«Η Κάτε Καλλιγά, το γένος Βουτσινά, δεν είχε απομακρυνθεί ποτέ από το χωριό της. Στα είκοσι την πάντρεψαν με το Γεράσιμο, έναν καπετάνιο δεκαοκτώ χρόνια μεγαλύτερο. Η Κάτε, παρά τη διαφορά τους, τον αγάπησε, τον εμπιστεύτηκε, ένιωσε ασφαλής. Κρατούσε το σπίτι, μεγάλωνε τα παιδιά της και δεν της έλειπε τίποτε. Αρχόντισσα και κυρά. Ως τα τριάντα δύο της, βέβαια, ως το μοιραίο ταξίδι, όπου ο Γεράσιμος αρρώστησε από τύφο και δεν τον ξανάδε. Όσο ήσυχη ήταν η Κάτε πριν το θάνατό του, που ακουμπούσε στις πλάτες του, τόσο θηρίο έγινε μετά. Για ένα χρόνο έκλαψε απαρηγόρητη. Μετά ύψωσε το μικροκαμωμένο της κορμί και πήρε τη ζωή στα χέρια της. Τη μέρα έτρεχε στο χωράφι, τα βράδια έσκυβε στους λογαριασμούς. Κατάφερε πάντως να αναστήσει τα παιδιά της, το Χαράλαμπο και τη Διαμαντίνα, τρία χρόνια μικρότερη.
Οι αδελφές του συχωρεμένου, η Μεταξία και η Θέκλη, που ζούσαν στο Αργοστόλι με τους άντρες τους, δεν ολιγώρησαν. Έστελναν τακτικά στη χήρα ρεγάλα για τα παιδιά και μικρά μασούρια με λίρες, «για την προίκα τση Διαμαντούλας». Μα ο δικός της ίσκιος έπρεπε να γεμίσει το έρημο σπίτι.
Ο Χαράλαμπος έσπρωξε σιγά την πόρτα και μπήκε. Παρά το θάλπος της φωτιάς που έκαιγε στην πυροστιά, το σπίτι –δυο δωμάτια όλα κι όλα– του φάνηκε πνιγηρό.
«Πώς και τόσο αμπονόρα;», ρώτησε η Κάτε.
«Θέλω να πούμε δυο κουβέντες, μάνα», της απάντησε χωρίς περιστροφές.
Η Κάτε ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο με ζεστή πολέντα κι ένα μεγάλο κομμάτι χορτόπιτα. Κάθισε απέναντί του αμίλητη και τον κοιτούσε που έτρωγε.
«Μου γράψανε οι Θεοφαναίοι», είπε ο Χαράλαμπος, μόλις απόφαγε. «Με προσκαλούν να πάω κοντά τους, η πόλη λέγεται Ροστόβ. Στην αρχή θα δουλέψω με δάφτους, μέχρι να μάθω. Έπειτα θα μπορέσω να ξανοιχτώ. Θα μου στείλουν, λέει, τα μπιλιέτα του καραβιού. Εδώ έχω το γράμμα».
Οι Θεοφαναίοι, Χαράλαμπος και Θεόδωρος, πολύ μεγαλύτεροί του σε ηλικία, ήταν οι δύο από τους γιους της θείας του της Μεταξίας, της αδελφής του πατέρα του. Είχαν εγκατασταθεί στο Ροστόβ πάνω από δύο δεκαετίες κι είχαν πιαστεί καλά με επιχειρήσεις και εμπόρια. Είχαν αποκτήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία. Καλούσαν τώρα και τον μικρότερο ξάδελφο κοντά τους. Ήξεραν για την ορφάνια του, ήξεραν ακόμη από τον πατέρα τους και για τον καλό του χαρακτήρα, είχαν και ανάγκη από ανθρώπους εμπιστοσύνης, δεν ήθελαν να ανακατεύουν τους Ρώσους στις δουλειές τους.
Το βλέμμα της Κάτε σκοτείνιασε. Όχι πως δεν το περίμενε. Αλλά είχε την ελπίδα ότι θα αργούσε λίγο ακόμη, θα προλάβαινε ίσως να παντρέψει την κόρη της.
«Τι είναι εφτούνα τα πράματα που μου λες, αφέντη μου; Κι εμάς δε μας σκέφτεσαι μπήτις; Τη Διαμαντούλα μας που είναι κοπέλα τση παντρειάς; Τα λιόφτα;»
«Θα γυρίσω ογλήγορα, μάνα, και θα σας πάρω κι εσάς μαζί».
«Ανάθεμάτα τα νεγκότσια και τσι θάλασσες! Ευτά εφάγανε και τον πατέρα σου! Θα κάτσεις εδώ που κάθεσαι, που θες και Ρουσίες, ακόμα δεν έμαθες να δένεις το βρακί σου!».
Άστραψε και βρόντηξε η Κάτε. Η συζήτηση έμεινε μετέωρη. Ο Χαράλαμπος απελπίστηκε. Το σέβας προς τη μάνα μεγάλο. Πώς μπορούσε να της αντιταχθεί; Βγήκε από το σπίτι, έξω είχε πιάσει βροχή. Περπατούσε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Γύρευε ένα σύμμαχο να συμμεριστεί την αποκοτιά του, να τον συμβουλέψει, να τον καθοδηγήσει. Και κυρίως να γυρίσει τα μυαλά της μάνας του. Μα πού να στραφεί;
Και τότε ξαφνικά αναθάρρησε. Θα ζητούσε τη βοήθεια του πατέρα Ανδρέα, του ιερέα του χωριού. Ναι, αυτός σίγουρα θα τον καταλάβαινε και θα μεσολαβούσε. Τον ήξερε, άλλωστε, από μικρό παιδί και τον καμάρωνε. Με το κύρος του θα επηρέαζε τη μάνα του, θα της εξηγούσε, θα την έπειθε να του δώσει την ευχή της. Γιατί είχε ανάγκη την ευχή της ο Χαράλαμπος, για να επιχειρήσει το μεγάλο πέταγμα.
Ο παπάς έμενε τρία σπίτια πιο πάνω, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο Χαράλαμπος έσπρωξε την αυλόπορτα, πέρασε μέσα από ντενεκέδες με βασιλικούς και «αρμπαρόζες» και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε η νεαρή παπαδία, η Ασπασία, κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά. Ένα άλλο τρίχρονο κρυβόταν ντροπαλά στα φουστάνια της και πιο μέσα μια μικρή, με ποδαράκια σαν καλάμια και καστανές χοντρές πλεξίδες, τον παρατηρούσε σοβαρή.
«Καλώς τονε το Μπάμπη», είπε η Ασπασία ζεστά. «Πέρασε, μάτια μου!»
Το δωμάτιο άστραφτε από πάστρα και αρχοντιά. Δυο κούτσουρα έτριζαν στο τζάκι, το κίτρινο φως του χειμωνιάτικου ήλιου, που είχε ξετρυπώσει μέσα από τη βροχή, χρωμάτιζε τις κουρτίνες.
«Κάτσε να σε τρατάρουμε, ο παπάς δεν θ’ αργήσει. Τι κάνει η μάνα σου;»
«Καλά είναι! Σου στέλνει τα χαιρετίσματά τση».
Ο Χαράλαμπος κάθισε και η Ασπασία τού ‘φερε ένα μικροσκοπικό πιατάκι και το βάζο με το γλυκό κυδώνι, να σερβιριστεί με το κουτάλι. Ευχαρίστησε, ήπιε το νερό, βημάτισε για λίγο αμήχανα εξετάζοντας τα βιβλία που γέμιζαν σειρές από ράφια στον απέναντι τοίχο. Σχεδίασε με ανυπομονησία τη συζήτηση που θα ακολουθούσε. Ξανακάθισε. Η μικρή ξεθάρρεψε και πήγε κοντά του.
«Πώς σε λένε εσένανε, καμάρι μου;», τη ρώτησε ο Χαράλαμπος.
«Ελένη. Κι αυτόνε τόνε λένε Ηλία και το μπέμπη θα τονε πούμε Νιόνιο», αποκρίθηκε η μικρή με μια ανάσα πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά.
«Και πόσων χρονών είσαι, κυρά μου;»
«Έξι. Ξέρω και να διαβάζω», δήλωσε το κοριτσάκι. Και χωρίς να διστάσει ανέβηκε και θρονιάστηκε στα γόνατά του.
«Είναι ντροπή, παιδάκι μου! Μη σταυρώνεις τον σιόρ Μπάμπη!», πετάχτηκε η μάνα της.
Μα η Ελένη ούτε που κουνήθηκε. Αντίθετα, άπλωσε το χεράκι της και τον αγκάλιασε κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.
Ο Χαράλαμπος έμεινε ακίνητος, σαν να φοβόταν μην κουνηθεί και θαμπώσει η φωτογραφία που τους τραβούσε ένας αόρατος φωτογράφος. Κράτησε την αίσθηση από τη ζεστασιά της παιδικής ματιάς ανεξίτηλη στη μνήμη του για πολλά χρόνια.
Ο πατήρ Ανδρέας Καλλιγάς-Φραγκιάς μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε την οικογένεια μαζεμένη γύρω από τον επισκέπτη.
«Πώς κι από ‘δώθενες;», τον ρώτησε, ενώ ο Χαράλαμπος είχε ήδη σηκωθεί να του φιλήσει το χέρι.
«Παπά μου, θέλω τη βοήθειά σας. Έχετε λίγο χρόνο να μιλήσουμε;»
«Πάντα έχω χρόνο για σένανε, γιε μου. Πάμε μέσα να έχουμε ησυχία».
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο σ’ ένα μικρό εσωτερικό δωματιάκι που το ονόμαζαν «χειμωνιάτικο», γιατί το χρησιμοποιούσαν πιο πολύ το χειμώνα, όταν κλείνονταν από τον καιρό. Ο Χαράλαμπος τού εξιστόρησε τα καθέκαστα, τού ξεδίπλωσε τη λαχτάρα του, τού ζήτησε να πει δυο μαλακές κουβέντες στη χολωμένη Κάτε.
«Ώστε, λοιπόν, το αποφάσισες. Θα ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου…», συνόψισε ο ιερέας με προσποιητή αυστηρότητα και μαζί ένα χαμόγελο κάτω από τα μαύρα δασιά του φρύδια.
«Ναίσκε, θέλω να γένω καπετάνιος, θέλω να ταξιδέψω!», είπε αποφασιστικά ο Χαράλαμπος.
«Ε, να γένεις το λοιπόν! Άμα το θέλεις τόσο πολύ, να γένεις! Πάνω στο Δούναβη και στη Μαύρη Θάλασσα οι κόποι πιάνουνε τόπο, δεν είναι όπως εδώ. Οι προκομμένοι και οι δουλευτάδες φτιάχνουνε περιουσίες. Ο ατμός και ο τηλέγραφος έχουνε αλλάξει τα πάντα».
Ο Χαράλαμπος ένιωσε ένα κύμα συγκίνησης και ευγνωμοσύνης να τον πλημμυρίζει.
«Άσε, θα μιλήσω εγώ στην Κάτε. Βαριά αποστολή αλλά θα μ’ ακούσει. Άλλωστε, δεν πας στο άγνωστο, θα σε περιμένει εκεί η οικογένεια. Μικρό πράμα είναι ευτό; Κι όταν μια μέρα γένεις μέγας και τρανός, θα γυρίσεις να την πάρεις κι αυτήν κοντά σου, παρέα με τη Διαμαντούλα».
Ο παπάς δεν έχασε καιρό. Την άλλη μέρα κιόλας, την ώρα που ο Χαράλαμπος έλειπε στο χωράφι, χτύπησε την πόρτα της γειτόνισσας. Είπε κι άκουσε, παρηγόρησε και συμβούλεψε, έδωσε ελπίδες, έξυσε το φιλότιμο. Η Κάτε αντιστάθηκε, στο τέλος υποχώρησε. Δεν άφησε, όμως, ούτε ένα δάκρυ να κυλήσει μπροστά του. Μόνο το βράδυ, στην προσευχή της, τά ‘βαλε με το Γεράσιμο που την είχε αφήσει μόνη της στα δύσκολα. Αποφάσισε να δώσει την άδειά της και την ευχή της. Όσο κι αν σφαζόταν μέσα της, ποιος μπορούσε να βάλει χαλινάρι σ’ αυτό το ασυγκράτητο παιδί;
Σ’ ένα μήνα κατέφτασε στα Καλλιγάτα δεύτερο γράμμα και τα εισιτήρια. Ο Χαράλαμπος έπρεπε να αλλάξει τέσσερα πλοία, για να φτάσει στο Ροστόβ. Η αναχώρηση αποφασίστηκε για τις πρώτες μέρες του καινούργιου χρόνου. Ήταν βαριά εκείνα τα Χριστούγεννα για την οικογένεια. Αλλά τα λόγια δεν χρησίμευαν ούτε τα δάκρυα. Η Κάτε έπλεξε στο γιο της τρεις μάλλινες φανέλες, του κολλάρισε δύο πουκάμισα κι ετοίμασε τον μπόγο του».
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, «Η ΜΕΤΑΞΟΥΛΑ», μυθιστόρημα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.