζε τους άλλους.Οι νέοι στην αρχαία Ελλάδα, έδειχναν σεβασμό στους μεγαλυτέρους και τους δασκάλους τους, και ας λέει ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (445 -385 π.Χ.) ότι πείραζαν τους γέροντες. Ο Αριστοφάνης, επί τη ευκαιρία, είναι γνωστός για την υπερβολή του (…ποιητική αδεία) και δεν μπορεί να προσφέρει αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες. Γνωστό παράδειγμα είναι το πώς παρουσιάζει τον Σωκράτη. Επιστρέφοντας στους νέους της Αθήνας, οι ``σωφρονιστές΄΄ και οι παιδαγωγοί ήταν αυτοί που επέβλεπαν τη συμπεριφορά τους που έπρεπε να ήταν κοσμία. Οι νέοι στέκονταν μπροστά στους ηλικιωμένους σιωπηρά, χωρίς να μιλούν – εκτός αν τους ρωτούσαν κάτι. Αν ήθελαν να πουν κάτι το έλεγαν χαμηλοφώνως, μιας και η δυνατή φωνή έδειχνε κακή αγωγή. Η ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα ήταν γενικά συγκρατημένη. Οι Έλληνες έφηβοι είχαν για διασκέδαση τις παλαίστρες, τα δημόσια γυμναστήρια και τις εορτές. Μάλιστα στα Παναθήναια της Αθήνας, εορτή προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αθηνάς, συμμετείχαν στην πομπή του πέπλου της προς το Ερέχθειο, ως αναβάτες σε άλογα, γεμίζοντας με μεγάλη περηφάνια τους Αθηναίους πολίτες. Οι νέοι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στην αγορά (τόπος συνάθροισης των Αθηναίων), ούτε στην Ηλιαία (δικαστήριο της Αθήνας).
Αναγνώριζαν ότι η σωματική και η ηθικοπνευματική τους αγωγή τους οδηγούσε στην ευδαιμονία, όπως άλλωστε συμφωνούσε και ο Πλάτωνας. Οι νέοι της Αθήνας συμμετείχαν στις εορτές της πόλεως με χορούς και χορωδίες. Τις εορτές αυτές αναλάμβαναν να χρηματοδοτήσουν υποχρεωτικά οι χορηγοί που ήταν εύποροι Αθηναίοι . Η χρηματοδότηση αυτή ονομαζόταν ``χορηγία΄΄ και δεν έχει καμία σχέση με τους συγχρόνους χορηγούς δηλαδή τις πολυεθνικές και τις μεγάλες εταιρίες που αυτοπροβάλλονται και πλουτίζουν από την διαφήμιση.
Στην αρχαία Αθήνα οι χορηγοί, οι πλούσιοι της πόλης, με δικά τους έξοδα πλήρωναν χοροδιδασκάλους που μάθαιναν στους νέους χορό και τραγούδι λυρικών ποιημάτων τα οποία και παρουσίαζαν στα θέατρα και στις διάφορες εορτές, μπροστά στο περήφανο για τα νιάτα του αθηναϊκό κοινό.
Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης είχε σχέση παιδιού προς μητέρας με την πολιτεία και απολάμβανε τα αγαθά της όπως την εκπαίδευση και της φιλοσοφικές της σχολές, το θέατρο, τους αγώνες, τις εορτές, τον αθλητισμό και γενικά τον πολιτισμό της. Γι’ αυτό, όπως προαναφέρθηκε, οι Αθηναίοι αυτοθυσιαζόταν στον πόλεμο, όχι μόνον για να μην χάσουν οι ίδιοι τα αγαθά της πόλης τους, αλλά να μην τα χάσουν οι επερχόμενες γενιές. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αρχαιοελληνικής παιδείας: η αρμονική, διαλεκτική σχέση πολίτη πολιτείας και η ανάδειξη της νέας γενιάς.
Οι νέοι στην Αθήνα, έπειτα από την βασική τους εκπαίδευση, έπαιρναν ανώτερη μόρφωση. Διδάσκονταν γεωμετρία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, ιατρική, ρητορική, φιλοσοφία και διάφορες τέχνες. Στην αρχαία Αθήνα οι νέοι μπορούσαν να μαθητεύσουν δίπλα σε κάποιον φιλόσοφο ή σοφιστή. Αυτοί δίδασκαν επί πληρωμή, με κάποιες εξαιρέσεις όπως του Σωκράτη και του σκυλοσόφου Διογένη. Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι δίδασκαν συνήθως στις στοές. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η Ακαδημία του Πλάτωνα, η Περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη, η ρητορική σχολή του Ισοκράτη, η σχολή του Επίκουρου, η Στοά του Ζήνωνα, η Κυνική σχολή του Αντισθένη, η Κυρηναϊκή σχολή του Αρίστιππου από την Κυρήνη (ελληνική αποικία στη Λιβύη) και η Μεγαρική σχολή του Ευκλείδη από τα Μέγαρα. Ιατρικές σχολές υπήρχαν στο νησί Κω – υπό την διεύθυνση του Ιπποκράτη, στην Πέργαμο (ελληνική πόλη στην Μ.Ασία), στην Κυρήνη, στον Κρότωνα (ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία) υπό την διεύθυνση του Αλκμαίονα, και αλλού.
Η αγωγή των Αθηναίων έφηβων περιλάμβανε και την τέχνη του πόλεμου, γιατί ήταν οι μελλοντικοί στρατιώτες που θα προστάτευαν την πόλη από τους πολέμιούς της. Έτσι, ο λαός όριζε τους ``παιδοκρίτες΄΄ και ειδικούς δασκάλους που μάθαιναν στους εφήβους να μάχονται σαν οπλίτες και τους ασκούσαν στα όπλα (ξίφος, ακόντιο, δόρυ, τόξο, σφενδόνα,ασπίδα ). Η αγωγή των νέων στην Αθήνα κρατούσε ως τα 18 τους χρόνια, δηλαδή ως την ενηλικίωσή τους. Στα 18 τους οι νέοι γίνονταν πλέον Αθηναίοι πολίτες (αν οι γονείς τους ήταν Αθηναίοι), αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα και εντάσσονταν στην στρατιωτική δύναμη της πόλης. Όταν έφτανε τα 18 του ο Αθηναίος έφηβος έδινε τον ``όρκο των εφήβων΄΄ στο ιερό της Αγλαύρου που βρισκόταν βόρεια της Ακροπόλεως.
Αρχικά το Ιερό της Αγλαύρου τοποθετούνταν λανθασμένα και από παρεξήγηση μιας τοπογραφικής περιγραφής του Παυσανία, στο σπήλαιο της Μυκηναϊκής πηγής. Από νεότερες ανασκαφές του 1983 που διενήργησε ο Γεώργιος Δοντάς και η Αρχαιολογική Εταιρεία ξέρουμε ότι το ιερό βρίσκονταν στο μεγάλο σπήλαιο στην ανατολική πλαγιά της Ακρόπολης. Εκεί ανακαλύφθηκε μαρμάρινος κίονας και επιγραφή που χρονολογείται στο έτος του άρχοντα Πολυεύκτου και μνημονεύει την ιέρεια Τιμοκτίτη, θυγατέρα του Πολύνικου από τις Αφίδνες.Στο Ιερό της Αγλαύρου τελούνταν η ετήσια γιορτή των Αγλαυρίων,
Θα υπακούω στους άρχοντες και στους νόμους, τόσο τους ισχύοντες, όσο και σε αυτούς που θα θεσπιστούν στο μέλλον. Αν οποιοσδήποτε προσπαθήσει να ανατρέψει τους νόμους, θα τον εμποδίσω με σθένος και με την βοήθεια των συμπολιτών μου. Θα τιμώ πάντοτε τους πατέρες (προγόνους) μου και παίρνω για μάρτυρές μου: τους θεούς, τα όρια της πατρίδος μου, τα σιτηρά, τα αμπέλια, τις ελιές, τις συκιές, τα κριθάρια και όλα τα αγαθά που αυτή προσφέρει΄΄.
Άποψη Ιερού της Αγλαύρου Στο ιερό της κόρης του μυθικού βασιλιά Κέκροπα, η οποία έπεσε από την Ακρόπολη για να σώσει την Αθήνα από την παρατεταμένη πολιορκία, προσέρχονταν οι Αθηναίοι έφηβοι φορώντας την πολεμική τους εξάρτυση, μόλις συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους, και έδιναν όρκο πίστης και υπεράσπισης μέχρι θανάτου των «ιερών και των οσίων», μιμούμενοι το παράδειγμα της Νύμφης.
Η πολιτεία, λοιπόν, γινόταν κηδεμόνας των ορφανών. Το τέλος της κηδεμονίας αυτής γινόταν με μια δημόσια εκδήλωση στο θέατρο του Διονύσου, κατά την διάρκεια της εορτής των Μεγάλων Διονυσίων. Κατά τον Αθηναίο ρήτορα Αισχύνη (389 - 314 π.Χ.), πριν αρχίσουν στο θέατρο οι δραματικοί αγώνες των ποιητών (το δράμα που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα) κάποιος κήρυκας παρουσίαζε στο κοινό τους ορφανούς εφήβους που πλέον είχαν ενηλικιωθεί.
Οι νέοι αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους την πανοπλία του οπλίτη που η πολιτεία τους είχε δωρίσει τιμητικά. Τότε ο κήρυκας σήμαινε τη λήξη της κηδεμονίας από την πολιτεία και έλεγε ότι οι νέοι αυτοί μπορούσαν να συνεχίσουν μόνοι τη ζωή τους, με την αγάπη όλων των Αθηναίων συμπολιτών τους.Προαναφέρθηκε ότι η καθημερινή ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα περιλάμβανε την σχολική εκπαίδευσή τους σε δασκάλους και αργότερα σε φιλοσόφους ή σοφιστές, την μουσική αγωγή τους, την ενασχόλησή τους με τον χορό, την απαγγελία και το τραγούδι ποιημάτων και επών και την αθλητική αγωγή τους στα .
Επιπρόσθετα, οι νέοι συμμετείχαν σε ομαδικά παιχνίδια, βοηθούσαν τον πατέρα τους στο επάγγελμα που ασκούσε και πήγαιναν για κυνήγι ή αλιεία, ανάλογα με το αν η περιοχή που διέμεναν ήταν κοντά στο βουνό ή στην θάλασσα. Μέρος της ζωής των νέων ήταν και η συμμετοχή τους σε αθλητικά γεγονότα, καθώς και εορτές.
Επιπρόσθετα, οι νέοι συμμετείχαν σε ομαδικά παιχνίδια, βοηθούσαν τον πατέρα τους στο επάγγελμα που ασκούσε και πήγαιναν για κυνήγι ή αλιεία, ανάλογα με το αν η περιοχή που διέμεναν ήταν κοντά στο βουνό ή στην θάλασσα. Μέρος της ζωής των νέων ήταν και η συμμετοχή τους σε αθλητικά γεγονότα, καθώς και εορτές.
Εορτές των Αρχαίων Ελλήνων by Hermeticus on Scribd
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.