Το παλαιότερο και σημαντικότερο από τα Ολυμπιακά αγωνίσματα της αρχαιότητας ήταν ο δρόμος. Ο νικητής του «σταδίου δρόμου» ήταν εκείνος που έδινε συνήθως το όνομά του στην Ολυμπιάδα.
Ο «οπλίτης δρόμος» ή «οπλιτοδρομία» ήταν ο δυσκολότερος όλων καθώς απαιτούσε ταχύτητα, μεγάλη αντοχή και δύναμη. Οι αθλητές έπρεπε να φέρουν χάλκινη αμυντική πανοπλία με κράνος, κνημίδες και ασπίδα, και με το συνολικό βάρος των όπλων να φτάνει τα 25+ κιλά. Διεξαγόταν προς τιμήν κάποιου νεκρού ήρωα ή σε ανάμνηση κάποιας ένδοξης μάχης. Εκτός από τους Ολυμπιακούς αγώνες, οι οπλιτοδρόμοι αγωνίζονταν και σε άλλες γιορτές, όπως στα Νέμεα, ατα Ίσθμια, Παναθήναια και στα Πύθια.
Ο Παυσανίας μάς πληροφορεί ότι στον ναό του Διός στην Ολυμπία φυλάγονταν 25 ασπίδες που μοιράζονταν στους οπλιτοδρόμους κατά την τέλεση των αγώνων: «κεῖνται δὲ αὐτόθι καὶ ἀσπίδες χαλκαῖ πέντε καὶ εἴκοσι, τοῖς ὁπλιτεύουσιν εἶναι φορήματα ἐς τὸν δρόμον» (Ηλιακά α',12.8 )
Ενδιαφέρον είναι ότι η διαδρομή του οπλίτη δρόμου κάλυπτε δύο στάδια, απόσταση που αναλογούσε στο δραστικό βεληνεκές του περσικού τόξου. Διότι, οι οπλιτοδρόμοι δεν προετοιμάζονταν με στόχο μόνο την Ολυμπιάδα αλλά εκπαιδεύονταν και στο πλαίσιο της στρατιωτικής άσκησης. Η οπλιτοδρομία έγινε ολυμπιακό αγώνισμα λίγο πριν την είσοδο του 5ου π. Χ, αιώνα, όταν ο περσικός κίνδυνος είχε πλέον διαφανεί και η ανάγκη υπαγόρευε ταχύτατους ελιγμούς εν ώρα μάχης.
Έτσι, κάποια στιγμή συνέβη το αδιανόητο: ο πολύ δύσκολος οπλίτης δρόμος έγινε στην πράξη μαραθώνιος. Στα τέλη του καλοκαιριού του 490 π. Χ., ο θρυλικός ημεροδρόμος που εξέπνευσε αμέσως μόλις έφερε στην Αθήνα την είδηση της νίκης στον Μαραθώνα, δεν ήταν ο μόνος οπλίτης που έτρεξε τον μαραθώνιο των 42 χλμ. Οι Αθηναίοι οπλίτες, αν και εξαντλημένοι και πληγωμένοι από τη σφοδρή μάχη, έτρεξαν αρματωμένοι έναν απίστευτο αγώνα δρόμου επιστροφής από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για να προλάβουν να σώσουν την πόλη και τις οικογένειές τους από τους Πέρσες του Αρταφέρνη που σχεδίαζαν να κάνουν απόβαση στο Φάληρο. Ξέπνοοι και κατάκοποι, έφτασαν εγκαίρως και στρατοπέδευσαν στο Ηράκλειο Γυμνάσιο του Κυνοσάργους. Οι Πέρσες διέκριναν τις ασπίδες τους από τα ανοιχτά του Παλαιού Φαλήρου, απ' όπου τότε οι λόφοι του Ολυμπιείου ήταν ορατοί, και δεν αποτόλμησαν την απόβαση. Έφυγαν!
«Οὗτοι μὲν δὴ περιέπλεον Σούνιον· Ἀθηναῖοι δὲ ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον ἐς τὸ ἄστυ, καὶ ἔφθησάν τε ἀπικόμενοι πρὶν ἢ τοὺς βαρβάρους ἥκειν, καὶ ἐστρατοπεδεύσαντο ἀπιγμένοι ἐξ Ἡρακλείου τοῦ ἐν Μαραθῶνι ἐν ἄλλῳ Ἡρακλείῳ τῷ ἐν Κυνοσάργεϊ. οἱ δὲ βάρβαροι τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου (τοῦτο γὰρ ἦν ἐπίνειον τότε τῶν Ἀθηναίων) ὑπὲρ τούτου ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ἀπέπλεον ὀπίσω ἐς τὴν Ἀσίην.» (Ηροδότου Ιστορίαι 6.116.1)
Και βέβαια, μην ξεχνάμε ότι 2.000 Σπαρτιάτες έτρεξαν με ανάλογο οπλισμό την απόσταση Σπάρτη-Αθήνα μετά τα Κάρνεια προκειμένου να προλάβουν να συνδράμουν τους Αθηναίους στη μάχη. Όταν όμως έφτασαν στην Αττική, οι Αθηναίοι είχαν ήδη ξαποστείλει την στρατιά του Μεγάλου Βασιλέα στην Ασία.
Αυτά τα εκπληκτικά, αυτά τα αδιανόητα για εμάς σήμερα, έγιναν πριν από 2511 χρόνια, στα τέλη του αθηναϊκού Μεταγειτνιώνος (ή του σπαρτιατικού Καρνείου) και μετά την πανσέληνο, δηλαδή στα μέσα Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ., τότε που:
«ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΜΑΡΑΘΩΝΙ
ΧΡΥΣΟΦΟΡΩΝ ΜΗΔΩΝ ΕΣΤΟΡΕΣΑΝ ΔΥΝΑΜΙΝ»
☑Στην εικόνα βλέπετε τρεις παραστάσεις με οπλιτοδρόμους.
🔘Η πρώτη είναι σε αττική ερυθρόμορφη κύλικα του 490 π.Χ. από την Tarquinia της Ιταλίας, έργο του Αντιφώντα (Altes Museum του Βερολίνου).
🔘Η δεύτερη (κάτω αριστερά) είναι σε μελανόμορφο αμφορέα του 540 π. Χ., έργο πιθανόν του Εξηκία (Γλυπτοθήκη του Μονάχου)
🔘Η τρίτη (κάτω δεξιά) είναι σε Παναθηναϊκό αμφορέα του 323 π. Χ. (Μουσείο του Λούβρου)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.