Ο δρόμος που οδηγεί από το Αγρίνιο προς τον Βάλτο και διακλαδίζεται προς Ευρυτανία, Άρτα και Θεσσαλία, περνάει από το διάσελο «στου Ληστή», έξι χιλιόμετρα μετά το Καστράκι, εκεί που τελειώνει ο ανήφορος και ξεκινά ο κατήφορος για πέντε-πεντέμιση χιλιόμετρα προς το Μπαμπαλιό (Δήμος Αμφιλοχίας).
Ανεβαίνει στριφογυριστός στην ανατολική πλαγιά μακριάς ράχης που έχει κατεύθυνση βορρά-νότου, όπως όλες οι λοφοσειρές στη δυτική Ρούμελη.
Ο αυχένας αυτός είναι, και ήταν πάντα, το μόνο βατό σημείο για το πέρασμα από την κοιλάδα του Ινάχου προς τον κάμπο του Αγρινίου. Είναι το σημείο που πέρναγαν για αιώνες τα κοπάδια των τσελιγκάτων από τα Άγραφα προς τα χειμαδιά το φθινόπωρο και ξανά την άνοιξη προς τα ορεινά βοσκοτόπια.
Σε όλη την διαδρομή στον Ορεινό Βάλτο πολλά ήταν τα σημεία που καραδοκούσαν κλέφτες και ληστές, και η συγκεκριμένη τοποθεσία συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα για αποτελεσματική ενέδρα σε βάρος των ταξιδιωτών.
Έτσι το κομβικό αυτό διάσελο ήταν πολύ γνωστό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας με την ονομασία «στου ληστή» όνομα που το διατηρεί μέχρι τις μέρες μας.
Ο «Αϊτός της Ρούμελης» Κατσαντώνης βγήκε «στο κλαρί» το 1805 και μέσα σε λίγους μήνες κατατρόπωσε πολλούς δερβεναγάδες του Αλή Πασά, όπως τον Ιλιάσμεγα τον Κουτζουμουσταφάμπεη και τον Χασάν Μπελούση.
Μετά την νικηφόρα μάχη στο Μαλατέϊκο Βάλτου κατά του Αλούς Μπεράτη, άφοβα περνούσε από τα χωριά εμψυχώνοντας τους κατοίκους που τον υποδέχονταν με θαυμασμό για τα κατορθώματά του, η παρουσία του τους έδινε κουράγιο και τους γέμιζε ελπίδες για ελευθερία. Ελευθερία που χάρις στον Κατσαντώνη και τους Δυτικορουμελιώτες αγωνιστές ήρθε δυο δεκαετίες πιο μετά.
Όσοι δερβεναγάδες είχαν συγκρουστεί με τον Ήρωα απέφευγαν το συναπάντημα μαζί του γνωρίζοντας την αντρειοσύνη και την ορμητικότητά του στην μάχη. Όσοι όμως δεν τον ήξεραν, στηριζόμενοι στην αριθμητική τους υπεροχή και στην φιλαυτία τους νόμιζαν ότι μπορούν να τον πολεμήσουν.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Μπεκίρ Τζουγαδούρος με στρατιωτικά προτερήματα και επικεφαλής πεντακοσίων διαλεχτών Αρβανιτάδων. Τον Οκτώβρη του 1806 όργωσε τον Βάλτο ψάχνοντας να συναντήσει τον διαρκώς μετακινούμενο Κατσαντώνη.
Τα τσελιγκάτα κατέβαιναν για την Λεπενού και τον κάμπο στην κοιλάδα του Αχελώου για ξεχειμαδιό περνώντας από την θέση «στου Ληστή» και ο Κατσαντώνης και το ασκέρι του κρατούσαν ασφαλές το τελευταίο αυτό «πέρασμα». Περίμενε και προστάτευε τους συγγενείς και φίλους του από τα Άγραφα των οποίων παιδιά ήταν τα παλληκάρια του, και κείνα βλέπανε τις ροδαλές βλαχοπούλες τις μελλοντικές τους γυναίκες, τρέφοντας ελπίδες οικογένειας, αν και το κεφάλι τους το είχανε στον τορβά από την ώρα που βγήκανε στο κλαρί…
Εκεί στα ανάραχα και στην λαγκαδιά από κάτω που κυλάει το ρεματάκι προς τα βόρεια και που παλιά χυνόταν στον Μπζιάκο (Ίναχο) ποταμό και τώρα στη λίμνη φράγματος Καστρακίου, συναντήθηκε ο Τούρκος Δερβέναγας με τον Κατσαντώνη.
Για δυο ώρες πολεμούσαν με τα καριοφίλια τους όταν εχθρικό βόλι κτύπησε και έσπασε τον μηρό του Κατσαντώνη. Ο Ήρωας πρόσταξε τακτική υποχώρηση, τα παλληκάρια του ξεσπάθωσαν και κουβαλώντας τον αρχηγό τους και άλλους τρείς τραυματισμένους συντρόφους στους ώμους, όρμησαν και διασχίζοντας τις παρατάξεις των Αρβανιτάδων αποχώρησαν.Δυο νεκρά παλληκάρια και είκοσι Αρβανίτες έμειναν «στου ληστή» την ράχη…
Για έναν μήνα το Κατσαντωναίικο ασκέρι περιπλανιότανε στα δάση και τα βουνά του Ορεινού Βάλτου ελπίζοντας ότι τα γιατροσόφια του εμπειρικού γιατρού Θανάση Ντουφεκιά θα κάνανε καλά τον βαριά πληγωμένο Κατσαντώνη.
Ο ίδιος ο γιατρός τελικά συμβούλεψε τα παλληκάρια να πάνε τον αρχηγό τους στην Κέρκυρα, το μοναδικό μέρος που είχε Ευρωπαίους γιατρούς και τα μέσα για την θεραπεία του σοβαρού τραύματος.
Με καΐκι από τις ακτές Ξηρομέρου μετέφεραν τον Κατσαντώνη στην υπό την προστασία των Ρώσων Κέρκυρα, όπου νοσηλεύτηκε για τρείς μήνες. Όταν έγινε εντελώς καλά, ξαναγύρισε και βρήκε τους συντρόφους του και όπως γράφει χαρακτηριστικά το 1862 στο βιβλίο του «Βίος Κατζαντώνη» ο βιογράφος του Επαμεινώντας Φραγγίστας, (γιός του παλληκαριού του Κατσαντώνη Γιάννη Φραγγίστα) «τους φίλησε και ξανάρχισε με το ίδιο πείσμα τον αγώνα του κατά των Τούρκων».
Εκατοντάδες άνθρωποι περνούν καθημερινά από «του ληστή» την ραχούλα αλλά κανείς δεν σταματάει, δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Μέχρι πριν τριάντα χρόνια πολλοί περαστικοί σταματούσαν στην παρακείμενη βρύση της Βλάχας να πιούν νερό. Τώρα με τα εμφιαλωμένα νερά η στάση ξεχάστηκε. Λίγοι ξέρουν ότι εκεί δόθηκε η μάχη του Κατσαντώνη και ότι πολύ παλιά στην βρύση της Βλάχας όλοι οι οδοιπόροι ξαπόσταιναν και γευμάτιζαν με το ψωμοτύρι και τις ελιές που κουβαλούσαν στο σακούλι τους, έπιναν φρέσκο κρύο νερό, γέμιζαν τα ασκιά τους και συνέχιζαν την πορεία τους προς τα πάνω ή κάτω μέχρι να ξαναβρούν άλλη φυσική βρύση ή ρεματάκι-αμόλυντο εκείνα τα χρόνια.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.