Τρία είδη ιερατείου μπορούμε να ξεχωρίσουμε στην αρχαία Ελλάδα. Τους Ιερείς, τους Μάντεις, και τους Μυσταγωγούς. Οι ιερείς έκαναν κύρια τις θυσίες και εκτελούσαν την καθημερινή λατρεία.
Οι Μάντεις κυρίως προέβλεπαν το μέλλον κυρίως από τα σφάγια των θυσιών, και σε αυτή την περίπτωση συνεργάζονταν με τους ιερείς. Μάντευαν όμως και με πολλούς άλλους τρόπους, οπότε δρούσαν ανεξάρτητα από την τρέχουσα λατρεία. Μερικά είδη μαντείας ήταν όμως απαγορευμένα.
Οι Μυσταγωγοί, τελούσαν κρυφές ιερουργίες ενώπιον ειδικά επιλεγμένων πιστών, με την έγκριση και την υποστήριξη του κράτους. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των τελετών ήταν η άκρα μυστικότητα. Όποιος απεκάλυπτε τα μυστικά τους, συνήθως αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Οι Μυσταγωγοί ανήκαν, συνήθως, σε οικογένειες που είχαν την ιδιότητα αυτή κληρονομικό προνόμιο.
ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ
Οι ιερείς ήταν απλοί λειτουργοί των ναών, που συχνά ήταν διορισμένοι από το κράτος, σαν δημόσιοι υπάλληλοι, και με προκαθορισμένη θητεία, συνήθως ετήσια. Τα βασικά καθήκοντά τους ήταν να εκτελούν και να επιβλέπουν τις θυσίες , τις προσφορές στους ναούς και τις τελετές. Δεν υπήρχαν μόνο ιερείς θεών, αλλά και Ηρώων, που επέβλεπαν τη νεκρική τους λατρεία. Όταν καθιερώθηκε και η λατρεία των βασιλέων, δημιουργήθηκε γι’ αυτούς ειδικό ιερατείο.
Αρχιερέας ήταν ο ανώτερος αξιωματούχος του κράτους, ή ο Βασιλιάς (αν υπήρχε) ή ο Στρατηγός, σε καιρό πολέμου. Στην αφήγηση του Πλούταρχου, πχ, βλέπουμε τον Θεμιστοκλή ή τον Παυσανία, ως αρχιστράτηγους και αρχιερείς να επιβλέπουν ή να εκτελούν τις θυσίες. Στη Σπάρτη, όπου υπήρχαν δύο βασιλείς, ο καθένας είχε αναλάβει διαφορετικό τμήμα της λατρείας. Ο Βοιωτάρχης Επαμεινώνδας, στην αφήγηση του Παυσανία, εκτελεί μέχρι και εναγισμούς (νεκρική λατρεία) στη μνήμη μιας νεκρής.
Υπήρχαν όμως και ισόβιοι ιερείς, πράγμα που ήταν οπωσδήποτε σπάνιο, και όπως φαίνεται περιζήτητο, γιατί πρόσφερε κύρος και οικονομικά οφέλη. Σε αυτήν την περίπτωση, το αξίωμα ήταν κληρονομικό, και έμενε στο Γένος (< Φυλή>) του Ιερέα, ή και στους καθ΄εαυτό απογόνους του. Το ότι η κληρονομική ισόβια ιεροσύνη ήταν επιθυμητή, φαίνεται από την μνεία δικών που γίνονταν μεταξύ διαφόρων Γενών γι’ αυτή. Στην Αθήνα τουλάχιστο, αυτή η θέση πρόσφερε και απαλλαγή ή διευκολύνσεις στην υποχρεωτική διετή στρατιωτική θητεία των νεοσύλλεκτων. Οι ιερείς απολάμβαναν και σχετική ασφάλεια στους πολέμους, όπου συνήθως τους χάριζαν τη ζωή. Μόνο σε ιδιαίτερα σκληρή σύγκρουση τους σκότωναν, οπότε η εξόντωση του ηττημένου περιγράφονταν σαν: «έως πυρφόρου». (ιερατικό αξίωμα) Οι Ρωμαίοι, αργότερα, έδιναν τη θέση του ισόβιου Αρχιερέα σε πιστούς συνεργάτες τους σαν αμοιβή.
Ο Ιερέας ήταν κύρια ένα εποπτικό και διεκπεραιωτικό όργανο της λατρείας. Δεν είχε καθήκοντα πνευματικής καθοδήγησης και άφεσης αμαρτιών παρόμοια με των Χριστιανών ιερέων. Υπήρχαν, όμως, τελετές εξαγνισμού, [=άφεσης αμαρτιών] ατομικές και ομαδικές, που όμως φαίνεται πως δεν χρειάζονταν κάποιο ειδικό χρίσμα για να εκτελεστούν, αλλά περισσότερο γνώση του τυπικού, το οποίο όμως δεν φαίνεται να ήταν αυστηρά καθορισμένο. Έχουμε μυθολογικές αφηγήσεις όπου κάποιος Ήρωας , ακόμα και θεοί, καταφεύγουν σε έναν βασιλιά για να τους εξαγνίσει, σαν αρχιερέας που ήταν.
Αγνοούμε αν οι ιερείς, ως υπάλληλοι του κράτους, υφίσταντο κάποια εκπαίδευση, ή οι γνώσεις τους ήταν κοινές σε όλους. Πάντως, το λειτούργημα του Ιερέα, αν εξαιρέσουμε τις κληρονομικές περιπτώσεις που αναφέραμε, ήταν προσιτό σε όλους. Επειδή κύρια αποστολή τους ήταν οι θυσίες, το γνώρισμα της στολής τους ήταν το θυσιαστικό μαχαίρι. Συχνά, αυτό το όπλο χρησίμευε και για θυσία ανθρώπων στο βωμό.
Άλλες φορές ο Ιερέας μιας λατρείας έπρεπε να είναι άντρας, άλλες φορές γυναίκα. Άλλες φορές η ιεροσύνη απαιτούσε την παρθενία της Ιέρειας, άλλες φορές το αντίθετο. Όσοι θεοί ή Ήρωες και όσες τοπικές λατρείες, τόσες και οι ειδικές απαιτήσεις στο θέμα.
Οι Ιερείς είχαν και βοηθούς, ένα είδος Διάκων, που τους έλεγαν Παράσιτους, γιατί ασχολούνταν με τη σωστή διανομή του Σίτου και γενικά των προσφορών του Ναού. Ήταν ένα τιμητικό αξίωμα, αλλά όπως φαίνεται, από τα πολλά κόλπα που έκαναν με τα σφάγια και τις προσφορές των πιστών, η λέξη πήρε σύντομα την σημερινή της σημασία. Έτσι, στο τέλος της αρχαιότητας, παράσιτο έλεγαν όποιον ήταν προσκολλημένος σε κάποιον ισχυρό. Πρόκειται για μια γλωσσική ένδειξη της διαφθοράς που επικράτησε.
Γενικά, το Ιερατείο στην αρχαία Ελλάδα, δεν είχε τη δύναμη που έχει ο σημερινός Χριστιανικός Κλήρος. Ήταν, λίγο πολύ, απλοί υπάλληλοι. Αυτό δεν σημαίνει πως η αρχαία Ελληνική θρησκεία δεν είχε την δύναμη της Χριστιανικής. Το αντίθετο. Δεν ήταν οι Ιερείς που καθόριζαν τα θρησκευτικά θέματα στην αρχαία Ελλάδα, αλλά το ίδιο το Κράτος, που επέβλεπε, καθόριζε και ρύθμιζε τα λατρευτικά ζητήματα.
Η ευσέβεια ήταν υπόθεση έννομης τάξης και κρατικής ασφάλειας. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε κρατικό αξίωμα που να ήταν ξέχωρο από κάποια πλευρά της λατρείας. Το κράτος, σαν Δημοκρατία, Ολιγαρχία, είτε Τυραννία, μπορούσε να απαγορέψει ή να επιβάλλει κάποια λατρεία. Οι τύραννοι Πεισίστρατος και Περίανδρος, πχ, επέβαλλαν την λατρεία του Διονύσου, που δεν ήταν μέχρι τότε επίσημα αναγνωρισμένη στην Αθήνα και Κόρινθο αντίστοιχα.
Τελικά, το ίδιο το Κράτος έγινε τμήμα της θρησκείας, μια που δημιουργήθηκαν οι θεότητες <<Δήμος της Πόλης>> και <<Τύχη της Πόλης>>. Η λατρεία τους ήταν υποχρεωτική, όχι μόνο για τους πολίτες, αλλά και τις τυχόν υποτελείς Πόλεις – Κράτη. Επίσης, οι πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες ή ομοσπονδίες είχαν πάντα σαν κέντρο ένα κοινό ιερό. Γνωστές είναι οι Αμφικτιονίες και η συμμαχία της Δήλου, αλλά υπήρχαν και πολλές άλλες μικρότερες, πάντα συγκεντρωμένες γύρω από ένα ιερό.
Η συμμετοχή στην δημόσια λατρεία ήταν υποχρεωτική. Η αθεΐα απαγορεύονταν, με ποινή εξορίας ή εκτέλεσης. Η λατρεία θεών που δεν ήταν εγκεκριμένοι από το κράτος ήταν παράνομη. Υποχρεωτική ήταν και η ιδιωτική, οικογενειακή λατρεία στα πλαίσια του κάθε <<Γένους>>, όπου λατρεύονταν ο γενάρχης Ήρωας ή θεός και οι νεκροί-πρόγονοι από ιερείς που ανήκαν στο γένος. Ας ακούσουμε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πως γίνονταν ο διορισμός των κρατικών λειτουργών [=αρχόντων] στην Αθηναϊκή Δημοκρατία:
<<Όταν οι άρχοντες υποβάλλονται σε εξέταση, τους ρωτούν πρώτα: «Ποιος είναι ο πατέρας σου και από ποιο Δήμο, ποιος είναι ο πατέρας του πατέρα σου, ποια είναι η μητέρα σου, ποιος είναι ο πατέρας της μητέρας σου και από ποιο Δήμο;» Κατόπιν, τους ρωτούν αν πιστεύουν στον Πατρώο Απόλλωνα και στον Έρκειο Δία και πού βρίσκονται τα >> [οικογενειακά] << ιερά τους, αν έχουν οικογενειακούς τάφους και που βρίσκονται αυτοί, αν φέρονται καλά στους γονείς τους, αν πληρώνουν τους φόρους, αν έχουν λάβει μέρος σε εκστρατεία.>> [<<Αθηναίων πολιτεία>> 55, 3]
Είναι αυτό που λέμε, Εφορία, Στρατός, Πατρίς, Φυλή, Θρησκεία , Οικογένεια, Έννομος Τάξις…
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που γνωρίζουμε με αρκετές λεπτομέρειες. Σε αυτήν, πολλά αξιώματα, και μάλιστα τα σημαντικότερα, σημαδεύονται από μια ανάμιξη θρησκευτικών, πολιτικών και δικαστικών καθηκόντων. Το ότι αυτά τα αξιώματα ήταν δημοκρατικά διανεμημένα, δεν κάνει το πολίτευμα αυτό λιγότερο θεοκρατικό.
Η διαιτησία, πχ, σε δικαστικές διενέξεις, διεξάγονταν μέσα στα Ιερά. Η ένταξη και αναγνώριση των παιδιών στις Φυλές, γίνονταν στην θρησκευτική γιορτή των Απατουρίων. Αναφέρεται πως στην Αθήνα, εκτός από τους θεούς, λατρεύονταν 52 Ήρωες σχετικοί με τις φυλές, από τους οποίους οι δέκα <<Επώνυμοι>> έδιναν τα ονόματά τους σ΄αυτές. Η υποχρεωτική διετής στρατιωτική θητεία των νέων άρχιζε με περιοδεία στα Ιερά.
Υπήρχαν Δέκα Ταμίες, που ασχολούνταν με το άγαλμα της Αθηνάς, τα Ιερά σκεύη, τις Νίκες, κλπ. Ειδική δικαστική εξουσία ασχολούταν με τις διαδικασίες ύφανσης του Πέπλου της Αθηνάς, ένα έργο μεγάλης αξίας, όπως φαίνεται. Υπήρχαν επίσημοι αξιωματούχοι που επέβλεπαν την επισκευή των ναών.
Δέκα αξιωματούχοι, οι Ιεροποιοί, ασχολούνταν με τις θυσίες, τα σφάγια και τους Μάντεις. Άλλοι δέκα, ασχολούνταν με την διοργάνωση των επίσημων γιορτών, που ήταν τα Παναθήναια, τα Βραυρώνια, τα Ηράκλεια, τα Ελευσίνια, τα Ηφαίστια, τα Διονύσια, η πομπή του Ασκληπιού, και η επίσημη αποστολή στη Δήλο.
Διορίζονταν τρεις χορηγοί τραγωδιών και πέντε χορηγοί κωμωδιών. [το θέατρο αποτελούσε μέρος της Διονυσιακής λατρείας] Ο Επώνυμος άρχων οργάνωνε την πομπή των Θαργηλίων (γέννηση Απόλλωνα-Άρτεμης) και του Σωτήρος Διός.
Η εποπτεία των Ελευσινίων Μυστηρίων ανήκε στον Βασιλέα (αξίωμα αιρετό) μαζί με δυο εκλεγμένους επιμελητές και άλλους δύο από τα ιερατικά γένη των Ευμολπιδών και των Κηρύκων αντίστοιχα. Ο Βασιλεύς οργάνωνε τη γιορτή των Ληναίων, τις λαμπαδηδρομίες και διάφορες θυσίες.
Το σημαντικότερο, αυτός δίκαζε τις καταγγελίες για <<Ασέβεια>>, καθώς και όλες τις ενστάσεις και διεκδικήσεις για την ανάληψη ιερατικών αξιωμάτων. Ανακοίνωνε επίσης όσους αποκλείονταν του δικαιώματος συμμετοχής σε θρησκευτικές τελετές. Επίσης δίκαζε τις περιπτώσεις ανθρωποκτονιών. Ο κατηγορούμενος για φόνο, αποκλείονταν από τα ιερά. Είναι αστείο, αλλά ο Βασιλεύς δίκαζε και τα αντικείμενα ή ζώα υπεύθυνα για φόνο, σαν κανονικούς ανθρώπους. Αναφέρεται πως δικαζόταν ακόμα και το τσεκούρι που χρησιμοποιούταν για θυσία ταύρου, και καταδικαζόταν σε…πνιγμό! [το πέταγαν στη θάλασσα]
Ο Πολέμαρχος, έκανε τις θυσίες στην Αγροτέρα Άρτεμη και τον Ενυάλιο Άρη, οργάνωνε τους νεκρικούς αγώνες προς τιμήν των πεσόντων στον πόλεμο και ασχολούταν με την νεκρική λατρεία των Αρμόδιου και Αριστογείτονα. Ειδική μέριμνα από δέκα άρχοντες υπήρχε για το ελαιόλαδο που μάζευαν από τις Ιερές Ελιές, τις Μορίες. Κρατικά ήταν και τα Ιερά Πλοία, που το ένα πήγαινε στη Δήλο, και το άλλο στο μαντείο του Άμμωνα. Αυτά τα πλοία ήταν πολεμικές τριήρεις, αν και δεν συμμετείχαν σε ναυμαχίες.
Οι Δήμαρχοι (η Αττική ήταν χωρισμένη σε πολλούς Δήμους) μεταξύ άλλων, συνέλεγαν τις εισφορές για το Τελεστήριον (Ιερό) των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Τα παραπάνω στοιχεία έχουν παρθεί κυρίως από το έργο του Αριστοτέλη που αναφέραμε. Όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι είχαν και καθαρά πολιτικά ή οικονομικά ή δικαστικά καθήκοντα παράλληλα με τα αμιγώς θρησκευτικά. Βλέπουμε πως ουσιαστικά, δεν υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς τους τύπους καθηκόντων.
Στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο έντονα. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερο ιερατείο αφοσιωμένο στην λατρεία βασιλέων και Αυτοκρατόρων, καθώς και στη θεότητα <<Τύχη του Αυτοκράτορος>>. Ο Φιλόστρατος αναφέρει μια περίπτωση αξιωματούχου που φυλακίστηκε γιατί παρέλειψε να προσθέσει στις δημόσιες προσευχές πως ο αυτοκράτορας Δομιτιανός ήταν γιος της θεάς Αθηνάς, παρ’ όλο που αυτή ήταν παρθένος…(σας θυμίζει τίποτε;)
Και όμως, ενώ στην σημερινή Δημοκρατία ο διαχωρισμός Θρησκείας και Κράτους θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, εμείς επιμένουμε πως αντιγράφουμε και εμπνεόμαστε από την αρχαία Θεοκρατική Δημοκρατία. Μάλλον ήταν ο Μεσαίωνας που εμπνεόταν από αυτήν…
Η φροντίδα και οι θυσίες [=Εναγισμοί] στους τάφους των προγόνων, ήταν οικογενειακό και πατριωτικό καθήκον. Αφορούσε άμεσα το κράτος, γιατί ένας νεκρός που δεν <<εναγίζονταν>> μπορούσε να εκδικηθεί, επιφέροντας συμφορές τόσο στους απογόνους του, αλλά και στην Πόλη. Ο πολεμιστής του Οδυσσέα που σκοτώθηκε από ατύχημα, ο Αγήνωρ, εμφανίζεται στον καπετάνιο του, και του λέει:
«σ' ορκίζω, εκεί να θυμηθείς κι εμένα, βασιλιά μου
κι άθαφτο πίσω κι άκλαφτο μη φύγεις και μ' αφήσεις
μήπως με κάνουν οι θεοί κακό στοιχειό γιά σένα»
Για τον ίδιο λόγο, η ποινή της εξορίας, ήταν στην ουσία θρησκευτική, μια που ο εξορισμένος δεν μπορούσε να <<εναγίζει>> πια τους νεκρούς του, άρα κινδύνευε από την φρικτή τους εκδίκηση, αλλά και αν πέθαινε ο ίδιος, θα στερούταν τους απαραίτητους εναγισμούς από τους συγγενείς του.
Αυτή η ασέβεια στους νεκρούς είχε διπλή επίδραση. Όταν εξόρισαν τους Αλκμεωνίδες, πέταξαν και τους νεκρούς τους έξω από τα σύνορα της Αττικής. Δεν ήταν εκδίκηση, αλλά μεταφορά της ευθύνης των <<Εναγισμών>> τους στους εξόριστους, μια που δεν έμενε πια κανείς από το Γένος των νεκρών στην Πόλη για να τους λατρεύει όπως έπρεπε, συνεπώς, η ευθύνη –και η εκδίκησή τους- θα βάρυνε όλη την Αθήνα.
Το επιχείρημα <<πού θα αφήσουμε τους τάφους των γονιών μας>> ήταν η βασική αντίρρηση στην πρόταση του Θεμιστοκλή να εγκαταλειφθεί η Αθήνα κατά τους Περσικούς πολέμους. Οι συγκρούσεις πάνω στα πτώματα των νεκρών μαχητών είχαν την ίδια μανία, είτε στις Πλαταιές, είτε στα Ομηρικά Έπη…
Η παραδοχή της ήττας στη μάχη γίνονταν με το αίτημα του ηττημένου να του επιτραπεί να μαζέψει τους νεκρούς του. Ο νικητής, από την άλλη, ήταν υποχρεωμένος να ικανοποιήσει το αίτημα, αλλιώς η οργή των νεκρών θα έπεφτε πάνω του. Οι νικητές στρατηγοί της ναυμαχίας των Αργινουσσών καταδικάστηκαν γιατί δεν συνέλεξαν τους νεκρούς μετά τη νίκη, πράγμα που κρίθηκε πως θα επέφερε την εκδίκησή τους στην Πόλη από τον άλλο κόσμο.
Ο νεκρός Μαρδόνιος, μετά τις Πλαταιές , θάφτηκε κανονικά, και αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα ιπποτισμού ή συγκατάβασης, αλλά φόβου της νεκρικής του εκδίκησης. Αντίθετα, οι Πέρσες είχαν ατιμάσει το νεκρό του Λεωνίδα. Αυτοί ήταν βάρβαροι στις πράξεις, αλλά εμείς ήμασταν πολύ πιο πρωτόγονοι στις αντιλήψεις μας περί θανάτου.
<<Και εις τους Έλληνας όμως, παρά το φιλοσοφικόν και δημοκρατικόν πνεύμα των, η θρησκεία διεπότιζε και τον οικογενειακόν και τον αστικόν και τον δημόσιον βίον των. Εις τας συμβάσεις των, την σποράν, την συγκομιδήν, την ειρήνην, τον πόλεμον, τας συνεδριάσεις των δικαστηρίων, της βουλής, της γερουσίας, τας συνελεύσεις του Δήμου, τα θέατρα, τας ομοσπονδίας, τας αποστολάς αποικιών είχεν απαραίτητον συμμετοχήν η θρησκεία. Και θρήσκευμα, ναοί, τελεταί, ήσαν της πόλεως, δηλονότι της πολιτείας.>>
Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα <<Θρησκεία>>
Ο μέσος αρχαίος Έλληνας δεν ήταν απλά θρησκόληπτος Δεν ήταν μέρος της ζωής του η Θρησκεία.. Η ζωή του όλη, δημόσια και ιδιωτική, ρυθμίζονταν από αυτή. Φυσικά, μπορούμε να κατηγορούμε τον Μεσαίωνα για θεοκρατία. Όμως, ο Μεσαίωνας είχε διαχωρίσει το Κράτος από την Εκκλησία, σαν έννοιες και σαν οργανωτική δομή. Στην αρχαία Ελλάδα, τέτοιος διαχωρισμός δεν υπήρχε. Το κράτος ήταν η θρησκεία, και η θρησκεία ήταν το Κράτος. Όλα αυτά θα γίνουν ακόμα πιο κατανοητά από παραδείγματα που θα παρατεθούν αργότερα.
Είναι πραγματικά αστείο να ακούμε σήμερα διάφορους να ζητάνε χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, στο όνομα της αρχαίας Δημοκρατικής παράδοσης… Είναι ακόμα αστειότερο να ακούμε τους ίδιους να κατηγορούν τον Μεσαίωνα για θεοκρατία και σκοταδισμό, πάλι σε υποτιθέμενη αντίθεση με την αρχαία Ελλάδα.
Αν αυτοί οι άνθρωποι αγωνίζονται πράγματι εναντίον του σκοταδισμού, πρέπει να γνωρίζουν πως η διαστρέβλωση της αλήθειας και της Ιστορίας είναι βασικό του γνώρισμα…
Όταν ακούμε για τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα που συλλειτουργούσε με τον Πατριάρχη στην Αγιά Σοφιά, πρέπει να θυμόμαστε τον Θεμιστοκλή να θυσιάζει ως αρχιερεύς μαζί με τον Μάντη Ευφραντίδη πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Δεν μπορεί να κατηγορούμε τον ένα και να υμνούμε τον άλλον, επειδή έκαναν το ίδιο πράγμα…
Ο Αχιλλέας θυσίαζε νεαρούς Τρώες στον νεκρό Πάτροκλο, ο Θεμιστοκλής θυσίαζε νεαρούς Πέρσες στο Διόνυσο, ο Μεγαλέξαντρος θυσίασε μια ολόκληρη φυλή (τους Κοσσαίους) εις μνήμην του Ηφαιστίωνα, (κατά τον Πλούταρχο) και ο Αυτοκράτορας έκαιγε Βογομίλους [αιρετικούς] στην πυρά, ως θυσία στον Κύριο των Δυνάμεων. Έτσι είχε μάθει από τους προγόνους του/μας. εμάς όμως, μας ενοχλεί μόνο αυτός, ο τελευταίος, γιατί… κατάστρεψε το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας.
Η μόλυνση του περιβάλλοντος από την τσίκνα της θυσίας ήταν ίδια, αλλά σκεπάζεται από την οσμή της άγνοιας και της παραπληροφόρησης…
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.