Ο Γιάννης Βηλαράς ήτανε λυρικός, σατιρικός ποιητής και πεζογράφος, με σημαντική συνεισφορά στο γλωσσικό ζήτημα. Ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού. Γεννήθηκε στα Κύθηρα, το 1771, αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στα Ιωάννινα, πατρίδα του πατέρα του. Διδάχτηκε λατινικά, ιταλικά, γαλλικά και στοιχειώδη μαθηματικά. Ο πατέρας του ήταν επιφανής γιατρός στη περιοχή. Ο ίδιος σπούδασε από το 1789 ιατρική στην Ιταλία, συγκεκριμένα στη Πάδοβα όπου πήρε και το πτυχίο του και στη Μπολώνια. Με την επιστροφή του στην ηπειρωτική πρωτεύουσα διορίστηκε ως προσωπικός γιατρός του Βελή πασά, γιου του Αλή Πασά, τον οποίο ακολούθησε στην Πελοπόννησο και στην Θεσσαλία, του χαρεμιού του αλλά και του ιδίου του Αλή Πασά. Μάλιστα κατάφερε να κερδίσει την εύνοια του Αλβανού πασά ενώ για να τον τιμήσει του αφιέρωσε τιμητικό επίγραμμα. Σύμφωνα με τον μαρξιστή ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, η εκτίμηση και ο θαυμασμός του Βηλαρά προς τον Αλή δεν πήγαζε από κολακεία αλλά από θαυμασμό προς τον φιλοπρόοδο και φωτισμένο κυβερνήτη.
Ο Βηλαράς διατηρούσε επικοινωνία με σημαντικούς πνευματικούς παράγοντες των Ιωαννίνων, όπως ο Αθανάσιος Ψαλίδας, αλλά και του τότε ελληνικού κόσμου. Παράλληλα υπήρξε προοδευτικός στις απόψεις του κι ορθολογιστής (επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό). Μετά την πολιορκία των Ιωαννίνων, από τα τούρκικα στρατεύματα, ο Βηλαράς εγκατέλειψε τον Αλή Πασά για να εγκατασταθεί στο χωριό Τσεπέλοβο του Ζαγορίου. Εκεί πέθανε, ύστερα από τρία χρόνια 1823, αφήνοντας σε άσχημη οικονομική κατάσταση τη σύζυγό του και τους 2 γιους του. Το μοναδικό του ποίημα που σχετίζεται με την οικογένειά του κι έχει διασωθεί, είναι ένα τρυφερό πατρικό γράμμα προς έναν από τους γιούς του. Από τα πιο άμεσα κι ωραία έργα του ποιητή.
Ήταν από τους πρώτους ποιητές της νεοελληνικής ιστορίας και θεμελίωσε τις βάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Υποστήριζε τον δημοτικισμό αλλά και τον πατριωτισμό χωρίς συμβιβασμούς (αφού χρησιμοποιούσε τη δημοτική κι όχι τη κοινή ελληνική) κι επίσης εναντιωνόταν στην ιστορική ορθογραφία (τόνοι, πνεύματα κι ομόηχα φωνήεντα). Έγραφε στίχους με πολύ μεγάλη ευκολία κι αγωνιζόταν για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους με όλες του τις δυνάμεις. Το πιο γνωστό του έργο, Ρομεηκη γλοσα [sic], το οποίο αφιέρωσε στον προσωπικό του φίλο Αθανάσιο Ψαλίδα, τυπώθηκε στην Κέρκυρα το 1814, μέσα στο οποίο είναι διατυπωμένες οι γλωσσικές και ορθογραφικές του πεποιθήσεις οι οποίες ήταν πολύ ριζοσπαστικές όχι μόνο για την εποχή εκείνη αλλά και σήμερα αφού κατάργησε την ιστορική ορθογραφία και πρότεινε την φωνητική ορθογραφία, και τις οποίες εφάρμοσε σε μερικά ποιήματα αλλά και σε δυο μεταφράσεις κλασικών έργων. Η γραμματική του αναπτυσσόταν σε χώρο δυο σελίδων. Επίσης έγραφε διδακτικά κείμενα,επιστολές,γλωσσικά δοκίμια και άλλες διατριβές ενώ μετέφρασε κείμενα στην δημοτική γλώσσα.
"Το 1814 στη Κέρκυρα (3 χρόνια μετά τα Λυρικά) δημοσίευσε ένα περίεργο βιβλιαράκι. Η ρομεηκη γλοσα, γραμμένο ολόκληρο σ’ ένα σύστημα ορθογραφίας επαναστατικό, σχεδόν φωνητικό και χωρίς, φυσικά, τόνους και πνεύματα. Το σύστημα και τη χρησιμότητά του τα εξηγεί σε μια εισαγωγική μικρή ορμήνεια· κι ύστερα, σαν δείγματα μάλλον της ρωμαίικης γλώσσας στη ποίηση και στη πεζογραφία, δημοσιεύει 4 πρωτότυπα ποιήματα και μεταφράσεις από τους, Ανακρέοντα, Πλάτωνα και Θουκυδίδη. Όλα τα ποιήματά του θα δημοσιευτούν μετά το θάνατό του, το 1827 στη Κέρκυρα. Το κλίμα είναι κι εδώ το ίδιο όπως και στο Χριστόπουλο· ο ίδιος κόσμος των κλασικιστικών αλληγοριών, η ίδια ανάλαφρη, παιγνιδιάρικη διάθεση. Ο Βηλαράς όμως είναι πιο γνήσια αρκαδικός: η Χλόη, η Φύλλις, ο Θύρσις, η Δάφνη ξανάρχονται συχνά στους στίχους του, η αρκαδική διάθεση είναι εδώ γνησιότερη και περισσότερο αφομοιωμένη".
Λίνος Πολίτης: Ιστορία Της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
"Όμως, πέρα από τη Ρομεηκη γλοσα, η γλωσσική εκδοχή του Βηλαρά αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο, ήδη από τα 1812, σε μια σειρά επιστολών του που όσο κι αν διαδίδονται χειρόγραφες πάντως μένουν ιδιωτικές. Ακόμη, 2 διηγήματά του, Ο Λογιώτατος ή ο Κολοκυθούλης και Ο λογιώτατος ταξιδιώτης, που προορίζονταν να συνεκδοθούν με τις επιστολές του στη Γραφη Ρομεου, αν και κεντρικό του θέμα έχουν το γλωσσικό, καθόλου δεν προάγουν την όλη θεωρία του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παράλληλα προς τις γλωσσικές του απόψεις, παρουσιάζουν στη μεν αλληλογραφία του η ιδιότυπη αλλά εξαιρετικά γόνιμη, μολονότι αντίθετη προς την αστική παροικιακή, στάση του απέναντι στην αρχαιότητα, στα δε διηγήματά του το μη αστικό περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσονται".
Εμμ. Ι. Μοσχονάς: Αγώνας για μια χαμένη υπόθεση.
Ο Βηλαράς ευτύχησε να ζήσει μακριά από τα νοθευμένα κοσμοπολιτικά κέντρα του φαναριωτισμού. Ενόσω ζούσε, δημοσίευσε ένα μόνο έργο, στα 1814, την Ρωμέικη γλώσσα. Άλλα έργα του είναι τα πεζά Αμαρτία και το περίφημο Γνώθι Σ'αυτόν. Το 1953 εκδόθηκαν τα Άπαντά του, που περιλαμβάνουν ερωτικά, σατιρικά και λυρικά ποιήματα, μύθους κι αινίγματα. Δέχθηκε σημαντικές επιρροές από το αρκαδικό λογοτεχνικό ύφος. Πέρα από το πλούσιο συγγραφικό του έργο ο Βηλαράς μετάφρασε κι αρχαία ελληνικά αποσπάσματα. Προξένησε πάντως μεγάλην εντύπωση, με τη Ρομέηκη Γλοσα Στην Τηπογραφηα Τον Κορφον, ή Μηκρη Ορμηνια Για Τα Γραματα Κε Την Ορθογραφηα Της Ρομεηκης Γλοσας. Κέρκυρα 1814
ΕΡΓΑ:
Ποίηση
Ποιήματα και πεζά τινά, Κέρκυρα: Αθανάσιος Μ. Πολίτης, 1827.
Τα ποιήματα, Αθήνα: Φέξης 1916.
Θωρώ σου, Χλόη 1918
Το φιλόπονο μελίσσι 1923
Η γλυκυτάτη Ανοιξι 1925
Ύμνος στον έρωτα 1928
Άνοιξη 1932
Μελίσσι 1934
Πουλάκι 1936
Πεζά
Η ρομεηκη γλοσα στην τηπογραφηα τον Κορφον 1814 ή Μηκρη ορμηνια για τα γραματα κε την ορθογραφηα της ρομεηκης γλοσας (Ἀθήνα, Κουλτούρα,1979)
Αμαρτία, 1818.
Γνώθι σ'αυτόν, 1819.
Μῦθοι, Ἐν Παρισίοις: Laine & Havard 1865.
Διαλέξεις περί ἑλλήνων ποιητῶν τοῦ ΙΘ' αἰῶνος, Ἐν Ἀθήναις: Τυπ. Σακελλαρίου 1916-17.
Ο Λογιώτατος ταξιδιώτης 1979
Ο Λογιώτατος ή ο Κολοκυθούλης 1980
Ἡ δημοτιστική ἀντίθεση στήν Κοραϊκή "Μέση ὁδό" Ἀθήνα: Ὀδυσσέας 1981.
Επιστολές πρός τον Αλή Πασά 1982
Μεταφράσεις
Κρίτωνας του Πλάτωνα 1922
Επιτάφιος του Θουκυδίδη 1923
Βατραχομυομαχίες του Ομήρου, 1919
Εκδίδοντες πρώτον τώρα φοράν τα ποιήματα του αειμνήστου Βηλαρά, σκοπός ημών είναι να παρηγορήσωμεν οπωσούν τας δυστυχίας της Ευγενούς οικογενείας του Ποιητού, και να καταστήσωμεν κοινόν ό,τι ανήκει εις όλον το Έθνος, διότι γέννημα ενδόξου ανδρός. Η περί γλώσσης και ορθογραφίας ιδέα του μακαρίτου Βηλαρά, διαφέρει από την κοινώς παραδεδεγμένην από τους λογίους. Οποιαδήποτε όμως και αν είναι, ημείς εσπουδάσαμεν να την φυλάξωμεν με σέβας, τυπώσαντες κατά το ιδιόγραφον πρωτότυπον του Ποιητού, και αφήσαντες εις τους Σοφούς την φροντίδα να κρίνουν, αν ορθή, ή εσφαλμένη.
O Εκδότης
Αθανάσιος Πολίτης 1827
Περί του Συγγραφέως
Ιωάννης ο Βηλαράς υιός Στεφάνου ιατρού Ιωαννίτου και Τάρσας Πελοπονησίας εγεννήθη εις Ιωάννινα, όπου και επέρασε τας πρώτας σπουδάς της Ελληνικής παιδείας εις το Κοινόν της πατρίδος του Γυμνάσιον. Από τον πατέρα του εδιδάχθη την Λατινικήν Ιταλικήν και Γαλλικήν γλώσαν, και τα στοιχειώδη μαθηματικά, με φανεράν επίδοσιν. Απ' τα μικρά του ακόμι έδειχνε διάθεσιν διά την Ποιητικήν, και πάντοτε κατεγίνετο να παιγνιδίζη εις διάφορα είδη ποιήσεως, μάλιστα της Κωμικής και Σατιρικής.
Όταν είχε 18 χρόνους, εστάλθη από τον πατέρα του εις το Παταύιον της Ιταλίας, όπου εσπούδασε με μεγάλην επιμέλειαν τας ιατρικάς επιστήμας: και αφού επέστρεψεν εις την πατρίδα του, επροσκολλήθη εις την δούλευσιν, ως ιατρός, του Βελή Πασσά υιού του Αλή Πασσά, τον οποίον ηναγκάσθη ν' ακολουθήση εις όλας τας εκστρατείας και Κυβερνήσεις του, εις τον πόλεμο κατά τον Βερατιού, εις το Πασσαλίκι του εις τον Μωρέαν, εις το Ρουστζούκι, όταν οι Τούρκοι εκίνησαν κατά των Ρώσσων, και εις την Λάρισσαν, όταν ο Βελής ήταν Βεζύρης Τρικκάλων.
Αυταί αι περιστάσεις τον έδωσαν αιτίαν να περιέλθη την Πελοπόνησον, Θεσσαλίαν, Ήπειρον, Βουλγαρίαν, Μακεδονίαν, και Παριστρίδα. Ως τα ύστερα, κατεκάθησεν εις την πατρίδα του τα Ιωάννινα, επαγγελλόμενος τον ιατρόν της πόλεως και του γυναικωνίτου (χαρεμιού) του Βελή, απολαμβάνων όσην οικιακήν ευδαιμονίαν, και όσην αφιέρωσιν εις την σπουδήν ημπορούσε τότε να συγχωρήση η σιδηρά του τυραννούντος Αλή χειρ. Κατά το 1820, τον μήνα Αύγουστον, όταν επολεμήθη ο Αλής από τα στρατεύματα της Πόρτας, ευγήκεν αυτός, με τους λοιπούς φεύγοντες τον κίνδυνον Ιωαννίτας, και διεσώθη εις το Τζεπέλοβον του Ζαγοριού. Εις εκείνην την ελεεινή καταστροφήν, η φωτιά της πολιορκίας των Ιωαννίνων του κατάλυωσεν όλην την περιουσίαν, και τον κατήντησε πάμπτωχον.
Τέτοια θλιβερά περίστασις, και τόσα άλλα ψυχικά και ηθικά πάθη, ενεργούντα δυνατά εις μίαν αισθαντικήν ψυχήν, του επροξένησαν απ' ολίγον ολίγον ένα μαρασμόν, οπού κατά τους 1823, Δεκεμβρίου 28, τον έσυραν, 52 χρόνων ακόμη, εις τον τάφον πάρωρα. Άφησε μίαν γυναίκα χήρα, και δύω υιούς να κλαίουν την ορφάνιαν ενός αγαθού πατρός. Τον πρώτον του υιόν αφού τον επρόκοψεν αρκετά εις το δρόμον της σπουδής και της αρετής, ζων ακόμι, τον έστειλεν εις Ναύπλιον να συναγωνισθή με τους άλλους ομογενείς του.
Όσοι εγνώριζαν τον Βηλαρά, όλοι ήταν ομόφωνοι δια την πολυμάθειάν του. Ενώ εφαίνετο στολισμένος με βαθειάν γνωρισιν των επιστημών, ήταν εμπειρότατος εις την τέχνην του, χαιρόμενος κατά τούτο την γενικήν των συμπολιτών του εμπιστοσύνην. Εις όλας τας συνομιλίας του έδειχνε μεγάλην κατανόησιν. Ήτον εγκρατής της αρχαίας φιλολογίας, και πάντοτε είχε την ετοιμότητα να εμψυχώνη τον σωρόν των γνώσεων του με μίαν δραστήριον και λαμπράν φαντασίαν και εις όλας τας περιστάσεις η φιλολογικαίς του γνώσαις ανεφαίνωντο με ζωηρότητα αγχινοίας. Αλλά περί της μεγαλονοίας του Βηλαρά, όλος ο θαυμασμός των συμπολιτών του, και όλοι οι έπαινοι των ομογενών του θα ενομίζονταν ίσως φιλοπροσωπία, κοντά εις την αδέκαστον μαρτυρίαν οπού ο περίφημος Άγγλος ιατρός Ενρίκος Όλλανδ καταχώρισε περί αυτόν εις τας κατά την Ελλάδα περιηγήσεις του, γεναμένας τους 1812 και 1813, και τυπωμένας εις Λονδίνον. Του σοφού τούτου Άγγλου η μακρυνή διατριβή εις Ιωάννινα, του έδωσε πολλάς περιστάσεις να ιδή τον Βηλαρά εις διαφόρους ηθικάς θέσεις.
"Εις αυτάς και άλλας συνομιλίας, ηύρα τον Βηλαρά άνθρωπον πολυμαθή και πολλά ειδήμονα των φυσικών και μεταφυσικών επιστημών. Αυτός χαίρεται την φήμην, και πιστεύω αξίως, ότι είναι ο πρώτος βοτανικός της Ελλάδος. Έδειχνε ότι πολύ εσκεύθηκε διά τα διάφορα υποκείμενα της μεταφυσικής και ηθικής, και η ομιλία του περί τούτων εφύλαττε τον ίδιον τόνον του σατυρικού σκεπτισμού, οπού έκαμνε να υποφαίνεται εις όλας γενικώς τας γνώμας του. Το ποιητικόν αυτού προτέρημα δεν ήταν κατώτερον των γνώσεών του εις την φιλολογίαν και τας επιστήμας. Είχα μίαν ευκαιρίαν να δοκιμάσω την ποιητικήν του ευκολίαν δίδωντάς του ένα ή δύω κομμάτια Αγγλικής ποιητικής, με το μέσον της Ιταλικής γλώσσης, τα οποία, ολίγα λεπτά του έφθασαν να φέρη εις γραικικούς στίχους. Κοντά εις αυτά του τα χαρίσματα της πολυμαθείας και ευαισθησίας, ένωνε εις τον χαρακτήρα του εκείνο το στοϊκόν ήθος, καθώς είπα, οπού κάποτε τον ανέβαζεν εις ένα ύψος και έπαρσιν, οποίον θα εταίριαζε καλλίτερα εις τους παλαιούς χρόνους της ελευθερίας, παρ' εις την νέαν αυτήν αθλιότητα".
Dr. Hollands: Travels Ιn Greece. 274.
Το στωϊκόν ήθος οπού ο Αγγλος περιηγητής, αποδίδει εις τον Βηλαρά, ήταν ίσως κοινόν εις όλους τους αληθινά πεπαιδευμένους της Ελλάδος· επειδή, εις το πέλαγος των ηθικών παθημάτων οπού ευρίσκετο η πατρίς και το έθνος, τι άλλο ημπορούσε να κάμη τον ευαίσθητον σπουδαίον να ανθέξη, παρά μία καρτερία υπερβολική, οπού στα μάτια κάθε ξένου έπρεπε να νομισθή στωϊκισμός; Τα ποιητικά προτερήματα του Βηλαρά φαίνονται εις όλα του τα ποιήματα.
Το είδος όμως εις το οποίον επέδιδεν εξαίρετα ήταν το σατιρικόν. Έγραφε πολλούς μύθους, πολλά ερωτικά, και πολλά κομμάτια εις το πεζόν.
Αυτών των συγγραμμάτων τον ένα μέρος μόνον έγινε τρόπος, όσον συγχωρούσαν αι περιστάσεις, να μαζωχθή και να τυπωθή, όχι μόνον διά να γίνη κοινόν εις το έθνος, αλλά και διά να δοθή κάποια βοήθεια εις την χήραν γυναίκα του, η οποία, διά τα φρικτά της πατρίδας δυστυχήματα, έμεινεν υστερημένη των αναγκαίων, και εις την οποίαν θα δοθούν όλα τα χρήματα οπού θα συναχθούν από την παρούσαν έκδοσιν, αφ' ου εύγουν τα αναγκαία της εκδόσεως έξοδα. Εδώ πρέπει να κηρυχθή η μεγάλη ευγνωμοσύνη οπού χρεωστείται εις την γενναιότητα των συνδρομητών, των οποίων ετυπώθησαν τα ονόματα εις το τέλος τον βιβλίου, και οι οποίοι, ευθύς οπού άκουσαν τον σκοπόν της εκδόσεως, εσύντρεξαν με την πλέον καλοπροαίρετον γενναιότητα. Η ανάγνωσις τον Βιβλιαρίου αρκεί να δώση εις τον καθ' ένα αρκετήν ιδέαν της χαριτωμένης φαντασίας του Ποιητού.
Εις τους μύθους, εις τα σατιρικά, και εις την μετάφρασιν της Βατραχομυομαχίας, είναι αξιοθαύμαστος, και γλυκύτερος αφ' όσους έγραψαν παρομοίως έως τώρα στην γλώσσαν μας. Και εις τα ερωτικά του δεν έχει άλλον από τον Α. Χριστόπουλον να τον ομοιάζη. Οι στίχοι του όλοι τρέχουν απαλά και γλυκά, χωρίς εκείνους τους στρεβλισμούς, παραγεμισμούς, ή ανυπόφοραις συνωνυμίαις, οπού συχνά φαίνονται εις τα
συγγράμματα των ολίγων της γλώσσης μας ποιητών. Αλλ' η γλώσσα του… αυτό είναι ένα υποκείμενον περί του οποίου ή πρέπει τις να ειπή πάρα ολίγα, ή πάρα πολλά. Ως προς το ιδίωμα, αυτός εφύλαξε το τοπικόν του, δηλ. εκείνο οπού ομιλούν εις όλην την Ήπειρον έως τα μέρη της Θεσσαλίας. Εις αυτό έκαμε, καθώς ο Θεόκριτος, και καθώς όλοι οι νέοι μας ποιηταί από την Κρήτην. Πιθανόν το ιδίωμα τούτο να φανή παράξενον εις την Θράκην, εις τα παράλια της μικράς Ασίας, εις την Πελοπόνησον, ή όπου αλλού δεν συνηθίζεται, Αλλ' ο Βηλαράς λέγει ότι έγραψε διά τους συντοπίτας τους, και μ' αυτό έχει στο μέρος του όλα τα δίκαια.
Περί δε του ύφους της γλώσσης αυτός ο ίδιος εξηγεί τας ιδέας του εις τον Σοφολογιότατον και Κολυκυθούλην. Ο μοναχός σκοπός του, σύμφωνα με όλους τους φρονίμους σπουδαίους, ήταν να γίνη καταληπτός εις το έθνος. Αν το ύφος οπού ακολούθησε είναι το αρμοδιώτερον μέσον, ή όχι, αυτός δεν είναι ο αρμόδιος τόπος ν' αποδειχθή, επειδή είναι υποκείμενον οπού έδειξεν ως τώρα, ότι ολίγα λόγια δεν το τελειώνουν. Ένα μόνον πρέπει να ειπωθή, ότι του Βηλαρά το ύφος όχι μόνον καταλαμβάνεται από όλους, αλλά και καταθέλγει και καθηδύνει όλους, όσους έχουν ψυχήν και αίσθημα εξανθρωπισμένον να αισθανθούν τα πετάγματα της ζωηράς του και ανθηράς φαντασίας.
Κορφοί 1827
Π. Πετρίδης
========================
ΠΟΙΗΜΑΤΑ:
Βατραχομυιομαχία
Σ' εσάς που θέλα κάμετε τον κόπο ν' αναγνώστε,
Και ή καλήν, ή αχαμνή, μια γνώμη θέλα δόστε,
Το λέει αυτός που ιστορά, καθόλου δεν τον μέλλει·
Ας κάμη την απόφασι καθένας, όπως θέλει.
Καλό ειπή· κακό ειπή· τ' αρέση δεν τ' αρέση. 5
Ο στιχουργός δεν έχασε, μήτ' έχει να κερδαίση·
Γιατί δεν αφηκράστηκε, παρά την όρεξί του.
Και το κοντύλι του έπιακε για ξάχλιασι δική του.
Ή τον παινέστε το λοιπόν, ή τον κατηγορήστε,
Σας είπε, να ήστε ελεύθεροι· και κάμετ' ό,τι ωρίστε. 10
Μια χάρι θέλει μοναχά από την αφεντιά σας·
Να μη τον αντραλέψετε με τα ζητήματά σας.
Για να σας φέρη μαρτυριαίς σε πιούς καιρούς και τόπους,
Τα ζώα γλώσσαις έκρεναν σαν όλους τους ανθρώπους·
Και με πια χέρια ημπόρηγαν τα άρματα να πιάσουν, 15
Και σαν κι' εκείνους γνωστικά πολλαίς δουλιαίς να σιάσουν.
Αυτός με το κεφάλι του δεν τα 'χει εφευρεμένα·
Αλλούθε τα δανείστηκε, κι' απ' άλλον συγγραμμένα.
Από 'ναν κάπιον ποιητή, τα πήρε, ξαϊκουσμένον,
Στους αλλοτεσινούς καιρούς, σε τέτια προκομμένον· 20
Που σ' όσα και αν εσύνθεσε παρόμια παραμύθια,
Ποτέ δεν παραστράτησε οχ τη σωστήν αλήθια.
Και λέγει από 'ναν τα ήκουσε, που κείνος τα 'χε μάθη
Απ' άλλον, που τα διάβασε σε ποίημα, που χάθη.
Πως μια φορά εσυνέβηκε, πως κάποτ' είχε λάχη, 25
Σε Ποντικούς ανάμεσα και σε Μπακάκους, μάχη.
Και πως σ' αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκια,
Στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια,
Οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν,
Και από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβύσουν 30
Ω Μούσαις, που κυττάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα,
Και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα,
Μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομόση θάρρος,
Να δυνηθώ ν' αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος.
Δεν ψάλλω εδώ της Αθηνάς τα έργα και τη δόξα, 35
Ή του πανούργου Έρωτα τα φλογισμένα τόξα.
Μον τραγουδώ τον άπονο τον ταραχώδην Άρη,
Που στα νεκρά κορμιά πατάει με πρόθυμο ποδάρι·
Της μάχαις πάντα ορέγεται, τον κόσμο ανακατόνει,
Για να πληθαίνει ο πόλεμος, για ν' αβγατάν οι φόνοι. 40
Και μ' απερίγραφτη ασπλαχνιά και μ' άγρια σκληροσύνη
Των ζωντανών τα αίματα ωσάν ποτάμι χύνει.
Καλοθελήτραις Μούσαις μου, σ' αυτήν την ιστορία,
Αναθυμήστε μου καλά της μάχης την αιτία.
Και πώς σ' αυτό το μάλωμα των Ποντικών, το πλήθος 45
Γιγάντων δείχνει αποκοτιά, Γιγάντων δείχνει στήθος.
Ένα Ποντίκι μια φορά σαν μπόρεσε να φύγη
Τα νύχια ενός Αγριόγατου, που το 'χε στο κυνήγι.
Σε λίμνης άκρα εζύγοσε να πιη, και να δροσίση
Το διψασμένο αχείλι του, τη φλόγα του να σβύση. 50
Συχνοβουτάει στο νερό τη μούρη και ρουφάει,
Και τρομασμένο, ασίγητο, εδώ και εκεί τηράει.
Μον σαν απόπιε, εχόρτασε, και ο φόβος λιγοστένει,
Τον τόπο να κατατηράη περσσότερο θαρρεύει.
Τόσο νερό θιαμαίνεται να πρωτοϊδή ομπροστά του· 55
Της πρασινάδες χαίρεται οπώχει ολόγυρά του.
Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει,
Και του σιμόνει σιγανά, και τον γλυκορωτάει.
Ξένε μου πούθεν έρχεσαι; ποιος είσαι; και οχ τι τόπο;
Μη φοβηθής να μου το ειπής· μην έχεις κάναν κόπο. 60
Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθια μάθω,
Και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο,
Σου τάζω μες το σπίτι μου να σε φιλοξενήσω,
Κι' ως πρέπει, με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.
Τι εγώ είμαι ο Φουσκομάγουλος εκείνος, που τιμιούμαι 65
Οχ τους Μπακάκους Βασιλιάς, και αφέντης τους λογιούμαι,
Υγιός Λασπά του Βασιλιά, της Νεροθρόνας γέννα,
Και κληρονόμος των γονιών, που μ' έκαμαν εμένα,
Οχ της αγάπης τον καϋμό ερωτολαβομένοι,
Στου Ηριδανού του ποταμού της όχταις ενομένοι. 70
Αλλά κ' εσύ μου φαίνεσαι σαν άξιος και αντριομένος,
Και δείχνεις να είσαι Βασιλιάς με γνώσι προικισμένος.
Πες μου λοιπόν και μην αργείς ν' ακούσω τη γενιά σου,
Για να με κάμης γνώριμον και φίλον της καρδιάς σου.
Ο Ποντικός με σοβαρά, σκυφτά τα βλέμματά του, 75
Περήφανα απεκρίθηκε σ' αυτό το ρώτημά του.
Το γένος μου, κυρ Μπάκακα, παντού είναι φημισμένο,
Και από ζώα, και πουλιά, και αθρώπους γνωρισμένο.
Τριμμούδης ονομάζομαι, και μ' έκαμεν η μοίρα
Να είμαι μονάκριβος υγιός και Βασιλιάδων κλήρα. 80
Του Ψωμοφάγου Βασιλιά, που τα ποντίκα ορίζει,
Για διάδοχο στο θρόνο του ο νόμος με διορίζει.
Και η μάννα, που με γέννησε, λογέται η Αμπαρούλα,
Του Ξυγγομάση Βασιλιά βαριά Βασιλοπούλα.
Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85
Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα,
Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια
Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια·
Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει,
Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90
Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα,
Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα.
Εσύ έχεις μάθη στα νερά να ζης ολοκαιρής σου·
Σε ταύτα μέσα περπατής να βρης την πόρεψί σου.
Όμως εγώ, κυρ Μπάκακα, περνάω μ' άλλους τρόπους, 95
Και βρίσκομαι συγκάτοικος, και ζιώ με τους αθρώπους.
Γιατί έτζι απεφασίστηκα, το φυσικό μου κλίνει,
Να γεύομαι άκοπα και εγώ απ' όσα τρων και εκείνοι.
Το πλιο καθάριο το ψωμί, το άσπρο παξιμάδι,
Η πίτα με το βούτυρο, η πίτα με το λάδι. 100
Το χλωροτύρι, ο παστρουμάς, το μέλι και το γάλα
Δε με λαθεύουν, Μπάκακα και ακόμα κι' όσα άλλα
Στα μαγειριά του ο άθρωπος σοφίζεται και βρίσκει,
Απ' όλα εδοκίμασα. κανένα δε μου μνήσκει.
Και μη θαρρείς, πως μοναχά η φύση μέχει δώση 105
Τόσα αγαθά να χαίρομαι χωρίς καμμιά άλλη γνώσι.
Γιατί και άξιον μ' έκαμε με δύναμι περίσσια,
Οπού σε κάθε κίντυνο βαστώ παληκαρίσια
Μηδέ του αθρώπου το κορμί, που τόσο δα φαντάζει,
Μου φέρει φόβο στην καρδιά, ή να ειπής με σκιάζει. 110
Τα ίσια μες το στρώμα του, οπού κοιμάται, πάνω,
Την άκρα από το δάχτυλο, τη φτέρνα του δαγκάνω.
Και τον δαγκάνω έτζι αλαφρά, οπού δεν το νογάει,
Μηδέ οχ τον ύπνο το γλυκό ταράζεται, ή ξυπνάει·
Απ' όσα όμως βρίσκονται ς' της γης την όψι απάνω, 115
Τρία μου φέρουν βάσανα, με κάνουν και τα χάνω.
Της Γάτας τα αγριόνυχα, του Γερακιού η μύτη,
Και ο Δόκανος οπού μου στιούν σε κάθε αθρώπου σπίτι.
Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα,
Που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα 120
Που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει,
Ως να μπορέση η άνομη σ' εμέ ν' απλόση χέρι.
Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθια.
Δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια.
Αυτά είναι όλα για τ' εσάς τραπέζια πεναιμένα, 125
Που ζιήτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ' εμένα.
Σε ταύτα ο Φουσκομάγουλος τον Ποντικό θωρόντας,
Με την μιαν άκρα του ματιού πικρά χαμογελόντας,
Θιαμαίνομαι, κυρ Ποντικέ, του λέει, την αφεντιά σου,
Παραμεγάλον έπαινο να κάνης της κοιλιάς σου. 130
Μη δα θαρρείς μας άφηκε και εμάς η πλούσια φύση
Σε τόση καταφρόνεσιν απ' όλη πλιο τη χτίση;
Μη παντηχαίνεις ακριβή την τύχη τη δική μας
Σε όσα μας χρειάζονται διά την αναπαψί μας·
Και στα νερά και στης στεριαίς οπού να τα θιαμάξης.
Διπλή ζωή, κυρ Ποντικέ, οι Μπακακάδες ζιούμε,
Γιατί πηδάμε και στη γης, και στα νερά βουτούμε.
Δώρο του Δία χωριστό σ' ολίγα ζώων γένη,
Απ' όσα και αν εσκόρπισε ς' της γης την οικουμένη. 140
Και αν έχεις όρεξι να ιδής αυτά που σου διηγούμαι,
Είν όφκολο το πάισιμο εκεί που κατοικούμε.
Σε παίρω εγώ στης πλάταις μου, και ακίντυνα διαβαίνεις·
Περιδιαβάζεις, ως ποθείς, και πάλε οπίσω βγαίνεις.
Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145
Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση.
Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι
Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι.
Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση
Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150
Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει
Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.
Θωρεί της όχταις στα πλευρά οπίσω να γυρίζουν.
Και του νερού το πλάτομα παντούθε ν' αβγατίζουν,
Αλλόκοτα του φαίνουνται αυτά στην όρασί του· 155
Και προξενάν φχαρίστησι πολλή στην αίστησί του.
Πολύ 'ς του Φουσκομάγουλου της πλέγαις αποράει.
Πολύ το νοστιμεύεται, και με χαρά γελάει.
Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχη,
Ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει· 160
Ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγόνει·
Και κλέγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιόνει.
Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει,
Και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει·
Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ· 165
Και θέλει να ήταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη.
Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώση,
Σε χώμα απάνω να ριχτή, και σε στεριά να σώση.
Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του,
Και μουσκεμένα και βαριά κρεμούνται τα μαλλιά του· 170
Μοιριολογάει με φωνή και τρομασμένα αχείλια.
» Ο Ταύρος δεν εβάσταξε με τόση αντριά και θάρρος,
» Του Έρωτα το φόρτωμα και αγάπης του το βάρος,
» Αυτά τον πρωτοδέχτηκαν της Κρήτης τότε οι τόποι, 175
» Οπού ήφερνε στη ράχη του την ώμορφην Ευρώπη·
» Διαβαίνοντας το πέλαγος οπού χωρίζει πέρα
» Την Κρήτη από την Αίγυπτο σε μοναχήν ημέρα,
» Καθώς εμένα ο Μπάκακας στης πλάταις του ο καϋμένος
» Μες τ' αφρισμένα κύματα με φέρει φορτομένος. 180
Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση,
Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση·
Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι,
Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι,
Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185
Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει.
Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται,
Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.
Ο Φουσκομάγουλος με μιας φυγής, το δρόμο πιάνει·
Βουτάει, χωρίς να στοχαστή πιον φίλον πάει και χάνει· 190
Και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ως τον πάτο,
Και απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο.
Ο Ποντικός απάντεχα και ανέλπιστα ριμμένος,
Απόμεινε ο κακότυχος τ' ανάσκελα απλομένος.
Του κάκου κλει τα πόδια του· χαμένα αγαναχτάει. 195
Στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει.
Ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψι,
Μον την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν' αποκόψη.
Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει,
Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200
» Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης
» Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης.
» Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις,
» Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις.
» Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205
» Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης.
» Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω.
» Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει·
» Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210
» Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις,
» Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις.
Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του·
Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του.
Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215
Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας,
Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει,
Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.
Καθώς τ' ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους,
Και ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους. 220
Πικροί και απαρηγόρητοι, σ' οργή περίσσια μπαίνουν·
Μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν.
Ολημερής διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες,
Να κάμουν σύναξι λαού απ' όλαις της αράδαις.
Στου Βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι 225
Ν' ακούσουν την απόφασι, και τι 'χε να προβάλη
Για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα
Με καταφρόνεσι πολλή χωρίς ταφή και μνήμα.
Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζη,
Της θύραις της ανατολής με ρόδα να σκεπάζη, 230
Και στην αυλή του Βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι,
Οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.
Ο Ψωμοφάγος κλαίοντας με στενασμούς προβαίνει,
Και με το πρόσωπο σκυφτό προς το θρονί παγαίνει.
Στέκεται ορθός· διο, τρεις φοραίς, τα μάτια του σφουγγίζει· 235
Και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ' αυτούς να λέη πασκίζει.
» Αλήθια, φίλοι, μον εμέ προσωπικά αδικάει
» Η ανομιά των Μπακακιών, κακά μου προξενάει·
» Αλήθια εγώ είμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους
» Υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατομένους. 240
» Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη
» Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο,
Τηρίεται, και απελπίζεται· βυθίζεται σε δείλια.
Κι' εμείς πολλά καλά 'χομε, αν μας καλοξετάξης, 135
» Εκεί που, σαν ανήξερος, στην τρύπα μπαινοβγαίνει.
» Το δεύτερο τον σκότοσε η ασπλαχνιά τ' αθρώπου
» Με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου.
» Με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματομένη, 245
» Των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει.
» Τον τρίτο το μονάκριβο, του έθνου το καμάρι,
» Των γηρατιών μου παντοχή και της αυλής η χάρι·
» Με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες τα νερά τον πνίγει,
» Και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ' ανοίγει. 250
» Μον το κακό που μώκαμαν, και εσάς βαριά πειράζει,
» Γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει.
» Των Μπακακιών η απιστιά και αυθάδια τους η τόση,
» Και σ' άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδόση.
» Ω αντριομένοι Ποντικοί, τα άρματ' ας ντυθούμε. 255
» Να πάρωμε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε.
» Ας πλύνομε το αίμα τους τέτια αδικιά μεγάλη,
» Και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι.
Έτζι είπε· και όλοι εδέχτηκαν του Βασιλιά τη γνώμη·
Και από στρατιόταις και άρματα εγιόμοσαν οι δρόμοι. 260
Με γληγοράδα απίστευτη εδώ και εκεί κινιούνται·
Αρματωσιαίς πολεμικαίς πατόκορφα στολνιούνται.
Και πρώτα στα ποδάρια τους φοράν 'πιτηδεμένα
Στενά προπόδια από κουκκιά, με τέχνη δουλεμένα
Που μ' επιδέξια μαστοριά ευτύς τα ροκανίζουν, 265
Το φλούδι αφίνουν μοναχό, και τη θροφή αφανίζουν.
Τα στήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι
Μιας ψόφιας Γάτας, που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει
Πασάνας μέρος απ' αυτό ωμορφοτουρνεμένο,
Για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφομένο. 270
Χτους οφαλούς των λυχναριών γεραίς ασπίδες φκιάνουν,
Και από βελόναις σουβλεραίς με τα δεξιά τους πιάνουν
Βαριά κοντάρια αλίγυγα, και σιδιροβαμμένα,
Οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τάχε χαρισμένα.
Σκεπαίνουν τα κεφάλια τους με περικεφαλαίαις 275
Από τα καρυδότζεφλα, και δυναταίς κ' ωραίαις.
Κιαπέ με τέτια αρματωσιά, με πάτημα αντριομένο,
Κινάν τη μάχη πνέοντας μ' αστήθη εγκαρδιομένο·
Κοντά στη λίμνη σταματάν, και εκεί στρατοπεδεύουν·
Και τον οχτρόν αντίκρια τους να ιδούν ογληγορεύουν. 280
Τότε οι Μπακάκοι βλέποντας σε τάξι του πολέμου
Ν' αραδιαστούν οι Ποντικοί, και σε ροπήν ανέμου,
Το φοβερό τους στάσιμο, και την ετοιμασία,
Σε απορία βρέθησαν και σε απελπισία.
Πηδάν με βια από τα νερά και σ' ένα μέρος τρέχουν· 285
Και του κακού την αφορμή να ρωτηθούν προσέχουν.
Και εκεί που διαλογίζουνται βαθιά συλλογισμένοι,
Από μιαν άκρα ο Κήρυκας των Ποντικών εβγαίνει.
Μηνόντας διαλαλίζοντας τη μάχη φανερόνει·
Και τη φωνή για ν' ακουστή με δύναμι σηκόνει. 290
» Ω Μπακακάδες, πόλεμον, οι Ποντικοί με στέλλουν,
» Να σας κηρύξω σήμερα· και αυτόν με δίκιο θέλουν.
» Γιατί ο Φουσκομάγουλος με πονηριά και δόλο,
» Καθώς εγίνηκε γνωστό κοινά στον κόσμον όλον,
» Στη λίμνη μέσα εφόνεψε τον άκακο Τριμμούδη, 295
» Του θρόνου μας το διάδοχο, της νιότης το λουλούδι.
» Και ανίσως έχετε καρδιά, και παλληκάρια αν ήστε,
» Σα σας βαστάει, εδώ είμεστε, ελάτε, πολεμήστε.
Αυτά ν' ακούσουν, τα 'χασαν με μιας οι Μπακακάδες,
Κι' αλλαλαγμός αντήχησεν απ' όλαις της αράδαις. 300
Βοαίς μεγάλαις έβγαλαν, και δυνατά χουγιάζουν,
Και προς το Φουσκομάγουλον ωνειδισμούς σωριάζουν.
Αυτός πηδόντας πάραυτα στη μέση από το πλήθος
Δημηγοράει με πλαστό προσποιημένο ήθος.
» Άδικα, φίλοι και εδικοί, μη με κατηγοράτε· 305
» Και αυτά που λεν οι Ποντικοί, καθόλου μη γρηκάτε.
» Εγώ δεν τον θανάτοσα· πιος είναι, δεν τον ξέρω.
» Μηδέ τον ίδα πουθενά, μηδέ στο νου τον φέρω.
» Και ανίσως είναι αληθινό, πως εδώ μέσα εχάθη,
» Του χαλασμού του το κακό ατός του το 'χει πάθη. 310
» Θαρρώ να του σκαρφίστηκε την εδική μας φύση
« Να μιμηθή μες τα νερά, ναρθή να κολυμπήση.
» Και δίχως πράξι και άμαθος ελάθεψε και επνίγη,
» Και γίνηκε της τρέλας του ανέλπιστο κυνήγι.
» Κιαπέ σ' εμέ του φόνου του το βάρος απορρίχνουν. 315
» Με δίχως κρίσιν μαρτυριαίς, για φταίχτη μ' αποδείχνουν.
» Βεβαιοθήτε, αδέρφια μου, αυτά δεν είναι δίκια
» Οπού προβάνουν τολμηρά τα πονηρά Ποντίκια.
» Με πλάνον εσοφίστηκαν παρόμοια να μηνύσουν,
» Και είν' αφορμαίς και πρόφασες για να μας πολεμήσουν 320
» Τι καρτεράμε τό το λοιπόν μαζί να βουλευτούμε,
» Με κέρδος μας και διάφορο να τους εναντιοθούμε;
» Εγώ σας λέω τη γνώμη μου σ' εκείνο που απεικάζω·
» Οπού μετρώ ως ωφέλιμο, ως δίκιο λογαριάζω.
» Να τραβιχτούμε απ' όλα μας, κοινό να γένη σκόλι· 325
» Και δίχως άλλα μέριμνα ν' αρματωθούμεν όλοι,
» Από μεριά αποσκεπαστή να πάμε δίχως κόπο,
» Ο, που είναι ορθός κατήφορος να πιάκομε τον τόπο.
» Κατασειρά μες τους γκρεμούς ανάμερα βαλμένοι,
» Ετοιμασμένοι, πρόθυμοι, προειδοποιημένοι, 330
» Καθώς ερθούν οι Ποντικοί και προς εμάς κινήσουν·
» Ή ταχτικά, ή άταχτα απάνω μας ωρμήσουν·
» Εμείς στον τόπο, ασάλευτοι, τον πλιο σιμοτινό μας
» Ν' αδράξωμε, όπως δυνηθή καθένας, τον οχτρό μας,
» Και σέροντάς τον βιαστικά απ' όποιο μέρος τύχη 335
» Εκεί το συντομώτερο την άκρα να πιτύχη,
» Μαζί μ' αυτούς να πέσωμε μες του νερού το βάθος,
» Κι' ολόβολους τους πνίγομε χωρίς κανένα λάθος.
» Γιατί να φύγουν δεν μπορούν, κολύμπαις δεν ηξέρουν.
» Του ανασασμού την έλλειψι αυτοί δεν υποφέρουν. 340
Τζωπαίνει ο Φουσκομάγουλος αφού γνωμοδοτάει·
Και των Μπακάκων ο λαός με κρότο αχολογάει.
Η συμβουλή τους άρεσε, τον πόλεμο όλοι κράζουν.
Τη μάχη στρέγουν όλοι τους, και τ' άρματα συντάζουν.
Από τα μολοχόφυλλα της άντζαις τους ποδαίνουν· 345
Και από πλατιά πεντάνευρα τ' αστήθια τους σκεπαίνουν·
Τα καμπρολαχανόφυλλα γυροστρογγυλεμένα
Για ασπίδες εχρησίμεψαν σ' εκείνων τον καθένα.
Και από Μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια
Δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλια. 350
Από τα βούρλα τα στεγνά, αυτά τα παλληκάρια,
Βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια,
Και σαν απαρματόθηκαν σιμαζωχτοί πηγαίνουν·
Της όχταις πιάνουν της ψηλαίς· το μάλωμ' αναμένουν.
Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμομένο μάτι· 355
Σιούν τα κοντάρια φοβεροί, και από καρδιά γιομάτοι.
Ο Δίας οχ τον ουρανό τον αστροστολισμένον,
Και οχ της αχτίνες του ηλιού αιώνια φωτισμένον,
Τους άλλους κράζει τους θεούς να ιδούν μια τέτια μάχη
Που δεύτερή της άλλοτε αδύνατο να λάχη. 360
Τα δυνατά στρατέματα τους δείχνει, που σαν άλλοι
Κενταύροι παραλλόκοτοι, και Γίγαντες μεγάλοι,
Ατάραγοι στον πόλεμο τελείως δε δειλιάζουν,
Μον το σημάδη καρτεράν· να χτυπηθούν κυττάζουν.
Και προς εκείνους στρέφοντας, με τρόπον ερωτόντας, 365
Τη γνώμη τους ερεύναγε γλυκά χαμογελόντας.
Να μάθη πιοι τους Ποντικούς βουλιόντας να βοηθήσουν·
Και τα Μπακάκια μοναχά πιοι ήθελαν ν' αφήσουν.
Γυρίζει και στην Αθηνά, της λέγει, θυγατέρα,
Σε τούτη την περίστασι και 'ς τούτην την ημέρα, 370
Για να συντρέξης καν εσύ δεν έχεις στο σκοπό σου
Τους Ποντικούς, που αδιάκοπα πηδάν μες το ναό του.
Και τόσο ορέγουνται πολύ την τζίκνα οχ της θυσίας,
Που σου προσφέρουν στους βωμούς του κόσμου η λατρείαις;
Στα λόγια τότε του Διός η Αθηνά αποκρίθη· 375
Ανοίγοντας το στόμα της παρόμια απηλογήθη.
Να μη βρεθή, πατέρα μου, το βοηθό μου χέρι
Ν' απλόσω εγώ στους Ποντικούς σε ό,τι τους συμφέρει·
Γιατί πολλά είναι τα κακά που ολημερής μου κάνουν.
Κι' απάνω κάτω του ναού το στολισμόν μου βάνουν· 380
Χαλνόντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια
Για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια.
Μον κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου,
Είν το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου.
Το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο, 385
Που το είχα με τα χέρια μου στον αργαλιό υφασμένο.
Κι' ως να το σόσω υπόφερα και σκάνιασαις και λύπαις.
Και αυτοί μου το παράχοσαν μπαλώματα στης τρύπαις.
Μον τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια
Ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια. 390
Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσια αποσταμένη,
Γυρίζοντας ν' αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιομένη,
Ολονυκτής δεν μ' άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω,
Οχ της μεγάλαις τους φωναίς το μάτι μου να κλείσω.
Κι' απέρασα όσο πώφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους 395
Με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους,
Και κάλλια να καθήσωμε εδώ σε ησυχία,
Να τους τηράμε από μακριά με τέλια αδιαφορία
Γιατί παράξιους τους θωρώ, κι παραπελπισμένους
Πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιόταις αντριομένους. 400
Κι' αν μας ανταίσουν, βολετό ενάντια να θυμώσουν,
Με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν.
Για αυτό λοιπόν ας μείνομεν στον υψηλό ουρανό μας.
Τη μάχη ν' αγναντεύωμε με δίχως κίνδυνό μας.
Όλοι οι Θεοί αφηκράστηκαν της Αθηνάς τα λόγια, 405
Και κυκλικά καθούμενοι 'ς των ουρανών τ' ανώγια
Με περιέργιας προσοχή, και με σκυφτό κεφάλι,
Στη γη τα βλέμμα εκάρφωσαν σε σιωπή μεγάλη.
Ζευγάρι τότε Κουνουπιών ηκούστη στον αέρα,
Οπού βοάν με ταραχή ψηλά στην ατμοσφαίρα, 410
Με της μακριαίς τους σάλπιγκαις για να παρακινήσουν,
Με το σημάδι της φωνής τη μάχη ν' αρχινήσουν.
Ο Δίας προς βεβαίωσι των σαλπιστών βροντάει,
Που τα ουράνια ετρόμαξε, τη γη καταφοβάει.
Εδώ του Φουσκομάγουλου αντίς ν' ακολουθήσουν 415
Το εξαίρετο στρατήγημα, και να μη πολεμήσουν.
Μον να δεχθούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν,
Και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν,
Πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμόνει,
Και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει· 420
Το Λαδορρούφη πώστεκε στη μπροστινήν αράδα,
Στρατιότη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντριά κι' αξιάδα,
Αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη,
Μες το πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκότι.
Έπεσ' ευτύς τ' ανάσκελα εκείνος λαβομένος, 425
Στον κουρνιαχτό ο ταλαίπωρος αιματοκυλημένος.
Αλλά δε χάνει τη ζωή· για τότες δεν πεθνήσκει·
Στους πρώτους πάλι βρίσκεται· στον τόπον απομνήσκει.
Μ' αντριά μεγάλη δεύτερα, ο Τρυποφράχτης δίνει
Μες του Βαλτίσιου την καρδιά του χάρου την οδύνη. 430
Τα ίσια σαν του τράβησε 'ς αστήθια τον καρφόνει·
Νεκρό κουφάρι ακίνητο και κρύο τον ξαπλόνει.
Βλητρούδης ο αγέλαστος σ' ένα άλλο μέρος πάλι
Στο Λυχνοπήδαν ήφερε φριχτού θανάτου ζάλη·
Στο ψυχικό η κονταριά ορμητικά τον παίρει, 435
Κι' ως αστραπή τον έρριξε το φονικό του χέρι·
Ο Κοροφάγος τρομερός με πείσμα του κινάει,
Στο Φωναράν εχύμησε στη μέση τον χτυπάει.
Στη γη σωρόν τον άφηκε, και κείθε σ' άλλα μέρη
Διαβαίνει, κι' αποπίσω του σφαγή και φόνο φέρει· 440
Το σκοτωμό του Φωναρά να ιδή ο Νοτιάρης φρίζει,
Έτζι γοργόν παράστρατα· κι' από θυμόν αφρίζει·
Ατόφια κι' ολοστρόγγυλη μια πέτρα ευτύς αρπάζει,
Μ' οργή πολλή και μάνητα καλά σαν τη χουφτιάζει,
Στον Τρυπαφράχτη απανωθιό, οπού τον αντικρύζει, 445
Με γληγοράδα απίστευτη τα ίσια σφεντονίζει·
Τον παίρει στο αντικέφαλο, κι' αιώνιο σκοτάδι
Εθάμπωσε τα μάτια του· τον προβοδάει στον άδη.
Ο Λαδορρούφης αποκεί που λαβομένος στέκει,
Δεν ησυχάζει ζωντανός να μένη αργός παρέκει· 450
Στη δυνατή παλάμη του ζυγιάζει το κοντάρι·
Το ρίχνει θανατόνοντας στον τόπο το Νοτιάρη.
Σαν το δοκήθη ο Λαχανάς λιγόστεψε η ψυχή του,
Και μες τη λίμνη απήδησε να γλύση τη ζωή του.
Αλλά κι' εκεί που πάντεχε μ' ασφάλια να γλυτρώση, 455
Ο μαύρος χάρος κι' άλαλος δεν έλειψε να σώση·
Τι ο Λαδορρούφης νιόθοντας τον άναντρο σκοπό του,
Κι' από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του.
Μια κονταριά σαν τώσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει,
Κι' από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει· 460
Τα μέλη του ακίνητα κι' αλίγυγα τεντόνουν,
Και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ' αμπόνουν.
Τον Τυρογλύφη σε γκρεμόν εγκύλησε ο Λιμνιότης.
Και σ' άλλον τ' όμιο θέλησε να κάμη ο Καλαμιότης·
Μον στη στιμή που βάνεται, να δείξη αντριά βουλιέται, 465
Τον Ασκοτρύπα τον τρανόν απάντεχα δοκέται.
Που φόνευε αλεημόνητα καθέναν που απαντούσε,
Σαν να ώριζε το θάνατο, στο χέρι τον κρατούσε.
Επάγωσε οχ το φόβο του, και τώπεσε η ασπίδα,
Και μες τη λίμνη απόθεσε την παντοχή και ελπίδα, 470
Του Καλαμιότη οι Ποντικοί το κάμωμα θωρόντας,
Στους Μπακακάδες ώρμησαν περσότερο θαρρόντας.
Και τους μαζόνουν ομπροστά μ' αλλαλαγμό και κρότο,
Κατόπι κυνηγόντας τους 'χτόν ύστερ ως τον πρώτο.
Μον 'ς των στρατιότων τ' άγνωστο δειλό ανακατωμά τους 475
Ο Νερορρούφας έφτακε τρεχάτα από κοντά τους.
Και τους φωνάζει να σταθούν μ' ασάλευτο ποδάρι·
Και σκύφτει αδράζει από τη γη χοντρό βαρύ λιθάρι.
Εκοντοστάθη· ετείναξε την παχουλή παλάμη,
Κι' ανάγγασεν αλάθευτα την πέτρα ευθύς να δράμη 480
Με βογγυτό και σιουρισμό τα ίσια στο σημάδι,
Που μάτιασε ο σκληρόκαρδος τον άξιον Παστρουμάδι,
Μεγάλο αφεντόπουλο και νιο από τα χρόνια,
Που των Μπακάκων έφερνε ζημιά και καταφρόνια.
Στον καταπιόνα του λαιμού τον βάρεσεν η πέτρα, 485
Και της ζωής του εχάλασε σε μια στιμή τα μέτρα.
Βουβός, ταμπηχτοκέφαλα, και καταματομένος,
Χωρίς ανάσα και πνοή διπλώθηκε σφασμένος.
Αυτός ο θάνατος με μιας τους Ποντικούς μουδιάζει,
Κι' από την πρώτη τους ορμή ν' αποκοπούν τους βιάζει· 490
Κι' οι Μπακακάδες θάρρεψαν και χαμοξανασαίνουν,
Και με καινούργιαις δύναμες τη μάχη πάλι σταίνουν.
Εδώ το πείσμα κι' ο θυμός, κι' η λύσσα ανακατεύει
Τα φοβερά στρατέματα, κι' ο φόνος κυριεύει.
Πλιο δεν ψηφάν το θάνατο· διψάν το αίμα ακράτο· 495
Και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο.
Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη,
Και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι.
Οπίσω οχ τ' αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει:
Στην κατοικά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει· 500
Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη
Οχ το ποδάρι το δεξί διο τρεις φοραίς το στρίφει·
Τον κολοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του,
Μες το νερό κρατόντας τον, ως να σβυστή η πνοή του.
Συντρόφους τόσους καταγής ο Κομματάς να βλέπη, 505
Καθόλου δεν αργοποράει να εκδικηθή, ως πρέπει·
Τον παινεμένον Πλεμονά εχώρισε στη μέση,
Και παγομένον παρευτύς τον έκαμε να πέση.
Βογγούσης πάλι ο ακράτητος με τ' αγριομένο βλέμμα
Τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· τρέμα. 510
Τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ και πριν να τ' αποσώση,
Απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώση,
Με χούφτα λάσπης νερουλής που αδραχτηκά σηκόνει
Του χρει τη μούρη ολάκαιρη, τα μάτια του θαμπόνει,
Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη 515
Χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν' αναμείνη,
Προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει,
Και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει·
Μον ο Σκουζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται·
Στον Κομματά με μάνιομα ακράτιγο απολνιέται· 520
Το μυτερό κοντάρι του στον οφαλό του χόνει·
Και με βρισιαίς και χλευασμούς ακόμα τον μαλόνει·
Πλατιά πληγή του άνοιξε στην απαλή κοιλιά του,
Και έρρεψαν αμπουριαστά στο χώμα τ' άντερά του.
Βλέπει ο Προσφάης, να σέρνεται με τα κουτζά του σκέλη 525
Βογγούση τον περήφανο, που βιάζεται, και θέλει
Να πάρη τον κατήφορο μ' ελπίδα να βουτήση,
Και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν' απαντήση.
Μον κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακόνει,
Με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελιόνει· 530
Ο Ψωμοφάγος Βασιλιάς, οπού σε πάσα τάξη
Μικρούς, μεγάλους έκαμε καθένας να τρομάξη,
Το Φουσκομάγουλο απαντάει· ανάφτει οχ το θυμό του,
Και το κοντάρι εζύγιασε ενάντια στον οχτρό του.
Μον έσφαλε το ρίξιμο και δεν τον ευτυχάει· 535
Και στην πατούσα ξώδερμα τον χαμογρατζουνάει·
Ξεφεύγει ο Φουσκομάγουλος του χάρου το δρεπάνι,
Και προς τη λίμνη ογλήγορος τη στράτα τότε πιάνει·
Ο Ψωμοφάγος άσειστος στο ό,τι μελετάει,
Με βιαστικά πατήματα κατόπι του ακλουθάει· 540
Μηδέ η καρδιά του το' στρεγε να τον απαρατήση
Χωρίς νεκρόν να τον ιδή· το αίμα να του χύση.
Τότε ο Πρασσάτος άξαφνα οχ το πλευρό τους βγαίνει,
Στον Ψωμοφάγο ρίχνοντας, μον δεν τον πιτυχαίνει·
Τι ο Βασιλιάς επρόφτακε, και τ' άρμα οπίσω αμπόχνει 545
Κρυμμένος στην ασπίδα του· και το κακό αποδιόχνει·
Σε τούτο ο Φουσκομάγουλος απέκει σκαπετάει·
Στης λίμνης τα κατάβαθα γλυτρόνοντας πηδάει·
Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ' ακουσμένο
Ήταν κι' έν' άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρομένο, 550
Του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθια παλληκάρι,
Οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρι,
Ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του·
Κι' ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντριά του.
Σε όχτη απάνω στέκοντας γυρτός κι' ακουμπημένος, 555
Στο τρομερό κοντάρι του, κι' από θυμό αναμμένος,
Αυτός ατός του υπόσχονταν, αβοήθητος, μονάτος
Των Μπακακάδων τη φυλή να σβύση κατακράτος.
Κι' ως τόσο άγριος γένεται, κι' ως τόσο φοβερίζει,
Που του οχτρού το στράτεμα ολόκληρο απελπίζει· 560
Και δίχως άλλο ημπόρηγε το λόγο να τελιόση·
Τι είχε καρδιά και δύναμι να τ' αποκατορθώση·
Αν ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων
Του Κρόνου ο υγιός δεν πρόφταινε, δεν έκανε τον τρόπον
Τους Μπακακάδες τους φτωχούς για τότε να 'λεήση· 565
Στους αποδέλοιπους Θεούς παρόμια να μιλήση·
Διό τρεις φοραίς ταράζοντας το θεϊκό κεφάλι,
Τα βλέμματα γυρίζοντας σε μια μεριά και σ' άλλη.
Ω τι μεγάλη συφορά, προβλέπω, θελά γένη
Στους Μστακακάδες σήμερα· Ω, τι κακό συμβαίνει. 570
Του Ροκανούλη η δύναμη παραπολύ με σκιάζει·
Ξεπατωμό αθεράπευτο θωρώ να τους τοιμάζη.
Έτζι είπε ο Δίας· και σ' αυτά τα θεϊκά του λόγια,
Για τους Μπακάκους θλιβερά και μαύρα μοιριολόγια,
Ο Άρης αποκρίθηκε, και λέγει προς τον Δία, 575
Δεν είν' δουλιά της Αθηνάς, μήτ' εδική μου αντρεία,
Στο χαλασμό των Μπακακών να βάλωμεν εμπόδιο.
Μον αν το κρίνης εύλογο, το στοχαστής αρμόδιο,
Καταπώς είμαστε μαζί να τρέξωμε όλοι αντάμα,
Βοήθια να τους δώκομε με λόγο και με πράμμα· 580
Ή το φριχτό και φλογερό δικό σου αστροπελέκι,
Που 'ς των ποδιών σου το θρονί πάντ' αναμμένο στέκει·
Οπού Γιγάντους φλόγισε, Τιτάνες έχει κάψη,
Αυτό να ρίξης μια βροντή, αυτό σ' αυτούς ν' αστράψη·
Σ' αυτούς να πέση ανάμεσα, να νιόσουν την οργή σου. 585
Να χωριστούν, να δοκηθούν, πως είναι προσταγή σου.
Ο Δίας τότε με θυμό αστράφτει και βροντάει,
Που ο Ουρανός εσείστηκε, η γη βαθιά αντηχάει·
Μες τα στρατέματα η φωτιά οχ τα Ουράνια πέφτει,
Αλλ' η ορμή των Ποντικών τελείως δεν ξεπέφτει. 590
Κυττάζει ο Δίας φοβερός την τόση αποκοτιά τους,
Και στους Μπακάκους έστειλε βοηθούς από κοντά τους.
Αιφνίδια βγαίνουν οχ τη γη ανάποδα στο σχήμα·
Απ' όσα ζιούν εις τη στεριά, ή κολυμπάν στο κύμα,
Πλατζιουκωτά, αστηθόστομα, με κοκκαλένια ράχη, 595
Με διο ψαλίδες ομπροστά, με μάτια οχ το στομάχι.
Μ' οχτώ ποδάρια σκλεπωτά, που στο πλευρό βαδίζουν·
Κι' αυτά τα τερατόμορφα Καβούρια ονοματίζουν·
Η δυναταίς κοπίδες τους το μέρος που δαγκάσουν,
Θενά το κόψουν άφευχτα· θελά το κομματιάσουν. 600
Νοραίς λοιπόν των Ποντικών ποδάρια τους λιανίζουν.
Κι' οχ τ' αποδέλοιπο κορμί με πόνους τα χωρίζουν·.
Χτυπάν μ' αγώνα οι Ποντικοί και με τα δυνατά τους·
Δεν κατορθόνον τίποτες σ' εκείνους τ' άρματά τους.
Ας προσπαθάν όσο ημπορούν· του κάκου τυραγνιούνται· 605
Των Καβουριών τα καύκαλα καθόλου δεν τρυπιούνται.
Οχτρούς παρόμιους να ιδούν ελπίδα δεν τους μένει·
Μηδέ βαστάν στον πόλεμο· και φεύγουν τρομασμένοι.
Κοντά βασίλεμα ηλιού το πράμμα αυτό ακλουθάει·
Και σε μιας μέρας διάστημα η μάχη αυτή σκολνάει· 610
Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Μ Π Α Κ Α Κ Ω Ν.
Φ ο υ σ κ ο μ ά γ ο υ λ ο ς· οπού φουσκόνει τα μάγουλα
Λ α σ π ά ς· οπού περπατάει στης λάσπαις·
Ν ε ρ ο θ ρ ό ν α· οπού έχει το θρονί της στα νερά.
Χ ο υ γ ι α τ ά ς· οπού χουγιάζει δυνατά.
Β α λ τ ί σ ι ο ς· οπού κατοικάει στους βάλτους.
Β λ η τ ρ ο ύ δ η ς· οπού έχει χρώμα Βλίτρου.
Φ ω ν α ρ ά ς· οπού φωνάζει·
Ν ο τ ι ά ρ η ς· οπού χαίρεται στη νοτιά.
Λ α χ α ν ά ς· οπού έχει χρώμα λαχανί.
Λ ι μ ν ι ό τ η ς· οπού κατοικάει στης λίμναις.
Κ α λ α μ ι ό τ η ς· οπού κάθεται στα καλάμια.
Ν ε ρ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το νερό.
Π η λ ο π ά τ η ς· οπού περπατάει στον πηλό.
Κ ο λ ο κ ύ θ α ς· οπού έχει χρώμα κολοκυθίου.
Π λ ε μ ο ν ά ς· οπού έχει γερά πλεμόνια και σκούζει.
Β ο γ γ ο ύ σ η ς· οπού φωνάζει βογγόντας.
Σ κ ο υ ζ ι ά ρ η ς· οπού όλο σκούζει.
Π ρ α σ σ ά τ ο ς· οπού έχει χρώμα του πράσου.
Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Π Ο Ν Τ I Κ Ω Ν.
Τ ρ ι μ ο ύ δη ς· οπού μαζόνει τα τρίματα.
Ψ ω μ ο φ ά γ ο ς· οπού του αρέγει το ψωμί.
Α μ π α ρ ο ύ λ α· οπού τρυπάει και μπαίνει στα αμπάρια.
Ξ υ γ γ ο μ ά σ η ς· οπού τρώγει το ξύγγι.
Π ι ν α κ ά ς· οπού μπαίνει στα πινάκια.
Λ α δ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το λάδι.
Τ ρ υ π ο φ ρ ά χ τ η ς· οπού μπαίνει στης τρύπαις.
Λ υ χ ν ο π ή δ α ς· οπού πηδάει στα λυχνάρια.
Κ ο ρ ο φ ά γ ο ς· οπού τρώγει της κόραις.
Τ υ ρ ο γ λ ύ φ η ς· οπού νοστιμεύεται το τυρί.
Α σ κ ο τ ρ ύ π α ς· οπού τρυπάει τ' ασκιά.
Π α σ τ ρ ο υ μ ά δ η ς· οπού κυνηγάει τους παστρουμάδες
Τ ζ ι κ ν ο γ λ ύ φ η ς· οπού τρώγει της τζίκναις.
Κ ο μ μ α τ ά ς· οπού γυρεύει κομμάτια κάθε λογής.
Π ρ ο σ φ ά η ς· οπού του αρέγει κάθε προσφάγι.
Ρ ο κ α ν ο ύ λ η ς· οπού ροκανάει ό,τι να βρη.
-----------------------------
Πουλάκι Ξένο
Πουλάκι ξένο,
ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο,
πού να σταθώ;
Πού να καθίσω
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ;
Βραδιάζ’ η μέρα,
σκοτάδι παίρει,
και δίχως ταίρι
πού να σταθώ;
Πού να φωλιάσω,
σε ξένο δάσο
να μη χαθώ;
Η μέρα φεύγει.
Η νύχτα βιάζει
να ησυχάζει
κάθε πουλί.
Εγώ στενάζω,
το ταίρι κράζω,
ξένο πουλί.
Κοιτάζω τ’ άλλα
πουλιά ζευγάρι
αυτήν τη χάρη
δεν έχω πλια.
Νύχτα με δέρει
με δίχως ταίρι,
χωρίς φωλιά.
Γυρίζω να ’βρω
πού να καθίσω
να ξενυχτήσω
καν μοναχό.
Κάθε κλαράκι
βαστάει πουλάκι
ζευγαρωτό.
Δεν με γρωνίζουν,
κι εδώ με διώχνουν
κι εκεί μ’ αμπώχνουν.
Πού να σταθώ;
Αχ, πώς να γένω,
πού να πηγαίνω,
να μη χαθώ;
Λυγάν οι κλάδοι,
τα φύλλα σειούνται,
γλυκοτσιμπιούνται
τ’ άλλα πουλιά.
Κι εγώ το ξένο
το πικραμένο,
χωρίς φωλιά.
Από ’να σ’ άλλο
πετάω δενδράκι,
να βρω κλαράκι
για να σταθώ,
για ν’ ακουμπήσω,
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ.
Απορριμμένο
σε άγρι’ αγκάθια
πικρά μου πάθια
και ξενιτιές,
θρηνώντας μένω,
κι εκεί διαβαίνω
κακές νυχτιές.
Στ' Όνειρό Μου
Είδα απόψε στ' όνειρό μου,
Φύλλη, σ' είχα στο πλευρό μου,
και στη μέση ένα παιδάκι
που το τρυγερό χεράκι,
μ' ιλαρή θωριά τηρώντας
και γλυκά χαμογελώντας,
πότε άπλωνε σ' εμένα,
πότ' εχάϊδευεν εσένα.
Σου είπα: ποιο είναι τούτο, Φύλλη;
phgh http://www.peri-grafis.net/
Συ, δαγκάνοντας τ' αχείλι,
μου είπες: Δάφνι, από ποιο μέρος
ξένος έρχεσαι; είν' ο Έρως!
Τον αρπάζω από κοντά μου,
και μ' εμάς, ως που να φέξη,
τον αφήκαμεν να παίξη.
Νοιώθεις, Φύλλη, την αιτία
στα μου πλάθει η φαντασία;
Έχω ημέρες που δε σ' είδα·
και αν καμμιά δεν είν' ελπίδα
γλήγορα ν' ανταμωθούμε,
κάλλια ως τότε να κοιμούμαι!
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.