Ιστορία (16)
Σελίδες επίσημες
Αμύκλες, ο "Θρόνος" του Απόλλωνα
Οι Αμύκλες, μία από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαιότητας, ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στο πέρασμα του χρόνου. Κοντά στον ομώνυμο σήμερα οικισμό, στο λόφο της Αγίας Κυριακής, πέντε χιλιόμετρα νότια από τη Σπάρτη. Περιοχή, που κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους. Χώρος, που έγινε το σπουδαιότερο θρησκευτικό κέντρο των Σπαρτιατών. Το Ιερό του Υάκινθου και του Αμυκλαίου Απόλλωνα. Ο "Θρόνος" του Απόλλωνα, όπως έχει αποκληθεί.
Οι πρώτοι κάτοικοι έφτασαν εδώ το 2000 π.Χ. Ο οικισμός τους γνώρισε μεγάλη ακμή στην τελευταία φάση των μυκηναϊκών χρόνων. Από εκείνη την εποχή φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί η λατρεία του Υάκινθου, του όμορφου νέου που τόσο αγαπούσε ο Απόλλωνας, του μυθολογικού γιου της Διομήδης και του βασιλιά Αμύκλα της Λακεδαίμονας, της προσωποποίησης της βλάστησης.
Μετά την εγκατάσταση των Δωριέων στη Σπάρτη, οι Αμύκλες, κέντρο των Αχαιών, διατήρησαν για μεγάλο διάστημα την ανεξαρτησία τους κατά την επέκταση της κυριαρχίας τους στη Λακωνική, οι Σπαρτιάτες ήρθαν σε συμβιβασμό με την πόλη, που έγινε τελικά η πέμπτη κώμη της Σπάρτης, διατηρώντας και κατά τους ιστορικούς χρόνους μεγάλη σημασία. Κι αυτό, επειδή η λατρεία του Υάκινθου στο ιερό, που είχε δημιουργηθεί στο λόφο της ακρόπολης των Αμυκλών αντικαταστάθηκε από την πολύ πιο δυναμική λατρεία του Κάρνειου Απόλλωνα.
Οι Σπαρτιάτες μετέτρεψαν το παλιό λατρευτικό ξόανο του Υάκινθου σε λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα και ζήτησαν από τον φημισμένο Ίωνα καλλιτέχνη Βαθυκλή, από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να κατασκευάσει το βάθρο για να το στήσουν. Προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. (530-500), ο Βαθυκλής έχτισε τον "Θρόνον", ένα ιδιόρρυθμο οικοδόμημα, με στοές και γλυπτό διάκοσμο, που περιέβαλλε χωρίς στέγη το πανύψηλο, πάνω από δεκατρία μέτρα, άγαλμα του θεού. Η κατασκευή αποτελούσε μοναδικό συνδυασμό ιωνικής και δωρικής αρχιτεκτονικής.
Το ιερό του Υάκινθου και του Απόλλωνα εξελίχθηκε στο σημαντικότερο για τους Λακεδαιμόνιους χώρο λατρείας. Εκεί γίνονταν τα Υακίνθια, μεγάλη τριήμερη γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατούσε ιερή εκεχειρία. Την πρώτη μέρα, αφιερωμένη στο πένθος για τον θάνατο της βλάστησης, θυσίαζαν στον Υάκινθο. Τη δεύτερη, πραγματοποιούνταν πανηγυρικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Απόλλωνα, με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων, ακόμη και των δούλων. Και την τρίτη και τελευταία γίνονταν αγώνες και θυσίες, ενώ προσφερόταν στον θεό χιτώνας, που είχαν υφάνει Σπαρτιάτισσες.
Από όλ’ αυτά στις μέρες μας ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει στο λόφο της Αγίας Κυριακής τμήματα των αναλημματικών τοίχων του περιβόλου και λίγα αρχιτεκτονικά μέλη, εντοιχισμένα τα περισσότερα στον παλαιό ναό της Αγίας Κυριακής, που κατεδαφίστηκε λόγω των ανασκαφών στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Αμύκλες παρέμειναν για αιώνες σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο, διατηρώντας και κατά τη ρωμαϊκή εποχή τη σημασία τους. Αποδεικνύεται, άλλωστε, όχι μόνον από τα ερείπια του ιερού του Απόλλωνα, αλλά και από τα ευρήματα, που ανήκουν σε ένα άλλο ιερό αφιερωμένο στην Αλεξάνδρα-Κασσάνδρα και τον Δία Αγαμέμνονα και επισημάνθηκαν κοντά στον παλιό πύργο του Μαχμούτ Μπέη. Δεν έχει, όμως, εντοπιστεί ακριβώς.
Στη μεσαιωνική εποχή οι Αμύκλες αποτέλεσαν έδρα επισκοπής. Μέσα στον σημερινό οικισμό, δύο εκκλησάκια, ο Αγιος Νικόλαος και ο Προφήτης Ηλίας, θυμίζουν τα βυζαντινά χρόνια.
(κείμενο: Σωτήρης Μπακανάκης)Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Μάρτιο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Λακωνίας.
Οι πρώτοι κάτοικοι έφτασαν εδώ το 2000 π.Χ. Ο οικισμός τους γνώρισε μεγάλη ακμή στην τελευταία φάση των μυκηναϊκών χρόνων. Από εκείνη την εποχή φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί η λατρεία του Υάκινθου, του όμορφου νέου που τόσο αγαπούσε ο Απόλλωνας, του μυθολογικού γιου της Διομήδης και του βασιλιά Αμύκλα της Λακεδαίμονας, της προσωποποίησης της βλάστησης.
Μετά την εγκατάσταση των Δωριέων στη Σπάρτη, οι Αμύκλες, κέντρο των Αχαιών, διατήρησαν για μεγάλο διάστημα την ανεξαρτησία τους κατά την επέκταση της κυριαρχίας τους στη Λακωνική, οι Σπαρτιάτες ήρθαν σε συμβιβασμό με την πόλη, που έγινε τελικά η πέμπτη κώμη της Σπάρτης, διατηρώντας και κατά τους ιστορικούς χρόνους μεγάλη σημασία. Κι αυτό, επειδή η λατρεία του Υάκινθου στο ιερό, που είχε δημιουργηθεί στο λόφο της ακρόπολης των Αμυκλών αντικαταστάθηκε από την πολύ πιο δυναμική λατρεία του Κάρνειου Απόλλωνα.
Οι Σπαρτιάτες μετέτρεψαν το παλιό λατρευτικό ξόανο του Υάκινθου σε λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα και ζήτησαν από τον φημισμένο Ίωνα καλλιτέχνη Βαθυκλή, από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να κατασκευάσει το βάθρο για να το στήσουν. Προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. (530-500), ο Βαθυκλής έχτισε τον "Θρόνον", ένα ιδιόρρυθμο οικοδόμημα, με στοές και γλυπτό διάκοσμο, που περιέβαλλε χωρίς στέγη το πανύψηλο, πάνω από δεκατρία μέτρα, άγαλμα του θεού. Η κατασκευή αποτελούσε μοναδικό συνδυασμό ιωνικής και δωρικής αρχιτεκτονικής.
Το ιερό του Υάκινθου και του Απόλλωνα εξελίχθηκε στο σημαντικότερο για τους Λακεδαιμόνιους χώρο λατρείας. Εκεί γίνονταν τα Υακίνθια, μεγάλη τριήμερη γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατούσε ιερή εκεχειρία. Την πρώτη μέρα, αφιερωμένη στο πένθος για τον θάνατο της βλάστησης, θυσίαζαν στον Υάκινθο. Τη δεύτερη, πραγματοποιούνταν πανηγυρικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Απόλλωνα, με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων, ακόμη και των δούλων. Και την τρίτη και τελευταία γίνονταν αγώνες και θυσίες, ενώ προσφερόταν στον θεό χιτώνας, που είχαν υφάνει Σπαρτιάτισσες.
Από όλ’ αυτά στις μέρες μας ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει στο λόφο της Αγίας Κυριακής τμήματα των αναλημματικών τοίχων του περιβόλου και λίγα αρχιτεκτονικά μέλη, εντοιχισμένα τα περισσότερα στον παλαιό ναό της Αγίας Κυριακής, που κατεδαφίστηκε λόγω των ανασκαφών στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Αμύκλες παρέμειναν για αιώνες σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο, διατηρώντας και κατά τη ρωμαϊκή εποχή τη σημασία τους. Αποδεικνύεται, άλλωστε, όχι μόνον από τα ερείπια του ιερού του Απόλλωνα, αλλά και από τα ευρήματα, που ανήκουν σε ένα άλλο ιερό αφιερωμένο στην Αλεξάνδρα-Κασσάνδρα και τον Δία Αγαμέμνονα και επισημάνθηκαν κοντά στον παλιό πύργο του Μαχμούτ Μπέη. Δεν έχει, όμως, εντοπιστεί ακριβώς.
Στη μεσαιωνική εποχή οι Αμύκλες αποτέλεσαν έδρα επισκοπής. Μέσα στον σημερινό οικισμό, δύο εκκλησάκια, ο Αγιος Νικόλαος και ο Προφήτης Ηλίας, θυμίζουν τα βυζαντινά χρόνια.
(κείμενο: Σωτήρης Μπακανάκης)Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Μάρτιο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Λακωνίας.
ΑΣΩΠΟΣ (Κωμόπολη) ΛΑΚΩΝΙΑ
Ασωπός - Χρόνος ίδρυσης και ιστορία.
Σε συνδυασμό με άλλα ιστορικά γεγονότα της Λακωνικής, ο χρόνος ίδρυσης της πόλης του Ασωπού χάνεται στην προϊστορική εποχή προ της καθόδου των Δωριέων, οι οποίοι, όταν κατέλαβαν την Λακωνία απαγόρευσαν την εγκατάσταση αποίκων. Η πόλη σημείωσε μεγάλη πρόοδο κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όπου μαζί με άλλες 18 παραλιακές πόλεις της Λακωνικής, ήταν μέλος του Κοινού των Ελευθερολακώνων. Απολάμβανε αυτονομιών, που δεν σήμαιναν βέβαια πλήρη ανεξαρτησία, διοικείτο από ιθαγενή όργανα και λόγω ειδικού προνομίου είχε κόψει και δικά της νομίσματα που στη μια όψη απεικόνιζαν τους θεούς Ποσειδώνα, Αρτεμι και Νέμεσι και στην άλλη την επιγραφή ΑΣΩΠΕΙΤΩΝ ή με την κεφαλή του Διονύσου στη μια όψη και στην άλλη τον Ποσειδώνα και την επιγραφή ΑΣΩΠΕΙΤΩΝ. Ενα τέτοιο νόμισμα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ο Ασωπός είχε αξιόλογη παρουσία. Περί το 450 μχ ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης είχε αναδειχθεί έξαρχος της εκκλησίας της Ελλάδος, που την αποτελούσαν 12 Μητροπόλεις. Στη Μητρόπολη της Αχαΐας υπαγόταν και η Επισκοπή Ασωπού, που στους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους εντάχθηκε στη Μητρόπολη Μονεμβασίας. Με την κατάληψη της Λακωνίας από τους Τούρκους το 1461 μχ ο Ασωπός περιήλθε σ΄ αυτούς. Ήταν όμως ένα μικρό και άσημο χωριουδάκι. Ο φόβος των πειρατικών επιδρομών ανάγκασε τους κατοίκους του Ασωπού να αποτραβηχτούν ψηλότερα και να χτίσουν το χωριό Καλύβια, που πιθανό να ονομάστηκε έτσι από τις πρόχειρες και μικρές κατοικίες του. Με τον Ενετουρκικό πόλεμο του 1669 μχ πολλοί Κρητικοί ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, για αυτό πλεονάζουν τα επίθετα σε -άκης. Σε ανάμνηση της πατρίδος τους έδωσαν στο χωριό το όνομα Κοντε - Βιάνικα όπου το δεύτερο συνθετικό παραπέμπει στο Κρητικό τοπωνύμιο Βιάνος.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ο Ασωπός είχε αξιόλογη παρουσία. Περί το 450 μχ ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης είχε αναδειχθεί έξαρχος της εκκλησίας της Ελλάδος, που την αποτελούσαν 12 Μητροπόλεις. Στη Μητρόπολη της Αχαΐας υπαγόταν και η Επισκοπή Ασωπού, που στους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους εντάχθηκε στη Μητρόπολη Μονεμβασίας. Με την κατάληψη της Λακωνίας από τους Τούρκους το 1461 μχ ο Ασωπός περιήλθε σ΄ αυτούς. Ήταν όμως ένα μικρό και άσημο χωριουδάκι. Ο φόβος των πειρατικών επιδρομών ανάγκασε τους κατοίκους του Ασωπού να αποτραβηχτούν ψηλότερα και να χτίσουν το χωριό Καλύβια, που πιθανό να ονομάστηκε έτσι από τις πρόχειρες και μικρές κατοικίες του. Με τον Ενετουρκικό πόλεμο του 1669 μχ πολλοί Κρητικοί ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, για αυτό πλεονάζουν τα επίθετα σε -άκης. Σε ανάμνηση της πατρίδος τους έδωσαν στο χωριό το όνομα Κοντε - Βιάνικα όπου το δεύτερο συνθετικό παραπέμπει στο Κρητικό τοπωνύμιο Βιάνος.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ασωπού
- http://www.asopos.gr/istorika1.htm
ΓΥΘΕΙΟ (Πόλη) ΛΑΚΩΝΙΑ
Η Ιστορία της πόλης
Το Γύθειο κατά την Αρχαιότητα
Το Γύθειο έχει κατοικηθεί από τα Προϊστορικά χρόνια (σπήλαιο στη θέση Λακωνίς κοντά στη πόλη του Γυθείου), όπως μαρτυρούν και τα ευρήματα που βρίσκονται στο μουσείο του και το χρησιμοποιούσαν και οι Φοίνικες για να συλλέγουν την "πορφύρα".
Σύμφωνα με την παράδοση όταν ο Θεός Απόλλωνας μάλωσε με τον Ηρακλή για τον μαγικό τρίποδα του μαντείου των Δελφών και στο τέλος συμφώνησαν, ο τόπος της συμφωνίας ονομάσθηκε "Γύη Θεών"' δηλαδή Γύθειο. Ήταν το επίνειο και ο ναύσταθμος της αρχαίας Σπάρτης.
Στο μικρό νησάκι που βρίσκεται στο Γύθειο, σύμφωνα με τον Όμηρο έδεσε το πλοίο του ο Πάρις ερχόμενος από την Τροία για την Σπάρτη. Όταν έκλεψε την Ωραία Ελένη, στο νησάκι αυτό, πέρασαν την πρώτη τους νύκτα πριν την αναχώρησή τους για την Τροία. Φεύγοντας δε, σύμφωνα με την παράδοση, ο Πάρις ξέχασε το κράνος του. Έτσι μέχρι και σήμερα το νησάκι ονομάζεται Κρανάη.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια (195 π.Χ.) το Γύθειο ήταν η πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων, με πληθυσμό πάνω από 25.000 και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Τότε κατασκευάσθηκαν το θέατρο της πόλης, η ακρόπολή της, το βαλανείο (δημόσια λουτρά), ναοί και αρκετά σπίτια με πλούσιο διάκοσμο και ψηφιδωτά και η πόλη διακοσμήθηκε με περίτεχνα αγάλματα. Αργότερα η πόλη καταστράφηκε από σεισμό (το 375 μ.X.), τμήματα των ερειπίων της αρχαίας πόλεως του Γυθείου βρίσκονται στο βόρειο άκρο της σημερινής πόλης. Ο επισκέπτης μπορεί να τα δει βυθισμένα στο βυθό της θάλασσας ανατολικά του σταδίου της.
Το Γύθειο στα Νεότερα Χρόνια
Η περιοχή κατοικήθηκε ξανά λίγο πριν την επανάσταση του 1821 και πήρε το όνομα Μαραθονήσι. Από τα χρόνια εκείνα διατηρείται μόνο ο πύργος της οικογενείας Τζανήμπεη Γρηγοράκη στο νησί Κρανάη που σήμερα λειτουργεί σαν μουσείο.
Στα τέλη του προηγούμενου και στις αρχές του αιώνα μας η πόλη γνώρισε μεγάλη εμπορική, οικονομική και πολιτιστική άνθηση. Στα χρόνια αυτά κατασκευάσθηκε το πρώτο λιμάνι και διαμορφώθηκε η μαρμάρινη παραλία που υπάρχει σε αυτό, ο μαρμάρινος οκταγωνικός φάρος στο νησάκι Κρανάη το οποίο συνδέθηκε με δρόμο με την απέναντι παραλία, το Δημαρχείο, το Παρθεναγωγείο της πόλης (έργα του Βαυαρού αρχιτέκτονα Τσίλερ το 1891), η Κεντρική Αγορά της πόλης (έργο του ιδίου αρχιτέκτονα) εκεί που σήμερα βρίσκεται το Κέντρο Υγείας.
Σ' αυτή την περίοδο κτίσθηκαν τα παραδοσιακά διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά προσδίδοντας στη στεριανή πόλη νησιώτικο χαρακτήρα.
Η βόλτα στην μαρμάρινη παραλία, με τα νεοκλασικά κτίρια, το λιμάνι με τα καΐκια και τις βάρκες σε αυτό ανταμείβουν τον επισκέπτη που έρχεται εδώ. Μετά την ένταξη της Μάνης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τα νεώτερα υπερτοπικά στοιχεία αντικατέστησαν τα παλιότερα παραδοσιακά πρότυπα ή αναμετρήθηκαν μ' αυτά.
Ήδη από το 1830 οι νέες κρατικές αρχές κατέστρωσαν διάφορα σχέδια για "εσωτερική μεταρρύθμιση" της ιδιόρρυθμης ταραγμένης Μάνης αλλά και για μετοίκηση μανιατών σε άλλες περιοχές, όπου θα τους παραχωρούσαν "εθνική γη" για καλλιέργεια.
Το βασικό για όλη τη Μάνη, αλλά και για τη Λακωνία, λιμάνι του Γυθείου (Μαραθονησίου), του οποίου η αναβίωση έγινε στα προεπαναστατικά χρόνια, αποτέλεσε πόλο εντατικού εκσυγχρονισμού. Ανάμεσα στα 1840 -1900 ο οικισμός, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, πενταπλασίασε τον πληθυσμό του και ξεπέρασε τα 5.000 άτομα. Ο βασικός πυρήνας γύρω από το "καραβοστάσι" επεκτάθηκε γρήγορα προς το λόφο και κατά μήκος των 2 κυρίων δρόμων. Ένα "Ιπποδάμειο" πολεοδομικό σχέδιο (1861) ρύθμισε την επέκταση της πόλης προς την ομαλή βορεινή περιοχή. Στα 1865 - 1870 το παλιό λιμάνι στο καραβοστάσι, μετατράπηκε σε πλατεία, με επίχωση. Τότε διαμορφώθηκε, με μόλωση, και η βασική παραλιακή λεωφόρος με τη μαρμάρινη προκυμαία. Τα οικόπεδα που δημιουργήθηκαν στη παραλιακή ζώνη πουλήθηκαν σε ιδιώτες που έκτισαν αρχοντόσπιτα και καταστήματα νεοκλασικού ρυθμού. Στα 1898 η παραλιακή λωρίδα κι η προκυμαία επεκτάθηκαν και προς το νότο. Για να προστατευθεί καλύτερα το λιμάνι, ενώθηκε με κρηπίδωμα το νησάκι της Κρανάης με την ξηρά. Πάνω στο νησάκι της Κρανάης το 1873 στην άκρη της νησίδας υψώθηκε ένας εξαίρετος επιβλητικός, οκταγωνικός φάρος, ύψους 23μ.
Παράλληλα η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση. Σ' αυτό το διάστημα κατασκευάστηκαν αρκετά δημόσια κτίρια, λέσχες, ξενοδοχεία, πλατείες κ.λπ. Γύρω στα 1850 κατασκευάστηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο, το 1866 το διδακτήριο του Παρθεναγωγείου, το 1891 το Δημοτικό Μέγαρο (έργα του γνωστού αρχιτέκτονα Τσίλλερ). Νεώτερα κτίρια είναι το τριώροφο μέγαρο της Μητρόπολης (1912), το γυμνάσιο (1914), το εργοστάσιο ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού (1927), τα θερμά θαλάσσια λουτρά κ.λπ.
Κατά την επόμενη περίοδο 1912 - 1940, το παραδοσιακό σύστημα γνώρισε πιο ριζικές μεταβολές: ο πληθυσμός αρχίζει και γνωρίζει μια ελαφρά κάμψη. Από 48.000 σε 47.000. Το 1912 οι 10 τέως Δήμοι διασπάστηκαν σε 60 (κατόπιν 62) κοινότητες με 1 - 15 οικισμούς και 200 - 2000 κατοίκους η καθεμία. Από το 1937 οι 29 βόρειες κοινότητες της επαρχίας Οιτύλου του νομού Λακωνίας υπήχθησαν στην επαρχία Καλαμών. Η βασισμένη στην ελαιοκαλλιέργεια οικονομία γνώρισε μεγάλη ακμή. Πολλά νοικοκυριά διατηρούσαν μόνιμες εστίες τόσο στα χωριά όσο και στα αστικά κέντρα. Μολονότι η εποχή της μεγάλης ανοικοδόμησης είχε παρέλθει, πολλοί ακόμη επεδίωκαν να αγοράσουν γη και να χτίσουν σπίτι στα χωριά και στις κωμοπόλεις.
Το Γύθειο Σήμερα
Την επόμενη περίοδο 1940 - 1951 η περιοχή της Μάνης έχασε το 25% του πληθυσμού της (από 47.000 έμειναν 35.000 κατ). Οι πολεμικές αναστατώσεις και ιδιαίτερα ο εμφύλιος πόλεμος συρρίκνωσαν τον πληθυσμό και περιόρισαν ριζικά τις δυνατότητες να συνεχιστούν οι γεωργικές, κτηνοτροφικές, μεταποιητικές και εμπορικές δραστηριότητες. Το 1981 απογράφηκαν 21.800 κατ. (μείωση μεταξύ 1951 - 1981, 38%). Ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού κατευθύνθηκε στην Αθήνα και ειδικότερα στον Πειραιά και λιγότερο προς τις πόλεις της Πελοποννήσου (Καλαμάτα, Σπάρτη, Πάτρα).
Πολλά χωριά ερήμωσαν εντελώς και η Μάνη έγινε μία από τις δραματικότερα εκκενούμενες - προβληματικές επαρχίες στην Ελλάδα. Η ντόπια έκφραση: "σπίτι με κουζίνα και άντρα στην Αθήνα", φανερώνει τη νοοτροπία και την πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Έκτοτε, τα τελευταία χρόνια διάφορες αναπτυξιακές και χωροταξικές μελέτες, αναζητούν τον αναχαιτίσιμο της πληθυσμιακής διαρροής, την ανάπτυξη πρόσφορων παραγωγικών κλάδων, την αναδιάρθρωση και εξυγίανση του οικιστικού πλέγματος, τονίζουν την ανάγκη για προστασία και αξιοποίηση της μοναδικής ιστορικής και παραδοσιακής κληρονομιάς, αναγνωρίζοντάς την ως βασικό τοπικό πόρο εθνικής σημασίας.
Το Γύθειο έχει κατοικηθεί από τα Προϊστορικά χρόνια (σπήλαιο στη θέση Λακωνίς κοντά στη πόλη του Γυθείου), όπως μαρτυρούν και τα ευρήματα που βρίσκονται στο μουσείο του και το χρησιμοποιούσαν και οι Φοίνικες για να συλλέγουν την "πορφύρα".
Σύμφωνα με την παράδοση όταν ο Θεός Απόλλωνας μάλωσε με τον Ηρακλή για τον μαγικό τρίποδα του μαντείου των Δελφών και στο τέλος συμφώνησαν, ο τόπος της συμφωνίας ονομάσθηκε "Γύη Θεών"' δηλαδή Γύθειο. Ήταν το επίνειο και ο ναύσταθμος της αρχαίας Σπάρτης.
Στο μικρό νησάκι που βρίσκεται στο Γύθειο, σύμφωνα με τον Όμηρο έδεσε το πλοίο του ο Πάρις ερχόμενος από την Τροία για την Σπάρτη. Όταν έκλεψε την Ωραία Ελένη, στο νησάκι αυτό, πέρασαν την πρώτη τους νύκτα πριν την αναχώρησή τους για την Τροία. Φεύγοντας δε, σύμφωνα με την παράδοση, ο Πάρις ξέχασε το κράνος του. Έτσι μέχρι και σήμερα το νησάκι ονομάζεται Κρανάη.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια (195 π.Χ.) το Γύθειο ήταν η πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων, με πληθυσμό πάνω από 25.000 και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Τότε κατασκευάσθηκαν το θέατρο της πόλης, η ακρόπολή της, το βαλανείο (δημόσια λουτρά), ναοί και αρκετά σπίτια με πλούσιο διάκοσμο και ψηφιδωτά και η πόλη διακοσμήθηκε με περίτεχνα αγάλματα. Αργότερα η πόλη καταστράφηκε από σεισμό (το 375 μ.X.), τμήματα των ερειπίων της αρχαίας πόλεως του Γυθείου βρίσκονται στο βόρειο άκρο της σημερινής πόλης. Ο επισκέπτης μπορεί να τα δει βυθισμένα στο βυθό της θάλασσας ανατολικά του σταδίου της.
Το Γύθειο στα Νεότερα Χρόνια
Η περιοχή κατοικήθηκε ξανά λίγο πριν την επανάσταση του 1821 και πήρε το όνομα Μαραθονήσι. Από τα χρόνια εκείνα διατηρείται μόνο ο πύργος της οικογενείας Τζανήμπεη Γρηγοράκη στο νησί Κρανάη που σήμερα λειτουργεί σαν μουσείο.
Στα τέλη του προηγούμενου και στις αρχές του αιώνα μας η πόλη γνώρισε μεγάλη εμπορική, οικονομική και πολιτιστική άνθηση. Στα χρόνια αυτά κατασκευάσθηκε το πρώτο λιμάνι και διαμορφώθηκε η μαρμάρινη παραλία που υπάρχει σε αυτό, ο μαρμάρινος οκταγωνικός φάρος στο νησάκι Κρανάη το οποίο συνδέθηκε με δρόμο με την απέναντι παραλία, το Δημαρχείο, το Παρθεναγωγείο της πόλης (έργα του Βαυαρού αρχιτέκτονα Τσίλερ το 1891), η Κεντρική Αγορά της πόλης (έργο του ιδίου αρχιτέκτονα) εκεί που σήμερα βρίσκεται το Κέντρο Υγείας.
Σ' αυτή την περίοδο κτίσθηκαν τα παραδοσιακά διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά προσδίδοντας στη στεριανή πόλη νησιώτικο χαρακτήρα.
Η βόλτα στην μαρμάρινη παραλία, με τα νεοκλασικά κτίρια, το λιμάνι με τα καΐκια και τις βάρκες σε αυτό ανταμείβουν τον επισκέπτη που έρχεται εδώ. Μετά την ένταξη της Μάνης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τα νεώτερα υπερτοπικά στοιχεία αντικατέστησαν τα παλιότερα παραδοσιακά πρότυπα ή αναμετρήθηκαν μ' αυτά.
Ήδη από το 1830 οι νέες κρατικές αρχές κατέστρωσαν διάφορα σχέδια για "εσωτερική μεταρρύθμιση" της ιδιόρρυθμης ταραγμένης Μάνης αλλά και για μετοίκηση μανιατών σε άλλες περιοχές, όπου θα τους παραχωρούσαν "εθνική γη" για καλλιέργεια.
Το βασικό για όλη τη Μάνη, αλλά και για τη Λακωνία, λιμάνι του Γυθείου (Μαραθονησίου), του οποίου η αναβίωση έγινε στα προεπαναστατικά χρόνια, αποτέλεσε πόλο εντατικού εκσυγχρονισμού. Ανάμεσα στα 1840 -1900 ο οικισμός, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, πενταπλασίασε τον πληθυσμό του και ξεπέρασε τα 5.000 άτομα. Ο βασικός πυρήνας γύρω από το "καραβοστάσι" επεκτάθηκε γρήγορα προς το λόφο και κατά μήκος των 2 κυρίων δρόμων. Ένα "Ιπποδάμειο" πολεοδομικό σχέδιο (1861) ρύθμισε την επέκταση της πόλης προς την ομαλή βορεινή περιοχή. Στα 1865 - 1870 το παλιό λιμάνι στο καραβοστάσι, μετατράπηκε σε πλατεία, με επίχωση. Τότε διαμορφώθηκε, με μόλωση, και η βασική παραλιακή λεωφόρος με τη μαρμάρινη προκυμαία. Τα οικόπεδα που δημιουργήθηκαν στη παραλιακή ζώνη πουλήθηκαν σε ιδιώτες που έκτισαν αρχοντόσπιτα και καταστήματα νεοκλασικού ρυθμού. Στα 1898 η παραλιακή λωρίδα κι η προκυμαία επεκτάθηκαν και προς το νότο. Για να προστατευθεί καλύτερα το λιμάνι, ενώθηκε με κρηπίδωμα το νησάκι της Κρανάης με την ξηρά. Πάνω στο νησάκι της Κρανάης το 1873 στην άκρη της νησίδας υψώθηκε ένας εξαίρετος επιβλητικός, οκταγωνικός φάρος, ύψους 23μ.
Παράλληλα η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση. Σ' αυτό το διάστημα κατασκευάστηκαν αρκετά δημόσια κτίρια, λέσχες, ξενοδοχεία, πλατείες κ.λπ. Γύρω στα 1850 κατασκευάστηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο, το 1866 το διδακτήριο του Παρθεναγωγείου, το 1891 το Δημοτικό Μέγαρο (έργα του γνωστού αρχιτέκτονα Τσίλλερ). Νεώτερα κτίρια είναι το τριώροφο μέγαρο της Μητρόπολης (1912), το γυμνάσιο (1914), το εργοστάσιο ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού (1927), τα θερμά θαλάσσια λουτρά κ.λπ.
Κατά την επόμενη περίοδο 1912 - 1940, το παραδοσιακό σύστημα γνώρισε πιο ριζικές μεταβολές: ο πληθυσμός αρχίζει και γνωρίζει μια ελαφρά κάμψη. Από 48.000 σε 47.000. Το 1912 οι 10 τέως Δήμοι διασπάστηκαν σε 60 (κατόπιν 62) κοινότητες με 1 - 15 οικισμούς και 200 - 2000 κατοίκους η καθεμία. Από το 1937 οι 29 βόρειες κοινότητες της επαρχίας Οιτύλου του νομού Λακωνίας υπήχθησαν στην επαρχία Καλαμών. Η βασισμένη στην ελαιοκαλλιέργεια οικονομία γνώρισε μεγάλη ακμή. Πολλά νοικοκυριά διατηρούσαν μόνιμες εστίες τόσο στα χωριά όσο και στα αστικά κέντρα. Μολονότι η εποχή της μεγάλης ανοικοδόμησης είχε παρέλθει, πολλοί ακόμη επεδίωκαν να αγοράσουν γη και να χτίσουν σπίτι στα χωριά και στις κωμοπόλεις.
Το Γύθειο Σήμερα
Την επόμενη περίοδο 1940 - 1951 η περιοχή της Μάνης έχασε το 25% του πληθυσμού της (από 47.000 έμειναν 35.000 κατ). Οι πολεμικές αναστατώσεις και ιδιαίτερα ο εμφύλιος πόλεμος συρρίκνωσαν τον πληθυσμό και περιόρισαν ριζικά τις δυνατότητες να συνεχιστούν οι γεωργικές, κτηνοτροφικές, μεταποιητικές και εμπορικές δραστηριότητες. Το 1981 απογράφηκαν 21.800 κατ. (μείωση μεταξύ 1951 - 1981, 38%). Ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού κατευθύνθηκε στην Αθήνα και ειδικότερα στον Πειραιά και λιγότερο προς τις πόλεις της Πελοποννήσου (Καλαμάτα, Σπάρτη, Πάτρα).
Πολλά χωριά ερήμωσαν εντελώς και η Μάνη έγινε μία από τις δραματικότερα εκκενούμενες - προβληματικές επαρχίες στην Ελλάδα. Η ντόπια έκφραση: "σπίτι με κουζίνα και άντρα στην Αθήνα", φανερώνει τη νοοτροπία και την πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Έκτοτε, τα τελευταία χρόνια διάφορες αναπτυξιακές και χωροταξικές μελέτες, αναζητούν τον αναχαιτίσιμο της πληθυσμιακής διαρροής, την ανάπτυξη πρόσφορων παραγωγικών κλάδων, την αναδιάρθρωση και εξυγίανση του οικιστικού πλέγματος, τονίζουν την ανάγκη για προστασία και αξιοποίηση της μοναδικής ιστορικής και παραδοσιακής κληρονομιάς, αναγνωρίζοντάς την ως βασικό τοπικό πόρο εθνικής σημασίας.
- http://www.gythio.gr/history.htm
ΔΑΙΜΟΝΙΑ (Χωριό) ΑΣΩΠΟΣ
Δαιμονία
Από αρχαιολογικά ευρήματα πλησίον της σημερινής Δαιμονίας, συμπερένεται υπήρχε πόλη βόρεια της Πλύτρας πλησίον της ακτής με άγνωστο όνομα. Η θέση της δέσποζε του δρόμου από το χωριό Επίδαυρο Λιμηρά και βρισκόταν και στο δρόμο από την πεδιάδα του Ασωπού προς την Νεάπολη. Ίσως πρέπει να την συνδέσουμε με την πόλη Κοτύρτα (την οποία αναφέρει ο Θουκυδίδης) ενώ υπήρχε και η πόλη Αφροδισιάς που κατόπιν ενσωματώθηκε με την πόλη των Βοιών. Η κτίση του χωριού στη σημερινή θέση έγινε κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Οι κάτοικοι ήλθαν από πολλές περιοχές, οι περισσότεροι μετά την καταστροφή των Ψαρών, με επικρατέστερη την οικογένεια Λύρα. Ηλθαν επίσης από τα Κύθηρα αλλά και από τα Λυρά μετά την καταστροφή τους το 1770 μχ από τους Τουρκαλβανούς.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Ασωπού
- http://www.asopos.gr/istorika.htm
ΚΑΡΥΑΙ (Αρχαία πόλη) ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΑ
Το όνομα της αρχαιοτάτης πολίχνης ήταν, από τότε τουλάχιστον που αρχίζουν οι ιστορικές μαρτυρίες, Καρυαί, Κάρυαι και Καρυά (Ξενοφών - περιηγητής Παυσανίας, γλωσσολόγος Fick, λεξικογράφοι Ησύχιος, Βυζάντιος, Φώτιος, Θουκυδίδης, ιστορικός Θεόπομπος). Οφείλει την ονομασία της στις πολλές καρυδιές που υπήρχαν από τότε. Μετά τις σλαβικές επιδρομές δόθηκε το σλαβικό - μεσαιωνικό όνομα Αράχωβα που σημαίνει επίσης καρυδότοπος. Κατά την μυθολογία η Καρύα ήταν κόρη του Βασιλιά της λακωνικής Δίονα και της Ιφιθέας που είχαν άλλα δύο κορίτσια την Όρφη και τη Λυκώ. Ο θεός Απόλλωνας όταν κάποτε φιλοξενήθηκε προίκισε τα κορίτσια με το χάρισμα της μαντικής. Όταν έπειτα πέρασε ο Διόνυσος αγάπησε τρελά την Καρύα. Οι αδελφές της την περιόρισαν και ο Διόνυσος τις τρέλανε, αυτές έπεσαν στα βράχια του Ταΰγετου και την Καρύα μεταμόρφωσε σε δένδρο. Ο Παυσανίας γράφει : Το χωρίον Καρυαί, Αρτέμιδος και Νυμφίων εστί.
Αποδείξεις: Αρχαία νομίσματα, κομμάτια - θραύσματα αρχαίων αγγείων, τάφοι με μεγάλους σκελετούς, η αφήγηση του περιηγητή Παυσανία που πέρασε από τις Καρυές το 17ο αιώνα μ.Χ. όπου αναφέρει ότι η περιοχή ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα και τις Νύμφες και άγαλμα στημένο τις Καρυάτιδας Αρτέμιδος "χορούς δε κάθε χρόνο στήνουν εδώ τα κορίτσια των Λακεδαιμονίων" .
Προϊστορικοί Χρόνοι: Ο Παυσανίας γράφει στα Αρκαδικά ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη και πριν τον Τρωικό πόλεμο, ότι οι Καρυάτες έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ότι στους Καρυάτες άρεσε περισσότερο η ειδυλλιακή Αρκαδική ζωή παρά η αυστηρά πειθαρχημένη και σκληρή ζωή των Σπαρτιατών.
Ιστορικοί Χρόνοι: Διατήρησαν ένα είδος τοπικής αυτονομίας, αλλά από τον 8ο ως τα μέσα του 6ου αιώνα η περιοχή των Καρυών ήταν άλλοτε Τεγεατική και άλλοτε Σπαρτιατική. Τον 5ο αιώνα συνεξεστράτευσαν κατά των Περσών ( Πλαταιές - Σαλαμίνα - Ηρόδοτος 480 π.χ.). Κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο 431-404 π.χ. η περιοχή των Καρυών ήταν η παραμεθόριος του Σπαρτιατικού Κράτους προς Β.Α. (Θουκυδίδης). Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (369 π.χ.) η Πελοπόννησος επιχείρησε με την βοήθεια των Θηβαίων να απαλλαγεί από την ηγεμονία των Λακεδαιμονίων. Στην αποστασία αυτή βοήθησαν και οι Καρυάτες οι οποίοι τον επόμενο χρόνο (368 π.χ.) τιμωρήθηκαν σκληρά από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατέστρεψαν όλως διόλου τις Καρυές και έσφαξαν τους κατοίκους (Ξενοφών).
Ρωμαϊκή Εποχή: Οι Καρυές δεν έχουν δική τους ιστορία αυτή την περίοδο (146π.χ. - 395μ.χ.).Για την νεώτερη ιστορία των Καρυών βλ. Καρυές, χωριό
Αποδείξεις: Αρχαία νομίσματα, κομμάτια - θραύσματα αρχαίων αγγείων, τάφοι με μεγάλους σκελετούς, η αφήγηση του περιηγητή Παυσανία που πέρασε από τις Καρυές το 17ο αιώνα μ.Χ. όπου αναφέρει ότι η περιοχή ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα και τις Νύμφες και άγαλμα στημένο τις Καρυάτιδας Αρτέμιδος "χορούς δε κάθε χρόνο στήνουν εδώ τα κορίτσια των Λακεδαιμονίων" .
Προϊστορικοί Χρόνοι: Ο Παυσανίας γράφει στα Αρκαδικά ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη και πριν τον Τρωικό πόλεμο, ότι οι Καρυάτες έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ότι στους Καρυάτες άρεσε περισσότερο η ειδυλλιακή Αρκαδική ζωή παρά η αυστηρά πειθαρχημένη και σκληρή ζωή των Σπαρτιατών.
Ιστορικοί Χρόνοι: Διατήρησαν ένα είδος τοπικής αυτονομίας, αλλά από τον 8ο ως τα μέσα του 6ου αιώνα η περιοχή των Καρυών ήταν άλλοτε Τεγεατική και άλλοτε Σπαρτιατική. Τον 5ο αιώνα συνεξεστράτευσαν κατά των Περσών ( Πλαταιές - Σαλαμίνα - Ηρόδοτος 480 π.χ.). Κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο 431-404 π.χ. η περιοχή των Καρυών ήταν η παραμεθόριος του Σπαρτιατικού Κράτους προς Β.Α. (Θουκυδίδης). Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (369 π.χ.) η Πελοπόννησος επιχείρησε με την βοήθεια των Θηβαίων να απαλλαγεί από την ηγεμονία των Λακεδαιμονίων. Στην αποστασία αυτή βοήθησαν και οι Καρυάτες οι οποίοι τον επόμενο χρόνο (368 π.χ.) τιμωρήθηκαν σκληρά από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατέστρεψαν όλως διόλου τις Καρυές και έσφαξαν τους κατοίκους (Ξενοφών).
Ρωμαϊκή Εποχή: Οι Καρυές δεν έχουν δική τους ιστορία αυτή την περίοδο (146π.χ. - 395μ.χ.).Για την νεώτερη ιστορία των Καρυών βλ. Καρυές, χωριό
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Κοινότητας Καρυών
- http://www.karyes.gr/ISTORIA%20ST.htm
ΚΑΡΥΕΣ (Χωριό) ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΑ
Για την αρχαία ιστορία των Καρυών, βλ. Καρυαί αρχαία πόλη
Βυζαντινή Αράχωβα: Η πολίχνη καταστράφηκε ολοκληρωτικά με τα ιερά της στη δεύτερη επιδρομή των Γότθων με τον Αλάριχο (396 μ.Χ.)
Φραγκοκρατία: Οι μαρτυρίες λένε ότι λέγονταν Μεγάλη Αράχωβα και ότι οι κάτοικοί της πουλούσαν στα πανηγύρια μετάξι. Με τον καιρό εκείνο συνδέεται και ο Παλαιόπυργος, του οποίου η οχύρωση έγινε μετά το 1275 μ.Χ. Για αυτόν σώζεται ένα παραμύθι. Ανήκε στον Βυζαντινό άρχοντα Ζωναρά που είχε κόρη τη Χρυσαυγή. Κάλεσε μνηστήρες για να την παντρέψει. Αυτή διάλεξε τον Εύανδρο. Τότε ξεκίνησε πόλεμος όπου σκοτώθηκε ο Εύανδρος και η Χρυσαυγή με τους θησαυρούς καταφεύγει στη Ρουμανία. Είχε μείνει έγκυος και δισέγγονος της ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος που ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη και ελευθέρωσε τον Μυστρά.
Τουρκοκρατία: Όπως σ' όλη την Ελλάδα έτσι και εδώ η ζωή, η τιμή, η περιουσία των ραγιάδων ήταν στη διάθεση του σκληρού τυράννου. Το ότι έμειναν Τούρκοι μόνιμα στις Καρυές φαίνεται από τα τοπωνύμια : Μουσταφά τ΄ αλώνια, του αγά η χούνη, του χαλή το λάκκωμα.
Η Αράχωβα του 1821: Έχει και η Αράχωβα τη συμβολή της στους Αγώνες και τις θυσίες του 1821. Στο Αρχείο των Αγνώστων ( Εθνική Βιβλιοθήκη) υπάρχουν 80 ονόματα Αραχωβιτών με το βιογραφικό τους σημείωμα που έλαβαν μέρος στις μάχες. Το κάψιμο του χωριού από τον Ιμπραήμ έγιναν στις 12 Μαΐου 1826 κατά την μαρτυρία του Φραντζή. Επίσης η παράδοση λέει ότι κατά την αποχώρηση του Ιμπραήμ τον Αύγουστο του 1826 οι αραπάδες πήραν ομήρους μαζί τους άνδρες, γυναίκες , παιδιά και τους πήγαν στην Πύλο. Λέγεται ότι μια Αραχωβίτισσα παντρεμένη με παιδία σύρθηκε στην αιχμαλωσία. Μετά από πολύ καιρό τα κατάφερε και ξέφυγε αλλά γύρισε έγκυος. "Αντρα, το και το έχω πάθει. Θα με δεχθείς ή να φύγω πάλι ;" και ο άντρας αναστενάζοντας: "Καημένη γυναίκα, σκλαβιά βλέπεις και παρθενιά γυρεύεις. Έλα έμπα στο σπίτι σου και σύμμασε τα παιδιά σου"
Η Αράχωβα μετά το 1821: Το καλοκαίρι του 1821 επειδή η κυβέρνηση δεν είχε χρήματα να πληρώνει το στρατό, όριζε περιφέρειες όπου κάθε Ρουμελιώτης στρατηγός θα πήγαινε να εισπράξει μισθούς και έξοδα τροφοδοσίας. Έτσι ο στρατηγός Βαγγέλης Μήτσο-Κοντογιάννης από Καστρί - Αγ. Πέτρο έφτασε στην Αράχωβα όπου και κατέλυσε. Τέσσερις ημέρες περίμενε αλλά δεν υπήρχε πρόθεση για φόρους. Γι' αυτό φυλάκισε τον παπά και τον προεστό του χωριού. Όμως οι Ματαλαίοι του χωριού ήρθαν σε συνεννόηση με τα γειτονικά χωριά, έφτασαν ενισχύσεις, ακολούθησε μάχη μέσα στο χωριό και τελικά έφτασε από την Τρίπολη ο Γενναίος Κολοκοτρώνης που κατάφερε συμβιβασμό και απεχώρησαν οι Ρουμελιώτες. Το γεγονός αυτό και το θάνατο των Ρουμελιωτών καπετάνιων απαθανάτισε η Λαϊκή Μούσα με το "ένα πουλάκι ξέβγαινε"
Απελευθερωτικοί Αγώνες:Στην επανάσταση της Κρήτης (1866 - 1968) ένας (1) Αραχωβίτης Λοχίας εθελοντής ο Νικ. Χριστοφίλης βρήκε ηρωικό θάνατο στη μονή Αρκαδίου.
Στον πόλεμο του 1897 έλαβαν μέρος δύο (2) αξιωματούχοι και περισσότεροι από είκοσι (20) στρατιώτες.
Στους βαλκανικούς πολέμους (1912 - 1913) έπεσαν έξι (6) τραυματίστηκαν τέσσερις (9) πολέμησαν ογδόντα πέντε (85).
Στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (1917 - 1922), έπεσαν δέκα τρεις (13) και πολέμησαν ογδόντα εννέα (89).
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941), έπεσαν πέντε (5), τραυματίστηκαν δέκα πέντε (15),πολέμησαν εκατόν εβδομήντα (170)
Από τους Αραχωβίτες της Αμερικής στον Α' παγκόσμιο πόλεμο δέκα επτά (17) πολέμησαν, ένας (1) σκοτώθηκε και στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο εκατόν δέκα (110) πολέμησαν και επτά (7) σκοτώθηκαν.
Μετανάστευση: Από τους πρώτους που έφυγαν από την Αράχωβα για την Αμερική στα 1888 ήταν τα αδέλφια Βασίλης και Παναγιώτης Λεβεντάκης που τους παρανόμαζαν "Φαφουταίους". Ακολούθησαν το 1896 τριάντα τρεις (33) μαζί. Το 1901 οι πρώτοι Αραχωβίτες του Σικάγου ίδρυσαν τον σύνδεσμο των εν Αμερική Αραχωβιτών και το 1923 ιδρύθηκε η "Αδελφότης Αραχωβιτών - Αι Καρυαί". Το πρώτο μεγάλο κοινωφελές έργο έγινε το 1927 και ήταν η ύδρευση του χωριού για το οποίο η Αδελφότης διέθεσε 25 χιλιάδες δολάρια. Το 1929 επίσης έστειλε η αδελφότης 518 δολάρια με τα οποία αγοράστηκε γήπεδο για γυμναστήριο. Επίσης το 1927 εκδόθηκε το λεύκωμα με τον τίτλο "Χρυσή Βίβλος Αδελφότητας Αραχωβιτών Αι Καρυαί" . Το 1937 τελείωσε το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου που στοίχισε ένα εκατομμύριο προπολεμικές δραχμές. Όλο αυτό το ποσό το έστειλε η Αδελφότητα. Από το 1945 δε, άρχισε η αποστολή ταχυδρομικών δεμάτων με ρούχα, τρόφιμα και επιταγών με δολάρια. Το Μάρτιο του 1946 έφτασαν στη Αράχωβα 248 ταχυδρομικά δέματα και 14 μπαούλα με ρούχα, παπούτσια και τρόφιμα.
Η Αράχωβα της κατοχής: ( Απρίλιος 1941 - Οκτώβριος 1944) Καμία περιγραφή δε θα μπορέσει να δώσει την πραγματική εικόνα της ζωής που πέρασαν οι κάτοικοι της Αράχωβας κατά την διάρκεια ης μαύρης σκλαβιάς. Ταλαιπωρίες, βάσανα, συγκινήσεις, δραματικά επεισόδια, ηρωισμοί, αυτοθυσίες ήταν οι καθημερινές σκηνές. Βήμα - βήμα, λεπτό προς λεπτό έχουν καταγραφεί όλα τα γεγονότα με όλες τις λεπτομέρειες στο ημερολόγιο της Κατοχής από των αείμνηστο καθηγητή Κώστα Μ. Πίτσιου στο Βιβλίο του "Καρυαί Λακεδαίμονος" ( Ιστορική και Λαογραφική μελέτη).
Το πρώτο επεισόδιο (18-12-1942): Την ημέρα αυτή πραγματοποιήθηκε επίθεση εναντίον γερμανικού αυτοκίνητου με τρεις Γερμανούς στρατιώτες και δύο Έλληνες μαυραγορίτες συνεργάτες. Ήδη 2 μήνες πριν είχε ιδρυθεί και στην Αράχωβα τμήμα του ΕΑΜ του οποίου αρχηγός ήταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Παρασκευάς Λεβεντάκης που είχε πάρει εντολή να δημιουργήσει σοβαρό επεισόδιο με Γερμανούς ή Ιταλούς. Η εγκατάσταση στη συνέχεια των Ιταλών στο χωριό πρόσθεσε στην καθημερινή ζωή μόνο διωγμούς, φυλακίσεις, βασανισμούς γι' αυτό και οργανώθηκαν φυλάκια συναγερμού, κατασκευάστηκαν κρυψώνες και μακρινά καταφύγια που χρησιμοποιήθηκαν το διάστημα από το Σεπτέμβριο του 1943 ως το Σεπτέμβριο του 1944.
Η μεγάλη δοκιμασία: Η μεγάλη δοκιμασία για το χωριό ήταν η 19η Σεπτεμβρίου 1943. Κανείς δεν αντιλήφθηκε την περικύκλωση του χωριού από 500 Γερμανούς στις 5 η ώρα το πρωί. Η θύελλα που ακολούθησε κράτησε μία ώρα κατά την οποία δολοφονήθηκαν εννέα (9) άμαχοι, λεηλατήθηκαν σπίτια και τριάντα ένα (31) άνθρωποι οδηγήθηκαν στην ομηρία. Το δράμα του χωριού ευτυχώς σταμάτησε γιατί κατέφθασε σαν από μηχανής θεός ο αντιπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κ. Αλ. Πέρσον και έτσι οι Γερμανοί αποχώρησαν.
Μεγάλη μορφή αυτοθυσίας και πατριωτισμού αποτελεί σίγουρα η εκτέλεση του γιατρού Χρήστου Καρβούνη στο Μονοδέντρι μαζί με 117 άλλους πατριώτες από τους Γερμανούς στις 26-11-1943 που γεννήθηκε στην Αράχωβα και σπούδασε στη Γερμανία και ο οποίος αρνήθηκε να απαλλαγεί από την εκτέλεση.
Το κάψιμο της Αράχωβας (14 -15 Μαρτίου 1944): Δύο ώρες πριν το μεσημέρι σήμανε ο συναγερμός της συμφοράς και του ολέθρου. Περίπου 150 Γερμανοί μπήκαν στο χωριό, έφαγαν πρώτα, στη συνέχεια λεηλάτησαν τα σπίτια και ύστερα αφοσιώθηκαν στο κάψιμο των σπιτιών. Ανατίναξαν μάλιστα και τη δυτική γωνία του Σχολείου την πρώτη ημέρα, ενώ την δεύτερη ημέρα μαζί με όλα τα άλλα ανατίναξαν το Ρολόι του χωριού. Ο απολογισμός του τραγικού αυτού διημέρου ήταν 20 νεκροί και 300 σπίτια καημένα.
Η επιδρομή των Γερμανών στον Πάρνωνα. Μεγάλη δοκιμασία για το χωριό αποτελεί το διάστημα από 23 Ιουνίου - 8 Ιουλίου 1944 που πραγματοποιήθηκε η πιο τρομερή επιχείρηση των κατακτητών στην περιοχή. Πλήρωσε και η Αράχοβα βαρύ φόρο αίματος και καταστροφής: νεκροί 14, όμηροι 8, λεηλασία και καταστροφή σε υλικά αγαθά ανυπολόγιστη.
Απελευθέρωση: Η πιο γλυκιά μέρα που ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι τελείωσε ο εφιάλτης της σκλαβιάς ήταν η 10η του Σεπτέμβρη 1944 που καταργήθηκαν τα φυλάκια και ο συναγερμός, Επιτέλους η Αράχωβα λεύτερη.
Βυζαντινή Αράχωβα: Η πολίχνη καταστράφηκε ολοκληρωτικά με τα ιερά της στη δεύτερη επιδρομή των Γότθων με τον Αλάριχο (396 μ.Χ.)
Φραγκοκρατία: Οι μαρτυρίες λένε ότι λέγονταν Μεγάλη Αράχωβα και ότι οι κάτοικοί της πουλούσαν στα πανηγύρια μετάξι. Με τον καιρό εκείνο συνδέεται και ο Παλαιόπυργος, του οποίου η οχύρωση έγινε μετά το 1275 μ.Χ. Για αυτόν σώζεται ένα παραμύθι. Ανήκε στον Βυζαντινό άρχοντα Ζωναρά που είχε κόρη τη Χρυσαυγή. Κάλεσε μνηστήρες για να την παντρέψει. Αυτή διάλεξε τον Εύανδρο. Τότε ξεκίνησε πόλεμος όπου σκοτώθηκε ο Εύανδρος και η Χρυσαυγή με τους θησαυρούς καταφεύγει στη Ρουμανία. Είχε μείνει έγκυος και δισέγγονος της ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος που ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη και ελευθέρωσε τον Μυστρά.
Τουρκοκρατία: Όπως σ' όλη την Ελλάδα έτσι και εδώ η ζωή, η τιμή, η περιουσία των ραγιάδων ήταν στη διάθεση του σκληρού τυράννου. Το ότι έμειναν Τούρκοι μόνιμα στις Καρυές φαίνεται από τα τοπωνύμια : Μουσταφά τ΄ αλώνια, του αγά η χούνη, του χαλή το λάκκωμα.
Η Αράχωβα του 1821: Έχει και η Αράχωβα τη συμβολή της στους Αγώνες και τις θυσίες του 1821. Στο Αρχείο των Αγνώστων ( Εθνική Βιβλιοθήκη) υπάρχουν 80 ονόματα Αραχωβιτών με το βιογραφικό τους σημείωμα που έλαβαν μέρος στις μάχες. Το κάψιμο του χωριού από τον Ιμπραήμ έγιναν στις 12 Μαΐου 1826 κατά την μαρτυρία του Φραντζή. Επίσης η παράδοση λέει ότι κατά την αποχώρηση του Ιμπραήμ τον Αύγουστο του 1826 οι αραπάδες πήραν ομήρους μαζί τους άνδρες, γυναίκες , παιδιά και τους πήγαν στην Πύλο. Λέγεται ότι μια Αραχωβίτισσα παντρεμένη με παιδία σύρθηκε στην αιχμαλωσία. Μετά από πολύ καιρό τα κατάφερε και ξέφυγε αλλά γύρισε έγκυος. "Αντρα, το και το έχω πάθει. Θα με δεχθείς ή να φύγω πάλι ;" και ο άντρας αναστενάζοντας: "Καημένη γυναίκα, σκλαβιά βλέπεις και παρθενιά γυρεύεις. Έλα έμπα στο σπίτι σου και σύμμασε τα παιδιά σου"
Η Αράχωβα μετά το 1821: Το καλοκαίρι του 1821 επειδή η κυβέρνηση δεν είχε χρήματα να πληρώνει το στρατό, όριζε περιφέρειες όπου κάθε Ρουμελιώτης στρατηγός θα πήγαινε να εισπράξει μισθούς και έξοδα τροφοδοσίας. Έτσι ο στρατηγός Βαγγέλης Μήτσο-Κοντογιάννης από Καστρί - Αγ. Πέτρο έφτασε στην Αράχωβα όπου και κατέλυσε. Τέσσερις ημέρες περίμενε αλλά δεν υπήρχε πρόθεση για φόρους. Γι' αυτό φυλάκισε τον παπά και τον προεστό του χωριού. Όμως οι Ματαλαίοι του χωριού ήρθαν σε συνεννόηση με τα γειτονικά χωριά, έφτασαν ενισχύσεις, ακολούθησε μάχη μέσα στο χωριό και τελικά έφτασε από την Τρίπολη ο Γενναίος Κολοκοτρώνης που κατάφερε συμβιβασμό και απεχώρησαν οι Ρουμελιώτες. Το γεγονός αυτό και το θάνατο των Ρουμελιωτών καπετάνιων απαθανάτισε η Λαϊκή Μούσα με το "ένα πουλάκι ξέβγαινε"
Απελευθερωτικοί Αγώνες:Στην επανάσταση της Κρήτης (1866 - 1968) ένας (1) Αραχωβίτης Λοχίας εθελοντής ο Νικ. Χριστοφίλης βρήκε ηρωικό θάνατο στη μονή Αρκαδίου.
Στον πόλεμο του 1897 έλαβαν μέρος δύο (2) αξιωματούχοι και περισσότεροι από είκοσι (20) στρατιώτες.
Στους βαλκανικούς πολέμους (1912 - 1913) έπεσαν έξι (6) τραυματίστηκαν τέσσερις (9) πολέμησαν ογδόντα πέντε (85).
Στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (1917 - 1922), έπεσαν δέκα τρεις (13) και πολέμησαν ογδόντα εννέα (89).
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941), έπεσαν πέντε (5), τραυματίστηκαν δέκα πέντε (15),πολέμησαν εκατόν εβδομήντα (170)
Από τους Αραχωβίτες της Αμερικής στον Α' παγκόσμιο πόλεμο δέκα επτά (17) πολέμησαν, ένας (1) σκοτώθηκε και στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο εκατόν δέκα (110) πολέμησαν και επτά (7) σκοτώθηκαν.
Μετανάστευση: Από τους πρώτους που έφυγαν από την Αράχωβα για την Αμερική στα 1888 ήταν τα αδέλφια Βασίλης και Παναγιώτης Λεβεντάκης που τους παρανόμαζαν "Φαφουταίους". Ακολούθησαν το 1896 τριάντα τρεις (33) μαζί. Το 1901 οι πρώτοι Αραχωβίτες του Σικάγου ίδρυσαν τον σύνδεσμο των εν Αμερική Αραχωβιτών και το 1923 ιδρύθηκε η "Αδελφότης Αραχωβιτών - Αι Καρυαί". Το πρώτο μεγάλο κοινωφελές έργο έγινε το 1927 και ήταν η ύδρευση του χωριού για το οποίο η Αδελφότης διέθεσε 25 χιλιάδες δολάρια. Το 1929 επίσης έστειλε η αδελφότης 518 δολάρια με τα οποία αγοράστηκε γήπεδο για γυμναστήριο. Επίσης το 1927 εκδόθηκε το λεύκωμα με τον τίτλο "Χρυσή Βίβλος Αδελφότητας Αραχωβιτών Αι Καρυαί" . Το 1937 τελείωσε το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου που στοίχισε ένα εκατομμύριο προπολεμικές δραχμές. Όλο αυτό το ποσό το έστειλε η Αδελφότητα. Από το 1945 δε, άρχισε η αποστολή ταχυδρομικών δεμάτων με ρούχα, τρόφιμα και επιταγών με δολάρια. Το Μάρτιο του 1946 έφτασαν στη Αράχωβα 248 ταχυδρομικά δέματα και 14 μπαούλα με ρούχα, παπούτσια και τρόφιμα.
Η Αράχωβα της κατοχής: ( Απρίλιος 1941 - Οκτώβριος 1944) Καμία περιγραφή δε θα μπορέσει να δώσει την πραγματική εικόνα της ζωής που πέρασαν οι κάτοικοι της Αράχωβας κατά την διάρκεια ης μαύρης σκλαβιάς. Ταλαιπωρίες, βάσανα, συγκινήσεις, δραματικά επεισόδια, ηρωισμοί, αυτοθυσίες ήταν οι καθημερινές σκηνές. Βήμα - βήμα, λεπτό προς λεπτό έχουν καταγραφεί όλα τα γεγονότα με όλες τις λεπτομέρειες στο ημερολόγιο της Κατοχής από των αείμνηστο καθηγητή Κώστα Μ. Πίτσιου στο Βιβλίο του "Καρυαί Λακεδαίμονος" ( Ιστορική και Λαογραφική μελέτη).
Το πρώτο επεισόδιο (18-12-1942): Την ημέρα αυτή πραγματοποιήθηκε επίθεση εναντίον γερμανικού αυτοκίνητου με τρεις Γερμανούς στρατιώτες και δύο Έλληνες μαυραγορίτες συνεργάτες. Ήδη 2 μήνες πριν είχε ιδρυθεί και στην Αράχωβα τμήμα του ΕΑΜ του οποίου αρχηγός ήταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Παρασκευάς Λεβεντάκης που είχε πάρει εντολή να δημιουργήσει σοβαρό επεισόδιο με Γερμανούς ή Ιταλούς. Η εγκατάσταση στη συνέχεια των Ιταλών στο χωριό πρόσθεσε στην καθημερινή ζωή μόνο διωγμούς, φυλακίσεις, βασανισμούς γι' αυτό και οργανώθηκαν φυλάκια συναγερμού, κατασκευάστηκαν κρυψώνες και μακρινά καταφύγια που χρησιμοποιήθηκαν το διάστημα από το Σεπτέμβριο του 1943 ως το Σεπτέμβριο του 1944.
Η μεγάλη δοκιμασία: Η μεγάλη δοκιμασία για το χωριό ήταν η 19η Σεπτεμβρίου 1943. Κανείς δεν αντιλήφθηκε την περικύκλωση του χωριού από 500 Γερμανούς στις 5 η ώρα το πρωί. Η θύελλα που ακολούθησε κράτησε μία ώρα κατά την οποία δολοφονήθηκαν εννέα (9) άμαχοι, λεηλατήθηκαν σπίτια και τριάντα ένα (31) άνθρωποι οδηγήθηκαν στην ομηρία. Το δράμα του χωριού ευτυχώς σταμάτησε γιατί κατέφθασε σαν από μηχανής θεός ο αντιπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κ. Αλ. Πέρσον και έτσι οι Γερμανοί αποχώρησαν.
Μεγάλη μορφή αυτοθυσίας και πατριωτισμού αποτελεί σίγουρα η εκτέλεση του γιατρού Χρήστου Καρβούνη στο Μονοδέντρι μαζί με 117 άλλους πατριώτες από τους Γερμανούς στις 26-11-1943 που γεννήθηκε στην Αράχωβα και σπούδασε στη Γερμανία και ο οποίος αρνήθηκε να απαλλαγεί από την εκτέλεση.
Το κάψιμο της Αράχωβας (14 -15 Μαρτίου 1944): Δύο ώρες πριν το μεσημέρι σήμανε ο συναγερμός της συμφοράς και του ολέθρου. Περίπου 150 Γερμανοί μπήκαν στο χωριό, έφαγαν πρώτα, στη συνέχεια λεηλάτησαν τα σπίτια και ύστερα αφοσιώθηκαν στο κάψιμο των σπιτιών. Ανατίναξαν μάλιστα και τη δυτική γωνία του Σχολείου την πρώτη ημέρα, ενώ την δεύτερη ημέρα μαζί με όλα τα άλλα ανατίναξαν το Ρολόι του χωριού. Ο απολογισμός του τραγικού αυτού διημέρου ήταν 20 νεκροί και 300 σπίτια καημένα.
Η επιδρομή των Γερμανών στον Πάρνωνα. Μεγάλη δοκιμασία για το χωριό αποτελεί το διάστημα από 23 Ιουνίου - 8 Ιουλίου 1944 που πραγματοποιήθηκε η πιο τρομερή επιχείρηση των κατακτητών στην περιοχή. Πλήρωσε και η Αράχοβα βαρύ φόρο αίματος και καταστροφής: νεκροί 14, όμηροι 8, λεηλασία και καταστροφή σε υλικά αγαθά ανυπολόγιστη.
Απελευθέρωση: Η πιο γλυκιά μέρα που ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι τελείωσε ο εφιάλτης της σκλαβιάς ήταν η 10η του Σεπτέμβρη 1944 που καταργήθηκαν τα φυλάκια και ο συναγερμός, Επιτέλους η Αράχωβα λεύτερη.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Κοινότητας Καρυών
- http://www.karyes.gr/ISTORIA%20ST.htm (1 φωτ.)
ΜΥΣΤΡΑΣ (Βυζαντινός οικισμός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
In 1204 the Western participants of the Fourth Crusade, ignoring their principal objective, captured Constantinople, extended their dominion over the Greek lands and founded the Latin Empire of Romania. The Byzantine court was compelled to seek refuge in neighboring Nicaea. From there the Greeks waged an arduous and unrelenting struggle for about sixty years, until the capital was reconquered and the Emperor once more ascended his throne.
Of all the states founded by the Franks, the most important was the French Principality of the Morea. Its Prince, Geoffroy de Villehardouin, in his endeavor to impose his authority on the entire Peloponnese, was at great pains to conquer Lacedaemon; but it was only in 1248 that his successor, William II de Villehardouin, succeeded in effecting the conquest of Laconia, with the reduction of the fortes of Monembassia. A year later (1249), perceiving the strategic importance of the hill of Mystra, he raised a castle, the ruins of which survive to this day, on its summit.
According to a typical descriptive passage in the Chronicle of the Morea: "After searching through these parts, He found a strange hill, as though cut off from the mountain, About a mile away, above Lacedaemonia. Wishing to fortify this hill, he ordered a castle to be built on its summit And he named it Myzethra, for that was how they called it, And he made it a splendid castle, with fine fortifications..."
By 1249 French knights clad in coats-of-mail had thus encamped on the hill of Mystra in order to "guard the place".
The name Mystra probably derived from the shape of the hill, which resembled that of a Myzethra (popular cheese), or from some local governor whom the Franks found there and whose name was either Myzethra or profession that of a maker of myzethra cheeses.
Ten years later, in 1259 Villehardouin was taken prisoner at the battle of Pelagonia and held captive for three years by the Emperor Michael VIII Palaeologus. In the meantime, the Byzantines had recaptured Constantinople from the Franks, and the Emperor put pressure to bear on William to pay ransom for his release y the cession of the castles of the Peloponnese. William finally agreed to purchase his liberty and that of his barons in exchange for the cession of such castles in Laconia as he would designate. According to the Chronicle of Morea, he decided: "To give to the Emperor in exchange for their liberty, The castles of Monembassia and le Grand-Maigne And, last of all, the most beautiful, that of Myzetha itself".
Thus in 1262 the Greeks became masters of the castle and Byzantine Mystra entered into its golden age.
But Villehardouin, now at liberty returned to the Peloponnese, in an attempt to appease his allies who regarded the agreement as the first step in a Byzantine attempt to break up the French Principality of the Morea. At the head of a military contingent, he soon made his appearance in the Lacadaemonian plain. What his intentions really were are not known.
The Byzantine garrison of Mistra immediately informed Constantinople that Villehardouin had violated the agreement and was preparing to attack the castle. The infuriated Emperor sent a strong force under General Macrinos, who landed at Monemvasia, with orders to deal a mortal blow at Villehardouin. Two years, however, passed without any decisive change being effected in the disposition of the opposing forces.
Finally, in 1264, the Byzantine army, provoked by Villehardouin, was compelled to fight at Macryplaghi - in the defile which leads from Megalopolis and Leondari to the Messenian plain - where it was annihilated. General Macrinos was taken prisoner by the Franklin prince.
After this victory, William did in effect consider launching an attack on Mystra.; but a revolt of the natives of Arcadia, which he could not ignore, caused him to postpone the enterprise.
The constant friction and frequent campaigns between Byzantines and Franks during the course of these two years created a feeling of insecurity among the inhabitants of lacedaemonia, as Sparta was called in the Middle Ages. They consequently begun to abandon their homes in the plain and to settle at the foot of the hill, where they felt more secure under the shallow of the castle of Mystra.
Thus, long before 1300 - more precisely, in the years following the battle of Macryplaghi - Mystra had begun to be inhabited. Churches and houses too soon began to dot the hillside. William II de Villedardouin, the Frankish Prince, had died in 1278, and after his death the Morea became a dependency of the Angevin House of Naples.
With the continuous decline of Frankish power - not only in Laconia but throughout Greece - Mystra's role in the revived Byzanitne Empire soon acquired a new and highly significant aspect. In the course of two centuries it became "the Florence of the East" and the intellectual movements it engendered and fostered came to the regarded with respect beyond the boundaries of the Byzantine Empire and throughout the countries of the West. Furthermore, Mystra was to set the seal on its brief but brilliant history.
From 1264 to 1300 Mystra was the headquarters of a Strategus with the title of Cephali. His term of office lasted only one year but his range of authority was considerable. In 1308 the administrative system underwent a change. The strategoi no longer gave up office at the end of a year but became permanent governors of an unlimited term. It was in this capacity that Cantacuzenus (1308-1316) and Andronicus Palaeologus Asan (1316-1323) ruled at Mistra. The new form of administration contributed much to the development of the fortified city, where, even before the mid 14th century, building activity was on a by no means negligible scale.
Numerous churches were raised and the Metropolitan Bishop of Lacedaemonia transferred the seat of his diocese to Mystra. The momentum of architectural activity increased and the town, which was becoming both a political center and a military headquarters, developed rapidly. By the mid-14th century Mystra attainted the status of a capital of a Greek principality, called a Despotate. It was no longer governed by a Strategus, but a nobleman closely related to the imperial family with the title of Despot and a life-long tenure of office. In 1348 Manuel, second son of the Emperor John VI Cantacuzenus, assumed office as first Despot of Mystra amid scenes of considerable pomp. During his reign the state flourished and Mystra was embellished with new churches and buildings. In 1380 Manuel was succeeded by Matthew Catacuzenus. In 1383 Catacuzenoi were replaced by Palaeologoi, of whom the first Despot was Theodore I Palaeologus (1383 - 1407) and the second Theodore II Palaeologus (1407 - 1443).
In 1443, in the last twilight years of the Empire, Constantine XI Palaeologus, subsequently martyr and last emperor, was crowned Despot. This intelligent prince assumed a heavy responsible towards the Byzantine world, which was already in full decline. Consistently endeavoring to hold on to the last remnants of the once all-powerful Empire, he aimed at protecting the Peloponnese at least for the menace of Ottoman invasion. He therefore strengthened the fortifications and concluded military agreements. He also rebuild the Hexamilion wall on the isthmus of Corinth and made contact with the Pope with a view to forming an alliance with Hungary. But Sultan Murad II, anxious to secure his rear from such an active and dangerous opponent, arrived in the Peloponnese in 1446 with strong forces and obliged Constantine to pay tribute to him.
Two years later (in 1448) the Emperor John VIII Palaelogus died and was succeeded by his brother Constantine. On 6 January 1449 the noblemen Alexius Philanthropinos and Manuel Cantacuzenus arrived at Mystra from Constantinople "in order to crown the Despot, Noble Constantine, Emperor..." Three months later, on 12th March, Constantine reached the great Christian capital and ascended the throne which, in a few years time, he was to bathe with his own sacrificial blood, after combating the enemy with prodigious valour.
At Mystra Constantine was succeeded by his younger brothers, Thomas and Demetrius, whose melancholy fate was to end the glorious Byzantine period of the Despotate by surrendering the fortified city to the Turks in 1460. In 1464 Mistra was besieged by Sigismund Malatesta, who captured the town, but not the castle. After submitting the place to frightful pillage, he departed, carrying away the mortal remains of George Gemistus (Plethon), the new-Platonic philosopher, which he laid beside the tombs of other learned men, former members of his court, in the magnificent church of the Tempio Maletestiano at Rimini.
Notwithstanding the Turkish occupation, the years that followed were peaceful at Mystra. The town prospered commercially, the population reached the figure 10.000. In 1687 Francesco Morosini, the Venetian General, succeeded in capturing Mystra, which he made the headquarters of the Venetian governor of the province of Braccio di Maina. But in 1715 the town once more fell to the Turks who held it until 1770, when Count Orloff's fleet anchored off the coast of the Mani. Russians and Greeks together besieged Mystra and compelled the Turkish garrison to surrender. A savage massacre of Turks was only halted by the Metropolitan Bishop himself, at the head of the clergy. A few months later Mystra, together with all that part of the Peloponnese which had risen in arms at Orloff's instigation, suffered the most appalling reprisals at the hands of the Turks. For ten years Albanian bands subjected the land to pillage, arson and depopulation. During this period the population of Mystra was considerably reduced, and after the departure of the Albanian bands the inhabitants numbered no more than 5,000.
When the War of Independence broke out in 1821 Mystra was one of the first towns to shake off the Turkish yoke. Throughout the war - indeed, right up to its very end - Mystra's contribution to the national cause, both in men and material, was considerable, despite the fact that in 1825 the original Byzantine city had, for the last time, been burned and pillaged by Ibrahim Pasha in the course of the Egyptian invasion of the Peloponnese.
The foundation of the modern town of Sparta by King Otho in 1834 spelt the doom of Mystra. The first families that settled in the new urban agglomeration in the plain came from the former Byzantine city. Others, descending the sides of the sleep slope, built the modern village of Mistra at the foot of the hill.
Of all the states founded by the Franks, the most important was the French Principality of the Morea. Its Prince, Geoffroy de Villehardouin, in his endeavor to impose his authority on the entire Peloponnese, was at great pains to conquer Lacedaemon; but it was only in 1248 that his successor, William II de Villehardouin, succeeded in effecting the conquest of Laconia, with the reduction of the fortes of Monembassia. A year later (1249), perceiving the strategic importance of the hill of Mystra, he raised a castle, the ruins of which survive to this day, on its summit.
According to a typical descriptive passage in the Chronicle of the Morea: "After searching through these parts, He found a strange hill, as though cut off from the mountain, About a mile away, above Lacedaemonia. Wishing to fortify this hill, he ordered a castle to be built on its summit And he named it Myzethra, for that was how they called it, And he made it a splendid castle, with fine fortifications..."
By 1249 French knights clad in coats-of-mail had thus encamped on the hill of Mystra in order to "guard the place
The name Mystra probably derived from the shape of the hill, which resembled that of a Myzethra (popular cheese), or from some local governor whom the Franks found there and whose name was either Myzethra or profession that of a maker of myzethra cheeses.
Ten years later, in 1259 Villehardouin was taken prisoner at the battle of Pelagonia and held captive for three years by the Emperor Michael VIII Palaeologus. In the meantime, the Byzantines had recaptured Constantinople from the Franks, and the Emperor put pressure to bear on William to pay ransom for his release y the cession of the castles of the Peloponnese. William finally agreed to purchase his liberty and that of his barons in exchange for the cession of such castles in Laconia as he would designate. According to the Chronicle of Morea, he decided: "To give to the Emperor in exchange for their liberty, The castles of Monembassia and le Grand-Maigne And, last of all, the most beautiful, that of Myzetha itself".
Thus in 1262 the Greeks became masters of the castle and Byzantine Mystra entered into its golden age.
But Villehardouin, now at liberty returned to the Peloponnese, in an attempt to appease his allies who regarded the agreement as the first step in a Byzantine attempt to break up the French Principality of the Morea. At the head of a military contingent, he soon made his appearance in the Lacadaemonian plain. What his intentions really were are not known.
The Byzantine garrison of Mistra immediately informed Constantinople that Villehardouin had violated the agreement and was preparing to attack the castle. The infuriated Emperor sent a strong force under General Macrinos, who landed at Monemvasia, with orders to deal a mortal blow at Villehardouin. Two years, however, passed without any decisive change being effected in the disposition of the opposing forces.
Finally, in 1264, the Byzantine army, provoked by Villehardouin, was compelled to fight at Macryplaghi - in the defile which leads from Megalopolis and Leondari to the Messenian plain - where it was annihilated. General Macrinos was taken prisoner by the Franklin prince.
After this victory, William did in effect consider launching an attack on Mystra.; but a revolt of the natives of Arcadia, which he could not ignore, caused him to postpone the enterprise.
The constant friction and frequent campaigns between Byzantines and Franks during the course of these two years created a feeling of insecurity among the inhabitants of lacedaemonia, as Sparta was called in the Middle Ages. They consequently begun to abandon their homes in the plain and to settle at the foot of the hill, where they felt more secure under the shallow of the castle of Mystra.
Thus, long before 1300 - more precisely, in the years following the battle of Macryplaghi - Mystra had begun to be inhabited. Churches and houses too soon began to dot the hillside. William II de Villedardouin, the Frankish Prince, had died in 1278, and after his death the Morea became a dependency of the Angevin House of Naples.
With the continuous decline of Frankish power - not only in Laconia but throughout Greece - Mystra's role in the revived Byzanitne Empire soon acquired a new and highly significant aspect. In the course of two centuries it became "the Florence of the East" and the intellectual movements it engendered and fostered came to the regarded with respect beyond the boundaries of the Byzantine Empire and throughout the countries of the West. Furthermore, Mystra was to set the seal on its brief but brilliant history.
From 1264 to 1300 Mystra was the headquarters of a Strategus with the title of Cephali. His term of office lasted only one year but his range of authority was considerable. In 1308 the administrative system underwent a change. The strategoi no longer gave up office at the end of a year but became permanent governors of an unlimited term. It was in this capacity that Cantacuzenus (1308-1316) and Andronicus Palaeologus Asan (1316-1323) ruled at Mistra. The new form of administration contributed much to the development of the fortified city, where, even before the mid 14th century, building activity was on a by no means negligible scale.
Numerous churches were raised and the Metropolitan Bishop of Lacedaemonia transferred the seat of his diocese to Mystra. The momentum of architectural activity increased and the town, which was becoming both a political center and a military headquarters, developed rapidly. By the mid-14th century Mystra attainted the status of a capital of a Greek principality, called a Despotate. It was no longer governed by a Strategus, but a nobleman closely related to the imperial family with the title of Despot and a life-long tenure of office. In 1348 Manuel, second son of the Emperor John VI Cantacuzenus, assumed office as first Despot of Mystra amid scenes of considerable pomp. During his reign the state flourished and Mystra was embellished with new churches and buildings. In 1380 Manuel was succeeded by Matthew Catacuzenus. In 1383 Catacuzenoi were replaced by Palaeologoi, of whom the first Despot was Theodore I Palaeologus (1383 - 1407) and the second Theodore II Palaeologus (1407 - 1443).
In 1443, in the last twilight years of the Empire, Constantine XI Palaeologus, subsequently martyr and last emperor, was crowned Despot. This intelligent prince assumed a heavy responsible towards the Byzantine world, which was already in full decline. Consistently endeavoring to hold on to the last remnants of the once all-powerful Empire, he aimed at protecting the Peloponnese at least for the menace of Ottoman invasion. He therefore strengthened the fortifications and concluded military agreements. He also rebuild the Hexamilion wall on the isthmus of Corinth and made contact with the Pope with a view to forming an alliance with Hungary. But Sultan Murad II, anxious to secure his rear from such an active and dangerous opponent, arrived in the Peloponnese in 1446 with strong forces and obliged Constantine to pay tribute to him.
Two years later (in 1448) the Emperor John VIII Palaelogus died and was succeeded by his brother Constantine. On 6 January 1449 the noblemen Alexius Philanthropinos and Manuel Cantacuzenus arrived at Mystra from Constantinople "in order to crown the Despot, Noble Constantine, Emperor..." Three months later, on 12th March, Constantine reached the great Christian capital and ascended the throne which, in a few years time, he was to bathe with his own sacrificial blood, after combating the enemy with prodigious valour.
At Mystra Constantine was succeeded by his younger brothers, Thomas and Demetrius, whose melancholy fate was to end the glorious Byzantine period of the Despotate by surrendering the fortified city to the Turks in 1460. In 1464 Mistra was besieged by Sigismund Malatesta, who captured the town, but not the castle. After submitting the place to frightful pillage, he departed, carrying away the mortal remains of George Gemistus (Plethon), the new-Platonic philosopher, which he laid beside the tombs of other learned men, former members of his court, in the magnificent church of the Tempio Maletestiano at Rimini.
Notwithstanding the Turkish occupation, the years that followed were peaceful at Mystra. The town prospered commercially, the population reached the figure 10.000. In 1687 Francesco Morosini, the Venetian General, succeeded in capturing Mystra, which he made the headquarters of the Venetian governor of the province of Braccio di Maina. But in 1715 the town once more fell to the Turks who held it until 1770, when Count Orloff's fleet anchored off the coast of the Mani. Russians and Greeks together besieged Mystra and compelled the Turkish garrison to surrender. A savage massacre of Turks was only halted by the Metropolitan Bishop himself, at the head of the clergy. A few months later Mystra, together with all that part of the Peloponnese which had risen in arms at Orloff's instigation, suffered the most appalling reprisals at the hands of the Turks. For ten years Albanian bands subjected the land to pillage, arson and depopulation. During this period the population of Mystra was considerably reduced, and after the departure of the Albanian bands the inhabitants numbered no more than 5,000.
When the War of Independence broke out in 1821 Mystra was one of the first towns to shake off the Turkish yoke. Throughout the war - indeed, right up to its very end - Mystra's contribution to the national cause, both in men and material, was considerable, despite the fact that in 1825 the original Byzantine city had, for the last time, been burned and pillaged by Ibrahim Pasha in the course of the Egyptian invasion of the Peloponnese.
The foundation of the modern town of Sparta by King Otho in 1834 spelt the doom of Mystra. The first families that settled in the new urban agglomeration in the plain came from the former Byzantine city. Others, descending the sides of the sleep slope, built the modern village of Mistra at the foot of the hill.
This text is cited Apr 2003 from the Laconian Professionals URL below, which contains image.
- http://www.laconia.org/Mystra1_history.htm (1 φωτ.)
ΟΙΤΥΛΟ (Χωριό) ΛΑΚΩΝΙΑ
Η Μάνη ( Δυτική Μέσα Μάνη) συγκεντρώνει μια πλούσια ιστορία με ίχνη που άφησαν όλες οι εποχές. Με τα ευρήματα στην "Αλεπότρυπα" και "Βλυχάδα" (Πύργος Διρού) και στο "Απήδημα" στα "Καλαμάκια" (Αρεόπολης) δείχνουν πως αυτός ο τόπος κατοικήθηκε για πρώτη φορά στην Παλαιολιθική εποχή. Ολόκληρη σχεδόν η χερσόνησος καλυπτόταν εκείνη την περίοδο από λόγγους και αραιά δάση, όπου ζούσαν ελέφαντες, ρινόκεροι, αίγαγροι, ελάφια και άλλα άγρια ζώα. Οι άνθρωποι ήσαν κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες, ζούσαν νομαδικά και κατοικούσαν στα σπήλαια και στις βραχοσκεπές. Από τότε η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα.
Στις μετέπειτα εποχές (και κατά τον Παυσανία ) πρωτίστως διακρίνεται ότι κατοικήθηκε από τους Λέλεγες.
•1650-1100 π.Χ. οι Αχαιοί εκδιώχνουν τους Λέλεγες από την Μάνη και την κατακτούν αυτοί.
•1150 π.Χ. η Μάνη και οι πόλεις της ανήκουν (όταν έγινε ο Τρωικός πόλεμος) στο Βασίλειο του Μενελάου. Αναφέρονται και οι πόλεις Οίτυλο, Μέσση και Λάας.
•1100-195 π.Χ. οι Δωριείς που κατακτούν την Μάνη από τους Αχαιούς, είναι η εποχή της Ιστορίας της Σπάρτης.
•195-21π.Χ. ιδρύεται το «Κοινόν των Λακαιδεμονίων».
•21π.Χ.-300μ.Χ. «κοινόν των Ελευθερολακώνων». Ονομάσθηκε έτσι, διότι ο τύραννος της Σπάρτης Νάβης, τους εξανάγκασε (Βασιλικούς, Πολιτικούς και Θρησκευτικούς Ηγέτες) να μετακινηθούν στη Χερσόνησο του Ταινάρου.
Έτσι ιστορικά η Μάνη ταυτίζεται με την Σπάρτη και ο διαχωρισμός της γίνεται την εποχή που ιδρύεται το « Κοινό των Ελευθερολακώνων» στην Καινήπολη (κοντά στο σημερινό κεντρικό οικισμό των Αλίκων που εξακολουθεί να είναι το Πολιτιστικό και Θρησκευτικό κέντρο των Ελευθερολακώνων) και διατηρείται μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Με την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους συγκεντρώνονται στην περιοχή της Μάνης αρκετοί πρόσφυγες. Κατά την εποχή της τουρκοκρατίας επίσης η Μάνη δέχεται φυγάδες και από την Κρήτη όταν αυτή κατακτάται (1669).
Το άγονο έδαφος μαζί με το μεγάλο ρεύμα των φυγάδων δημιουργεί προβλήματα επιβίωσης. Έτσι αρχίζει ένας αγώνας για ζωτικό χώρο, ανάμεσα σε οικογένειες - σόγια και ολόκληρα χωριά. Ξέσπασαν αληθινοί τοπικοί πόλεμοι και οι βεντέτες που αναστάτωναν επί αιώνες την Μάνη. Το μόνο που τους ένωνε ήταν όταν γινόταν τουρκική εισβολή. Πολλοί φεύγουν και γίνονται μισθοφόροι του Δόγη. Πάντα όμως με πατριωτικά κίνητρα (έτσι έχουμε μανιάτικα πυρπολικά να καταστρέφουν μέρος του οθωμανικού στόλου στα Χανιά).
Στα μέσα του 17ου αιώνα οι Τούρκοι αφήνουν την Μάνη ανενόχλητη υπό την διακυβέρνηση του Μπέη με ονομαστικό ετήσιο φόρο 4000 γρόσια. Ο Μπέης Λυμπεράκης Γερακάρης, δυναμικός φιλόδοξος αλλά και αδίστακτος, άλλοτε πολεμά με τους Τούρκους και άλλοτε για λογαριασμό των Βενετών και αναγκάζει να διακόψουν οι Τούρκοι για εκατό περίπου χρόνια την εφαρμογή του θεσμού. Ο θεσμός επανέρχεται μετά τα Ορλωφικά από το 1776 έως το 1821. Η Μάνη κυβερνήθηκε διαδοχικά από οκτώ μπέηδες
•Τζανέτος Κουτήφαρης 1776-1778
•Μιχάλμπεης Τρουπάκης 1778-178
•Τζανέτμπεης Καπετανάκης Γρηγοράκης 1782-1797
•Παναγιώτης Κουμουνδούρος 1798-1802
•Αντώνμπεης Γρηγοράκης 1803-1810
•Κωνσταντίνος Ζερβάκος ή Ζερβόμπεης 1810-1811
•Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης 1811-1815
•Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης 1815-1821
Οι σημαντικότεροι από τους μπέηδες ήταν ο Τζανέτμπεης Γρηγοράκης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Του πρώτου το όνομα είναι συνδεδεμένο με την εξόντωση της τούρκικης φρουράς του Πασσαβά, την επέκταση της βορειοανατολικής Μάνης, την αναγέννηση της πόλεως του Γυθείου, τις συναντήσεις με τους Έλληνες οπλαρχηγούς και τον Λάμπρο Κατσώνη καθώς και με τις συνεννοήσεις, αρχικά με τους Ρώσους και μετά με τον Ναπολέοντα για την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είναι συνδεδεμένος με την ηγεσία και την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Στις μετέπειτα εποχές (και κατά τον Παυσανία ) πρωτίστως διακρίνεται ότι κατοικήθηκε από τους Λέλεγες.
•1650-1100 π.Χ. οι Αχαιοί εκδιώχνουν τους Λέλεγες από την Μάνη και την κατακτούν αυτοί.
•1150 π.Χ. η Μάνη και οι πόλεις της ανήκουν (όταν έγινε ο Τρωικός πόλεμος) στο Βασίλειο του Μενελάου. Αναφέρονται και οι πόλεις Οίτυλο, Μέσση και Λάας.
•1100-195 π.Χ. οι Δωριείς που κατακτούν την Μάνη από τους Αχαιούς, είναι η εποχή της Ιστορίας της Σπάρτης.
•195-21π.Χ. ιδρύεται το «Κοινόν των Λακαιδεμονίων».
•21π.Χ.-300μ.Χ. «κοινόν των Ελευθερολακώνων». Ονομάσθηκε έτσι, διότι ο τύραννος της Σπάρτης Νάβης, τους εξανάγκασε (Βασιλικούς, Πολιτικούς και Θρησκευτικούς Ηγέτες) να μετακινηθούν στη Χερσόνησο του Ταινάρου.
Έτσι ιστορικά η Μάνη ταυτίζεται με την Σπάρτη και ο διαχωρισμός της γίνεται την εποχή που ιδρύεται το « Κοινό των Ελευθερολακώνων» στην Καινήπολη (κοντά στο σημερινό κεντρικό οικισμό των Αλίκων που εξακολουθεί να είναι το Πολιτιστικό και Θρησκευτικό κέντρο των Ελευθερολακώνων) και διατηρείται μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Με την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους συγκεντρώνονται στην περιοχή της Μάνης αρκετοί πρόσφυγες. Κατά την εποχή της τουρκοκρατίας επίσης η Μάνη δέχεται φυγάδες και από την Κρήτη όταν αυτή κατακτάται (1669).
Το άγονο έδαφος μαζί με το μεγάλο ρεύμα των φυγάδων δημιουργεί προβλήματα επιβίωσης. Έτσι αρχίζει ένας αγώνας για ζωτικό χώρο, ανάμεσα σε οικογένειες - σόγια και ολόκληρα χωριά. Ξέσπασαν αληθινοί τοπικοί πόλεμοι και οι βεντέτες που αναστάτωναν επί αιώνες την Μάνη. Το μόνο που τους ένωνε ήταν όταν γινόταν τουρκική εισβολή. Πολλοί φεύγουν και γίνονται μισθοφόροι του Δόγη. Πάντα όμως με πατριωτικά κίνητρα (έτσι έχουμε μανιάτικα πυρπολικά να καταστρέφουν μέρος του οθωμανικού στόλου στα Χανιά).
Στα μέσα του 17ου αιώνα οι Τούρκοι αφήνουν την Μάνη ανενόχλητη υπό την διακυβέρνηση του Μπέη με ονομαστικό ετήσιο φόρο 4000 γρόσια. Ο Μπέης Λυμπεράκης Γερακάρης, δυναμικός φιλόδοξος αλλά και αδίστακτος, άλλοτε πολεμά με τους Τούρκους και άλλοτε για λογαριασμό των Βενετών και αναγκάζει να διακόψουν οι Τούρκοι για εκατό περίπου χρόνια την εφαρμογή του θεσμού. Ο θεσμός επανέρχεται μετά τα Ορλωφικά από το 1776 έως το 1821. Η Μάνη κυβερνήθηκε διαδοχικά από οκτώ μπέηδες
•Τζανέτος Κουτήφαρης 1776-1778
•Μιχάλμπεης Τρουπάκης 1778-178
•Τζανέτμπεης Καπετανάκης Γρηγοράκης 1782-1797
•Παναγιώτης Κουμουνδούρος 1798-1802
•Αντώνμπεης Γρηγοράκης 1803-1810
•Κωνσταντίνος Ζερβάκος ή Ζερβόμπεης 1810-1811
•Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης 1811-1815
•Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης 1815-1821
Οι σημαντικότεροι από τους μπέηδες ήταν ο Τζανέτμπεης Γρηγοράκης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Του πρώτου το όνομα είναι συνδεδεμένο με την εξόντωση της τούρκικης φρουράς του Πασσαβά, την επέκταση της βορειοανατολικής Μάνης, την αναγέννηση της πόλεως του Γυθείου, τις συναντήσεις με τους Έλληνες οπλαρχηγούς και τον Λάμπρο Κατσώνη καθώς και με τις συνεννοήσεις, αρχικά με τους Ρώσους και μετά με τον Ναπολέοντα για την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είναι συνδεδεμένος με την ηγεσία και την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Οιτύλου
- http://www.dimosoitilou.gr/gr/istoria/istoria.htm (1 φωτ.)
ΣΜΥΝΟΥΣ (Δήμος) ΛΑΚΩΝΙΑ
Συστηματική έρευνα για την διαπίστωση αρχαίων οικισμών στην περιοχή δεν έχει γίνει. Όμως η ύπαρξη ναού της Αθηνάς (στη θέση του μοναστηριού Παναγίας Γιάτρισσας)τα ευρήματα στην περιοχή Αρπυα (κοντά στο Σελεγούδι),οι ενδείξεις αρχαίας λατρείας στον ποταμό Σμήνο (Δάκρυ της Βασιλοπούλας και Σπηλιά της Βασιλοπούλας),τα άφθονα και σημαντικά αρχαιολογικά στοιχεία, που σχετίζονται με το αρχαίο έργο ύδρευσης του Γυθείου από τον ποταμό, τα αγάλματα που έχουν βρεθεί στην Πετίνα και το Προσήλιο,οι κατεστραμένοι παλαιοί οικισμοί στις θέσεις, Γουλιάνικα (Κόκκινα Λουριά) και Τζεβελιάνικα (Μέλισσα), Παλιόχωρα, μαρτυρούν την κατοίκηση της περιοχής από τα αρχαία χρόνια. Από τις γραπτές πηγές τα ιστορικά μνημεία (κάστρα,εκκλησίες,νεκροταφεία),τους θρύλους και τις παραδόσεις προκύπτει ότι τα χωριά του Σμήνου κατοικούνται συνεχώς από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια.
Η γεωγραφική θέση των χωριών του Σμήνου και το πολυσχιδές ανάγλυφο του εδάφους με τη συνεχή εναλλαγή των λοφοσειρών, με τις απότομες ρεματιές,τις κλεισούρες, και τα διάσελα, τις απόκρυφες σπηλιές, τα δασωμένα σκιερά περάσματα με τις διάσπαρτες πηγές και τα βρυσούλια σε συνδυασμό με το δυναμικό και ασυμβίβαστο χαρακτήρα των κατοίκων τους επηρέασε την ιστορική αναφορά της περιοχής. Και εδώ εγκαταστάθηκαν ομάδες Μηλιγγών Σλάβων που παρενοχλούσαν τους ντόπιους κατοίκους. Γι' αυτό γύρω στο 10ο αιώνα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες κοντά στον Αγιο Νικόλαο σε απόκρυμνο βραχόλοφο που αρχίζει από την κοίτη του Σμήνου έκτισαν κάστρο για την εξουδετέρωσή τους. Το ίδιο κάστρο χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους, τους Ενετούς και τους Τούρκους που εγκαταστάθηκαν εκεί περί το 1750 τους περιβόητους Τουρκαλβανούς που ρήμαξαν τους ντόπιους κατοίκους. Κατά τη χρησιμοποίησή του από τους Ενετούς καθιερώθηκε η ονομασία του ως κάστρο της Μπαρδούνιας.
Είναι το πρώτο κάστρο που απελευθερώθηκε το 1821.
Σήμερα αποτελεί ενδιαφέρον αξιοθέατο, όμως ξεχασμένο και αναξιοποίητο. Στα χωριά του Σμήνου έδρασαν οι πρωτοκλέφτες της υπόδουλης Ελλάδας που με τον αγώνα τους και τα κατορθώματά τους δυνάμωσαν την ελπίδα της λευτεριάς και προετοίμασαν τον ξεσηκωμό του 1821. Στην περιοχή της Μέλισσας είχε το μετερίζι του ο Καπετάν Ζαχαριάς ο Μπαρμπιτσιώτης, εκεί που σήμερα λέγεται κοντά στο μοναστήρι της Ηρωίτσας (Ροϊτσας). Από το ορεινό χωριό του την Καστάνια και με ορμητήριο τον απόρθητο πύργο του ο ηρωικός Καπετάν Παναγιώταρος Βενετσανάκης προάσπιζε την λευτεριά των χωριών της Έξω Μάνης. Στον πύργο του έβρισκαν καταφύγιο οι περίφημοι Κολοκοτρωναίοι. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Στη μάχη της Καστάνιας το 1780 απέναντι σε πολυπληθή τουρκικό στρατό έχασε τη ζωή του ο ίδιος ο Παναγιώταρος και ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, ο πατέρας του Γέρου του Μοριά. Στη Δεσφίνα που βρίσκεται πάνω στο δρόμο που οδηγεί από Αγιο Νικόλαο και τα Κόκκινα Λουριά στο δοξασμένο Πολυάραβο και μέσα από τα λιγοστά πυργόσπιτα των Σταθέων εκδηλώθηκε ηρωική αντίσταση μέχρι θυσίας,στις εμπροσθοφυλακές του Ιμπραήμ τον Ιούλιο του 1826, αντίσταση που απέβη σωτήρια γιατί έδωσε το χρόνο για να οργανωθεί η Ελληνική άμυνα στο Πολυάραβο, όπου κατανικήθηκε ο ίδιος ο Ιμπραήμ και διασώθηκε η Μάνη. Οι κάτοικοι όλων των χωριών του Σμήνου με επικεφαλής ντόπιους οπλαρχηγούς (Γράφος, Ρόζος κ.λπ.) ταμπουρώθηκαν πρώτοι στον Αη-Λιά και του Στεφανάκου τη Λάκκα μπροστά από τον Πολυάραβο και αντιμετώπισαν την Τουρκο-Αιγυπτιακή επιδρομή. Τοποθεσίες, μέρες και πράξεις ένδοξες και ηρωικές που όμως δεν τιμήθηκαν ακόμα από την επίσημη ιστορία και πολιτεία.
Τα χωριά της Λακεδαιμόνιας περιοχής του Σμήνου και οι κάτοικοί τους πλήρωσαν βαριά τον ζυγό της Οθωμανικής κατάκτησης. Ιδιαίτερα τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια που εγκαταστάθηκαν εκεί οι πολεμοχαρείς Τουρκαλβανοί και επονομαζώμενοι και Τουρκομπαρδουνιώτες. Όμως τα χωριά αυτά ήταν και τα πρώτα Ελληνικά εδάφη που απόκτησαν την ελευθερία και δέχτηκαν τους πρώτους από τους πολύπαθους ομογενείς κατοίκους των κατεστρταμένων νησιών Χίου και Ψαρών. Παλαιοί και νέοι κάτοικοι των χωριών του Σμήνου αποδείχτηκαν άξιοι μαχητές στους μετέπειτα αγώνες για την ελευθερία και την πρόοδο.Κείμενο: Αριστείδης Γραφάκος
Η γεωγραφική θέση των χωριών του Σμήνου και το πολυσχιδές ανάγλυφο του εδάφους με τη συνεχή εναλλαγή των λοφοσειρών, με τις απότομες ρεματιές,τις κλεισούρες, και τα διάσελα, τις απόκρυφες σπηλιές, τα δασωμένα σκιερά περάσματα με τις διάσπαρτες πηγές και τα βρυσούλια σε συνδυασμό με το δυναμικό και ασυμβίβαστο χαρακτήρα των κατοίκων τους επηρέασε την ιστορική αναφορά της περιοχής. Και εδώ εγκαταστάθηκαν ομάδες Μηλιγγών Σλάβων που παρενοχλούσαν τους ντόπιους κατοίκους. Γι' αυτό γύρω στο 10ο αιώνα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες κοντά στον Αγιο Νικόλαο σε απόκρυμνο βραχόλοφο που αρχίζει από την κοίτη του Σμήνου έκτισαν κάστρο για την εξουδετέρωσή τους. Το ίδιο κάστρο χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους, τους Ενετούς και τους Τούρκους που εγκαταστάθηκαν εκεί περί το 1750 τους περιβόητους Τουρκαλβανούς που ρήμαξαν τους ντόπιους κατοίκους. Κατά τη χρησιμοποίησή του από τους Ενετούς καθιερώθηκε η ονομασία του ως κάστρο της Μπαρδούνιας.
Είναι το πρώτο κάστρο που απελευθερώθηκε το 1821.
Σήμερα αποτελεί ενδιαφέρον αξιοθέατο, όμως ξεχασμένο και αναξιοποίητο. Στα χωριά του Σμήνου έδρασαν οι πρωτοκλέφτες της υπόδουλης Ελλάδας που με τον αγώνα τους και τα κατορθώματά τους δυνάμωσαν την ελπίδα της λευτεριάς και προετοίμασαν τον ξεσηκωμό του 1821. Στην περιοχή της Μέλισσας είχε το μετερίζι του ο Καπετάν Ζαχαριάς ο Μπαρμπιτσιώτης, εκεί που σήμερα λέγεται κοντά στο μοναστήρι της Ηρωίτσας (Ροϊτσας). Από το ορεινό χωριό του την Καστάνια και με ορμητήριο τον απόρθητο πύργο του ο ηρωικός Καπετάν Παναγιώταρος Βενετσανάκης προάσπιζε την λευτεριά των χωριών της Έξω Μάνης. Στον πύργο του έβρισκαν καταφύγιο οι περίφημοι Κολοκοτρωναίοι. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Στη μάχη της Καστάνιας το 1780 απέναντι σε πολυπληθή τουρκικό στρατό έχασε τη ζωή του ο ίδιος ο Παναγιώταρος και ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, ο πατέρας του Γέρου του Μοριά. Στη Δεσφίνα που βρίσκεται πάνω στο δρόμο που οδηγεί από Αγιο Νικόλαο και τα Κόκκινα Λουριά στο δοξασμένο Πολυάραβο και μέσα από τα λιγοστά πυργόσπιτα των Σταθέων εκδηλώθηκε ηρωική αντίσταση μέχρι θυσίας,στις εμπροσθοφυλακές του Ιμπραήμ τον Ιούλιο του 1826, αντίσταση που απέβη σωτήρια γιατί έδωσε το χρόνο για να οργανωθεί η Ελληνική άμυνα στο Πολυάραβο, όπου κατανικήθηκε ο ίδιος ο Ιμπραήμ και διασώθηκε η Μάνη. Οι κάτοικοι όλων των χωριών του Σμήνου με επικεφαλής ντόπιους οπλαρχηγούς (Γράφος, Ρόζος κ.λπ.) ταμπουρώθηκαν πρώτοι στον Αη-Λιά και του Στεφανάκου τη Λάκκα μπροστά από τον Πολυάραβο και αντιμετώπισαν την Τουρκο-Αιγυπτιακή επιδρομή. Τοποθεσίες, μέρες και πράξεις ένδοξες και ηρωικές που όμως δεν τιμήθηκαν ακόμα από την επίσημη ιστορία και πολιτεία.
Τα χωριά της Λακεδαιμόνιας περιοχής του Σμήνου και οι κάτοικοί τους πλήρωσαν βαριά τον ζυγό της Οθωμανικής κατάκτησης. Ιδιαίτερα τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια που εγκαταστάθηκαν εκεί οι πολεμοχαρείς Τουρκαλβανοί και επονομαζώμενοι και Τουρκομπαρδουνιώτες. Όμως τα χωριά αυτά ήταν και τα πρώτα Ελληνικά εδάφη που απόκτησαν την ελευθερία και δέχτηκαν τους πρώτους από τους πολύπαθους ομογενείς κατοίκους των κατεστρταμένων νησιών Χίου και Ψαρών. Παλαιοί και νέοι κάτοικοι των χωριών του Σμήνου αποδείχτηκαν άξιοι μαχητές στους μετέπειτα αγώνες για την ελευθερία και την πρόοδο.Κείμενο: Αριστείδης Γραφάκος
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σμύνους
- http://www.peloponnissos.net/sminos/istorika.htm (1 φωτ.)
ΣΠΑΡΤΗ (Πόλη) ΛΑΚΩΝΙΑ
Η Σπάρτη, μια από τις αρχαιότερες πόλεις - κράτη της αρχαίας Ελλάδας, έχει μια ιστορική πορεία περισσότερο από 4000 χρόνια. Βρίσκεται στο άκρο του νομού Λακωνίας, στις όχθες του μυθικού Ευρώτα και κάτω από την προστατευτική σκιά του οξυκόρυφου Ταΰγετου. Η αισθητική και ιστορική γοητεία της αρχίζει από τη Μυκηναiκή περίοδο. Σε μια προϊστορική και πρωτοϊστορική περίοδο η Σπάρτη του Ομήρου, του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης, είναι ήδη από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναiκού πολιτισμού. Ακολουθεί η περίοδος της Δωρικής Σπαρτής, της Σπάρτης των ιστορικών χρόνων, του Λυκούργου και του Λεωνίδα. Είναι η πόλη που υπέταξε το άτομο στο συμφέρον της ομάδας, της κοινότητας, που εκπαίδευσε τον πολίτη μόνο σε στρατιώτη, σε τέλειο πολεμιστή. Μια τρίτη περίοδος είναι εκείνη της Μεσαιωνικής Σπάρτης, της λεγόμενης Λακεδαιμονίας. Πρόκειται για την πόλη με την έντονη βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα, η οποία μετά τον 13ο αιώνα μ.Χ. μεταφέρεται στο Βυζαντινό Μυστρά.
Κείμενο: Δημήτρη Κατσαφάνα, Φιλόλογος - Συγγραφέας
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
- http://www.sparta.gr/history/ist0gr.htm
Μεσαιωνικοί και νεότεροι χρόνοι
Μέχρι και τον 4ο μ.Χ η Σπάρτη δέχεται πολλές επιδρομές, με τελευταία εκείνη του Αλαρίχου 396 μ.Χ. που λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Στα ερείπια της αρχαίας πόλης γύρω από την οχυρωμένη Ακρόπολη δημιουργείται στον 5ο μ.Χ αιώνα μια νέα πόλη η Λακεδαιμονία. Στη μεσαιωνική Σπάρτη, τη Λακεδαιμονία, υπάρχουν παροικίες, νρίς των Εβραίων και αργότερα των Βενετών. Η ζωηρή κίνηση της αγοράς, οι βιοτεχνίες, οι έμποροι έδιναν στη μεσαιωνική Σπάρτη που περιβαλλόταν από τείχη, ένα τόνο σχεδόν κοσμοπολίτικα τον 10ο μ.Χ αιώνα σημειώνεται η δράση του Οσίου Νίκωνα με κέντρο το ναό του Χριστού Σωτήρα.
Στα 1210μ.Χ.ο Λέων Χαμάρετος, ισχυρός τοπάρχης, αναγκάζεται να παραδώσει, έπειτα από αντίσταση, την πόλη στους Φράγκους. Η Λακεδαιμονία, αγαπημένη πόλη των Βιλλιαρδουϊνων, διατηρήθηκε μέχρι το 1263, όταν οι κάτοικοι κατέφυγαν στο κάστρο του Μυστρά ζητώντας την προστασία της βυζαντινής φρουράς από το φόβο πιθανής επιδρομής των Φράγκων.
Στα 1460 ακολουθεί η παράδοση του Μυστρά στους Τούρκους, ενώ η αρχαία Σπάρτη έχει πέσει προ πολλού πια στη λήθη της ιστορίας. Λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους, το 1834 με διάταγμα τον βασιλιά Οθωνα επανιδρύεται η Σπάρτη σε εκπλήρωση της επιθυμίας του Λουδοβίκου Α, πατέρα του Οθωνα και σε πολεοδομικό σχέδιο του Βαυαρού Εδουάρδου Σάουμπερτ. Την πρωτοχρονιά του 1837 έγινε η επίσημη εγκατάσταση των αρχών και των πρώτων κατοίκων που ήλθαν από το Μυστρά. Σήμερα, μια καθαρή και ήσυχη μικρή πόλη είναι το διοικητικό κέντρο του νομού Λακωνίας. Η οικονομία της στηρίζεται στην αγροτική παραγωγή, την μεταποίηση και συσκευασία καθώς και στον τουρισμό.
Ενεργητικοί και δραστήριοι οι σύγχρονοι Σπαρτιάτες, με ιδιαίτερα αγάπη στην ιστορική πατρίδα τους και επίδοση στα γράμματα, στις επιστήμες και στην οικονομία τιμούν το ελληνικό όνομα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η ευγένεια, εξάλλου , η φιλοξενία το υψηλό φρόνημα τους μια εκλεπτυσμένη αντίληψη της ζωής, έχουν κάτι από τα βαθύτερα αρώματα αρχαία και βυζαντινά - του ιστορικού αυτού του λαού.
Στα 1210μ.Χ.ο Λέων Χαμάρετος, ισχυρός τοπάρχης, αναγκάζεται να παραδώσει, έπειτα από αντίσταση, την πόλη στους Φράγκους. Η Λακεδαιμονία, αγαπημένη πόλη των Βιλλιαρδουϊνων, διατηρήθηκε μέχρι το 1263, όταν οι κάτοικοι κατέφυγαν στο κάστρο του Μυστρά ζητώντας την προστασία της βυζαντινής φρουράς από το φόβο πιθανής επιδρομής των Φράγκων.
Στα 1460 ακολουθεί η παράδοση του Μυστρά στους Τούρκους, ενώ η αρχαία Σπάρτη έχει πέσει προ πολλού πια στη λήθη της ιστορίας. Λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους, το 1834 με διάταγμα τον βασιλιά Οθωνα επανιδρύεται η Σπάρτη σε εκπλήρωση της επιθυμίας του Λουδοβίκου Α, πατέρα του Οθωνα και σε πολεοδομικό σχέδιο του Βαυαρού Εδουάρδου Σάουμπερτ. Την πρωτοχρονιά του 1837 έγινε η επίσημη εγκατάσταση των αρχών και των πρώτων κατοίκων που ήλθαν από το Μυστρά. Σήμερα, μια καθαρή και ήσυχη μικρή πόλη είναι το διοικητικό κέντρο του νομού Λακωνίας. Η οικονομία της στηρίζεται στην αγροτική παραγωγή, την μεταποίηση και συσκευασία καθώς και στον τουρισμό.
Ενεργητικοί και δραστήριοι οι σύγχρονοι Σπαρτιάτες, με ιδιαίτερα αγάπη στην ιστορική πατρίδα τους και επίδοση στα γράμματα, στις επιστήμες και στην οικονομία τιμούν το ελληνικό όνομα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η ευγένεια, εξάλλου , η φιλοξενία το υψηλό φρόνημα τους μια εκλεπτυσμένη αντίληψη της ζωής, έχουν κάτι από τα βαθύτερα αρώματα αρχαία και βυζαντινά - του ιστορικού αυτού του λαού.
Κείμενο: Δημήτρη Κατσαφάνα, Φιλόλογος - Συγγραφέας
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
- http://www.sparta.gr/history/ist3gr.htm
Αρχιτεκτονική της σύγχρονης πόλης
1834. Η Σπάρτη ξαναγεννιέται. Εκεί όπου τη δόξα κάλυπταν ελιές και καλάμια οι Νεοέλληνες φιλοδοξούν να στήσουν μια Νέα Πόλη. Ο Γιόχμους, μένοντας στη Μαγούλα, τοπογραφεί την περιοχή. Τα αρχαία λείψανα λιγοστά. Ο Τάφος του Λεωνίδα, το κοίλο του θεάτρου, τα ρωμαϊκά λουτρά. Ο Καποδίστριας το είχε φοβηθεί. Θα σκάβουμε για τα θεμέλια και θα βρίσκουμε αρχαία λείψανα. Δεν το αποφάσισε. Ο Οθωνας όμως υπέγραψε το διάταγμα της ανίδρυσης με το σχέδιο του Στάουφερτ. Φιλόδοξο σχέδιο. Υπολόγιζαν η πόλη να μαζέψει 100.000 ανθρώπους. Σήμερα η πόλη έχει 20.000 ανθρώπους. Το σχέδιο πάντως ωραίο. Ιπποδάμειο το σύστημα. Φαρδιές λεωφόροι. Μεγάλες πλατείες. Χώροι για δημόσια κτίρια. Εμπορικά κέντρα. Βιοτεχνική περιοχή.
1837. Οι αρχές έρχονται στη Σπάρτη. Γίνεται πια πρωτεύουσα. Πρώτος Δήμαρχος ο Μελετόπουλος. Το Διοικητήριο έχει ήδη κατασκευαστεί στην επάνω πλατεία. Δωρικό. Τα πρώτα κτίρια αρχίζουν να κτίζονται γύρω από αυτό. Απλά, σαν και αυτά που κτίζανε στα χωριά. Ελληνικά, με το χαγιάτι στο νοτιά, το τζάκι στο χειμωνιάτικο. Ομως οι μεγάλοι ήθελαν να ξεχωρίζουν. Τους αρέσουν τα ψηλοτάβανα, με τα συμμετρικά παράθυρα, τα μικρά μπαλκόνια με τα φουρούσια και κείνα τα διακοσμητικά κάτω από τη στέγη. Και τα κτίζουν. Τα παράθυρα έξω με ξύλινα διακοσμητικά, όπως στα σπίτια του Μυστρά.
1840. Η πόλη ζωντανεύει. Ο Δουρούτης φτιάχνει την πρώτη φάμπρικα για το μετάξι. Σπουδαία δουλειά. Πολλά τα λεφτά και γίνονται και άλλες φάμπρικες. Τίποτε από αυτές δεν έχει μείνει.
1860. Η πόλη απλώνεται. Στην κάτω πλατεία φτιάχνονται τα μαγαζιά. Τα μαγαζιά με τις ψηλές στέγες και τις στοές. Στα νότια έχουν κανονικές στέγες και όροφο. Εκεί είναι τα εργαστήρια. Κυριαρχούν οι τοξοστοιχίες στις στοές. Για να βρουν λεφτά για τα δημόσια κτίρια σπάνε στη μέση την κεντρική πλατεία. Μας μείναν τα ιδιωτικά κτίρια πάνω στην Παλαιολόγου.
1870. Η πόλη εκπολιτίζεται. Φτιάχνεται το Μουσείο. Ιωνικού ρυθμού. Με μάρμαρα. Σήμερα τα μάρμαρα τα έχουν αλλάξει με μπετόν. Ξεκινά να κτίζεται η Μητρόπολη στην κορυφή του λόφου. Νεοκλασικό το σχέδιο κατά τα πρότυπα της Αθήνας. Χωρίς αρτιφισιέλ φυσικά.
1890. Η πόλη μεγαλώνει. Δεν τους έφτανε ο χώρος. Κάναν επέκταση και προς τα πάνω, την Ακρόπολη, και προς τα κάτω, το Παλάτι. Θέλαν να φτάσουν στα ψηλά. Θα το πληρώσουμε αργότερα. Οταν θα σκάβουμε και θα βρίσκουμε αρχαία. Το είχε πει ο Καποδίστριας.
1900. Ο νεοκλασικισμός κυριαρχεί. Τελειώνει το Δημαρχείο, το Βαλασακέικο (Πινακοθήκη) και πολλά άλλα σπίτια των τότε μεγάλων της πόλης. Ακόμη και όσα δεν είχαν τα φτιασίδια της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής τα αποκτούν.
1930. Το Bauhaus αρχίζει να ξεγυμνώνει τα κτίρια από τα φτιασίδια τους. Οι άρχοντες εξακολουθούν να εκφράζονται επιβλητικά αλλά πιο απλά. Κτίζεται το Γυμνάσιο Αρρένων. Εργο του Κ. Παναγιωτάκου. Το μετάξι αρχίζει να εξαφανίζεται. Κλείνουν οι φάμπρικες. O Γκορτσολόγος φέρνει το νερό στη Σπάρτη.
1940. Ο πόλεμος. Οι Γερμανοί σκοτώνουν τους 118 στο Μονοδένδρι.
1950. Η ανάγκη για δουλετά φέρνει τους χωρικούς και στη Σπάρτη. Αρχίζει να κτίζεται η περιφέρεια. Απλά ορθογώνια σπίτια στην αρχή με στέγη. Σιγά σιγά, βοηθούντων και των μηχανικών, γίνονται πιο περίπλοκα - όχι κατ' ανάγκη πιο όμορφα. Γίνεται και κάτι όμορφο: το Ξενία που μας περιμένει καρτερικά να το φροντίσουμε. Γίνεται κάτι πρωτοποριακό: το σπίτι απέναντι από το 3ο Δημοτικό, έργο του Τάκη Ζενέτου. Ακόμα και σήμερα φαντάζει πρωτοποριακό.
1970. Το μπετόν έχει πια καθιερωθεί. Μαζί με την πολυκατοικία αρχίζουν να κατατρώγουν την κληρονομιά. Την Επαγγελματική Σχολή τη ρίχνουν. Τα νεοκλασικά γκρεμίζονται. Οι γραφικές τοξοστοιχίες της πλατείας εξαφανίζονται. Τα αυτοκίνητα γεμίζουν τους δρόμους. Η εικόνα της ήρεμης πόλης αρχίζει να ξεθωριάζει.
1997. Οι φοίνικες στην Παλαιολόγου παραμένουν. Τα σπίτια των πετρομαστόρων από την Πυρσόγιαννη παραμένουν. Τα νεοκλασικά που μείναν αναστηλώνονται. Ο πεζόδρομος είναι γεμάτος κίνηση. Τα πάρκα ξαναζωντάνεψαν. Η πλατεία αναμορφώνεται. Θέλουν να αναδείξουν την αρχαία Σπάρτη. Θέλουν να κάνουν το Φιξ - έργο του Τάκη Ζενέτου κι αυτό - Μουσείο. Ακούμε ότι θα μπορούμε να περιδιαβαίνουμε στις όχθες του Ευρώτα. Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές μοσχοβολάνε ακόμα κάθε Πάσχα.
1837. Οι αρχές έρχονται στη Σπάρτη. Γίνεται πια πρωτεύουσα. Πρώτος Δήμαρχος ο Μελετόπουλος. Το Διοικητήριο έχει ήδη κατασκευαστεί στην επάνω πλατεία. Δωρικό. Τα πρώτα κτίρια αρχίζουν να κτίζονται γύρω από αυτό. Απλά, σαν και αυτά που κτίζανε στα χωριά. Ελληνικά, με το χαγιάτι στο νοτιά, το τζάκι στο χειμωνιάτικο. Ομως οι μεγάλοι ήθελαν να ξεχωρίζουν. Τους αρέσουν τα ψηλοτάβανα, με τα συμμετρικά παράθυρα, τα μικρά μπαλκόνια με τα φουρούσια και κείνα τα διακοσμητικά κάτω από τη στέγη. Και τα κτίζουν. Τα παράθυρα έξω με ξύλινα διακοσμητικά, όπως στα σπίτια του Μυστρά.
1840. Η πόλη ζωντανεύει. Ο Δουρούτης φτιάχνει την πρώτη φάμπρικα για το μετάξι. Σπουδαία δουλειά. Πολλά τα λεφτά και γίνονται και άλλες φάμπρικες. Τίποτε από αυτές δεν έχει μείνει.
1860. Η πόλη απλώνεται. Στην κάτω πλατεία φτιάχνονται τα μαγαζιά. Τα μαγαζιά με τις ψηλές στέγες και τις στοές. Στα νότια έχουν κανονικές στέγες και όροφο. Εκεί είναι τα εργαστήρια. Κυριαρχούν οι τοξοστοιχίες στις στοές. Για να βρουν λεφτά για τα δημόσια κτίρια σπάνε στη μέση την κεντρική πλατεία. Μας μείναν τα ιδιωτικά κτίρια πάνω στην Παλαιολόγου.
1870. Η πόλη εκπολιτίζεται. Φτιάχνεται το Μουσείο. Ιωνικού ρυθμού. Με μάρμαρα. Σήμερα τα μάρμαρα τα έχουν αλλάξει με μπετόν. Ξεκινά να κτίζεται η Μητρόπολη στην κορυφή του λόφου. Νεοκλασικό το σχέδιο κατά τα πρότυπα της Αθήνας. Χωρίς αρτιφισιέλ φυσικά.
1890. Η πόλη μεγαλώνει. Δεν τους έφτανε ο χώρος. Κάναν επέκταση και προς τα πάνω, την Ακρόπολη, και προς τα κάτω, το Παλάτι. Θέλαν να φτάσουν στα ψηλά. Θα το πληρώσουμε αργότερα. Οταν θα σκάβουμε και θα βρίσκουμε αρχαία. Το είχε πει ο Καποδίστριας.
1900. Ο νεοκλασικισμός κυριαρχεί. Τελειώνει το Δημαρχείο, το Βαλασακέικο (Πινακοθήκη) και πολλά άλλα σπίτια των τότε μεγάλων της πόλης. Ακόμη και όσα δεν είχαν τα φτιασίδια της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής τα αποκτούν.
1930. Το Bauhaus αρχίζει να ξεγυμνώνει τα κτίρια από τα φτιασίδια τους. Οι άρχοντες εξακολουθούν να εκφράζονται επιβλητικά αλλά πιο απλά. Κτίζεται το Γυμνάσιο Αρρένων. Εργο του Κ. Παναγιωτάκου. Το μετάξι αρχίζει να εξαφανίζεται. Κλείνουν οι φάμπρικες. O Γκορτσολόγος φέρνει το νερό στη Σπάρτη.
1940. Ο πόλεμος. Οι Γερμανοί σκοτώνουν τους 118 στο Μονοδένδρι.
1950. Η ανάγκη για δουλετά φέρνει τους χωρικούς και στη Σπάρτη. Αρχίζει να κτίζεται η περιφέρεια. Απλά ορθογώνια σπίτια στην αρχή με στέγη. Σιγά σιγά, βοηθούντων και των μηχανικών, γίνονται πιο περίπλοκα - όχι κατ' ανάγκη πιο όμορφα. Γίνεται και κάτι όμορφο: το Ξενία που μας περιμένει καρτερικά να το φροντίσουμε. Γίνεται κάτι πρωτοποριακό: το σπίτι απέναντι από το 3ο Δημοτικό, έργο του Τάκη Ζενέτου. Ακόμα και σήμερα φαντάζει πρωτοποριακό.
1970. Το μπετόν έχει πια καθιερωθεί. Μαζί με την πολυκατοικία αρχίζουν να κατατρώγουν την κληρονομιά. Την Επαγγελματική Σχολή τη ρίχνουν. Τα νεοκλασικά γκρεμίζονται. Οι γραφικές τοξοστοιχίες της πλατείας εξαφανίζονται. Τα αυτοκίνητα γεμίζουν τους δρόμους. Η εικόνα της ήρεμης πόλης αρχίζει να ξεθωριάζει.
1997. Οι φοίνικες στην Παλαιολόγου παραμένουν. Τα σπίτια των πετρομαστόρων από την Πυρσόγιαννη παραμένουν. Τα νεοκλασικά που μείναν αναστηλώνονται. Ο πεζόδρομος είναι γεμάτος κίνηση. Τα πάρκα ξαναζωντάνεψαν. Η πλατεία αναμορφώνεται. Θέλουν να αναδείξουν την αρχαία Σπάρτη. Θέλουν να κάνουν το Φιξ - έργο του Τάκη Ζενέτου κι αυτό - Μουσείο. Ακούμε ότι θα μπορούμε να περιδιαβαίνουμε στις όχθες του Ευρώτα. Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές μοσχοβολάνε ακόμα κάθε Πάσχα.
Κείμενο: Γιώργου Γιαξόγλου
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
- http://www.sparta.gr/today/day1gr.htm
ΣΠΑΡΤΗ (Αρχαία πόλη) ΛΑΚΩΝΙΑ
Αρχαία Σπάρτη
Προϊστορία και πρωτοϊστορία
Η ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης, όπως και ολόκληρη η Λακωνία, έχει κατοικηθεί από τη νεολιθική εποχή (6000 - 3000π.Χ.). Πρώτος κάτοικος είναι οι Πελασγοί, που ειδικότερα στην περιοχή της Σπάρτης λέγονται Λέλεγες, από τον πρώτο μυθικό βασιλιά Λέλεγα.
Ονόματα, όπως Λήδα, Ελένη είναι μακρινές αναμνήσεις θεοτήτων της γονιμότητας και εικόνες διεργασιών του υποσυνειδήτου ή είναι αποκρυσταλλώσεις γεωλογικών μεταβολών και κοινωνικής δραστηριότητας , όπως είναι τα ονόματα Ευρώτας, Μύλης κα. Ο Ευρώτας, μυθικό πρόσωπο, άνοιξε τη φυσική δίοδο, ώστε να χάνονται τα λιμνάζοντα νερά από τη Λακεδαίμονα στη θάλασσα. Ο Μύλης εξάλλου είναι αυτός που ανακάλυψε το μύλο και ο πρώτος που άλεσε σιτάρι (Παυσανίου, Λακωνικά). Κατά τη μυθική παράδοση ο Μύλης γέννησε τον Ευρώτα, ο Ευρώτας γέννησε τη Σπάρτη, η οποία παντρεύτηκε τον Λακεδαίμονα, το γιο του Δία και της Ταϋγέτης. Γιος του Λακεδαίμονα ήταν ο Αμύκλας, ο οποίος έκτισε την ομώνυμη πόλη , τις Αμύκλες.
Γύρω στο 2000 π.Χ. αρχίζει η μεγάλη μετανάστευση των ινδοευρωπαϊκών λαών. Στην Πελοπόννησο εγκαθίστανται με το όνομα Αχαιοί και στη Λακωνία ιδρύουν ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα, τη Σπάρτη. Είναι η Σπάρτη του Ομήρου, του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης, ηΣπάρτη της μυκηναϊκής περιόδου, της πρωτοiστορίας. Ο κόσμος εκείνος, όλος ποίηση και γοητεία διασταυρώθηκε με τον προελληνικό κόσμο, τους Πελασγούς και συναντήθηκε με τον επίσης μεγάλο και αρχαιότερο πολιτισμό των Κρήτων , τον Μινωϊκο.
Αναφορικά με την προέλευση του ονόματος Σπάρτη, έχουν προταθεί πολλές ετυμολογίες, αλλά φαίνεται ως επικρατέστερη εκείνη σύμφωνα με την οποία προέρχεται από τον ομώνυμο θάμνο που φυτρώνει στην περιοχή, το "σπάρτο".
Η αχαϊκή Σπάρτη με τα πολυτελή ανάκτορα, που περιγράφει ο Ομηρος, δεν έχει εντοπισθεί οριστικά. Αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μυκηναiκή περίοδο (1600 - 1100π.Χ.) την τοποθετούν σε ύψωμα του Πάρνωνα, στην ανατολική όχθη του Ευρώτα, πέντε χιλιόμετρα Ν.Α. της Σπάρτης, θέση που λέγεται "Μενελάια", Τελευταία, σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η Σπάρτη των Αχαιών ήταν βορειότερα, στην Πελλάνα. Στης Σπάρτης ήρθαν τα στενά πω'χει βαθειά φαράγγια και στο παλάτι πήγανε του δοξαστού Μενέλαου ... Σάστισαν όπως είδανε του βασιλιά το σπίτι, γιατί μια λάμψη χύνουνταν σα φεγγαριού, σαν ήλιου, παντού μες το ψηλόχτιστο παλάτι του Μενέλαου. ... Κι έπειτα πια σαν χόρτασαν καλά με φαγοπότι, είπε ο Τηλέμαχος στο γιό του Νέστορα, κοντά του σκύβοντας το κεφάλι του να μην ακούσουν άλλοι: "Θάμαξε, γιέ του Νέστορα, πολυάκριβέ μου φίλε, τη λαμπεράδα του χαλκού, στ' αχόλαλο παλάτι, το κεχριμπάρι, το χρυσό, το φίλντισι, τ' ασήμι. Παρόμοιο θα' ναι σαν κι αυτό του Δία το Παλάτι. Πόσα αλογάριαστα κι αυτά! Να βλέπω μού 'ρθε ζάλη."
Ομήρου Οδύσσεια
Δωρική Σπάρτη - Ιστορικοί χρόνοι
Στα 1200π.Χ. αρχίζει μια νέα μετανάστευση λαών προς την ανατολική Μεσόγειο. Ουσιαστικά πρόκειται για επιδρομή λαών που δεν είχαν ακολουθήσει τη πρώτη, του 2000π.Χ. Ενα τμήμα, γνωστοί ως Δωριείς (Δωρίμαχος = αυτός που μάχεται με το δόρυ) κατεβαίνουν πιθανώς από την Ηπειρο και εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο κυρίως.
Tη Λακεδαίμονα συγκροτούν τέσσερις συνοικισμοί, η Πιτάνη δυτικά της Ακρόπολης, οι Λίμνες ανατολικά μέχρι τον Ευρώτα, η Κυνόσουρα νοτιοανατολικά και η Μεσόα στο μέσο της απόστασης των τριών αυτών συνοικισμών, όπου βρίσκεται το Λεωνίδιο. Αργότερα θα προστεθεί και μια πέμπτη ακόμη , οι Αμύκλες.
Οι Δωριείς, αρχικά ένας ασήμαντος αριθμός (τον 6ο π.Χ. είναι μόνο 8000 μάχιμοι άνδρες), είναι αναγκασμένοι να επιβιώσουν μέσα σε ένα προδωρικό πληθυσμό, δυσανάλογα μεγαλύτερο (200000 περίπου). Η ανάγκη να επιβιώσουν και κυρίως να μην αναμιχθούν και εξομοιωθούν από τους ντόπιους Αχαιούς, που σημαίνει να μη χάσουν τη φυλετική τους ταυτότητα, τους οδήγησε σε μια διαφορετική οργάνωση της πολιτείας τους. Επρεπε να είναι τέλειοι πολεμιστές, να βρίσκονται σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα. Οργάνωσαν την πόλη τους σε στρατόπεδο. Τα τείχη θεωρήθηκαν περιττά, γιατί αδυνατούσαν να τους προστατέψουν ανάμεσα σε ένα τόσο μεγάλο ντόπιο πληθυσμό. Ο άνθρωπος έπρεπε να γίνει μόνο στρατιώτης. Πρώτη αρετή έπρεπε επομένως να είναι η υποταγή του ατόμου στην κοινωνική ομάδα.
Η μικρή δωρική ομάδα δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και επιστροφής, ούτε και να προχωρήσει. Χρειάστηκε ένα διάστημα ως τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. για να υποτάξει τους προδωρικούς πληθυσμούς της Λακωνίας. Τη μεγαλύτερη αντίσταση συνάντησαν στις Αμύκλες, στο ισχυρό αυτό μυκηναiκό κέντρο. Μόνο έπειτα από συμφωνία με τους Αμυκλαίους μπόρεσαν να προχωρήσουν στην υπόλοιπη Λακωνία. Αλλα στοιχεία μυκηναiκής λατρείας ακόμη και ο θεσμός των δύο βασιλείων που βρίσκουμε από τη μετέπειτα στρατιωτική ιστορία, έχουν την καταγωγή τους στην συμφωνία εκείνη. Αλλά και μετά την κατάκτηση της Λακωνίας αρχίζουν τα μεγάλα προβλήματα για την Σπάρτη. Επρεπε να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή για να επιτηρούν τους Είλωτες, τους υποταγμένους πληθυσμούς , και ταυτόχρονα να διεξάγουν επαναστατικούς πολέμους για να λύσουν το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, που έπειτα από μια περίοδο ηρεμίας παρουσιάστηκέ με οξύτητα. Η υποταγή της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας, της Αργολίδας, ενώ έλυνε το πρόβλημα, δημιουργούσε ταυτόχρονα και πρόβλημα για μια όλο και πιο στρατιωτικά οργανωμένη πολιτεία, για έλεγχο των υποταγμένων. Εκτός από τους Δωριείς Σπαρτιάτες, και τους Είλωτες, δημιουργήθηκαν σχεδόν ενωρίς και οι Περίοικοι. Ηταν αυτοί που κατοικούσαν στη γύρω από τη Σπάρτη βουνοπλαγιές. Επρόκειτο για Δωριείς που ήρθαν αργότερα ή για Δωριείς που δεν υπήρχε κλήρος γι αυτούς. Γι αυτό και δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα ή υποχρεώσεις με τους πρώτους Δωριείς Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες μαζί με τους περιοίκους πήραν το όνομα Λακεδαιμόνιοι.
Η Σπάρτη, πρωταγωνιστεί σε Ελληνικό και διεθνές επίπεδο
Κάπου στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα αρχίζει να κλείνει μια μακρά περίοδος της αρχαϊκής Σπάρτης. Για να διατηρήσει το χαρακτήρα της, την πολιτική της ταυτότητα μέσα στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, αναγκάζεται να γίνεται όλο και πιο συντηρητική. Τη θέση της ποίησης και της τέχνης, που άνθισε στη δωρική Σπάρτη τους πρώτους αιώνες, όπως θα δούμε πιο κάτω, τη διαδέχεται μια στρατοκρατική κοινωνία. Η Σπάρτη αναγκάζεται να απομακρυνθεί από την ιδέα του ανθρώπου πολίτη και στη θέση του βάζει τον άνθρωπο - στρατιώτη, μοναδική παράκληση από όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Αυξάνει την επιρροή της στο εξωτερικό, ενώ εξελίσσεται στη μεγαλύτερη δύναμη πεζικού στρατού. Ετσι παράλληλα προς την Αθήνα που έδινε τη μεγάλη μάχη εναντίον των Περσών, η Σπάρτη θα προμαχήσει των Ελλήνων στις Πλαταιές με τον Παυσανία (479π.Χ.) όπου η νίκη υπήρχε καθοριστική για την Ελλάδα ή στη ναυμαχία της Μυκάλης με τον βασιλέα Λεωτυχίδη.
Ηδη από το 550π.Χ. είχε επιτύχει να σχηματίσει την Πελοποννησιακή Συμμαχία . Αναμιγνύεται νωρίς στα πράγματα της Λυδίας εναντίον των Περσών, ενισχύει τις επαναστάσεις των Ελληνικών πόλεων στην Ιωνία, ασκώντας έτσι μια δυναμική εξωτερική πολιτική που την φέρνει αντιμέτωπη με την άλλη μεγάλη δύναμη την Αθήνα.
Η σύγκρουση Αθήνας και Σπάρτης (431 - 404π.Χ.) δύο μεγάλων κυριότερων συνασπισμών στον Ελληνικό κόσμο, οδήγησε ουσιαστικά στη παρακμή τους. Εληξε, βέβαια, με τη νίκη της Σπάρτης. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι οι Σπαρτιάτες απέρριψαν την επίμονη πρόταση των συμμάχων τους να καταστρέψουν την Αθήνα των θεμελίων. Δεν θέλησαν, λεει ο Ξενοφών στα "Ελληνικά " του, να καταστρέψουν ελληνική πόλη σάν την Αθήνα που είχε προσφέρει τόσα αγαθά στην Ελλάδα.
Στον 3ο π.Χ αιώνα η ακαμψία των θεσμών οδήγησε τη Σπάρτη σε βαθιά εσωτερική κυρίως. Μόνο 700 Σπαρτιάτες είχαν πολιτικά δικαιώματα και από αυτούς μόνο 100 είχαν γη. Προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις των βασιλέων Άγη(242 - 241π.Χ.) και αργότερα του Κλεομένη (235 - 221π.Χ.) δεν έφεραν αποτέλεσμα. Στην τελευταία μάχη που έδωσε η άλλοτε ένδοξη Σπάρτη στη Σελλασία (222π.Χ) νικήθηκε από τους Μακεδόνες. Μια ακόμη προσπάθεια του Νάβη (207 - 192π.Χ.) να επιβάλει προοδευτική κοινωνική πολιτική δημιούργησε θύελλα αντιδράσεων από τους ευγενείς και πλουσίους Σπαρτιάτες και τελικά προκάλεσε την επέμβαση της Ρώμης (195 π.Χ.).
Στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας που επακολούθησε μετά το 146 π.Χ. 24 πόλεις της νότιας Λακωνίας αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη και αποτέλεσαν το "Κοινό των Λακεδαιμονίων ", ομοσπονδία δηλαδή πόλεων που είχαν την υποχρέωση να συνεισφέρουν στη Ρώμη χρήματα και στρατό. Στα χρόνια του Αυγούστου (22 π.Χ.) μετονομάστηκε "Κοινού των Ελευθερολακώνων", με κέντρο το ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, ενώ τα συνέδρια αρχικά γίνονταν στην Καινήπολη. Οι πόλεις της ομοσπονδίας είχαν δημιουργηθεί από Σπαρτιάτες ευγενείς και πλουσίους που είχαν κατάφυγες στη Μάνη λόγω της επανάστασης και της ανακήρυξης της δημοκρατίας στη Σπάρτη από το βασιλιά Νάβη
Η ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης, όπως και ολόκληρη η Λακωνία, έχει κατοικηθεί από τη νεολιθική εποχή (6000 - 3000π.Χ.). Πρώτος κάτοικος είναι οι Πελασγοί, που ειδικότερα στην περιοχή της Σπάρτης λέγονται Λέλεγες, από τον πρώτο μυθικό βασιλιά Λέλεγα.
Ονόματα, όπως Λήδα, Ελένη είναι μακρινές αναμνήσεις θεοτήτων της γονιμότητας και εικόνες διεργασιών του υποσυνειδήτου ή είναι αποκρυσταλλώσεις γεωλογικών μεταβολών και κοινωνικής δραστηριότητας , όπως είναι τα ονόματα Ευρώτας, Μύλης κα. Ο Ευρώτας, μυθικό πρόσωπο, άνοιξε τη φυσική δίοδο, ώστε να χάνονται τα λιμνάζοντα νερά από τη Λακεδαίμονα στη θάλασσα. Ο Μύλης εξάλλου είναι αυτός που ανακάλυψε το μύλο και ο πρώτος που άλεσε σιτάρι (Παυσανίου, Λακωνικά). Κατά τη μυθική παράδοση ο Μύλης γέννησε τον Ευρώτα, ο Ευρώτας γέννησε τη Σπάρτη, η οποία παντρεύτηκε τον Λακεδαίμονα, το γιο του Δία και της Ταϋγέτης. Γιος του Λακεδαίμονα ήταν ο Αμύκλας, ο οποίος έκτισε την ομώνυμη πόλη , τις Αμύκλες.
Γύρω στο 2000 π.Χ. αρχίζει η μεγάλη μετανάστευση των ινδοευρωπαϊκών λαών. Στην Πελοπόννησο εγκαθίστανται με το όνομα Αχαιοί και στη Λακωνία ιδρύουν ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα, τη Σπάρτη. Είναι η Σπάρτη του Ομήρου, του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης, ηΣπάρτη της μυκηναϊκής περιόδου, της πρωτοiστορίας. Ο κόσμος εκείνος, όλος ποίηση και γοητεία διασταυρώθηκε με τον προελληνικό κόσμο, τους Πελασγούς και συναντήθηκε με τον επίσης μεγάλο και αρχαιότερο πολιτισμό των Κρήτων , τον Μινωϊκο.
Αναφορικά με την προέλευση του ονόματος Σπάρτη, έχουν προταθεί πολλές ετυμολογίες, αλλά φαίνεται ως επικρατέστερη εκείνη σύμφωνα με την οποία προέρχεται από τον ομώνυμο θάμνο που φυτρώνει στην περιοχή, το "σπάρτο".
Η αχαϊκή Σπάρτη με τα πολυτελή ανάκτορα, που περιγράφει ο Ομηρος, δεν έχει εντοπισθεί οριστικά. Αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μυκηναiκή περίοδο (1600 - 1100π.Χ.) την τοποθετούν σε ύψωμα του Πάρνωνα, στην ανατολική όχθη του Ευρώτα, πέντε χιλιόμετρα Ν.Α. της Σπάρτης, θέση που λέγεται "Μενελάια", Τελευταία, σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι η Σπάρτη των Αχαιών ήταν βορειότερα, στην Πελλάνα. Στης Σπάρτης ήρθαν τα στενά πω'χει βαθειά φαράγγια και στο παλάτι πήγανε του δοξαστού Μενέλαου ... Σάστισαν όπως είδανε του βασιλιά το σπίτι, γιατί μια λάμψη χύνουνταν σα φεγγαριού, σαν ήλιου, παντού μες το ψηλόχτιστο παλάτι του Μενέλαου. ... Κι έπειτα πια σαν χόρτασαν καλά με φαγοπότι, είπε ο Τηλέμαχος στο γιό του Νέστορα, κοντά του σκύβοντας το κεφάλι του να μην ακούσουν άλλοι: "Θάμαξε, γιέ του Νέστορα, πολυάκριβέ μου φίλε, τη λαμπεράδα του χαλκού, στ' αχόλαλο παλάτι, το κεχριμπάρι, το χρυσό, το φίλντισι, τ' ασήμι. Παρόμοιο θα' ναι σαν κι αυτό του Δία το Παλάτι. Πόσα αλογάριαστα κι αυτά! Να βλέπω μού 'ρθε ζάλη."
Ομήρου Οδύσσεια
Δωρική Σπάρτη - Ιστορικοί χρόνοι
Στα 1200π.Χ. αρχίζει μια νέα μετανάστευση λαών προς την ανατολική Μεσόγειο. Ουσιαστικά πρόκειται για επιδρομή λαών που δεν είχαν ακολουθήσει τη πρώτη, του 2000π.Χ. Ενα τμήμα, γνωστοί ως Δωριείς (Δωρίμαχος = αυτός που μάχεται με το δόρυ) κατεβαίνουν πιθανώς από την Ηπειρο και εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο κυρίως.
Tη Λακεδαίμονα συγκροτούν τέσσερις συνοικισμοί, η Πιτάνη δυτικά της Ακρόπολης, οι Λίμνες ανατολικά μέχρι τον Ευρώτα, η Κυνόσουρα νοτιοανατολικά και η Μεσόα στο μέσο της απόστασης των τριών αυτών συνοικισμών, όπου βρίσκεται το Λεωνίδιο. Αργότερα θα προστεθεί και μια πέμπτη ακόμη , οι Αμύκλες.
Οι Δωριείς, αρχικά ένας ασήμαντος αριθμός (τον 6ο π.Χ. είναι μόνο 8000 μάχιμοι άνδρες), είναι αναγκασμένοι να επιβιώσουν μέσα σε ένα προδωρικό πληθυσμό, δυσανάλογα μεγαλύτερο (200000 περίπου). Η ανάγκη να επιβιώσουν και κυρίως να μην αναμιχθούν και εξομοιωθούν από τους ντόπιους Αχαιούς, που σημαίνει να μη χάσουν τη φυλετική τους ταυτότητα, τους οδήγησε σε μια διαφορετική οργάνωση της πολιτείας τους. Επρεπε να είναι τέλειοι πολεμιστές, να βρίσκονται σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα. Οργάνωσαν την πόλη τους σε στρατόπεδο. Τα τείχη θεωρήθηκαν περιττά, γιατί αδυνατούσαν να τους προστατέψουν ανάμεσα σε ένα τόσο μεγάλο ντόπιο πληθυσμό. Ο άνθρωπος έπρεπε να γίνει μόνο στρατιώτης. Πρώτη αρετή έπρεπε επομένως να είναι η υποταγή του ατόμου στην κοινωνική ομάδα.
Η μικρή δωρική ομάδα δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και επιστροφής, ούτε και να προχωρήσει. Χρειάστηκε ένα διάστημα ως τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. για να υποτάξει τους προδωρικούς πληθυσμούς της Λακωνίας. Τη μεγαλύτερη αντίσταση συνάντησαν στις Αμύκλες, στο ισχυρό αυτό μυκηναiκό κέντρο. Μόνο έπειτα από συμφωνία με τους Αμυκλαίους μπόρεσαν να προχωρήσουν στην υπόλοιπη Λακωνία. Αλλα στοιχεία μυκηναiκής λατρείας ακόμη και ο θεσμός των δύο βασιλείων που βρίσκουμε από τη μετέπειτα στρατιωτική ιστορία, έχουν την καταγωγή τους στην συμφωνία εκείνη. Αλλά και μετά την κατάκτηση της Λακωνίας αρχίζουν τα μεγάλα προβλήματα για την Σπάρτη. Επρεπε να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή για να επιτηρούν τους Είλωτες, τους υποταγμένους πληθυσμούς , και ταυτόχρονα να διεξάγουν επαναστατικούς πολέμους για να λύσουν το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, που έπειτα από μια περίοδο ηρεμίας παρουσιάστηκέ με οξύτητα. Η υποταγή της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας, της Αργολίδας, ενώ έλυνε το πρόβλημα, δημιουργούσε ταυτόχρονα και πρόβλημα για μια όλο και πιο στρατιωτικά οργανωμένη πολιτεία, για έλεγχο των υποταγμένων. Εκτός από τους Δωριείς Σπαρτιάτες, και τους Είλωτες, δημιουργήθηκαν σχεδόν ενωρίς και οι Περίοικοι. Ηταν αυτοί που κατοικούσαν στη γύρω από τη Σπάρτη βουνοπλαγιές. Επρόκειτο για Δωριείς που ήρθαν αργότερα ή για Δωριείς που δεν υπήρχε κλήρος γι αυτούς. Γι αυτό και δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα ή υποχρεώσεις με τους πρώτους Δωριείς Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες μαζί με τους περιοίκους πήραν το όνομα Λακεδαιμόνιοι.
Η Σπάρτη, πρωταγωνιστεί σε Ελληνικό και διεθνές επίπεδο
Κάπου στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα αρχίζει να κλείνει μια μακρά περίοδος της αρχαϊκής Σπάρτης. Για να διατηρήσει το χαρακτήρα της, την πολιτική της ταυτότητα μέσα στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, αναγκάζεται να γίνεται όλο και πιο συντηρητική. Τη θέση της ποίησης και της τέχνης, που άνθισε στη δωρική Σπάρτη τους πρώτους αιώνες, όπως θα δούμε πιο κάτω, τη διαδέχεται μια στρατοκρατική κοινωνία. Η Σπάρτη αναγκάζεται να απομακρυνθεί από την ιδέα του ανθρώπου πολίτη και στη θέση του βάζει τον άνθρωπο - στρατιώτη, μοναδική παράκληση από όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Αυξάνει την επιρροή της στο εξωτερικό, ενώ εξελίσσεται στη μεγαλύτερη δύναμη πεζικού στρατού. Ετσι παράλληλα προς την Αθήνα που έδινε τη μεγάλη μάχη εναντίον των Περσών, η Σπάρτη θα προμαχήσει των Ελλήνων στις Πλαταιές με τον Παυσανία (479π.Χ.) όπου η νίκη υπήρχε καθοριστική για την Ελλάδα ή στη ναυμαχία της Μυκάλης με τον βασιλέα Λεωτυχίδη.
Ηδη από το 550π.Χ. είχε επιτύχει να σχηματίσει την Πελοποννησιακή Συμμαχία . Αναμιγνύεται νωρίς στα πράγματα της Λυδίας εναντίον των Περσών, ενισχύει τις επαναστάσεις των Ελληνικών πόλεων στην Ιωνία, ασκώντας έτσι μια δυναμική εξωτερική πολιτική που την φέρνει αντιμέτωπη με την άλλη μεγάλη δύναμη την Αθήνα.
Η σύγκρουση Αθήνας και Σπάρτης (431 - 404π.Χ.) δύο μεγάλων κυριότερων συνασπισμών στον Ελληνικό κόσμο, οδήγησε ουσιαστικά στη παρακμή τους. Εληξε, βέβαια, με τη νίκη της Σπάρτης. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι οι Σπαρτιάτες απέρριψαν την επίμονη πρόταση των συμμάχων τους να καταστρέψουν την Αθήνα των θεμελίων. Δεν θέλησαν, λεει ο Ξενοφών στα "Ελληνικά " του, να καταστρέψουν ελληνική πόλη σάν την Αθήνα που είχε προσφέρει τόσα αγαθά στην Ελλάδα.
Στον 3ο π.Χ αιώνα η ακαμψία των θεσμών οδήγησε τη Σπάρτη σε βαθιά εσωτερική κυρίως. Μόνο 700 Σπαρτιάτες είχαν πολιτικά δικαιώματα και από αυτούς μόνο 100 είχαν γη. Προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις των βασιλέων Άγη(242 - 241π.Χ.) και αργότερα του Κλεομένη (235 - 221π.Χ.) δεν έφεραν αποτέλεσμα. Στην τελευταία μάχη που έδωσε η άλλοτε ένδοξη Σπάρτη στη Σελλασία (222π.Χ) νικήθηκε από τους Μακεδόνες. Μια ακόμη προσπάθεια του Νάβη (207 - 192π.Χ.) να επιβάλει προοδευτική κοινωνική πολιτική δημιούργησε θύελλα αντιδράσεων από τους ευγενείς και πλουσίους Σπαρτιάτες και τελικά προκάλεσε την επέμβαση της Ρώμης (195 π.Χ.).
Στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας που επακολούθησε μετά το 146 π.Χ. 24 πόλεις της νότιας Λακωνίας αποσπάστηκαν από τη Σπάρτη και αποτέλεσαν το "Κοινό των Λακεδαιμονίων ", ομοσπονδία δηλαδή πόλεων που είχαν την υποχρέωση να συνεισφέρουν στη Ρώμη χρήματα και στρατό. Στα χρόνια του Αυγούστου (22 π.Χ.) μετονομάστηκε "Κοινού των Ελευθερολακώνων", με κέντρο το ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, ενώ τα συνέδρια αρχικά γίνονταν στην Καινήπολη. Οι πόλεις της ομοσπονδίας είχαν δημιουργηθεί από Σπαρτιάτες ευγενείς και πλουσίους που είχαν κατάφυγες στη Μάνη λόγω της επανάστασης και της ανακήρυξης της δημοκρατίας στη Σπάρτη από το βασιλιά Νάβη
Κείμενο: Δημήτρη Κατσαφάνα, Φιλόλογος - Συγγραφέας
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
- http://www.sparta.gr/history/ist1gr.htm
Τέχνη, πολίτευμα και κοινωνία
Αγωγή και τέχνη στην αρχαία Σπάρτη
Η σκληρή φυσική αγωγή, ο "μέλας ζωμός", ασφαλώς έκαναν τους Σπαρτιάτες ικανούς να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο με γενναιότητα ,αλλά και με ευφυΐα. Στα πρώιμα χρόνια, σε σύνολο 81 Ολυμπιονικών οι 46 είναι Σπαρτιάτες. Εξάλλου ο γυναικείος αθλητισμός ήταν μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο, όταν οι Αθηναίες δεν έβγαιναν ποτέ από το γυναικωνίτη. Μπορεί η Σπάρτη, για ειδικούς λόγους, να μην ανέδειξε συγγράφεις και φιλοσόφους. Ανέδειξε όμως πάντα άνδρες με ήθος. Ούτε έλειψε η πνευματική ζωή. Η αγωγή, αυτό που λέμε "παιδεία", των νέων και γενικά του πολίτη, ήταν το πρώτο μέλημα της πολιτείας. Οι νέοι διδάσκονταν να είναι σεμνοί, να σέβονται τους μεγαλύτερους, να αποκτούν με συντομία και με ευφυΐα (το Λακωνίζειν εστί Φιλοσοφείν). Μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, αποστήθιζαν Ομηρο και ρήτρες, τους νόμους δηλαδή του Λυκούργου. Η πειθαρχία στους αρχηγούς, η υπακοή στους νόμους της Σπάρτης, η ανδρεία στον πόλεμο και η περιφρόνηση των δειλών ήταν από τα βασικά στοιχεία ενός ανώτερου ήθους.
Στη διαμόρφωση αυτού του ήθους απέβλεπαν όλοι οι θεσμοί της Σπάρτης. Οι επίσημες πομπές, οι μουσικοί διαγωνισμοί, τα αθλητικά αγωνίσματα, τα χορικά τραγούδια, οι χοροί απέβλεπαν στη διατήρηση των αρχικών χαρακτηριστικών των Δωριέων και στην ανάδειξη τους σε τέλειους στρατιώτες. Μερικές από τις επίσημες γιορτές ήταν τα "Υακίνθια,τα Κάρνεια", εθνική γιορτή στη Σπάρτη, οι Γυμνοπαιδιές που συναγωνίζονταν δυο χοροί τραγουδιών , των εφήβων και των παντρεμένων ανδρών, η ο χορός των κοριτσιών που τραγουδούσαν με θρησκευτική έξαρση τα "Παρθένια" του Αλκαίου.
Στη Σπάρτη έζησαν κορυφαίοι ποιητές και λειτούργησαν βασικά δυο μουσικές σχολές. Συνδέθηκε το τραγούδι με το χορό και με την άσκηση του σώματος. Η φωνητική μονωδία αντιπροσωπεύεται από τον Τέρπανδρο, η λυρική χορική μουσική από τον Τυρταίο, τον Αλκμάνα και που είχαν προσκληθεί εδώ.
Από τον 7ο μέχρι και τον 5ο π.Χ. αιώνα η Σπάρτη ήταν πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Ο ναός της Χαλκιοίκης Αθήνας στην Ακρόπολη ήταν από τα σπουδαιότερα ιερά κέντρα της Σπαρτιάτικης ζωής. Λειτουργούν εργαστήρια τόσο κεραμικής, όσο και χαλκοπλαστικής που συναγωνίζονται τα πιο σημαντικά της άλλης Ελλάδας. Εδώ εργάστηκαν ονομαστοί καλλιτέχνες, όπως ο Γιτιάδας (630π.Χ.) και ο Κάλων (500π.Χ.), ενώ ο Βαθυκλής από την Ιωνία εργάζεται στις Αμύκλες. Κατασκεύασε το ναό του Απόλλωνα - Υακίνθου, τον Αμυκλαίο θρόνο, και επέτυχε να συνδέσει μικτό κυανόκρανο από το λιτό δωρικό στοιχείο με το χαριτωμένο ιωνικό. Στη Σπάρτη των πρώιμων χρόνων η παραγωγή έργων τέχνης ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να φθάνουν σ' όλη την Ελλάδα, από τον ελληνικό χώρο. Αγγεία, κύλικες ή αμφορείς γεωμετρικής εποχής, στήλες επιτύμβιες με αφηρωισμένους νεκρούς, έπαθλα ,ανάγλυφα εξαίσιας τέχνης, πήλινες πινακίδες με παραστάσεις μαρτυρούν για τον αγώνα και την εξέλιξη της Σπαρτιάτικης τέχνης.
Πολίτευμα της Σπάρτη - Θεσμοί
Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, το πολίτευμα της Σπάρτης στηριζόταν σε δημοκρατικές αρχές μιας στρατιωτικής κοινωνίας. Η πειθαρχία, η υποταγή του ατόμου στην κοινωνική ομάδα εξασφαλίζει την ισονομία και την ισοπολιτεία των πολιτών. Τα κύρια στοιχεία του στρατιωτικού πολιτεύματος είχαν τεθεί από το μεγάλο νομοθέτη Λυκούργο. Οι νόμοι ήταν γραμμένοι σε ποιήματα, στις "ρήτρες". Η μεγάλη Ρήτρα, η αρχαιότερη (8ος π.Χ. αιώνας), αποδίδεται στον Λυκούργου από τον Πλούταρχο.
Συμφώνα με τη νομοθεσία του Λυκούργου θεσμοί και όργανα της πολιτείας είναι:
... Η διπλή βασιλεία. Αρχικά οι δυο βασιλείς συγκέντρωσαν όλες τις εξουσίες, αλλά με τη πάροδο του χρόνου η εξουσία τους περιορίστηκε, όχι μόνο από συμβουλευτικό σώμα της γερουσίας και το veto της Απέλλας, αλλά και από τη σύγκρουση τους με την παντοδύναμη Εφορεία.
... Γερουσία. Σώμα που το αποτελούσαν 28 ηλικιωμένοι άνδρες και συνεδρίαζε υπό την προεδρία του ενός από τους δυο βασιλείς.
... Απέλλα, δηλαδή η εκκλησία του δήμου. Η λέξη "Απέλλα" (απελλάζω)σημαίνει συνάθροιση στο ύπαιθρο. Στην Απέλλα έπαιρναν μέρος όλοι οι σπαρτιάτες στρατιώτες άνω των 30 ετών και ψήφιζαν ελεύθερα διά βοής.
... Εφορεία. Αποτελείτο από 5 άνδρες, όσες και οι κώμες της Σπάρτης. Ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των Μεσσηνιακών πολέμων (750π.Χ.). Κατά την πορεία της Σπαρτιάτικης ιστορίας έπειτα και από σύγκρουση της με το θεσμό της βασιλείας, συγκέντρωσε ουσιαστικά την εξουσία στα χέρια της με αποτέλεσμα να ελέγχει τα πάντα μέσα και έξω από τη Σπάρτη. Εγινε ο κύριος ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της Σπάρτης.
Οι πιο πάνω θεσμοί ήταν θεμελιακοί νια τη ρυθμιστική λειτουργία του πολιτεύματος, το οποίο αποσκοπούσε σε ένα ήθος που υπέτασσε το ατομικό συμφέρον σ' ένα ηθικό σκοπό, στην ευδοκίμηση (στο κάλο) του συνόλου, της πολιτείας. Γι' αυτό το ήθος η πολιτεία παρενέβαινε μέσα από άλλους θεσμούς και όργανα όπως ήταν:
... Τα Κοινά συσσίτια. Οι Σπαρτιάτες έτρωγαν μια φορά την ημέρα, χωρισμένοι σε ολίγους 10 - 15 ατόμων. Οι βασιλείς συνέτρωγαν στα συσσίτια και έπαιρναν διημερίδα. Το κυρίως γεύμα, ο μέλας ζωμός, παρασκευαζόταν από χοιρινό κρέας, ξύδι και αλάτι. Κατά τη διάρκεια του γεύματος γινόταν διδασκαλία σχετικά με την οργάνωση και τους σκοπούς της πολιτείας.
... Κρυπτεία: η άσκηση των νέων στην έξυπνη κλοπή, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί. Οποιος συλλαμβανόταν μαστιγωνόταν. Συχνά τη νύχτα σκότωσαν και είλωτες, πράξη απάνθρωπη. Ηταν μια στρατιωτική εκπαίδευση κάτω από της πιο σκληρές συνθήκες.
... Διαμαστίγωση. Συνέχεια της κρυπτείας ήταν η διαμαστίγωση στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος. Τα πάτα αγωνίζονταν να αρπάξουν περισσότερο τυρί από το βωμό ενώ άλλοι έφηβοι τους μαστίγωναν, αλύπητα μέχρις έσχατος. Οσο προχωρούσε η μαστίγωση, τόσο και πιο βαρύ γινόταν το άγαλμα στα χέρια της ιέρειας, σημείο ότι τα χτυπήματα έπρεπε να είναι πιο σκληρά. Εκείνος που άντεχε τον πόνο χωρίς να βγάλει κραυγή νικούσε στο λεγόμενο αγώνα καρτερίας. Ηταν βωμονίκης.
... Ξενηλασία. Εβγαλαν από τα σύνορα κάθε ξένο που απρόσκλητος έφθανε στη Σπάρτη. Υπήρχαν θεσμοθετημένοι άρχοντες για την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας, όπως: οι Βιδαίοι, οι παιδονόμοι, που φρόντιζαν για τα ήθη των γυναικών, των νέων, οι Αρμόσυνοι, που φρόντιζαν για τα ήθη των γυναικών, οι Αγορανόμοι, που ήταν υπεύθυνη για τη διακίνηση των αγαθών της αγοράς, οι Αρμόστες που στέλνονται κυβερνήτες σε χώρες, όπου οι Σπαρτιάτες είχαν καταλύσει το πολίτευμα των χωρών αυτών. Ήταν ακόμη οι Νομοφύλακες, οι Αγαθοεργοί, ιππείς δηλαδή που στέλνονται σε έκτατες αποστολές.
Τάξεις - Κοινωνικές ομάδες
Εκτός από τους Σπαρτιάτες που είχαν πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις - ήταν αυτοί που είχαν κλήρο - και εκτός από την Περιοίκους που ήταν ελεύθεροι και τους Είλωτες που δούλευαν τη γη για τους Σπαρτιάτες ή τους συνόδευαν στο πόλεμο, υπήρχαν και κάποιες όχι τάξεις, αλλά κοινωνικές ομάδες, όπως ήταν οι Μόθακες, πολίτες δηλαδή που ήταν ελεύθεροι, αλλά δεν ήταν Λακεδαιμόνιοι.
Επρόκειτο για παιδιά ξένων ή Ειλώτων ή για νόθους, που ωστόσο μετείχαν στην κοινή αγωγή. Ηταν ακόμη οι Νεοδαμώτες, οι νέοι πολίτες που από Είλωτες είχαν αποκτήσει την ελευθερία τους για κάποια αξιόλογη υπηρεσία τους στη Σπάρτη. Οι Παρθενίες πάλι αποτελούσαν ένα άλλο κοινωνικό στρώμα της Σπάρτης. Ηταν αυτοί που είχαν γεννηθεί από πατέρα Σπαρτιάτη και μητέρα Αχαιή. Μετά τον Α Μεσσηνιακό πόλεμο είχαν προκαλέσει ταραχές γιατί δεν αναγνωρίζονταν ως γνήσιοι Σπαρτιάτες. Μετανάστευσαν το 707 στη Κάτω Ιταλία και ίδρυσαν τον Τάραντα.
Η σκληρή φυσική αγωγή, ο "μέλας ζωμός", ασφαλώς έκαναν τους Σπαρτιάτες ικανούς να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο με γενναιότητα ,αλλά και με ευφυΐα. Στα πρώιμα χρόνια, σε σύνολο 81 Ολυμπιονικών οι 46 είναι Σπαρτιάτες. Εξάλλου ο γυναικείος αθλητισμός ήταν μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο, όταν οι Αθηναίες δεν έβγαιναν ποτέ από το γυναικωνίτη. Μπορεί η Σπάρτη, για ειδικούς λόγους, να μην ανέδειξε συγγράφεις και φιλοσόφους. Ανέδειξε όμως πάντα άνδρες με ήθος. Ούτε έλειψε η πνευματική ζωή. Η αγωγή, αυτό που λέμε "παιδεία", των νέων και γενικά του πολίτη, ήταν το πρώτο μέλημα της πολιτείας. Οι νέοι διδάσκονταν να είναι σεμνοί, να σέβονται τους μεγαλύτερους, να αποκτούν με συντομία και με ευφυΐα (το Λακωνίζειν εστί Φιλοσοφείν). Μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, αποστήθιζαν Ομηρο και ρήτρες, τους νόμους δηλαδή του Λυκούργου. Η πειθαρχία στους αρχηγούς, η υπακοή στους νόμους της Σπάρτης, η ανδρεία στον πόλεμο και η περιφρόνηση των δειλών ήταν από τα βασικά στοιχεία ενός ανώτερου ήθους.
Στη διαμόρφωση αυτού του ήθους απέβλεπαν όλοι οι θεσμοί της Σπάρτης. Οι επίσημες πομπές, οι μουσικοί διαγωνισμοί, τα αθλητικά αγωνίσματα, τα χορικά τραγούδια, οι χοροί απέβλεπαν στη διατήρηση των αρχικών χαρακτηριστικών των Δωριέων και στην ανάδειξη τους σε τέλειους στρατιώτες. Μερικές από τις επίσημες γιορτές ήταν τα "Υακίνθια,τα Κάρνεια", εθνική γιορτή στη Σπάρτη, οι Γυμνοπαιδιές που συναγωνίζονταν δυο χοροί τραγουδιών , των εφήβων και των παντρεμένων ανδρών, η ο χορός των κοριτσιών που τραγουδούσαν με θρησκευτική έξαρση τα "Παρθένια" του Αλκαίου.
Στη Σπάρτη έζησαν κορυφαίοι ποιητές και λειτούργησαν βασικά δυο μουσικές σχολές. Συνδέθηκε το τραγούδι με το χορό και με την άσκηση του σώματος. Η φωνητική μονωδία αντιπροσωπεύεται από τον Τέρπανδρο, η λυρική χορική μουσική από τον Τυρταίο, τον Αλκμάνα και που είχαν προσκληθεί εδώ.
Από τον 7ο μέχρι και τον 5ο π.Χ. αιώνα η Σπάρτη ήταν πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Ο ναός της Χαλκιοίκης Αθήνας στην Ακρόπολη ήταν από τα σπουδαιότερα ιερά κέντρα της Σπαρτιάτικης ζωής. Λειτουργούν εργαστήρια τόσο κεραμικής, όσο και χαλκοπλαστικής που συναγωνίζονται τα πιο σημαντικά της άλλης Ελλάδας. Εδώ εργάστηκαν ονομαστοί καλλιτέχνες, όπως ο Γιτιάδας (630π.Χ.) και ο Κάλων (500π.Χ.), ενώ ο Βαθυκλής από την Ιωνία εργάζεται στις Αμύκλες. Κατασκεύασε το ναό του Απόλλωνα - Υακίνθου, τον Αμυκλαίο θρόνο, και επέτυχε να συνδέσει μικτό κυανόκρανο από το λιτό δωρικό στοιχείο με το χαριτωμένο ιωνικό. Στη Σπάρτη των πρώιμων χρόνων η παραγωγή έργων τέχνης ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να φθάνουν σ' όλη την Ελλάδα, από τον ελληνικό χώρο. Αγγεία, κύλικες ή αμφορείς γεωμετρικής εποχής, στήλες επιτύμβιες με αφηρωισμένους νεκρούς, έπαθλα ,ανάγλυφα εξαίσιας τέχνης, πήλινες πινακίδες με παραστάσεις μαρτυρούν για τον αγώνα και την εξέλιξη της Σπαρτιάτικης τέχνης.
Πολίτευμα της Σπάρτη - Θεσμοί
Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, το πολίτευμα της Σπάρτης στηριζόταν σε δημοκρατικές αρχές μιας στρατιωτικής κοινωνίας. Η πειθαρχία, η υποταγή του ατόμου στην κοινωνική ομάδα εξασφαλίζει την ισονομία και την ισοπολιτεία των πολιτών. Τα κύρια στοιχεία του στρατιωτικού πολιτεύματος είχαν τεθεί από το μεγάλο νομοθέτη Λυκούργο. Οι νόμοι ήταν γραμμένοι σε ποιήματα, στις "ρήτρες". Η μεγάλη Ρήτρα, η αρχαιότερη (8ος π.Χ. αιώνας), αποδίδεται στον Λυκούργου από τον Πλούταρχο.
Συμφώνα με τη νομοθεσία του Λυκούργου θεσμοί και όργανα της πολιτείας είναι:
... Η διπλή βασιλεία. Αρχικά οι δυο βασιλείς συγκέντρωσαν όλες τις εξουσίες, αλλά με τη πάροδο του χρόνου η εξουσία τους περιορίστηκε, όχι μόνο από συμβουλευτικό σώμα της γερουσίας και το veto της Απέλλας, αλλά και από τη σύγκρουση τους με την παντοδύναμη Εφορεία.
... Γερουσία. Σώμα που το αποτελούσαν 28 ηλικιωμένοι άνδρες και συνεδρίαζε υπό την προεδρία του ενός από τους δυο βασιλείς.
... Απέλλα, δηλαδή η εκκλησία του δήμου. Η λέξη "Απέλλα" (απελλάζω)σημαίνει συνάθροιση στο ύπαιθρο. Στην Απέλλα έπαιρναν μέρος όλοι οι σπαρτιάτες στρατιώτες άνω των 30 ετών και ψήφιζαν ελεύθερα διά βοής.
... Εφορεία. Αποτελείτο από 5 άνδρες, όσες και οι κώμες της Σπάρτης. Ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των Μεσσηνιακών πολέμων (750π.Χ.). Κατά την πορεία της Σπαρτιάτικης ιστορίας έπειτα και από σύγκρουση της με το θεσμό της βασιλείας, συγκέντρωσε ουσιαστικά την εξουσία στα χέρια της με αποτέλεσμα να ελέγχει τα πάντα μέσα και έξω από τη Σπάρτη. Εγινε ο κύριος ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της Σπάρτης.
Οι πιο πάνω θεσμοί ήταν θεμελιακοί νια τη ρυθμιστική λειτουργία του πολιτεύματος, το οποίο αποσκοπούσε σε ένα ήθος που υπέτασσε το ατομικό συμφέρον σ' ένα ηθικό σκοπό, στην ευδοκίμηση (στο κάλο) του συνόλου, της πολιτείας. Γι' αυτό το ήθος η πολιτεία παρενέβαινε μέσα από άλλους θεσμούς και όργανα όπως ήταν:
... Τα Κοινά συσσίτια. Οι Σπαρτιάτες έτρωγαν μια φορά την ημέρα, χωρισμένοι σε ολίγους 10 - 15 ατόμων. Οι βασιλείς συνέτρωγαν στα συσσίτια και έπαιρναν διημερίδα. Το κυρίως γεύμα, ο μέλας ζωμός, παρασκευαζόταν από χοιρινό κρέας, ξύδι και αλάτι. Κατά τη διάρκεια του γεύματος γινόταν διδασκαλία σχετικά με την οργάνωση και τους σκοπούς της πολιτείας.
... Κρυπτεία: η άσκηση των νέων στην έξυπνη κλοπή, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί. Οποιος συλλαμβανόταν μαστιγωνόταν. Συχνά τη νύχτα σκότωσαν και είλωτες, πράξη απάνθρωπη. Ηταν μια στρατιωτική εκπαίδευση κάτω από της πιο σκληρές συνθήκες.
... Διαμαστίγωση. Συνέχεια της κρυπτείας ήταν η διαμαστίγωση στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος. Τα πάτα αγωνίζονταν να αρπάξουν περισσότερο τυρί από το βωμό ενώ άλλοι έφηβοι τους μαστίγωναν, αλύπητα μέχρις έσχατος. Οσο προχωρούσε η μαστίγωση, τόσο και πιο βαρύ γινόταν το άγαλμα στα χέρια της ιέρειας, σημείο ότι τα χτυπήματα έπρεπε να είναι πιο σκληρά. Εκείνος που άντεχε τον πόνο χωρίς να βγάλει κραυγή νικούσε στο λεγόμενο αγώνα καρτερίας. Ηταν βωμονίκης.
... Ξενηλασία. Εβγαλαν από τα σύνορα κάθε ξένο που απρόσκλητος έφθανε στη Σπάρτη. Υπήρχαν θεσμοθετημένοι άρχοντες για την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας, όπως: οι Βιδαίοι, οι παιδονόμοι, που φρόντιζαν για τα ήθη των γυναικών, των νέων, οι Αρμόσυνοι, που φρόντιζαν για τα ήθη των γυναικών, οι Αγορανόμοι, που ήταν υπεύθυνη για τη διακίνηση των αγαθών της αγοράς, οι Αρμόστες που στέλνονται κυβερνήτες σε χώρες, όπου οι Σπαρτιάτες είχαν καταλύσει το πολίτευμα των χωρών αυτών. Ήταν ακόμη οι Νομοφύλακες, οι Αγαθοεργοί, ιππείς δηλαδή που στέλνονται σε έκτατες αποστολές.
Τάξεις - Κοινωνικές ομάδες
Εκτός από τους Σπαρτιάτες που είχαν πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις - ήταν αυτοί που είχαν κλήρο - και εκτός από την Περιοίκους που ήταν ελεύθεροι και τους Είλωτες που δούλευαν τη γη για τους Σπαρτιάτες ή τους συνόδευαν στο πόλεμο, υπήρχαν και κάποιες όχι τάξεις, αλλά κοινωνικές ομάδες, όπως ήταν οι Μόθακες, πολίτες δηλαδή που ήταν ελεύθεροι, αλλά δεν ήταν Λακεδαιμόνιοι.
Επρόκειτο για παιδιά ξένων ή Ειλώτων ή για νόθους, που ωστόσο μετείχαν στην κοινή αγωγή. Ηταν ακόμη οι Νεοδαμώτες, οι νέοι πολίτες που από Είλωτες είχαν αποκτήσει την ελευθερία τους για κάποια αξιόλογη υπηρεσία τους στη Σπάρτη. Οι Παρθενίες πάλι αποτελούσαν ένα άλλο κοινωνικό στρώμα της Σπάρτης. Ηταν αυτοί που είχαν γεννηθεί από πατέρα Σπαρτιάτη και μητέρα Αχαιή. Μετά τον Α Μεσσηνιακό πόλεμο είχαν προκαλέσει ταραχές γιατί δεν αναγνωρίζονταν ως γνήσιοι Σπαρτιάτες. Μετανάστευσαν το 707 στη Κάτω Ιταλία και ίδρυσαν τον Τάραντα.
Κείμενο: Δημήτρη Κατσαφάνα, Φιλόλογος - Συγγραφέας
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σπάρτης
- http://www.sparta.gr/history/ist2gr.htm
The people
There is a story about a Spartan boy who, in order to conceal a fox which he had stolen, hid it beneath his cloak and allowed the fox to gnaw him rather than let the theft be revealed. He died of the wounds. If he had been discovered, the disgrace would not have been in the stealing, but in allowing it to be detected. The boy's action illustrates the main purpose of the Spartan educational system, which was to produce men capable of showing such bravery as soldiers. Military strength was felt to be essential to Sparta for the very survival.
Sparta was the ruling city of the area of Laconia in the southern Peloponnese. It lay in the valley of the river Eurotas. Of the people in the towns and villages which she controlled, some were free, known as perioikoi or neighbors, although they were inferior in status to the Spartans themselves. Others, because they were felt to be a greater threat, were kept in a state of slavery as publicly owned agricultural laborers. These were called helots. Furthermore, around the end of the eighth century B.C when other Greek states were obtaining the extra land which they needed by sending out colonies , Sparta took over the adjacent area of Messenia and made the Messenians helots as well. Not long afterwards the Messenians revolved, and it is clear the Spartans only just managed to retain their control.
At the battle of Plataia in 479 B.C, five thousand Spartiates as the genuine Spartans were called, fought against the Persians, according to the historian Herodotus.With them were five thousand perioikoi and 35,000 helots. The Spartiates were determined to remain a select group, not inter-marrying with the rest of the population, nor sharing privileges with them. With their subjects vastly outnumbering them, as the figures for Plataia indicate,it can be seen why Sparta felt it essential to have enough military strength to ensure internal security. Every year the Spartans made a formal declaration of war on the helots, so that it did not count as murder to kill any.
Sparta had deliberately chosen, during the seventh and sixth centuries B.C, to develop into a city-state very unlike others, because of the underlying fear of a helot uprising.
Previously Spartan life had not been greatly different from that elsewhere. Ruled over by two kings,the aristocratic society had been typical, importing luxury goods, emplying skilled craftsmen, enjoying art and poetry. The changes which took place were traditionally ascribed to Lykourgos.To some he was a man, to others a god. Plutarch, wrote a 'Life' of Lykourgos, valuable for its description of Spartan ways, a long time after the period in question. Even the Delphic oracle was puzzled, according to Herodutus, saying, ' I do not know where to speak of you as a man or a god, but rather, Lykourgos, I think you are a god'.
At all events the Spartans themselves attributed the institutions of their society to Lykourgos, although it is in fact unlikely that one person at one time can have been responsible for all of them.
Upbringing
Everything was now dedicated to making each Spartiati a superb and unquestioningly loyal soldier. The Process started at birth. Newly-born babies were inspected by a committee of elders, and, if considered too weak , they were left to die by exposure on the sloped of Mount Taygetos. Those who survived were carefully brought up as Plutarch describes:
'The women did not bathe the babies with water, but with wine, making it a sort of test of their strength. For they say that the epileptic and sickly ones lose control and go into convulsions, but the healthy ones are rather toughened like steel and strengthened in their physique. The nurses displayed care and skill: they did not use swaddling -bands, making the babies free in their limbs and bodies? they also made them sensible and not fussy about their food, not afraid of the dark or frightened of being left alone, not inclined to unpleasant awkwardness or whining. So even some foreigners acquired Spartan nurses for their children.
At the age of seven, a Spartan boy came directly under the control of the city, and remained so in effect until the time of his death. From this age boys were brought up in packs, which had a prefect system, and were under the general charge of a state director of education , the paidonomos. The military emphasis is explained by Plutarch:
'They learned reading and writing for basic needs, but all the rest of their education was to make them well-disciplined and steadfast in hardship and victorious in battle. For this reason, as boys grew older, the Spartans intensified their training, cutting their hair short and making them used to walking barefoot and for the most part playing named. When the boys reached the age of twelve, they no longer had tunics to wear, but got one cloak a year. Their bodies were tough and unused to baths and lotions. They only enjoyed such luxury only a few special days a year.They slept, in packs, on beds which they got together on their own, made from the tops of the rushes to be found by the river Eurotas. These they broke off with their bare hands, not using Knives.'
The smallest offences were punishable by whipping, and food was deliberately rationed, so that the boys were forced to steal to get more -'if they are caught theft are whipped severely, for stealing carelessly and unskillfully'. The packs of boys were matched against each other in violent games with a ball and in straightforward fights. As they approached the age or twenty and manhood, the training grew more and more severe and military. At the festival of the goddess Artemis Ortheia, the older boys had to take part in a contest in which they snatched as many cheeses as possible from the steps of the altar to the goddess. To do so it was necessary to run the gauntlet of guards, with whips, who were instructed to use them as hard as they could. Some youths died as a result. Another test was the Krypteia, or 'period of hiding', during which the boy had to live alone and under cover in the countryside.
The boys were taught music and poetry as well, but these were mostly military in tone and based on religious or patriotic themes, in keeping with the rest of education. As far as the girls were concerned, Lykourgos, according to Plutarch, ' took all possible care. He made the girls exercise their bodies in running, wrestling and throwing the discus and javelin, so that their children, taking root in the first place in strong bodies, would grow the better, and they themselves would be strong for childbirth, and deal well and easily with the pains of labour' . In athletic activities and in processions the girls, like the boys were nearly naked.
Adult Life
At the age of twenty came the most critical time in s Spartan man's life. He now tried to get election to one of the dining clubs, rather like an army 'mess' , to which the men belonged. There were about fifteen members of each syssition of this kind. In the ballot each member of the mess dropped a pellet of bread into an urn, and if a single man squeezed his pellet flat, the candidate was rejected. To fail to win election to any mess at all meant becoming a social outcast. Members of the mess ate all their meals communally, and each man had to provide monthly a fixed quota of barley, wine, cheese and figs. The diet was plain, including usually a type of broth or porridge, which was well-known outside Sparta for its nastiness. It was apparently dark gray in color. The syssition was a military section, and the Spartan was now no less at the beck and call of the state than he had been as a boy. '
Their training continued right into manhood, for nobody was free to live as he wished, but the city was like a military camp, and they had a set way of life and routine in the public service.They were fully convinced that they were the property not of themselves but of the state. If they had no other duty assigned to them, they used to watch the boys, either teaching them something useful, or learning themselves from seniors. For indeed one of the fine and enviable things which Lykourgos achieved for his citizens was a great deal or leisure. He forbade them to practice any manual trade at all.There was no need for the troublesome business and efforts of making money, since wealth had become completely without envy and prestige.The helots worked their land for them, supplying the fixed amount of produce.'
One reason why wealth was less desirable lay in the fact that Sparta's authorities refused to adopt the system of making silver into coins in the manner of other Greek cities. Instead she continued to use unwieldy iron bars for money. The historian Xenophon commented that ' a thousand drachmas' worth would fill a wagon'.Spartans were also forbidden to travel abroad , except on state instructions, and foreigners were not admitted to Sparta without supplying a very good reason for doing so . This was to prevent the citizens from being corrupted by foreign ideas and morality.
The constitution
The constitution was organized so that individual power was closely checked and change by peaceful means very difficult. The fact that there were two kings meant that, as in the case of the two Roman consuls, one could prevent the other from becoming too powerful on his own account. The original powers of the kings were greatly restricted, and they became principally generals. When the army fought outside Sparta, however, one king only was allowed to go as its commander, as the possibility of a disagreement or the loss of both kings was too great a risk.At home they had some powers but were, in fact, less important than the ephoroi or 'overseers' , five magistrates elected annually from the people. Each month the kings and ephoroi exchanged oaths,the kings swearing that they would govern according to the laws, and the ephoroi that, as long as the kings obeyed the laws, they would see to it that the kingship was unharmed.
The ephoroi kept a close watch on the kings: two went along on any foreign campaign, and they had the power to call the kings before them to explain their conduct. They could even fine or arrest them. The ephoroi were generally responsible for the discipline of the state, acting as judges, dealing with foreign ambassadors, presiding over meetings of the council and the assembly. It was they who annually declared war on the helots, and on beginning their years of office they issued a decree that all citizens should 'shave their top lips and obey the laws'.
The counsel (gerousia) was another strong influence in the city. Consisting of twenty-eight men over the age of sixty, elected for life from certain ancient families. Finally there there was the assembly, the members of which were the people, or at least adult males. Although the assembly had the right to approve or reject proposals put before it, there was an important law to the effect that 'if people make a crooked decision, the kings and elders have the power to withdraw the matter.
The Spartan achievement
Many of Sparta's ways seem curious to us, but the fact remains that the system was on the whole remarkably effective. Internally , Sparta was free from unrest except on isolated occasions, such as the revolt by the Messenian helots in 465 B.C., when they took advantage of the chaos caused by a great earthquake.Externally, by virtue of her military strength and sound diplomacy, she was able to build up for a long time an importance in the Hellenic world rivaled only by Athens.Sparta soon realized that to continue enslaving her neighbors, as she had done in the case of the Messenians, was a policy which could only create anxiety. So she turned to a policy of alliances with other cities in the Peloponnese, such as Corinth, Tegea, and Argos.In this way , Sparta was by the end of the sixth century B.C., the leader of the Peloponnese.
When it was necessary to fight, the effectiveness of the training was proved many times. The army was not beaten in a strength fight from the period of the Messenian Wars (800 B.C) until the battle of Leuktra in 371 B.C. Plutarch's account of their preparations, and conduct in, a battle makes it easy to see why they were such fearsome opponents:
' In times of battles the officers relaxed the harshest aspects of their discipline and did not stop the men from beautifying their hair and their armor and their clothing, glad to see them like horses prancing and neighing before races. For this reason they took care over their hair from the time when they were youths, especially seeing to it in times of trouble so that it appeared sleek and well-combed, remembering a saying of Lykourgos about the care of hair, that it makes the handsome better-looking and the ugly more frightening. They also had less rigorous exercises, and they allowed the young men a regime in other respects less restricted and supervised, so that for them alone war was a rest from the preparation for war... It was an impressive and frightening sight to see them advancing in time to the flute and leaving no space in the battle-line, with no nervousness in their minds, but calmly and cheerfully moving into the dangerous battle to the sound of music. For mean in this frame of mind are unlikely to suffer from fear or excessive excitement, but rather to be steady in their purpose and confident and brave as if their god were there with them. The king when he marched against the enemy always had with him someone who had been crowned victor in the Olympic Games. There is a story that one man was offered a great amount of money to lose at the Olympics , but refused it. When he had thrown his opponent after a great struggle, someone asked him, "Spartan, what good have you gained from your victory?" and he replied with a smile , "I shall fight by my king against the enemy."
It is easy to gain an impression of the Spartan as a totally dour and joyless people - all that is indicated by the word 'spartan' as it is used in English. There was however, another side. There is no evidence that the Spartans as whole ever became restless over their way of life although, of course, there are examples enough of Spartans who failed to live up to the ideal standards expected of them. For many the communal spirit and decimation to the state must have been very satisfying. It was also a feature of life in the messes that there was a great deal of banter, which was neither to be resented nor repeated outside the mess. Another Hellenic adjective for Spartan -lakonikos- has also passed into our language in the word 'laconic' , used of a dry wit which say much in a few words. This was the style which the Spartans encouraged and for which they were famous.
When a Spartan was asked why it was that Lykourgos had made so few laws he replied, 'Men of few words require few laws.' Another, in reply to someone who was praising the people of Elis for their fairness in the management of the Olympic Games, answered, 'Yes, they deserve a lot of praise if they can do justice on day in five years.' The retort of a Spartan to an Athenian who had said that the Spartans had no learning was, 'You are right. We alone all the Hellenes none of your bad qualities.'
It can be seen from such remarks that the Spartans were both intensely patriotic and sure of their superiority over others.They had chosen to remain a select minority dominating a majority of inferiors in the form of the helots and the perioikoi. The helots did all the everyday work, so that the Spartans could be free to become exceptional soldiers. Curiously, in order to preserve their privilege position, they adopted a system of living in which their individual freedom was very slight. Nevertheless, there were many people from other parts of Greece who greatly admired Sparta. Among these was the philosopher Plato, and when in the course of his philosophical inquiries he constructed an imaginary 'ideal state', it had many points of similarity to Sparta. Most of the admirers were people whose political views were in favor of aristocracy. Living very often in city-states which had reached democracy by a series of upheavals, they looked enviously at Sparta with its order and discipline. Sparta had avoided the total democracy of many other states by compromising at an early stage and adopting a constitution which had some of the the features of monarchy, some of aristocracy (the gerousia), some of democracy (the ephoroi and the assembly).
There is a story about a Spartan boy who, in order to conceal a fox which he had stolen, hid it beneath his cloak and allowed the fox to gnaw him rather than let the theft be revealed. He died of the wounds. If he had been discovered, the disgrace would not have been in the stealing, but in allowing it to be detected. The boy's action illustrates the main purpose of the Spartan educational system, which was to produce men capable of showing such bravery as soldiers. Military strength was felt to be essential to Sparta for the very survival.
Sparta was the ruling city of the area of Laconia in the southern Peloponnese. It lay in the valley of the river Eurotas. Of the people in the towns and villages which she controlled, some were free, known as perioikoi or neighbors, although they were inferior in status to the Spartans themselves. Others, because they were felt to be a greater threat, were kept in a state of slavery as publicly owned agricultural laborers. These were called helots. Furthermore, around the end of the eighth century B.C when other Greek states were obtaining the extra land which they needed by sending out colonies , Sparta took over the adjacent area of Messenia and made the Messenians helots as well. Not long afterwards the Messenians revolved, and it is clear the Spartans only just managed to retain their control.
At the battle of Plataia in 479 B.C, five thousand Spartiates as the genuine Spartans were called, fought against the Persians, according to the historian Herodotus.With them were five thousand perioikoi and 35,000 helots. The Spartiates were determined to remain a select group, not inter-marrying with the rest of the population, nor sharing privileges with them. With their subjects vastly outnumbering them, as the figures for Plataia indicate,it can be seen why Sparta felt it essential to have enough military strength to ensure internal security. Every year the Spartans made a formal declaration of war on the helots, so that it did not count as murder to kill any.
Sparta had deliberately chosen, during the seventh and sixth centuries B.C, to develop into a city-state very unlike others, because of the underlying fear of a helot uprising.
Previously Spartan life had not been greatly different from that elsewhere. Ruled over by two kings,the aristocratic society had been typical, importing luxury goods, emplying skilled craftsmen, enjoying art and poetry. The changes which took place were traditionally ascribed to Lykourgos.To some he was a man, to others a god. Plutarch, wrote a 'Life' of Lykourgos, valuable for its description of Spartan ways, a long time after the period in question. Even the Delphic oracle was puzzled, according to Herodutus, saying, ' I do not know where to speak of you as a man or a god, but rather, Lykourgos, I think you are a god'.
At all events the Spartans themselves attributed the institutions of their society to Lykourgos, although it is in fact unlikely that one person at one time can have been responsible for all of them.
Upbringing
Everything was now dedicated to making each Spartiati a superb and unquestioningly loyal soldier. The Process started at birth. Newly-born babies were inspected by a committee of elders, and, if considered too weak , they were left to die by exposure on the sloped of Mount Taygetos. Those who survived were carefully brought up as Plutarch describes:
'The women did not bathe the babies with water, but with wine, making it a sort of test of their strength. For they say that the epileptic and sickly ones lose control and go into convulsions, but the healthy ones are rather toughened like steel and strengthened in their physique. The nurses displayed care and skill: they did not use swaddling -bands, making the babies free in their limbs and bodies? they also made them sensible and not fussy about their food, not afraid of the dark or frightened of being left alone, not inclined to unpleasant awkwardness or whining. So even some foreigners acquired Spartan nurses for their children.
At the age of seven, a Spartan boy came directly under the control of the city, and remained so in effect until the time of his death. From this age boys were brought up in packs, which had a prefect system, and were under the general charge of a state director of education , the paidonomos. The military emphasis is explained by Plutarch:
'They learned reading and writing for basic needs, but all the rest of their education was to make them well-disciplined and steadfast in hardship and victorious in battle. For this reason, as boys grew older, the Spartans intensified their training, cutting their hair short and making them used to walking barefoot and for the most part playing named. When the boys reached the age of twelve, they no longer had tunics to wear, but got one cloak a year. Their bodies were tough and unused to baths and lotions. They only enjoyed such luxury only a few special days a year.They slept, in packs, on beds which they got together on their own, made from the tops of the rushes to be found by the river Eurotas. These they broke off with their bare hands, not using Knives.'
The smallest offences were punishable by whipping, and food was deliberately rationed, so that the boys were forced to steal to get more -'if they are caught theft are whipped severely, for stealing carelessly and unskillfully'. The packs of boys were matched against each other in violent games with a ball and in straightforward fights. As they approached the age or twenty and manhood, the training grew more and more severe and military. At the festival of the goddess Artemis Ortheia, the older boys had to take part in a contest in which they snatched as many cheeses as possible from the steps of the altar to the goddess. To do so it was necessary to run the gauntlet of guards, with whips, who were instructed to use them as hard as they could. Some youths died as a result. Another test was the Krypteia, or 'period of hiding', during which the boy had to live alone and under cover in the countryside.
The boys were taught music and poetry as well, but these were mostly military in tone and based on religious or patriotic themes, in keeping with the rest of education. As far as the girls were concerned, Lykourgos, according to Plutarch, ' took all possible care. He made the girls exercise their bodies in running, wrestling and throwing the discus and javelin, so that their children, taking root in the first place in strong bodies, would grow the better, and they themselves would be strong for childbirth, and deal well and easily with the pains of labour' . In athletic activities and in processions the girls, like the boys were nearly naked.
Adult Life
At the age of twenty came the most critical time in s Spartan man's life. He now tried to get election to one of the dining clubs, rather like an army 'mess' , to which the men belonged. There were about fifteen members of each syssition of this kind. In the ballot each member of the mess dropped a pellet of bread into an urn, and if a single man squeezed his pellet flat, the candidate was rejected. To fail to win election to any mess at all meant becoming a social outcast. Members of the mess ate all their meals communally, and each man had to provide monthly a fixed quota of barley, wine, cheese and figs. The diet was plain, including usually a type of broth or porridge, which was well-known outside Sparta for its nastiness. It was apparently dark gray in color. The syssition was a military section, and the Spartan was now no less at the beck and call of the state than he had been as a boy. '
Their training continued right into manhood, for nobody was free to live as he wished, but the city was like a military camp, and they had a set way of life and routine in the public service.They were fully convinced that they were the property not of themselves but of the state. If they had no other duty assigned to them, they used to watch the boys, either teaching them something useful, or learning themselves from seniors. For indeed one of the fine and enviable things which Lykourgos achieved for his citizens was a great deal or leisure. He forbade them to practice any manual trade at all.There was no need for the troublesome business and efforts of making money, since wealth had become completely without envy and prestige.The helots worked their land for them, supplying the fixed amount of produce.'
One reason why wealth was less desirable lay in the fact that Sparta's authorities refused to adopt the system of making silver into coins in the manner of other Greek cities. Instead she continued to use unwieldy iron bars for money. The historian Xenophon commented that ' a thousand drachmas' worth would fill a wagon'.Spartans were also forbidden to travel abroad , except on state instructions, and foreigners were not admitted to Sparta without supplying a very good reason for doing so . This was to prevent the citizens from being corrupted by foreign ideas and morality.
The constitution
The constitution was organized so that individual power was closely checked and change by peaceful means very difficult. The fact that there were two kings meant that, as in the case of the two Roman consuls, one could prevent the other from becoming too powerful on his own account. The original powers of the kings were greatly restricted, and they became principally generals. When the army fought outside Sparta, however, one king only was allowed to go as its commander, as the possibility of a disagreement or the loss of both kings was too great a risk.At home they had some powers but were, in fact, less important than the ephoroi or 'overseers' , five magistrates elected annually from the people. Each month the kings and ephoroi exchanged oaths,the kings swearing that they would govern according to the laws, and the ephoroi that, as long as the kings obeyed the laws, they would see to it that the kingship was unharmed.
The ephoroi kept a close watch on the kings: two went along on any foreign campaign, and they had the power to call the kings before them to explain their conduct. They could even fine or arrest them. The ephoroi were generally responsible for the discipline of the state, acting as judges, dealing with foreign ambassadors, presiding over meetings of the council and the assembly. It was they who annually declared war on the helots, and on beginning their years of office they issued a decree that all citizens should 'shave their top lips and obey the laws'.
The counsel (gerousia) was another strong influence in the city. Consisting of twenty-eight men over the age of sixty, elected for life from certain ancient families. Finally there there was the assembly, the members of which were the people, or at least adult males. Although the assembly had the right to approve or reject proposals put before it, there was an important law to the effect that 'if people make a crooked decision, the kings and elders have the power to withdraw the matter.
The Spartan achievement
Many of Sparta's ways seem curious to us, but the fact remains that the system was on the whole remarkably effective. Internally , Sparta was free from unrest except on isolated occasions, such as the revolt by the Messenian helots in 465 B.C., when they took advantage of the chaos caused by a great earthquake.Externally, by virtue of her military strength and sound diplomacy, she was able to build up for a long time an importance in the Hellenic world rivaled only by Athens.Sparta soon realized that to continue enslaving her neighbors, as she had done in the case of the Messenians, was a policy which could only create anxiety. So she turned to a policy of alliances with other cities in the Peloponnese, such as Corinth, Tegea, and Argos.In this way , Sparta was by the end of the sixth century B.C., the leader of the Peloponnese.
When it was necessary to fight, the effectiveness of the training was proved many times. The army was not beaten in a strength fight from the period of the Messenian Wars (800 B.C) until the battle of Leuktra in 371 B.C. Plutarch's account of their preparations, and conduct in, a battle makes it easy to see why they were such fearsome opponents:
' In times of battles the officers relaxed the harshest aspects of their discipline and did not stop the men from beautifying their hair and their armor and their clothing, glad to see them like horses prancing and neighing before races. For this reason they took care over their hair from the time when they were youths, especially seeing to it in times of trouble so that it appeared sleek and well-combed, remembering a saying of Lykourgos about the care of hair, that it makes the handsome better-looking and the ugly more frightening. They also had less rigorous exercises, and they allowed the young men a regime in other respects less restricted and supervised, so that for them alone war was a rest from the preparation for war... It was an impressive and frightening sight to see them advancing in time to the flute and leaving no space in the battle-line, with no nervousness in their minds, but calmly and cheerfully moving into the dangerous battle to the sound of music. For mean in this frame of mind are unlikely to suffer from fear or excessive excitement, but rather to be steady in their purpose and confident and brave as if their god were there with them. The king when he marched against the enemy always had with him someone who had been crowned victor in the Olympic Games. There is a story that one man was offered a great amount of money to lose at the Olympics , but refused it. When he had thrown his opponent after a great struggle, someone asked him, "Spartan, what good have you gained from your victory?" and he replied with a smile , "I shall fight by my king against the enemy."
It is easy to gain an impression of the Spartan as a totally dour and joyless people - all that is indicated by the word 'spartan' as it is used in English. There was however, another side. There is no evidence that the Spartans as whole ever became restless over their way of life although, of course, there are examples enough of Spartans who failed to live up to the ideal standards expected of them. For many the communal spirit and decimation to the state must have been very satisfying. It was also a feature of life in the messes that there was a great deal of banter, which was neither to be resented nor repeated outside the mess. Another Hellenic adjective for Spartan -lakonikos- has also passed into our language in the word 'laconic' , used of a dry wit which say much in a few words. This was the style which the Spartans encouraged and for which they were famous.
When a Spartan was asked why it was that Lykourgos had made so few laws he replied, 'Men of few words require few laws.' Another, in reply to someone who was praising the people of Elis for their fairness in the management of the Olympic Games, answered, 'Yes, they deserve a lot of praise if they can do justice on day in five years.' The retort of a Spartan to an Athenian who had said that the Spartans had no learning was, 'You are right. We alone all the Hellenes none of your bad qualities.'
It can be seen from such remarks that the Spartans were both intensely patriotic and sure of their superiority over others.They had chosen to remain a select minority dominating a majority of inferiors in the form of the helots and the perioikoi. The helots did all the everyday work, so that the Spartans could be free to become exceptional soldiers. Curiously, in order to preserve their privilege position, they adopted a system of living in which their individual freedom was very slight. Nevertheless, there were many people from other parts of Greece who greatly admired Sparta. Among these was the philosopher Plato, and when in the course of his philosophical inquiries he constructed an imaginary 'ideal state', it had many points of similarity to Sparta. Most of the admirers were people whose political views were in favor of aristocracy. Living very often in city-states which had reached democracy by a series of upheavals, they looked enviously at Sparta with its order and discipline. Sparta had avoided the total democracy of many other states by compromising at an early stage and adopting a constitution which had some of the the features of monarchy, some of aristocracy (the gerousia), some of democracy (the ephoroi and the assembly).
This text is cited Apr 2003 from the Laconian Professionals URL below.
ΦΟΙΝΙΚΙ (Χωριό) ΑΣΩΠΟΣ
Κατά τον Κούρτιον (ιστορία της αρχαίας Ελλάδος σελ. 214) η ονομασία προήλθε από τους Φοίνικες «περί Μαλέαν φαίνεται επιπολάσαντες οι Φοίνικες. Ετι Δε και νυν καλείται Φοινίκη το μνημονευθέν χωρίον». Επομένως είναι αρχαιοτάτη. Ο οικισμός θα ιδρύθηκε τότε, που η θάλασσα έφθανε μέχρι εκεί ή και λίγο ψηλότερα πριν η έκταση με τις προσχώσεις μεταβληθεί σε πεδιάδα. Οι Φοίνικες (το 850 πχ περίπου) είχαν ιδρύσει εμπορικό σταθμό για την μονοπωλιακή εκμετάλλευση των εξαιρετικής ποιότητας κοχυλιών πορφύρας, που όπως αναφέρει ο Παυσανίας, υπήρχαν μόνο στα παράλια της Λακωνικής.
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους οι κάτοικοι προτίμησαν την θέση στη σημερινή Κρισά, όπου υπάρχουν ερείπια κτιρίων και διασώζεται η βυζαντινού ρυθμού εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με αξιόλογη ομώνυμη εικόνα. Επί Τουρκικής κατοχής οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν ψηλότερα στη σημερινή τοποθεσία. Υπήρξε πυκνή εγκατάσταση Τούρκων, που τους προσείλκυσαν τα άφθονα νερά, οι οποίοι φέρθηκαν στους ντόπιους χριστιανούς με καλό τρόπο. Κατά την ελληνική επανάσταση οι κάτοικοι έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, όπως στην πολιορκία της Μονεμβασιάς, και προσέφεραν πολλές υπηρεσίες
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους οι κάτοικοι προτίμησαν την θέση στη σημερινή Κρισά, όπου υπάρχουν ερείπια κτιρίων και διασώζεται η βυζαντινού ρυθμού εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με αξιόλογη ομώνυμη εικόνα. Επί Τουρκικής κατοχής οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν ψηλότερα στη σημερινή τοποθεσία. Υπήρξε πυκνή εγκατάσταση Τούρκων, που τους προσείλκυσαν τα άφθονα νερά, οι οποίοι φέρθηκαν στους ντόπιους χριστιανούς με καλό τρόπο. Κατά την ελληνική επανάσταση οι κάτοικοι έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, όπως στην πολιορκία της Μονεμβασιάς, και προσέφεραν πολλές υπηρεσίες
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.