Ο διανομεύς, πήρε τα συχαρίκια -ένα τσίπουρο-, η κωμόπολις πήρε το νέο, ο Πρόεδρος της Κοινότητος συνεχάρη τον «φέρελπιν αυτόν επιστήμονα» «όστις διωρίσθη εις την επίζηλον θέσιν του ακολούθου βήτα». Ένας δυο νοικοκυραίοι που είχανε κόρες της παντρειάς τού χαμογελάσανε.
0 φέρελπις επιστήμων, είχε πάρει το δίπλωμα της Νομικής, εδώ και δυο χρόνια. Το κορνιζάρισε, το καμάρωσε, είδε και ξαναείδε το βαθμό, «καλώς», ύστερα άρχισε να ρωτάει τον εαυτό του:
-Πήρα το δίπλωμα. Πολύ ωραία. Τώρα όμως τι δουλειά θα κάνω;
Μπήκε στην ωτομοτρίς κι έφθασε στο χωριό του. Ήτανε μια πρακτική λύση, τα πατρικά κτήματα εξασφαλίζανε το φαγητό και το χαρτζιλίκι. Για να διακρίνεται από τους «μη επιστήμονας», ξυπνούσε αργά, φορούσε γραβάτα κι έπαιζε πρέφα στους καφενέδες. Έκανε και μια προκαταρκτική δουλειά, να πολιτευθεί αύριο μεθαύριο και να διευθύνει τας τύχας του Έθνους. Για δικηγορικό γραφείο δεν χωρούσε συζήτησις, το χωριό είχε κιόλας τρεις δικηγόρους, από τους οποίους ο ενάμισις ήτανε άνεργοι.
0 φέρελπις επιστήμων τα ’βρίσκε πολύ δύσκολα άμα έμπαινε «σόλο» κάσα, «σόλο» καπίκια.
Ο γέρος του, ένας άνθρωπος με ακαλλιέργητα μουστάκια και χέρσα πνευματικότητα, είχε πολύ κακήν ιδέα για την επιστήμη και τους ανθρώπους της. Γκρίνιαζε, τον προέτρεπε να «πιάσει το τσαπί για να δούνε τι θα γίνουνε», δεν εκτιμούσε καθόλου το «κόρπους Γιούρις Τσιβίλις» και την «Εξάβιβλο»του Αρμενόπουλου. Όταν έβλεπε τον «φερέλπιδα» να σουλατσάρει άσκοπα με γραβάτα, κούναγε το κεφάλι του και ορκιζόταν ότι «αυτές οι καπιστράνες πήραν τον κόσμο στο λαιμό τους».
Τελικά, βρέθηκε ένας θείος κομματάρχης να τρέξει στον βουλευτή της περιφερείας. Ο κύριος βουλευτής, ελαφρώς βλαχοφέρνων στην προφορά, έταξε, υποσχέθηκε, διαβεβαίωσε και ενοχλήθηκε απείρως. Όταν κατάλαβε ότι τον βάλανε στα στενά, άρχισε να παρακαλεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο «φέρελπις επιστήμων», πήρε επί τέλους, κάποιον διορισμό και την οντότητα του. Πήρε και μια βαλίτσα παλιά, η μητέρα του του ’βαλε μέσα φανέλες μάλλινες, του ζύμωσε κουλουράκια, ο πατέρας του άνοιξε το κεμέρι του και τον «δάνεισε» καμιά τριανταριά λίρες. Γι’ αυτό το «δάνειο» ήτανε βέβαιος ότι «πάνε τα δόλια τα λεφτάκια», έκανε όμως μια τελευταία θυσία «να βολευτεί το μαγκούφικο» και πίστευε πολύ αχνά ότι κάποια μέρα ο φέρελπις θα ’κανε καριέρα και πιθανόν να τους κοίταζε και αυτούς «γέρους ανθρώπους».
Η ωτομοτρίς έφτασε με καθυστέρηση ενός τετάρτου στον σταθμό της ΣΠΑΠ, ο φέρελπις πάτησε το τσιμέντο κι άρχισε να ρουθουνίζει από χαρά που μύρισε πρωτεύουσα. Όλα του φανήκανε διαφορετικά. Η οδός Πατησίων κατακαίνουργη με την άσφαλτο και το τρόλεϊ, οι πολυκατοικίες που ξεπεταχτήκανε όλον αυτόν τον καιρό, που έπαιζε πρέφα στο χωριό, οι γυναίκες καλοβαμμένες και καλοντυμένες. Άφησε τη βαλίτσα του σ’ ένα ξενοδοχείο με βρώμικα σεντόνια, βρήκε τον βουλευτή που του ευχήθηκε καλήν σταδιοδρομίαν, αγόρασε μια Εφημερίδα της Κυβερνήσεως για να δει το όνομά του στους διορισμούς, ύστερα πήγε να περπατήσει στις μεγάλες πλατείες και να χαζέψει στις πλούσιες βιτρίνες.
Η πρωτεύουσα είναι όμορφη και ζωντανή. Οι ηθικολόγοι τη λένε «σειρήνα», οι δειλοί «ξελογιάστρα», οι θεοφοβούμενοι «τόπον διαφθοράς και ακολασίας». 0 φέρελπις πάντα του είχε κλίση για τέτοιους τόπους ακολασίας. Στο χωριό του οι κοπέλες ήτανε πολύ περιορισμένες και στον κεντρικό δρόμο τα μόνα θηλυκά που κυκλοφορούσανε ελεύθερα και αδέσποτα ήταν οι κατσίκες. Ο φέρελπις ήπιε παγωμένη μπόρα, έφαγε κατά βούλησιν στο εστιατόριο, χάλασε κάνα δυο από τις λιρίτσες του και σκέφθηκε, ότι αφού πρόκειται να πιάσει δουλειά από την άλλη βδομάδα, καλό θα ’τανε να ξεσκάσει κομμάτι και να το ρίξει έξω.
Κανείς δεν ξέρει πώς έγινε. Όμως, το απόγευμα κιόλας, ο φέρελπις βρέθηκε με συντροφιά. Ήτανε μια χαριτωμένη συντροφιά, σεμνή, ήσυχη, γλυκιά, σαν παστίλια αλτέας. Ήτανε η ιδιαιτέρα του κυρίου βουλευτού, που δέχτηκε να γίνει ξεναγός του και να γυρίσει μαζί του στην Αθήνα.
0 φέρελπις είχε στερηθεί πολύν καιρό τη γλυκιά συντροφιά της γυναίκας. Περπατούσε πλάι της καμαρωτός, έκανε και μικρά τιποτένια σχέδια, για έναν έρωτα πολύ καλής ποιότητος με την «ιδιαιτέρα», την πήγε στο θέατρο, στην ταβέρνα, την πάτησε χορεύοντας σάμπα, που δεν την ήξερε καθόλου, αργά τη συνόδευσε σπίτι της κι όταν ξάπλωσε στα βρώμικα σεντόνια του έβλεπε χρυσαφιές οπτασίες να χορεύουνε σάμπα μέσ’ απ’ τα κλειστά του βλέφαρα.
Στην πρωτεύουσα όλα τρέχουνε πολύ γρήγορα. Τ’ αυτοκίνητα, τα χρέη, τα συναισθήματα. Τίποτα δεν θυμίζει την στατικότητα ενός έλους. Δυο μέρες αργότερα, ο φέρελπις είχε ομολογήσει τον έρωτά του, είχε φιλήσει τα χείλη της ιδιαιτέρας και είχε μαρτυρήσει το μυστικό για τις τριάντα λίρες του.
Η νέα δείχτηκε ανώτερη χρημάτων. Δεν την ενδιέφερε καθόλου το οικονομικό ζήτημα, δάκρυζε μόνο όταν άκουγε μαζί του το τραγούδι του ανοιξιάτικου γκιώνη στα νυκτερινά πάρκα και έκανε σχέδια για «τους δυο τους, μόνους, σ’ ένα σπιτάκι...», πράγματα πολύ κοινά και ανούσια, που τα σχεδιάζουν με πολλή φαντασία ύλες οι κοπέλες των πρωτευουσών. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο φέρελπις μεταμορφώθηκε σ’ έναν τέλειο Τριστάνο, γέμισε έρωτα και ξέχασε να γράψει του πατέρα του νέα και ενδιαφέροντα για τη θέση του.
Το ειδύλλιο πήρε τον γρήγορο δρόμο του. Τίποτα δεν τον ενοχλούσε, ο κύριος βουλευτής είχε φύγει σε περιοδεία, η ιδιαιτέρα ήταν τελείως ελεύθερη. Στη ζωή έρχονται ή όλα ή τίποτα. Στον φέρελπι ήρθανε όλα μαζί. Διορισμός, έρωτας, λίρες, λες κι η πρωτεύουσα αποφάσισε να του δώσει ό,τι είχε τοις μετρητοίς κι όχι με δόσεις. Αυτός ένιωθε ευτυχής και μακάριος, το μεσημέρι έτρωγε γιουβαρλάκια που τ’ αγαπούσε πολύ, το βράδυ πήγαινε μαζί της σε τόπους χλοερούς, γιατί οι χλοεροί τόποι είναι το ιδανικό των ερωτευμένων και των πεθαμένων.
Μια μέρα, πριν πιάσει δουλειά, η κοπέλα ήρθε με τα δάκρυα στα μάτια. 0 φέρελπις ανησύχησε.
-Γιατί κλαις; ρώτησε.
Εκείνη δίστασε πολύ πριν μιλήσει. Στο τέλος τού αποκάλυψε το δράμα της. 0 πατέρας της, καλός και αξιόλογος κύριος, θα πήγαινε φυλακή. Μάλιστα! Φυλακή!
-Για ποιο λόγο;
Στο σημείο αυτό κάνανε την εμφάνισή τους οι λυγμοί. Η Εφορία, τα χρέη, η αδυναμία πληρωμής, η ερήμωσις της οικογενείας ήρθανε μετά. 0 φέρελπις ανησύχησε.
-Και είναι πολλά;
Δεν ήτανε ακριβώς πολλά. Είκοσι πέντε λίρες, που αν, τις βρίσκανε, θα τις επιστρέφανε το λιγότερο σε δυο μήνες.
Ο φέρελπις στενοχωρήθηκε για τις ατιμίες της κοινωνίας, ύστερα έβγαλε από τον κόρφο του το πατρικό σακουλάκι και μέτρησε τις λίρες του. Είχε εικοσιτέσσερις, τις άλλες τις έφαγε γιουβαρλάκια και σάμπα.
-Δεν πειράζει. Θα βολευτούμε και μ’ αυτές, τις επήρε η ιδιαιτέρα.
Η συνέχεια κύλησε τρομερά σύντομη. Η ιδιαιτέρα δεν ξαναφάνηκε. Την ζήτησε στο γραφείο του βουλευτού, στα κέντρα που σύχναζε, παντού. Στο τέλος έμαθε την διεύθυνσή της και πήγε να χτυπήσει την πόρτα της. Κανένας δεν άνοιγε. Τον πληροφόρησαν όμως στο διπλανό κιόσκι.
-Ποιος πατέρας της. Δεν έχει πατέρα. Είναι παντρεμένη. Φύγανε χτες με τον άντρα της. Αφήσανε και του κόσμου τα πακέτα απλήρωτα.
0 φέρελπις άρχισε να βλέπει την κατάσταση άσχημη. Λίγο αργότερα μάλιστα που πληροφορήθηκε ότι «δεν ήτανε ιδιαιτέρα αλλά κόλλαγε στο γραφείο για «δουλειά» είδε μια κατάσταση απαίσια.
Τότε έκανε μια μεγάλη απόφαση. Παράτησε τον διορισμό, μπήκε στην ωτομοτρίς, κατέβηκε στο χωριό του. Έσκισε το δίπλωμα με το «καλώς» κι έπιασε το τσαπί. Κι όπως λέει ο πατέρας του «πάει περίφημα», τώρα το παιδί και «Θεός σχωρέσ’ την πρωτεύουσα που του ’βαλε μυαλό».
Τριάντα λιρών μυαλό δεν είναι βέβαια πολύ για έναν φέρελπι...
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ (1901-1970), «ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 1955
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο Νίκος Τσιφόρος σε νεαρή ηλικία, τότε που ήταν δικηγόρος]
.
[ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: Θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στις 27 Αυγούστου του 1909, από εύπορους γονείς, o πατέρας του είχε επιχειρήσεις σε Ελλάδα και Αίγυπτο. Δύο χρόνια μετά την γέννηση του Νίκου η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα. Ο Νίκος από μικρός έγραφε ιστορίες ενώ συγχρόνως σπούδασε νομική. Εργάστηκε για 2 χρόνια στο Ελεγκτικό συνέδριο ως δικηγόρος κι ύστερα παραιτήθηκε για να μπαρκάρει αναζητώντας την περιπέτεια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επαγγέλματα αντλώντας εμπειρίες συναναστρεφόμενος διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ενώ την ίδια ώρα δεν σταματούσε να γράφει, ιστορίες, άρθρα, σενάρια, θεατρικά έργα. Σταδιακά ξεκίνησε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά όπως Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος, Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος.
Το 1944 ο θίασος του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη ανέβασε το θεατρικό έργο του, «Η Πινακοθήκη Των Ηλιθίων» που αμέσως έγινε μεγάλη επιτυχία.
Τα επόμενα χρόνια θα γράψει περισσότερα από 40 θεατρικά έργα και 80 σενάρια για τον κινηματογράφο, ενδεικτικά: «Ο Κύριος Που Ξέρει Τις Γυναίκες», «Ο Καλός Μας Άγγελος», «Η Κυρία Του Κυρίου», «Ο Χρυσός Κι Ο Τενεκές», «Το Κοροϊδάκι Της Δεσποινίδος», «Ο Τελευταίος Τίμιος», «Το Έξυπνο Πουλί», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός», «Οι Γαμπροί Της Ευτυχίας», «Αγάπη Μου Παλιόγρια», «Η Ωραία Των Αθηνών», «Ο Θησαυρός Του Μακαρίτη», «Έλα Στο Θείο», «Αχ! Αυτή Η Γυναίκα Μου», «Μια τρελή οικογένεια», «η Ιταλίδα από την Κυψέλη». Πολλά από τα θεατρικά έργα τα έγραψε μαζί με τον Πολύβιο Βασιλειάδη με τον οποίο αποτέλεσε ένα ασύγκριτο θεατρικό δίδυμο.
Συγχρόνως έγραψε και δεκάδες βιβλία όπως: «Τα Παιδιά Της Πιάτσας», «Τα Παλιόπαιδα Τα Ατίθασα», «Εμείς Κι Οι Φράγκοι», «Σταυροφορίες», «Ελληνική Μυθολογία», «Ρεμάλια Ήρωες» κ.α. Στις ιστορίες του θα υπερασπιστεί το λούμπεν στοιχείο αναδεικνύοντας ότι το περιθώριο της εποχής έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο συναισθημάτων από τους νεόπλουτους μικροαστούς. Ήταν ευρυμαθής, πολύγλωσσος, λάτρης του υποκόσμου και της καλής ζωής.
Το 1965 αρρώστησε με καρκίνο. Έκανε εγχειρήσεις, αναπτερώθηκαν για λίγο οι ελπίδες του, προέκυψαν μεταστάσεις, υπέστη νέες εγχειρήσεις, πέρασε τελικά 5 δύσκολα χρόνια με πόνο και ταλαιπωρία, χωρίς να σταματήσει ωστόσο να γράφει. Πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1970.]
phgh
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.