Ο μύθος
Ο πρώτος βασιλιάς του Άργους ήταν ο Ίναχος, γιος του Ωκεανού και της Τέθητος, που έδωσε το όνομα του, στον ποταμό Ίναχο ο οποίος περνούσε μπροστά από τα τείχη της πόλεως. Η βασιλεία του χρονολογείται το 1986 π.Χ.
Ο πρώτος βασιλιάς του Άργους ήταν ο Ίναχος, γιος του Ωκεανού και της Τέθητος, που έδωσε το όνομα του, στον ποταμό Ίναχο ο οποίος περνούσε μπροστά από τα τείχη της πόλεως. Η βασιλεία του χρονολογείται το 1986 π.Χ.
Σύμφωνα με τον μύθο, μετά τις πλημμύρες του Δευκαλίωνος, ο Ίναχος οδήγησε αυτούς που επέζησαν, από τα βουνά στις πεδιάδες. Όταν η Ήρα και ο Ποσειδών διαμάχησαν για την κυριαρχία του τόπου, ο Ίναχος έλαβε το μέρος της Ήρας και γι' αυτό ο Ποσειδώνας τον τιμώρησε, στερεύοντας όλους τους ποταμούς του Άργους. Από το όνομα του, οι Αργείοι ονομάζονταν επίσης Ιναχίδες.
Οι γιοι του ήταν ο Φορωνεύς και ο Αιγίαλος. Ο Φορωνεύς, υπήρξε ο Προμηθεύς των Αργείων, ο ήρωας που τους έδωσε την φωτιά και τις κοινωνικές αξίες. Ο τάφος του στο Άργος, καθώς και ολόκληρη η περιοχή, ονομάζονταν Φορωνικό άστυ. Ο Φορωνεύς έκανε δύο παιδιά με την νύμφη Τελεδίκη, τον Άπη και την Νιόβη.
Το πρώτο όνομα της Πελοποννήσου ήταν Απία, και το πήρε από τον Άπη, ο οποίος υπήρξε ένας σκληρός βασιλιάς. Τον Άπη σκότωσαν ο Τελχίνος και Θελξίων και ο Άργος, γιος της αδελφής του Νιόβης, από τον Δία, τον διαδέχθηκε στον θρόνο.
Η γυναίκα του Ευάνδη, κόρη του Στρυμόνα, του έδωσε τέσσαρες γιους, τον Έκβασο,Πείρα, Επίδαυρο και Κριατό.
Ο γιος του Έκβασου, Αγήνωρ, τον διαδέχθηκε στον θρόνο και ο γιος του, Άργος Πανόπτης, σύμφωνα με τον μύθο, είχε εκατό μάτια σε όλο του το σώμα. Ο Άργος απελευθέρωσε την Πελοπόννησο από πολλά άγρια θηρία και τέρατα.
Ο Ίναχος, γενάρχης των Αργείων, είχε μία κόρη, την Ιώ. Από τις περιπλανήσεις της, οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές αντλούσαν τα θέματα τους. Η Ιώ ήταν η πρώτη ιέρεια της θεάς Ήρας, στο αρχαίο Ηραίον, το οποίον βρίσκονταν μεταξύ των Μυκηνών και της Τίρυνθας.
Ο Δίας ερωτεύθηκε την Ιώ παράφορα και όταν το έμαθε η Ήρα, την μεταμόρφωσε σε άσπρη αγελάδα. Αργότερα η Ήρα απαίτησε από τον Δία να της φέρει την αγελάδα, την οποία έδωσε στον Άργο Πανόπτη, τον πατέρα της, να την φυλάει.
Ο Ερμής όμως, με υπόδειξη του Δία, έπαιξε την λύρα του και με τους σκοπούς του έκλεισε όλα τα μάτια του Άργου Πανόπτη και τον σκότωσε. Η Ήρα τότε οδήγησε την αγελάδα μακριά, αφού της έστειλε την μύγα που την τσιμπούσε αδιάκοπα, αναγκάζοντας την να περιπλανείται σε ξένες χώρες. Η περιπλανώμενη Ιώ, (από την οποία πήρε το όνομα του και το Ιόνιο Πέλαγος), πήγε στη Ήπειρο και μετά στην Ιλλυρία και περνώντας από τα βουνά του Καυκάσου, έφθασε στην Θράκη και Βόσπορο. Μετά πέρασε στην Σκυθία, Χειμέρια και άλλες Ασιατικές χώρες και έφθασε στην Αίγυπτο, όπου επιτέλους ο Δίας την επανέφερε στην πραγματική της μορφή και έκανε ένα μαύρο παιδί μαζί της, τον Έπαφο.
Τον Ίασο διαδέχθηκε ο Κρότωπος και αυτόν ο Σθενέλας, ακολουθούμενος από τονΓελάνωρα. Κατά την βασιλεία του, ο Δαναός και οι πενήντα κόρες του ήλθαν στο Άργος από την Αίγυπτο, για να αποφύγουν τους γάμους με τους πενήντα γιους του αδελφού του,Αίγυπτου. Ο αδελφός του όμως, με τους πενήντα γιους, τους ακολούθησαν και τους υποχρέωσαν να κάνουν τους γάμους. Την νύχτα του γάμου, ο Δαναός έδωσε σε όλες τις κόρες του μαχαίρια και τους είπε να σκοτώσουν τους άντρες τους όταν θα κοιμηθούν, το οποίο και έκαναν όλες, εκτός της Υπερμνήστρας, η οποία τον αγαπούσε. Ο άνδρας της,Λυγκεύς, έγινε αργότερα βασιλιάς του Άργους.
Οι άλλες κόρες του Δαναού αφού εξαγνίσθηκαν από τους φόνους, παντρεύτηκαν τους νικητές των γυμνικών αγώνων. Από το όνομα του Δαναού προέρχεται η ονομασίαΔαναοί, με την οποία ονόμαζαν οι Έλληνες τους κατοίκους του Άργους, καθώς και ο Όμηρος. Ο Δαναός πρώτος εφεύρε τις γεωτρήσεις πηγαδιών, και με το νερό που ανέβασε από τις υπόγειες πηγές ύδρευσε την πεδιάδα της Αργολίδος.
Ο γιος του Λυγκέως, Άβας, έκανε δίδυμους γιους και χώρισε το βασίλειο του Άργους σε δύο μέρη, δίνοντας το Άργος στον Ακρίσιο και την Τίρυνθα στον Προίτο. Υπήρξε διαφωνία μεταξύ των για τον θρόνο και κατέληξαν σε μάχη, στην οποία κανείς δεν νίκησε και έτσι συμφιλιώθηκαν στο τέλος. Ο μύθος αναφέρει ότι όσοι έλαβαν μέρος στην μάχη ήταν οπλισμένοι με ασπίδες και ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκαν σε πόλεμο.
Πολλές είναι οι ιστορίες γύρω από τον Προίτο, του οποίου η γυναίκα, Άντεια (Στενοβεία), ερωτεύθηκε τον Βελλερεφόντη και οι τρεις όμορφες κόρες του, Λυσίππη, Ιφιανάσσα καιΙφινόη βασανισμένες από τρέλα και λέπρα, περιπλανιόνταν σε όλη την Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, η αιτία για τις αρρώστιες τους ήταν η άρνηση τους να λάβουν μέρος στις Βακχικές τελετουργίες, ενώ κατά τους Αργείους Ακουσίλαο και Φερεκύδη, επειδή κορόιδευαν τα ξύλινα αγάλματα και άλλα ιερά σκεύη της θεάς Ήρας ή γιατί έκλεψαν χρυσό από το άγαλμα της.
Ο Προίτος για να θεραπεύσει τις κόρες του, ζήτησε την βοήθεια του προφήτη Μέλαμπουαπό την Πύλο, ο οποίος του ζήτησε σαν αντάλλαγμα το ένα τρίτο του βασιλείου του. Ο Προίτος δεν δέχθηκε, αλλά όταν τρέλα κυρίευσε πολλές άλλες Αργείες γυναίκες, ζήτησε ξανά την βοήθεια του, αλλά την φορά αυτή ο Μέλαμπος απαίτησε ένα τρίτο επιπλέον, για τον αδελφό του, Βία. Αυτή την φορά ο Προίτος δέχθηκε και ο Μέλαμπος με θυσίες και προσευχές εξευμενίζοντας την οργή της Ήρας και επικεφαλής μιας ομάδας νέων, μετά από ένα εκστατικό χορό και αλαλαγμούς, σύμφωνα με τα Βακχικά έθιμα του Διόνυσου, οδήγησε τις γυναίκες κάτω, από τα βουνά στην πόλη της Σικυώνος, και αφού τις εξάγνισε στην ιερά πηγή, θεραπεύθηκαν.
Οι κόρες του Προίτου όμως δεν ήταν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες και ο Μέλαμπος επέστρεψε στα βουνά και τις βρήκε στο Λουσσοί της Αρκαδίας. Μέσα στο Σπήλαιο των Λιμνών, το οποίο κοιτούσε τον ποταμό Στύγκα, οι δύο κόρες του Προίτου, η Λυσίππη και η Ιφιανάσσα θεραπεύτηκαν, (η τρίτη, η Ιφινόη, είχε πεθάνει στον δρόμο). Ο Μέλαμπος παντρεύτηκε την Λυσίππη και ο αδελφός του Βίας την Ιφιάνασσα, και έζησαν ως βασιλείς, ο καθένας στο μερίδιο του, από το βασίλειο του Άργους.
Η κόρη του Ακρίσιου, Δανάη, είχε φυλακισθεί από τον πατέρα της σε μία υπόγειο κατακόμβη, κλειδωμένη με βαριά μπρούτζινη πόρτα, γιατί του είχε δοθεί ο χρησμός, ότι θα πεθάνει από το χέρι του παιδιού της. Ο Δίας, μπαίνοντας στην φυλακή της, με την μορφή χρυσής βροχής από τον φεγγίτη, έκανε ένα γιο μαζί της, τον Περσέα.
Όταν ο Ακρίσιος το έμαθε, δεν την πίστεψε και έβαλε την μητέρα και το παιδί μέσα σε μια κιβωτό και τους έριξε στην θάλασσα. Στο νησί της Σέριφου, ο αδελφός του βασιλιά Πολυδέκτη, βρήκε την κιβωτό και τους έσωσε.
Μετά από πολλά κατορθώματα, ο Περσέας γύρισε στο Άργος και χωρίς καμία προμελέτη, από ατύχημα, σκότωσε τον παππού του στην Θεσσαλία, όπου είχε αποσυρθεί, για να αποφύγει τον εγγονό του.
Άδραστος
(Αρχές 13ου αιώνος π.Χ.)
Φημισμένος βασιλιάς της Σικυώνος και του Άργους. Ήταν εγγονός του Βία και γιος τουΤαλαού και της Λυσιμάχης. Μετά από διαμάχη των τριών οικογενειών του Μέλαμπου, Βία και Προίτου, που κυβερνούσαν το Άργος, πήγε στην Σικυώνα στον παππού του, από το γένος της μητέρας του, βασιλιά Πόλυβο, από τον οποίο και κληρονόμησε το βασίλειο του. Αργότερα αφού συμφιλιώθηκε με τον εχθρό του Αμφιάραο (ο οποίος είχε σκοτώσει τον πατέρα του) δίνοντας του την αδελφή του Εριφύλη για γυναίκα του, επέστρεψε στο Άργος και κυβέρνησε την πόλη.
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την διάρκεια μιας θυελλώδους νύχτας, άκουσε δυνατές φωνές και βγαίνοντας έξω στην αυλή του σπιτιού του, είδε δύο άνδρες να διαπληκτίζονται, ο ένας έχοντας ως έμβλημα στην ασπίδα του ένα λιοντάρι και ο άλλος ένα αγριογούρουνο. Αμέσως θυμήθηκε τον παράξενο χρησμό που του είχε δοθεί, ότι θα παντρέψει τις κόρες του με λιοντάρι και αγριογούρουνο.
Οι δύο άνδρες ήταν ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδος βασιλιά των Θηβών, και ο Τυδέας, γιος του Αινεία της Καλυδώνος.
Ο Άδραστος χώρισε τους δύο άνδρες και αφού τους συμφιλίωσε, τους πάντρεψε με τις κόρες του Αργεία και Δείπυλη. Αργότερα, για να βοηθήσει τον Πολυνείκη να επανέλθει στον πατρικό του θρόνο, έκανε εκστρατεία εναντίον των Θηβών.
Έτσι άρχισε ο φημισμένος και οδυνηρός πόλεμος "οι Επτά εναντίον των Θηβών", από τον οποίον μόνο ο Άδραστος επέζησε και διέφυγε τον θάνατο, με την βοήθεια του αγαπημένου του αλόγου, Αρίωνα.
Μετά από χρόνια, όταν πλέον μεγάλωσαν οι γιοι των σκοτωμένων συντρόφων του, ξεκίνησε καινούργια εκστρατεία εναντίον των Θηβών, και με την βοήθεια του γιου τουΑιγιαλέα και των Επιγόνων, κατέλαβε και κατέστρεψε την πόλη. Έχασε όμως τον αγαπημένο γιο του στην μάχη και πέθανε από μαρασμό και θλίψη στον δρόμο της επιστροφής.
Αργότερα οι Σικυώνιοι και οι Αργείοι τον λάτρεψαν σαν ήρωα με μεγάλες τιμές, ειδικά στην Σικυώνα όπου έκτισαν το Ηρώο του στην Αγορά, το οποίο ο Ηρόδοτος είδε, και εξυμνούσαν τους ηρωισμούς του, αλλά και τα παθήματα του με λυρικές τραγωδίες.(Ηροδότου Ιστορία)
Ο εγγονός του Άδραστου, Διομήδης, γιος του Τυδέως και της Δείπυλης, βασιλιάς του Άργους, οδήγησε 80 πλοία εναντίον της Τροίας, συνοδευόμενος από τους πιστούς του φίλους, τον Σθέναλο και τον Ευρύαλο. Τα ηρωικά του κατορθώματα στην Τροία ήταν πολλά. Δίπλα στον Αχιλλέα, ο Διομήδης υπήρξε ο πιο γενναίος ήρωας του Ελληνικού στρατεύματος. Επιστρέφοντας από την Τροία στο Άργος, έφυγε από το σπίτι του και εγκαταστάθηκε για πολλά χρόνια στην Ιταλία. Τον λάτρευαν σαν μεγάλο ήρωα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στα Ιταλικά παράλια της Αδριατικής.
Η πόλη του Άργους, η οποία είχε χάσει την δύναμη της κατά την Μυκηναϊκή περίοδο, υπό την ηγεμονία του Ορέστη, γιου του Αγαμέμνονος, έγινε πάλι η πρωτεύουσα της Αργολίδος. Ο Ορέστης με την βοήθεια του φίλου του Πυλάδη και της αδελφής τουΗλέκτρας, σκότωσε την μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, Αίγισθο, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του. Βασίλευσε το Άργος, έως την ηλικία των ενενήντα ετών.
Οι Δωριείς
(1100 π.Χ.)
Γύρω στα 1100 π.Χ., οι Δωριείς ήλθαν και κατέλαβαν την περιοχή. Μετά την καταστροφή των Μυκηνών και της Τίρυνθας από τους εισβολείς, το Άργος έγινε η βάση των εξορμήσεων του μυθικού Δωρικού ήρωα Τέμενου, απόγονου του Ηρακλή, και ο μεγαλύτερος των τριών αδελφών, του Κρεσφόντη και Αριστόδημου, οι οποίοι κυρίευσαν την Πελοπόννησο.
Οι Δωριείς
(1100 π.Χ.)
Γύρω στα 1100 π.Χ., οι Δωριείς ήλθαν και κατέλαβαν την περιοχή. Μετά την καταστροφή των Μυκηνών και της Τίρυνθας από τους εισβολείς, το Άργος έγινε η βάση των εξορμήσεων του μυθικού Δωρικού ήρωα Τέμενου, απόγονου του Ηρακλή, και ο μεγαλύτερος των τριών αδελφών, του Κρεσφόντη και Αριστόδημου, οι οποίοι κυρίευσαν την Πελοπόννησο.
Οι γιοι και οι γαμπροί του διαδοχικά (Δειφόντης, Φαλκής, και Κεισός) κατέλαβαν την Τροιζήνη, Επίδαυρο, Αίγινα, Σικυών και Φλιούντα, οι οποίες έγιναν Δωρικές αποικίες.
Μία από τις πιο φημισμένες Δωρικές μεταναστεύσεις, ήταν αυτή υπό την αρχηγία του Αργείου Αλθαιμήνη, απογόνου του Τέμενου, ο οποίος αφού άφησε μερικούς από την ακολουθία του στην Κρήτη, συνέχισε με τους υπόλοιπους στο νησί της Ρόδου, όπου και ίδρυσε τρεις πόλεις, την Λίνδο, Λάλυσο και Κάμιρο.
Η πόλη του Άργους ήκμασε υπό την κηδεμονία του Τέμενου.
Οι Αργείοι, από πολύ νωρίς διακρίθηκαν στην μεταλλουργία και κατά τον δέκατον αιώνα π.Χ. απέκτησαν το δικό τους διυλιστήριο ασημιού. Το Άργος ήταν η πρώτη πόλη που έμαθε το πρωτογεωμετρικό στυλ από την Αθήνα, δημιουργώντας αργότερα δική της σχολή γεωμετρικής αγγειοπλαστικής, εφάμιλλη της Αθήνας.
Μετά το 800 π.Χ., δημιούργησαν το δικό τους χαρακτηριστικό στυλ, φιγούρες ζωγραφισμένες σε αγροτικές πλάκες.
Γύρω στο 720 π.Χ., ο Σπαρτιατικός στρατός υπό την αρχηγία του βασιλέως Νίκανδρου και με την βοήθεια της πόλεως Ασίνης, λεηλάτησε την Αργολίδα. Οι Αργείοι δεν το λησμόνησαν και λίγο αργότερα πήραν εκδίκηση, καταστρέφοντας ολοσχερώς την Ασίνη.
Με την σειρά τους οι Σπαρτιάτες υπέταξαν την Κυνουρία, η οποία ήταν υπό την κηδεμονία του Άργους.
Ο Φείδων
(7ος αιώνας π.Χ.)
Ο Φείδων υπήρξε κληρονομικός βασιλιάς του Άργους και απόγονος του Τέμενου, και επειδή συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίες, ονομάσθηκε τύραννος. Ένωσε και επέκτεινε την περιοχή του Άργους κατά πολύ.
Το 669 π.Χ., νίκησε τους Λακεδαιμόνιους στην Ισία, η οποία ευρίσκεται στην πεδιάδα της Θυρέας, στα σύνορα ανάμεσα της Λακωνίας και του Άργους, και έγινε κυρίαρχος της πεδιάδος, ανακαταλαμβάνοντας έτσι το μερίδιο του Τέμενου.
Το επόμενο έτος, 668 π.Χ., επενέβη στην Ολυμπία και έλαβε το μέρος των κατοίκων της Πίζας, για να πάρουν υπό την κηδεμονία των, τους Ολυμπιακούς Αγώνες από τους Ηλιείς.
Ο Φείδων είχε μεγάλη επιρροή όχι μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Εισήγαγε μέτρα χωρητικότητας και σταθμά βάρους, τα οποία πολλές πόλεις υιοθέτησαν, ανάμεσα αυτών και η Αθήνα, τα επονομαζόμενα Φειδόνια μέτρα.
Τον ίδιο χρόνο, όταν καθόρισε το τάλαντο, την μήνα και την δραχμή, όρισε επίσης τα σταθμά για τους ξηρούς καρπούς και τα υγρά, την μέδιμνο και μετρέτη, με τις υποδιαιρέσεις τους και τα πολλαπλάσια.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εφεύρε επίσης τα νομίσματα και έκοψε το πρώτο νόμισμα στο νησί της Αίγινας, που ήταν υπό την κυριαρχία του.
Ο Μέλτας, εγγονός του Φείδωνα, διώχθηκε από την πόλη, γιατί έδωσε στους Αρκάδες περιοχές που ανήκαν στους Αργείους. Ήταν ο τελευταίος βασιλιάς, απόγονος του Τέμενου, που βασίλευσε στο Άργος.
Η μάχη της Θυρέας
547 π.Χ.
Το 547 π.Χ., οι Αργείοι προσπάθησαν να επανακτήσουν την περιοχή, αλλά αντί για ολοκληρωτική μάχη συμφώνησαν με τους Λακεδαιμονίους, να κριθεί το αποτέλεσμα του πολέμου και η κατοχή της Κυνουρίας, με την αναμέτρηση τριακόσιων ανδρών από την κάθε πλευρά. Η σύγκρουσης των εξακοσίων ανδρών ήταν τόσο βίαιη, ώστε μόνο δύο Αργείοι οπλίτες επέζησαν και ένας σοβαρά πληγωμένος Σπαρτιάτης. Οι δύο Αργείοι οπλίτες, Αλκήνωρ και Χρόμιος, έφυγαν για να μεταφέρουν τα νέα της νίκης τους στο Άργος, αλλά ο Σπαρτιάτης Οθριάδης κατάφερε να συγκεντρώσει την λεία από τα σώματα των νεκρών του εχθρού και κατόπιν αυτοκτόνησε, μη θέλοντας να γυρίσει στην Σπάρτη μόνον αυτός. Και οι δύο πλευρές διεκδίκησαν την νίκη και γι' αυτό λίγο αργότερα μία άλλη μάχη έλαβε μέρος, στην οποία οι Αργείοι ηττήθηκαν.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αργείοι ως ένδειγμα πένθους, έκοψαν τα μαλλιά τους κοντά και απαγόρευσαν στις γυναίκες να φορούν κοσμήματα, ενώ οι Σπαρτιάτες από τότε άφησαν τα μαλλιά τους μακριά.
Γύρω στο 505 π.Χ., ένας πόλεμος ξέσπασε μεταξύ της Σπάρτης και Άργους, αλλά η αιτία παραμένει άγνωστη.
Το 494 π.Χ., ο Κλεομένης βάδισε εναντίον του Άργους, αλλά απέτυχε να πάρει την πόλη. Τότε ζήτησε πλοία από την Σικυώνα και την Αίγινα, οι οποίες αθελώς τα έδωσαν και αποβιβάστηκε κοντά στην Τίρυνθα. Εκεί, σε ένα μέρος ονομαζόμενο Σηπεία, μεταξύ του Άργους και της θάλασσας, βρήκε τον Αργειακό στρατό. Από σοβαρή αμέλεια των Αργείων τους αιφνιδίασε και τους νίκησε. Οι Αργείοι μετά προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο στο ιερό άλσος του ήρωα Άργους.
Ο Κλεομένης τους περικύκλωσε και έβαλε φωτιά στο δάσος. Έξι χιλιάδες Αργείοι έχασαν την ζωή τους την μέρα εκείνη, σχεδόν τα δύο τρίτα ολοκλήρου του στρατού.
Μετά την μάχη, ο Κλεομένης με χιλίους άνδρες από τον στρατό του, πήγε στο ιερό της Ήρας, το Ηραίον, να προσφέρει θυσία. Ο ιερέας εκεί δεν τον άφησε, με την δικαιολογία ότι οι ξένοι δεν επιτρέπονταν να κάνουν θυσίες. Τότε ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες του να τον βγάλουν από το ιερό και αφού έκανε ο ίδιος την θυσία, επέστρεψε στην Σπάρτη.
Μετά την καταστροφή στο ιερό άλσος του Άργους, η Τελέσιλλα, φημισμένη ποιήτρια του Άργους, μάζεψε τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες της πόλης και αφού τους έδωσε όπλα που μάζεψε από τους ναούς, τους τοποθέτησε σε σημεία όπου οι Σπαρτιάτες θα επετείθεντο. Οι Σπαρτιάτες όμως, σκεφτόμενοι ότι θα ήταν ανανδρία να επιτεθούν σε γυναίκες και παιδιά, οπισθοχώρησαν.
Χίλιοι Αργείοι εθελοντές υπό την αρχηγία του Ευρυβιάδη, διακεκριμένου νικητή στο πένταθλο, βοήθησαν τον Νικόδρομο, κάτοικου της Αίγινας, να ανατρέψει την κυβέρνηση, κατά την διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου (488 - 481 π.Χ.) της νήσου με την Αθήνα, αλλά απέτυχαν. Πολλοί λίγοι από τους Αργείους επέζησαν.
Ο ίδιος ο Ευρυβιάδης προκάλεσε τους καλύτερους από τους Αθηναίους πολεμιστές σε μονομαχία. Σκότωσε τρεις από αυτούς διαδοχικά, αλλά στο τέλος τον σκότωσε ο Σοφάνηςαπό την Δεκέλεια.
Μετά το 460 π.Χ., οι Αργείοι στέρησαν από τους κατοίκους των Κλεονών την διοίκηση τωνΑγώνων της Νεμέας και ανέλαβαν οι ίδιοι την διαχείριση τους (οι Αγώνες της Νεμέας ξανάρχισαν πάλι γύρω στο 572 - 568 π.Χ.).
Κατά την διάρκεια της Ειρήνης του Νικία, τα πράγματα μεταξύ Σπάρτης και Αθηνών δεν υπήρξαν ικανοποιητικά. Οι σύμμαχοι της, Βοιωτοί και Κορίνθιοι δεν αποδέχτηκαν την ειρήνη και η Αθήνα αρνήθηκε να εκκενώσει την Πύλο. Ο Αλκιβιάδης των Αθηνών έπεισε τους Αχαιούς και Πατρινούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα και βοήθησε το Άργος στην επιδρομή του εναντίον της Επιδαύρου, την οποία λεηλάτησαν. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να τα δεχθούν όλα αυτά και αφού συγκέντρωσαν ένα μεγάλο στρατό, με πολλούς συμμάχους, εισέβαλαν στο Άργος και περικύκλωσαν τον Αργειακό στρατό. Η μάχη επρόκειτο να αρχίσει, όταν δύο ολιγαρχικοί αρχηγοί του Άργους ήλθαν στον βασιλιά της Σπάρτης Άγη και τον έπεισαν να υπογράψει ανακωχή για τέσσαρες μήνες. Λίγο αργότερα ο Αλκιβιάδης, οδηγώντας μια δύναμη χιλίων οπλιτών και τετρακοσίων ιππέων, ήλθε να βοηθήσει τους Αργείους και τους έπεισε να επιτεθούν στην πόλη του Ορχομενού στην Αρκαδία. Αφού κατέλαβαν τον Ορχομενό, βάδισαν εναντίον της Τεγέας. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Άγης, ο οποίος κατηγορήθηκε για την συνθήκη με τους Αργείους, βάδισε με μεγάλη δύναμη στην περιοχή της Μαντινείας και στρατοπέδευσε κοντά στο ιερό του Ηρακλή. Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι τους έφυγαν από την πόλη της Μαντινείας και σε ένα καλά διαλεγμένο σημείο έδωσαν μάχη. Ο βασιλιάς Άγης ήταν έτοιμος να επιτεθεί σε αυτήν την τοποθεσία που ήταν πλεονεκτική για τους Αργείους, αλλά όταν οι Σπαρτιάτες τους πλησίασαν, ένας παλαίμαχος οπλίτης του είπε, ότι με την πράξη του αυτή προσπαθούσε
"να διορθώσει ένα λάθος, διαπράττοντας ένα άλλο".
Αυτές οι λέξεις τον έκαναν να οπισθοχωρήσει. Μετά από αυτά οι Αργείοι επήραν θέση στην πεδιάδα και προσπάθησαν να τους αιφνιδιάσουν. Το δεξιό τμήμα του Αργειακού στρατού, το οποίο αποτελείτο από την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας, ένα μόνιμο σώμα από χιλίους διαλεχτούς στρατιώτες, οι οποίοι εκπαιδεύοντο και συντηρούντο με δημόσιες δαπάνες από την πόλη του Άργους, έτρεψε σε φυγή τους Λακεδαιμόνιους, αλλά ο Άγης με τον υπόλοιπο στρατό έχοντας περισσότερο επιτυχία, κατόρθωσε να κερδίσει την μάχη (Ιούνιο 418 π.Χ.). Οι Αθηναίοι έχασαν διακοσίους οπλίτες συμπεριλαμβανομένων και των στρατηγών Λάχη και Νικόστρατου, ενώ οι Αργείοι και οι άλλοι σύμμαχοι έχασαν εννιακοσίους άλλους άνδρες. Από τον Λακεδαιμόνιο στρατό μόνο τριακόσιοι άνδρες χάθηκαν. Παρόλο αυτά τα γεγονότα, η ειρήνη του Νικία ίσχυε ακόμη.
Μετά την ήττα της Αθηναϊκής Συμμαχίας το 418 π.Χ., οι ολιγαρχικοί που ανέλαβαν την εξουσία στο Άργος, έκαναν ανακωχή για πρώτη φορά με την Σπάρτη. Αλλά η ειρήνη δεν κράτησε για πολύ. Οι δημοκρατικοί ανέβηκαν πάλι στην εξουσία και ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Αθηναίους, το 392 π.Χ.
Το Άργος ήταν σύμμαχος της Κορίνθου κατά την περίοδο του Κορινθιακού πολέμου, 395 - 386 π.Χ.
Στον πόλεμο της Κορώνειας, το 394 π.Χ., ηττήθηκαν αλλά στην μάχη της Λεύκτρας το 371 π.Χ. και της Μαντινείας το 362 π.Χ., το Άργος βοήθησε την Θήβα, να νικήσουν την Σπάρτη.
Όταν η Θήβα έχασε την δύναμη της και η Σπαρτιατική επιθετικότητα ξανάρχισε, το Άργος επικαλέσθει την βοήθεια του βασιλιά Φίλιππου της Μακεδονίας, και τους βοήθησε να ανακτήσουν την χαμένη επαρχία της Κυνουρίας.
Αργότερα το Άργος επήλθε στην κυριαρχία του Κάσσανδρου, του Δημητρίου Πολιορκητή,του Αντίγονου και αντιστάθηκε στην εισβολή του βασιλιά Πύρρου της Ηπείρου, ο οποίος σκοτώθηκε εδώ το 272 π.Χ., από ένα κεραμίδι που έριξε μια γριούλα.
Το 229 π.Χ., το Άργος ενώθηκε με την Αχαϊκή Συμμαχία και παρέμεινε ενεργό μέλος της μέχρι το 146 π.Χ., εκτός μιας μικρής κατοχής της πόλεως από την Σπάρτη το 225 π.Χ. και 196 π.Χ.
Μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ., το Άργος συμπεριλήφθη στην Ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας και έγινε το κέντρο της Αχαϊκής Συμμαχίας.
Το 267 μ.Χ. και 305 μ.Χ., το Άργος υπέφερε πολύ από τους Γότθους.
Στους Βυζαντινούς χρόνους, η πόλη ήκμασε και έγινε Μητρόπολης το 1088 μ.Χ.
Η πόλη αναχαίτισε τους Φράγκους επί επτά συνεχή χρόνια, πριν να παραδοθεί το 1212 μ.Χ.
Από το 1246 μέχρι το 1261 μ.Χ. ανήκε στον Δούκα των Αθηνών.
Το Άργος κατελήφθη από τους Τούρκους, το 1397 μ.Χ. και λεηλατήθηκε.
Το 1500 μ.Χ., κατελήφθη και πάλι και οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν και αντικαταστήθηκαν από Αλβανούς.
Το 1821 έως το 1829 μ.Χ., η πρώτη ελεύθερη Ελληνική Βουλή εγκαταστάθηκε στο Άργος.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.