Ο διάλογος Έκτορος και Ανδρομάχης – Η τελευταία συνάντηση
H σκηνοθετική ευρηματικότητα του Ομήρου μας καθηλώνει. Στη ραψωδία ζ’ της Ιλιάδας o ποιητής του άτεγκτου πολέμου ξεδιπλώνει απίστευτες διεισδυτικές ικανότητες και ευαισθησίες, καθώς μας περιγράφει άκρως ειρηνικές σκηνές.
Ορμητικός ο Έκτωρ, ο στύλος της Τροίας, η λεβεντιά και το καμάρι του πατέρα του Πριάμου και της μητέρας του Εκάβης, φεύγει προσωρινά από τη μάχη και εναγωνίως ψάχνει τη γυναίκα του Ανδρομάχη αλλά δεν τη βρίσκει. Ο Όμηρος προοικονομεί. Πρέπει να τη δει, ίσως για τελευταία φορά.
Τρέχει σαστισμένος, ρωτά παντού και πληροφορείται εντέλει από την πρόθυμη οικονόμο του ότι η γυναίκα του μαζί με το παιδί τους, που το κρατάει η παραμάνα, βρίσκονται κάπου στον ψηλό πύργο του Ιλίου.
Η Ανδρομάχη αγωνιά μαζί με όλες τις γυναίκες της Τροίας. Θέλει να δει και να μάθει και αυτή τα νέα από το μέτωπο και όπως όλες, επείγεται να πληροφορηθεί κάτι για τον αγαπημένο της.
Ξαφνικά συναντιούνται τυχαία κοντά στις σκαιές πύλες και τρεχάτη τον πλησιάζει ( ἐναντίη ἦλθε θέουσα). Ο φλογερός πατριώτης φοράει ακόμη την περικεφαλαία του και κρατάει το οχτάπηχο δόρυ του με τη χάλκινη αιχμή που απαστράπτει στο φως του ήλιου.
Η σκηνή που ακολουθεί αποτελεί την κορωνίδα των σκηνοθετικών καλλιτεχνημάτων του θείου Ομήρου και κλασικό πρότυπο για όσους ασχολούνται με την τέχνη του θεάματος.
Η ταραχή μετατρέπεται σε γαλήνη με τη θέα του παιδιού του. Ο σκληρότερος των Τρώων μαχητών μαλακώνει και χαμογελά μόλις αντικρίζει τον αγαπημένο Αστυάνακτα, νήπιο ακόμη σαν άστρο λάμποντας ( νήπιον αὔτως, Ἑκτορίδην ἀγαπητόν, ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ).
Η Ανδρομάχη δακρύζει από ταραχή και συγκίνηση.
‘’βουρκωμένη τον πλησίασε,
το χέρι της δένει στο χέρι του, του μίλησε, κι ήταν αυτός ο λόγος της: «δαιμόνιε, φθίσει σε τὸ σὸν μένος»…
«Δαιμόνιε, θα σε αφανίσει το ίδιο σου το μένος - και δεν
λυπάσαι το νήπιο τέκνο σου, την άμοιρην εμένα
που γρήγορα θα γίνω η χήρα σου».
……….
«θα πέσουν πάνω σου σωρός οι Αχαιοί, όλοι μαζί
θα σε σκοτώσουν· τότε κι εγώ το ᾽χω καλύτερο, αν είναι 410
να σε χάσω, να με σκεπάσει η μαύρη γη».
………..
«Έκτορα, εσύ μου απόμεινες πατέρας, σεμνή μου μάνα
κι αδελφός»… 429-30
Της αποκρίθηκεν αμέσως ο μέγας κορυθαίολος Έκτωρ: 440
«Όλα που λες, γυναίκα, είναι και μέλημα δικό μου· κι όμως
αισχύνομαι τους Τρώες, τις Τρωάδες με τον μακρόσυρτό τους πέπλο,
αν είναι να φανώ δειλός, για ν᾽ αποφύγω τον κίνδυνο της μάχης.
Αλλά κι η ίδια μου η καρδιά το θέλει, έτσι που έμαθα
να δείχνομαι γενναίος, και πάντα πρώτος με τους Τρώες
να μάχομαι, να υπερασπίζομαι το κλέος του πατέρα μου,
και το δικό μου κλέος». 445
…………..
Κι όμως δεν με πονεί τόσο η τύχη που θα βρει τους Τρώες,
μήτε τη μάνα μου Εκάβη, τον Πρίαμο τον ίδιο 450
που τώρα βασιλεύει, μήτε τ᾽ αδέλφια μου, γενναία και πολλά,
όταν θα κυλιστούν στη σκόνη απ᾽ τον εχθρό μας σκοτωμένα·
όσο πονώ για σένα…
Ακολουθεί μια μοναδική σκηνή.
Έτσι μιλώντας ο γενναίος Έκτωρ το χέρι του άπλωσε να πάρει το παιδί,
μα το παιδί τραβήχτηκε στον κόλπο της καλλίζωνής του βάγιας,
τσιρίζοντας, γιατί φοβήθηκε την όψη του πατέρα του -
το τρόμαξε ο χαλκός, η αλογίσια φούντα,
που φοβερή την είδε να σαλεύει στην κορυφή του κράνους. 450
Γέλασε τότε ο πατέρας του, γέλασε κι η σεμνή του μάνα,
κι ευθύς από την κεφαλή του βγάζει την περικεφαλαία ο γενναίος Έκτωρ,
την άφησε κάτω στη γη, κι αυτή λαμποκοπούσε.
Ύστερα σήκωσε στα χέρια του τον γιο του, τον φίλησε, τον χόρεψε,
και τέλος ύψωσε στον Δία και στους ολύμπιους θεούς ευχή
Τέλειωσε την ευχή του κι έδωσε τον γιο του στα χέρια
της ακριβής γυναίκας του….
και χαμογέλασε, με δακρυσμένο γέλιο·
όπως την είδε ο άντρας της, την ευσπλαχνίστηκε· το χέρι του
άπλωσε, την χάιδεψε, της μίλησε και την προσφώνησε: 485
«Παράξενη, και μην αφήνεις τον καημό να τυραννάει τον νου σου·
κανείς δεν πρόκειται, πριν απ᾽ την ώρα μου,
στον Άδη να με στείλει·
……………..
Πήγαινε τώρα σπίτι, φρόντιζε τα έργα που σου πρέπουν, 490
τον αργαλειό και το αλακάτιν»
……………….
Έτσι της μίλησε, και πάλι φόρεσε το κράνος του λαμπρός ο Έκτωρ, 495
με το αλογίσιο του λοφίο, ενώ στο σπίτι η ακριβή γυναίκα του
κινούσε, μα κάθε τόσο γύριζε πίσω της να τον δει,
στο δάκρυ βουτηγμένη.
(Απόδοση στη νεοελληνική Δ.Ν. Μαρωνίτη)
Η τραγική Ανδρομάχη που έχασε πατέρα και εφτά αδέλφια
από το χέρι του φονικού Αχιλλέα κατευθύνεται τώρα στο σπιτικό της, όπου με τις βάγιες της, όλες μαζί, σηκώνουν μοιρολόγι και κλαίνε τον Έκτορα γιατί πίστευαν πως δε θα τον δουν άλλη φορά.
Ο διάλογος Έκτορα και Ανδρομάχης είναι η περιφημότερη σκηνή της Ιλιάδας. Ο Όμηρος μας ξεδιπλώνει ιδιότητες του πρώτου ήρωα των Τρώων, όχι του φοβερού πολεμιστή, αλλά του γιου, του αδερφού, του συζύγου, του πατέρα· Ο διάλογος αυτός μας εκμυστηρεύεται τι ακριβώς κρατά τον Έκτορα στον πόλεμο, για να πεθάνει, προσφέροντας έτσι μέγιστη προσφορά προς τους γονείς του, την πατρίδα του και τον ελληνισμό εσαεί…
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.