"Όλοι βρίζουν τον Κουτούζη,
που αλήθεια πάντα σκούζει."
Ζει ολομόναχος και η μόνη του συντροφιά είναι η Τζιτζίκα[το όνομα της γάτας του] που τηνε περιφέρει παντού. Είναι ή μοναδική του αγάπη και το σύμβολό του. Γράφει ο ίδιος «εις εαυτόν» παρωδώντας ένα εκκλησιαστικό μέλος:
"Ο παπα-Κουτούζης, ο πιστός φύλαξ αληθείας
και του ψεύδους τρανός εχθρός,
ούτος εν τω οίκω εκ πόθου ανηκέστου
τέρπετ’ αεί και παίζει με το γατάκι."
Τονε μισούνε πάντα οι άρχοντες για τη φαρμακωμένη γλώσσα του!
—Ξέρετε, μωρές, απαντάει, ποιους αγαπάνε οι αφεντάδες μας;
"Τσού κλέφτες, και ιερόσυλους, ρουφιανοκερατάδες,
ευτούνους είναι πού αγαπούν του τόπου οι αφεντάδες!"
—Να βγάλης, μωρέ, το ράσο, γιατί δε σου αμερτάρει[ταιριάζει] με τη βρωμόγλωσσα που έχεις!... του φουγιάζουνε οι τόσοι όχτροί του.
Εκείνος μένει αδιάφορος σε ό,τι ακούει και απαντάει μόνο στη γάτα του!
—Είπες τίποτα, κυρά μου; Απόψε σούχω τηγανητό μαριδάκι του Πελούζου!...
—Άμε, μωρέ, να κοιμηθής με τη γάτα σου, γατσουλομαγαρισμένε!...
—Κυρά μου, εσύ μοσκοβολάς, κι ευτούνοι ευτού βρωμάνε όσο ζούνε νεκρουλιάς!...
Ωστόσο εξακολουθεί να ζωγραφίζη από τα χαράματα μέχρι τη νύχτα. Είναι φαινόμενο στη δουλειά! Ολοένα ετοιμάζει την αγιογράφηση του τέμπλου και των βημοθύρων τής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου των Ξένων (Μητρόπολη).
Ένας από τους επιτρόπους της εκκλησίας αυτής ήθελε σώνει και καλά να κάμη τον έξυπνο του παπα-δανδή. Στη δεξιά βημόθυρα είχε ζωγραφίσει ο Νικολός τον Ιεράρχη Γρηγόριο να ευλογή. Ο επίτροπος είπε του Νικολού:
—Δέσποτα! Η ευλογούσα χειρ του Ιεράρχου δεν έχει την αρμόζουσαν κάμψιν εις τους δακτύλους!... Δέον όπως διορθωθή!...
Ζεματιστό νερό τούρριξε του Νικολού «ο ευλογημένος»;
—Τι λες, μωρέ; Παναπεί δεν ξέρω τη δουλειά μου; Και ποίος είσαι συ, μωρέ; Και τι ξέρεις εσύ από τέχνη;...
Έφτανε πάντα μισή λέξη να του πης για να πάρη φόρα! Την ίδια στιγμή όμως ελάμψανε τα μάτια του πονηρά κι άλλαξε απότομα τροπάρι.
—Ακούς, μωρέ, που μπορεί νάχης και δίκιο!... Πρώτη βολά μου καπιτάρει[προκύπτει] τέτοιο φιάσκο!... Βγάρτηνε, μωρέ, τη θύρα και στείλε μου τηνε στο στούντιο να τηνε διορθώσω!...
Ύστερα από δύο μέρες η θύρα ήτανε πάλι στη θέση της. Έβαλε τα γυαλιά του ο επίτροπος να ιδή αν «αποκατεστάθη πλέον η αρμόζουσα θέσις των δακτύλων του ευλογούντος» και λίγο έλειψε να κορπάρει, όταν είδε τον Ιεράρχη να του δίνη ένα φάσκελο.
—Όρσε, μωρέ, και αλλονένα βέρο![πραγματικό]... ακούστηκε να λέη ο παπα-δανδής όξω από την πόρτα της εκκλησίας.»
ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ, «ΝΙΚΟΛΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΡΑΒΙΑ, 1974
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
- Η Τζιτζίκα, η γάτα του Παπά-Κουτούζη, με την οποία δήθεν συζητώντας απήγγελε τις σάτιρές του, από έργο του ιδίου του ζωγράφου, αφού συχνά την ενέτασσε στους πίνακές του. (Απόσπασμα από Πίνακα του Ν. Κουτούζη «Η γέννηση της Θεοτόκου» στο Μουσείο Ζακύνθου)
πηγη
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.