CARL ROTTMANN (1797-1850): ΝΑΞΟΣ, 1845
Σ' όλες τις αρχαιολογικές και ερευνητικές αποστολές (αγγλικές, γαλλικές ή γερμανικές) που πραγματοποιήθηκαν στον ελληνικό χώρο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, τους αρχαιολόγους και τους μελετητές συνόδευαν, τις περισσότερες φορές, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές και ζωγράφοι, οι οποίοι αναλάμβαναν να καταγράφουν και να αποτυπώσουν τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, ενώ πολύ συχνά επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους και στην απεικόνιση του ελληνικού τοπίου. Το 1810 έφτασε στην Ελλάδα, ως μέλος μιας αρχαιολογικής αποστολής, ο βαρώνος Otto Magnus von Stackelberg (1787-1837), ο οποίος σε μια σειρά σχεδίων του απεικόνισε, με πιστότητα και ακρίβεια, αρχαία μνημεία, απόψεις πόλεων και τοπία. Μέσα από μια συνολική θεώρηση, το ελληνικό τοπίο αποτέλεσε για τον Stackelberg ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και ίσως είναι ο πρώτος που το απέδωσε σε τέτοια έκταση και με τόση μεγάλη ευρύτητα, επιλέγοντας εκείνα τα τοπία που συνδύαζαν το καλλιτεχνικό με το γεωγραφικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Η επαφή του με τα μνημεία και το φυσικό χώρο τον οδηγεί κάποιες φορές σε μια σχεδόν «μεταφυσική», λατρευτική αντίδραση, ένα είδος θρησκευτικής κατάνυξης. Η πολλαπλότητα και οι συνεχείς εναλλαγές του τοπίου της Ελλάδας φορτίζονται από την ιστορικότητα του χώρου, το όραμα του αρχαίου κόσμου, το αίσθημα μιας ιδανικής και αξεπέραστης ομορφιάς. Στην ίδια αποστολή συμμετείχε ο τοπιογράφος Jacob Linckh και ο αρχιτέκτονας Haller von Halleratein (1774-1817), η δραστηριότητα του οποίου επικεντρώθηκε κυρίως στην αποτύπωση μνημείων, αρχιτεκτονικών μοτίβων και απόψεων πόλεων (π.χ. αυτήν της Αθήνας).
ΛΕΟ ΦΟΝ ΚΛΕΝΤΣΕ (1784–1864): RECONSTRUCTION OF THE ACROPOLIS AND AREOPAGUS IN ATHENS, 1846. ΛΑΔΙ ΣΕ ΜΟΥΣΑΜΑ, 102,8 CM X 147,7 CM. (PINAKOTHEK.DE)
Το ελληνικό τοπίο θα αποτελέσει επίσης θέμα δύο κατ’ εξοχήν στρατιωτικών ζωγράφων, του Carl Wilhelm von Heideck (1788-1861) και του Karl Krazeisen (1794-1878), οι οποίοι συμμετείχαν, ο πρώτος ως αρχηγός και ο δεύτερος ως μέλος, στο εκστρατευτικό σώμα που στάλθηκε στην Ελλάδα από τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α' το 1826, για να ενισχύσει τους εξεγερμένους Έλληνες. Και οι δύο θα αποδώσουν το τοπίο είτε αυτόνομα είτε ως πλαίσιο των ιστορικών και ηθογραφικών σκηνών, των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων που ζωγραφίζουν.
ΡΟΤΜΑΝ
Ο ζωγράφος Carl Rottmann (1797-1850) έφτασε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1834, με σκοπό να συγκεντρώσει υλικό για μια μεγάλη εργασία που του είχε ανατεθεί από τον Λουδοβίκο Α' και αφορούσε στη δημιουργία 38 πινάκων με θέμα τοπία και πόλεις της Ελλάδας, δουλεμένες με την αρχαία μέθοδο της εγκαυστικής. Ήδη, στην περίοδο 1830-33 ο ζωγράφος είχε ολοκληρώσει μια σειρά 28 έργων με ιταλικά τοπία, που κοσμούσαν τη δυτική στοά του Βασιλικού Κήπου του Μονάχου (τα ελληνικά τοπία προορίζονταν για την αντίστοιχη βόρεια στοά). Ο Rottmann για έναν περίπου χρόνο περιηγήθηκε στην Αττική, την Πελοπόννησο, τη Βοιωτία, την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου, χωρίς όμως να κατορθώσει να επισκεφτεί όλους τους τόπους που επιθυμούσε και είχε προγραμματίσει. Η επιλογή κάποιων συγκεκριμένων τοπίων, σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυστηρά προκαθορισμένη, αν και πρωταρχικό κριτήριο αποτέλεσε το στοιχείο της ιστορικότητας. Ένα πλήθος σχεδίων ήταν το αποτέλεσμα αυτών των «αποστολών» του στον ελληνικό χώρο. Με την επιστροφή του στο Μόναχο ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τον ελληνικό κύκλο μέχρι τον θάνατό του, ζωγραφίζοντας ένα μεγάλο αριθμό τοπογραφιών, οι περισσότερες των οποίων σχετίζονται με την αρχαιότητα. Η επίσημη αρχικά παραγγελία σταδιακά μειώθηκε σε 23 πίνακες, ενώ τελικά ο τόπος παρουσίασής τους αποφασίστηκε να είναι μια ξεχωριστή αίθουσα της Νέας Πινακοθήκης του Μονάχου. Ο Λουδοβίκος παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη της εργασίας, εκφράζοντας τον ενθουσιασμό του και χαρακτηρίζοντας τον Rottmann ως τον «ζωγράφο της Ελλάδας». Η Αθήνα, οι Μυκήνες, η Kόρινθος, η Σπάρτη με τον Ταΰγετο, η Ολυμπία, η Σικυώνα με τον Παρνασσό, η Δήλος, η Eπίδαυρος, η Αίγινα, η Νάξος, ο Πόρος, η Τίρυνθα, η Θήβα, η Κωπαΐδα, η Χαλκίδα, η Αυλίδα και ο Μαραθώνας είναι μερικά από τα τοπία που ζωγράφισε ο Rottmann, για τον οποίο η Ελλάδα αποτελούσε ένα «μαγευτικό» χώρο με μοναδικό φως, πλούσιο σε φυσικές εναλλαγέ5. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Ludwig Lange (1808-1868), που τον συνόδευε στο ταξίδι του, ο Rottmann εκτιμούσε ότι το ελληνικό τοπίο, όπως παρουσιαζόταν μπροστά στα μάτια του, είχε παραμείνει αναλλοίωτο στο πέρασμα των αιώνων, ήταν ακριβώς το ίδιο τοπίο που αντίκριζαν οι αρχαίοι, το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο κλασικός πολιτισμός, η πνευματική ζωή, οι τέχνες και οι επιστήμες. Η επαφή του μ’ αυτόν το «μυθικό» χώρο έκανε τη γνωριμία του με την ιστορία αμεσότερη.
Ο FERDINAND VON STADEMANN ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ 1832 ΩΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑΣ. ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΔΕΚΑ ΣΧΕΔΙΩΝ ΠΟΥ ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΣΕ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ 1841 ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΟ ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, ΛΙΘΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΤΗΝ ΠΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (ΑΘΗΝΑ,, ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΑΝΩΛΗ ΜΑΥΡΑΚΗ).
Τις ήρεμες και ειδυλλιακές απεικονίσεις του φυσικού χώρου διαδέχονται άλλες όπου κυριαρχεί το ηρωικό στοιχείο ή η δραματική ένταση. Χρωματικές αντανακλάσεις και λάμψεις αντιπαραθέσεις φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών, συμβάλλουν καθοριστικά στην εντύπωση μιας αρχέγονης αίσθησης, στην εικόνα ενός μακρινού και απροσδιόριστου χώρου, στην επιβολή μιας αντιρεαλιστικής, απόκοσμης και υποβλητικής ατμόσφαιρα5. Τα τοπία του Rottmann, τα οποία αντιμετωπίζει ως «ζωντανά» μνημεία της Ιστορίας, εκτείνονται στο βάθος σε μακρινού5 ορίζοντες ή σε απόκρημνες κορυφές βουνών, φωτίζονται από τις πυρακτωμένες αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος ή τα θαμπά χρώματα του πρωινού. Τα μνημεία της αρχαιότητας αποτυπώνονται σε εξαιρετικά μικρή κλίμακα, ενώ στο πρώτο επίπεδο των συνθέσεών του συχνά ζωγραφίζει ρεαλιστικά - ηθογραφικά θέματα, υπόμνηση της σύγχρονης Ελλάδας γέφυρα ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Μνημειακότητα, συνθετική ακρίβεια και χρωματική δύναμη, συμβολική διάθεση, ρομαντικό πνεύμα και ιδεαλιστικός χαρακτήρας, είναι στοιχεία που διατρέχουν το σύνολο των τοπιογραφιών του Rottmann. Στις ελαιογραφίες και τις υδατογραφίες του μετασχηματίζει το ελληνικό τοπίο, το περιγράφει μέσα από ένα διαχρονικό πρίσμα, προσδίδοντας ταυτόχρονα σ’ αυτό αρχετυπικές διαστάσεις.
ΛΑΝΓΚΕ
O Lange με τη σειρά του φιλοτέχνησε ένα μεγάλο αριθμό σχεδίων (μολύβι και ακουαρέλα), με θέμα τοπία, απόψεις πόλεων και χωριών, αποτέλεσμα της πεντάχρονης περίπου παραμονής του στην Ελλάδα και των περιηγήσεών του σ’ αυτήν (Αθήνα, Κόρινθος, Μυκήνες, Ναύπλιο, Κέρκυρα, Χαιρώνεια, Πάτρα, Σπάρτη, Θήβα, Τήνος κ.ά.). Στα σχέδιά του ο ιστορικός χαρακτήρας περιορίζεται, σχεδόν ελαχιστοποιείται, και το τοπίο αποτυπώνεται με φυσιοκρατική αντίληψη, χωρίς καμία πρόθεση εξιδανίκευσης συμβολικών αναφορών και ηρωικών αναγωγών. Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι, όταν εμφανίζονται, είναι αρμονικά ενταγμένα στο φυσικό χώρο, αποτελούν συνέχεια και αναπόσπαστο τμήμα του, ενώ πολύ συχνά παρεμβάλλει, ως παραπληρωματικά μοτίβα, εικόνες από την καθημερινή ζωή και τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Η ισορροπημένη σύνθεση, η φωτεινότητα και η διαύγεια της ατμόσφαιρας η πλαστική λειτουργία του χρώματος -που απλώνεται συνήθως ενιαίο, χωρίς τονικές διαβαθμίσεις πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια- και η σχεδιαστική αμεσότητα, συντείνουν σε ιδιαίτερα εκφραστικά αποτελέσματα. Ο ελληνικός χώρος περιγράφεται από τον Lange, με τοπογραφική και γεωγραφική πιστότητα, στη σύγχρονή του διάσταση, όπως ήταν δηλ. την πρώτη, μετά την Επανάσταση, δεκαετία. Με εντολή του Λουδοβίκου Α' επισκέφτηκε την Ελλάδα και ο γνωστός αρχιτέκτονας Leo von Klenze (1784-1860), με βασική υποχρέωση να εκπονήσει το πολεοδομικό σχέδιο της νέας πόλης των Αθηνών. Κατά το διάστημα της παραμονής του και αυτός, όπως και οι υπόλοιποι, περιηγήθηκε τη χώρα, επισκέφτηκε γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικές περιοχές (Μυκήνες, Τίρυνθα, Κόρινθος κ.ά.), και η ζωγραφική του παραγωγή επικεντρώθηκε στην απεικόνιση πόλεων (δημιούργησε μάλιστα κάποιες «ιδανικές» φανταστικές απόψεις, αυτήν π.χ. της Αθήνας, όπως ήταν κατά την αρχαιότητα), μνημείων και τοπίων. Οι συνθέσεις του διακρίνονται για τη λεπτομερειακή, αυστηρή σχεδίαση, τα φωτεινά χρώματα, την κυριαρχία των αρχιτεκτονικών μοτίβων και την προβολή του ιστορικού στοιχείου.
ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Με την άνοδο του Όθωνα στον θρόνο της Ελλάδας, η παραγωγή έργων με απεικονίσεις ελληνικών τοπίων από Γερμανούς ζωγράφους γίνεται συχνότερη. Αρκετοί απ’ αυτούς μάλιστα επισκέπτονται την Ελλάδα και τα περισσότερα από τα έργα τους διαπνέονται από πνεύμα αρχαιολατρίας, συνδυάζουν την αρχαιότητα με εικόνες από τη σύγχρονη ελληνική καθημερινότητα. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στο Πανόραμα των Αθηνών, λιθογραφημένο λεύκωμα που εκδόθηκε στο Μόναχο το 1841 σε σχέδια του Ferdinand Stademann (1791-1876), ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα το 1832 ως γραμματέας της Αντιβασιλείας. Διάφορα Πανοράματα της πόλης είχαν ήδη κυκλοφορήσει από τις αρχές του 19ου αιώνα, κυρίως στο Παρίσι και το Λονδίνο, το Πανόραμα όμως του Stademann αποτελούσε ίσως την πιο ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη εικόνα της Αθήνας. Ενέχει την αξία ενός σημαντικού ντοκουμέντου - μαρτυρίας (για την όψη της πόλης τη δεκαετία του 1830), χωρίς όμως να παραβλέπεται και η καλλιτεχνική του ποιότητα (ακριβής σχεδίαση, χρωματική καθαρότητα, πλαστικότητα, έμφαση στις λεπτομέρειες). Η Αθήνα αποτυπώνεται από τον Λόφο των Νυμφών, με την Ακρόπολη, τα κλασικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία, τα σπίτια, το παλάτι του Όθωνα τα πρώτα δημόσια κτίρια, αλλά και το γύρω απ’ αυτήν φυσικό περιβάλλον. Φυσικά η κυκλοφορία του συγκεκριμένου λευκώματος εξυπηρετούσε πρωτίστως έναν πολιτικό - προπαγανδιστικό στόχο: την προβολή της βασιλείας του νεαρού Όθωνα και της πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.