Τα πετρογλυφικά στο Σπήλαιο Ασφέντου στην περιοχή Σφακίων Χανίων στην Δυτική Κρήτη δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Περιλαμβάνουν μια ποικιλία γεωμετρικών και αφηρημένων μοτίβων, καθώς και τετράποδα. Ο προσδιορισμός της απόλυτης χρονολογίας των χαρακτικών αυτών είχε αποδειχθεί προβληματικός. Η αρχική δημοσίευση τα χρονολόγησε πριν από 8.500 χρόνια, αλλά… κάποιοι τα είπαν της… Εποχής Χαλκού ή της μινωικής πριν από 5.000 χρόνια…
Αλλά μια πρόσφατη μελέτη των πετρογλυφικών, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Archaeological Science λέει ότι τουλάχιστον μερικά από αυτά έγιναν, στην πραγματικότητα κατά την διάρκεια της Ύστερης Πλειστόκαινης ή της Άνω Παλαιολιθικής περιόδου!
Με φωτογραμμετρία οι ερευνητές παρήγαγαν ένα λεπτομερές 3-D μοντέλο των χαράξεων. Αν και πολλά από τα γλυφικά έχουν μικρότερο από…1 χιλιοστό βάθος, το μοντέλο ήταν σε θέση να συλλάβει την επιφάνεια με ακρίβεια 0,01 χλστ. και να συλλάβει ακόμη και μικρολεπτομέρειες. Από το 3-D μοντέλο δημιουργήθηκε ορθοφωτομετρικό ακριβές. Αυτό χρησιμοποιήθηκε για την ανίχνευση ενός νέου σχεδίου των πετρογλυφικών. Αυτή η προσέγγιση απέδωσε ένα πιο ακριβές και λεπτομερές σχέδιο, από αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί με πιο παραδοσιακές μεθόδους.
Έτσι εντοπίσθηκαν σχέδια, πολύ πιο σχολαστικά από ό,τι ήταν δυνατόν να δουν οι προηγούμενοι μελετητές, που εξέτασαν το σπήλαιο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ορισμένες τομές ήταν σκαλισμένες αργότερα από άλλες, δείχνοντας μια χρονική συνέχεια (ακολουθία) των χαρακτικών. Ανακαλύφθηκαν 4 σημαντικά γεγονότα ή επίπεδα χαρακτικής.
Τα ανασκαφικά απολιθώματα από ελάφια από τα σπήλαια Λύκου και Γερανίου δείχνουν ότι τα 37 τετράπτοδα στο βασικό επίπεδο ομοιάζουν περισσότερο με εξαφανισμένα ελάφια-νάνους (Candiacervus) του Πλειστόκαινου και όχι με άγρια κατσίκια της Κρήτης (agrimia Capra aegragus cretica) του 7000 π.Χ. και ένα κοινό μοτίβο τέχνης της Εποχής του Χαλκού (δηλαδή την μινωική). Κατά συνέπειαν, το βασικό επίπεδο των πετρογλυφικών είναι παλαιολιθικά (πριν από 12.000 χρόνια), και είναι η αρχαιότερη εικονοτεχνία στην Κρήτη και στην Ελλάδα.
Τα τέσσερα επίπεδα που αναγνωρίσθηκαν από την ακολουθία χαρακτήρων έχουν επίσης διαφορετικά αντίστοιχα σήματα εργαλείων και εικονογραφία.
Στο επάνω επίπεδο ευρέθησαν βαθειά σκαλισμένα μια «βάρκα» και ένα «αστέρι». Είναι φιλοτεχνημένα από ένα εργαλείο με βαθύτερη τομή και διαφορετικό από τα υποκείμενα επίπεδα.
Στο Επίπεδο 2, βρέθηκε μια σειρά κυπέλλων, διατεταγμένη σε διάφορους σχηματισμούς, όπως σε κύκλους και σπείρες. Η σημασία αυτών είναι αινιγματική. Παρόμοιες κυψέλες-κύπελλα έχουν βρεθεί και στα νησιά της Άνδρου, της Νάξου, αλλά και αλλαχού της Κρήτης, τα οποία είναι σταθερά χρονολογημένα στην Τελική Νεολιθική ή στις πρώτες φάσεις της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (περίπου 3500-2800 π.Χ.). Κατά συνέπειαν, τα Επίπεδα 3 & 4 έχουν ημερομηνία πρωιμότερη.
Στα Επίπεδα 3 & 4 βρέθηκαν 37 τετράποδα και «κουπιά». Στο επίπεδο 3 υπάρχουν τουλάχιστον 17 εικόνες με μορφές «κουπιών», των οποίων η ερμηνεία παραμένει αινιγματική. Φαίνεται να είναι χαραγμένα από τον ίδιο τύπο εργαλείου που χρησιμοποιήθηκε για τα τετράποδα στο επίπεδο 4. Ίσως υποδηλώνουν εργαλεία κυνηγιού. Οι ερευνητές κατέγραψαν ένα κοπάδι τουλάχιστον 37 τετράποδων, ενώ οι παλαιότεροι μελετητές αναγνώρισαν 19-20 ή 24-25. Αυτά είναι μηρυκαστικά με μακρά κρανιακά προσαρτήματα, γενικά ασθενώς καμπυλωμένα και έχουν διαφορετικά μήκη σε σχέση με το μήκος του σώματος. Σε μερικά τετράποδα, τα εξαρτήματα είναι πιο οριζόντια, ενώ άλλα είναι μικρά με σαφή αλλαγή γωνίας στα μισά. Κανένα από τα εξαρτήματα δεν έχει σχήμα όπως των σύγχρονων αγριοκάτσικων (agrimia). Τα εξαρτήματα δεν είναι διχαλωτά, αλλά ομαλά.
Το εξαφανισμένο ενδημικό ελάφι της Κρήτης (Candiacervus).
a.Curved ropalophorus-type of antler (AMPG(V) 560; Gerani Cave 4).
b.Multitined, short antler of Candiacervus sp. IIc (AMPG(V) 561; Liko Cave).
c.Antler with bifurcation of the first tine and a short back tine of Candiacervus sp. IIb (AMPG(V) 1733; Liko Cave).
d.Straight ropalophorus-type antler (Ge4–2870; Gerani Cave 4).
e.composite mount of an adult stag of a dwarf form (withers height c. 50 cm) with ropalophorus-type of antler d
ΠΗΓΗ: G. Lyras / Λύρας, S. Murray and A. van der Geer.
Στην ιστορία των οπληφόρων στην Κρήτη, στα τέλη του Πλειστόκαινου ή του Άνω Παλαιολιθικού (περίπου 12.000 πριν από σήμερα), υπήρχαν 7-8 είδη ελαφιών, που ανήκαν στο γένος Candiacervus. Τα μεγαλύτερα είχαν πολυεπίπεδα κέρατα. Μόνο το ελαφρύ ελάφι, Candiacervus ropalophorus, και ένα σχετικό είδος (που δεν έχει ακόμη περιγραφεί πλήρως και επίσημα ονομασθεί), είχαν μοναδικά περίεργα επιμήκη κέρατα, και ένα μικρό.
Το ελάφι-νάνος στο τέλος της Εποχής των Παγετώνων ήταν περίπου 40 εκατοστά υψηλό στο επίπεδο του ώμου του ως ενήλικας. Αντίθετα, είχε ασυνήθιστα μακρά κέρατα που καμπυλώνουν απαλά προς τα πίσω. Η χερσαία πανίδα αυτών των νάνων είναι κοινή σε νησιωτικά περιβάλλοντα. Αυτή είναι η εξέχουσα χερσαία πανίδα κατά το τέλος του Παλαιού Πλειστόκαινου ή του Άνω Παλαιολιθικού (περίπου πριν από 12.000 χρόνια).
Αριστερά: Κέρατο, που δείχνει την ελαφρά καμπυλότητα προς το πρόσθιο.
Από το σπήλαιο Γεράνι 4. Δεξιά: Λεπτομέρεια ενός τετράποδου από το επίπεδο 4 του Ασφέντου. [ΠΗΓΗ: C. Kolb].
Δεν υπάρχουν στοιχεία από την Μεσολιθική Κρήτη (περίπου 10.000-7000 π.Χ.). Τα κατάλοιπα στην Νεολιθική Κνωσό έχουν τους γνωστούς τύπους αιγοπροβάτων, βοοειδών και χοίρων. Τα αγρίμια (Agrimia Capra aegragus cretica) είναι άγριες μορφές κατσίκας και δεν μπορεί να προηγηθούν του 7000 π.Χ., αρκετές χιλιάδες χρόνια μετά την εξαφάνιση του γένους Candiacervus. Στο Ολόκαινο (10.000 π.Χ.-σήμερα) υπάρχουν ερυθρά ελάφια και ελάφια, τα οποία έχουν παλαμοειδή ή διχαλωτά κέρατα.
Κατά συνέπειαν, τα Candiacervus ropalophorus και τα αγρίμια (agrimia Capra aegragus cretica) είναι τα μόνα δύο είδη που θα μπορούσαν να έχουν τόσο απλά, αδιαίρετα κρανιακά επιπρόσθετα. Κάθε τετράποδο με κρανιακές επιφάνειες αντιπροσωπεύει ένα Candiacervus, και όχι ένα Capra aegragus cretica. Άρα, χρονολογούνται ενωρίτερα από το τέλος της Παλαιολιθικής, περίπου πριν από 12.000 χρόνια.
Η έλλειψη εδάφους στην απόδοση του κοπαδιού είναι παρόμοια στην παλαιολιθική τέχνη, και παρατηρείται αλλαχού σε ολόκληρον τον κόσμο. Η απουσία γραμμής εδάφους είναι πολύ σπάνια στην μινωική τέχνη.
Ο εντοπισμός των απεικονιζομένων ειδών ως Candiacervus ropalophorus έχει μεγαλύτερη επεξηγηματική φαντασία από μια μινωική απεικόνιση αγριμιών. Το Candiacervus είχε εξαφανισθεί για τουλάχιστον… 7000 χρόνια, από την εποχή του Χαλκού, οπότε ένας καλλιτέχνης Εποχής Χαλκού… δεν θα μπορούσε να τα είχε δει! Η τυχαία «καλλιτεχνική αδεία» δεν μπορεί να το εξηγήσει αυτό. Τα χαρακτικά είναι μια προσπάθεια αναπαραγωγής του γύρω τοπίου στην Άνω Παλαιολιθική. Στην περίπτωση δε του Σπηλαίου Ασφένδου, είναι φιλοτεχνημένα στο Πλειστόκαινο.
Το σχεδόν «αόρατο» Σπήλαιο του Ασφέντου, που δεν το βρίσκει κανείς, εάν δεν στο υποδείξουν εντόπιοι…
ΠΗΓΗ: Thomas F. Strasser, Sarah C. Murray, Alexandra van der Geer, Christina Kolb, Louis A. Ruprecht Jr. «Palaeolithic cave art from Crete, Greece», στο Journal of Archaeological Science. Και: https://doi.org/10.1016/j.jasrep.2017.12.041
Και: Rust Family Foundation, 18.1.2018.
Τώρα, το επόμενο που θα πρέπει να μελετηθεί είναι εάν τα διάστικτα τμήματα των βραχογραφιών περιέχουν και αστρονομικές πληροφορίες…
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.