Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να παρουσιάσει και να περιγράψει τα τρία ιστοριογραφικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην Ελλάδα από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και σήμερα. Έπειτα, θα αναλυθούν οι διαφορές και οι προβληματικές των μεθόδων και των ερμηνευτικών σχημάτων που χρησιμοποιούνται για την έρευνα της πολύπαθης δεκαετίας 1940-1950. Στο τρίτο, και τελευταίο, σκέλος της εργασίας παρουσιάζονται οι διαφορές και οι ομοιότητες της ελληνικής ιστοριογραφίας με την ευρωπαϊκή ιστορική μελέτη.
Η ελληνική ιστοριογραφία, αναφορικά με τη μελέτη της δεκαετίας του 1940, άλλαξε κατευθύνσεις στο πέρασμα του χρόνου. Τόσο το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, όσο και τα εργαλεία και τα ερμηνευτικά σχήματα που χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους, άλλαζαν κατά καιρούς το περιεχόμενο της ιστορικής μελέτης. Όπως θα δούμε παρακάτω, η εξέλιξη των ιστορικών μελετών στο χρόνο, είναι συνυφασμένη με τις πολιτικές μεταβολές του ελληνικού κράτους.
Η ιστοριογραφία μετά το τέλος της κατοχής των δυνάμεων του Άξονα το 1944 και μέχρι τη Μεταπολίτευση του 1974, χαρακτηρίζεται από την αντιπαλότητα που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Το 63% της βιβλιογραφικής παραγωγής αυτής της περιόδου είναι σαφώς προσκείμενη στη δεξιά προσδίδοντας σε αυτή ένα χαρακτήρα αντιεαμικό ή κατά του κομμουνισμού. Τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν αφορούν κυρίως προσωπικές εμπειρίες από την κατοχή και γράφτηκαν κατά τη διάρκεια ή στον απόηχο του εμφυλίου πολέμου. Η λογοκρισία της δεξιάς κυβέρνησης και η επιρροή του ψυχρού πολέμου στην Ελλάδα δημιουργούν ένα δύσβατο πεδίο που δεν ευνοεί τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών. Η επιστημονική βιβλιογραφία παραμένει αρκετά περιορισμένη στα χρόνια μέχρι το 1974. Αφού οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν ευνοούν την επιστημονική έρευνα, οι περισσότερες έρευνες διεξάγονται στο εξωτερικό.
Οι ηττημένοι του εμφυλίου έδωσαν βάση στους ένδοξους αγώνες της κατοχής. Το βασικό τους επιχείρημα είναι πως οι αγώνες του έθνους στα χρόνια της κατοχής προδόθηκαν από την εθνικόφρονη κυβέρνηση, αφού η τελευταία επέλεξε να στρατολογήσει τους συνεργάτες του κατακτητή. Η ιδεολογία της νικήτριας παράταξης, όμως, ήταν αυτή που κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο. Οι νικητές προέβαλαν τον εμφύλιο πόλεμο ως τη συνέχεια των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον του ξένου εισβολέα και εξαίρεσαν τους εχθρούς τους από το εθνικό σύνολο. Το ΕΑΜ προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα και να επιβάλλει την κυριαρχία του στα χρόνια της κατοχής. Οι εθνικόφρονες κατασκεύασαν το ερμηνευτικό σχήμα των τριών γύρων το οποίο αφορά τη δράση του ΚΚΕ και την προσπάθειά του να κυριαρχήσει πολιτικά με τη βία. Ο πρώτος γύρος διαρκεί από το 1941 έως το 1944, δηλαδή τα χρόνια της τριπλής κατοχής και αφορά τις διαμάχες μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Ο δεύτερος γύρος αφορά τα Δεκεμβριανά, δηλαδή τα γεγονότα στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1944. Ο τρίτος περιγράφει την πολεμική των χρόνων 1946 έως 1949. Άξιο αναφοράς είναι ότι μέχρι και το 1989 τα γεγονότα των ετών 1946 έως 1949 αναφέρονται σε όλα τα επίσημα έγγραφα ως «συμμοριτοπόλεμος».
Το 1974 εμφανίζεται μια νέα τάση στην ιστοριογραφία. Το μοντέλο της παραδοσιακής ιστοριογραφίας που ήταν σε ισχύ μέχρι το 1974 δίνει τη σκυτάλη στους αναθεωρητές. Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού με τη άνοδο της Αριστεράς το 1981 επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη μελέτη της δεκαετίας του 1940. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 79% της βιβλιογραφικής παραγωγής μετά τη δικτατορία και έως το 2003, έχει αριστερό περιεχόμενο ή φιλικό προς το ΕΑΜ. Η Αριστερά διαχωρίζει το λαό από τους προδότες, απαντώντας έτσι στον πατριωτισμό των εθνικοφρόνων που απέκλειαν τους κομμουνιστές από το σώμα των αγωνιστών της κατοχής. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, όσοι αγωνίστηκαν κατά του κατακτητή ανήκουν στο λαό, κάτι που δεν ισχύει για όσους συνεργάστηκαν με τους ξένους εισβολείς. Η εθνικοφροσύνη, από επίσημη κρατική ιδεολογία, αποκτά αρνητικό νόημα στην ιστορική αφήγηση. Ο νόμος Ν. 1285 του 1982 αναγνωρίζει επίσημα την ΕΑΜική αντίσταση στο πλαίσιο της Εθνικής Αντίστασης. Ο ΕΛΑΣ έχει πλέον προεξέχουσα θέση στους αντιστασιακούς αγώνες.
Ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων έχει κεντρική θέση στην ιστορική μελέτη των αναθεωρητών. Αξιοποιεί τα διπλωματικά και στρατιωτικά αρχεία της Μ. Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Γερμανίας και θέτει ερωτήματα σχετικά με την παγιωμένη άποψη των παραδοσιακών που υποστηρίζουν ότι οι συμμαχικές δυνάμεις λειτούργησαν ως απελευθερωτές στην περίπτωση της Ελλάδας. Με αυτόν τον τρόπο, το ελληνικό ζήτημα εντάσσεται στο διεθνές πλαίσιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι αναθεωρητές απαντούν και στο σχήμα των τριών γύρων των παραδοσιακών. Η νέα περιοδολόγηση που προτείνουν χωρίζεται στην περίοδο της Αντίστασης 1941-1944, τη Λευκή τρομοκρατία των ετών 1945-1946 και τον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-1949. Αυτή η περιοδολόγηση λειτουργεί, αυτή τη φορά, προς όφελος των αριστερών. Η εισαγωγή της Λευκής τρομοκρατίας σαν ξεχωριστή περίοδο, θυματοποιεί τους υποστηρικτές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, δαιμονοποιώντας τη βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα. Η Αντίσταση λειτουργεί σαν σώμα ενιαίο και καθολικό, λαμβάνοντας λαϊκό χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο, η Αντίσταση αποπολιτικοποιείται. Από το σχήμα των τριών γύρων, μόνο η περίοδος του εμφυλίου παρέμεινε σταθερή στη νέα περιοδολόγηση.
Με την ψήφιση του νόμου για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και την κατάρρευση του κομμουνισμού με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου το 1989, η πανεπιστημιακή κοινότητα στρέφει το βλέμμα της στο θέμα του εμφυλίου πολέμου. Τότε εμφανίζονται νέες τάσεις στην ιστορική έρευνα της επίμαχης περιόδου. Οι μετα-αναθεωρητικές εργασίες αμφισβητούν τις δύο προηγούμενες τάσεις ως προς την εικόνα που παρουσιάζει η κάθε μια, για τη δεκαετία του 1940. Στοχεύουν στο μαζικό επίπεδο με νέα εργαλεία και μεθόδους που αντλούν από διαφορετικές επιστήμες. Η έρευνα των μετά-αναθεωρητών στηρίζεται στη διεπιστημονικότητα. Διαφορετικές επιστήμες όπως η ανθρωπολογία, η πολιτική επιστήμη και οι κοινωνικές επιστήμες συμβάλλουν στη μελέτη της περιόδου και προάγουν νέες πολυδιάστατες έρευνες που αφορούν τόσο τα γεγονότα της δεκαετίας, όσο και τις συνέπειες που προκάλεσαν μετέπειτα. Γίνεται επίσης κατανοητή η αξία της προφορικής ιστορίας, που αποτελεί ένα νέο μέσο για την επιστημονική έρευνα.
Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς και τους αναθεωρητές, οι μετα-αναθεωρητές δεν ανήκουν σε κάποια ορισμένη πολιτική ιδεολογία. Στη δημόσια σφαίρα ο κομμουνισμός εξομοιώνεται με το φασισμό. Με τη νέα τάση να επικρατεί τα τελευταία χρόνια, η ιστορική αφήγηση παύει να ασχολείται αποκλειστικά με την πολιτική ιστορία και στοχεύει στη συλλογική μνήμη και την κοινωνική εμπειρία. Αυτή η αλλαγή οδηγεί σε έρευνες πολύπλοκων θεμάτων και σκοτεινών πλευρών του πολέμου όπως ο δωσιλογισμός, η εξόντωση των ελλήνων Εβραίων κ.α.
Ένα πρόβλημα, τόσο του παραδοσιακού, όσο και του αναθεωρητικού μοντέλου είναι η επικέντρωση στην κυρίαρχη ελίτ και η αδυναμία κατανόησης του απλού λαού. Από τη μια μεριά αυτό γίνεται φανερό από τη στιγμή που πριν από τη δεκαετία του 1980 είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με αυτούς τους κοινούς ανθρώπους και από την άλλη η βάση εκκίνησης της έρευνας τόσο των παραδοσιακών όσο και των αναθεωρητών είναι πολιτικοποιημένη, ενδιαφέρεται για την τάξη των ελίτ, της διπλωματίας και δε δίνει καμία βαρύτητα στην τοπικότητα. Οι δύο αυτές τάσεις θεωρούν πως ο απλός λαός απλά φέρει τις πολιτικές που τους μεταδίδει η ελίτ. Οι μετα-αναθεωρητές, εντοπίζοντας το πρόβλημα αυτό, μεταφέρουν την έρευνα στην αντίθετη κατεύθυνση. Ξεκινούν, δηλαδή, την έρευνα από τη μάζα, δηλαδή από τα κάτω. Για τους μετα-αναθεωρητές, η υποκειμενικότητα εξετάζεται ανεξάρτητα από τη συλλογικότητα μέσα στην οποία ανήκει.
Η μετάβαση από τη μια τάση στην άλλη δεν ήταν εύκολη. Για τους παραδοσιακούς, η ένταξη νέων ερευνητικών μεθόδων για θέματα δύσκολα ή απροσπέλαστα, δεν ήταν καθόλου εύπεπτη και την αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό. Προέβλεπαν πως η εισροή νέων εργαλείων θα μπορούσε να μειώσει την κατανόηση της ιστορίας ή να υποβαθμίσει σημαντικές πτυχές της ιστορίας όπως είναι η πολιτική ιστορία ή οι διάφορες πλευρές των συγκρούσεων. Η καχυποψία αυτή είναι έκδηλη στην προφορική ιστορία. Πράγματι, ενώ η προφορική ιστορία συνεισέφερε στην ιστορία του εμφυλίου, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από τους παλαιότερους ιστορικούς. Ακόμα όμως και σήμερα, ενώ η προφορική ιστορία μπορεί μέσω της μνήμης και των βιωμάτων να προσφέρει πολλά σε έρευνες για πολέμους εμφύλιου χαρακτήρα, δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε, πλην ελάχιστων παραδειγμάτων.
Η εισαγωγή του κοινωνικού πεδίου και κατ’ επέκταση νέων μεθόδων στην ιστορική έρευνα των μετά-αναθεωρητών, δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις. Μέσα από αυτά τα νέα πεδία αναδεικνύεται η τοπικότητα. Πράγματι, πολλοί ιστορικοί κινήθηκαν στη μελέτη των τοπικών φαινομένων. Η κριτική που ασκήθηκε σε τέτοιου τύπου μελέτες αφορά τον κίνδυνο που ενέχει να υποτιμηθεί η κεντρική ιστορική εικόνα εξαιτίας της διάσπασής της σε μικρότερες διαφορετικές περιπτώσεις. Έτσι, η κοινωνία δεν θα είναι ένα σύνολο, παρά θα αποτελείται από επί μέρους διαφορετικές περιπτώσεις κοινωνιών. Η γενική εικόνα, λοιπόν, κινδυνεύει να χαθεί στο όνομα του μερικού. Το ζήτημα στην περίπτωση αυτή, είναι οι τοπικές ιδιαιτερότητες να μπορούν να ενωθούν μεταξύ τους προκειμένου να εξαχθεί ένα σύνολο που να εντάσσεται στην κατοχή της Ελλάδας και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αλληλεπίδραση του τοπικού με το καθολικό είναι ένα βασικό ζήτημα με το οποίο ο ιστορικός πρέπει να έρθει αντιμέτωπος. Η τοπικότητα επηρεάζεται από τις κατοχικές συνθήκες και αλληλεπιδρά με την καθολικότητα. Επιπλέον, οι συγκρούσεις δεν έχουν πάντοτε πολιτικό χαρακτήρα. Η επιλογή στρατοπέδου μπορεί να οφείλεται σε άλλους λόγους αντιπαράθεσης (εκδίκηση, οικογενειακές διαμάχες, οικονομικά κίνητρα, κ.α.). Βέβαια όσο πλησιάζουμε στο τέλος της κατοχής, η συμμετοχή στα Τάγματα Ασφαλείας γίνεται πιο συνειδητή επιλογή και βασίζεται σε πολιτικούς λόγους.
Ένα βασικό ζήτημα που προκάλεσε τη διαμάχη των ιστορικών πρόσφατα, είναι η πρόταση των μετά-αναθεωρητών για την έναρξη του εμφυλίου πολέμου από το 1943. Το βασικό επιχείρημα για τη νέα περιοδολόγηση του εμφυλίου είναι πως σε όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν εμφύλιες συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές υποκινούνται από το Κομμουνιστικό Κόμμα που έχει ως στόχο της κατάληψη της εξουσίας. Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι πως πράγματι υπήρξαν συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της κατοχής αλλά αυτές εντάσσονται σε διαφορετικό πόλεμο, κάτω από διαφορετικές συνθήκες και οι συμμετέχοντες σε αυτό τον πόλεμο, είναι άλλοι. Η επαναχρονολόγηση της έναρξης των εμφυλίων συγκρούσεων δέχτηκε κριτική από την αριστερά με το επιχείρημα ότι οι νέοι ερευνητές προσπαθούν να απονομιμοποιήσουν τις πρακτικές του ΕΑΜ και να επαναφέρουν μια αντικομμουνιστική διάθεση στο όνομα του καπιταλισμού. Κατηγορήθηκαν πως οι προθέσεις τους χαρακτηρίζονται είτε από αφέλεια είτε από σαφή πολιτική διάθεση. Οι μετα-αναθεωρητές απάντησαν πως η επιλογή τους είναι καθαρά επιστημονική, επισημαίνοντας την αντιπολιτευτική τους διάθεση. Η διαμάχη, φυσικά, απέκτησε πολιτικό χαρακτήρα. Η διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της περιοδολόγησης δεν είναι τυχαία. Οι ιστορικοί διαφωνούν αν το σχήμα των τριών γύρων είναι ερμηνευτικό σχήμα ή πολιτικό εργαλείο. Σε κάθε περίπτωση, οι περιοδολογήσεις φαίνεται να εξυπηρετούν το πολιτικό κατεστημένο τόσο στους παραδοσιακούς όσο και στους αναθεωρητές. Φαίνεται, πάντως, πως η περιοδολόγηση είναι άμεσα συνδεδεμένη, τόσο με τις συγκρούσεις μεταξύ Eλλήνων όσο και με τα πολιτικά γεγονότα και την ερμηνεία τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, διάφορες πτυχές της κρίσιμης δεκαετίας αποσιωπώνται προκειμένου να υπερτονιστούν άλλες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επικέντρωση στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου με αποτέλεσμα να αμεληθεί η κατοχική περίοδος. Οι διαφορετικές διαστάσεις του εμφυλίου υποβαθμίζονται προκειμένου να προβληθούν σε πρώτο πλάνο οι εμφύλιες συγκρούσεις. Το θέμα της βίας χαρακτηρίζει περιόδους όπως είναι η κατοχή και οι εμφύλιες συγκρούσεις. Οι νεότερες μελέτες αναφέρονται εκτενώς στη βία που συντελείται στο πλαίσιο των εμφύλιων συγκρούσεων στα κατοχικά χρόνια. Η βία που ασκείται, ερμηνεύεται ως ο βασικός λόγος που ο λαός επιλέγει να στρατολογηθεί με όποιον τον συμφέρει. Αυτή η ερμηνεία μειώνει άλλες πιθανές αιτίες για τις οποίες ο απλός λαός θα μπορούσε να ενταχθεί σε κάποια ορισμένη παράταξη. Η βία έχει διάφορες προεκτάσεις και μπορεί να λειτουργεί με διαφορετικούς τρόπους μέσα στην κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο η βία είναι ένα φαινόμενο που παράγεται από τις ίδιες τις συνθήκες και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αγνοηθεί αλλά πρέπει να μελετάται βασιζόμενη στο ιστορικό πλαίσιο όπου εκδηλώνεται.
Ένα άλλο πρόβλημα της ιστοριογραφίας αυτής της δεκαετίας, είναι ότι κινδυνεύει να απομονωθεί από την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας. Οι αλλαγές που συμβαίνουν στο εσωτερικό της χώρας την περίοδο αυτή, μπορεί να είναι αποτελούν μια τομή στην ιστορία της, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει συνέχεια με την περίοδο πριν τον πόλεμο και μετά το τέλος του εμφυλίου. Αν και οι αλλαγές είναι σαρωτικές, η προηγούμενη κατάσταση τείνει να επηρεάσει την κοινωνία ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ τα κληροδοτήματα του πολέμου επηρεάζουν τη μεταπολεμική περίοδο.
Οι ηττημένοι του εμφυλίου πολέμου, απαντώντας στο σχήμα που δώσανε οι εθνικόφρονες (εθνικόφρονες – μη εθνικόφρονες) απαντούν δημιουργώντας το σχήμα αντίστασης – συνεργασίας. Διαχωρίζουν δηλαδή τους Έλληνες κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, σε εκείνους που αντιστάθηκαν στον κατακτητή και σε εκείνους που συνεργάστηκαν μαζί τους για οποιοδήποτε όφελος. Οι δωσίλογοι ή προδότες, όπως ονομάστηκαν, μετά τον πόλεμο και σε ολόκληρη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, συνεργάστηκαν στενά και με την πολιτική ηγεσία του κράτους. Το πρόβλημα της έρευνας του δωσιλογισμού είναι πως συχνά αξιολογείται με ηθικά κριτήρια, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στη δημόσια σφαίρα. Οι πράξεις των δωσίλογων πρέπει να ερευνώνται και να ερμηνεύονται σε συνάρτηση με το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησαν. Επιπλέον πρέπει να αποφεύγονται απλουστευμένα δίπολα όπως προδότες ή πατριώτες. Οι διαστάσεις του φαινομένου είναι πολλές και πρέπει να ερευνώνται προσεκτικά προκειμένου να διεξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα. Οι εμπλεκόμενοι ερευνητές με το θέμα του δωσιλογισμού, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την έκταση του φαινομένου παρά τις συνθήκες που επικρατούσαν. Πράγματι η έκταση του δωσιλογισμού είναι υπερβολικά μεγάλη αν λάβουμε υπόψη μας ότι το μίσος εναντίον του κατακτητή ήταν κάτι που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία, ενώ δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα οργανωμένα κινήματα για τη στρατολόγησή τους. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η χρονική περίοδος και ο τόπος όπου αναπτύχθηκαν. Σημαντικά, επίσης, στοιχεία είναι οι πολιτικές επιδιώξεις τους, οι σχέσεις που ανέπτυξαν με τους κατακτητές, τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά των ατόμων που τους αποτελούν και τέλος η αντιμετώπιση που είχαν από τους αντιπάλους τους τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και έπειτα.
Ένα χρήσιμο εργαλείο που δεν έχει αξιοποιηθεί αρκετά στην Ελλάδα, είναι η συγκριτική μέθοδος. Προβλήματα που αναφέρονται ως «ελληνικά», όπως η αντίσταση στις κατοχικές δυνάμεις ή το ολοκαύτωμα των ελλήνων Εβραίων, αντιμετωπίζονται λανθασμένα ως ένα πρόβλημα που αφορά την Ελλάδα και μόνο. Αυτή η οπτική εμποδίζει την ένταξη της ελληνικής πολεμικής συμμετοχής στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κατάσταση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της μεταπολεμικής εποχής. Η μέθοδος αυτή θα μπορούσε να έχει σημαντική συμβολή και στο θέμα του δωσιλογισμού. Χωρίζοντας τη μελέτη σε τρία επίπεδα (τοπικό, εθνικό, διεθνές) και αξιοποιώντας την τοπική έρευνα παράλληλα με την αρχειακή, θα προέκυπταν σημαντικά αποτελέσματα σε ποσοτικά στοιχεία που τα άλλα επίπεδα δεν μπορούν να προσφέρουν. Έτσι, προκύπτει ο συνδυασμός ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης μέσω των συγκρίσεων μπορεί να προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα σε έρευνες. Η σύγκριση, βέβαια, δε χρειάζεται να μείνει μόνο στο πλαίσιο του τοπικό-εθνικού αλλά να χρησιμοποιηθούν και συγκρίσεις διακρατικού χαρακτήρα.
Το ζήτημα το δωσιλογισμού δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό ζήτημα, αλλά διεθνές. Πρόκειται για ένα θέμα που απασχόλησε και απασχολεί τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες φανερώνοντας το πολυδιάστατο της υπόθεσης. Ενώ στην Ελλάδα ο δωσιλογισμός συνδέθηκε στενά με τη συνεργασία των Ελλήνων με τις κατοχικές δυνάμεις, οι ερευνητές της Γαλλίας του Βισύ διαχώρισαν τον όρο δωσιλογισμό (collaborationism) από αυτόν της συνεργασίας (collaboration) βασιζόμενοι στους λόγους που ώθησαν τους Γάλλους να συνεργαστούν ή να γίνουν δωσίλογοι. Η συνεργασία των κρατικών κυβερνήσεων με τη Νέα Τάξη των Ναζί απέβλεπε στην επίτευξη στόχων μέσα στο πλαίσιο των εθνικών συμφερόντων. Επιπλέον, η άνοδος του εθνικισμού στην Ευρώπη συνέβαλε στην τάση συνεργατικών συμπεριφορών. Το ίδιο βέβαια συνέβη και στην Βόρειο Ελλάδα όπου η συνεργασία της ελληνικής πολιτικής ελίτ με τους Γερμανούς εποφθαλμιούσε στην αναχαίτιση των βουλγαρικών βλέψεων για προσάρτηση ελληνικών εδαφών. Ο αντικομμουνισμός επίσης είναι άλλη μια ιδεολογία που αναπτύχθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Ο αντικομμουνισμός εξηγεί την απότομη αύξηση του δωσιλογισμού στην Ελλάδα από το 1943 και έπειτα. Δύο λόγοι που ο αντικομμουνισμός αυξήθηκε ραγδαία είναι η γρήγορη προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ευρώπη και τα δεινά που έζησε εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων.
Η ιστορική αφήγηση στην Ελλάδα, όπως σε όλες τις ευρωπαϊκές δυτικές χώρες, λειτούργησε με σκοπό να επαναφέρει την εθνική ενότητα στα εσωτερικά του κράτους. Ο βασικός διαχωρισμός της επικρατούσας μνήμης των νικητριών δυνάμεων από τη μια και η απαγορευμένη μνήμη των ηττημένων δεν ήταν μόνο ελληνικό χαρακτηριστικό. Ήταν ένας διαχωρισμός που επικράτησε σε όλα τα δυτικά κράτη που υπήρχε η ανάγκη να ενισχυθεί ο κοινωνικός ιστός και η κρατική οντότητα. Στην ανατολική Ευρώπη, αντίθετα, έπρεπε να γίνει μια ανακατασκευή του παρελθόντος προκειμένου να ισορροπήσουν τα κράτη στη νέα πραγματικότητα. Οι αντιστασιακές οργανώσεις περιθωριοποιούνται τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα με την περίπτωση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Η διαμάχη των ιστορικών για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μνήμη του, στη Γερμανία, θυμίζει την ίδια διαμάχη που έγινε στην Ελλάδα λίγο αργότερα. Στη διετία 1986-1988 η «διαμάχη των ιστορικών» (Historikestreit) προκάλεσε τεράστια παραγωγή άρθρων και βιβλίων. Η συζήτηση, σε πολύ έντονο κλίμα, αφορούσε θέματα για την άνοδο του ναζισμού, τη σύγκριση φασισμού – κομμουνισμού και την πολιτική φυσιογνωμία της μεταπολεμικής Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Παρόμοιο κλίμα υπήρξε και στη Γαλλία με έναυσμα όχι τόσο την ιστοριογραφία όσο την κινηματογραφική παραγωγή. Από το 1971 μέχρι και το 1978 η τεράστια παραγωγή ταινιών για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επανέφερε το θέμα του πολέμου στη δημόσια συζήτηση. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η παραγόμενη βιβλιογραφία στη Γαλλία παρουσιάζει μεγάλη αύξηση τα χρόνια 1964 έως 1975. Όμοια όμως με την Ελλάδα, παρουσιάζεται αύξηση της βιβλιογραφίας τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο (1945-1951) και ακολουθεί μια ύφεση τα χρόνια 1952 έως 1963.
Στην Ιταλία κυριάρχησε το δίπολο αντιφασισμός- αντίσταση σε έναν επιστημονικό λόγο σαφώς πολιτικοποιημένο. Από τα μέσα του ’70 και τα τέλη ’80 παρατηρείται μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο φασισμό και τον αντιφασισμό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ιταλική αντίσταση αναφέρεται ως εμφύλιος πόλεμος. Στο Βέλγιο, υπήρξε αποχή από οποιαδήποτε επίσημη τοποθέτηση κατά της γερμανικής κατοχής. Στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1989 αποθεώθηκε η κομμουνιστική αντίσταση στο ναζισμό και το φασισμό. Από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και έπειτα άνοιξαν οι δρόμοι για νέες έρευνες. Στην Ουγγαρία μέχρι τη δεκαετία του ’70 αποσιωπήθηκε το Ολοκαύτωμα των Εβραίων και οι ευθύνες της ουγγρικής κοινωνίας σε αυτό. Ακόμα μεγαλύτερη διαμάχη για το Ολοκαύτωμα προκλήθηκε στην Πολωνία, με την κοινωνία της να κατηγορείται για την αδιαφορία και τη συμμετοχή των Πολωνών απέναντι στο χαμό των Εβραίων.
Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις στα κράτη που αναφέρθησαν έχουν κοινά σημεία με την ελληνική συζήτηση. Παρόλο που κάθε κράτος είχε διαφορετικό ρόλο στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένα σημεία παρουσιάζουν ομοιότητες σε σχέση με την Ελλάδα. Όπως στην Ιταλία, έτσι και στην Ελλάδα οι ιδεολογικές αντιθέσεις που οδηγούν σε εμφύλια σύρραξη είναι φανερές. Η αποσιώπηση σκοτεινών πλευρών του Βελγίου συνέβη και στην Ελλάδα με τα θέματα – ταμπού που κυριαρχούν στην ελληνική δημόσια μνήμη. Η αποθέωση της αριστερής αντίστασης στην ΕΣΣΔ εκφράζεται και στην Ελλάδα μετά το 1981. Η ελληνική συμμετοχή στο ολοκαύτωμα των Εβραίων στη Βόρειο Ελλάδα δεν απέχει και τόσο από τις περιπτώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Πράγματι, τα παραπάνω παραδείγματα αποδεικνύουν πως τα ελληνικά πράγματα εντάσσονται σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό, τουλάχιστον, πλαίσιο και δεν αποτελούν μόνο ελληνικά χαρακτηριστικά.
Στην παρούσα εργασία έγινε ανάλυση των ιστοριογραφικών τάσεων που ακολούθησαν τη δεκαετία 1940-1950 από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και τις μέρες μας. Μέσα από την πορεία των τάσεων αυτών, γίνεται κατανοητό πως λειτουργεί η ιστορική μνήμη στην εκάστοτε χρονική περίοδο και πως οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της κάθε περιόδου επηρεάζουν ή και ορίζουν το περιεχόμενο της ιστορικής μνήμης. Επιπλέον, παρουσιάστηκαν οι προβληματικές και οι διαμάχες των μεθόδων της ιστορικής έρευνας, των ερμηνευτικών σχημάτων και των εργαλείων που χρησιμοποιεί ο ιστορικός προκειμένου να μελετήσει μια τόσο δύσκολη και πολυδιάστατη περίοδο. Τέλος, έγιναν αναφορές στην ιστοριογραφία και τη δημόσια μνήμη ευρωπαϊκών κρατών που συμμετείχαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να γίνει μια σύγκριση της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας με την ελληνική.
Δημήτρης Παπαγιαννάκης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνίου Γιώργος και Μαραντζίδης Νίκος, «Το επίμονο παρελθόν», στο, Γ. Αντωνίου και Ν. Μαραντζίδης (επιμ.), Η εποχή της σύγχυσης. Η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία, Αθήνα: Εστία, 2008, σ. 11-45.
Βόγλης Πολυμέρης, Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941-1944, Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια, 2010
Δαλκαβούκης Βασίλης και Πασχαλούδη Ελένη, «Εισαγωγή», στο, Β. Κ. Δαλκαβούκης, Ε. Πασχαλούδη, Ηλ. Σκουλίδας, Κ. Τσέκου (επιμ.), Αφηγήσεις για τη δεκαετία του 1940. Από το λόγο του κατοχικού κράτους στη μετανεωτερική ιστοριογραφία, Αθήνα: Επίκεντρο 2012, σ. 23-39.
«Εισαγωγή», στο, Π. Βόγλης, Φλ. Τσίλαγα, Ι. Χανδρινός, Μ. Χαραλαμπίδης (επιμ.), Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2012, σ. 7-25.
Καλύβας Στάθης, «Μεθοδολογικές προϋποθέσεις της μελέτης του δωσιλογισμού», στο, I. Μιχαηλίδης, H. Νικολακόπουλος, H. Fleischer (επιμ.), “Εχθρός” εντός των τειχών: Όψεις του δωσιλογισµού στην Ελλάδα της Κατοχής, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2006, σ. 79-90.
Λιάκος Αντώνης, «Αντάρτες και συμμορίτες στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα», στο, Χ. Φλάϊσερ (επιμ.), Η Ελλάδα ’36-’49: Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο, Τομές και συνέχειες, Αθήνα: Καστανιώτης, 2003, σ. 25-36.
Mazower Mark, «Συνεργασία: το ευρωπαϊκό πλαίσιο», στο, I. Μιχαηλίδης, H. Νικολακόπουλος, H. Fleischer (επιμ.), “Εχθρός” εντός των τειχών: Όψεις του δωσιλογισµού στην Ελλάδα της Κατοχής, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2006, σ. 23-31.
«Στρογγυλή Τράπεζα», στο, Ι. Μουρέλος & Ι. Δ. Μιχαηλίδης (επιμ.), Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος. Μια αποτίμηση: Πολιτικές, ιδεολογικές, ιστοριογραφικές προεκτάσεις, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα & Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 2007, σ. 195-222.
Τζούκας Βαγγέλης, «Ο εμφύλιος μέσα τους. Σύγχρονες ερμηνείες για τη δεκαετία 1940-1950 και πολιτικές διαμάχες στην ελληνική μετανεωτερικότητα», στο, Β. Κ. Δαλκαβούκης, Ε. Πασχαλούδη, Ηλ. Σκουλίδας, Κ. Τσέκου (επιμ.), Αφηγήσεις για τη δεκαετία του 1940. Από το λόγο του κατοχικού κράτους στη μετανεωτερική ιστοριογραφία, Αθήνα: Επίκεντρο 2012, σ. 399-416
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.