Η Κλάρος ήταν έδρα φημισμένου ιερού και μαντείου του Απόλλωνα. Η Κλάρος βρίσκεται , σε απόσταση περίπου 2 χλμ. από τη θάλασσα, αν και στην Αρχαιότητα το ιερό ήταν παραθαλάσσιο. Το κυριότερο στοιχείο όμως ήταν η πηγή πόσιμου νερού, που βρισκόταν πολύ κοντά στην ακτή.
Η Κλάρος δεν ήταν αυτόνομη πόλη: ανήκε πολιτικά στην πόλη της Κολοφώνας (είτε στην παλαιά Κολοφώνα, που βρίσκεται στην ενδοχώρα, 15 χλμ. βορείως, είτε στο Νότιον, που βρίσκεται περίπου 2 χλμ. νοτιότερα της Κλάρου). Οι ιερείς και το προσωπικό του μαντείου ανήκαν επίσης στην Κολοφώνα.
Η πρώιμη φάση χρήσης του ιερού
Oι ανασκαφικές έρευνες στην Κλάρο υπήρξαν εντατικές και πλούσιες σε αποτελέσματα. Σε μια περιοχή όπου η μυκηναϊκή παρουσία είναι έντονη, η ανθρώπινη παρουσία στην Κλάρο ανάγεται μόλις στο 10 αι. π.Χ., περίοδος κατά την οποία οι ανασκαφείς εντοπίζουν την αρχή της λειτουργίας του ιερού, με εμβέλεια που δεν ξεπερνά τα όρια της επικράτειας της Κολοφώνος. Τα αφιερώματα αυτής της περιόδου είναι μαχαίρια στον Απόλλωνα και πόρπες στην Άρτεμη. Με άλλα λόγια, ήδη από την πρωιμότατη αυτή φάση μαρτυράται η παρουσία και των δύο θεοτήτων. Η λιγοστή πρωτογεωμετρική κεραμική επιβεβαιώνει τη χρονολόγηση των απαρχών του ιερού στα τέλη του 10ου αι. π.Χ.
Οι παραδόσεις βέβαια ανάγουν την ίδρυση του μαντείου στο μάντη Μόψο, το γιο της Μαντώς. Λέγεται ότι ο Μόψος τάφηκε στο γειτονικό Νότιον, καθώς και ότι είχε νικήσει σε διαγωνισμό τον Κάλχαντα, ο οποίος, με βάση άλλες πηγές, τάφηκε στην Κλάρο.
Τα προπύλαια του Ιερού. |
Ενδιαφέρον πάντως έχει το γεγονός ότι η ίδρυση του ιερού συνδέεται με την εκδίωξη των Καρών και την πρώτη εγκατάσταση των Ελλήνων στην περιοχή.
Ο αριθμός των αναθημάτων αυξάνεται θεαματικά κατά τη Γεωμετρική περίοδο (9ος-8ος π.Χ.) και στις αρχές της Ανατολίζουσας περιόδου (πρώιμος 7ος αι. π.Χ.). Κυρίαρχο στοιχείο είναι τώρα η αφιέρωση πήλινων ειδωλίων, με προεξάρχοντα τα ομοιώματα ταύρων. Η κεραμική της ίδιας περιόδου περιορίζεται σε λίγα σχήματα, τα οποία παραπέμπουν σε τελετουργική οινοποσία και σπονδές (κρατήρες και κύλικες). Ανάμεσα στα πιο πολύτιμα ευρήματα περιλαμβάνονται η κεφαλή ενός ειδωλίου του Απόλλωνα, ένα περίαπτο με τη μορφή του Αιγύπτιου θεού Σομπέκ με μορφή κροκοδείλου, καθώς και μεγάλοι λέβητες διακοσμημένοι με προτομές γρυπών.
Η Αρχαϊκή περίοδος
Το ιερό αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές του 7ου αι. π.Χ., και συγκεκριμένα στους ομηρικούς ύμνους στον Απόλλωνα και στην Άρτεμη, χωρίς όμως να γίνεται λόγος για τη λειτουργία του ως μαντείου. Διάφοροι μελετητές πάντως συνδέουν ορισμένα γεγονότα στην ιστορία της Κολοφώνος με την πιθανότητα δράσης του μαντείου ήδη από τον 7ο αι. π.Χ., όπως η εγκατάλειψη της πόλης και η μετακίνηση των κατοίκων στη Σίριδα μετά την εισβολή του Γύγη, ή η αιφνίδια κατάληψη της Σμύρνης από Κολοφωνίους, χάρη στη βούληση των θεών. Εντούτοις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η έλλειψη αναφοράς του ονόματος του μαντείου της Κλάρου από τον κατάλογο των μαντείων που συμβουλεύθηκε ο Κροίσος δείχνει ότι στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ακόμη και αν υπήρχε, δεν ήταν φημισμένο το μαντείο.
Ο μαρμάρινος βωμός της ελληνιστικής εποχής. |
Στο β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. χτίζεται ένας εντυπωσιακός κυκλικός βωμός, διαμέτρου 6,20 μ., περίπου 30 μ. ανατολικά από την ιερή πηγή. Στα ερείπιά του έχει βρεθεί μια σειρά από αφιερώματα που πιστοποιεί τον ιερό χαρακτήρα της δομής. Στα αξιοσημείωτα της ανασκαφικής έρευνας είναι το γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή δεν υπάρχει το παραμικρό χρονολογημένο αναθηματικό ειδώλιο.
Ο βωμός καταστρέφεται λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., όταν το ιερό γνωρίζει μια ιδιαίτερη φάση οικοδομικής ανάπτυξης. Οι ανασκαφείς συσχετίζουν τη φάση αυτή με την κατάληψη των Σάρδεων από τους Πέρσες (μετά το 547 π.Χ.). Ο κυκλικός βωμός ενσωματώνεται στο νέο βωμό του Απόλλωνα, που είναι ορθογώνιος και έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις (14,85 × 6,05 μ.). Το δάπεδο ήταν αρχικά από κομμάτια μάρμαρο σε ακανόνιστα σχήματα. Αργότερα, στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. αντικαταστάθηκε από δάπεδο αποτελούμενο από χοντρά χαλίκια και άμμο.
Άγαλμα Κούρου που βρέθηκε στην Κλάρο |
Ταυτόχρονα, οικοδομείται ο μαρμάρινος ναός, από τον οποίο είναι γνωστό μόνο το δυτικό τμήμα του σηκού. Θεωρείται ότι αντικαθιστά ένα πρωιμότερο οικοδόμημα, για το οποίο όμως δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο. Εικάζεται ότι ο ναός ήταν περίπτερος, περιλάμβανε δηλαδή κιονοστοιχία που περιέτρεχε τον πλάτους 8,5 μ. σηκό. Το μήκος του υπολογίζεται ότι ανερχόταν στους εκατό δωρικούς πόδες (περίπου 32 μ.).
Η περίοδος αυτή σημαδεύεται από τα πρώτα μνημειακού μεγέθους αναθήματα. Ένας κούρος που κρατά μικρό ζώο ανασκάφηκε το 1953 στα ΝΑ των Προπυλαίων του ιερού και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Σμύρνης. Δύο ακόμη κούροι ανασκάφηκαν στα νότια του ναού του Απόλλωνα, στη θέση ενός κατεστραμμένου μνημείου του 1ου αι. π.Χ. Ο πρώτος κούρος, του οποίου σώζεται η κεφαλή, κρατούσε σφικτά στο στήθος ένα σφάγιο, το οποίο δεν έχει σωθεί. Ο δεύτερος κούρος, από τον οποίο διατηρούνται ο κορμός και τα κάτω άκρα ως τα γόνατα, φέρει στο μηρό επιγραφή απ’ όπου πληροφορούμαστε ότι τον αφιέρωσε ο ιερέας Τιμώναξ, γιος του Τιμοθέου. Στην ίδια περιοχή βρέθηκε η κεφαλή ενός κούρου και θραύσμα από το μηρό ενός ακόμη κούρου. Εικάζεται ότι στη θέση εκείνη δημιουργήθηκε κάποια στιγμή στον ύστερο 2ο αι. π.Χ. μια εξέδρα όπου τοποθετούσαν πολύτιμα γλυπτά.
Τέλος, σε νοτιότερο τμήμα του ιερού, οικοδομείται ένας μικρών διαστάσεων (3,50 × 1,50 μ.) ορθογώνιος βωμός προς τιμήν της Άρτεμης, σε μια περιοχή όπου υπήρχε ήδη θρησκευτική δραστηριότητα. Στα νότια ακριβώς του βωμού αυτού βρέθηκαν οι βάσεις δύο κορών. Η μία από αυτές βρέθηκε το 1959 και φέρει αναθηματική επιγραφή όπου αναφέρεται ο ίδιος ιερέας που αφιέρωσε και τον ακέφαλο κούρο, ο Τιμώναξ του Τιμοθέου.
Λίγα μέτρα δυτικότερα του βωμού βρέθηκε ένα παράξενο κτήριο, αποτελούμενο από δύο αίθουσες: η μία πρόστυλη και με σχεδόν τετράγωνο σχέδιο (διαστάσεις 8,5 × 9 μ.), και η άλλη, που τέμνει την πρώτη κάθετα, διαστάσεων 9 × 7 μ. Προφανώς πρόκειται για ναό της Άρτεμης.
Η Κλασική περίοδος
Από τα τέλη του 6ου ως και το 2ο αι. π.Χ., τα αναθήματα αποτελούνται ως επί το πλείστον από πήλινα ειδώλια. Στις περιοχές του ιερού τις αφιερωμένες στον Απόλλωνα, η μορφή που κυριαρχεί είναι του υστεροαρχαϊκού ενδεδυμένου ιωνικού κούρου, ο οποίος κρατά βάρβιτο ή λύρα και θεωρείται ότι παρουσιάζει τον ίδιο τον Απόλλωνα. Από την άλλη, η λατρεία της Άρτεμης αντιπροσωπεύεται από μια σειρά ειδωλίων που είναι τυπικά πολλών γυναικείων θεοτήτων.
Τμήμα ποδιού κολοσσιαίου αγάλματος |
Η Ελληνιστική περίοδος
Στις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου σημειώνονται σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του ιερού. Με αφορμή την ίδρυση της Σμύρνης από το Μέγα Αλέξανδρο, έχουμε την πρώτη διαπιστωμένη χρήση του ως μαντείου, όπως μαρτυράται από τον Παυσανία: «Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος είχε πάει για κυνήγι στο όρος Πάγος και, όταν γύρισε από το κυνήγι, πήγε στο ιερό των Νεμέσεων και βρήκε μπροστά στην ιερή πηγή και πάνω από το νερό φυτρωμένο πλατάνι. Κοιμήθηκε κάτω από το πλατάνι και είδε στον ύπνο του τις Νεμέσεις, οι οποίες του παρήγγειλαν να χτίσει εκεί πόλη και να εγκαταστήσει σε αυτή τους Σμυρναίους απομακρύνοντάς τους από την παλιά πόλη». Έπειτα από αυτό το όνειρο οι Σμυρναίοι έσπευσαν να ζητήσουν τη συνδρομή του γειτονικού μαντείου της Κλάρου το οποίο ενθάρρυνε την επανίδρυση της Σμύρνης με το χρησμό: «τρεις και τέσσερις φορές ευτυχείς θα είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θα εγκατασταθούν στον Πάγο, αντίκρυ στον ιερό Μέλητα». Μια αθηναϊκή επιγραφή, που αναφέρει έναν αθλητή νικητή στους αγώνες των Ιλιέων, των Εφεσίων και των Κλαρίων, με τους τελευταίους να είναι ιππικοί αγώνες, χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.
Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., η πόλη της Κολοφώνος καταστρέφεται από το Λυσίμαχο, ο οποίος μεταφέρει τους κατοίκους της στη νέα Έφεσο. Μετά το 281 π.Χ. και το θάνατο του Λυσιμάχου, η Κολοφώνα παρακμάζει, προς όφελος του Νοτίου ή Κολοφώνας της θάλασσας, η οποία πλέον αναλαμβάνει τον έλεγχο του ιερού. Στον 3ο αι. π.Χ. εντοπίζονται και οι σημαντικότερες εργασίες στο ιερό, που αλλοιώνουν δραστικά την αρχαϊκή μορφή του.
Ο αρχαϊκός βωμός καταστρέφεται και ισοπεδώνεται. Στη θέση του χτίζεται ένας μνημειακός μαρμάρινος βωμός, προσανατολισμένος παράλληλα με την ανατολική πλευρά του νέου ναού του Απόλλωνα. Ο βωμός ήταν αφιερωμένος τόσο στον Απόλλωνα όσο και στο Διόνυσο. Κοντά στο βωμό υπήρχε και ένα ηλιακό ρολόϊ της ίδιας περιόδου.
Ο ναός του Απόλλωνα με το άδυτο στο πίσω μέρος. |
Ο νέος ναός του Απόλλωνα ήταν κατασκευασμένος πάνω σε βάθρο πέντε βαθμίδων. Στην ανατολική πλευρά, κατά μήκος των τεσσάρων σκαλοπατιών της κρηπίδας, υπάρχουν επιγραφές που απαριθμούν τους απεσταλμένους των πόλεων που επισκέπτονται το ιερό. Ο ναός είχε διαστάσεις 26 × 46 μ. και ήταν περίπτερος με 6 κίονες στις στενές και 11 στις μακρές πλευρές. Πρόκειται για έναν από τους ελαχίστους δωρικούς ναούς της Μικράς Ασίας. Η κατασκευή του ξεκίνησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., αλλά διήρκεσε επί μακρόν. Δύο διάδρομοι που ξεκινούσαν από τον πρόναο οδηγούσαν στο άδυτο του ναού, που βρισκόταν κάτω από το σηκό. Το άδυτο περιλάμβανε δύο υπόγειους θολωτούς θαλάμους, όπου δίνονταν οι χρησμοί κατά τη διάρκεια της νύχτας ορισμένων συγκεκριμένων ημερών του έτους. Στον πρώτο θάλαμο βρέθηκαν χτιστά καθίσματα, καθώς και ένας μαρμάρινος ομφαλός, παρόμοιος με εκείνον των Δελφών. Εκεί έμενε ο θεσπιωδός, ο ποιητής δηλαδή που μετέτρεπε το χρησμό σε έμμετρο στίχο, καθώς και οι γραμματείς. Ο δεύτερος θάλαμος βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το σύμπλεγμα των λατρευτικών αγαλμάτων. Στο σημείο εκείνο ήταν η ιερή πηγή με το καθαγιασμένο νερό, από την οποία έπινε ο προφήτης που παραλάμβανε το χρησμό του Απόλλωνα.
Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. τοποθετήθηκε το κολοσσιαίο σύμπλεγμα των τριών θεοτήτων στο σηκό του ναού: ο Απόλλωνας είναι καθιστός και περιβάλλεται από την Άρτεμη και τη Λητώ, που είναι όρθιες. Το μνημείο, το οποίο είχε ύψος περίπου 6 μ., είναι γνωστό από ένα νόμισμα της εποχής του Καρακάλλα. Σώζονται επίσης κάποια θραύσματα, που σε συνδυασμό με εικονογραφικές μαρτυρίες, έχουν οδηγήσει σε μερική αποκατάστασή του .
Αντίγραφα από το κολοσσιαίο σύμπλεγμα των τριών θεοτήτων |
Το κτήριο στα δυτικά του βωμού της Άρτεμης καταστρέφεται και καλύπτεται από νέο κτήριο, ένα μικρό ιωνικό ναό, το οποίο δεν ανασκάφηκε, επειδή ήταν καλυμμένο από τους 150 πεσμένους σπονδύλους των κιόνων του ναού του Απόλλωνα και τα δεκάδες θραύσματα κιόνων. Ο αρχαϊκός βωμός όμως διατηρείται. Σε παρακείμενο αποθέτη βρέθηκε σημαντικός αριθμός ειδωλίων με νέα σχήματα, που πιθανόν απηχούν τελετουργίες στο χώρο (Σιληνοί, Νίκη, χορεύτριες κτλ.)
Στο νότιο τμήμα του ιερού χώρου ανεγέρθηκε κατά την Ελληνιστική περίοδο μια σειρά τιμητικών μνημείων, από τα οποία δε σώζονται παρά οι θεμελιώσεις. Ανάμεσα στα πρόσωπα που τιμήθηκαν αναγνωρίζεται ο Σέλευκος ο Α’, ο Αντίοχος ο Γ’ και μέλη της οικογένειας των Ατταλιδών. Στον ίδιο χώρο ανεγέρθηκαν αργότερα τα μνημεία των Ρωμαίων ανθυπάτων του 1ου αι. π.Χ., με γνωστότερο την αναθηματική στήλη προς τιμήν του Quintus Tullius Cicero (61-59 π.Χ.), αδελφού του ρήτορα.
Μετά την ίδρυση της επαρχίας της Ασίας, και χάρη στις προσπάθειες δύο σημαντικών Κολοφωνίων που τιμούνται με ψηφίσματα στην Κλάρο, του Πολεμαίου και του Μενίππου, η πόλη διατηρεί την αυτονομία της, τη νομοθεσία της, το δικαίωμα να δικάζει η ίδια όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν στο έδαφός της και να αποφεύγει οποιαδήποτε επέμβαση του κυβερνήτη της επαρχίας στα πράγματα της πόλης.
Επιγραφή στο επιστύλιο του ναού του Απόλλωνα |
Το ιερό γνωρίζει μια μεγάλη περίοδο ακμής. Τότε χτίζεται και το μνημειακό πρόπυλο, γνωστό προτού ακόμη ξεκινήσουν οι ανασκαφές στο χώρο, καθώς και μια σειρά μνημείων προς τιμήν των ανθυπάτων και άλλων Ρωμαίων αξιωματούχων της επαρχίας της Ασίας. Την ίδια περίοδο όμως χτίζεται μεταξύ του βωμού και του ναού ένας μνημειακός χώρος, ο οποίος προοριζόταν να δεχθεί εκατόμβες. Έχουν βρεθεί τα ίχνη των πεσσών, όπου δένονταν τα εκατό σφάγια σε μία διάταξη παράλληλη με το ναό. Κατά τον 1ο αι. π.Χ. χτίζεται και ο νέος μνημειακός μαρμάρινος βωμός της Άρτεμης.
Ρωμαϊκή περίοδος
Ιδιαίτερα γνωστή είναι η ιστορία του μαντείου του Κλαρίου Απόλλωνα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, οπότε και γνώρισε μακρά περίοδο ακμής. Οι πληροφορίες που έχουμε προέρχονται τόσο από τις εκατοντάδες επιγραφές-χαράγματα των προσκυνητών όσο και από τις αναφορές των ιστορικών.
Με την ευκαιρία της επίσκεψης του καίσαρα Γερμανικού( Julius Caesar Germanicus) στο μαντείο το 17 μ.Χ., ο λατίνος ιστορικός Τάκιτος κάνει μια πλήρη περιγραφή της διαδικασίας χρησμοδοσίας, η οποία όμως δεν είναι απολύτως ακριβής. Το μαντείο προέβλεψε –με τη συνήθη σκοτεινή γλώσσα των χρησμών– το θάνατο ενός νέου και η πρόβλεψη επαληθεύτηκε. Η περιγραφή του Τάκιτου έχει χρονολογηθεί στο 115 μ.Χ. Το μαντείο δε φαίνεται να ήταν εκείνη την περίοδο ιδιαίτερα γνωστό στους Ρωμαίους και ο Τάκιτος θεώρησε την επίσκεψη ιδιόρρυθμο επεισόδιο.
Κεφαλή από άγαλμα του Απόλλωνα |
Σύμφωνα λοιπόν με τον Τάκιτο, οι χρησμοί δίνονταν από άνδρα-προφήτη, ο οποίος εκλεγόταν από συγκεκριμένες οικογένειες της Μιλήτου. Ο προφήτης γνώριζε μόνο τον αριθμό των πιστών και το όνομά τους, αλλά όχι τις ερωτήσεις τους. Αφού έπινε νερό από μία ιερή πηγή αποσυρόταν σε σπήλαιο και απήγγελλε τους χρησμούς σε θεόπνευστους στίχους, αν και δεν είχε γνώσεις ποίησης ή λογοτεχνίας. Από αυτή τη γενικά σωστή μαρτυρία πρέπει να διορθώσουμε κάποια στοιχεία: Ο «αγράμματος» προφήτης δεν ταυτίζεται με το γνωστό από σωζόμενες επιγραφές ποιητή, δεν είναι γνωστοί από άλλη πηγή λειτουργοί από τη Μίλητο, ενώ αναφέρονται δύο λειτουργοί: ο προφήτης που συνέθετε την αρχική απάντηση και ο θεσπιωδός που τη διαμόρφωνε σε έμμετρο λόγο προτού την τραγουδήσει. Σε αντίθεση με το μαντείο των Δελφών και την προσήλωσή του στο δακτυλικό εξάμετρο, στην Κλάρο υπήρχε εξέλιξη στο μέτρο των χρησμών. Κατά την Ελληνιστική περίοδο δίνονταν σε συνήθη εξάμετρα και κατά την Αυτοκρατορική εποχή σε ποικίλα μέτρα ιαμβικά τρίμετρα και τετράμετρα, τροχαϊκά και αναπαιστικά τετράμετρα.
Το μαντείο επανιδρύθηκε επί Αδριανού και γνώρισε τη μέγιστη ακμή του στο 2ο αι. μ.Χ. Η ακμή του μαντείου κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους έχει εξηγηθεί από την εξειδίκευση της Κλάρου σε θεολογικά και λατρευτικά ζητήματα. Η ακτινοβολία του ήταν παγκόσμια και χρησμοί του μαντείου έχουν βρεθεί από την Αφρική και τη Δαλματία ως τη Βρετανία και τη Συρία. Οι παλαιές ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας δεν εμφανίζονται (με εξαίρεση την Κύμη και τη Φώκαια), πιθανώς λόγω της μακραίωνης σχέσης τους με το μαντείο του Διδυμαίου Απόλλωνα, ενώ ούτε και στην Ελλάδα είχε καμία απήχηση το μαντείο, σε μια εποχή που ακόμη και οι Δελφοί βρίσκονταν σε παρακμή.
Μετά τη χρησμοδοσία οι πιστοί χάραζαν στο ναό ένα κείμενο για να υμνήσουν τον Απόλλωνα με αναφορές στους ιερείς. Οι εκατοντάδες επιγραφές σταδιακά κάλυψαν την κλίμακα του ναού, τους κίονες και τους τοίχους αποτελώντας σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα επιγραφικά σύνολα της Μεσογείου.
Επιγραφή σε κίονα του ναού. |
Τα σωζόμενα σήμερα τμήματα του ιερού έχουν χρονολογηθεί στη Ρωμαϊκή περίοδο, με αποτέλεσμα να μας είναι ικανοποιητικά γνωστή η τοπογραφία του. Οι πιστοί έφταναν στο ιερό δάσος του Απόλλωνα, όπου βρισκόταν το ιερό, περνώντας από το μνημειακό δωρικό πρόπυλο του 2ου αι. π.Χ. Στα αριστερά υπήρχε στοά και στα δεξιά ημικυκλική εξέδρα. Η ιερά οδός πλαισιωνόταν από αγάλματα και αναθηματικές στήλες και έφτανε ως την ανατολική γωνία του ναού. Την εποχή του Αδριανού ολοκληρώθηκε πλήρως και η κατασκευή του ναού, που είχε αρχίσει μισή χιλιετία πριν.
Η ύστερη ιστορία του ιερού
Το μαντείο θα πρέπει να έκλεισε μαζί με τα υπόλοιπα ελληνικά μαντεία το 395 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε τη λειτουργία τους. Σε μεταγενέστερους χρόνους, ο ναός και τα υπόλοιπα κτήρια καταστράφηκαν ολοσχερώς από ισχυρό σεισμό.
http://www.ehw.gr/
http://turkeythroughmycameralens.blogspot.gr/
autochthonesellhnes.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.