Ένα από τα πράγματα που υπερηφανεύονταν οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν η αυτοχθονία τους δηλαδή ότι κατοικούσαν εξ αρχής στη γη των προγόνων τους, χαρακτηριστικό που και ο ιστορικός Θουκυδίδης τονίζει: «Στην Αττική όμως, που έμεινε τον περισσότερο καιρό χωρίς επαναστάσεις επειδή η γη της ήταν ισχνή, κατοικούσε συνέχεια ο ίδιος πληθυσμός.» [ Ιστορίαι 1.2.5].
Εικονογραφικά οι Αθηναίοι επικοινώνησαν την αυτοχθονία τους μέσα από την απεικόνιση του γνωστού σε όλους μας τζιτζικιού—στην αρχαία μας γλώσσα λέγεται τέττιξ—τόσο στο τετράδραχμο νόμισμά τους, όσο και στην τέχνη, όπως το παράδειγμα της άνω φωτογραφίας.
τέττιξ, -ῑγος, ὁ, 1. είδος ακρίδας, τζίτζικας, Λατ. cicada, έντομο που χαίρεται να απολαμβάνει τη ζέστη στους θάμνους, ο δε αρσενικός εκπέμπει οξύ τερέτισμα χτυπώντας την κατώτερη μεμβράνη του πτερυγίου του στον θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. χρύσεος τέττιγος, χρυσός τζίτζικας, που τον φορούσαν οι Αθηναίοι πριν τα χρόνια του Σόλωνα, ως σύμβολο του ισχυρισμού τους ότι είναι αὐτόχθονες (αυτή ήταν η υποτιθέμενη προέλευση του εντόμου), σε Αριστοφ., Θουκ.
Ένα πήλινο τζιτζίκι που έχει αποδοθεί πολύ φυσιοκρατικά από τον αγγειοπλάστη Σωτάδη κάθεται στον μελανόμορφο ομφαλό στο κέντρο μίας λευκής επιχρωματισμένης φιάλης στο εσωτερικό, ενώ στο εξωτερικό είναι διακοσμημένη με παράλληλες ραβδώσεις λευκού, μαύρου και ερυθρού χρώματος .
Η φιάλη ήταν ένα ευρύ, αβαθές αγγείο με ή χωρίς πόδι ή λαβές που η κύρια χρήση του ήταν ταφική για την προσφορά χοών (σπονδών) στους νεκρούς. Η μορφή του είναι παρόμοια με τις αντίστοιχες Περσικές ασημένιες και χρυσές φιάλες που χρησιμοποιούνταν για τελετουργική πόση και δίνονταν παραδοσιακά σαν δώρα από τον Πέρση βασιλιά στους διπλωμάτες ξένων χωρών ή στους απεσταλμένους των υποτελών βασιλείων.
Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ – » Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης » |
Πώς όμως συνδέεται η αυτοχθονία των Αθηναίων με το τζιτζίκι που βρέθηκε όντως σε ταφή;…
Το χαρακτηριστικό που έκανε το τζιτζίκι το καταλληλότερο σύμβολο για να διαφημίσει την αθηναϊκή αυτοχθονία ήταν ο ίδιος ο κύκλος της ζωής του, ο οποίος όπως σημειώνει και ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο ήταν γνωστός, αφού το σκάψιμο στο χώμα για την εύρεση των προνυμφών του τζιτζικιού ήταν όχι μόνο δημοφιλής ασχολία για να περάσει η ώρα, αλλά και θεωρούνταν ιδιαίτερη λιχουδιά.Τα στάδια μεταμόρφωσης του εντόμου από προνύμφη σε πλήρες τζιτζίκι πραγματοποιούνται κάτω από το έδαφος και διαρκούν αρκετά χρόνια πριν μετατραπούν σε κανονικές νύμφες. Με το πέρας του χρόνου μόλις μεταμορφωθεί σε πλήρες έντομο, «γεννιέται» ουσιαστικά μέσα από το χώμα το τζιτζίκι.
Μία ιδεολογική ιδιοποίηση τον κύκλο ζωής του τζιτζικιού για έναν Αθηναίο της εποχής του Περικλή σηματοδοτούσε την αυτοχθονία του και αποτελούσε μέρος της ταυτότητάς του. Επίσης αναφέρεται πως κάποιοι Μαραθωνομάχοι φορούσαν καρφίτσες στο σχήμα τζιτζικιού.
Αν και δε γνωρίζουμε αν αυτοί οι λεγόμενοι από τις πηγές «τεττιγοφόροι» συνδέονται με την αυτοχθονία, σίγουρα μεταγενέστερες πηγές όπως ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης θεωρούσαν πως όσοι έφεραν διακοσμητικά τζιτζίκια στα ενδύματά τους ήταν έκφραση πολιτικού συντηρητισμού και σε σύμπνοια με τα αριστοκρατικά ιδεώδη.
Στην Αρχαιολογία, ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε εκείνους τους ευκλεείς ήρωες, που ήταν ευρύτερα γνωστοί ως Μαραθωνομάχοι, και οι οποίοι κατέληξαν να αποτελούν ένα πανίσχυρο σύμβολο του Χρυσού Αιώνα της Ελλάδας. Μέσω αυτών των έμμεσων νύξεων προσφέρεται στους σύγχρονους μελετητές μια σπάνια ευκαιρία για βαθύτερη επίγνωση των αθηναϊκών κοινωνικών ηθών και προσδοκιών, καθώς επίσης επιτυγχάνεται αναφορά στην αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ του απαράμιλλου θριάμβου στον Μαραθώνα και της πανίσχυρης αθηναϊκής δημοκρατικής ιδεολογίας.
Πράγματι, πριν ο Θουκυδίδης αναφερθεί στη Μάχη του Μαραθώνος στο πρώτο του Βιβλίο, εκθέτει πώς οι Αθηναίοι υιοθέτησαν έναν τρυφηλότερο τρόπο ζωής, αφού εγκατέλειψαν την μάλλον απολίτιστη συνήθεια να φέρουν όπλα (Α 6.3-4):
Ἐν τοῖς πρῶτοι δὲ Ἀθηναῖοι τόν τε σίδηρον κατέθεντο καὶ ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν· καὶ οἱ πρεσβύτεροι αὐτοῖς τῶν εὐδαιμόνων διὰ τὸ ἁβροδίαιτον οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν∙ ἀφ’ οὗ καὶ Ἰώνων τοὺς πρεσβυτέρους κατὰ τὸ ξυγγενὲςἐπὶ πολὺ αὕτη ἡ σκευὴ κατέσχεν. μετρίᾳ δ’ αὖ ἐσθῆτι καὶ ἐς τὸν νῦν τρόπον πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἱ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν.«Οι Αθηναίοι ήσαν οι πρώτοι που έπαψαν να οπλοφορούν και άρχισαν να ζουν πιο άνετα και ευχάριστα και δεν είναι πολύς καιρός που οι γεροντότεροι πλούσιοι Αθηναίοι έπαψαν να φορούν μακριούς χιτώνες από λινάρι και να χτενίζουν τα μαλλιά τους σε κότσο, στερεώνοντάς τον με καρφίτσες που είχαν σχήμα τζίτζικα. Τούτο είχε επικρατήσει και στους Ίωνες που είναι φυλετικά συγγενείς με τους Αθηναίους. Εξάλλου οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι μεταχειρίστηκαν απλά ρούχα,τα ίδια που φορούν και σήμερα, και οι πλουσιότεροί τους ζούσαν κι αυτοί όπως ο πολύς λαός».
Αντίθετα προς την ευρύτερα διαδεδομένη πρακτική, οι γέροντες αριστοκράτες της Αθήνας — τυπικά ταυτισμένοι με τους γενναίους άνδρες των ημερών της μάχης του Μαραθώνος, τους Μαραθωνομάχους — φορούσαν λινούς χιτώνες και έστηναν έναν κότσο στα μαλλιά που τον συγκρατούσαν με χρυσές τεττιγόμορφες καρφίτσες 6. Ευνόητο είναι ότι συρμοί και τάσεις επικρατούσαν και ατονούσαν ανάλογα με τις κοινωνικές αλλαγές. Στα χρόνια της μεγάλης ακμής της Αθήνας, οι πλούσιοι γέροντες ακολουθούσαν έναν λιγότερο επιδεικτικό τρόπο ντυσίματος, που έμοιαζε περισσότερο με την αυστηρή μόδα που επικρατούσε ανάμεσα στους Σπαρτιάτες.
Ο Αριστοφάνης στους Ιππής του (στ. 1321-1334) και στις Νεφέλες (στ. 984-986) παρέχει επαρκή τεκμήρια της στενής σχέσης μεταξύ της παραδοσιακής πολυτελούς ενδυμασίας και των Μαραθωνομάχων, ενώ δεν φείδεται εγκωμίων για το παλαιό σύστημα εκπαίδευσης που διέπλαθε
ρωμαλέους, φιλότιμους και ενάρετους πολίτες7. Ειδικότερα, στους Ιππής (στ. 1329-1334),
Oι σπονδές συνδέονταν κυρίως με τις αιματηρές θυσίες, υπήρχαν όμως και αυθύπαρκτες. Οι σπονδές συνόδευαν επίσης και ιεροτελεστίες της καθημερινής ζωής. Καθημερινά γίνονταν σπονδές το πρωινό και το δειλινό (Ησίοδος), πριν την κατάκλιση (Όμηρος), πριν τα γεύμαα κτλ.
Τις πιο πολλές φορές γίνονταν σπονδές νερωμένου κρασιού, άκρατου οίνου, γάλακτος ή μείγματος κρασιού, νερού και μελιού.
Στις σπονδές, από ένα ρηχό κύπελλο με κρασί ή άλλο υγρό, έχυναν στο έδαφος ή στο βωμό την ποσότητα που αναλογούσε στους θεούς, ενώ παράλληλα προφερόταν μια προσευχή και το υπόλοιπο το έπιναν ο ένας μετά τον άλλο οι συμμετέχοντες.
Δεν ήταν πάντα απαραίτητη η κατανάλωση του υγρού των σπονδών. Η σπονδή του όρκου δεν άφηνε κανένα υγρό στη φιάλη (επίπεδο κύπελλο χωρίς βάση που το χρησιμοποιούσαν στις σπονδές), ενώ στο τέλος της σπονδής του όρκου έσπαζαν τη φιάλη στο έδαφος. Η λέξη στον πληθυντικό (σπονδαί) υποδήλωνε τη συμμαχία.
Ο Πλάτωνας άλλωστε παρομοίαζε τα τζιτζίκια με τις Σειρήνες, που το τραγούδι τους είναι γοητευτικό ακόμα και για τους νεκρούς.
Το τζιτζίκι είναι ένα σύμβολο πρόσφορο σε ποικίλες ερμηνείες, παραβολές και συμβολισμούς. Από τον συκοφαντημένο για τη ρέμπελη του φύση στον Αίσωπο τζίτζικα –αλλά και στον Λαφονταίν που μετέφερε υποδειγματικά τον αρχαίο μύθο σε ποίημα–, μέχρι το διάλογο του Πλάτωνα «Φαίδρο» και το μύθο του Σωκράτη με τα υπό την προστασία των Μουσών τζιτζίκια. Και από τον μύθο του Τιθωνού που τον μετέτρεψε ο Δίας σε έντομο, μετά από παράκληση της Ηούς, για να τον απαλλάξει από το μαρτύριο των γηρατειών, μέχρι τον Τζίτζικα μικρό θεό των Ανακρεόντειων λυρικών. Και από τον Ζακ Λακαριέρ που ιχνογραφώντας το ελληνικό καλοκαίρι δηλώνει πως ένας κόσμος χωρίς τζιτζίκια θα ήταν «μία Πυθία χωρίς χρησμούς» μέχρι τον Ελύτη όπου απαντώνται πολύ συχνά σαν μελωδικό συνακόλουθο της φυσιοκρατίας και της μεταφυσικής των αισθήσεών του
«μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου». Φαίδων [60e].
Ο Φαίδων είναι άλλο ένα έργο του Πλάτωνα που εντάσσεται στην τετραλογία (Ευθύφρων, Κρίτων, Απολογία, Φαίδων) των διαλόγων που αναφέρονται στη δίκη και εκτέλεση του Σωκράτη.
Για να αναχαιτίσει ο Σωκράτης την επερχόμενη νύστα και αργίαν της διανοίας του συνομιλητή του, μέσα στην ενοχλητική πια ζέστη του θέρους, του προσφέρει ως «αναψυκτικό» αλλά και ως θεϊκή επιταγή το μύθο των τζιτζικιών, πείθοντας τον ότι, μιμούμενοι τα τζιτζίκια, επιτελούμε έργο που βρίσκεται κάτω από την προστασία των μουσών. [259b-259d].
Λένε δηλαδή ότι τα τζιτζίκια ήταν -έναν καιρό- άνθρωποι, από εκείνους που έζησαν πριν γεννηθούν οι Μούσες· αργότερα όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και ακούστηκε για πρώτη φορά στον κόσμο το τραγούδι, μερικοί από τους παλιοκαιρίσιους εκείνους τόσο πολύ συναπάρθηκαν από το αναγάλλιασμα, που βάλθηκαν να τραγουδούν και αδιαφόρησαν για φαγητό και πιοτό, ώστε πέθαναν χωρίς να το καταλάβουνε ότι σωνότανε η ζωή τους.
Πέθαναν και μετά φάνηκε στο κόσμο η ράτσα των τζιτζικιών – δικό τους βλάστημα – και οι Μούσες τους δώσανε αυτή τη χάρη: να μην έχουν στη ζωή τους ανάγκη από τροφή, αλλά να τραγουδούν από τη στιγμή που γεννήθηκαν χωρίς να τρων και να πίνουν ως την ώρα του θανάτου τους· τότε πάνε και βρίσκουν τις Μούσες και τους φέρνουν τα νέα: ποιος από τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο μας τις δοξάζει και ποιαν ξεχωριστά από τις εννιά.
Τέλος στην πρωτότοκη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία, τη δεύτερη έρχονται και τους λένε τα ονόματα εκείνων που περνούν τη ζωή τους δοσμένοι στη φιλοσοφία και δοξάζουν τη μουσική τέχνη, που βρίσκεται κάτω από την ιδιαίτερη προστασία τους· και τότε αυτές, καθώς έχουν να κάνουν περισσότερο απ΄ τις άλλες Μούσες με στοχασμούς πάνω σ΄ ότι συμβαίνει στα ουράνια, πάνω στα θεϊκά και τα ανθρώπινα, αφήνουν ν΄ ακουστεί η πιο αρμονική μελωδία. Πλάτωνος Μύθοι, μτφ. Ηλίας Σπυρόπουλος
«Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε να ζητήσει να παραμείνει και νέος. Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι».
Η Ηώ καταδιώκει τον Τιθωνό |
Οι σπονδές συνοδεύουν τις ιεροτελεστίες της καθημερινής ζωής. Ο Ησίοδος επικαλείται τις σπονδές του πρωινού και του δειλινού. Ο Όμηρος μιλάει για τις σπονδές πριν από την κατάκλιση. Με σπονδές επίσης αρχίζουν τα γεύματα, εξιλαστήρια χειρονομία που έχει την ίδια αξία με την προσφορά στους θεούς των πρώτων καρπών της γης.
Σηματοδοτούν την έναρξη ή την κατάληξη μιας καθημερινής πράξης, θέτοντας αυτή την πράξη υπό την προστασία των Θεών, τους οποίους επικαλούνται ως μάρτυρες ή συνεργούς. Η σκηνή της «αναχώρησης του οπλίτη», όπου το νεαρό πολεμιστή πλαισιώνουν ένας γέροντας και μία γυναίκα, απεικονίζεται συχνά στα αττικά αγγεία της κλασικής περιόδου.
Ιδού μία χαρακτηριστική περιγραφή: «Στο κέντρο, βρίσκεται ένας οπλίτης ο οποίος σφίγγει το χέρι ενός γενειοφόρου και έχει μία σοβαρή έκφραση αποχαιρετισμού… Στα δεξιά, βρίσκεται μία γυναίκα η οποία κρατάει μια χύτρα κι ένα ρηχό κύπελλο, τα οποία είναι τελετουργικά εργαλεία των σπονδών. οιονεί απαραίτητα για να σηματοδοτήσουν μια αναχώρηση ή μια επιστροφή.
Η γυναίκα χύνει κρασί σε αυτό το ρηχό κύπελλο, ενώ η ποσότητα που αναλογεί στους θεούς χύνεται στο έδαφος και το υπόλοιπο προορίζεται να το πιουν ο ένας μετά τον άλλον οι συμμετέχοντες σε αυτή την τελετή.
Προβαίνοντας σε αυτή τη σπονδή, η οποία απαρτίζεται από το στοιχείο της προσφοράς στους θεούς και από το μοίρασμα μεταξύ των ανθρώπων, παρατηρούμε πώς ενισχύονται οι δεσμοί που ενώνουν τα μέλη μιας ομάδας μεταξύ τους, καθώς και οι δεσμοί που ενώνουν αυτή την ομάδα ανθρώπων με τους θεούς…»
Η σπονδή συνοδεύει επίσης το τυπικό ενός συμποσίου. Οπωσδήποτε οι σπονδές παίζουν σημαντικό ρόλο στις πανηγυρικές εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετέχει όλη η πόλη. Με αυτό τον τρόπο επικυρώνονται συνθήκες και συμμαχίες. Ή λέξη σπονδή στον πληθυντικό (σπονδαί) υποδηλώνει τη «συμμαχία».Η σπονδή συνίσταται στο να χυθεί ένα μέρος ενός υγρού πάνω σε ένα βωμό ή στο έδαφος ενόσω προφέρεται μια προσευχή. Τις πιο πολλές φορές γίνονται σπονδές νερωμένου κρασιού (αυτού δηλαδή που έπιναν καθημερινά), αλλά, σύμφωνα με άλλα τελετουργικά, γίνονταν επίσης σπονδές άκρατου οίνου, γάλακτος ή ακόμα ενός μείγματος κρασιού, νερού και μελιού.
Η διαδικασία σπονδής αναπαριστάνεται συνήθως στα αγγεία ως εξής: ένας άνδρας ή μία γυναίκα μεταγγίζουν ένα μέρος του περιεχομένου μιας οινοχόης (μία κανάτα κρασιού, ένα δοχείο μέσου μεγέθους, μικρότερο από τα αγγεία όπου αποθηκευόταν το νερωμένο κρασί και μεγαλύτερο από τα κύπελλα για ατομική χρήση) σε μία φιάλη (ένα επίπεδο κύπελλο χωρίς βάση το οποίο χρησιμοποιούταν στις σπονδές) κι έπειτα έχυναν ένα μέρος του περιεχομένου της φιάλης πάνω στο βωμό ή στο έδαφος. Μετά έπιναν το υπόλοιπο περιεχόμενο της φιάλης.
Αλλά μπορεί η σπονδή να μη συνοδεύεται από την κατανάλωση του υγρού των σπονδών. Η σπονδή άκρατου οίνου που επισφραγίζει τους όρκους δεν αφήνει καθόλου κρασί στη φιάλη για να το πιουν οι συμμετέχοντες. Στην Ιλιάδα, ο Αγαμέμνων αναφέρει, με αφορμή το τυπικό ενός όρκου: «το αίμα των αμνών, τις σπονδές άκρατου οίνου, τα χέρια σφιχτά. .» (Ιλιάς, Δ 159).Το τελετουργικό σπάσιμο της φιάλης επισφραγίζει τη σχέση με τον κόσμο των χθόνιων δυνάμεων, οι οποίες είναι έτοιμες να εξαπολυθούν μαινόμενες για να τιμωρήσουν τον επίορκο.
Ένα άλλο είδος ιεράς σπονδής είναι οι χοές, από το ρήμα χέειν, που σημαίνει «χύνω σε ποσότητα». Οι χοές απευθύνονται κυρίως στους νεκρούς. Το υγρό χύνεται από τα ειδικά τελετουργικά σκεύη στο χώμα ή πάνω σε έναν τύμβο. Με αυτόν τον τρόπο συνάπτεται ένας δεσμός ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς. Πολύ συχνά εξαιρείται ο οίνος από τις χοές, οπότε αποκαλούνται χοαί νηφάλιοι ή άοινοι. Αυτές είναι από καθαρό νερό (σαν τις χοές που κάνεί η Ηλέκτρα πάνω στον τάφο του πατέρα της, του Αγαμέμνονα, στις Χοηφόρους του Αισχύλου) ή μπορεί ακόμα να είναι γάλα ή μέλι.
Συνδέονται μερικές φορές με τα έναγίσματα, τις προσφορές καθαγιασμένων τροφίμων πάνω στον τάφο ενός νεκρού. Πολλές φορές με τις χοές τιμώνται κάποιες θεότητες, όπως οι Μούσες, οι Νύμφες ή οι Ερινύες.
Στην Ολυμπία γινόταν κάθε μήνα μια θυσία πάνω σε όλους τους βωμούς του ιερού: «Οι Ηλείοι προσέφεραν θυμίαμα μαζί με σπόρους σιταριού ανακατεμένους με μέλι. τους οποίους έκαιγαν πάνω στο βωμό, στον οποίο έβαζαν κλαδιά ελιάς και έκαναν σπονδές με κρασί».
Ο Παυσανίας, που περιγράφει αυτή την τελετή, διευκρινίζει ότι είναι πανάρχαιο έθιμο. Αλλά στο βωμό των Νυμφών και των Δεσποίνων, διευκρινίζει επίσης ο Παυσανίας, δεν έχυναν κρασί, ούτε και στον κοινό βωμό όλων των Θεών.
Το παράδειγμα αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα αυτών των τελετουργικών, των οποίων κάθε στοιχείο αποκτάει τη σημασία του σε σχέση τόσο με τις ιεροτελεστίες αυτές καθαυτές. όσο και με τις λειτουργίες ή τη φύση των τιμώμενων θεοτήτων.
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.