Ο τόπος
Οι Κυκλάδες είναι ένα σύμπλεγμα δεκάδων νησιών στο νότιο τμήμα του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδας και Μικράς Ασίας. Η Νάξος, με έκταση 428 τ.χλμ., είναι το μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος.
H ονομασία Κυκλάδες είναι αρχαία και παραδίδεται από τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και πολλές άλλες πηγές. Σύμφωνα με το Στράβωνα, έτσι ονομάζονταν τα νησιά Κέα, Κύθνος, Σέριφος, Μήλος, Σίφνος, Κίμωλος, Πάρος, Νάξος, Σύρος, Μύκονος, Τήνος και Άνδρος, που σχημάτιζαν κύκλο γύρω από το ιερό νησί της Δήλου. Η Θήρα, η Ίος, η Σίκινος, η Φολέγανδρος, η Αμοργός, η Ανάφη μαζί με κάποια νησιά των σημερινών Δωδεκανήσων εντάσσονταν συνήθως στις νότιες Σποράδες. Οι μαρτυρίες αυτές, βέβαια, χρονολογούνται από την Κλασική περίοδο και εξής. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν οι Κυκλαδίτες της 3ης χιλιετίας π.Χ. – που δεν άφησαν γραπτά τεκμήρια – χρησιμοποιούσαν τις ίδιες ή παρόμοιες ονομασίες για τα νησιά τους.
Οι Κυκλάδες ήταν κάποτε οι κορυφές των βουνών της Αιγαΐδος, μιας ηπείρου που καταποντίστηκε στο Αιγαίο πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια. Πολλά από τα νησιά, ιδιαίτερα εκείνα που εκτείνονται νοτιοδυτικά της Αττικής και της Εύβοιας, είναι πλούσια σε κρυσταλλικά πετρώματα, όπως γρανίτη, γναύσιο, μάρμαρο και σχιστόλιθο. Αντίθετα, τα νοτιότερα νησιά, που βρίσκονται πάνω στο ηφαιστειακό τόξο του νοτίου Αιγαίου (Μήλος, Θήρα, Κίμωλος), έχουν αφθονία ηφαιστειογενών πετρωμάτων, όπως ο ανδεσίτης και ο οψιανός. Άλλες πηγές ορυκτού πλούτου, που αξιοποιήθηκαν σε διάφορες περιόδους της ιστορίας, περιλαμβάνουν τα κοιτάσματα χαλκού της Κύθνου, και μολύβδου και αργύρου της Σίφνου.
Οι Κυκλάδες είναι γενικά άνυδρες, με περιορισμένη χλωρίδα και πανίδα και μικρές εκτάσεις πρόσφορες για καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Το κλίμα είναι ξηρό με μεγάλη ηλιοφάνεια και ελάχιστες βροχοπτώσεις. Οι δυνατοί άνεμοι, ωστόσο, που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα του χρόνου (και ιδιαίτερα το καλοκαίρι) κρατούν τη θερμοκρασία σε χαμηλά επίπεδα και ευνοούν τη ακτοπλοΐα.
Οι Κυκλάδες είναι ένα σύμπλεγμα δεκάδων νησιών στο νότιο τμήμα του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδας και Μικράς Ασίας. Η Νάξος, με έκταση 428 τ.χλμ., είναι το μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος.
H ονομασία Κυκλάδες είναι αρχαία και παραδίδεται από τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και πολλές άλλες πηγές. Σύμφωνα με το Στράβωνα, έτσι ονομάζονταν τα νησιά Κέα, Κύθνος, Σέριφος, Μήλος, Σίφνος, Κίμωλος, Πάρος, Νάξος, Σύρος, Μύκονος, Τήνος και Άνδρος, που σχημάτιζαν κύκλο γύρω από το ιερό νησί της Δήλου. Η Θήρα, η Ίος, η Σίκινος, η Φολέγανδρος, η Αμοργός, η Ανάφη μαζί με κάποια νησιά των σημερινών Δωδεκανήσων εντάσσονταν συνήθως στις νότιες Σποράδες. Οι μαρτυρίες αυτές, βέβαια, χρονολογούνται από την Κλασική περίοδο και εξής. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν οι Κυκλαδίτες της 3ης χιλιετίας π.Χ. – που δεν άφησαν γραπτά τεκμήρια – χρησιμοποιούσαν τις ίδιες ή παρόμοιες ονομασίες για τα νησιά τους.
Οι Κυκλάδες ήταν κάποτε οι κορυφές των βουνών της Αιγαΐδος, μιας ηπείρου που καταποντίστηκε στο Αιγαίο πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια. Πολλά από τα νησιά, ιδιαίτερα εκείνα που εκτείνονται νοτιοδυτικά της Αττικής και της Εύβοιας, είναι πλούσια σε κρυσταλλικά πετρώματα, όπως γρανίτη, γναύσιο, μάρμαρο και σχιστόλιθο. Αντίθετα, τα νοτιότερα νησιά, που βρίσκονται πάνω στο ηφαιστειακό τόξο του νοτίου Αιγαίου (Μήλος, Θήρα, Κίμωλος), έχουν αφθονία ηφαιστειογενών πετρωμάτων, όπως ο ανδεσίτης και ο οψιανός. Άλλες πηγές ορυκτού πλούτου, που αξιοποιήθηκαν σε διάφορες περιόδους της ιστορίας, περιλαμβάνουν τα κοιτάσματα χαλκού της Κύθνου, και μολύβδου και αργύρου της Σίφνου.
Οι Κυκλάδες είναι γενικά άνυδρες, με περιορισμένη χλωρίδα και πανίδα και μικρές εκτάσεις πρόσφορες για καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Το κλίμα είναι ξηρό με μεγάλη ηλιοφάνεια και ελάχιστες βροχοπτώσεις. Οι δυνατοί άνεμοι, ωστόσο, που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα του χρόνου (και ιδιαίτερα το καλοκαίρι) κρατούν τη θερμοκρασία σε χαμηλά επίπεδα και ευνοούν τη ακτοπλοΐα.
Ανθρώπινη παρουσία μαρτυρείται στις Κυκλάδες ήδη από την 9η χιλιετία π.Χ. και συνδέεται με τις πολυάριθμες ενδείξεις που έχουμε για εξόρυξη οψιανού εξαιρετικής ποιότητας από τη Μήλο. Το σκληρό ηφαιστειογενές υλικό αποτέλεσε μια από τις πλέον περιζήτητες πρώτες ύλες για την κατασκευή εργαλείων και όπλων σε ολόκληρο το Αιγαίο κατά τη Νεολιθική εποχή και δε σταμάτησε να χρησιμοποιείται μέχρι το τέλος της Εποχής του Χαλκού (12ος αι. π.Χ.).
Μόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στα νησιά, ωστόσο, βεβαιώνεται μόνον κατά την Ύστερη Νεολιθική Περίοδο (περ. 5000 π.Χ.) στην Άνδρο, τη Νάξο, την Αντίπαρο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη και αλλού. Οι αρχαιότεροι οικισμοί ήταν μικρές κοινότητες που βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία για την επιβίωσή τους. Από την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3200-2000 π.Χ.), όμως, αρχίζουν να κατοικούνται συστηματικά όλα τα νησιά των Κυκλάδων και να αναπτύσσονται οι επαφές μεταξύ τους και με τις ακτές που περιβάλλουν το Αιγαίο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κατοίκηση των νησιών συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τις μέρες μας.
Μόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στα νησιά, ωστόσο, βεβαιώνεται μόνον κατά την Ύστερη Νεολιθική Περίοδο (περ. 5000 π.Χ.) στην Άνδρο, τη Νάξο, την Αντίπαρο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη και αλλού. Οι αρχαιότεροι οικισμοί ήταν μικρές κοινότητες που βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία για την επιβίωσή τους. Από την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3200-2000 π.Χ.), όμως, αρχίζουν να κατοικούνται συστηματικά όλα τα νησιά των Κυκλάδων και να αναπτύσσονται οι επαφές μεταξύ τους και με τις ακτές που περιβάλλουν το Αιγαίο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κατοίκηση των νησιών συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τις μέρες μας.
Κατοίκηση -Ιστορία
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ο αποικισμός των νησιών του Aιγαίου δε σημειώθηκε ταυτόχρονα. H απόστασή τους από την πλησιέστερη στεριά, το μέγεθος, η γεωμορφολογία, το κλίμα και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν παράγοντες που προσελκύουν ή αποτρέπουν την κατοίκηση των νησιών. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μήλο, η ανθρώπινη παρουσία σε αιγαιακό νησί ανάγεται στην Ανώτερη Παλαιολιθική και συνδέεται με την εξόρυξη του οψιανού για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων.
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ο αποικισμός των νησιών του Aιγαίου δε σημειώθηκε ταυτόχρονα. H απόστασή τους από την πλησιέστερη στεριά, το μέγεθος, η γεωμορφολογία, το κλίμα και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν παράγοντες που προσελκύουν ή αποτρέπουν την κατοίκηση των νησιών. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μήλο, η ανθρώπινη παρουσία σε αιγαιακό νησί ανάγεται στην Ανώτερη Παλαιολιθική και συνδέεται με την εξόρυξη του οψιανού για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων.
Ο οψιανός της Μήλου Ο οψιανός, μαύρο ηφαιστιογενές πέτρωμα υαλώδους υφής, έχει περιορισμένο αριθμό πηγών προέλευσης στον ελλαδικό χώρο (Μήλος, Αντίπαρος και Γιαλί Νισύρου).Το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε, λόγω της σύστασης και ανθεκτικότητάς του, ήδη από τα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής (9η χιλιετία π.Χ.), για την κατασκευή λεπίδων με κοφτερές ακμές, που χρησίμευαν ως μαχαίρια, ξέστρα και ξυράφια. Όπως απέδειξαν χημικές αναλύσεις (με τη μέθοδο της οπτικής φασματογραφίας) δειγμάτων οψιανού, τόσο από το Φράγχθι όσο και από άλλες νεολιθικές θέσεις του Αιγαίου, ο οψιανός που διακινούνταν στη Nεολιθική αλλά και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού είχε προέλευση από τη Μήλο. Ο μηλιακός οψιανός συναντάται σε δύο θέσεις του νησιού, Νύχια και Δεμενεγάκι στη μορφή σβόλων είτε διασκορπισμένων στην επιφάνεια του εδάφους είτε σφηνωμένων μέσα σε αποθέσεις ηφαιστιογενούς τέφρας. Η εύρεση εργαλείων οψιανού από τη Μήλο σε στρώματα κατοίκησης της Μεσολιθικής στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας πιστοποιεί τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο ήδη από την 9η χιλιετία π.Χ. Η εξόρυξη και διακίνηση του οψιανού γινόταν, από το τέλος της Παλαιολιθικής και κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Νεολιθικής εποχής (περίπου 6800-3200 π.Χ.), όχι από ομάδες μόνιμα εγκατεστημένες στην περιοχή των λατομείων της Μήλου, αλλά από εξειδικευμένες ομάδες, που έφθαναν στο νησί από οικισμούς του κεντρικού και νότιου Αιγαίου. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, που βασίζεται στη μελέτη τέχνεργων οψιανού (πυρήνων, απολεπισμάτων και εργαλείων) από αρχαιολογικές θέσεις της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, την εξόρρυξη ακολουθούσε η επιτόπου προεργασία της πρώτης ύλης, τουλάχιστον κατά την Αρχαιότερη και τη Μέση Νεολιθική (περίπου 6800-5300 π.Χ.). Κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική (περίπου 5300-3200 π.Χ.), όταν πια η συστηματική κατοίκηση των Κυκλάδων πύκνωσε, η διακίνηση του οψιανού διαφοροποιήθηκε και εντάχθηκε στα ολοένα και πιο σύνθετα εμπορικά δίκτυα του Αιγαίου. Ο οψιανός έφτασε τότε στους οικισμούς πέραν των Κυκλάδων με τη μορφή αδρά επεξεργασμένων πυρήνων. |
Πρωτοκυκλαδική (3000-2000 π.Χ.)
Kατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) αναπτύσσονται στις παράκτιες ζώνες των μεγάλων νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί με σαφή πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και άλλα κοινωφελή έργα, με εξειδίκευση και κατανομή εργασίας, οικονομική ευμάρεια και συσσώρευση πλούτου, οι οποίοι συνιστούν τα πρωιμότερα κέντρα με πρωτοαστικό χαρακτήρα στο Aιγαίο. (Πολιόχνη Λήμνου, Θερμή Λέσβου)
Kατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) αναπτύσσονται στις παράκτιες ζώνες των μεγάλων νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί με σαφή πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και άλλα κοινωφελή έργα, με εξειδίκευση και κατανομή εργασίας, οικονομική ευμάρεια και συσσώρευση πλούτου, οι οποίοι συνιστούν τα πρωιμότερα κέντρα με πρωτοαστικό χαρακτήρα στο Aιγαίο. (Πολιόχνη Λήμνου, Θερμή Λέσβου)
Στις Κυκλάδες, ιδρύονται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί, παράκτιοι οικισμοί, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί. Κατά τη μεταβατική φάση, μετά το 2300 π.Χ., οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους, παραθαλάσσιους λόφους ή σε ψηλές θέσεις, απομακρυσμένες από την ακτή. Aρκετοί απ' αυτούς είναι οχυρωμένοι, γεγονός που συνδέεται με πιθανές πληθυσμιακές μετακινήσεις από τα νησιά του βόρειου Αιγαίου προς τις Κυκλάδες.
Οικισμοί : Καστρί Σύρου, Σκάρκος Ίου
Οικισμοί : Καστρί Σύρου, Σκάρκος Ίου
Σκάρκος Ίου. Γενική άποψη του λόφου του Σκάρκου με τον πρωτοκυκλαδικό οικισμό. Ο μεγαλύτερος σε έκταση και καλύτερα διατηρημένος οικισμός της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (2700-2400/2300 π.Χ.). Τα ορθογώνια, εξ ολοκλήρου λιθόκτιστα κτήρια περιλαμβάνουν ισόγειο, έναν όροφο και περιφραγμένη αυλή και σώζονται σε ύψος 3-4 μέτρων! Την κυκλοφορία στον οικισμό διευκολύνουν δρόμοι, πλάτους 1-2 μέτρων, αλλά και τετράπλευρες κοινόχρηστες πλατείες.
Καστρί Σύρου. Ο οικισμός Καστρί Σύρου κτίστηκε στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής II περιόδου στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου, όχι μακριά από τη θάλασσα. Περιλαμβάνει μικρά λιθόκτιστα κτήρια με ορθογώνια ή καμπυλόγραμμη κάτοψη, τα οποία αποτελούνται από ένα ή δύο δωμάτια. Είναι πυκνοκτισμένα και χρησιμοποιούν εν μέρει κοινούς τοίχους σχηματίζοντας κτηριακές συστάδες, οι οποίες διαχωρίζονται από στενούς ακανόνιστους δρόμους και μικρούς, ανοιχτούς κοινόχρηστους χώρους. O οικισμός προστατεύεται από οχυρωματικό περίβολο, πάχους περίπου 2 μέτρων. Στο εσωτερικό του τείχους εφάπτονται μερικά από τα σπίτια του οικισμού, ενώ εξωτερικά ενισχύεται από έξι, αραιά κτισμένους, πεταλόσχημους πύργους. Εξωτερικά του περιβόλου υπάρχει διπλό λίθινο προτείχισμα. Την ίδια εποχή κι άλλοι οικισμοί στις Κυκλάδες οχυρώνονται.
Μεσοκυκλαδική-Υστεροκυκλαδική (2000-1100 π.Χ.)
Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών, διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή δύο μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά τη Μεσοκυκλαδική και την Yστεροκυκλαδική περίοδο θα εξελιχθούν σε μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, οφειλόμενη στη συνεργασία με την οικονομική δύναμη του πρώτου μισού της 2ης χιλιετίας στο Aιγαίο, τη Μινωική Κρήτη.
Στα τέλη της Μεσοκυκλαδικής και τις αρχές της Υστεροκυκλαδικής περιόδου (1600-1550 περ.) οι σημαντικότερες πόλεις των Κυκλάδων (Αγία Ειρήνη Κέας, Φυλακωπή Μήλου, Ακρωτήρι Θήρας) πλήττονται από φυσικές καταστροφές και, κατά την Υστεροκυκλαδική Ι, ανοικοδομούνται με εμφανή στοιχεία από τη μινωική αρχιτεκτονική (τοιχοδομία, τοιχογραφίες). Σημαντικότερος οικισμός της εποχής αυτής είναι το Ακρωτήρι της Θήρας.
Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών, διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή δύο μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά τη Μεσοκυκλαδική και την Yστεροκυκλαδική περίοδο θα εξελιχθούν σε μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, οφειλόμενη στη συνεργασία με την οικονομική δύναμη του πρώτου μισού της 2ης χιλιετίας στο Aιγαίο, τη Μινωική Κρήτη.
Στα τέλη της Μεσοκυκλαδικής και τις αρχές της Υστεροκυκλαδικής περιόδου (1600-1550 περ.) οι σημαντικότερες πόλεις των Κυκλάδων (Αγία Ειρήνη Κέας, Φυλακωπή Μήλου, Ακρωτήρι Θήρας) πλήττονται από φυσικές καταστροφές και, κατά την Υστεροκυκλαδική Ι, ανοικοδομούνται με εμφανή στοιχεία από τη μινωική αρχιτεκτονική (τοιχοδομία, τοιχογραφίες). Σημαντικότερος οικισμός της εποχής αυτής είναι το Ακρωτήρι της Θήρας.
Μετά την έκρηξη του Ηφαιστείου της Θήρας, η Αγία Ειρήνη της Κέας και η Φυλακωπή της Μήλου παραμένουν τα κυριότερα αστικά κέντρα των Κυκλάδων. Οι οικισμοί αυτοί παρουσιάζουν ένα ενιαίο και άριστα οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο και υπόγειες εγκαταστάσεις αποχέτευσης. Είναι η εποχή της μυκηναϊκής εξάπλωσης, και στις Κυκλάδες συναντούμε πολλές μυκηναϊκές πολιτιστικές επιδράσεις (οχυρώσεις, ιερά, μέγαρα, κεραμική).
>> Στην παραπάνω εικόνα, που απεικονίζει την κάτοψη του οικισμού της Φυλακωπής κατά τον 13ο αιώνα, παρατηρήστε το οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο, και την ύπαρξη μυκηναϊκού μεγάρου. Στην ίδια περίοδο τοποθετείται και το μυκηναϊκού τύπου ιερό.
Η τέχνη στις Κυκλάδες την εποχή του Χαλκού
Ειδώλια Τα ειδώλια αποτελούν τη σημαντικότερη δημιουργία της κυκλαδικής μαρμαρογλυπτικής. Η κατασκευή των χαρακτηριστικών κυκλαδικών ειδωλίων τοποθετείται στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία). Στην πλειονότητά τους απεικονίζουν γυμνές γυναικείες μορφές με διπλωμένα χέρια πάνω από την κοιλιά (το αριστερό κατά κανόνα πάνω από το δεξί), ελαφρώς λυγισμένα γόνατα και το κεφάλι ελαφρώς ανασηκωμένο προς τα πίσω.Τα «κανονικά» ειδώλια ποικίλλουν από μικροσκοπικά παραδείγματα ύψους λίγων μόλις εκατοστών μέχρι γλυπτά σχεδόν φυσικού μεγέθους. Τα περισσότερα, πάντως, δεν ξεπερνούν τα 40 εκ. σε ύψος. Εκτός από τα αυτήν την κατηγορία ειδωλίων υπάρχει και αρκετά παραδείγματα που απεικονίζουν τη γυναικεία μορφή με τρόπο εξαιρετικά σχηματικό. Ο πιο γνωστός τύπος είναι τα «βιολόσχημα» ειδώλια της Πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου, που ονομάστηκαν έτσι επειδή το σχήμα τους θυμίζει βιολί. Η ανδρική μορφή αναπαρίσταται σπάνια στην κυκλαδική τέχνη. Συνήθως τη συναντούμε σε καθιστά ειδώλια, ειδώλια μουσικών ή σε ειδώλια κυνηγών/πολεμιστών. Kατά την Ύστερη Χαλκοκρατία ξεχωρίζουν μεγάλα πήλινα, χειροποίητα ή τροχήλατα ειδώλια από τα ιερά των υστεροκυκλαδικών πόλεων της Αγίας Ειρήνης και της Φυλακωπής, καθώς και μικρότερα ειδώλια τύπου Φ και Ψ, που ακολουθούν πιστά την ειδωλοπλαστική της Μυκηναϊκής Ελλάδας. Τα ζωόμορφα ειδώλια της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου είναι κυρίως μαρμάρινα ή πήλινα και απεικονίζουν ζώα και πτηνά. Παράλληλα συνηθίζονται τα πήλινα ζωόμορφα αγγεία τελετουργικού χαρακτήρα (π.χ. σκαντζόχοιρος). |
Κεραμική
Λίθινα αγγεία και σκεύη
Τοιχογραφίες
Δείτε την παρακάτω παρουσίαση για τον Κυκλαδικό πολιτισμό, που ακολουθεί τη δομή της ενότητας του σχολικού βιβλίου
Πατώντας πάνω στην εικόνα που ακολουθεί μπορείτε να επισκεφθείτε τη σελίδα 'Κυκλαδικός Πολιτισμός' του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Επίσης μια περιεκτική παρουσίαση της εποχής του Χαλκού στα νησιά του Αιγαίου θα βρείτε στις ιστοσελίδες http://www.ime.gr/chronos/02/islands/gr/intro/index.html, που μπορείτε επίσης να επισκεφθείτε πατώντας τον παρακάτω σύνδεσμο
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.