Yalouri, Ε. 2001: The Acropolis : global fame, local claim. Oxford : BergΈνα ζήτημα που απασχολεί την σύγχρονη επιστημονική κοινότητα, και όχι μόνο, είναι οι διαδικασίες με τις οποίες η αρχαιολογική πρακτική συγκροτεί και επανασυγκροτεί την εθνική ταυτότητα. Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα παρουσιάζουμε τις διαμορφώσεις που έχει υποστεί το πλέον πολυσυζητημένο μνημείο, σήμα κατατεθέν της σύγχρονης πόλης των Αθηνών: ο βράχος της Ακρόπολης.
Έπειτα απο την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Ακρόπολη υπέστη αρκετές μετατροπές, ώστε να διαμορφωθεί, από κάστρο που ήταν, σε μνημείο. Οι μετατροπές αυτές έλαβαν την μορφή μαζικών εκκαθαρίσεων του χριστιανικού, μεσαιωνικού και οθωμανικού παρελθόντος της, προκειμένου να συνδεθεί το αρχαιολογικό της τοπίο αποκλειστικά με την κλασική αρχαιότητα, και συγκεκριμένα με ένα μέρος αυτής. Η εκκαθάριση αυτή συνετέλεσε, ώστε στην συλλογική και πολιτισμική μνήμη των Νεοελλήνων να υπάρχει ένα ιστορικό κενό και με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται εδώ και ο όρος επιλεκτική μνήμη. Και καθώς, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ελληνική ταυτότητα κατασκευάζεται, ανακατασκευάζεται κι άλλοτε επιβεβαιώνεται από ένα ένδοξο παρελθόν και τα υλικά του κατάλοιπα, αναδεικνύεται και η ιδιαίτερη σχέση της με την αρχαιότητα και την ελληνική αρχαιολογία. Ο αρχαιολογικός λόγος θεμελίωσε στην αντίληψη του Νεοέλληνα την πεποίθηση πως είναι κληρονόμος της κλασικής αρχαιότητας, και άρα άξιος συνεχιστής της, πως δεν είναι πια ραγιάς.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αι, η μεταχείριση των μνημείων της Ακρόπολης διαποτίστηκε, όπως φαίνεται, από δύο βασικά στοιχεία: Πρώτον, από το πνεύμα του ρομαντικού θαυμασμού της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, που διαπερνούσε τους μορφωμένους Ευρωπαίους της εποχής. Απόδειξη της ξένης αυτής επιρροής είναι η εκκαθάριση και του χριστιανικού παρελθόντος της Ακρόπολης, εξαιρετικά παράδοξο για ένα κράτος που είναι εξ’ αρχής και αμιγώς δεμένο με τη θρησκεία του. Και δεύτερον, από τα αυθόρμητα συναισθήματα υπερηφάνειας των Ελλήνων για τα δημιουργήματα των προγόνων τους, και ιδιαίτερα για την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, που από την πρώτη στιγμή της απελευθέρωσης τα αισθάνθηκαν εθνικά τους μνημεία και σύμβολα της αναγεννημένης τους πατρίδας.
Στην αρχαιότητα η Ακρόπολη ήταν από τις πιο ευνοημένες θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, ένα φυσικό οχυρό με ομαλή κορυφή και δυνατότητα ύδρευσης και ως εκ τούτου τις βασικές προϋποθέσεις για εγκατάσταση, διαμονή και μετατροπή σε καταφύγιο. Τα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, ενός συνοικισμού, που έχουν διαπιστωθεί ανάγονται στην 3η χιλιετία π.Χ.Στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής, η Ακρόπολη μετατρέπεται σε έδρα του βασιλιά και ως εκ τούτου πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο. Γύρω στο 600 π.Χ., η πολιτική ζωή της Αθήνας μεταφέρεται οριστικά στην Αγορά, ενώ η κορυφή του βράχου αφιερώθηκε αποκλειστικά στην λατρεία της πολιούχου θεάς Αθηνάς. Το περίκλειο οικοδομικό πρόγραμμα του 5ου αι. π.Χ. έδωσε στην Ακρόπολη έναν οργανωμένο θρησκευτικό χαρακτήρα, που σήμερα φτάνει σ’ εμάς με την γοητευτικά κληρονομημένη περίφραση «ιερός βράχος», πρωτίστως όμως αποτέλεσε το θρησκευτικό πρόσχημα της δυναμικής επίδειξης της αθηναϊκής ηγεμονίας και της υπερηφάνειας των Αθηναίων για την αυτοχθονία τους. Και η εικόνα αυτή της Ακρόπολης φαίνεται πως υπήρξε αρκετά ισχυρή, ώστε η σύγχρονη Ελλάδα να επενδύει στη συστηματική αναπαραγωγή και τυποποίηση του κλασικού. Με διάφορες προσθήκες και χωρίς ριζικές αλλαγές έως την παλαιοχριστιανική εποχή, η Ακρόπολη διατηρεί τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Τον 6ο αι. μ.Χ. ο Παρθενώνας και το Ερεχθείο μετασκευάζονται σε βασιλικές για τις ανάγκες της νέας λατρείας, ενώ το 1204 οι Φράγκοι δούκες οργάνωσαν υποδειγματικά την οχύρωση της Ακρόπολης σύμφωνα με το πρότυπο των φράγκικων κάστρων. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η Ακρόπολη παρέμεινε φρούριο, πυκνοκατοικημένο από τις οικογένειες της τούρκικης φρουράς και ο Παρθενώνας μετασκευάστηκε σε τζαμί γύρω στο 1460.
Το 1830 το πλάτωμα της διαμορφωμένης σε οχυρό Ακρόπολης, είχε μεταβληθεί σε σωρούς ερειπίων, καθώς τα κλασικά μνημεία στη διαδρομή των αιώνων υπέστησαν σοβαρές βλάβες από πυρκαγιές, σεισμούς, μετασκευές, ανατινάξεις και πολεμικές συρράξεις που προκάλεσαν ποικίλες μορφές φθοράς. Οι καταστροφές αυτές διευκόλυναν τη λεηλασία των αρχιτεκτονικών γλυπτών και των μελών τους από ξένους κατακτητές, φιλότεχνους περιηγητές και καλλιτέχνες στην υπηρεσία ισχυρών πολιτικών προσώπων της Δύσης. Από τις περιγραφές του Βαυαρού αξιωματικού Χριστόφορου Νέεζερ, φτάνει σ’ εμάς η ρημαγμένη εικόνα που παρουσίαζε το κάστρο της Ακρόπολης μετά από δύο διαδοχικές πολιορκίες στην διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (1821-22, 1826-27). Τα κλασικά μνημεία της Ακρόπολης, ερειπωμένα και παραμορφωμένα, δεν ήταν παρά φαντάσματα ενός ένδοξου παρελθόντος. Το στοίχημα, επομένως, της εποχής ήταν η μετατροπή της Ακρόπολης από κάστρο σε μνημείο.
Το εγχείρημα ξεκίνησε ο Leo von Klenze με την αποστρατικοποίηση της Ακρόπολης. Το 1834, με την αυξημένη επιρροή που διέθετε
, κατορθώνει να κηρυχθεί η Ακρόπολη αρχαιολογικός χώρος και εγκαινιάζει, την ίδια χρονιά, την αναστήλωση του Παρθενώνα σε μία πανηγυρική γιορτή. Στο λόγο, μάλιστα, που εκφωνεί, προσδίδει στα μνημεία έναν εθνικό και εμβληματικό για τους Νεοέλληνες χαρακτήρα.
Τα πρόγραμμα του Klenze στην Ακρόπολη αναλαμβάνει να εφαρμόσει ο Γερμανός αρχαιολόγος Ludwig Ross, ολοκληρώνοντας την αποστρατικοποίηση του βράχου με την κατεδάφιση του μεγάλου προμαχώνα στην δυτική πρόσβαση της Ακρόπολης. Κατεδαφίζεται το τζαμί του Παρθενώνα και η χριστιανική αψίδα του ναού, ενώ πραγματοποιείται και η πρώτη αναστήλωση του ναού της Αθηνάς Νίκης. Την περίοδο αυτή η Ακρόπολη μετατρέπεται σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο και φαίνεται πως η κατεύθυνση προς την κλασική αρχαιότητα έχει εμπεδωθεί και υιοθετηθεί για την διαχείριση των μνημείων του βράχου.
Από το 1836 έως το 1862 στην Αρχαιολογική Υπηρεσία αναλαμβάνει ο αυτοδίδακτος Έλληνας Αρχαιολόγος Κυριακός Πιττάκης. Ολοκληρώνει την κατεδάφιση του μεσαιωνικού παλατιού των Προπυλαίων, μέρους της χριστιανικής αψίδας του Παρθενώνα και της πυριτιδαποθήκης του Ερεχθείου. Επιπλέον, προβαίνει σε γενικούς καθαρισμούς και αποχωματώσεις με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί σχεδόν ολόκληρος ο φυσικός βράχος. Οι επιχώσεις απορρίπτονται στη νότια και στην ανατολική κλιτύ, δημιουργώντας τους όγκους χωμάτων που διακρίνουμε στις φωτογραφίες της εποχής. Ο Πιττάκης επικρίθηκε σκληρά για την
επιστημονική του ανεπάρκεια καθώς κατά την εκτέλεση πολλών έργων, κάτω από ένα επιτακτικό αίτημα αναστηλώσεων των κλασικών μνημείων, ο αυτοσχεδιασμός και ο εμπειρισμός έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Κατά τις αναστηλώσεις, πολλά μέλη επανατοποθετήθηκαν τυχαία, ανεξάρτητα από την αρχική τους θέση ή την προέλευσή τους, ενώ για την ανέγερση μελών χρησιμοποιήθηκε ό,τι διαθέσιμο υλικό υπήρχε.
Ο ενθουσιασμός και η βιασύνη που κυριάρχησαν στην μεταχείριση των μνημείων της Ακρόπολης, συνεχίζονται και στο δεύτερο μισό του 19ου αι., με έμφαση στην συντήρηση και τα έργα υποδομής. Το αποτέλεσμα των εργασιών αυτής της περιόδου είναι η Ακρόπολη να απογυμνωθεί τελείως από το μεσαιωνικό παρελθόν της. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της κατεδάφισης το 1875 του φράγκικου πύργου των Προπυλαίων που δέσποζε στην είσοδο του βράχου και χρησίμευε για να κατοπτεύονται η θάλασσα και οι δρόμοι της Αθήνας. Η καταστροφή ενός τόσο «αναπόσπαστου τμήματος του Αθηναϊκού ορίζοντα», κατά τον Θεόφιλο Γκωτιέ πυροδότησε έντονη κριτική για την διατάραξη της ιστορικής συνέχειας με την εξαφάνιση αντιπροσωπευτικών στοιχείων της κυριαρχίας της Δύσης στην Ελλάδα κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, αλλά και την διαμαρτυρία των Γάλλων ιστορικών για την καταστροφή ενός εθνικού τους μνημείου. Η κατεδάφιση του Πύργου παρωθείται από την Αρχαιολογική Εταιρεία και οι λίθοι του χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση των αναλημματικών τοίχων δυτικά της Πινακοθήκης των Προπυλαίων. Με υπερηφάνεια ανακοινώνεται πως με την κατεδάφιση του Φράγκικου Πύργου, αναδείχθηκε η πτέρυγα των Προπυλαίων σύμφωνα με το αρχικό της σχέδιο και αποκαταστάθηκε η ελληνική φυσιογνωμία της λαμπρής όψης της Ακρόπολης, απαλλαγμένη από κάθε τι ξένο. Το τοπίο της Ακρόπολης από το 1830 έχει αρχίσει να αλλάζει ριζικά προκειμένου να συνδεθεί με τρόπο άμεσο με το κλασικό παρελθόν του. Άλλωστε την περίοδο αυτή, οι εξωτερικές συνθήκες, αλλά και η εσωτερική κρίση με την αναζωπύρωση του Ανατολικού Ζητήματος, ευνοούν τάσης καταφυγής των Νεοελλήνων στην αρχαιοελληνική πατρογονική κληρονομιά προς άντληση εθνικής αυτοπεποίθησης και επιβεβαίωσης.
Τα μεσαιωνικά μνημεία της Ακρόπολης περιέπεσαν σε λήθη ως ίχνη βεβήλωσης και βαρβαρότητας των μετακλασικών εποχών, που έρχονταν σε αντιδιαστολή με την θεωρούμενη ηθική ανωτερότητα του κλασικού ιδεώδους. Το ερευνητικό μας βλέμμα επικεντρώνεται στον 19ο αιώνα, καθώς οι πρακτικές μετατροπής του “ιερού βράχου” σε μνημείο συνδέονται άμεσα με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Το περιβάλλον της Ακρόπολης μερικούς μήνες μετά την επίσημη ίδρυση του Ελληνικού Κράτους -και εξαιτίας αυτής- αρχίζει να μετατρέπεται στο κατεξοχήν αρχαιολογικό εργαστήριο “στύλωσης” και “αναστύλωσης” μιας επίσημης εθνικής ταυτότητας. Με καθαρότερα λόγια, ο χώρος της Ακρόπολης φαίνεται να συνιστά το προνομιακό πεδίο εντός του οποίου επινοείται τον 19ο αιώνα το Ελληνικό Έθνος-Κράτος.
Οι παρεμβάσεις στον βράχο της Ακρόπολης αποτέλεσαν για το ελληνικό κράτος ένα νεοκλασικό πείραμα ώστε σήμερα, υπηρετώντας ένα πολύ συγκεκριμένο αφήγημα, η Ακρόπολη να βρίσκεται στην σκιά του Παρθενώνα, στην σκιά της κλασικής αρχαιότητας.
Βιβλιογραφία
- Βαλαβάνης, Π. 2015: Μεγάλες στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας. Αθήνα: Καπόν.
- Βλασσοπούλου, Χ. 2017: Η Ακρόπολη των Αθηνών : τα μνημεία του βράχου και των κλιτύων. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
- Λεοντή, Α. 1998: Τοπογραφίες του Ελληνισμού: χαρτογραφώντας την πατρίδα. Αθήνα: Scripta.
- Πλάντζος, Δ. 2014: Οι αρχαιολογίες του κλασικού : αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα. Αθήνα: Εικοστός Πρώτος.
- Πλάντζος, Δ. 2011: Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία (1100-30 π.Χ.). Αθήνα: Καπόν
- Χαμηλάκης, Ι. 2012: Νation and its ruins. Aθήνα: Εικοστός Πρώτος.
- ΠΗΓΗ solidaritywebradio
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.