(μια ιστορία βεντέτας στην Ζάκυνθο της δεκαετίας του '50)
[…]
Όλα άρχισαν εκείνο το πολύ μακρινό φθινοπωρινό πρωινό, πάνω από μισό αιώνα πριν, όπου, μαζί με δυο φίλες και συμμαθήτριες, παπαδοκόρες κι αυτές, τη Νίνα και τη Λέλα, γυρνούσαμε από τη Χώρα στην Μπόχαλη που μέναμε, μετά από τη Γιορτή της Σημαίας, στην οποία παρευρεθήκαμε με το Γυμνάσιο ανήμερα του Αγίου Δημητρίου.
Λόγω βροχής, η «Κοντή» -δηλαδή το μονοπάτι από τα μουράγια της Χρυσοπηγής που έβγαζε κάτω στα Εγγλέζικα μνήματα- ήταν αδιάβατη. Έτσι είχαμε πάρει το δρόμο από το Ψήλωμα που έβγαζε Ακρωτήρι, Γαϊτάνι, Μπανάτο και πέρα ακόμα. Περπατούσαμε ξένοιαστες κι αμέριμνες, πίσω μας ακολουθούσε νεαρός με το ντουφέκι στον ώμο, συνηθισμένο φαινόμενο εκείνα τα χρόνια και ο οποίος -άλλο φαινόμενο της εποχής(!)- άρχισε να μας «πειράζει», πετώντας διάφορα υπονοούμενα.
Αποφασίσαμε να σταματήσουμε και να προσποιηθούμε ότι μαζεύουμε κοπελούλες (αγριοκυκλάμινα), από τους όχτους, ώστε υποχρεωτικά να μας προσπεράσει και να απαλλαγούμε από τις... φιλοφρονήσεις. Έτσι, μείναμε πίσω και συνεχίσαμε αμέριμνες το δρόμο μας. Ο νεαρός πήγαινε από τη δεξιά μεριά του δρόμου άκρη-άκρη κι εμείς παραμείναμε αριστερά. Πλησιάζαμε στο Σταυρό όταν ακούσαμε απανωτές ντουφεκιές. Κοιτάξαμε γύρω τρομαγμένες και διαπιστώσαμε πως ο νεαρός είχε πέσει κάτω στο χαντάκι.
Τρέξαμε να βοηθήσουμε, υποθέτοντας ότι εκπυρσοκρότησε το όπλο που είχε στον ώμο. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα και βογκούσε… Δεν προλάβαμε καλά να σκύψουμε και από το αλογόκαρο, που ερχόταν από τη χώρα, κατέβηκε ο καρολόγος, πήγε πολύ κοντά, τον πιάνει από τον ώμο και, ο τάδε είσαι μωρέ; Όχι, ο... είμαι, απαντά με αδύναμη φωνή ο νεαρός, γέρνει κάτω και ξεψυχάει. Τότε τον παρατάει, γυρίζει σ’ εμάς και μας λέει, πάρτε δρόμο και φύγετε, πάτε γρήγορα σπίτια σας και τσιμουδιά, φονικό είναι! Κατατρομαγμένες αρχίσαμε να τρέχουμε! Εκεί που τρέχαμε, από τη μεριά του δρόμου που είχε λιόδεντρα, είδαμε έναν έξαλλο άνδρα να τρέχει, ανεμίζοντας στον αέρα ένα ντουφέκι και, με φωνή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο, να ουρλιάζει, τον σκότωσα, πήρα το αίμα του πατέρα μου πίσωωω...
Με την ψυχή στο στόμα και τον τρόμο στα μάτια φτάσαμε σπίτι μας και βλέπουμε όλους ανάστατους να μαζεύουν τα παιδιά από γύρω και να τρέχουν να κρυφτούν αμπαρώνοντας πόρτες και παράθυρα... Βρισκόμαστε σε κατάσταση σοκ, οι δόλιοι οι γονείς μας δεν ήξεραν τι μας συνέβη και πώς να μας συνεφέρουν για να τους πούμε τι έγινε... Κατατρόμαξαν μαθαίνοντας πως είμαστε μπροστά στο φονικό, γιατί εν τω μεταξύ ο «φονιάς» περνώντας μέσα από την Μπόχαλη ανεμίζοντας το όπλο, συνέχισε να φωνάζει πως τον σκότωσε!!!
Ήταν πρωτοξάδελφα… Η βεντέτα, συνηθισμένο φαινόμενο τότε στα Επτάνησα, άρχισε κάμποσες γενιές πίσω, τόσο παλιά που μήτε θυμόταν σχεδόν κανείς πώς άρχισε!
Κι από κει αρχίζει ο εφιάλτης για μας και τους γονείς μας, που έμελλε να κρατήσει για πάρα πολύ καιρό... Επειδή είμαστε οι μόνες αυτόπτες μάρτυρες, αφού απήλλαξαν τη Λέλα γιατί ήταν η μικρότερη από τις δύο αδελφές, ανακρίσεις επί ανακρίσεων στη Νίνα κι εμένα, δεν έφταναν αυτές των πρώτων ημερών, αλλά μέχρι πολύ αργότερα που έγινε η δίκη, ζούσαμε φριχτό εφιάλτη καθημερινά, από τη μια σπάνια μέρα να μην έλθει αστυνομικός στο Γυμνάσιο και να μας πάρει για συμπληρωματικές ανακρίσεις στο Τμήμα, κι εμείς να τρέμουμε, να τα χάνουμε και από το φόβο μας να μπερδεύουμε τα λόγια μας κι ακριβώς γι’ αυτό φτου κι από την αρχή την άλλη μέρα κι από την άλλη απειλές και εκβιασμοί στους γονείς μας κι από τα δυο μέρη, θύτη και θύματος τι θα καταθέσουμε και τι θα πούμε!!! Και δεν είμαστε πάνω από 15 χρονών τότε... Καμιά φορά που τα σκέφτομαι, απορώ, όχι μόνο πώς αντέξαμε και δεν πάθαμε ψυχολογικό πρόβλημα, αλλά και πώς καταφέραμε και προβιβαστήκαμε εκείνα τα χρόνια. Πού μυαλό και ηρεμία να συγκεντρωθείς και να διαβάσεις, που ζούσαμε διαρκώς με το φόβο στην καρδιά και την απειλή πως, αν πούμε ή αν δεν πούμε αυτό ή εκείνο, θα σκοτώσουν τον παπάκη μας ή τη μαμά μας ή θα απαγάγουν και κακοποιήσουν εμάς!
Φυσικά ούτε κατά διάνοια να διαμαρτυρηθούμε στην Αστυνομία... Άλλα χρόνια τότε και ο φόβος για αντίποινα σ’ εμάς κάθε άλλο παρά ανυπόστατος. Στην κηδεία του θύματος, όταν τον ασπάστηκε ο αδελφός του, του είπε, κοιμήσου ήσυχος και θα σου στείλω παρέα γρήγορα!
Ζούσαμε σα φυλακισμένες. Από το φόβο μας δεν τολμούσαμε να κυκλοφορήσουμε πουθενά μόνες, ακόμα και στο Σχολείο κοτζάμ κοπέλες, μας συνόδευε πότε ο ένας γονιός πότε ο άλλος. Θυμάμαι φοβόμουν να κοιμηθώ στο δωμάτιο μου μόνη, έτσι κοιμόμουν για πάρα πολύ καιρό με τη μαμά μου κι ο παπάκης μου στο δωμάτιο μου.
Κι ήλθε η ώρα για τη δίκη στο Μεσολόγγι, μια και δεν υπήρχε Κακουργιοδικείο στη Ζάκυνθο. Άλλα προβλήματα… Όχι μόνο γιατί το ταξίδι πολυέξοδο και δύσκολο για κείνα τα χρόνια, άσε που ήταν και χειμώνας, όχι μόνο γιατί θα χάναμε πολύτιμο χρόνο από το Σχολείο μας κι είμαστε ήδη σε μεγάλη τάξη, αλλά ακόμα γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε ασυνόδευτα δυο κορίτσια. Οι παπάδες, δεν μπορούσαν να απουσιάσουν, έτσι αποφασίστηκε να μας συνοδεύσει η μαμά μου. Δεν ήταν όμως μόνον αυτά τα προβλήματα, προέκυψαν και άλλα, τόσο πριν φύγουμε όσο κι όταν φτάσαμε στο Μεσολόγγι. Πριν φύγουμε, προσπάθησαν να μας δωροδοκήσουν, προσφέροντάς μας όλα τα έξοδα και οι μεν και οι δε, στο δε Μεσολόγγι, άρχισαν οι εκβιασμοί από τους δικηγόρους αμφοτέρων ως προς τις καταθέσεις μας!
Όπως αποδείχτηκε, και από τις δυο οικογένειες κυκλοφορούσαν πάντα οπλισμένοι, πανέτοιμοι για ό,τι προκύψει. Εκείνη την ημέρα ο θύτης παρακολούθησε τον ξάδελφο του που έφυγε το πρωί και, στο γυρισμό, κρύφτηκε πίσω από τις ελιές από κει που θα περνούσε κι όταν έφτασε κοντά, του έριξε. Στόχος των δικηγόρων του θύτη ήταν να δίναμε τέτοιες καταθέσεις, ώστε να αποδειχτεί πως δεν ήταν προμελετημένο και εν ψυχρώ έγκλημα, αλλά εν βρασμώ ψυχής. Φυσικά οι άλλοι στόχευαν να αποδειχθεί ότι όντως ήταν ψυχρή, προμελετημένη δολοφονία κι εμείς είμαστε οι μόνες που με τις καταθέσεις μας θα αποδεικνύαμε το ένα ή το άλλο εξ ού οι εκβιασμοί και οι απειλές!
Θυμάμαι ακόμα την ταραχή και αγωνία μας, όταν πρωτομπήκαμε στην κατάμεστη αίθουσα του Κακουργιοδικείου. Τρέμαμε στην κυριολεξία από το φόβο μας, ιδιαίτερα όταν διαπιστώσαμε το βλοσυρό / απειλητικό ύφος και τις γεμάτες υπονοούμενα ματιές που μας έριχναν οι αντίδικοι! Καθίσαμε εκεί που μας υπέδειξαν, όλοι μουρμούριζαν πόσο ενδιαφέρον θα είχε αυτή η δίκη, γιατί, εκτός όλων των άλλων, Εισαγγελέας Εφετών, ήταν ο πολύ γνωστός, ο περιβόητος Δελαπόρτας, δεινός ρήτορας! Για να κατανικήσω κάπως το φόβο και τρόμο μου, είχα προνοήσει να πάρω μαζί μου τετράδιο και μολύβι για να κρατώ ημερολόγιο! Λυπάμαι μόνο που οι πολλές μετακινήσεις και ο ξενιτεμός δεν επέτρεψαν να επιβιώσουν όλες αυτές οι ημερολογιακές σελίδες... Κι ήταν πάρα πολλές! Με ξαναβλέπω σκυμμένη να γράφω συνεχώς, πολλές οι ώρες και οι μέρες μέσα στο Κακουργιοδικείο...
Εξετάστηκαν δεκάδες μαρτύρων κι από τα δυο μέρη, ακούστηκαν πράγματα φοβερά που δεν τα χωρούσε ανθρώπινος νους. Ξετυλιγόταν μπροστά μας μια όντως τραγική κατάσταση. Δεν πιστεύαμε αυτά που ακούγαμε και πώς αυτές οι δυο οικογένειες για τόσες γενιές δεν είχαν ξεπεράσει το μίσος και υπό αυτές τις συνθήκες εξακολουθούσαν να μένουν σχεδόν δίπλα-δίπλα, αφού τα πατρογονικά σπίτια και οι περιουσίες τους ήταν τόσο κοντά!
Θυμάμαι ακόμα πως, όταν πήγαμε εκεί, τόσο η Νίνα όσο κι εγώ, ίσως επειδή διαδραματίστηκε μπροστά μας το φονικό, χωρίς να τολμάμε να ξεστομίσουμε ή μοιραστούμε τις σκέψεις μας με κανέναν, νιώθαμε λύπη για το αδικοχαμένο παλικάρι -ήταν δεν ήταν 20 χρονών- και καμία συμπάθεια για το φονιά. Δεν τον είχαμε δει ποτέ, δεν είδαμε το πρόσωπο του έξαλλου άντρα που έτρεχε ουρλιάζοντας μετά το κακό, τον φανταζόμαστε «κακούργο» άγριο, αιμοσταγή και ξαφνικά μέσα στο δικαστήριο, καθισμένο στο εδώλιο, είδαμε ένα φοβισμένο νέο παιδί ούτε 20 χρονών, με ευγενική φυσιογνωμία και μεγάλα, εκφραστικά γαλάζια μάτια! Σαν κάτι να ‘γινε μέσα μας και ανατράπηκαν οι ισορροπίες… Έσκυψα στο τετράδιο κι έγραψα, μα αυτός είναι παιδί, αυτός φαίνεται πιο φοβισμένος από μας... δεν μπορεί να είναι φονιάς... δε γίνεται...
Για μέρες ολόκληρες παρήλαυναν οι μάρτυρες κι ανάλογα σε ποια από τις δυο φαμελιές ανήκαν, μολονότι συγγενείς όλοι, προσπαθούσαν έμμεσα ή άμεσα να επηρεάσουν τους ενόρκους.
Η Νίνα κι εγώ, σαν οι πιο σημαντικές μάρτυρες που φέραμε όλο το βάρος, εξεταστήκαμε τελευταίες, η κάθε μια χωριστά, η μία εντός του δικαστηρίου, η άλλη φρουρούμενη από αστυνομικό εκτός, ώστε να μην ακούει τι γινόταν στην αίθουσα.
Εξονυχιστική η εξέταση και προ παντός όσα περάσαμε «στα χέρια» των δικηγόρων υπεράσπισης και του Δημόσιου κατήγορου... Μας τσιγάρισαν στην κυριολεξία... Έφτασε στο σημείο να αμφισβητούμε εμείς οι ίδιες αυτά που βιώσαμε την ημέρα του εγκλήματος!
Κάποτε τελείωσε η δική μας δοκιμασία κι έφτασε η στιγμή απολογίας του κατηγορουμένου. Νεκρική σιγή μέσα στην αίθουσα... Ήταν ολοφάνερο πλέον ότι οι περισσότεροι από το πολυπληθές ακροατήριο έβλεπαν ευνοϊκά τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όταν δακρυσμένος είπε:
- Εγώ δεν τον μισούσα τον ξάδελφο μου, δεν είχα λόγο, πολλές φορές, όταν δεν μας έβλεπε κανείς, μιλούσαμε και τα λέγαμε... Μεγαλώνοντας μιλήσαμε, στα κρυφά πάντα, και για το πρόβλημα που μάστιζε τόσα χρόνια τις φαμελιές μας, αναγκαστήκαμε να ομολογήσουμε όμως πως μια μέρα ο ένας θα σκότωνε τον άλλον, γιατί έτσι έπρεπε... Όποιος προλάβαινε... Αφότου θυμάμαι τον εαυτό μου, μια σταλιά παιδί, δεν περνούσε μέρα, ακόμα κι όταν με κανάκευαν και ταχτάριζαν, να μη μου θυμίζουνε πως, όταν μεγαλώσω σαν πρωτότοκος, πρέπει να κάνω το χρέος μου και να πάρω πίσω το αίμα της φαμελιάς μας... Δεν ήθελα να τον σκοτώσω..., μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, θα με σκότωνε εκείνος, άλλωστε με τι μάτια ν’ αντίκριζα τους δικούς μου; Δειλό και ανίκανο θα με αποκαλούσαν, θα μου έμενε η ρετσινιά πως τους ντρόπιασα, δεν θα με χωρούσε ο τόπος πια... Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι..., δεν έπρεπε να το κάνω...
Μάτι αδάκρυτο δεν έμεινε μέσα στην Αίθουσα... Όταν τελείωσε, αυθόρμητα όλοι, ναι κι εμείς, ξεσπάσαμε σε χειροκροτήματα... Θυμάμαι να γράφω ΔΕΝ είναι φονιάς, άλλοι του όπλισαν το χέρι, εκείνοι έπρεπε να δικάζονται σήμερα, όχι αυτός.
Δε δικάστηκε πολλά χρόνια, υποχρεώθηκε από το Δικαστήριο η οικογένεια του όμως να εγκαταλείψει το νησί και να μην επιστρέψουν ποτέ πίσω, ώστε να δοθεί ένα τέλος σε αυτή τη βεντέτα και να μη χάνονται πλέον έτσι άδικα νέα παιδιά!
Θυμάμαι, το τελευταίο που έγραψα σε κείνο το χρονικό / ημερολόγιο ήταν :
Δύο τα θύματα, όχι ένα!
Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια και πολλές ώρες... αυτοανάλυσης(!), ψάχνοντας στα έγκατα της ψυχής μου να βρω, γιατί τόση αντιπάθεια για Νομική Διερμηνεία... Ήταν εκείνη η τραυματική εμπειρία στα νεανικά μου χρόνια που, προφανώς, δεν ξεπέρασα ποτέ!
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ, «ΓΝΕΦΟΛΟΓΗΜΑΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 2014
[ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ: Από τη Zάκυνθο. Μετά το Γυμνάσιο έφυγε μετανάστρια στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Δίδαξε για πολλά χρόνια ελληνικά στα απογευματινά, παροικιακά Σχολεία της Μελβούρνης και στα Σαββατιανά Πολυγλωσσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας Αυστραλίας. Σπούδασε Διερμηνεία/Μετάφραση στο Πανεπιστήμιο RMIT. Ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική Διερμηνεία, τομέα στον οποίο εργάζεται ακόμα. Έχει ανθολογηθεί σε Αυστραλία, Ελλάδα, Αμερική. Πολλά από τα έργα της έχουν διακριθεί σε Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς σε αυτές τις χώρες. Δημοσιεύει έργα της σε πολλά ηλεκτρονικά περιοδικά σε Ελλάδα, Αυστραλία και Καναδά.]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ]
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.