Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Η ιστορική πορεία του ελληνικού κόσμου στους 15 αιώνες που ακολούθησαν


 

0. Εισαγωγή στη Μεσαιωνική Ιστορία

 

0.0. Ο ζωτικός χώρος των Ρωμαϊκών και Βυζαντινών χρόνων

 

            Η ιστορική πορεία του ελληνικού κόσμου στους 15 αιώνες που ακολούθησαν την υποταγή και του τελευταίου μακεδονικού βασιλείου (της πτολεμαϊκής Αιγύπτου) στους Ρωμαίους (το 30 π.Χ.), συνδέεται με δύο μεγάλες αυτοκρατορίες, τη Ρωμαϊκή (30 π.Χ.-330 μ.Χ.) και τη (λεγόμενη) Βυζαντινή (330-1453 μ.Χ.), από τις οποίες η πρώτη αναπτύχθηκε υπό την άμεση και καταλυτική επίδραση του ελληνικού πολιτισμού σε βαθμό που επιτρέπει να θεωρείται και να ονομάζεται Ελληνορωμαϊκή και η δεύτερη ομολογείται ότι ήταν ελληνική, συγκροτώντας το μεγάλο (σε χρονική διάρκεια, γεωγραφική έκταση αλλά και αξία) Μεσαιωνικό Ελληνικό Κράτος (όπως θα μπορούσε να ονομάζεται ορθότερα --- και ονομάζεται έτσι από αξιόλογους ιστορικούς, όπως ο Γάλλος Κ’αρολος Ντηλ (Charles Diehl) και ο Άγγλος Chris Woodhouse, που έγραψε Σύντομη Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας με αφετηρία το 330 μ.Χ.).

            Στη διάρκεια των δεκαπέντε αυτών αιώνων σημειώθηκαν κοσμοϊστορικές αλλαγές που άλλαξαν τη μορφή και τη μοίρα της οικουμένης και αναπόφευκτα επηρέασαν τη δομή, τον τρόπο ζωής και διακυβέρνησης και την ιδεολογική συγκρότηση των ελληνικών κοινωνιών, που εξακολουθούσαν να ζουν απλωμένες σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό χώρο (πολύ μεγαλύτερο από την έκταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους) που σε σημαντικό βαθμό διαμορφώθηκε από τους τρεις αλλεπάλληλους ελληνικούς αποικισμούς της αρχαιότητας (1100-800, 800-600 και 334-30 π.Χ.) από τους οποίους ο τελευταίος ταυτίζεται με τις μετακινήσεις που συνόδευσαν τις κατακτήσεις του Μ.Αλεξάνδρου.

 

0.1. Τα γεγονότα του ιστορικού γίγνεσθαι της εποχής

 

            Σε μια πολύ γενική θεώρηση τα γεγονότα που διασχημάτισαν το ιστορικό γίγνεσθαι της εκτεταμένης αυτής χρονικής περιόδου, θα μπορούσαν να σκιαγραφηθούν ως εξής:

 

(α) Μετακινήσεις πληθυσμών

 

Οι μετακινήσεις πληθυσμών, οφειλόμενες στην αναζήτηση καλύτερης τύχης, από λαότητες που αντιμετώπίζαν οικονομικές δυσκολίες στις περιοχές της αρχικής τους κατάλυσης, εξακολουθούσαν να αποτελούν (όπως συνεχίζουν να αποτελούν μέχρι και σήμερα) ουσιώδες φαινόμενο των ιστορικών εξελίξεων. Λαοί που μετακινήθηκαν στα χρόνια που εξετάζουμε, επηρεάζοντας και τον ελληνικό κόσμο, ήταν:

 - Οι Καυκάσιοι Τεύτονες / Γερμανοί / Γότθοι της Ινδοευρωπαϊκής Ομοφυλίας, με αφετηρία τη Σκανδιναβία και τη σημερινή βόρεια Γερμανία και Δανία, απλώθηκαν από τον 2ο αιώνα μ.Χ. σε όλο τον ευρωαπϊκό χώρο, όπου προηγουμένως κατοικούσαν Κέλτες (Γαλάτες), με τους οποίους αναμίχτηκαν, οδηγώντας στο σταδιακό σχηματισμό των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών.

 - Οι Μογγολοειδείς Ούννοι της Ουραλταϊκής Ομοφυλίας, πρόγονοι των Τούρκων, από τον τον 3ο αιώνα μ.Χ. κινήθηκαν από τη Μογγολία δυτικά, δημιουργώντας πρόσκαιρο κράτος (375-453) στα βόρεια της Κασπίας θάλασσας, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στη Δυτ.Ευρώπη.

 - Οι Μογγολοειδείς Χάζαροι της Ουραλταϊκής Ομοφυλίας από τον τον 5ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκαν μεταξύ Κασπίας και Ευξείνου Πόντου, δημιουργώντας κράτος που ασπάστηκε την Ιουδαϊκή θρησκεία, από το 552 μέχρι το 969 μ.Χ. 

 - Οι Μογγολοειδείς Άβαροι της Ουραλταϊκής Ομοφυλίας από τον τον 7ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκαν στα μέρη της Παννονίας (σημερινής Ουγγαρίας και Τσεχοσλοβακίας) δημιουργώντας βραχ΄θβιο κράτος από το 568 μέχρι το 810 μ.Χ.

- Οι Καυκάσιοι Άραβες της Σημιτικής Ομοφυλίας, σε μία μεγάλη εθνική εξόρμηση που υποκίνησε η νεοιδρυθείσα θρησκεία του Ισλαμισμού, απλώθηκαν από τον 7ο αιώνα μ.Χ. σταδιακά στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, οδηγώντας συν τω χρόνω στο σχηματισμό των σύγχρονων Αραβικών Κρατών.

- Οι Μογγολοειδείς Βούλγαροι της Ουραλταϊκής Ομοφυλίας από τον τον 7ο αιώνα μ.Χ. με ενδιάμεση κατάλυση στα μέρη περί τον ποταμό Βόλγα, από τον οποίο πήραν το όνομά τους, εγκαταστάθηκαν στα μέρη της σημερινής Βουλγαρίας, όπου δημιούργησαν το πρώτο κράτος τους (679-1018), αναμίχτηκαν με τους Σλάβους που επίσης εγκαταστάθηκαν εκεί και σε σημαντικό βαθμό εκσλαβίστηκαν.

- Οι Καυκάσιοι Σλάβοι της Ινδοευρωπαϊκής Ομοφυλίας, ονομαζόμενοι αρχικά Βενδοί, από τα μέρη της σημερινής Εσθονίας, Λεττονίας, Λιθουανίας και Λευκορωσίας απλώθηκαν από τον 7ο αιώνα μ.Χ. στο χώρο της βόρειας χερσονήσου του Αίμου, όπου προηγουμένως κατοικούσαν Δάκες, Γέτες, Οδρυσοί, Παίονες,Παννονοί και Δαρδανοί με τους οποίους αναμίχτηκαν, οδηγώντας στο σταδιακό σχηματισμό των σύγχρονων σλαβικών βαλκανικών κρατών.

- Οι Μογγολοειδείς Μαγυάροι της Ουραλταϊκής Ομοφυλίας από τον τον 10ο αιώνα μ.Χ. με αρχική προέλευση από τα μέρη βορειοανατολικά της Κασπίας, εγκαταστάθηκαν στα μέρη της σημερινής Ουγγαρίας, όπου, από το 895 μ.Χ., σταδιακά, μετά από ενδιάμεση κατάκτηση από τους Τούρκους (1526-1686),  δημιούργησαν το σύγχρονο Ουγγρικό κράτος.

- Οι Καυκάσιοι Ρώσοι της Ινδοευρωπαϊκής Σλαβικής Ομοφυλίας, από τα μέρη της σημερινής Εσθονίας, Λεττονίας, Λιθουανίας και Λευκορωσίας απλώθηκαν από τον 10ο αιώνα μ.Χ. στο χώρο της σημερινής Ρωσίας, όπου προηγουμένως κατοικούσαν Φινλανδικές φυλές και σταδιακά δημιούργησαν το σύγχρονο Ρωσικό κράτος.

- Οι Μογγολοειδείς Σελτζούκοι Τούρκοι της Ουραλταϊκής Ομοφυλίας από τον τον 11ο αιώνα μ.Χ. από τα μέρη ανατολικά της Κασπίας, κινήθηκαν νότια και εγκαταστάθηκαν στα μέρη του σημερινού Ιράν και Ιράκ, επεκτεινόμενοι σταδιακά προς τη Μικρά Ασία, όπου δημιούργησαν βραχύβιο κράτος από το 1037 μέχρι το 1194.

- Οι Μογγολοειδείς Οθωμανοί Τούρκοι, αρχικά μικρή πατριά της Ουραλταϊκής Ομοφυλίας, από τον τον 14ο αιώνα μ.Χ. (συγκεκριμένα από το 1326) απλώθηκαν στα μέρη, όπου είχαν ήδη καταλύσει οι Σελτσούκοι Τούρκοι και αξιοποιώντας τις κατακτήσεις εκείνων, αλλά και προσεταιριζόμενοι, με διάφορους τρόπους (με εξαναγκασμό, βία ή οικειοθελώς), τους ελληνόφωνους (ή και ελληνικούς) λαούς, που κατοικούσαν εκεί, κατέκτησαν σταδιακά όλη τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την κυρίως Ελλάδα.

Στις μετακινήσεις πρέπει να συμπεριληφθούν και οι Σταυροφορίες (συνολικά 8 από το 1096 έως και το 1270), που, με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, ουσιαστικά απέβλεπαν στη κατάκτηση της Ανατολής από δυτικές δυνάμεις υπό την αιγίδα τού πάπα και κατέληξαν πράγματι στην προσωρινή κατάλυση του Ελληνικού Μεσαιωνικού Κράτους το 1204.

 

(β) Η ελληνική γλώσσα κοινό επικοινωνιακό όχημα

 

            Στην αφετηρία της εξεταζόμενης περιόδου το 30 π.Χ. η ελληνική γλώσσα είχε ήδη μία θαυμαστή διαδρομή 2000 περίπου χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων αξιώθηκε να αναδειχθεί στο εκφραστικό όργανο, στο οποίο διατυπώθηκαν υπέρλαμπρα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος. Εκτός από την τεράστια αίγλη της, ευτύχησε επιπλέον να αποκτήσει ένα εξίσου τεράστιο γεωγραφικό χώρο στον οποίο εξαπλώθηκε στα χρόνια των 4 μακεδονικών βασιλείων που δημιούργησαν οι κατακτήσεις του Μ.Αλέξανδρου και έφτασε στο σημείο να είναι παγκόσμια γλώσσα, που όχι μόνο αδιαφιλονίκητα χρησιμοποιούσαν όλοι στις εμπορικές συναλλαγές και στη συγγραφή λογοτεχνικών και επιστημονικών κειμένων, αλλά ήταν και η «κοινή» γλώσσα που μιλούσαν και καταλάβαιναν οι λαϊκές μάζες σε όλη την οικουμένη, από την Ισπανία μέχρι την Ινδία.

            Ο ελληνόφωνος κόσμος που δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό, ήδη από τα χρόνια των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, που απαρτιζόταν από Έλληνες, αλλά και από εξελληνισμένους, ελληνίζοντες (μιμούμενους τους Έλληνες) ή και ελληνοκοπούντες (με επιδεικτική υπερβολή στη μίμηση αυτή) πληθυσμούς, δημιούργησε μια πλατιά ενοποιητική βάση, που απετέλεσε σημαντική συνεκτική δύναμη για τις δύο αυτοκρατορίες που άκμασαν στα εξεταζόμενα χρόνια.

            Η ελληνική γλώσσα, ως αδιαμφισβήτητο επικοινωνιακό όχημα κατά τη διάρκεια των 15 αιώνων της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είναι άλλωστε καταλυτικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της ελληνικότητας των αυτοκρατοριών αυτών, οι λόγιοι, οι φιλόλογοι και οι κυβερνώντες (αλλά και ο μορφωμένος λαός) των οποίων όχι μόνο θαύμαζαν και μελετούσαν με πάθος τα έργα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και διατήρησαν ως κόρη οφθαλμού τα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά κειμήλιά του, που «κατόρθωσαν» (έστω και ως λείψανα) να φτάσουν ως τις μέρες μας, παρά τη λεηλασία και τις καταστροφές που υπέστησαν από «βαρβάρους» επιδρομείς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δυτικοευρωπαίοι Γότθοι, Σταυροφόροι, Ενετοί και Αγγλογάλλοι «εισβολείς», «κατακτητές» ή απλώς «περιηγητές» και «ερευνητές».  

 

(γ) Η ενοποιητική δύναμη του Χριστιανισμού

 

            Η εμφάνιση, η ανάπτυξη, η διάδοση και η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Ελληνικού Μεσαιωνικού Κράτους είναι αναντίρρητα ένα από τα ορόσημα της ανθρώπινης ιστορίας, που σηματοδοτεί την νομοτελειακή στροφή του ελληνικού πολιτισμού από τις φιλελεύθερες πνευματικές αντιλήψεις των χρόνων της δημοκρατίας σε θεοσοφικά και θεοκεντρικά συστήματα στοχασμού, επηρεασμένα από τον συγχρωτισμό με την Ανατολή (και ιδιαίτερα την Αίγυπτο), σε συνδυασμό με την υιοθέτηση δεσποτικών συστημάτων διακυβέρνησης, των οποίων ο Χριστιανισμός υπήρξε επί χιλιετίες βασικό στήριγμα και μέσο επιβολής.

            Σε αντίθεση με τις απόψεις που τον συνδέουν με τον Ιουδαϊσμό, επηρεασμένες από τη φαινομενική ιστορική συσχέτισή του με κάποια αμφιλεγόμενα γεγονότα που συνέβησαν στην Ιουδαία στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβέριου, ο Χριστιανισμός (όπως δηλώνει και το όνομά του, <χρίω=αλείφω [με μύρο βασιλέα]) είναι δημιούργημα του ελληνικού κόσμου και αποτελεί μια ξεκάθαρα ελληνική θρησκεία, που κληρονόμησε και υιοθέτησε τα περισσότερα τελετουργικά της από τις πανάρχαιες θρησκευτικές παραδόσεις των Ελευσίνιων Μυστηρίων, των Ορφικών και της λατρείας του Άδωνη, καταλήγοντας στην αντικατάσταση των αρχαίων «θεών» και «ημιθέων» με τους χριστιανούς «αγίους». Είναι άλλωστε χαρατηριστικό ότι, ανεξάρτητα από τις αρχικές (σκοτεινές και δυσεξερεύνητες) προθέσεις των εμπνευστών του χριστιανικού κινήματος, μεταξύ των οποίων πρώτη θέση κατέχει ο Παύλος, Εβραίος ραββίνος που είχε και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη (πρώην Σαύλος), ο Χριστιανισμός ρίζωσε και διαδόθηκε χάρη στην κοινή (παγκόσμια) ελληνική γλώσσα, στον ελληνόφωνο (ή ελληνικό) κόσμο της Ανατολής, που, μετά τους αλλεπάλληλους πολέμους των προαυτοκρατορικών χρόνων είχε φτάσει σε σημείο εξαθλίωσης και αναζητούσε τη χαμένη ελπίδα σε αποκρυφικές σωτηριολογικές δοξασίες.

            Η καθιέρωση όμως του Χριστιανισμού δεν οριστικοποιήθηκε παρά μόνο όταν έγινε σαφές, ιδιαίτερα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, του οποίου η Ελληνίδα μητέρα είχε ασπασθεί τον Χριστιανισμό, ότι η αχανής πολυφυλετική αυτοκρατορία που διοικούσε, εκτός από την ελληνική γλώσσα, χρειαζόταν ένα πρόσθετο ισχυρό ενοποιητικό εργαλείο, που θα μπορούσε να υπηρετηθεί ικανοποιητικά από μία μονοθεϊκή θρησκεία (σε αντίθεση με τις δημοκρατικές πολυθεϊκές των φιλελεύθερων χρόνων) που κήρυττε τυφλή πίστη και υπακοή στον ένα θεό (όπως και ο ίδιος απαιτούσε πίστη και υπακοή στη μία και μοναδική εξουσία του μονοκράτορα κυβερνήτη). Ο Χριστιανισμός ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στις απαιτήσεις του στόχου αυτού, χάρη στο φανατισμό των νεοφώτιστων οπαδών του, που έφτασε σε βαθμό μισαλλοδοξίας, καθώς υποδαυλιζόταν έντεχνα από τους αρχιερείς του, που καλλιεργούσαν ένα αίσθημα καταδίωξης, υπερτονίζοντας ως «διωγμούς» τα μέτρα που έπαιρναν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες (όπως θα έκανε οποιοδήποτε σύγχρονο κράτος) για να προστατέψουν τη δημόσια τάξη από τις υπερβολές (που εκλαμβάνονταν ως συνωμοτικές δραστηριότητες) των πρώτων χριστιανών.

            Παρά τις προαναφερόμενες αμφιλεγόμενες ιδιότητές του, ο Χριστιανισμός (με την επιμέρους «ορθόδοξη» εκδοχή του που υιοθετήθηκε από τον ελληνικό κόσμο, σε αντίθεση με την «καθολική» εκδοχή που είναι αποδεκτή στους δυτικοευρωπαϊκούς πληθυσμούς) ομολογείται ότι λειτούργησε επί 20 αιώνες ως ισχυρή (φυλετική τελικά) ασπίδα του ελληνικού κόσμου, απέναντι σε ποικίλους εχθρούς, από ανατολή, δύση, βορά και νότο, οι οποίοι, στιγματιζόμενοι με το χαρακτηρισμό του «αλλόπιστου» ή του «άπιστου» υποκινούσαν το πάθος των (κατά κανόνα) αμυνόμενων ελληνικών πληθυσμών --- πάθος χάρη στο οποίο αποδείχτηκαν ικανοί να αποκρούσουν τους επιδρομείς επί 15 αιώνες και να ανασυστήσουν το ελληνικό κράτος με την πολυθρύλητη επανάσταση του 1821. Για την υπηρεσία αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αποτελεί ένα βαθιά ριζωμένο βίωμα μιας μακρόχρονης ελληνότροπης παράδοσης, παρά τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, ο «ορθόδοξος» Χριστιανισμός είναι άξιος προσοχής, τουλάχιστον από όσους έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η ύπαρξή τους σχετίζεται κατά κάποιο τρόπο με την Ελλάδα (αν μη τι άλλο και για την επιπρόσθετη διαπίστωση ότι, ο Ορθόδοξος Χριστιανσιμός, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχει διαπράξει τα φρικτά εγκλήματα που διέπραξε η Ιερά Εξέταση στο Δυτικό Κόσμο).

 

(δ) Πολυφυλετικότητα και κοσμοπολιτισμός

 

            Παρά την κυρίαρχη θέση του ελληνικού κόσμου, ομολογείται ως αναμβισβήτητο ότι και οι δύο αυτοκρατορίες, για τις οποίες γίνεται λόγος, ήταν πολυφυλετικές, με την έννοια ότι περιλάμβαναν ένα πλήθος λαών, που είτε κατοικούσαν στα γεωγραφικά τους όρια, πριν από τη δημιουργία τους (όπως οι Αιγύπτιοι, οι Εβραίοι, οι Σύριοι, οι Πέρσες, οι Αρμένιοι, οι Κέλτες, οι Ιλλυριοί και οι εξελληνισμένοι Μικρασιάτες Φρύγες, Λύδιοι, Κάρες, Λύκιοι κλπ), είτε εγκαταστάθηκαν εκεί αργότερα, στα πλαίσια των μετακινήσεων που προαναφέρθηκαν. Δημιουργήθηκε έτσι το αίσθημα ενός κοσμοπολιτισμού, που ήταν το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα, ιδιαίτερα στα μακεδονικά και ρωμαϊκά χρόνια, στη διάρκεια των οποίων μπορούσε πράγματι να βρίσκεται κανείς σε πολύ μακρινά μέρη, χωρίς να παύει να αισθάνεται ότι είναι στην «πατρίδα» του, αφού πατρίδα είχε πλέον γίνει όλη η οικουμένη.

            Αρκετοί από τους λαούς αυτούς, εγκατεσπαρμένοι και ως ένα βαθμό ενταγμένοι στο αχανές πολυμιγές τοπίο των αυτοκρατοριών, διατηρούσαν την φυλετική ταυτότητά τους, θεωρώντας τους Ελληνορωμαίους κατακτητές, με αποτέλεσμα είτε περιστασιακά να αυτονομούνται, όπως οι Πέρσες και οι Αρμένιοι, είτε να επαναστατούν δημιουργώντας ταραχές, όπως οι Εβραίοι και οι Κέλτες, ενώ και οι επήλυδες πληθυσμοί (Γότθοι, Σέρβοι, Βούλγαροι και Τούρκοι), όταν προκαλούσαν καταστροφές, αντιμετωπίζονταν ως εχθροί.

            Στο σημείο αυτό δεν είναι άσκοπο να παρατηρηθεί ότι ο φυλετικός παράγοντας, από τα πρώτα χρόνια του ανθρώπινου πολιτισμού, είχε σημαντική συμβολή στην ιστορική εξέλιξη, γεγονός που οι μαρξιστές ερευνητές τείνουν να υποβαθμίζουν, δίνοντας προτεραιότητα στις ταξικές διαφορές. Η ένταξη των ανθρώπων σε οικογένειες, επεκτεινόμενες σε ευρύτερες οικογένειες (εφαμελίες) και περαιτέρω σε ομάδες εφαμελιών (πατριές), που εξελίσσονται σε γένη και σε ανώτερο επίπεδο σε φυλές και ομοφυλίες, είναι από τους πρωταρχικότερους, ισχυρότερους και βαθύτατα ριζωμένους δεσμούς των ανθρώπων, διότι βασίζονται στο πρώτιστο κίνητρο της αναζήτησης προστασίας και ασφάλειας στη θαλπωρή που προσφέρει η συνάφεια με συγγενικά πρόσωπα, συνδεδεμένα με το κοινό συμφέρον της συνύπαρξης που εξασφαλίζει την επιβίωση. Οι αντιθέσεις των συμφερόντων γειτονικών πατριών (σε τοπικό επίπεδο) ή γενών οργανωμένων σε κράτη (σε ανώτερο επίπεδο) απετέλεσαν τις πρωταρχικές αιτίες διαμάχης ανάμεσα σε ανθρώπινους συνασπισμούς, πολύ πριν συνειδητοποιηθεί η παράλληλη ένταξη σε κοινωνικά στρώματα και τάξεις, που ασφαλώς διαδραμάτισε επίσης σημαντικότατο ρόλο στην πορεία της ανθρωπότητας, σχετιζόμενη με το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας που προκαλεί ο αποκλεισμός των ασθενέστερων τάξεων από την οικονομική και πολιτική εξουσία.

            Στα πλαίσια της διαπίστωσης αυτής μπορεί να γίνουν κατανοητές οι εσωτερικές αντιθέσεις που ταλάνισαν την κεντρική διοίκηση των δύο αυτοκρατοριών και αργά, αλλά σταθερά, προετοίμασαν την παρακμή και την πτώση τους.

 

(ε) Μετατροπή των δούλων σε δουλοπάροικους

 

            Η αρχική αγροτική δουλοκτητική κοινωνία της Ρώμης που περιλάμβανε 4 τάξεις (γαιο/δουλοκτητική αριστοκρατία πατρικίων, πελάτες, πληβείοι, δούλοι), άρχισε να αστοποιείται από το 509 π.Χ. με την συγχώνευση των πατρικίων και των πελατών, τον χωρισμό των πληβείων σε πλούσιους και ακτήμονες, τη σταδιακή ανάπτυξη πληβειακής αριστοκρατίας και τη δημιουργία τάξης απελεύθερων. Στα χρόνια των δικτατοριών (133-30 π.Χ.) άρχισε να σχηματίζεται μια εμπορική τιμοκρατική αριστοκρατία και να δημιουργείται μία τάξη αποίκων (ημιελεύθερων ενοικιαστών γης). Στα αυτοκρατορικά χρόνια οι κοινωνικές τάξεις:περιλάμβαναν τους αστούς (έμποροι, τραπεζίτες, εργατοτεχνίτες), τους αγρότες (γαιοκτήμονες, καλλιεργητές) και τους δούλους, ενώ παράλληλα άρχισε η ανάπτυξη κληρονομικών επαγγελματικών καστών. Στα χρόνια της αυτοκρατορικής παρακμής παρατηρήθηκε βαθμιαία αποαστοποίηση της δουλοκτητικής κοινωνίας φθορά αστικού πληθυσμού, σμίκρυνση αστικών κέντρων, επιστροφή στην αγροτική ζωή, μείωση του αριθμού των δούλων, πλήθυνση των αποίκων με τελική κατάληξη τον εκφεουδαρχισμό της αγροτικής κοινωνίας που συνοδεύτηκε από ανάπτυξη δουλοπάροικων αγροτών από την τάξη των αποίκων.

Στην ορολογία αυτή ως δουλοκτήτης νοείται ο κάτοχος, μετά από βίαιη κατάκτηση, μεγάλων εκτάσεων γης, που την καλλιεργούσε χρησιμοποιώντας δούλους και ο οποίος ήταν σχετικά ανεξάρτητος, υπό την επικυριαρχία ανώτατου άρχοντα, στον οποίο κατέβαλλε φόρους. Ο δούλος αποτελούσε κτήμα του κυρίου του, που μπορούσε ανεξέλεγξτα να τον πουλήσει σε άλλον και είχε απόλυτο δικαίωμα ζωής ή θανάτου πάνω του και ο οποίος τον συντηρούσε και τον έτρεφε, περίπου ως κατοικίδιο ζώο. Ο φεουδάρχης στη μετεξελιγμένη μεσαιωνική κοινωνία που αναπτύχθηκε μετά το 330 μ.Χ. ήταν κάτοχος από κληρονομιά, βασιλική δωρεά ή κατάκτηση εκτεταμένης περιοχής, υποτελής σε ανώτερους φεουδάρχες με γενικό επικυρίαρχο τον βασιλιά. Πρόσφερε στον βασιλιά στρατιωτική βοήθεια, βοήθεια σε δίκες ή συμβούλια και κάποτε χρηματική βοήθεια. Για την καλλιέργεια της γης χρησιμοποιούσε δουλοπάροικους από τους οποίους εισέπραττε φόρο σε είδος, χρήμα ή εργασία. Ο δουλοπάροικος αποτελούσε μέρος του κτήματός του και άλλαζε κύριο μαζί μ' αυτό, είχε προσωπική οικονομία ζώντας από τα προϊόντα του κτήματος και πλήρωνε μεγάλο φόρο σε είδος στον κύριό του. Σε αντίθεση οι αγρολήπτες (κολλίγοι), που αναπτύχθηκαν στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια (μετά το 1100 μ.Χ.) ήταν επίμορτοι καλλιεργητές, που δεν είχαν δικό τους κτήμα, αλλά καλλιεργούσαν ξένα κτήματα και έπαιρναν ένα μέρος από τα προϊόντα του ξένου κτήματος που καλλιεργούσαν, ενώ οι μικροκαλλιεργητές των νεότερων χρόνων (μετά το 1800 μ,Χ,) κατέχουν σχετικά μικρή έκταση γης, καλλιεργούν οι ίδιοι τα αγροκτήματά τους και ζουν πουλώντας τα προϊόντα του κτήματός τους.

 

0.2. Κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις

 

(α) Σχηματισμός πολιτιστικών ζωνών

 

            Προς το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, μετά το 1000 μ.Χ., άρχισε να διαφαίνεται ένα είδος ταξινόμησης των λαών σε πολιτιστικές ενότητες, που αντιστοιχούν αφενός στις γεωγραφικές ζώνες όπου δραστηριοποιούνται οι αντίστοιχοι λαοί και αφετέρου στην αντίστοιχη φυλετική διάταξη των πληθυσμών, που συμβαδίζει, κατά τρόπο που συνδέει νομοτελειακά τη θρησκεία με τη φυλή, με την κατανομή των θρησκειών στον γεωπολιτικό χάρτη της υφηλίου. Η ταξινόμηση αυτή, επεκτεινόμενη για να συμπεριλάβει και τους λαούς που έγιναν γνωστοί αργότερα (Κίνα, Ιαπωνία, Αυστραλία και Αμερική), διατηρείται μέχρι σήμερα και αποτελεί ένα από τους ουσιώδεις παράγοντες που εξακολουθούν να διαμορφώνουν τις ζυμώσεις και διεργασίες του οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, ως εξής.

Α- Η Ζώνη της Βορειοδυτικής Ευρώπης, στην οποία εντάχθηκαν αργότερα τα παρακλάδια της Βόρειας Αμερικής και της Ωκεανίας, περιλαμβάνει έθνη (φυλές και γένη) κελτικής και τευτονικής /γερμανικής / γοτθικής προέλευσης, με υψηλό (στις μέρες μας) δείκτη βιομηχανικής ανάπτυξης, που ασπάζονται τη Διαμαρτυρόμενη εκδοχή του Χριστιανισμού..

Β- Η Ζώνη της Νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην οποία εντάχθηκαν αργότερα τα παρακλάδια της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής, περιλαμβάνει έθνη λατινογενούς προέλευσης, με εν γένει μικρότερο βαθμό βιομηχανικής ανάπτυξης, που ασπάζονται την Καθολική εκδοχή του Χριστιανισμού, από την οποία μετά από βίαιες διαμάχες αποσπάσθηκαν, τα έθνη της προηγούμενης Ζώνης.

Γ- Η Ζώνη της Ανατολικής Ευρώπης, περιλαμβάνει έθνη σλαβικής προέλευσης, χωρίς σημαντική βιομηχανική ανάπτυξη, που ασπάζονται την Ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού, την οποία άρχισαν να υιοθετούν από τον 9ο αιώνα μ.Χ. στα πλαίσια της προσηλυτιστικής προσπάθειας που κατέβαλε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με στόχο τον προσεταιρισμό και την εξουδετέρωση της επιθετικότητας των βόρειων γειτόνων της.

Δ- Η Ελληνική Ζώνη, που περιλαμβάνει τους ελληνικούς πληθυσμούς, διαφοροποιήθηκε από τη Ζώνη της Ανατολικής Ευρώπης, μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και από τότε παραμένει (κατά τη γνωστή έκφραση) φυλετικά, πολιτικά, γλωσσικά και πολιτιστικά «ανάδελφη», με την έννοια ότι αφορά πλέον τους ολιγοπρόσωπους (σε αναλογία με το παρελθόν) πληθυσμούς της κυρίως Ελλάδας, της Κύπρου και της ελληνικής διασποράς, που διατηρούν το ιδιοφυές στίγμα της ιστορικής καταγωγής και ταυτότητάς τους.

Ε- Η Ζώνη της Ισλαμικών Εθνών, περιλαμβάνει έθνη αραβικής προέλευσης, που εξαπλώθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας τους και προσεταιρίστηκαν λαούς της Αφρικής, της Εγγύς και Μέσης, αλλά και της Άπω Ανατολής, που παλιότερα ανήκαν στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και παραμένουν πιστά στη φυλετική και θρησκευτική ιδιοσυστασία τους, που τους έχει προσδώσει αξιοσπούδαστες ιδιαιτερότητες.

ΣΤ- Η Ζώνη της Άπω Ανατολής, περιλαμβάνει τα ινδουϊστικά και σινοϊαπωνικά έθνη, με κύρια θρησκεία τον Βουδισμό, των οποίων ο πολιτισμός και η οικονομικο-κοινωνική δραστηριότητα, μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, ήταν σε κάποιο βαθμό «αυτόκλειστη» και είχε έμμεση μόνο επίδραση στον τρόπο ζωής και στη νοοτροπία των άλλων λαών.

            Αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη διαπίστωση ότι στη διάταξη αυτή τα τρία κριτήρια της γεωγραφικότητας, της φυλής και της θρησκείας είναι αδιάσπαστα συσχετισμένα και τελικά έχουν καταλήξει στον άτυπο σχηματισμό «πανεθνικών ομάδων», όπως η αγγλοσαξονική (που κάποτε αντιστοιχούσε περίπου στη Βρετανική Αυτοκρατορία), η παγγερμανική (που προσπάθησε να υλοποιήσει και σε επίπεδο κράτους ο Χίτλερ), η πανσλαβική (που αντιστοιχούσε στην πρώην ΕΣΣΔ) η παναραβική (που κάποτε αντιστοιχούσε περίπου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) και η λατινόφωνη (που δεν υλοποιήθηκε ποτέ σε επίπεδο κράτους). Οι ομάδες αυτές φυσικά αποτελούν σήμερα ένα αξιοσπούδαστο στοιχείο, σε σχέση με την προσπάθεια «παγκοσμιοποίησης», που αποτελεί πάγιο στόχο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας ενιαίας πλανητικής αγοράς για τα προϊόντα των μεγάλων επιχειρήσεων που ελέγχουν την αμερικανική κυβέρνηση, μέσα από ένα πλέγμα μηχανισμών και οργανισμών, που ουσιαστικά έχουν συγκροτήσει μια άθεσμη σύγχρονη παγκόσμια αυτοκρατορία, σε οικονομική «τιμοκρατική» κεφαλαιουχική και χρηματοπιστωτική βάση.

 

(β) Απολυταρχική διακυβέρνηση

 

            Ο δεσποτισμός της κεντρικής διοίκησης και η απολυταρχική διακυβέρνηση, σε θεοκρατική βάση, που διασφάλιζε την ενότητα και την πειθαρχία, ήταν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της πολτικής ζωής και στις δύο αυτοκρατορίες σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο, με την έννοια ότι οι αποφάσεις για τα κοινά λαμβάνονταν από έναν απόλυτο μονάρχη, τον αυτοκράτορα, που περιστοιχζόταν από ένα σύνολο αυλικών συμβούλων και αξιωματούχων, που χρησιμοποιούσαν πολύπλοκες γραφειοκρατικές διοικητικές διαδικασίες, χωρίς δυνατότητα ελέγχου (έστω με κάποιο είδος αντιπροσώπευσης), από τους φορολογούμενους πολίτες, που θεωρούνταν «υπήκοοι» (με την έννοια ότι έπρεπε να ϋπακούουν αδιαμαρτύρητα στους ορισμούς της διοίκησης, διατυπωμένους με μορφή νόμων, που αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων) και ήταν απομονωμένοι από το κέντρο της εξουσίας. Στο διοικητικό αυτό σχήμα αυξανόμενα σημαντικό ρόλο είχε η ιερατική τάξη, ιδιαίτερα στα χρόνια του Χριστιανισμού, τόσο στην ανατολή όσο και στη δύση, η οποία δημιούργησε ένα παράλληλο σύστημα ιεραρχίας, που δικεδίκησε το δικαίωμα παρέμβασης στα πολιτικά ζητήματα, αναλαμβάνοντας πολλές φορές αυτόκλητα, το ρόλο της εκπροσώπησης του ποιμνίου απέναντι στον αυτοκράτορα, με τρόπο άθεσμου ελεγκτή που δημιούργησε αρκετές προστριβές με την κεντρική διοίκηση.

            Είναι αληθές ότι αυτό το πολιτικό καθεστώς, που, μετά τη μακροχρόνια περίοδο που οδήγησε στη δημοκρατία, έχει, για τον ελληνικό κόσμο, αφετηρία επανεκκίνσης στα χρόνια του Φιλίππου Β και του Μ.Αλεξάνδρου, είναι δημιούργημα της προηγούμενης περιόδου των μακεδονικών βασιλειών, τους τρόπους και τα συστήματα διακυβέρνησης των οποίων, όπως διαμορφώθηκαν με την επίδραση των πολιτικών συνηθειών των βασιλέων της Περσίας και των φαραώ της Αιγύπτου, υιοθέτησε και είχε πρότυπο η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ακολούθησε στη συνέχεια και η Βυζαντινή, προσδίδοντάς τους ένα χρώμα ακόμα περισσότερο ανατολικό, επηρεασμένο από τις αντιλήψεις του πολυμιγούς πλήθους των ελληνικών και ελληνιζόντων λαών που την αποτελούσαν, με επίκεντρο επί πολλούς αιώνες τη Μ.Ασία.

            Ωστόσο, η παγίωση και η διατήρηση του δεσποτισμού συνέβη στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε βαθμό που επέτρεψε να έχει μακραίωνη συνέχεια μέχρι τα νεότερα χρόνια, αν λάβει κανείς υπόψη ότι μέχρι τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρωσία, η Αυστρία και η Γερμανία είχαν αυτοκρατορικά πολιτεύματα, και ότι οι Δικτατορίες του Μεσοπολέμου, ουσιαστικά αντανακλούσαν μια προσπάθεια παράτασης της ζωής του απολυταρχισμού, που μόνο μετά τον Β Πόλεμο, υποχώρησε δίνοντας τη θέση του σε κοινοβουλευτικά καθεστώτα, που ονομάζονται από τους πρωτουργούς τους «δημοκρατίες», αλλά, στην πραγματικότητα, διατηρούν έντονα στοιχεία ολιγαρχικής τιμοκρατίας, εξυπηρετώντας και πάλι τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων.

            Φυσικά τέτοιου είδους συστήματα, παρά τη φαινομενική ηρεμία που έδειχναν ότι εξασφάλιζαν, για μεγάλα ίσως χρονικά διαστήματα, εμπεριείχαν πάντα τα σπέρματα της αντίδρασης, που συχνά εκδηλωνόταν με δυναμικό τρόπο, είτε άμεσα από το λαό, όπως στη Στάση του Νίκα, είτε από περιφερειακούς φεουδάρχες, που διεκδικούσαν αυτονομία από την κεντρική διοίκηση ή κατάκτηση της κεντρικής διοίκησης, όπως συνέβη επανειλημμένα στα βυζαντινά χρόνια.

 

(γ) Ωμότητα πολιτικών ηθών

 

            Ο απολυταρχισμός της διοίκησης και το αυλικό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλλιεργούνταν οι μέθοδοί του, σχεδόν νομοτελειακά συνδέθηκαν με την ωμότητα των πολιτικών ηθών, που εκδηλώθηκε και στις δύο αυτοκρατορίες, με ιδιαίτερα έντονο τρόπο σε βαθμό αμοραλισμού, που, σε ένα σημερινό άνθρωπο, προκαλεί αποτροπιασμό. Οι πολιτικές δολοφονίες μελών των βασιλικών οικογενειών και ανταγωνιστών τους, οι αποκεφαλισμοί, οι σταυρώσεις, οι ανασκολοπίσεις, οι τυφλώσεις, το κόψιμο μύτης (ρινότμηση), αυτιών και χεριών και οι απαγχονισμοί χρησμοποιήθηκαν για πολλούς αιώνες, ιδιαίτερα στη περίοδο αυτή, αλλά και αργότερα, ως μέσο πολιτικού εξαναγκασμού ή ως ποινή παραδειγματισμού για υποψήφιους στασιαστές ή υπονομευτές της «κοινωνικής γαλήνης», με τρόπο και σε βαθμό, που προκαλεί φρίκη.

            Τέτοιες μέθοδοι σχετίζονται βέβαια με την εν γένει βιαιότητα και αγριότητα του τρόπου ζωής της εποχής εκείνης, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «εκβαρβαρισμένη» σε σύγκριση με την κλασική αρχαιότητα, όπου τα ήθη ήταν περισσότερο εξευγενισμένα, και σε κάποιο βαθμό θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν ως «πολιτικός ρεαλισμός», αναμενόμενος και από τους ίδιους τους παθόντες, αναγκαίος για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, που είναι προϋπόθεση της ευημερίας και της προόδου. Το επιχείρημα όμως αυτό χρησιμοποιήθηκε ανέκαθεν, μέχρι και τα σημερινά χρόνια, από τους εκάστοτε κρατικούς μηχανισμούς δίωξης και καταστολής, για την αιτιολόγηση της ωμής κατάπνιξης των λαϊκών αντιδράσεων, απέναντι στην αυθαιρεσία, που γίνεται αντιληπτή ως κοινωνική αδικία.

Όσοι θα περίμεναν ότι η Χριστιανική Θρησκεία, της οποίας οι ιερουργοί, προβάλλουν ως βασικό δόγμα το κήρυγμα της αγάπης για τον συνάνθρωπο, και που υποτίθεται ότι επικράτησε τελικά στο δυτικό κόσμο στα πρώτα χρόνια της περιόδου που εξετάζουμε, θα μπορούσε να συμβάλλει στον μετριασμό των παθών, στην εξημέρωση των ηθών και στον εξανθρωπισμό των κατασταλτικών μεθόδων, θα μπορούσαν να παρατηρήσουν ότι εξαιτίας της και στο όνομά της έγιναν, και στα χρόνια αυτά και αργότερα, ιδιαίτερα στη Δύση, φρικτά εγκλήματα, που δεν τιμούν το ανθρώπινο γένος.

 

(δ) Αναβάθμιση του ρόλου των γυναικών στην πολιτική

 

            Ο κοινωνικός ρόλος των γυναικών, ως επιμελητριών των θρησκευτικών τελετών και των εορταστικών εκδηλώσεων, που ήταν πολυάριθμες στα αρχαία χρόνια και καταλάμβαναν σημαντικό μερίδιο της ζωής των πολιτών, ήταν ανέκαθεν βαρυσήμαντος, αλλά η συμμετοχή τους στην πολτική ζωή, με άτυπο ή θεσμοθετημένο τρόπο, έγινε ιδιαίτερα αισθητή από τα πρώτα μακεδονικά χρόνια, όταν άρχισαν να επικρατούν απολυταρχικά πολιτεύματα. Η Ολυμπιάδα, μητέρα του Μ.Αλέξανδρου, ήταν από τις πρώτες που ανάπτυξε παρασκηνιακή πολιτική δραστηριότητα, συνεργαζόμενη στη δολοφονία του Φιλίππου, υποστηρίζοντας την προώθηση του γιου της στο θρόνο της Μακεδονίας και μετά το θάνατό του μετέχοντας ενεργά στις διαμάχες των διαδόχων του. Το παράδειγμα της Ολυμπιάδας μιμήθηκαν σχεδόν όλες οι σύζυγοι των ηγεμόνων των μακεδονικών βασιλείων στα ελληνιστικά χρόνια (Αρσινόη Α,Β και Γ, Κλεοπάτρα Β και Γ, Κλεοπάτρα Θεά), των οποίων ο πολιτικός «ρεαλισμός» έφτασε στα όρια του αμοραλισμού και της απόλυτης αναλγησίας, με τελευταία εκπρόσωπο την Κλεοπάτρα Ζ, που ήταν και τυπικά (τελευταία) βασίλισσα του πτολεμαϊκού κράτους. Δεν είναι επομένως παράδοξο ότι η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και στα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά χρόνια, όπου η παρασκηνιακή ανάμιξη γυναικών στην πολιτική ζωή, με ανάλογο τρόπο, ήταν κανόνας, με ονομαστότερες την Λιβία Δρουσίλα, την Αγριππίνα και τη Μεσσαλίνα.

            Στα Βυζαντινά χρόνια η ανάδειξη της «θεάς-μητέρας» και «θεομήτορος» Παναγίας σε θέση «Υπερμάχου» προστάτιδας της Κωνσταντινούπολης, με τρόπο που θυμίζει εντυπωσιακά, μιαν άλλη «αειπάρθενο», την «Πρόμαχο» Αθηνά, πολιούχο της Αθήνας, αντικατόπτριζε αυτόχρημα την απόλυτη αναβάθμιση του ρόλου των γυναικών στη Βυζαντινή κοινωνία. Αντανάκλαση της εξέλιξης αυτής είναι άλλωστε και ο επίσημος τίτλος της «Αυτοκράτειρας» (και όχι απλώς συζύγου του βασιλέως) που δινόταν στις βασιλικές συζύγους, χωρίς τις οποίες η θέση του αυτοκράτορα δεν λογιζόταν νομιμοποιημένη. Αξιοθαύμαστα παραδείγματα γυναικών που διαδραμάτισαν αποφασιστικό πολιτικό ρόλο στο Βυζάντιο είναι πολλά, άκρως ενδιαφέροντα και άξια να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής μελέτης και αξιοσπούδαστων λογοτεχνικών έργων (Ελένη η Αγία, Φαύστα, Πουλχερία, Αθηναΐς Ευδοκία, Θεοδώρα, Ειρήνη Αθηναία, Κασσιανή, Θεοδώρα Καματερή, Ευδοκία Ιγγερίνη, Ζωή Ζαούτσαινα, Ζωή Καρβουνοψίνα, Θεοφανώ, Ζωή Πορφυρογέννητη, Θεοδώρα Πορφυρογέννητη, Σεβαστή Σκλήραινα. Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, Μαρία Αλανή, Άννα Δαλασηνή, Άννα Κομνηνή, Μαρία Ξένη, Ευφροσύνη Δούκαινα, Ελένη Δραγάση).

 

0.3. Ιστορικές πηγές

 

            Στον επόμενο πίνακα παρουσιάζονται κατά χρονολογική σειρά τα ονόματα και τα έργα των ιστοριογράφων, λογογράφων και χρονικογράφων που άφησαν γραπτά κείμενα σχετικά με τα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της υπόψη περιόδου, που αποτελούν τις βασικές ιστορικές πηγές, στις οποίες μπορεί να βασιστεί η μελέτη των πολιτικών εξελίξεων της εποχής.



πηγη https://sites.google



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only