Ο Κυνισμός μπορεί να θεωρηθεί μια τάση επανόδου στην πρωτόγονη ζωή, αγγίζοντας τη φυσιοκρατία των Στωικών φιλοσόφων. Ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Οι Κυνικοί, κάνοντας τον εαυτό τους ανεξάρτητο από τα υλικά αγαθά, περιόριζαν στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο και θεωρώντας τις απολαύσεις, ιδιαίτερα την ηδονή, μέγιστα κακά. Η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο. Κύριες αρετές, κατά τη σχολή των Κυνικών, είναι η εγκράτεια, η καρτερία και η απάθεια. Πρότυπό τους είναι ο Ηρακλής.
Ιδρυτής της σχολής αυτής που αποκαλείται «Κυνική Σχολή» ήταν ο Αντισθένης (445 – 350πχχ), μαθητής του Σωκράτη. Μετά το θάνατο του δασκάλου του, ίδρυσε στο Κυνόσαργες (εκτός των τειχών της Αθήνας, νότια του Ναού του Ολυμπίου Διός, στην αριστερή όχθη του Ιλισσού ποταμού), Σχολή, όπου γυμνάζονταν οι όχι γνήσιας καταγωγής πολίτες της Αθήνας, αφού και ο ίδιος δεν ήταν γνήσιος Αθηναίος.
ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΚΥΝΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Αντισθένης ο Αθηναίος( 445-360 πχχ), ο ΄ΑΠΛΟΚΥΩΝ΄
Γεννήθηκε στην Αθήνα, από πατέρα Αθηναίο και μητέρα καταγόμενη από τη Θράκη. Υπήρξε μαθητής του Γοργία και του Ιππία. Ήταν σύγχρονος του Πλάτωνα, φίλος και πιστός μαθητής του Σωκράτη. Μετά το θάνατο του δασκάλου του, ίδρυσε φιλοσοφική Σχολή στο Γυμνάσιο του Κυνόσαργους. Από την τοποθεσία αυτή, οι οπαδοί του ονομάσθηκαν Κυνικοί και η κίνησή τους, Κυνισμός.
Ο Σωκράτης τον θαύμαζε για τον εγκρατή και σχεδόν ασκητικό του βίο, την ηρεμία του και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Στις διαλεκτικές συζητήσεις, αντιτίθετο στην περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνα και αποδεχόταν ως αληθινό, μονάχα αυτό που αισθανόμαστε (αισθησιοκρατική διδασκαλία). Οι γενικές έννοιες κατά τον Αντισθένη είναι ανύπαρκτες (ίππον μεν ορώ, ιππόττητα δε ουκ ορώ), κάθε δε έννοια, εννοεί ένα μόνο πράγμα. Η μόνη δηλ. σωστή κρίση είναι η ταυτολογία (Α εστίν Α). Γι’ αυτό το λόγο ο Αντισθένης απέρριπτε και τον ορισμό που στηρίζεται πάνω στα ουσιώδη γνωρίσματα. Ο Αντισθένης ερμήνευσε αυστηρότερα, τις ηθικές διδασκαλίες του Σωκράτη και ως ιδεώδη επιδίωξη της ηθικής ζωής, έθεσε την απαλλαγή του ανθρώπου από κάθε ανάγκη, θεωρώντας ευδαιμονία, την απλότητα και φυσικότητα του βίου. Κύριες αρετές κατ’ αυτόν ήταν η εγκράτεια, η καρτερία και η απάθεια. Αντίθετα η ηδονή ήταν το μέγιστο κακόν.
Γενικά η διδασκαλία του μπορεί να θεωρούσε άγονη τη λογική και τη γνωσιολογία, πλην όμως διατήρησε την ορθολογιστική εκτίμηση του Σωκράτη προς την γνώση, την οποία και όριζε ως "αληθή δόξαν" και μάλιστα, ως αδιάσειστο ισχυρό τείχος στο λόγο. Τέλος, ο Αντισθένης (που το όνομά δηλώνει ακριβώς την κυνική απάθεια), φέρεται να είχε μυηθεί στην ορφική λατρεία, από την οποία προσέλαβε ασκητικές τάσεις.
Η πλούσια συγγραφική του δραστηριότητα, φωτίζεται από μια δεκάτομη έκδοση με 70 περίπου τίτλους, για διαλεκτικές και γλωσσολογικές μελέτες, που δείχνουν την πορεία του, από τους σοφιστές στο Σωκράτη και την απόρριψη των ιδεών του Πλάτωνα.
Αποφθέγματα, που αποδίδονται στον Αντισθένη:
- Αρχή Σοφίας, ονομάτων επίσκεψις.
- Προσέχειν τοις εχθροίς· πρώτοι γαρ των αμαρτημάτων αισθάνονται.(Να προσέχεις αυτά που λένε οι εχθροί σου. Είναι οι πρώτοι που θα επισημάνουν τα λάθη σου)
- Αν μεν καλήν, έξεις κοινήν, αν δε αισχράν, έξεις ποινήν.(Αν πάρεις όμορφη θα την μοιράζεσαι, αν πάρεις άσχημη θα τιμωρηθείς-(απάντηση στην ερώτηση "τι γυναίκα να παντρευτώ;")
- Όστις εταίρους δέδοικε, δούλος ων λέληθεν εαυτόν.(Όποιος φοβάται τους άλλους, γίνεται δούλος χωρίς να το καταλάβει.)
- Ώσπερ υπό του ιού, τον σίδηρον, ούτω τους φθονερούς, υπό του ιδίου ήθους κατεσθίεσθαι.( Όπως η σκουριά τρώει το σίδερο, έτσι και ο φθονερός κατατρώγεται από το πάθος του).
- Προς τον ειπόντα «Πολλοί σε επαινούσι». « Τι γαρ», έφη, «κακόν πεποίηκα;»
- Τότε τας πόλεις απόλλυσθαι, όταν μη δύνωνται τους φαύλους από των σπουδαίων, διακρίνειν.(Οι πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν πια τους κακούς από τους καλούς).
- Κρείττον εις κόρακας ή εις κόλακας εμπεσείν. Οι μεν γαρ νεκρούς, οι δε ζώντας εσθίουσιν.(Καλύτερα να πέσεις σε κοράκια παρά σε κόλακες. Διότι τα μεν τρώνε νεκρούς, οι δε, ζωντανούς).
- Ομονοούντων αδελφών συμβίωσιν, παντός τείχους, ισχυροτέραν είναι.
- Μανείην μάλλον ή ησθείην.( Καλύτερα να είσαι τρελός, παρά σκλάβος των απολαύσεων)
Διογένης ο Σινωπεύς(400-323πχχ), ΄Ο ΚΥΩΝ΄
Σπουδαίος συνεχιστής των διδασκαλιών του Αντισθένη υπήρξε ο Διογένης , ο οποίος συνέδεσε την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του με την απόλυτη εγκράτεια αλλά και την απόλυτη περιφρόνηση στις καθιερωμένες αξίες τιμής και δόξας και στην προσήλωση σε ιδέες και δόγματα, που καθιστούν τον άνθρωπο δούλο. Αυτό, τον κατέστησε περίφημο για τα ανέκδοτά του και για την απάθειά του, απέναντι στις ηδονές. Παροιμιώδεις επίσης, έμειναν η απλότητα, η λιτότητα και το ελεγκτικό και συνάμα χλευαστικό πνεύμα του απέναντι στους άλλους. Για να ειρωνευτεί τον Πλάτωνα:
- Πλάτωνος ὁρισαμένου, Ἄνθρωπός ἐστι ζῷον δίπουν ἄπτερον, καὶ εὐδοκιμοῦντος, τίλας ἀλεκτρυόνα εἰσήνεγκεν αὐτὸν εἰς τὴν σχολὴν καί φησιν, "οὗτός ἐστιν ὁ Πλάτωνος ἄνθρωπος."[όταν Ο Πλάτωνας όρισε ότι ΄ο άνθρωπος είναι ζώον δίποδο, άπτερο΄, χαρούμενος έφερε έναν ξεπουπουλιασμένο πετεινό στη σχολή και είπε ΄αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα΄]
- καί ποτε Πλάτωνα εν δείπνω πολυτελή κατανοήσας ελάας αψάμενον, ΄τι΄φησίν,΄ο σοφός εις Σικελίαν πλεύσας των τραπεζών τούτων χάριν, νύν παρακειμένων, ουκ απολαύεις;΄ και ος ΄αλλά νη τους Θεούς΄φησί ΄Διογένη, κακεί τα πολλά προς ελάας και τα τοιαύτα εγινόμην΄, ο δε ΄τι ουν έδει πλειν εις Συρακούσας ή τότε η Αττική ουκ έφερεν ελάας;΄[Όταν κάποτε σ’ ένα πλούσιο δείπνο συνάντησε τον Πλάτωνα να τρώει ελιές, του είπε: ΄Πώς εσύ, που πήγες στη Σικελία γι’ αυτά τα πλούσια τραπέζια, τώρα που απλώνονται μπροστά σου δεν τ’ απολαμβάνεις;΄κι εκείνος αποκρίθηκε: ΄Μα τους θεούς, Διογένη, κι εκεί τις περισσότερες φορές , έτρωγα μόνο ελιές ή κάτι παρόμοιο΄.Κι ο φιλόσοφος: ΄Ναι, ε; Κι έπρεπε να ταξιδέψεις ως τις Συρακούσες; Ή μήπως τότε η Αττική δεν έβγαζε ελιές;΄]
Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου και πέθανε στην Κόρινθο. Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Έτσι ο Διογένης, αφού περιπλανήθηκε μαζί του, κατέληξε στην Αθήνα και ακολούθησε τον Αντισθένη. Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πιθάρι κοντά στο Μητρώο της Αγοράς και γύριζε στους δρόμους όλη μέρα με ένα φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν τι το χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: ΄Άνθρωπο ζητώ΄. Η διδασκαλία του ήταν επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, μόνο αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Ο Πλάτωνας τον αποκαλούσε ΄τρελό Σωκράτη΄. Υπήρξε είρωνας καυστικότατος απέναντι στις ανθρώπινες αδυναμίες, κυρίως δε στη ματαιοδοξία και την υπεροψία. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του.
Ο ίδιος, αυτοσαρκαζόμενος, έλεγε:΄ με φωνάζουν «σκύλο», γιατί σ’ αυτούς που μου δίνουν, κουνάω την ουρά μου, αυτούς που δε μου δίνουν, τους γαυγίζω και τους κακούς, τους δακγώνω!΄
Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη για να πουληθεί ως δούλος. Ο πλούσιος Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του, τον αγόρασε, παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί, του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Εύβουλος στην ΄πώληση του Διογένη΄ αναφέρει για τη διαπαιδαγώγησή τους, ότι επέτρεπε να ασκούνται στην ιππασία, την τοξοβολία, τη σφεντόνα, τον ακοντισμό και στην παλαίστρα τόσο, όσο χρειαζόταν για να είναι υγιείς. Τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται, να τρώνε λιτά, να πίνουν νερό, να μην είναι καλλωπισμένοι, να μη χαζεύουν στο δρόμο. Συχνά τους πήγαινε για κυνήγι. Τα παιδιά αυτά τον υπεραγαπούσαν και τον φρόντιζαν.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα που αποδίδονται στο Διογένη, από τα οποία σώζονται αρκετά, δυστυχώς όχι στην Ελληνική. Ο μαθητής του Κράτης ο Θηβαίος και αργότερα, ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς και ο Ιουλιανός ο Φιλόσοφος, οπαδοί των κυνικών διδασκαλιών, περιέσωσαν πολλά αποφθέγματά του.
Το άγαλμα του Διογένη, σήμερα στη Σινώπη
Ο Διογένης ψάχνει για "άνθρωπους" με το φανάρι!
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εν τῷ Κρανείῳ ἡλιουμένῳ αὐτῷ, Ἀλέξανδρος ἐπιστάς, φησίν, "αἴτησόν με ὃ θέλεις." καὶ ὅς, "ἀποσκότησόν μου," φησί.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας, γνώριζε για τον Διογένη, για το ύφος και το πνεύμα του. Όταν ήρθε στη Κόρινθο, ζήτησε να τον γνωρίσει και έστειλε ένα υπασπιστή του να τον βρει και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. Ο Διογένης απάντησε “Εγώ δεν θέλω να τον δώ. Εάν θέλει αυτός, άς έρθει να με δει”. Και πράγματι, ο Αλέξανδρος πήγε να τον συναντήσει.
Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει ΄Είμαι ο Βασιλιάς Αλέξανδρος΄. Ο Διογένης ατάραχος απαντά ΄Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων΄. Ο Αλέξανδρος απορεί και του λέγει ΄Δεν με φοβάσαι;΄ Ο Διογένης απαντάει ΄Και τί είσαι; Καλό ή κακό;΄. Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πεί ότι είναι κακό, γιατί αν είναι καλό, ποιός να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ρωτάει: “Τί χάρη θές να σου κάνω;” Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά “Αποσκότησόν μου”(βγάλε με από το σκοτάδι), που έχει αποδοθεί ως ‘ μη μου κρύβεις τον ήλιο ή μη μου παίρνεις αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις΄, εννοώντας όμως ΄βγάλε με από το σκοτάδι και δείξε μου την αλήθεια΄.Ο Αλέξανδρος τον θαύμασε και είπε το περίφημο: ΄Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης΄.
Ο Δίωνας Ο Χρυσόστομος, στο έργο του ΄Περί βασιλείας΄ (ΛΟΓΟΙ Α,Β,Γ,Δ), περιγράφει ότι σ’ αυτήν τη συνάντηση ο Διογένης έδωσε στο νεαρό φιλόδοξο και γεμάτο ορμή, Αλέξανδρο, να καταλάβει, ποιες αρετές πρέπει να έχει ως άνθρωπος, αλλά κυρίως ως βασιλιάς, πραγματικός άρχων. Χαρακτηριστικά του λέει: “Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη, όλη την Αφρική και την Ασία ακόμα, και δεν χαλιναγωγήσεις τα πάθη σου, δεν θα είσαι άξιος να κυβερνήσεις λαούς. Ακόμα και εάν περάσεις τις Στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλυτέρα της Ασίας και δεν υποτάξεις το χειρότερο εχθρό σου, τον εαυτό σου, πάλι δεν θα μπορείς να ωφελήσεις το λαό και να είσαι καλός κυβερνήτης΄ .
Κράτης ο Θηβαίος(4ος-3ος αι πχχ)
Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του Διογένη είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, χαρίζοντας όλη του την περιουσία στην πόλη του και έχοντας στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα πανέμορφη (όντας ο ίδιος άσχημος και καμπούρης), από αρχοντική οικογένεια και αδελφή του επίσης Κυνικού, Μητροκλή. Ο Κράτης, νυμφευόμενος, προέβη σε πράξη ασυνεπή προς την κυνική διδασκαλία, ονόμαζε δε τον γάμο του, «κυνογαμία».
Ο Κράτης πίστευε ότι οι φιλόσοφοι δεν έχουν ανάγκη τα χρήματα. Εισερχόταν απρόσκλητος στα σπίτια, γι’ αυτό και απέκτησε το προσωνύμιο «Θυρεπανοίκτης». Όταν εξορίστηκε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο Κράτης τον παρηγόρησε τόσο φιλικά ώστε ο πρώτος καταράστηκε τον προηγούμενο τρόπο ζωής του που τον εμπόδισε να γνωρίσει έναν τέτοιο άνθρωπο. Έγραψε έργα που φέρουν το συνοπτικό τίτλο Παίγνια και έχουν κυρίως ηθικό χαρακτήρα. Σπουδαίος μαθητής του υπήρξε ο Στωικός Ζήνωνας από το Κίτιο, που αργότερα κατέγραψε τα ΄Κράτητος απομνημονεύματα΄.
Βίων ο Βορυσθενίτης(4ος αι πχχ)
Ο Βίωνας καταγόταν από τον ποταμό Βορυσθένη(σημερινό Δνείπερο), γιός δούλου, απελεύθερος, μαθητής της Πλατωνικής Ακαδημίας και του Περιπάτου. Ακολούθησε τη Σχολή των Κυνικών, περιόδευσε ως δάσκαλος, ακολουθώντας το πρότυπο του Σωκράτη, χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική, με σαφείς και καθαρούς συλλογισμούς, εντυπωσιακής δύναμης και επίδρασης. Για τη συλλογή των λόγων του φρόντισαν οι νεώτεροι Κυνικοί, ο Τέλης και ο Μένιππος από τα Γάδαρα.
Στίλπωνας ο Μεγαρεύς(4ος αι πχχ)
Διευθυντής της Μεγαρικής σχολής, με μαθητές τον Ζήνωνα τον Κιτιέα και τον Πύρρωνα τον Ηλείο, υποστηρικτής της απάθειας, ως στόχο της ηθικής, πολέμιος των Πλατωνικών Ιδεών.
Τέλης(4ος αι πχχ)
Έζησε τη ζωή του περιοδεύοντας και διδάσκοντας ενός ιδιαίτερου τύπου κυνική ηθική: ο λόγος του είναι για την ολιγάρκεια, τη φτώχεια και τον πλούτο, την ηδονή και την εγκράτεια, ακολουθώντας ως πρότυπα τον Βίωνα και τον Στίλπωνα.
Μένιππος ο Γαδαρεύς(3ος αι πχχ)
O Μένιππος γεννήθηκε στα Γάδαρα, αρχαία Ελληνική πόλη της Συρίας. Οι πηγές συμφωνούν πως τα πρώτα χρόνια της ζωής του υπήρξε δούλος, κατόρθωσε όμως να εξασφαλίσει την ελευθερία του και να ζήσει στη Θήβα. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει μία αμφισβητήσιμη ιστορία σχετικά με τη ζωή του Μένιππου, υποστηρίζοντας πως κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη περιούσια ως τοκογλύφος (ημεροδανειστής), την έχασε, κατέρρευσε ψυχολογικά και αυτοκτόνησε.
Τα έργα του, τα οποία δεν σώζονται σήμερα, επηρέασαν σημαντικά τα έργα του Βάρρωνα (Terentious Varron) και του Λουκιανού και αργότερα του Σενέκα, του Οράτιου, του Απουλήιου, ακόμα και του Βοκκάκιου. Από μεταγενέστερους συγγραφείς, έγινε διάσημος για τη σάτυρά του, γράφοντας σε μια καινούργια μεικτή μορφή πεζού και ποιητικού λόγου(σπουδαιογέλοιον), που χρησιμοποιεί ενίοτε, μονολόγους διαλόγους, αφήγηση, προτρεπτικό λόγο, εγκώμια, σκώμμα, παρωδία και σκηνική παρουσία. Οι απόψεις του περί λιτότητος και ολιγάρκειας, περί μωρίας του όχλου, αλλά και εναντίον της υπεροψίας των επαγγελματιών φιλοσόφων, έγινε ο προπαγανδιστής της κυνικής λογοτεχνίας. Στο Μένιππο αποδίδονται τα ακόλουθα έργα:
- Νέκυια
- Διαθῆκαι
- Ἐπιστολαὶ κεκομψευμέναι ἀπὸ τῶν θεῶν προσώπου
- Πρὸς τοὺς φυσικοὺς καὶ μαθηματικοὺς καὶ γραμματικοὺς
- Ἐπικούρου Γοναί
- Τὰς θρησκευομένας ὑπ' αὐτῶν εἰκάδας
- Διογένους Πράσις
- Συμπόσιον
- Αρκεσίλαος
Μενέδημος(3ος αι πχχ)
Μαθητής του Επικούριου φιλοσόφου Κολώτη, αργότερα έγινε κυνικός, υπό την επήρεια του Εχεκλή του Εφέσιου.
Μητροκλής ο Μαρωνεύς(4ος-3ος αι πχχ)
Μαθητής του Θεόφραστου, στράφηκε στον κυνισμό, επηρεαζόμενος από τον Κράτητα τον Θηβαίο. Επινόησε νέο φιλολογικό είδος τις «Χρείες,» το περιεχόμενο του οποίου αποτελούν ευφυείς και αιχμηρές ρήσεις και γνωμικά.
Φοίνιξ ο Κολοφώνιος(3ος αι πχχ)
Ποιητής, έγραψε έργα με επικριτικές παρατηρήσεις εναντίον του πλούτου. Με ένα χαριτωμένο τραγούδι για την κουρούνα(Κορωνισταί), γύριζε στους δρόμους και ζητούσε φιλέματα.
Κερκίδας ο Μεγαλοπολίτης(3ος αι. πχχ)
Πολιτικός και ποιητής. Έχοντας ηγετική πολιτική και στρατιωτική θέση, τιμήθηκε με το επωνύμιο ΄νομοθέτης΄. Έγραψε λυρικά ποιήματα ηθικολογικού/σατυρικού περιεχομένου, σε πολύ ιδιότυπες αυθαίρετες μετρικές μορφές, τους ΄μελιάμβους΄.
Λεωνίδας ο Ταραντίνος(3ος αι πχχ)
Ποιητής, σημαντικός επιγραμματοποιός, έζησε στη φτώχεια περιπλανώμενος και πέθανε σε μεγάλη ηλικία μακριά από τον Τάραντα. Στην Παλατινή Ανθολογία, διασώθηκαν περίπου 100 επιγράμματα, τα περισσότερα αναθηματικά και επιτύμβια, με αναφορά στη μοίρα των φτωχών ανθρώπων, με τρόπο που μάλλον παραπέμπει σε black humor.
Ποσείδιππος ο Κασσανδρεύς(3ος-2ος αι πχχ)
Κωμικός ποιητής, με μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα, μετά το θάνατο του Μένανδρου. Στις κωμωδίες του σημαντική θέση είχαν οι μάγειροι.
Μελέαγρος ο Γαδαρεύς(2ος-1ος αι πχχ)
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Τύρο και πέθανε στην Κω. Ως ποιητής, ακολούθησε τη Μενίππεια σάτυρα. Σώθηκαν πάνω από 130 επιγράμματά του, έγινε όμως γνωστός για τη δραστηριότητά του ως συλλογέας και εκδότης, θέτοντας μάλιστα τις βάσεις για τη συλλογή της Παλατινής Ανθολογίας.
Λουκιανός ο Σαμοσατεύς(120-180/195μχχ)
Ο Λουκιανός γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα του βασιλείου της Κομμαγηνής, στον Άνω Ευφράτη της Συρίας. Από τα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε, χωρίς επιτυχία, με τη γλυπτική τέχνη. Σπούδασε ρητορική και στη συνέχεια άσκησε τη δικανική ρητορική στην Αντιόχεια. Στη Σμύρνη σπούδασε σοφιστική ή επιδεικτική ρητορική και την άσκησε κυρίως, ως μέσον βιοπορισμού. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Το 165 πέρασε από την Ολυμπία και το 160 περίπου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, δημιουργώντας σχέσεις με την Ακαδημία. Σχετίστηκε με τους Επικούρειους και τους Κυνικούς.
Από τα 80 έργα που του αποδίδονται, τα 70 θεωρούνται γνήσια. Περιλαμβάνουν διαλέξεις μελέτες, προλαλιές, μυθιστορήματα, επιστολές και διάλογοι, όπου διακωμωδούνται οι ανθρώπινες αδυναμίες και αρετές, ακόμα και στον κόσμο των Θεών. Στη λαϊκοσοφική ΄διατριβή΄ όπως την είχε διαμορφώσει ο Μένιππος, ο Λουκιανός βρήκε τη λογοτεχνική μορφή, που του ταίριαζε απόλυτα. Οι ΄Νεκρικοί Διάλογοι΄, το ΄Χάρων και Μένιππος, η ΄Αληθής ιστορία΄ και η αυτοβιογραφία του ΄Δὶς κατηγορούμενος ΄ είναι τα πιο δημοφιλή έργα του.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΄ΧΑΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΣ΄
Η βαρκούλα του νεκροπομπού Χάρωνα ακουμπά στην όχθη της Αχερουσίας λίμνης. Πατώντας στο έδαφος, κάθε νεκρός , πληρώνει το κόμιστρο (έναν οβολό) στο νεκροπομπό και προχωρεί προς τα δεξιά , κατευθυνόμενος προς τον Άδη. Ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος, που είναι ο τελευταίος επιβάτης, προσπερνά τον Χάρωνα χωρίς να του δώσει τον οβολό. Ο Χάρωνας τότε τον βουτάει απ΄τον ώμο:
Χ. Επ! Το χρήμα και γρήγορα, αναθεματισμένε!
Μ. Φώναζε όσο θέλεις Χάρε, άμα γουστάρεις!
Χ. Ρε ίσα, κατέβαινε το παραδάκι, για το ταξίδι!
Μ. Ουκ αν λάβεις παρά του μή έχοντος!
Χ. Για στάσου , ρε: ποιος άνθρωπος δεν έχει ένα οβολό;
Μ. Αν υπάρχει κανένας, δεν το ξέρω. Πάντως εγώ δεν έχω μία.
Χ. Ετοιμάσου να πάμε στον Πλούτωνα, ρε σκατούλη, άμα δεν πληρώσεις.
Μ.Κοίτα να μη σου δώσω μία με τούτο το κουπί και σου κάνω θρύψαλα την κεφάλα.
Χ. Και όλο αυτό το ταξίδι, ρε, το ΄κανες στο τσάμπα;
Μ. Ας ξηλωθεί ο Ερμής, που με κουβάλησε σε σένα!
ΕΡΜΗΣ. Μα το θεό, θα χρεοκοπήσω αν πληρώνω το εισιτήριο των πεθαμένων!
Χ. Δεν πάω πουθενά! Θα ΄μαι συνέχεια κοντά σου.
Μ. Ε, τότε, τράβηξε τη βάρκα στην όχθη και παλουκώσου. Αλλά τι θα πάρεις, αφού είμαι πανί με πανί;
Χ. Ρε συ, δεν το ΄ξερες πως έπρεπε να έχεις μαζί σου το αντίτιμο;
Μ. Πώς δεν το ΄ξερα. Τι να ΄κανα όμως, αφού ήμουν άφραγκος. Να μην τα τίναζα;
Χ. Και τώρα θα ΄σαι ο μόνος που θα κοκορεύεται πως πέρασε τζάμπα;
Μ. Τσάμπα!Τι είναι αυτά που λες; Και τα νερά που έβγαλα από τη βάρκα και το κουπί που τράβηξα; Χώρια που ήμουν ο μόνος ανάμεσα στους επιβάτες που δεν έκλαιγε!...
Χ. Όλα αυτά δεν αφορούν ένα βαρκάρη! Λοιπόν κατέβαινε το παραδάκι. Τελεία και παύλα!
Μ. Άμα είναι έτσι, δε με πας πίσω;
Χ. Μωρέ τι μα λες! Και να με κάνει του αλατιού ο Αιακός;
Μ.Ε τότε, άντε παράτα μας!
Χ. Για να δω τι κουβαλάς στο σακούλι σου.
Μ. Λούπινα. Θες;... Και μια λειτουργιά.
Χ. Πού το βρήκες, Ερμή, αυτόν τον κόπρο; Το τι χοντράδες είπε στο ταξίδι δεν περιγράφονται! Τσιγκλούσε και κορόϊδευε όλους τους επιβάτες κι ενώ οι άλλοι έλιωναν στο κλάμα, ετούτος όλο τραγούδια ήτανε.
ΕΡΜΗΣ. Χάρε, μάλλον αγνοείς ποιον φιλοξενούσες στη βάρκα σου. Ο Μένιππος είναι, άνθρωπος απόλυτα αδέσμευτος και ζαμανφού!
Τη στιγμή εκείνη , που ο Χάρων μιλάει με τον Ερμή,ο Μένιππος βρίσκει την ευκαιρία και το σκάει.
Χ. Δε θα πέσεις στα χέρια μου καμιά φορά...
Η φωνή του Μένιππου που απομακρύνεται:
Μ. Πιάσε με , αν μπορείς, φιλάρα! Δυο φορές είναι αδύνατο των αδυνάτων να με τσακώσεις!
Δημώναξ ο Κύπριος(2ος αι μχχ)
Παρά την αρχοντική του καταγωγή, παρέμεινε γνήσιος εκπρόσωπος των κυνικών. Έζησε στην Αθήνα και ήταν γνωστός για το πρωτότυπο χιούμορ του. Δάσκαλοί του ήταν ο Επίκτητος, ο Τιμοκράτης, ο Αγαθόβουλος και ο Δημήτριος. Κατά τη διδασκαλία του, τα μόνα αγαθά της ζωής είναι η αυτάρκεια, η απαλλαγή από το φόβο, καθώς και η γαλήνη της ψυχής. Θεωρείται ανώτερος από τους άλλους Κυνικούς φιλοσόφους ως προς την παιδεία και τη μόρφωσή του, γιατί απέφευγε τις ακραίες πράξεις που χαρακτήριζαν γενικά τους Κυνικούς. Ο Δημώναξ, εκτός από τον Διογένη που μιμούνταν μόνο ως προς την περιβολή και τον τρόπο ζωής, θαύμαζε τον Σωκράτη και τον Αρίστιππο.
Ο Λουκιανός διέσωσε το βίο και τα αποφθέγματά του στο ΄Δημώνακτος βίος΄. Σημαντική πληροφορία που διεσώθη στο έργο αυτό, είναι και η σωτήρια παρέμβαση του Δημώνακτα στην απόφαση των Αθηναίων, να μην διοργανώσουν τελικά, θεάματα με αγώνες μονομάχων, καθώς αν το πραγματοποιούσαν, θα έπρεπε να γκρεμίσουν πρώτα το Βωμό του θεού Ελέου, αφού θα προσέβαλαν την έννοια του Ελέου, που ήταν η ύψιστη μορφή Δικαίου και λατρευόταν με αναίμακτες θυσίες στην αρχαία Αθήνα.
Διαβάζουμε γι αυτόν: Ἐρωτήσαντος δέ τινος, τίς αὐτῷ ὅρος εὐδαιμονίας εἶναι δοκεῖ, μόνον εὐδαίμονα ἔφη τὸν ἐλεύθερον· ἐκείνου δὲ φήσαντος πολλοὺς ἐλευθέρους εἶναι, Ἀλλ' ἐκεῖνον νομίζω τὸν μήτε ἐλπίζοντά τι μήτε δεδιότα· ὁ δέ, Καὶ πῶς ἄν, ἔφη, τοῦτό τις δύναιτο; ἅπαντες γὰρ ὡς τὸ πολὺ τούτοις δεδουλώμεθα. Καὶ μὴν εἰ κατανοήσεις τὰ τῶν ἀνθρώπων πράγματα, εὕροις ἂν αὐτὰ οὔτε ἐλπίδος οὔτε φόβου ἄξια, παυσομένων πάντως καὶ τῶν ἀνιαρῶν καὶ τῶν ἡδέων.» [Όταν κάποιος τον ρώτησε ποιος είναι κατά την γνώμη του ο ορισμός της ευτυχίας, εκείνος απάντησε ότι ευτυχισμένος είναι μόνο ο ελεύθερος. Όταν ο άλλος παρατήρησε ότι υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι, απάντησε: «Εκείνον θεωρώ ελεύθερο, όποιον δεν ελπίζει τίποτα και δεν φοβάται τίποτα». Και εκείνος τον ρώτησε: «Και πώς μπορεί κανείς να το καταφέρει αυτό; Γιατί όλοι ως επί το πλείστον είμαστε δούλοι σε τούτα τα δύο».«Και όμως, αν κατανοήσεις τα ανθρώπινα, θα ανακαλύψεις ότι αυτά δεν είναι άξια ούτε ελπίδας ούτε φόβου, αφού οι πόνοι και οι ηδονές θα τερματιστούν στο τέλος οπωσδήποτε»].
Η ρήση του Δημώνακτα ΄αλλ' ἐκεῖνον νομίζω(ελεύθερον) τὸν μήτε ἐλπίζοντά τι μήτε δεδιότα΄, έχει διασωθεί ως επίγραμμα, γραμμένο στον τάφο του μεγάλου μας συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη:΄Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος΄.
Έζησε περί τα 100 χρόνια, και όταν αισθάνθηκε το πολύ βαθύ γήρας του πέθανε, εκούσια (θεληματικά) αρνούμενος να λάβει τροφή. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και τιμές.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.