Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ: «Η ΜΕΤΑΞΟΥΛΑ»


 Η ΜΕΤΑΞΟΥΛΑ ΣΕ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

- ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Η ΜΕΤΑΞΟΥΛΑ» ΠΟΥ ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΣΕ Ο Χρήστος Τριανταφύλλου
«Η Κάτε Καλλιγά, το γένος Βουτσινά, δεν είχε απομακρυνθεί ποτέ από το χωριό της. Στα είκοσι την πάντρεψαν με το Γεράσιμο, έναν καπετάνιο δεκαοκτώ χρόνια μεγαλύτερο. Η Κάτε, παρά τη διαφορά τους, τον αγάπησε, τον εμπιστεύτηκε, ένιωσε ασφαλής. Κρατούσε το σπίτι, μεγάλωνε τα παιδιά της και δεν της έλειπε τίποτε. Αρχόντισσα και κυρά. Ως τα τριάντα δύο της, βέβαια, ως το μοιραίο ταξίδι, όπου ο Γεράσιμος αρρώστησε από τύφο και δεν τον ξανάδε. Όσο ήσυχη ήταν η Κάτε πριν το θάνατό του, που ακουμπούσε στις πλάτες του, τόσο θηρίο έγινε μετά. Για ένα χρόνο έκλαψε απαρηγόρητη. Μετά ύψωσε το μικροκαμωμένο της κορμί και πήρε τη ζωή στα χέρια της. Τη μέρα έτρεχε στο χωράφι, τα βράδια έσκυβε στους λογαριασμούς. Κατάφερε πάντως να αναστήσει τα παιδιά της, το Χαράλαμπο και τη Διαμαντίνα, τρία χρόνια μικρότερη.
Οι αδελφές του συχωρεμένου, η Μεταξία και η Θέκλη, που ζούσαν στο Αργοστόλι με τους άντρες τους, δεν ολιγώρησαν. Έστελναν τακτικά στη χήρα ρεγάλα για τα παιδιά και μικρά μασούρια με λίρες, «για την προίκα τση Διαμαντούλας». Μα ο δικός της ίσκιος έπρεπε να γεμίσει το έρημο σπίτι.



Ο Χαράλαμπος έσπρωξε σιγά την πόρτα και μπήκε. Παρά το θάλπος της φωτιάς που έκαιγε στην πυροστιά, το σπίτι –δυο δωμάτια όλα κι όλα– του φάνηκε πνιγηρό.
«Πώς και τόσο αμπονόρα;», ρώτησε η Κάτε.
«Θέλω να πούμε δυο κουβέντες, μάνα», της απάντησε χωρίς περιστροφές.
Η Κάτε ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο με ζεστή πολέντα κι ένα μεγάλο κομμάτι χορτόπιτα. Κάθισε απέναντί του αμίλητη και τον κοιτούσε που έτρωγε.
«Μου γράψανε οι Θεοφαναίοι», είπε ο Χαράλαμπος, μόλις απόφαγε. «Με προσκαλούν να πάω κοντά τους, η πόλη λέγεται Ροστόβ. Στην αρχή θα δουλέψω με δάφτους, μέχρι να μάθω. Έπειτα θα μπορέσω να ξανοιχτώ. Θα μου στείλουν, λέει, τα μπιλιέτα του καραβιού. Εδώ έχω το γράμμα».
Οι Θεοφαναίοι, Χαράλαμπος και Θεόδωρος, πολύ μεγαλύτεροί του σε ηλικία, ήταν οι δύο από τους γιους της θείας του της Μεταξίας, της αδελφής του πατέρα του. Είχαν εγκατασταθεί στο Ροστόβ πάνω από δύο δεκαετίες κι είχαν πιαστεί καλά με επιχειρήσεις και εμπόρια. Είχαν αποκτήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία. Καλούσαν τώρα και τον μικρότερο ξάδελφο κοντά τους. Ήξεραν για την ορφάνια του, ήξεραν ακόμη από τον πατέρα τους και για τον καλό του χαρακτήρα, είχαν και ανάγκη από ανθρώπους εμπιστοσύνης, δεν ήθελαν να ανακατεύουν τους Ρώσους στις δουλειές τους.
Το βλέμμα της Κάτε σκοτείνιασε. Όχι πως δεν το περίμενε. Αλλά είχε την ελπίδα ότι θα αργούσε λίγο ακόμη, θα προλάβαινε ίσως να παντρέψει την κόρη της.
«Τι είναι εφτούνα τα πράματα που μου λες, αφέντη μου; Κι εμάς δε μας σκέφτεσαι μπήτις; Τη Διαμαντούλα μας που είναι κοπέλα τση παντρειάς; Τα λιόφτα;»
«Θα γυρίσω ογλήγορα, μάνα, και θα σας πάρω κι εσάς μαζί».
«Ανάθεμάτα τα νεγκότσια και τσι θάλασσες! Ευτά εφάγανε και τον πατέρα σου! Θα κάτσεις εδώ που κάθεσαι, που θες και Ρουσίες, ακόμα δεν έμαθες να δένεις το βρακί σου!».
Άστραψε και βρόντηξε η Κάτε. Η συζήτηση έμεινε μετέωρη. Ο Χαράλαμπος απελπίστηκε. Το σέβας προς τη μάνα μεγάλο. Πώς μπορούσε να της αντιταχθεί; Βγήκε από το σπίτι, έξω είχε πιάσει βροχή. Περπατούσε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Γύρευε ένα σύμμαχο να συμμεριστεί την αποκοτιά του, να τον συμβουλέψει, να τον καθοδηγήσει. Και κυρίως να γυρίσει τα μυαλά της μάνας του. Μα πού να στραφεί;
Και τότε ξαφνικά αναθάρρησε. Θα ζητούσε τη βοήθεια του πατέρα Ανδρέα, του ιερέα του χωριού. Ναι, αυτός σίγουρα θα τον καταλάβαινε και θα μεσολαβούσε. Τον ήξερε, άλλωστε, από μικρό παιδί και τον καμάρωνε. Με το κύρος του θα επηρέαζε τη μάνα του, θα της εξηγούσε, θα την έπειθε να του δώσει την ευχή της. Γιατί είχε ανάγκη την ευχή της ο Χαράλαμπος, για να επιχειρήσει το μεγάλο πέταγμα.
Ο παπάς έμενε τρία σπίτια πιο πάνω, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο Χαράλαμπος έσπρωξε την αυλόπορτα, πέρασε μέσα από ντενεκέδες με βασιλικούς και «αρμπαρόζες» και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε η νεαρή παπαδία, η Ασπασία, κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά. Ένα άλλο τρίχρονο κρυβόταν ντροπαλά στα φουστάνια της και πιο μέσα μια μικρή, με ποδαράκια σαν καλάμια και καστανές χοντρές πλεξίδες, τον παρατηρούσε σοβαρή.
«Καλώς τονε το Μπάμπη», είπε η Ασπασία ζεστά. «Πέρασε, μάτια μου!»
Το δωμάτιο άστραφτε από πάστρα και αρχοντιά. Δυο κούτσουρα έτριζαν στο τζάκι, το κίτρινο φως του χειμωνιάτικου ήλιου, που είχε ξετρυπώσει μέσα από τη βροχή, χρωμάτιζε τις κουρτίνες.
«Κάτσε να σε τρατάρουμε, ο παπάς δεν θ’ αργήσει. Τι κάνει η μάνα σου;»
«Καλά είναι! Σου στέλνει τα χαιρετίσματά τση».
Ο Χαράλαμπος κάθισε και η Ασπασία τού ‘φερε ένα μικροσκοπικό πιατάκι και το βάζο με το γλυκό κυδώνι, να σερβιριστεί με το κουτάλι. Ευχαρίστησε, ήπιε το νερό, βημάτισε για λίγο αμήχανα εξετάζοντας τα βιβλία που γέμιζαν σειρές από ράφια στον απέναντι τοίχο. Σχεδίασε με ανυπομονησία τη συζήτηση που θα ακολουθούσε. Ξανακάθισε. Η μικρή ξεθάρρεψε και πήγε κοντά του.
«Πώς σε λένε εσένανε, καμάρι μου;», τη ρώτησε ο Χαράλαμπος.
«Ελένη. Κι αυτόνε τόνε λένε Ηλία και το μπέμπη θα τονε πούμε Νιόνιο», αποκρίθηκε η μικρή με μια ανάσα πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά.
«Και πόσων χρονών είσαι, κυρά μου;»
«Έξι. Ξέρω και να διαβάζω», δήλωσε το κοριτσάκι. Και χωρίς να διστάσει ανέβηκε και θρονιάστηκε στα γόνατά του.
«Είναι ντροπή, παιδάκι μου! Μη σταυρώνεις τον σιόρ Μπάμπη!», πετάχτηκε η μάνα της.
Μα η Ελένη ούτε που κουνήθηκε. Αντίθετα, άπλωσε το χεράκι της και τον αγκάλιασε κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.
Ο Χαράλαμπος έμεινε ακίνητος, σαν να φοβόταν μην κουνηθεί και θαμπώσει η φωτογραφία που τους τραβούσε ένας αόρατος φωτογράφος. Κράτησε την αίσθηση από τη ζεστασιά της παιδικής ματιάς ανεξίτηλη στη μνήμη του για πολλά χρόνια.
Ο πατήρ Ανδρέας Καλλιγάς-Φραγκιάς μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε την οικογένεια μαζεμένη γύρω από τον επισκέπτη.
«Πώς κι από ‘δώθενες;», τον ρώτησε, ενώ ο Χαράλαμπος είχε ήδη σηκωθεί να του φιλήσει το χέρι.
«Παπά μου, θέλω τη βοήθειά σας. Έχετε λίγο χρόνο να μιλήσουμε;»
«Πάντα έχω χρόνο για σένανε, γιε μου. Πάμε μέσα να έχουμε ησυχία».
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο σ’ ένα μικρό εσωτερικό δωματιάκι που το ονόμαζαν «χειμωνιάτικο», γιατί το χρησιμοποιούσαν πιο πολύ το χειμώνα, όταν κλείνονταν από τον καιρό. Ο Χαράλαμπος τού εξιστόρησε τα καθέκαστα, τού ξεδίπλωσε τη λαχτάρα του, τού ζήτησε να πει δυο μαλακές κουβέντες στη χολωμένη Κάτε.
«Ώστε, λοιπόν, το αποφάσισες. Θα ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου…», συνόψισε ο ιερέας με προσποιητή αυστηρότητα και μαζί ένα χαμόγελο κάτω από τα μαύρα δασιά του φρύδια.
«Ναίσκε, θέλω να γένω καπετάνιος, θέλω να ταξιδέψω!», είπε αποφασιστικά ο Χαράλαμπος.
«Ε, να γένεις το λοιπόν! Άμα το θέλεις τόσο πολύ, να γένεις! Πάνω στο Δούναβη και στη Μαύρη Θάλασσα οι κόποι πιάνουνε τόπο, δεν είναι όπως εδώ. Οι προκομμένοι και οι δουλευτάδες φτιάχνουνε περιουσίες. Ο ατμός και ο τηλέγραφος έχουνε αλλάξει τα πάντα».
Ο Χαράλαμπος ένιωσε ένα κύμα συγκίνησης και ευγνωμοσύνης να τον πλημμυρίζει.
«Άσε, θα μιλήσω εγώ στην Κάτε. Βαριά αποστολή αλλά θα μ’ ακούσει. Άλλωστε, δεν πας στο άγνωστο, θα σε περιμένει εκεί η οικογένεια. Μικρό πράμα είναι ευτό; Κι όταν μια μέρα γένεις μέγας και τρανός, θα γυρίσεις να την πάρεις κι αυτήν κοντά σου, παρέα με τη Διαμαντούλα».
Ο παπάς δεν έχασε καιρό. Την άλλη μέρα κιόλας, την ώρα που ο Χαράλαμπος έλειπε στο χωράφι, χτύπησε την πόρτα της γειτόνισσας. Είπε κι άκουσε, παρηγόρησε και συμβούλεψε, έδωσε ελπίδες, έξυσε το φιλότιμο. Η Κάτε αντιστάθηκε, στο τέλος υποχώρησε. Δεν άφησε, όμως, ούτε ένα δάκρυ να κυλήσει μπροστά του. Μόνο το βράδυ, στην προσευχή της, τά ‘βαλε με το Γεράσιμο που την είχε αφήσει μόνη της στα δύσκολα. Αποφάσισε να δώσει την άδειά της και την ευχή της. Όσο κι αν σφαζόταν μέσα της, ποιος μπορούσε να βάλει χαλινάρι σ’ αυτό το ασυγκράτητο παιδί;
Σ’ ένα μήνα κατέφτασε στα Καλλιγάτα δεύτερο γράμμα και τα εισιτήρια. Ο Χαράλαμπος έπρεπε να αλλάξει τέσσερα πλοία, για να φτάσει στο Ροστόβ. Η αναχώρηση αποφασίστηκε για τις πρώτες μέρες του καινούργιου χρόνου. Ήταν βαριά εκείνα τα Χριστούγεννα για την οικογένεια. Αλλά τα λόγια δεν χρησίμευαν ούτε τα δάκρυα. Η Κάτε έπλεξε στο γιο της τρεις μάλλινες φανέλες, του κολλάρισε δύο πουκάμισα κι ετοίμασε τον μπόγο του».
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, «Η ΜΕΤΑΞΟΥΛΑ», μυθιστόρημα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
.
[Η ιστορία της Μεταξούλας, ιστορία αληθινή, γραμμένη από την ίδια στο ημερολόγιό της, (το βιβλίο το γράφει η εγγονή της με βάση αυτό το ημερολόγιο) είναι πολύ ενδιαφέρουσα ως η ιστορία ενός ανθρώπου, σχεδόν σύγχρονού μας, αλλά είναι και ενδιαφέρουσα επειδή παρακολουθώντας την κανείς βλέπει από τη δική της σκοπιά ένα κομμάτι της νεοελληνικής ιστορίας, ένα προαιώνιο ελληνικό φαινόμενο, εκείνο του αποικισμού προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, αλλά και εκπολιτισμού της αποικίας, τέλος δε την μοναδική στον κόσμο περίπτωση των κεφαλλονιτών.
Γιατί όλη η ιστορία ξεκινά από την Κεφαλλονιά του 1888, από την οικογένεια Καλλιγά. Από τον πατέρα της Μεταξούλας που φεύγει μετανάστης για τη Ρωσία της εποχής, όπως τόσοι άλλοι κεφαλλονίτες έφευγαν και πλούτιζαν στο εξωτερικό. Η Μεταξούλα γεννιέται εκεί και μεγαλώνει βασιλικά, αλλά η Επανάσταση του 1917 θα την στείλει με τα αδέλφια και την υπόλοιπη οικογένειά της κατατρεγμένη πίσω στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στην Κυψέλη και στη συνοικία Ελληνορώσσων, αφού πλέον δεν είναι Έλληνες, αλλά οι Ελληνορώσσοι όπως σε μεγάλο βαθμό απαξιωτικά τους αποκαλούν, με την γνωστή ελληνική νοοτροπία να καμαρώνει τα παιδιά της που διαπρέπουν στο εξωτερικό, αλλά να μην τα θεωρεί πια απολύτως Έλληνες. Και εκεί ξαναπιάνουν τη ζωή από την αρχή…]

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ: «Η ΜΕΤΑΞΟΥΛΑ», (Απόσπασμα).
.
«Η κιόκια Κάτε, από το πρωί, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη φούρια της. Συγύριζε και όλο και κάτι τής φαινόταν πάλι ακατάστατο. Μαγείρευε και η μια γεύση παράσερνε την άλλη, ανοίγοντας το δρόμο για καινούργιες λιχουδιές. Στόλιζε και ξεστόλιζε. Έστρωνε και ξέστρωνε. Νά ’ναι όλα τέλεια για τα ανιψούδια της και για την Ελένη.
Ο Ανδρέας Αλεξάτος, ο άντρας της, την παρακολουθούσε με ένα ακαθόριστο χαμόγελο, χωρίς να είναι βέβαιο αν συμμερίζεται τη χαρά της. Αυτός ο δραστήριος έμπορος, ένας από τους πιο ικανούς και πλούσιους του Ροστόβ, χάνοντας την περιουσία του είχε γίνει ένα κουρέλι. Όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, αρνήθηκε να δει την πραγματικότητα και να προσπαθήσει για μια νέα αρχή. Οι δείκτες του μυαλού του έμειναν ακίνητοι, κοκάλωσαν στο παρελθόν. Τριγυρνούσε στους δρόμους σαν χαμένος, έπινε πιο πολύ απ’ όσο μπορούσε να αντέξει και έπιανε κουβέντα στα ρωσικά με κατάπληκτους περαστικούς, καθισμένος στα παγκάκια του πάρκου. Η Κάτε προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις της να του σταθεί. Στην αρχή με τρυφερότητα, αργότερα με θυμό, στο τέλος με απελπισία. Τούτη τη μέρα, όμως, που περίμενε τους δικούς της, δεν του τη χαλάλιζε. Τον απίθωσε σαν έπιπλο σε μια γωνιά του σαλονιού και τον αγνόησε. Είχε ν’ ασχοληθεί με τις ετοιμασίες.
Η σοφίτα, στον τρίτο όροφο της οδού Αραχώβης, γέμισε χαμόγελα, δάκρυα και μπαγκάζια, μόλις κατέφτασαν οι Καλλιγάδες. Οι δύο αδελφές, ένα μικροκαμωμένο κουβαράκι από χάδια και λυγμούς, τα παιδιά αγνώριστα. Διηγήθηκαν όλοι από κάτι, με βιασύνη, αποσπασματικά, μόνο τα κύρια σημεία. Είχαν μπροστά τους όλο το χρόνο για τις λεπτομέρειες. Σημασία είχε που ήταν και πάλι μαζί. Η κιόκια τους, που είχε φτάσει στη Ρωσία σχεδόν παιδί, που είχε δει τα παιδιά να μεγαλώνουν και τα είχε κανακέψει σαν δικά της, ήταν μέρος από τον κόσμο τους. Ένιωσαν σαν να ξαναβρήκαν το χαμένο τους κομμάτι, αυτό που έψαχναν καιρό και που το κενό του πονούσε σαν πληγή.
Έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν μεζέδες και κουβέντα. Στριμωγμένοι και πανευτυχείς. Ύστερα, η Κάτε τούς άνοιξε την πόρτα μιας μικρής αποθήκης και στάθηκε στην άκρη, να τους αφήσει να περάσουν. Ουρλιαχτά έκπληξης, χέρια που έτρεμαν και δίσταζαν να ψηλαφίσουν, με τη δυσπιστία που έχεις μπροστά σε κάποιον που τον νόμιζες πεθαμένο και τον βλέπεις ξαφνικά ολοζώντανο.
Η ραπτομηχανή της Ελένης, γυαλισμένη, έτοιμη να κελαηδήσει, το σαμοβάρι, ένας ασημένιος δίσκος με τη ζαχαριέρα του και όλα τα άλλα σκεύη για το τσάι, το νυφικό της γιαγιάς Ασπασίας, που το είχαν φορέσει και οι δυο της κόρες, με τη σειρά τους… Ένα σωρό από αντικείμενα –όχι, λάθος, όχι αντικείμενα, ζωντανές υπάρξεις ήταν γι’ αυτούς– που είχαν αναγκαστεί να ξεγράψουν για πάντα και τώρα τα έβρισκαν ξανά. Χάρη στην Κάτε. Ένα ευχάριστο ξάφνιασμα, μια ζεστασιά στο δέρμα, αυτά, τελοσπάντων, που φέρνει το αληθινό νοιάξιμο…
Η κιόκια είχε ήδη βρει το σπίτι που θα έμεναν. Δεν τα κατάφερε στην ίδια γειτονιά, στα Εξάρχεια, αλλά και η Κυψέλη δεν έπεφτε και πολύ μακριά. Νοίκιασαν το ισόγειο από ένα παλιό διώροφο, στην οδό Σπετσών. Τρία δωμάτια και η κουζίνα. Ευτυχώς, το «μέρος», αυτή τη φορά, βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Στο πάνω πάτωμα έμενε η σπιτονοικοκυρά, μια ηλικιωμένη Κεφαλλονίτισσα, με τον άντρα της. Στην πρόσοψη ανοιγόταν μια μεγάλη αυλή, με λίγα δέντρα, κυρίως λεμονιές, μουριές και μια μουσμουλιά. Μπορούσαν, όποτε ήθελαν, να χρησιμοποιούν και την ταράτσα, για να απλώνουν την μπουγάδα. Ένα σπίτι ούτε ευρύχωρο ούτε, όμως, και ασφυκτικό. Ένα κανονικό σπίτι. Τοποθέτησαν τους χαμένους «θησαυρούς» σε περίοπτη θέση. Ο χώρος απέκτησε ταυτότητα. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους.
Η Κυψέλη ήταν μια όμορφη γειτονιά. Χωρίς να χάνει τα αστικά χαρακτηριστικά της, διατηρούσε ταυτόχρονα την ησυχία του απόμερου. Κατοικίες ισόγειες και διώροφες, με σκιερές αυλές. Στα γύρω σπίτια έμεναν ένα σωρό γνωστοί. Ήταν πάντα εύκολο να πετάγεται ο ένας στον άλλο, ν’ ανταλλάσσουν επισκέψεις και χαμόγελα. Και πάντα, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, οι άντρες, καλοντυμένοι, να κάνουν ποδαρικό στα σπίτια των συγγενών και να μοιράζουν τους μποναμάδες, συνήθεια που κουβαλούσαν από τα χρόνια της ευμάρειας.
Το πιο συνηθισμένο στέκι, μόλις άνοιγε ο καιρός, ήταν η πλατεία του Άη-Γιώργη. Εκεί ξεχύνονταν από τα γύρω στενά, που κατέληγαν ακτινωτά στην πλατεία, και περνούσαν λίγη ώρα στα παγκάκια ή στα πεζούλια. Τα βράδια και κυρίως τις Κυριακές, παρά τα πενιχρά οικονομικά, πάντα υπήρχε μια πρόσκληση για φαγητό ή για τσάι.
Ποτέ δεν έλειψε το χριστουγεννιάτικο δέντρο ή οι βεγγέρες, το πιάνο και τα τραγούδια. Ένας ολόκληρος κόσμος, σφιχτοδεμένος από κοινές μνήμες, που μπόρεσε να ισορροπήσει και να κρατηθεί. Κι ύστερα, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, να βγάλει τη γλώσσα κοροϊδευτικά στην κατάθλιψη και στην κατάρρευση, αγκιστρωμένος από γεύσεις, μουσικές, αστεία και αναπολήσεις.
[…]
Με τα χρήματα που έφερε, μπόρεσαν να ανασάνουν για αρκετό καιρό. Όμως, ο Χαράλαμπος, πάντα νοικοκύρης και συνετός, δεν είχε μάθει να τρώει από τα έτοιμα. Ούτε να βασίζεται στο αβέβαιο μέλλον ούτε να ζητάει βοήθεια από τρίτους. Έπρεπε να δουλέψουν. Ο Διονυσάκης, όμως, ήταν ακόμα μικρός. Γράφτηκε στο Βαρβάκειο και ξεκίνησε το Γυμνάσιο. Το ίδιο και η Μεταξούλα, που ήθελε μόλις ένα χρόνο για το πολυπόθητο απολυτήριο, ήταν κρίμα να σταματήσει τα γράμματα. Στο Πρώτο Γυμνάσιο Θηλέων, στην Πλάκα, ξανακάθισε στο θρανίο, για να βγάλει και την τελευταία τάξη. Έτσι, τα δυο μικρότερα παιδιά δικαιολογημένα εξαιρέθηκαν προς το παρόν από τη βιοπάλη. Οι δύο μεγάλες, όμως, ήταν σε θέση να παίξουν αυτό το ρόλο και όφειλαν να στηρίξουν την οικογένεια.
Η Κάκια, παρά τη φυσική της νωχέλεια και την πεποίθηση ότι το να εργάζεται είναι υποτιμητικό, δέχτηκε χωρίς διαμαρτυρίες τα νέα καθήκοντα. Με τη βοήθεια μιας γνωστής, βρήκε μια αξιοπρεπέστατη θέση στα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού, στο Κολωνάκι. Στην αρχή, ήταν πολύ ευχαριστημένη. Ίσως έπαιζε ρόλο και ότι η νόνα δεν μπορούσε πια να την επηρεάζει. Δεν ήταν μόνο η αίσθηση ότι έκανε κάτι θεάρεστο, ότι βοηθούσε χιλιάδες ανθρώπους να βελτιώσουν τη ζωή τους και να επιβιώσουν. Ήταν και η ικανοποίηση ότι ανακούφιζε την οικογένεια, γιατί, εκτός από το μισθό, κουβαλούσε κάθε τόσο στο σπίτι κι ένα δέμα με τρόφιμα, πολύτιμο για τις ανάγκες τους.
Παράλληλα, η Ασπασία γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, στο τμήμα της Ανωτέρας. Καθημερινά κατηφόριζε από την Κυψέλη ως την οδό Πειραιώς και μελετούσε ακούραστη, για ώρες, ώσπου να είναι έτοιμη, μετά από τρία χρόνια, να παρουσιάσει το απαιτητικό πρόγραμμα που της είχε ετοιμάσει ο Μαξ Μπαράτς, ο καθηγητής που είχε αναλάβει την προετοιμασία της.
Στη διπλανή αίθουσα, το ίδιο σκληρά και επίμονα, προετοιμαζόταν μια πιτσιρίκα ταλαντούχα μαθήτρια, η Τζίνα Μπαχάουερ, με καθηγητή τον πολωνό πιανίστα Βόλντεμαρ Φρήμαν. Τα βράδια, οι δυο τους διασταυρώνονταν μερικές φορές στην έξοδο του Ωδείου και αντάλλασσαν λίγα ευγενικά σχόλια και αμοιβαίες φιλοφρονήσεις. Ήταν τα «χρυσά κορίτσια», τα πολλά υποσχόμενα. Η ζωή, βέβαια, επεφύλασσε διαφορετικό δρόμο για την καθεμία…
[…] Οι «εκ Ρωσίας», ένας ξεχωριστός, απομονωμένος και τραυματισμένος κόσμος, αλληλοϋποστηρίζονταν. Ακόμα και μουσική υπόκρουση στο βωβό κινηματογράφο ανέλαβε να κάνει η Ασπασία, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, ντύνοντας τις ταινίες του Σαρλώ ή του «Χοντρού και Λιγνού» με τις μελωδίες που ήταν απαραίτητες, για να ζωντανέψουν οι σκηνές. Τέχνη και βιοπορισμός σ’ ένα γλυκόπικρο σφιχτό αγκάλιασμα… Απτόητη από τα εμπόδια, συνέχισε να δίνει μαθήματα δυναμισμού και αξιοπρέπειας, που κράτησαν για όλη τη μακρά ζωή της.
[…]
Την ίδια εποχή, κι ενώ τα προξενιά έπεφταν ακόμα βροχή, –γιατί, στα είκοσι τέσσερα χρόνια της, ήταν και πολύ νόστιμη και καλομαθημένη και, αναμφισβήτητα, μοσχαναθρεμμένη, αφού ήταν κόρη του Καλλιγά– εκείνη, κάθε φορά που παρουσιαζόταν ένας νέος υποψήφιος, πηδούσε έντρομη από το παράθυρο κι έβγαινε στο δρόμο, παρ’ όλο που κανένας χωματόδρομος της Κυψέλης δεν μπορούσε να της δώσει αυτό που ζητούσε. Έτσι, ηθελημένα ή αθέλητα –δεν έχει σημασία– και χωρίς να υποπτεύεται τις συνέπειες, υπέγραψε οριστικά την αδυναμία της να προσαρμοστεί και την επιλογή της να είναι το αδύναμο και μόνιμα συντηρούμενο μέλος της οικογένειας.
[…]
Ένα μήνα αργότερα, όμως, η Μεταξούλα βρήκε δουλειά στη νεοσύστατη ΟΥΛΕΝ. Όταν τη ρώτησαν ποιος ήταν ο μισθός της στην προηγούμενη δουλειά, κατόρθωσε, κόκκινη ως τα αυτιά για το ψέμα, να ανεβάσει το ποσό. Δεν άργησε να γίνει το καμάρι των προϊσταμένων της και η συμπάθεια των συναδέλφων, κερδίζοντας τις εντυπώσεις με τον καλό της χαρακτήρα.
Έτσι, η οικογένεια, κλείνοντας δύο χρόνια στην Αθήνα, είχε καταφέρει τρία σπουδαία κατορθώματα: να προσαρμοστεί στο νέο τρόπο ζωής, να ζει με αξιοπρέπεια και, το κυριότερο, να αντικρίζει το μέλλον με αρκετή αισιοδοξία.»
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, «Η ΜΕΤΑΞΟΥΛΑ, ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ, ΡΟΣΤΟΒ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΒΟΛΟΣ, ΑΦΡΙΚΗ, ΑΘΗΝΑ. ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
.
Προμηθευτείτε το βιβλίο με 10% έκπτωση ΕΔΩ: https://www.politeianet.gr/.../9789604382361-ioannidou...
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Οι γυναίκες και ο γιος της οικογένειας Καλλιγά αμέσως μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, αφού είχαν χάσει τα πάντα.
- Τα παιδιά της οικογένειας Καλλιγά λίγα χρόνια πριν, πλούσιοι στο Ροστόβ της Ρωσίας]






πηγη

Dionisis Vitsos

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας Σας ευχαριστούμε από καρδιας Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας




Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only