Σ’ ένα κράτος μια φορά,
που βαρούσε ταμπουρά,διαλαλούσαν μιαν αυγήτόσοι κήρυκες με φούριαπως ο Βασιληάς θα βγημε φορέματα καινούρια..Βγήκε μέσ’ απ’ το Παλάτιδίχως ρούχο και βρακί,και θεόγυμνος περπάτειπότ’ εδώ και πότ’ εκεί.
Κι ο καθένας κατεργάρηςτσαμπουνούσε σοβαρά:“για κυττάξετε τι χάριςκαι στολίδια μια φορά”.
Ένας μόνον τον λυπήθηπεινασμένος κι αχαμνός,κι είπε στων στραβών τα πλήθηπως σεργιάνιζε γυμνός.
Τότε γύρω του κυττάζει,σκύβει το κεφάλι του,και στον άνθρωπο φωνάζει,που ‘χε δει το χάλι του:
’’Απ’ το κρύο τουρτουρώ,αλλά μ’ έκαμαν πολλοίνα πιστέψω πως φορώτην καλλίτερη στολή.Ψεύτικες στολές ανέμουμου φορέσαν οι τρανοί,έλα βάλε μου, λαέ μου,μια πορφύρ’ αληθινή΄΄.’’Βασιληά μου, σ’ εξυμνώ,αλλά πώς να δώση ρούχοο γυμνός εις τον γυμνό;’’Την δική σου φορεσιάτην εφόρεσαν κι εμένα,και κυττώ μ’ απελπισιά,δυό γυμνούς… εμέ και σένα’’!
.
[Γράφτηκε μετά την πτώχευση(1893), τον αποκαλούμενο «ατυχή πόλεμο του 1897» και τη κηδεμονία της χώρας από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή που απομυζούσε επί έναν αιώνα περίπου την χώρα μας. Κάτι σαν τη σημερινή εποχή δηλαδή, που για την κατάντια της δεν θα βρεθεί ποτέ ένοχος]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ (1852-1919)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.