Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Κώστας Χατζόπουλος

 


Ο Κωσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων.
     Γεννήθηκε στις 11 Μάρτη 1868, πρωτότοκος γιος του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανής Δάτσικα, στη Μελίκη Αγρινίου (σημερινό Βραχώρι) κι είχε 6 αδέλφια, την Αλεξάνδρα, το Δημήτριο, το Γεώργιο, την Ασπασία, το Ζαχαρία και τον Αγαμέμνονα. Η μητέρα του, ήτανε ψυχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου -τα δυο ανύπαντρα τέκνα, τον Σωτήρη και την Ελένη Στάικου- κι οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουνε κοντά τους και να μεγαλώσουνε το 1ο παιδί τους, τον Κώστα. που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Ο Σωτήρης Στάικος κι η αδελφή του Ελένη είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους στη πολιορκία του Μεσολογγίου, ο ένας απέδρασε κι η άλλη κατέληξε σε χαρέμι στο Μοναστήρι, απ' όπου την απελευθέρωσε ο αδελφός της. Έζησαν μαζί ως τον θάνατό τους, μετά τον οποίο ο Κωσταντίνος κληρονόμησε τον παππού του κι η μητέρα του, Θεοφανή, την αδελφή του και νονά της. Αυτό ίσως τελικά ν' αποτέλεσε και το μέρος της ατυχίας του, γιατί διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του προς τον ευερέθιστο εγωισμό και τη νοσηρή απομόνωση, όσο κι αν αυτό επίσης του εξασφάλισεν άνετους βιοτικούς όρους κι άφθονες αφορμές ψυχικών μεταπτώσεων. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο του Αγρινίου, παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου είχε γραφτεί σε ηλικία μόλις 14 ετών κι αποφοιτά με το βαθμό "Καλώς".



     Το 1ο μεγάλο του ταξίδι ήτανε δώρο του πατέρα του για την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του, το καλοκαίρι του 1882. Το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε σε ηλικία 14 ετών κι ήτανε συμβολικά συγκυριακό, αφού έγινε με ένα πλοίο που είχε 1ο σταθμό τη Κέρκυρα και 2ο το Μπρίντεζι της Ιταλίας, που 38 έτη μετά, έγινε η ταφή του Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα κι αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε πάλι στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 πήρε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στη τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του Αντάρτης (1907), που αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.



     Ο Παλαμάς, ένας από τους θαυμαστές του, ενθυμούμενος τα κοινά μαθητικά τους χρόνια στο Μεσολόγγι, γράφει: "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο,φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο,που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".
     Στη Λογοτεχνία εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία, το 1884, δημοσιεύοντας το ποίημά του Έλα Ξανθή στο περιοδικό Εβδομάς. Χρησιμοποιούσε συνήθως τα ψευδώνυμα: Πέτρος Βασιλικός και Γληγόρης Παπαστάθης. Ήτανε δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινότανε την εποχή εκείνη, βοήθησε με την έκδοση του βραχύβιου αλλά πρωτοποριακού περιοδικού Η Τέχνη, που εξέδωσε από το 1897 ως το 1899, άσκησεν ωστόσο μιαν ευεργετικήν επίδραση στην εξέλιξη του ποιητικού λόγου και μπορεί να θεωρηθεί σταθμός στη πορεία της καθαρής λυρικής ποίησης, πρωτοποριακό σε επίπεδο διεθνούς ενημέρωσης για τη λογοτεχνική κίνηση και σε επίπεδο συνεργατών, όπου συνεργάστηκαν επιφανείς εκπρόσωποι του δημοτικισμού (ΓρυπάρηςΠαλαμάςΝιρβάναςΚαρκαβίτσαςΜαλακάσηςΘεοτόκηςΜποέμ, Πορφύρας κ.ά.). Υπηρέτησε τη θητεία του στη Στρατιωτική Σχολή της Κέρκυρας κι ύστερα, το 1891 άνοιξε δικηγορικό γραφείο στη πατρίδα του, στο Αγρίνιο. Ωστόσο, κύριες ασχολίες του ήταν η μελέτη, η ποίηση και τα συχνά ταξίδια στην Αθήνα. Κληρονομώντας τη μεγάλη περιουσία των Στάικων, απέκτησεν οικονομικήν ευχέρεια κι έτσι παράτησε οριστικά τη δικηγορία κι αφοσιώθηκε στη τέχνη. Οι διαμονές του στην Αθήνα γίνανε διαρκέστερες, οι γνωριμίες του με φιλολογικούς κύκλους που 'χαν αρχίσει από τα φοιτητικά του χρόνια, γίναν αποκλειστικότερες κι η οριστική του κλίση προς τη ποίηση πιο επιτακτική από ποτέ.


                                            H Γυναίκα του

     Γύρω στα 1899 παρακολούθησε μαθήματα γερμανικών με τον Κάρολο Ντίτριχ, μετέπειτα καθηγητή πανεπιστημίου στη Δρέσδη. Ακούγοντας τον φίλο του Γιάννη Καμπύση, ταξιδεύει στη Γερμανία, το 1900, όπου έζησε και σπούδασε στη Δρέσδη, το Μόναχο και τη Λειψία, τελειοποιώντας τη γλώσσα κι εντρυφώντας με πάθος στη βορεινή φιλολογία και ποίηση. κι εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί γνώρισε και νυμφεύτηκε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάννυ Χάγκμαν (Sanny Häggman) και συνδέθηκε μαζί της με βαθύ αίσθημα. Πήγε μαζί της στη πατρίδα της και μετά κατέβηκανε κι οι δυο τους στην Ελλάδα. Παντρευτήκανε στο Αγρίνιο στις 14 Μάη 1901 κι εγκατασταθήκανε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις κλασσικών, κι υπήρξε υποδειγματική σθζυγος. Το 1902 γεννήθηκε η κόρη τους, Σέντα. Ευερέθιστος, ανικανοποίητος και βαθύτατα δυστυχής πάντοτε, μπόρεσε να βρει συμπαράσταση στη γυναίκα του, γαλήνη και κατανόηση. Αλλά η Ελληνική πραγματικότητα τονε κούρασε κι αποφάσισε να ξαναφύγει στη Γερμανία. Εκεί ασπάστηκε τον Μαρξισμό.
     Ενθουσιάστηκε με τη πρόοδο των σοσιαλιστικών ιδεών, στις οποίες στράφηκε με πάθος, προπαγανδίζοντας τη διάδοσή τους και στην Ελλάδα κι είν' αυτός που μετάφρασε στη γλώσσα μας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ, δημοσιευμένο στο Νουμά .και στον Εργάτη του Βόλου το 1908. Από το Μόναχο και το Βερολίνο έστειλεν αρκετές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Σκριπ και με συχνά γράμματα στους λογίους φίλους του, προσπάθησε να τους μυήσει στο σοσιαλισμό. Επίσης, ίδρυσε στο Μόναχο τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση. Τέλος, το 1911 ίδρυσε στη Γερμανία, με συμμετοχή των εκεί εβρισκομένων Ελλήνων σπουδαστών, το Αδερφάτο Της Δημοτικής, όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα. Την ίδια χρονιά κατέβηκε για μερικούς μήνες στη πατρίδα για λουτροθεραπεία.



     Το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκ. Πόλ., επέστρεψε στην Ελλάδα κι άρχισε να εκδίδει διηγήματα και δημοσίευσε άρθρα, δοκίμια, κριτικές και μεταφράσεις σε έντυπα όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), καθώς επίσης στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου και παρέμεινε ως το 1920. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, με την έναρξη του Α' Παγκ. Πολ. κι έχοντας ήδη διακόψει τη σύμπραξή του με το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών κι άλλες σοσιαλιστικές ομάδες, έγινε μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, με επικεφαλής τον Α. Παπαναστασίου. Θα πάψει να 'ναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. "Όχι επειδή", όπως γράφει ο Τάκης Καρβέλης στη Παλαιότερη Πεζογραφία μας, "είχε εγκαταλείψει τις σοσιαλιστικές του ιδέες, αλλά γιατί αφενός μεν είχε αηδιάσει απ' τις διαμάχες των μελών του, αφετέρου δε διαπίστωσε την αδυναμία του να υποταχθεί στις οποιεσδήποτε σκοπιμότητες και να συνδυάσει τη θεωρητική σκέψη με τη πολιτική δράση".
     Σ' ένα γράμμα στoν Νίκο Γιαvvιό το 1914 γράφει: "Αγαπητέ φίλε, σκέφτηκα το πράμα καλύτερα. Ο σεβασμός στον εαυτό μου δεν μου επιτρέπει να ανακατευτώ πια με τους παλιανθρώπους του Σ.Τ.Ε.Τ.Ε., έστω και πολεμώντας τους. Μου φαίνουνται όλα αυτά ματαιοπονίες. Το κήρυγμα του σοσιαλισμού κατά τα ξένα πρότυπα είναι πρόωρο ακόμη για το ρωμιό εργάτη. Το πρώτο πού του χρειάζεται είναι να μάθει να διαβάζει και να γράφει και να πάρει μερικά ηθικά μαθήματα. Είναι η πίστη που σχημάτισα τώρα που γνώρισα από κοντά τη πραγματικότητα. Με τη πεποίθηση μου αυτή εννοώ να μείνω, χωρίς να θέλω, να επηρεάσω ούτε σένα, ούτε κανέναν άλλο. Έτσι νομίζω είμεθα εξηγημένοι. Σε ασπάζομαι δικός σου πάντα. Κωσταντίνος Χατζόπουλος". (Το όνομά του, του άρεσε να το γράφει χωρίς -ν-).



     Για την απογοήτευσή του αυτή ο Γιαννιός γράφει: "Τονε φέραμε στα 1914, μέσα σε ένα περιβάλλο πρωτόγονο, μέσα στις μικροπονηριές, στις προστυχιές, στις καχυποψίες, στους ψωροεγωισμούς και τους σαλιάρικους φαφλατισμούς του αμόρφωτου Έλληνα εργάτη.. από τις πρώτες μέρες ο Χατζόπουλος είχε χάσει τα νερά του. […] Έτσι όταν μαζεφτήκαμε όλοι οι σοσιαλιστές στην «αίθουσα Δρακούλη» και είχε δοθεί η προεδρεία στο Χατζόπουλο για να μας ενώσει, η ψυχή του Κώστα πέρασε από ένα αληθινό μαρτύριο. Στη φιλοσοφημένη του λογική άκουε ν’ απαντούν τα ηλίθια επιχειρήματα των άξεστων, ακόμη κι ενός μεθυσμένου! Ως που ένας από τον όχλο έθιξε εκείνο που ο Κώστας είχε για το πιο ιερό, τη σοσιαλιστική ηθική του, και μ’ αυτή τη νευροπάθειά του. Αλλοίμονο! Από τότες έφυγε και μας παράτησε".
    Στη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού συμπαρατάχθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Αύγουστο του 1917 διορίζεται διευθυντής στην υπηρεσία Ελληνικής λογοκρισίας. Στην ίδια υπηρεσία δούλευαν κι οι Θεοτόκης, Ντίνος Κυριαζής και Παπαντωνίου. Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 στέλνει επιστολή παραίτησης από την υπηρεσία, η οποία όμως δεν έγινε αμέσως αποδεκτή. Αυτό συνέβη λίγους μήνες αργότερα, πράγμα που πολλοί του το καταλόγισαν εις βάρος του. Ψυχράνθηκε με τον Πορφύρα, τον Καρκαβίτσα, τον Ταγκόπουλο. Τον Σεπτέμβρη του 1917 πεθαίνει η μητέρα του και τον επόμενο χρόνο πεθαίνει κι ο πατέρας του. Τότε πουλά τα κτήματα του στη περιοχή Λυκορράχια, τα οποία αγοράζει ο καπνέμπορος Παπαστράτος και δημιουργεί το Πάρκο και τα Παπαστράτεια εκπαιδευτήρια.
    Το 1920 σκοπεύει να εκποιήσει τη περιουσία του και να μείνει οριστικά ήσυχος στην Αθήνα. Με τη γυναίκα και τη κόρη του Σέντα, επιχειρεί ένα τελευταίο ταξίδι στη Γερμανία, με το ιταλικό ατμόπλοιο Μοντενέγκρο, που 'χει αφήσει τα έπιπλά του, αλλά στο πλοίο, έξω από τη Κέρκυρα, παθαίνει μιαν οδυνηρή κρίση τροφικής δηλητηρίασης και πεθαίνει, στις 20 Ιουλίου, σ' ηλικία 52 ετών. Τονε θάψανε στο Κοιμητήρι του Πρίντεζι. Τα οστά του μαζί με της μητέραςτης μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, από τη κόρη του.



     Μετά το θάνατό του, η γυναίκα του έγραψε 2τομο βιβλίο αναμνήσεων, όπου κλείνονται πολλά στοιχεία ερμηνείας της κλειστής και πολυδαίδαλης ποιητικής του προσωπικότητας. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1956, γίνανε στο Αγρίνιο τ' αποκαλυπτήρια της προτομής του.. Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται κι ο ανδριάντας του. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε κι ο αδελφός του Δημήτρης Χατζόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Μποέμ, εκδότης του περιοδικού Διόνυσος κι ο Ζαχαρίας επίσης με τη δημοσιογραφία.
     Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος, που υπέγραφε τα περισσότερα έργα του με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων. Αν και επηρεασμένος από τη λογοτεχνία των βορειοευρωπαϊκών χωρών, έδωσε ωραία έργα -με τη λεπτή του λυρική ιδιοσυγκρασία- που διατηρούν έντονο το ελληνικό χρώμα. Η ποίησή του στην αρχή διακρινόταν για τη μελαγχολική ρομαντική της διάσταση, η οποία εκφραζόταν συγκρατημένα, χαμηλόφωνα και με επιμελημένο στίχο. Αργότερα, προσχώρησε στο Συμβολισμό, το καλλιτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε στη Γαλλία, ως αντίδραση στο Νατουραλισμό και τον Ρεαλισμό. Δημοσίευσε 4 ποιητικές συλλογές, 3 συλλογές διηγημάτων, 3 νουβέλες, άρθρα, κριτικές μελέτες και λογοτεχνικές μεταφράσεις. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του δραστηριότητα μέσα στους κόλπους της λεγόμενης Νέας Αθηναϊκής Σχολής, παρουσιάζοντας στα 1α έργα του επιδράσεις από τα ρεύματα του συμβολισμού και της ηθογραφίας.
     Μετά το ταξίδι του στη Γερμανία στη σκέψη του προστέθηκαν νέες επιρροές από το νατουραλισμό, το συμβολισμό και το σοσιαλισμό, τις οποίες προσπάθησε να προωθήσει παράλληλα προς τον αγώνα του για την υπεράσπιση της δημοτικής κι οι οποίες βρήκαν την ολοκλήρωσή τους στο μυθιστόρημα Φθινόπωρο, που θεωρήθηκε ως σταθμός στην ιστορία της ελληνικής πρόσληψης του συμβολισμού κι άσκησε σημαντική επίδραση στις μεταγενέστερες προσπάθειες στον ίδιο χώρο. Αρκετά αργότερα, μετά τη θητεία του στο σοσιαλισμό και στις νεωτερικές τότε απόψεις περί ρεαλισμού, όπως τις γνώρισε στη Γερμανία και τη Γαλλία, προσπάθησε να αναπαραστήσει με όσο γίνεται πιστότερο τρόπο τη ζωή της ελληνικής επαρχίας, θέλοντας όχι μόνο να απεικονίσει τα κρατούντα ήθη αλλά και να καταγγείλει έμμεσα την καθυστέρηση σε όλα τα επίπεδα της αγροτικής κοινωνίας και την πνιγηρή ατμόσφαιρα σε κάθε εκδήλωση της καθημερινής της ζωής. Τα θέματα άλλωστε αυτά τον απασχόλησαν λίγο ως πολύ και στα επόμενα βιβλία του, τουλάχιστον στον κύκλο των πεζογραφημάτων του, τα οποία πραγματεύονται τη ζωή στην ύπαιθρο Ελλάδα στις αρχές του 20ού αι.



     Η διαφοροποίηση που παρατηρείται από το ένα βιβλίο του στο άλλο έγκειται στο ότι ο συγγραφέας με γοργό ρυθμό αποκολλήθηκε από Το αρχικό ιδεώδες της νατουραλιστικής διαγραφής των γενικών όρων, οι οποίοι αποδίδουν και χαρακτηρίζουν το καθεστώς της αγροτικής κοινωνίας, και κατόρθωσε να εμβαθύνει περισσότερο στις αιτίες, όχι απαραίτητα οικονομικής φύσεως, της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εξάλλου όπως ο φίλος του πεζογράφος Θεοτόκης, υιοθέτησε κι αυτός, για ένα σύντομο όμως διάστημα, την τότε κυριαρχούσα τάση των νατουραλιστών συγγραφέων να αποδίδουν ρεαλιστικά το περιβάλλον, τους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις μεταφράσεις, με τις οποίες επιχείρησε να καταστήσει γνωστά στην Ελλάδα κάποια από τα σημαντικότερα ονόματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ως το καλλίτερο έργο του στο χώρο της μετάφρασης θεωρείται ο Φάουστ του Γκαίτε, ενώ μετάφρασε επίσης την Ιφιγένεια εν Ταύροις του ίδιου κι έργα των Σαίξπηρ, ΄ΙψενΓκόγκολΣτρίντμπεργκΓρίλπαρτσερΧάουπτμανΧόφφμαννσταλλ κι άλλων. Μετέφρασε επίσης το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ-΄Εγκελς, ενώ αξιοσημείωτα είναι επίσης τα κριτικά του κείμενα. Όπως έγραψε το 1920 ο Ουράνης, "ο Χατζόπουλος εστάθη […] η πνευματική γέφυρα από την οποίαν το σύγχρονο ευρωπαϊκό πνεύμα επέρασε διά να έλθει εις την Ελλάδα των δασκάλων και της λιμναζούσης σκέψεως".
     Το 1928 κατά τη διάρκεια της δημαρχίας του Ανδρέα Παναγόπουλου, η Πλατεία Υπαίθρου Αγοράς, η οποία βρίσκονταν μπροστά στο σπίτι του, μετονομάζεται με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου σε Πλατεία Χατζοπούλου.
     Το 1956, ο Θέρμιος γλύπτης Κλέαρχος Λουκόπουλος κατασκευάζει τη προτομή του, η οποία τοποθετείτε στην Πλατεία μέχρι που ο Δήμος κατασκευάζει στο πλάι της προτομής δημοτικά ουρητήρια (Βεσπασιανές). Ξεσηκώνεται μεγάλος φιλολογικός και πολιτιστικός θόρυβος και η προτομή του μεταφέρεται στο Παπαστράτειο Πάρκο.
     Τον Μάη του 2008 γίνονται στην ανακαινισμένη πια πλατεία Χατζοπούλου τα αποκαλυπτήρια μίας νέας προτομής του Κ. Χατζόπουλου, την οποία φιλοτέχνησε ο γλύπτης Βασίλης Παπασάικας.
     Τέλος, ο Δήμος Αγρινίου, με τη συμπλήρωση εκατό ετών από το θάνατό του, έχει ανακηρύξει το έτος 2020, έτος Κώστα Χατζόπουλου.



                  Έλα Ξανθή *

Έλα ξανθή αγάπη μου, η αρνάδα σου σε κράζει
πέρα στην ακροποταμιά, στα πράσινα λειβάδια,
τώρα π' ο ήλιος έγειρε, που πιάνει να βραδυάζει
τώρα π' αρχίσαν στις βοσκές να βγαίνουν τα κοπάδια.
Να δεις τ' αρνάκι που πηδά τριγύρω στη βρυσούλα,
και πάλι πως χαρούμενο γυρίζει στη μανούλα.

Θυμήσου μια φορά κι εμείς σαν είμαστε παιδάκια
πως παίζαμε τρελά-τρελά μες στ' άγρια λουλούδια,
θυμήσου πως σου στόλιζα τ' ολόχρυσα μαλλάκια.
Θυμήσου πόσα σου 'λεγα και μου 'λεγες τραγούδια.
Τα χρόνια κείνα πέρασαν, τώρα σαν μ' αντικρύζεις
τα γαλανά τα μάτια σου αλλούθε τα γυρίζεις.

* Είναι το πρώτο δημοσιευμένο ποίημα του στο περιοδικό ΕΒΔΟΜΑΣ, το 1884, σ' ηλικία 16 ετών. Ο Δ. Καμπούρογλου που διηύθυνε τότε, έγραψε αργότερα, σχετικά: "Ένα πρωΐ του 1884, εισήλθεν εις το γραφείον μου, εν ωχρόν κι υπόξανθον παιδί, κρατώντας ένα χαρτί. Μου είπε δε, με συστολήν και με το τότε παρθενικόν ερύθημα, ότι πρόκειται περί ποιήματός του, δια την δημοσίευσιν του οποίου με παρεκάλεσε.... Το διάβασα. Ήτο απλούν, τρυφερόν και με ποιητικήν ιδίως σκέψιν.
 -
'Θα το δημοσιεύσω' του είπα κι έφυγε καταχαρούμενος.
     Κατόπιν άρχισε κάθε τόσον να με επισκέπτεται, ως ότου τον αγάπησεν όλος ο κύκλος της ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ, φίλοι, δημιουργοί και δημιουργούμενοι
".


             Ας Τη Βάρκα...

Ασ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει τ' αγέρι, τιμόνι-πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πι' όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί,
η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα, ας το φέρει
όπου θέλει τ' αγέρι, όπου ξέρει τ' αγέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν πού πύργοι, πού καλύβας καπνός,
είτ' ειδύλλιο γελούμενο απλώνετ' η πλάση,
είτ' αντάρτες και μπόρες σου κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις.

Τί γυρεύεις, τί θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη 'που σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς;
Ότι σ' έχει μαγέψει κι ότι σου 'χει γελάσει,
το 'χεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

'Ασε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
ασ' τις ζάλες να σέρνουν τυφλά τη καρδιά
κι αν τριγύρω βογγά κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό τη ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μια χαρά τη προσμένει.

           Δε Γυρεύω Ξένο

Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτάω κρυφό,
                  δε γυρεύω χάρη.
Κάτι μου 'χουν πάρει μες απ' τη ψυχή
                  κάτι μου 'χουν πάρει.

Και δεν ήταν ούτε ξωτικιά
                  και δεν ήταν χέρια
κι ήταν ένα βράδυ που 'παιζαν θολά
                  στο γιαλό τ' αστέρια.

Κι ήρθε ένας αγέρας κι ήρθ' ένας βοριάς
                  κι ήρθ' ένα σκοτάδι,
-ω αδερφή, χαμένο κάποιο θησαυρό
                  που θρηνούμ' ομάδι.

Μες στο κύμα ανοίγει δρόμο μυστικό
                 δείχνει το φεγγάρι...
Κάτι μου 'χουν πάρει μες απ' τη ψυχή,
                 κάτι μου 'χουν πάρει.

Έτρεμε Ένα Βραδυ

Είπα «σ' αγαπώ»
και το κύμα σπούσε
σιγαλό απαλό
σα να ξεψυχούσε.

Είπα «σ' αγαπώ»
κι έτρεμε το αέρι,
σάμπως στη φωνή
να 'κλαιε ένα αέρι.

Είπα «σ' αγαπώ»
κι έπεφτε το βράδυ,
σάμπως στη φωνή
να 'τρεμε ένα βράδυ.

                   Σιγά Η Πηγή...

Σιγὰ ἡ πηγὴ στὴ λαγκαδιὰ κυλᾶ μὲς στὰ χαλίκια,
σιγὰ κι ἀργὰ τὰ ἰσκιώματα γλιστροῦν τοῦ δειλινοῦ
στὰ θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τὰ κατσίκια
στὸ βράχο τὸν ὀρθόψηλο τοῦ ἀπὸγκρεμνου βουνοῦ.

Κι ἀνάρια τὰ κουδούνια τους ἀκούονται στὴ ράχη
ὁλόηχα ἐδῶ, κομμένα ἐκεῖ, βραχνόφωνα ἄλλα ἡχοῦν,
λὲς σήμαντρα πολύλαλα καὶ κρέμονται στὰ βράχη
καὶ οἱ ἀχοί τους φεύγουνε ψηλὰ κι ἀνάερα ξεψυχοῦν.

Καὶ τὸ ἀεράκι ἀνάλαφρο τὰ πεῦκα ἀργοαναδεύει
καὶ ἱσκιώνουν κι ὅλο ἰσκιώνουνε τὰ πλάγια χαμηλὰ
καὶ μιὰ κατσίκα ἀπ’ τὶς πολλὲς παράμερα ἀλαργεύει
καὶ πάει καὶ ὁλόρθη στέκεται σὲ μιὰ κορφὴ ψηλά.

Κι ἀκίνητη, σὰ χάλκινη στημένη ἐκεῖ καρφώνει
ἀσάλευτο τὸ βλέμμα της σὰν πρὸς τὸν οὐρανό,
ὅθε τὸ βράδυ πιὸ χλομὰ τὰ γιουλια του ὅλο ἁπλώνει
κι ὅλο πιὸ ἀχνὰ τὰ ρόδα του σκορπίζει στὸ βουνό.

Κι εἶναι, καθὼς ἐκεῖ θωρεῖ, σὰν κάτι νὰ κοιτάζη,
κάτι στὰ μάκρη ἀλαργινό, ποὺ δὲ θωρεῖς ἐσύ·
κι ὁλόρθη πάντα στέκεται - καὶ τὸ βουνὸ χλομιάζει
μιὰ λάμψη μόνο τὴν κορφὴ τώρα φωτᾶ χρυσή.

῞Οσο ποὺ ἀργὰ καὶ σιγαλὰ σβήνει στερνὰ κι ἐκείνη
κι ἁπλώνει ἕνα μισὸφωτο, θαμπά, χαλκὰ λευκό,
μισόφωτο, ποὺ σούρουπο, σιγὰ σιγὰ ἔχει γίνει,
ποὺ καὶ ἡ κατσίκα χάνεται χαλκὴ μὲς στὸ χαλκό.

Κι ὅπως στὴ ράχη βόσκοντας μακραίνει τὸ κοπάδι,
κάπου ἕνα μόνο ἀπόβαθα κουδούνι τώρα ἠχεῖ
σὰν κλάμα, σὰν παράπονο, ποὺ σκέπασε τὸ βράδυ
στ’ ἀλαργινὰ ὅ,τι ἀλαργινὸ ζητοῦσε μιὰ ψυχή.

            Φθινόπωρο

Έλα, με ρόδα του φθινοπώρου
να στεφανώσω τα μαλλιά στου
αυτά ταιριάζουν ομορφότερα
στη χλωμιασμένην ομορφιά σου.

Να τα κοιτάξω που τριγύρω σου
θα πέφτουνε ξεφυλλισμένα,
όπως ολόγυρα στη νιότη σου
τόσα όνειρα μου είδα σβησμένα.

Έλα, με ρόδα του φθινοπώρου
να στεφανώσω τα μαλλιά σου,
αυτά ταιριάζουν ομορφότερα
στη μαραμένην ομορφιά σου.

Να τα κοιτάζω που τριγύρω σου
θε να μαδούνε στον αέρα,
όπως θωρώ και την αγάπη μας
τώρα να σβήνη μέρα μέρα.

Του Βασιλιά Της Θούλης

Του βασιλιά της Θούλης
πεθαίνοντας χρυσό
του χάρισε η καλή του
ποτήρι έναν καιρό.

Όλα για κείνο δίνει
του κόσμου τα καλά.
όταν με κείνο πίνει
το δάκρυ του κυλά.

Σαν είταν να πεθάνει,
τις χώρες του μετρά
και χάρισμα τις κάνει
και μόνο αυτό κρατά.

Και τους ιππότες κράζει
στη σάλα την ψηλή,
στο πατρικό παλάτι
στο ακροθαλάσσι εκεί.

Και μπρος στο παραθύρι
φλόγα στερνή ρουφά
και το άγιο το ποτήρι
στο πέλαγο πετά.

Τα κύματα το αρπούνε,
το βλέπει να βυθά,
τα μάτια του σφαλούνε,
και δεν ξανάπιε πια.

                                 Ο Μπαρμπα-Αντώνης

Ακουμπούσε ορθός στον τοίχο, ανασήκωνε την πλατιά λερή μανικά και τέντωνε το χέρι. Ο παππούς του έδενε σφιχτά το μπράτσο με μια καλτσοδέτα κι ύστερα έδινε τη νυστεριά στη φλέβα. Το αίμα πηδούσε αχνοκόκινο, γράφοντας τόξο στον αέρα, έπειτα χαμήλωνε σιγά σιγά, ως που στάλαζε θόλο και σκούρο, σα μισοστειρωμένη βρύση απο σκουριασμένη κάνουλα, χάμω στις αγριάδες της αυλής.
Κι ο Μπαρμπαντώνης τον κοίταζε με τα θαμπά μάτια του, τον κοίταζε και θυμόταν τον παλιό γιατρό, που έχτισε κει στην εξοχή το σπίτι, το σπίτι αυτό που αγόρασε ύστερα ο παππούς. Μαζί με το σπίτι πήρε ο παππούς και το νυστέρι του παλιού γιατρού και τη συνήθεια ν' ανοίγει κάθε άνοιξη τις φλέβες των χωρικών και των βοσκών, που κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκαλύβες κάτω πλατιές, ψηλά στενές, όπως χωνιά αναποδογυρισμένα. σε μια απ' αυτές κι ο Μπαρμπαντώνης.
Η εξοχη ηταν περισσοτερο ερημια. Γυρω ακαρποι πετρινοι λοφοι με δω και κει, στα πλαγια, χλωρασιες που μοιαζαν σα νησακια, και ακπου που ενα δεντρο, που εστεκε σαν ερημιτης στην κορφη. Οταν ερχοταν η ανοιξη, ημερωνε, γελουσε λιγο ο τοπος, μα γληγορα ξαναπαιρνε τη σκυθρωπη, συνηθισμενη του οψη, Ητανε σα να διαλεξε το μερος ο βαρυς και σκυθρωπος, ο ιδιοτροπος και ασκητικος παππους. Κανεις δε σιμωνε στοσ πιτι, κανεις δεν του εκανε υπηρετης. Ο Μπαρμπαντωνης μονο ερχοταν κι εστεκε καθε πρωι στην πορτα.
Ηταν γεροντας ψηλος, στεγνος, σαν ξεραμενο δεντρο. Φορουσε φουστανελλα, μαυρη σκουφια και μυτερα αρβανιτικα τσαρουχια. Δεν εβλεπε καλα, κι περπατησια του ηταν κοντη και χορευτη και σκονταβε σε καθε πετραδακι. Μα ακουμπωντας στην ωηλη του γλιτσα, που την προβαλλε παντα μπροστα σαν τριτο ποδι, πηγαινε τακτικα στην πολη κι εφερνε στην πορτα, οσο που τον εδιωχνε ο αππους.
Γυριζε τοτε στη καλυβα του, στην πλαγια της ραχης και καθοτανε μπροστα στην πορτα. Εβγαζε απο το σελαχι το μακρυ σουγια μ ετην λαβη απο μαυρο κερατο, κι επιανε κι εσκιζε και πελεκουσε μικρα παλουκια και κλαδια απο λυγαριες, κι επλεκε με αυτες το φραχτη, που χωριζε τον τοπο του απο του γειτονα τον κηπο. Επλεκε και διορθωνε και στεριωνε το φραχτη, γιατι του φαινοταν πως αυτος ο φραχτης ζυγωνε ολοενα στην καλυβα κι εφτανε σιγα σιγα παντα κοντυτερα ατη ριζα μιας αχλαδιας που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Επειτα ξανακαθοτανε στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε εξω περα, και φαινοτανε σα να περιμενα.
Ο παππους βαριοτανε τη φλυαρια του και τον αφηνε να περιμενη. Μα, οταν η πληξη του χειμωνα τον καρφωνε κι αυτον μοναχο μερες ολακερες
μπροστα στο τζακι, εβγαινε και τον ζητουσε. Τον εβαζε και καθιζε στην ακρη πλαι στην πορτα, του θυμουσε παντα να μακραινη την καρεκλα απο τον τοιχο, οπου κρεμοταν το δικο του επανωφορι, και τον αφηνε να λεη τα νεα απο την πολη και να διηγαται για τον παλιον καιρο. Κι ο Μπαρμπαντωνης διηγοτανε για τον παλιο καιρο, για την Αρβανιτια αποθε ηρθε, την Επανασταση που ειχε πολεμησει, για τα ρεντιφικα και το στρατο οπου εκαμε υστερα, για τη λιγη συνταξη που δεν του φτανει. Επειτα για τη γυναικα του -μια χηρα που πρωτα τον παντρευτηκε, μα υστερα, οταν αρχισε και γεραζε, τον αφησε και πηρε αλλον νιοτερο- για το γιο της, ενα μαγκα που ερχοταν και τον εδερνε και του επαιρνε τη συνταξη. Για ολα αυτα μιλουσε και ξαναμιλουσε, μιλουσε και κλαιγοταν, οσο που τον βαριοταν ο παππους και τον ξαναδιωχνε.
Κι ο Μπαρμπαντωνης γυρνουσε παλι στην καλυβα κι επιανε και πελεκουσε, κι εσκιζε και πελεκουσε, κι επειτα καθοτανε παλι στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε σα να περιμενε.
Ωσπου τον ξαναφωναξε ο πππους, κι ερχοταν παλι και ξαναρχιζε και διηγοταν παλι γαι την Αρβανιτια και τους πολεμους, για την κονκαρδα του αγωνιστη, που ειχε ακομα στην καλυβα, για τη γυναικα, που δεν ειχε πια, και για το γιο της, που ερχοταν και τον εδερνε, Και διηγοταν υστερα για τον παλιο, τον Μπαβαρεζο το γιατρο, που εχτισε το σπιτι εκει, και τον θυμοτανε ψηλον, παχυ, με μακρυα ξανθα μουστακια, τον θυμοτανε που καβαλουσε το αλογο, το αλογο που ειχε αυτος και συγυριζε -το καβαλουσε καθε πρωι και πηγαινε τριγυρω στα χωρια και γιατρευε τον κοσμο. Επειτα γυριζε και φυτευε κλαρια στον κηπο κι εσπερνε σπορους στις βραγιες. Φυτευε κι εσπερνε, οπως το λεγαν τα βιβλια, τα βιβλια, που ειχερ ενα σωρο α. αυτα και διαβαζε, και εκει μεσα διαβαζε για ολα, και κει μεσα διαβαζε για τον κοσμο, πως θ'αλλαξη.
 -Παλαβος ανθρωπος, τον εκοβε ο παππιυς.
 -Σοφος ανθρωπος, βασιλικος γιατρος. ελεγε ο Μπαρμπαντωνης.
Για τον παππου ειχε χαλασει για παντα ο κοσμος απο τοτε που διωξανε τον πρωτο βασιλια και καμαν συνταγμα στον τοπο. Και θυμωνε και ξαναδιωχνε το Μπαρμπαντωνη. Κι ο Μπαρμπαντωνης γυριζε και ξανακαθιζε στην πορτα της καλυβας. Γυριζε και καθιζε και πελεκουσε κι εσκιζε και κοιταζε. Κοιταζε μπρος του περα και φαινοτανε σα να περιμενε. Αν ηταν ο προγονος του που περιμενε, ο προγονος του ερχοταν παντα. Ερχοτανε, τον φωναζε αποπισω απο την καλυβα, του γυρευε τη συνταξη, τον εδερνε, και του επαιρνε τη συνταξη. Και τοτε ξαναρχοταν ο Μπαρμπαντωνης στον παππου. Μα του μιλουσε παλι για τον παλιο γιατρο και για τον κοσμο, που ελεγε κεινος πως θ'αλλαξη, κι παππους θυμωνε και ξαναδιωχνε τον Μπαρμπαντωνη.
Κι ο Μπαρμπαντωνης ξαναγυριζε στην πορτα της καλυβας και καθοταν παλι και στυλωνε τα θαμπα ματια εμπρος του και κοιταζε το φραχτη του γειτονα να του ζυγωνη την καλυβα, να φτανη παντα κοντητερα στη ριζα της αχλαδιας, που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Κι εβγαζε παλι το σουγια και πελεκουσε κι εσκιζε, εσκιζε κι επλεκε τα κλαδια και στεριωνε το φραχτη. Και πιανοταν με τα γειτονα. Ο γειτονας του γυρευε να του πουληση τον τοπο με την αχλαδια, κι ετσι να βγη για να παντα απο την υποψια. Μα ο Μπαρμπαντωνης την ηθελε την αχλαδια. Την ηθελε. γιατι την ειχε κεντρωμενη ο ξενος γιατρος, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται στον ισκιο της το καλοκαιρι, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται και να φυλαη τ'αχλαδια της απ'τα παιδια και τους βοσκους, κι οσα γλιτωνανε να τα μαζευη και να τα παη της γυναικος του.
Τα πηγαινε δεμενα στο μαντηλι με τα ρουχα, που της πηγαινε μαζι, για να τα πλυνη. Κρατουσε αυτη τ'αχλαδια, και του γυριζε τα ρουχα, κι Μπαρμπαντωνης γυρνουσε στην καλυβα κι επιανε παλι τον ισκιο του και φυλαγε. Κι επιανε παλι και πελεκουσε κι εσκιζε, κι επλεκε και στεριωνε, δυναμωνε το φραχτη. Οσο που κουραζοταν. Και τοτε ξανακθοταν παλι ασλευτος στη θεση του και κοιταζε, κοιταζε μπροστα ρου, και φαινοτανε σα να περιμενε.
Αν ηταν τουτο που περιμενε, ηρθε. Μια μερα, εκει που κοιταζε, ο φραχτης δε χορευε μπροστα του πια, δεν περπατουσε. Ειχε χαθη. Ακομα του φανηκε, πως κι η καλυβα χαθηκε αξαφνα και παει. Ο Μπαρμπαντωνης φωναξε κι επεσε χαμω. Του φανηκε, πως χαθηκε και παει κι ολος ο κοσμος μαζι μ ετην καλυβα, γιατι αγαπουσε την καλυβα, τηνηθελε να καθεται, την ηθελε να πεθανη μεσα. Ο Μπαρμπαντωνης ξανφωναξε, μα οπως απλωσε το χερι, το χερι του αγγιξε τον τοιχο, κι ενιωσε ευθυς τι χαθηκε, και συρθηκε πασπατευτα με την μακρια του γκλιτσα ως το κατωφλι του παπου κι εφερε το νεο. Και σερνοταν, ετσι κι υστερα καιρο, μηνες πολλους ως το κατωφλι του παπου, οσο που επεσε κι απο τα ποδια του μαι μερα. Τωρα μπορουσε μονο και καθοτανε δτην πορτα, καθοτανε και κοιταζε αδεια με τα ματια, κοιταζε και φαινοταν, πως περιμενε.
Αν κεινο που περιμεν ηταν η γυναικα του, η γυναικα του ηρθε. Ηρθε και τον πηρε σπιτι της, αφου πηρε και τα χρηματα, που φυλαγε ο παππους απο την συνταξη του Μπαρμπαντωνη. Μα ο Μπαρμπαντωμης δεν αργησε πολυ να παραγγειλη, πως τον αφηνουν νηστικο, κι ο παππους εστειλε και τον ξαναφεραν στην καλυβα. Και ξαναπιασε παλι τη θεση του μπροστα στην πορτα, τηνεπιασεμα πια δεν κοιταζε και δε φαινοταν πως περιμενε. Καθοταν και χτυπουσε τη γκλιτσα του κατω στη γη, καθοταν και διηγοταν ιστοριες στους βοσκους και στους διαβατες. Διηγοτανε για την Αρβανιτια, την Επανασταση και την κονκαρδα που τη φυλαγε τωρα στον κορφο, για τον παλιο γιατρο που καβαλικευε και πηγαινε και γιατρευε στον κοσμο, κι υστερα γυριζε και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Και διηγοταν για την αχλαδια και για το γειτονα που γυρευε να την παρη. Να πελεκηση και να φραξη δε μπορουσε πια, μονο σερνοταν με τα γονατα στο χωμα κι εψαχνε χαμω και μετρουσε το φραχτη με τα χερια.
Ακουγονταν οι φωνες του. Κι εβγαινε τωρα ο παππους και μαλωνε το γειτονα, κι εβγαινε κι εδιωχνε τον προγονο, που γυρευε κι αυτος να του χαριση ο Μπαρμπαντωνης την αχλαδια και την καλυβα. Μα ο Μπαρμπαντωνης δεν το εκανε, γιατι φοβοταν μην ο προγονος πουληση την καλυβα, κι αυτος την ηθελε, την ηθελε για να πεθανη μεσα.
Πεθανε στον αχερωνα μας, οπου τον μαζεψε ο παππους, οταν επιασε ο χειμωνας, για να μην ξεπαγιαση στην καλυβα. Ως τις στερνες στιγμες του διηγοταν ιστοριες, θυμοταν την Αρβανιτια και τους πολεμους και τον ξενο γιατρο, που του συγυριζε αυτος το αλογο, το γιατρο που γιατρευε τους χωρικους και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Για τ'αλλα, που διαβαζε ο γιατρος μες στα βιβλια, δε διηγοταν. Σωπαινε, αμα εφτανε ως εκει, κι εσκυβε χαμω στη φωτια κι εμενε ασαλευτος εκει και δε φαινοταν πως περιμενε. Μονο λιγες στιγμες πριν ξεψυχηση, ανσηκωθηκε αξαφνα και γυρισε προς τη μερια, οπου φανταζοτανε, πως ειναι η πορτα. Σταματησε στη θεση αυτη και φανηκε, σα να περιμεν. Μα γρηγορα ξαναπεσε ησυχα, βγαζοντας μαι βραχνη φωνη, αφηνοντας εναν αχο, που εμοιαζε με γελιο.
Τον ακουσε ο παπους, που σεριανουσε με σουφρωμενα φρυδια περα δωθε στο μακρινο χαγιατι, καπνιζοντας αμιλητος και βροντωντας μονορυθμα κι αδιακοπα, σα χτυπους ρολογιου της πληξης, τα τακουνια απ'τις παντουφλες του στις πλακες, τον ακουσε, εριξε κειθε μια ματια και πεταξε και κεινος ενα γελιο απο τα δοντια, ενα -δεν ακουσα καλα- "αλλαξε?"η"θ'αλλαξη!".

                           Το Σπίτι Του Δασκάλου

Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε! γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει.
Ο πατέρας έσκυβε το κεφάλι και δε μιλούσε. Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του γγίζανε το πιάτο εκεί που έτρωγε.
Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει, κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε μιλούσε.
Το πράμα κατάντησε τόσο συχνό, έγινε ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι. Το στόμα του παππού συνήθισε να μουρμουρίζει, οι ώμοι του πατέρα μάζεψαν από το σκύψιμο, το πρόσωπό του πήρε όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.
Κι όμως τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας. Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος, όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει, όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό του απάνω στα βουνά όπου οι άνθρωποι περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά, μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο ένας του άλλου την κατσίκα.
Καμιά ανάγκη, φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα έργα είναι του καταμετρητή, του εισπράκτορα, του πάρεδρου και του αστυνόμου. Απ’ όλα αυτά είχε περάσει κι ο πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν από τον κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να κάνει. Κι ο πατέρας, το προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο πόδι και σα στα χωρατά. Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε μια στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της επαρχίας. Τα κάρα που δουλεύαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια αρκετά, κι έφερε δικά του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη δεν του χωρούσανε το πράμα, κι έχτισε δικές του, τ’ αγώγια που πλήρωνε για να ταξιδεύει εδώ και κει στοιχίζανε πολύ, ώστε αγόρασε δικό του αμάξι. Κάποιοι το βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας είχε πάρει φόρα πια κι ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν ξαφνικά δυο δανειστές απ’ το Τριέστι και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες, κατάσχεσαν κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από την προίκα της μητέρας, και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά του αφήσανε να εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ’ το Τριέστι.
Κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε πάλι με δουλειά. Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι, έβαλε σε τάξη χαρτιά και συναλλάγματα κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και με δικηγόρους. Για να πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε πολύ να πάρει τελεσίδικες απόφασες, και τα εκτελεστά είχαν γεμίσει το συρτάρι του. Μα μέναν πάντα κλειδωμένα στο συρτάρι. Κι όσα βγαίναν, ξαναγύριζαν γλήγορα και κλειδωνόντανε. Θα νόμιζε κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει απ’ το συρτάρι, κι ο παππούς τον περιγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει
συλλογή από εκτελεστά. Η μητέρα όμως έριχνε το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή που είχε ο πατέρας. Και τότε θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:
«Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί».
Ο πατέρας έσκυβε. Κι έπαιρνε κάθε πρωί κι ένα δικόγραφο στην τσέπη. Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω με το άλλο που είχε πάρει χτες μαζί. Το έφερνε πίσω, έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο. Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό, αλλού τον φοβερίζαν, κι ο κλητήρας φοβόταν κι έφευγε.
Ο πατέρας πήγαινε στον υπομοίραρχο για να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον κλητήρα. Ο υπομοίραρχος τον δεχότανε φιλικά, έκανε τσιγάρο από την ταμπακέρα που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η ταμπακέρα, μιλούσε μαζί του για τα νέα της αγοράς και τα πολιτικά, μα χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.
Ο πατέρας ένιωθε την αφορμή. Γύριζε σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν τον ξαναγκρίνιαζε ο παππούς, τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά:
«Σαν κι έχω και το κόμμα να με υποστηρίξει».
Και τότε ήταν που θύμωνε διπλά ο παππούς. Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του, σαν υπαινιγμό για τη συνήθεια που είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.
«Μας θέλει ν’ αλλάξουμε κιόλα κορδέλα!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.
Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε: Ο παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.
Πατέρας και μητέρα σκύβαν τότε τα κεφάλια ώσπου ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε η ζωή στενόχωρη στο σπίτι. Η μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες, και στο συρτάρι του πατέρα δε μαζευόντανε νέα χαρτιά.
Εκεί ήρθε ξαφνικά ο πατέρας χαρούμενος μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα σε κείνα που της
απομείναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο μ’ ένα κομμάτι αυλή. Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε με τη φαμελιά του. Είχε ‘ρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και παπουτσής. Τα πρώτα χρόνια έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε κι ο ίδιος, και τώρα ζούσε μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο πατέρας ήταν στα καλά του, δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ· το έκλεινε η μητέρα στα σιδερωτικά και στη μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιανε η γυναίκα του. Έπειτα που έπεσε ο πατέρας, δοκίμασε να το κλείσει σε μπαλώματα και μετζοσόλες. Μα ο δάσκαλος δούλευε ψεύτικα όσο δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να ζητά το νοίκι της δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το δάσκαλο. Η δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια ξυπόλυτα κι αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας. Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δυο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα βιβλία του πατέρα.
Γι’ αυτό λοιπόν το σπίτι του δασκάλου, όπως το λέγαμε, βρέθηκε αγοραστής ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα γελαστός εκείνη την ημέρα. Η μητέρα χρειαζόταν χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος, φοβέριζε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει μόνο αν του το δώσουν αδειανό. Και σα δεν ήταν ο παππούς μπροστά, φώναξε ο πατέρας θυμωμένα:
«Θα του κάνω χαρτιά, να τον πετάξω έξω με το νόμο».
Κι ετοίμασε την αγωγή. Μα η μητέρα λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα μετρούσε ο αγοραστής —χίλιες δραχμές και παραπάνω— κι αναγκάστηκε να στέρξει. Υπόγραψε, κι ο πατέρας πήγε στον πρόεδρο και πήρε την απόφαση. Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγεμα ξεκίνησε με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε μονάχα τα δυο αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.
Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά. Άμα φτάσαμε, ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα. Μα οι γειτόνοι, φαίνεται, μόλις μας είδαν το πρόφτασαν της δασκάλας, και κείνη κλείστηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα. Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.
Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλομή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν’ αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι, όπου κοιμόταν με το δάσκαλο, ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα στρώματα χυνόταν τ’ άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω, και μέσα σε άλλα δυο τρία ξεκάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με πιάτα, μπρίκια, καυκιά κι ό,τι άλλο είχαν. Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξυπόλυτα παιδιά άλλος σωρός αυτά, και γύρω μαζεύτηκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.
Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.
Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά, όταν ο πατέρας του έδωσε το κλειδί εμπρός στον κλητήρα.
Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι, οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.

 

 ΠΗΓΗ http://www.peri-grafis.net/

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

tapantareinews tv

Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.

 





Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only