Οι νομάδες Τούρκοι, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Οθωμανοί, προέρχονταν από την Κεντρική Ασία. Ωθούμενοι από τους Μογγόλους, μετακινήθηκαν προς τα δυτικά και εγκαταστάθηκαν κοντά στην Προύσα (1281). Η μικροσκοπική αυτή ηγεμονία προσέλκυσε πλήθος από μισθοφόρους που αναζητούσαν λάφυρα και από καλλιεργητές που αναζητούσαν κτήματα. Ιδρυτής του Οθωμανικού κράτους θεωρείται ο Οσμάν ή Οθμάν (1289-1326), ο οποίος έκανε τις πρώτες κατακτήσεις, αξιοποιώντας τον παλιό ισλαμικό θεσμό των γαζήδων (φανατικών πολεμιστών της πίστης). Οι κατακτήσεις του Οσμάν διευκολύνθηκαν από τη διάλυση των βυζαντινών ακριτικών σωμάτων μετά το 1261. Η πρώτη νικηφόρα σύγκρουση του Οσμάν με τα βυζαντινά στρατεύματα έγινε το 1301 κοντά στην Προύσα. Το 1326 η Προύσα καταλήφθηκε από τον Ορχάν, διάδοχο του Οσμάν, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσά του.
Ο Οσμάν Α΄ ή Οσμάν Γαζής (Ghazi σημαίνει "ιερός πολεμιστής"), (1258 - 1326) ήταν ιδρυτής και σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στο χωριό Θηβάσιο (Söğüt) της Βιθυνίας. Ήταν γιος του Τούρκου φύλαρχου Ερτογρούλ και της Χαλιμέ Χατούν. Ο πατέρας του ήταν αρχηγός της νομαδικής φυλής των Καγί ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Θηβάσιο αφού μετανάστευσε με την φυλή και την οικογένειά του από τη Αρμενία (ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Κεντρικής Ασίας, Περσίας και Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Μετά τον θάνατο του πατέρα του έγινε Μπέης. Σε νεαρή ηλικία, ο Οσμάν, επιτέθηκε εναντίον του βυζαντινού φρουρίου της Αγγελοκώμης (İnegöl), το οποίο και κατέλαβε. Έγινε στρατηγός του Σελτζούκου σουλτάνου Μαχσούντ Β΄ και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του τελευταίου, έγινε ηγεμόνας της Βιθυνίας. Το 1299 αυτοανακηρύχτηκε Σουλτάνος του δικού του ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο έδωσε το όνομα του. Σταδιακά άρχισε να επεκτείνει την κυριαρχία του, αρχικά στην περιοχή του Μαρμαρά και αργότερα στη Μικρά Ασία. Πολιόρκησε την Προύσα, την οποία τελικά κατέλαβε ο γιος του Ορχάν στις 6 Απριλίου 1326. Η πρωτεύουσα του κράτους του ήταν το Καρά Χισάρ (Μαύρο Κάστρο?) ενώ είχε κόψει νομίσματα τα οποία έφεραν το όνομά του. Απεβίωσε το 1326 ενώ πολιορκούσε την βυζαντινή πόλη Προύσα σε ηλικια 68 ετων.
Η βυζαντινή και οθωμανική κουλτούρα είναι ένα πολιτισμικό συνεχές κατά τον Αχμέτ Ερτούγκ, μία φυσιογνωμία του εκδοτικού χώρου. Πριν πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, οι βυζαντινοί άρχοντες ζούσαν στην περιοχή της Προύσας και πάντρευαν τις θυγατέρες τους με Οθωμανούς πρίγκιπες. Εχω πεισθεί ότι αυτές οι ευγενείς γυναίκες επηρέασαν τους συζύγους τους ώστε να ακολουθήσουν τα πρότυπα πλούτου και αρχιτεκτονικής που έθετε η Κωνσταντινούπολη.
Από παλιά βυζαντινή οικογένεια –το εξισλαμισθέν όνομά της σημαίνει Ουρανός– ο ιδρυτής της δυναστείας, Γαζή Εβρενός, μαζί με έναν άλλο Βυζαντινό αξιωματούχο, τον Κιοσέ [Σπανός, στα ελληνικά] Μιχαήλ, συνέπηξαν στη Βιθυνία «ανίερη συμμαχία» με τον πρώτο σουλτάνο Οσμάν, τον γενάρχη της δυναστείας, και από μιαν άποψη υπήρξαν συνιδρυτές της Αυτοκρατορίας των Οθωμανών.
Στην οργάνωση του νέου κρατιδίου, των Οθωμανών Τούρκων, θα βοηθήσει σημαντικά και καταλυτικά ένας Βυζαντινός αξιωματούχος, Μιχαήλ Σπανός, γνωστός ως Κιοσέ Μιχαήλ , διοικητής του φρουρίου της Κερμεγκίας (Chirmenkia) στη Βιθυνία (σημερινό Harmankaya), ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Οσμάν, ωστόσο γίνεται στενός φίλος και συνεργάτης του Οσμάν. Ο Μιχαήλ μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό του φρουρίου ασπάστηκαν το Ισλάμ, ακολουθώντας την κύρια πολιτική του Οσμάν, η οποία ήταν ο εξισλαμισμός του Βυζαντινού Πληθυσμού και κυρίως αξιωματούχων. Ήταν ο πρώτος σημαντικός βυζαντινός αποστάτης και εξισλαμισμένος αξιωματούχος που μπήκε στην Οθωμανική υπηρεσία. Είναι επίσης γνωστός ως Gazi Mihal και Abdullah Mihal Gazi. Ο Μιχαήλ Σπανός ήταν Έλληνας στην καταγωγή και κυβερνήτης της Κερμεγκίας. Το κάστρο του ήταν στις πλαγιές του Βιθυνικου Ολύμπου (Uludağ) στην Βηλοκώμη (Bilecik). Πρίν τον εξισλαμισμό διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον φύλαρχο Οσμάν, ήταν σύμμαχος του στο πόλεμο και ήταν ηγέτης του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Επίσης ήταν σύμβουλος και διπλωματικός αντιπρόσωπος του Οσμάν. Ο εξισλαμισμός του έγινε μεταξύ 1304 και 1313, την εποχή της εκστρατείας των Καταλανών εναντίον των Τούρκων στην Μικρά Ασία ή λίγο αργότερα. Μέχρι την κατάκτηση της Παρούσας, της πρώτης μεγάλης πόλης που κατέκτησαν και πρώτης πρωτεύουσας των Τούρκων, ο Μιχαήλ Σπανός έπαιξε σημαντικό ρόλο σαν διπλωματικός αντιπρόσωπος του διαδόχου σουλτάνου, του Ορχάν. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ίδρυσε δυναστεία δική του μέσα στο νέο κράτος, τους Mihaloğlu που ήταν διάσημοι τους πρώτου αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (15-16ος αιώνας). Ήταν πολιτικά και στρατιωτικά δυνατή οικογένεια στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Αλλά δεν ανέβηκαν στην κορυφή της ιεραρχίας. Ο εγγονός του Μιχαήλ Σπανού λεγόταν Ghazi Mihal Bey, κρατώντας το ελληνικό όνομα του παππού του. Στις 5 Δεκεμβρίου 2020, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας ανακοίνωσε ότι το σπαθί του Μιχαήλ Σπανού καταγράφηκε ως το παλαιότερο οθωμανικό χειροποίητο τεχνούργημα και μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Οι νομάδες Τούρκοι, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Οθωμανοί, προέρχονταν από την Κεντρική Ασία. Ωθούμενοι από τους Μογγόλους, μετακινήθηκαν προς τα δυτικά και εγκαταστάθηκαν κοντά στην Προύσα (1281). Η μικροσκοπική αυτή ηγεμονία προσέλκυσε πλήθος από μισθοφόρους που αναζητούσαν λάφυρα και από καλλιεργητές που αναζητούσαν κτήματα. Ιδρυτής του Οθωμανικού κράτους θεωρείται ο Οσμάν ή Οθμάν (1289-1326), ο οποίος έκανε τις πρώτες κατακτήσεις, αξιοποιώντας τον παλιό ισλαμικό θεσμό των γαζήδων (φανατικών πολεμιστών της πίστης). Οι κατακτήσεις του Οσμάν διευκολύνθηκαν από τη διάλυση των βυζαντινών ακριτικών σωμάτων μετά το 1261. Η πρώτη νικηφόρα σύγκρουση του Οσμάν με τα βυζαντινά στρατεύματα έγινε το 1301 κοντά στην Προύσα. Το 1326 η Προύσα καταλήφθηκε από τον Ορχάν, διάδοχο του Οσμάν, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσά του.
Ο Οσμάν Α΄ ή Οσμάν Γαζής (Ghazi σημαίνει "ιερός πολεμιστής"), (1258 - 1326) ήταν ιδρυτής και σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στο χωριό Θηβάσιο (Söğüt) της Βιθυνίας. Ήταν γιος του Τούρκου φύλαρχου Ερτογρούλ και της Χαλιμέ Χατούν. Ο πατέρας του ήταν αρχηγός της νομαδικής φυλής των Καγί ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Θηβάσιο αφού μετανάστευσε με την φυλή και την οικογένειά του από τη Αρμενία (ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Κεντρικής Ασίας, Περσίας και Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Μετά τον θάνατο του πατέρα του έγινε Μπέης. Σε νεαρή ηλικία, ο Οσμάν, επιτέθηκε εναντίον του βυζαντινού φρουρίου της Αγγελοκώμης (İnegöl), το οποίο και κατέλαβε. Έγινε στρατηγός του Σελτζούκου σουλτάνου Μαχσούντ Β΄ και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του τελευταίου, έγινε ηγεμόνας της Βιθυνίας. Το 1299 αυτοανακηρύχτηκε Σουλτάνος του δικού του ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο έδωσε το όνομα του. Σταδιακά άρχισε να επεκτείνει την κυριαρχία του, αρχικά στην περιοχή του Μαρμαρά και αργότερα στη Μικρά Ασία. Πολιόρκησε την Προύσα, την οποία τελικά κατέλαβε ο γιος του Ορχάν στις 6 Απριλίου 1326. Η πρωτεύουσα του κράτους του ήταν το Καρά Χισάρ (Μαύρο Κάστρο?) ενώ είχε κόψει νομίσματα τα οποία έφεραν το όνομά του. Απεβίωσε το 1326 ενώ πολιορκούσε την βυζαντινή πόλη Προύσα σε ηλικια 68 ετων.
Η βυζαντινή και οθωμανική κουλτούρα είναι ένα πολιτισμικό συνεχές κατά τον Αχμέτ Ερτούγκ, μία φυσιογνωμία του εκδοτικού χώρου. Πριν πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, οι βυζαντινοί άρχοντες ζούσαν στην περιοχή της Προύσας και πάντρευαν τις θυγατέρες τους με Οθωμανούς πρίγκιπες. Εχω πεισθεί ότι αυτές οι ευγενείς γυναίκες επηρέασαν τους συζύγους τους ώστε να ακολουθήσουν τα πρότυπα πλούτου και αρχιτεκτονικής που έθετε η Κωνσταντινούπολη.
Από παλιά βυζαντινή οικογένεια –το εξισλαμισθέν όνομά της σημαίνει Ουρανός– ο ιδρυτής της δυναστείας, Γαζή Εβρενός, μαζί με έναν άλλο Βυζαντινό αξιωματούχο, τον Κιοσέ [Σπανός, στα ελληνικά] Μιχαήλ, συνέπηξαν στη Βιθυνία «ανίερη συμμαχία» με τον πρώτο σουλτάνο Οσμάν, τον γενάρχη της δυναστείας, και από μιαν άποψη υπήρξαν συνιδρυτές της Αυτοκρατορίας των Οθωμανών.
Στην οργάνωση του νέου κρατιδίου, των Οθωμανών Τούρκων, θα βοηθήσει σημαντικά και καταλυτικά ένας Βυζαντινός αξιωματούχος, Μιχαήλ Σπανός, γνωστός ως Κιοσέ Μιχαήλ , διοικητής του φρουρίου της Κερμεγκίας (Chirmenkia) στη Βιθυνία (σημερινό Harmankaya), ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Οσμάν, ωστόσο γίνεται στενός φίλος και συνεργάτης του Οσμάν. Ο Μιχαήλ μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό του φρουρίου ασπάστηκαν το Ισλάμ, ακολουθώντας την κύρια πολιτική του Οσμάν, η οποία ήταν ο εξισλαμισμός του Βυζαντινού Πληθυσμού και κυρίως αξιωματούχων. Ήταν ο πρώτος σημαντικός βυζαντινός αποστάτης και εξισλαμισμένος αξιωματούχος που μπήκε στην Οθωμανική υπηρεσία. Είναι επίσης γνωστός ως Gazi Mihal και Abdullah Mihal Gazi. Ο Μιχαήλ Σπανός ήταν Έλληνας στην καταγωγή και κυβερνήτης της Κερμεγκίας. Το κάστρο του ήταν στις πλαγιές του Βιθυνικου Ολύμπου (Uludağ) στην Βηλοκώμη (Bilecik). Πρίν τον εξισλαμισμό διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον φύλαρχο Οσμάν, ήταν σύμμαχος του στο πόλεμο και ήταν ηγέτης του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Επίσης ήταν σύμβουλος και διπλωματικός αντιπρόσωπος του Οσμάν. Ο εξισλαμισμός του έγινε μεταξύ 1304 και 1313, την εποχή της εκστρατείας των Καταλανών εναντίον των Τούρκων στην Μικρά Ασία ή λίγο αργότερα. Μέχρι την κατάκτηση της Παρούσας, της πρώτης μεγάλης πόλης που κατέκτησαν και πρώτης πρωτεύουσας των Τούρκων, ο Μιχαήλ Σπανός έπαιξε σημαντικό ρόλο σαν διπλωματικός αντιπρόσωπος του διαδόχου σουλτάνου, του Ορχάν. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ίδρυσε δυναστεία δική του μέσα στο νέο κράτος, τους Mihaloğlu που ήταν διάσημοι τους πρώτου αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (15-16ος αιώνας). Ήταν πολιτικά και στρατιωτικά δυνατή οικογένεια στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Αλλά δεν ανέβηκαν στην κορυφή της ιεραρχίας. Ο εγγονός του Μιχαήλ Σπανού λεγόταν Ghazi Mihal Bey, κρατώντας το ελληνικό όνομα του παππού του. Στις 5 Δεκεμβρίου 2020, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας ανακοίνωσε ότι το σπαθί του Μιχαήλ Σπανού καταγράφηκε ως το παλαιότερο οθωμανικό χειροποίητο τεχνούργημα και μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Η περίοδος που ακολούθησε την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είδε ορισμένες από τις σημαντικότερες τέτοιες αλλαγές. Με την αποχώρηση των λεγεώνων προς την Ευρώπη στις αρχές του 5ου αιώνος η Britannia, ρωμαϊκή επαρχία επί αιώνες, έμεινε έκθετη σε εχθρικές επιδρομές. Οι εκλατινισμένοι και εκχριστιανισμένοι Κελτο-Ρωμαίοι άρχισαν να δέχονται ολοένα και περισσότερο την πίεση των γερμανικών φυλών που έπλεαν από τα ανατολικά, αναζητώντας τη δική τους τύχη στη λεγόμενη «Μεγάλη Μετανάστευση των Λαών». Από την περιοχή της σημερινής Δανίας και βορείου Γερμανίας οι φυλές των Άγγλων (Angli, Angles), των Σαξόνων (Saxons, Sassenach, Saeson) και των Ιούτων (Jutes), μαζί με Φρισίους από την Ολλανδία, έφθαναν κατά κύματα στα βρετανικά εδάφη. Ένας μακρύς και επίμονος αγώνας ξεκίνησε ανάμεσα σε γηγενείς και εισβολείς: η αντίσταση των «πολιτισμένων» Κελτο-Ρωμαίων χριστιανών εναντίον των «βαρβάρων» Αγγλοσαξόνων παγανιστών θα αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη βρετανική συλλογική μνήμη μέσα από το θρύλο του βασιλιά Αρθούρου.
Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνος οι αγγλοσαξονικές φυλές είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Βρετανίας. Γεωργοί όντας, όπως είχαν συνηθίσει από τις ηπειρωτικές τους πατρίδες, εγκαταστάθηκαν στα βοσκοτόπια και τις εύφορες πεδιάδες της ανατολής. Οι Κέλτες περιορίστηκαν στα ορεινά της Ουαλίας, της Κορνουάλης και των σκωτικών συνόρων, διαμορφώνοντας περίπου τα σύγχρονα σύνορα της Αγγλίας. Η ερήμωση των παλαιών ρωμαϊκών πόλεων, η καταστροφή των εκκλησιών και οι σφαγές που συνόδευσαν την κατάκτηση οδήγησαν στην πτώση του κλασσικού πολιτισμού του νησιού και τη βίαιη λήξη της κελτικής «Εποχής των Αγίων». Η οικονομική και κοινωνική ζωή μαράζωσαν, ενώ η παρακμή της μόρφωσης είχε ως αποτέλεσμα ο πρώιμος αγγλικός μεσαίωνας να έχει εξαιρετικά περιορισμένα γραπτά μνημεία, οδηγώντας στο χαρακτηρισμό του ως «σκοτεινών χρόνων».
Εν μέσω των ερειπίων οι Αγγλοσάξονες εδραιώθηκαν και άρχισαν να οικοδομούν τον δικό τους κόσμο. Κατά παράδοση οργανώνονταν σε επίπεδο κοινότητας και φυλής, σε μία συμφωνία ελευθέρων αγροτών με ηγεμονίσκους-πολεμιστές (earls). Συν τω χρόνω δημιουργήθηκαν βασίλεια, μεγαλύτερες και πιο συγκεντρωτικές δομές. Ο αριθμός και η έκταση των βασιλείων άλλαζε συχνά διότι, όπως θα φανεί παρακάτω, οι βασιλείς πολλές φορές διαιρούσαν τα εδάφη τους μεταξύ των διαδόχων τους, ύστερα επανενώνονταν κτλ. Ύστερα από τις ανακατατάξεις των πρώτων χρόνων, σχηματίστηκε ένα σύστημα αγγλοσαξονικών βασιλείων που αργότερα οι ιστορικοί επονόμασαν «Επταρχία». Ξεκινώντας από το βορρά προς το νότο, αποτελείτο από τη Νορθουμβρία, τη Μερκία, την Ανατολική Αγγλία (East Anglia), το Έσσεξ (Ανατολικοί Σάξονες), το Κεντ, το Σάσσεξ (Νότιοι Σάξονες) και το Ουέσσεξ (Δυτικοί Σάξονες). Αυτά τα βασίλεια (πρωτόγονα και εντελώς υποτυπώδη ακόμη και για δυτικοευρωπαϊκά δεδομένα) βρίσκονταν σε έναν διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους και με τους Κέλτες, εμποδίζοντας ή καθιστώντας θνησιγενείς οποιαδήποτε εγχειρήματα για νησιωτική ενότητα (αν θεωρήσουμε πως απασχολούσαν τους εκάστοτε ηγεμόνες, πέραν της επέκτασης της δικής τους επικρατείας). Τον 7ο αιώνα, ύστερα από δραστήριες ιεραποστολές από τη Ρώμη, επετεύχθη ο εκχριστιανισμός των Αγγλοσαξόνων. Από το σημείο εκείνο ξεκινά η ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμού, με επίκεντρο πλούσια και δραστήρια μοναστήρια όπως του Λίντισφαρν στις βορειοανατολικές ακτές της Νορθουμβρίας. Με τη βοήθεια Ελλήνων και Λατίνων κληρικών η μάθηση και η κλασσική παιδεία άρχισαν να ανακάμπτουν στη Βρετανία. Η άνθιση της τέχνης (χρυσοχοΐα, μικρογραφία κ.α.), της παραγωγής βιβλίων και η πρώτη μεταφορά της παλαιάς αγγλικής γλώσσας σε γραπτή μορφή κάνουν τους ιστορικούς να ομιλούν για μια μικρή «Χρυσή Εποχή» μέσα στη γενική οπισθοδρόμηση του πρώιμου Μεσαίωνος.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν αναλυθεί μέχρι στιγμής οι Βρετανοί διαθέτουν υψηλό αριθμό γερμανικών αρσενικών προγόνων. Οι ερευνητικές προσπάθειες έδειξαν ότι η γενετική δεξαμενή του βρετανικού πληθυσμού της χώρας περιέχει κατά 50 έως 100% γερμανικά φυλοκαθοριστικά χρωμοσώματα Y. H αγγλοσαξονική επικράτηση, ωστόσο, έχει προκαλέσει πολλές απορίες στους ερευνητές καθώς όπως υποδεικνύουν αρχαιολογικά ευρήματα εκείνη την περίοδο ο αριθμός των εισβολέων ήταν περιορισμένος. Σύμφωνα με υπολογισμούς αυτοί οι άνθρωποι, που βρέθηκαν στη Βρετανία κατά τη διάρκεια του 5ου έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. ξεπερνούσαν τους 10 έως 200 χιλιάδες. Οι αυτόχθονες ξεπερνούσαν τα δύο εκατομμύρια άτομα.
Ο χρόνος άμβλυνε την αντιπαλότητα. Ο ρωμαϊκός τρόπος ζωής κυριάρχησε στον Νότο, ενώ δυο τείχη ορθώθηκαν από ακτή σε ακτή για να ασφαλίσουν τη ρωμαϊκή επαρχία από τους εισβολείς του Βορρά. Το Λονδίνο εξελίχθηκε σε μεγαλούπολη με 60.000 κατοίκους. Στη Ρώμη, όμως, ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι. Οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι αποσύρονταν από τη Βρετανία για να χρησιμοποιηθούν στις μάχες για την κυριαρχία. Ο τελευταίος Ρωμαίος στρατιώτης εγκατέλειψε το νησί στα 442. Οι Κέλτες του Βορρά, ξεχύθηκαν στο Νότο. Ο άρχοντας, Βορτέγερνος (Βόρντιγκερν), κάλεσε τους Γερμανούς να τον βοηθήσουν. Ήρθαν, τσάκισαν τους εισβολείς κι έμειναν αυτοί κυρίαρχοι της χώρας. Ήταν γύρω στα 516, όταν ξεπρόβαλε η μορφή του θρυλικού βασιλιά Αρθούρου, του πιο γνωστού από τους ήρωες των Κελτών. Ο «τελευταίος από τους Δρυίδες», ο μάγος Μέρλιν, έφταιγε γι’ αυτό. Κελτικοί μύθοι και χριστιανισμός μπερδεύονται στους θρύλους που τους συνδέουν.
Ο ισχυρισμός ότι ο Αρθούρος είναι πραγματικό πρόσωπο ενισχύεται από το γεγονός ότι το «Άρθουρ/Arthur» είναι Ουαλικό όνομα προερχόμενο από το Ρωμαϊκό οικογενειακό όνομα Αρτόριος/Artorius. Η φιγούρα του Αμβρόσιου Αυρηλιανού, σύμφωνα με ισχυρισμούς, θα μπορούσε να έχει το όνομα Αρτόριος. Σημειώνεται ότι τα Ρωμαϊκά ονόματα ήταν διαδεδομένα στη Βρετανία μετά την κατάκτηση από τον Κλαύδιο το 43 μ.Χ.
Η Ρώμη άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά της τον 3ο αιώνα για να προστατεύσει την αυτοκρατορία από εισβολές βαρβάρων. Οι βαρβαρικές απειλές συνεχίστηκαν για περίπου 200 χρόνια και η Ρώμη μείωνε σταδιακά τις φρουρές της στη Βρετανία, καθώς χρειαζόταν ενισχύσεις στην ηπειρωτική χώρα. Μέχρι το 410 μ.Χ., την χρονιά που οι Γότθοι πολιόρκησαν τη Ρώμη, όλες οι Ρωμαϊκές φρουρές είχαν αποσυρθεί από τη Βρετανία.
Η απόφαση της Ρώμης να απομακρύνει τα στρατεύματα άφησε τους Βρετανούς ανυπεράσπιστους. Ο Ρωμαϊκός στρατός κατά μήκος του Τείχους του Αδριανού και σε άλλες περιοχές προστάτευε τους Βρετανούς για περισσότερα από 300 χρόνια. Με την εξουσία της Ρώμης να παρακμάζει, οι βόρειοι Πίκτες και Σκωτσέζοι βρήκαν ευκαιρία και άρχισαν εφόδους σε Βρετανικά αγροκτήματα και χωριά.
Την ίδια περίπου εποχή, διασπάστηκε η Σαξονική συνομοσπονδία και άρχισαν να εμφανίζονται στη νοτιοανατολική ακτή της Βρετανίας Σάξονες μετανάστες και επιδρομείς . Το Αγγλοσαξονικό Χρονικό αναφέρει: «Το 443 μ.Χ. μετέβησαν οι Βρετανοί στη Ρώμη και ικέτευσαν για βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Πίκτες, αλλά δεν βρήκαν ανταπόκριση, διότι οι Ρωμαίοι ήταν σε πόλεμο με τον βασιλιά των Ούνων Αττίλα. Μετά απευθύνθηκαν στους Άγγλους και ζήτησαν το ίδιο από τους ευγενείς αυτού του έθνους».
Χωρίς βοήθεια από τη Ρώμη, ένας Βρετανός βασιλιάς ονόματι Βόρτιγκερν στράφηκε στους Σάξονες για να αποκρούσει τους Πίκτες και τους Σκώτους. Οι Σάξονες συμφώνησαν αλλά αφού νίκησαν τους εισβολείς, αποφάσισαν να παραμείνουν.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς Γκίλντα/Gildas (500-570) Βέδα/Bede (672-735) και Νέννιο/Nennius (9ος αιώνας) – καθώς και άλλους – η Σαξονική συνδρομή κατέληξε σε εισβολή (ισχυρισμός που αμφισβητήθηκε από σύγχρονους μελετητές) κατά την οποία η Βρετανία πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε.
Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε ένας μεγάλος Βρετανός ηγέτης, ο οποίος συσπείρωσε τους ανθρώπους γύρω του και νίκησε τους Σάξονες στη μάχη του Μπάτον Χίλ/Badon Hill. Ο ηγέτης αναφέρεται ως Αμβρόσιος Αυρηλιανός, από τους Χίλντα και Βέδα και ως Αρθούρος από τον Νέννιο, ο οποίος είναι ο πρώτος ιστορικός που αναφέρει το όνομά του.
Στο μεταξύ, εξεγέρσεις ξέσπασαν στη Γαλατία και στη Βρετανία όπου ο στρατός στασίασε εναντίον του διοικητή του (ο τίτλος του οποίου ήταν “Comes Britanniae”) και επέλεξε ως διάδοχό του έναν στρατιώτη, τον Κωνσταντίνο. Αυτός ανακήρυξε τον εαυτό του Αυτοκράτορα (Κωνσταντίνος Γ’) και αφού πήρε μαζί του τον κύριο όγκο του στρατού της Βρετανίας, διέσχισε το στενό της Μάγχης το 407 για να καταλάβει τον αυτοκρατορικό Θρόνο.....
Ο αυτοανακηρυχθείς Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Γ’ αναχώρησε από τη Βρετανία το 407, κατά την έναρξη της μεγάλης κρίσης παίρνοντας μαζί τους περισσότερους από τους comitatensis που ήταν ο πυρήνας της άμυνας της επαρχίας. Η φιλοδοξία του να μπει στη Ρώμη τελικά απέτυχε και σε λίγα χρόνια σκοτώθηκε (το 411, στην Αρελάτη της Γαλατίας). Το βασικό του “επίτευγμα” ήταν ότι άφησε τη Βρετανία ευάλωτη.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η επαρχία δεν είχε τους υπερασπιστές της. Οι φρουροί των ακτών και του Τείχους παρέμειναν καλλιεργώντας εδάφη γύρω από τα οχυρά τους αφού δεν πληρώνονταν από την κεντρική κυβέρνηση. Ήταν σαφώς δευτερεύουσες μονάδες, ικανές να κρατήσουν μόνο τα τείχη και τίποτε περισσότερο.
Τον 4ο αιώνα, το Τείχος του Αδριανού είχε υποβαθμιστεί και δεν αποτελούσε πλέον τη συνεχή αμυντική γραμμή που κάλυπτε τον ρωμαϊκό νότο από τον βαρβαρικό βορρά. Ήταν πλέον μια ασυντήρητη δομή ανάμεσα σε οχυρά που έμοιαζαν περισσότερο σαν ένοπλα και πυκνοκατοικημένα χωριά. Το ίδιο το Τείχος, οι πυργίσκοι και τα οχυρά εγκαταλείφθηκαν και κατοικούνταν από οικογένειες κληρονομικών συνοριακών φρουρών, οπότε ακόμη και αν η αυτοκρατορική κυβέρνηση στη Ραβέννα διέταζε την αποχώρησή τους από τη Βρετανία, οι φρουρές θα είχαν στασιάσει. Ενώ ο τακτικός στρατός είχε αποσυρθεί (ακολουθώντας τον Κωνσταντίνο Γ’), οι δυνάμεις αυτές παρέμειναν στις θέσεις τους και στη διάθεση μιας μελλοντικής βρετανικής ηγεσίας.
Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τη ρωμαϊκή απόσυρση, η πολιτική κατάσταση στη Βρετανία ήταν σκοτεινή. Το ερώτημα που αναδύεται είναι ποιά θα ήταν η νέα αρχή. Ίσως ορισμένοι από τους ανώτερους Ρωμαίους αξιωματούχους που παρέμειναν στην επαρχία, διατήρησαν τη θέση τους στην μεταρωμαϊκή ιεραρχία. Στον Bορρά, πολλοί από τους μεταγενέστερους Κέλτες ηγεμόνες όριζαν την καταγωγή τους στον “Coel Hen” (ή “Παλαιός Βασιλιάς Cole”). Έχει προταθεί ότι αυτός ήταν ο τελευταίος “Dux Britanniarum” (σ.τ.Μ. : o Coilus ή Coelius Votepacus, Διοικητής του Τείχους του Αδριανού). Ως εκ τούτου, είχε σημαντική επιρροή και στις δύο πλευρές του Τείχους, άρα ήταν σε θέση να κυριαρχήσει στις υποθέσεις της βόρειας Βρετανίας τα χρόνια μετά τη ρωμαϊκή αποχώρηση. Μπορεί να ήταν ο κύριος ηγέτης στη χώρα μέχρι το 420 περίπου, αν και η επιρροή που είχε νότια από την έδρα του στο Eburacum (σημ. York) είναι άγνωστη. Οι πηγές δείχνουν ότι ένα “Συμβούλιο της Βρετανίας” που αποτελείτο από εκπροσώπους των διαφόρων φυλών, των πόλεων (civitates) και των στρατιωτικών διοικητών (όπως ο Coel), προσπάθησε να οργανώσει μια κοινή άμυνα. Αυτό το έργο βαλλόταν από τα γεγονότα καθώς η χώρα βυθιζόταν από καταστροφικές επιδρομές σε όλες τις πλευρές. Από τα βόρεια, πρώτοι οι Πίκτοι παρέκαμψαν την προστατευτική ζώνη των φρουρών του Τείχους και των φιλικών προς τη Ρώμη φυλών που βρίσκονταν βόρεια αυτού και ρίχθηκαν στα πλούσια βρετανικά εδάφη στο νότο.
Στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα από τις επιδρομές βαρβαρικών λαών και ουσιαστικά βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο πριν από την κατάρρευσή του. Το 410 μ.Χ. αποσύρονται από τη Βρετανία τα τελευταία ρωμαϊκά στρατεύματα, για να ενισχύσουν την άμυνα της Ρώμης ενάντια στους Βησιγότθους. Την εποχή αυτή, η οποία σε γενικές γραμμές συμπίπτει χρονικά με την άφιξη των πρώτων Αγγλοσαξόνων, οι κύριοι κάτοικοι των νησιών είναι λαοί κελτικής προέλευσης, όπως οι Σκώτοι και οι Πίκτοι στον βορρά, και οι Βρετανοί καθώς και κάποιοι εναπομείναντες ρωμαϊκοί πληθυσμοί στον νότο. Οι λαοί αυτοί, μετά την απόσυρση των ρωμαϊκών λεγεώνων άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους. Στη σύγκρουση αυτή, οι Βρετανοί με τη βοήθεια μισθοφόρων από τις νεοφερμένες γερμανικές φυλές κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Πίκτους και τους Σκώτους. Ωστόσο, οι Αγγλοσάξονες, μετά τη νίκη τους αυτή και αφού δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τα εδάφη που έλαβαν ως αποζημίωση, βρήκαν κάποιο πρόσχημα και εγκατέλειψαν τους Βρετανούς συμμαχώντας με τους Πίκτους. Από το σημείο αυτό, αρχίζουν να κατακτούν σταδιακά την ενδοχώρα. Η κατάκτηση αυτή θα είναι μια αργή διαδικασία που θα διαρκέσει πάνω από έναν αιώνα.
Η ανατροπή της παραδοσιακής οικονομικής ζωής της Αττικής που επήλθε με τις επιδρομές από βορρά (οι Γερμανοί Έρουλοι στα τέλη του 3ου αιώνα, οι Γερμανοί Γότθοι στα τέλη του 4ου , οι Γερμανοί Βάνδαλοι κατά τον 5ο αιώνα, οι Σλάβοι μετά τα μέσα του 6ου αιώνα, οι Άραβες Σαρακηνοί τον 8ο αιώνα και αργότερα), δημιούργησαν την κατάσταση μιας υποτονικής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Υπόγεια ρεύματα της Ιστορίας έφεραν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κώνσταντα τον Β΄ να διαχειμάσει στην πόλη των Αθηνών το έτος 662/663 μ.Χ., ενώ δύο γυναίκες επιφανών οικογενειών της Αθήνας -δείγμα ύπαρξης τοπικής αριστοκρατίας- η Ειρήνη και η ανεψιά της Θεοφανώ ανέβηκαν στο θρόνο του Βυζαντίου (στα τέλη 8ου και στον 9ο αιώνα αντίστοιχα). Και βέβαια, ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος εδώ εόρτασε τη νίκη του επί των Βουλγάρων, αποδίδοντας τιμή στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που δεν είναι άλλος από τον Παρθενώνα. Κατά την Φραγκοκρατία το επίνειο της Αθήνας, ο Πειραιάς είχε την ίδια τύχη με την Αθήνα. Πρωτεύουσα σ΄ αυτούς τους χρόνους υπήρξε η Θήβα και το επίνειό της η Λιβαδόστρα της Βοιωτίας υπήρξε το λιμάνι των Φράγκων στον κόλπο των Αλκυονίδων τον Κορινθιακό κόλπο. Η δυναστεία των Ντελαρός δεν ενδιαφέρθηκαν να συγκροτήσουν στόλο. Δεν υπήρξε καμιά ναυτική δύναμη στον Πειραιά. Σε όλα τα παράλια της Αττικής οι πειρατές είχαν πειρατικές φωλιές κι έκαναν καλά την δουλειά τους (όπως εξ΄ άλλου παντού στον Ελλαδικό χώρο). Με την κάθοδο των Καταλανών, κανένα σκάφος δεν επιτρεπόταν να πλεύσει στον Σαρωνικό. Οι Βενετοί ήσαν αυτοί που εμπόδιζαν την ανάπτυξη τόσο του Πειραιά όσο και της Αθήνας. Ο Πειραιάς ήταν σε πλήρη παρακμή και είχε απομονωθεί από ένα Βενετικό φρούριο. Οι Βενετοί έναντι ανταλλαγμάτων πάντα, έφερναν εμπόδια ακόμα και στους Καταλανούς της Αίγινας να μην πλέουν γαλέρες στον Πειραιά. Ήθελαν την πλήρη ερήμωσή του. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης του 1319 μεταξύ Βενετών – Καταλανών, όλο το εμπόριο θα γινόταν από την Λιβαδόστρα! Δεν είχαν κανένα δικαίωμα οι Καταλανοί να εξοπλίζουν πλοία στον Σαρωνικό. Περεμπόδιζαν έτσι και τον Καταλανικό στόλο που φοβόντουσαν για την εξαπλωσή του και παράλληλα ήθελαν ταχεία προσπέλαση όλων, στα λιμάνια της Νότιας Ιταλίας!
Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιήθηκε, βέβαια, κατά καιρούς, ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου ή των πειρατικών πλοίων, που τότε – όπως και αργότερα – λυμαίνονταν το Αιγαίο. Αλλά για κάποια, έστωκαι περιορισμένη, λιμενική κίνηση, δεν μπορει να γίνει λόγος. Κι από το 1318 μ.Χ. ο Πειραιάς έχασε και το αρχαίο όνομα του. ‘Εγινε το λιμάνι του Λιονταριού το “PORTO LEONE”, το “PORTO DRACO” των Φράγκων και από το 1456 το “Ασλάν λιμάνι” των Τούρκων (λιμάνι λέοντος), από το μαρμάρινο άγαλμα Λέοντος, που βρισκόταν περίπου στη θέση όπου χτίστηκε αργότερα το Παλαιό Δημαρχείο (Ρολόι) – και το οποίο “απήγαγε” το 1688, στη διάρκεια της γνωστής εκστρατείας του κατά των Αθηνών, ο Φρ. Μοροζίνι και μετέφερε στο Ναύσταθμο της Βενετίας, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται. Το άγαλμα του Λέοντος, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε τον γλύπτη που το φιλοτέχνησε, ούτε τον χρόνο της κατασκευής του, ή, έστω, της τοποθέτησής του στον Πειραιά, “με το υπερφυσικόν μέγεθος, με την ανθρωπίνην μορφήν και τας μυστηριώδεις επιγραφάς αποτελεί – όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιωάννης Αλ Μελετόπουλος- και θα αποτελέσει ίσως εσαεί ένα από τα άλυτα μυστήρια της ιστορίας…”.
Επειδή όμως το άγαλμα αυτό έχει συνθεθεί άρρηκτα με μια μακρά ιστορική περίοδο της πόλης, οι Πειραιώτες δεν έπαψαν να διακδικούν την επιστροφή του. Επανειλημμένα διαβήματα έγιναν, κατά το περελθόν, από το Δήμο και άλλους τοπικούς συλλογικούς φορείς, χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία, με τη συγκρότηση της “Συντονιστικής Επιτροπής για την επιστροφή του Λέοντος του Πειραιώς” το θέμα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η Επιτροπή, με τη συγκέντρωση με “χορηγίες” του απαραίτητου χρηματικού ποσού προχώρησε στην κατασκευή πιστού μαρμάρινου αντιγράφου του αγάλματος, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γ. Μέγκουλας, με στόχο μα προσφερθεί τούτο στη Βενετία για την επιστροφή του πρωτοτύπου. Ο “νεότευκτος’ αυτός Λέων τοποθετήθηκε προσωρινά σε καίρια θέση του Κεντρικού Λιμένα, με τη φροντίδα και με δαπάνες του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς.
ΠΗΓΗ https://greekhistoryandprehistory.blogspot.com/
Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε
Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν
Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com
Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας
Σας ευχαριστούμε από καρδιας
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.