Η 29η Μαΐου 1453 έχει μείνει στην ιστορία του Ελληνισμού ως «αποφράδα ημέρα». Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης σήμανε το οριστικό τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος), κλείνοντας μια πορεία παρακμής που είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Η Άλωση αποτυπώθηκε στην ιστορία και τον θρύλο, με τον τελευταίο αυτοκράτορα της Πόλης, Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο Δραγάτση (το δεύτερο ήταν το οικογενειακό όνομα της μητέρας του) να εξελίσσεται σε μια ηρωική και συνάμα τραγική μορφή της ελληνικής ιστορίας, συνυφασμένη με το τέλος μιας εποχής, την έναρξη της Τουρκοκρατίας και την ελπίδα για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.
Ο αυτοκράτορας που συνέδεσε τη ζωή και το όνομά του με το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν μια προσωπικότητα που αδικήθηκε από τις περιστάσεις. Δεσπότης στην Πελοπόννησο μέχρι να αναλάβει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, όπως δείχνει η μελέτη των ιστορικών πηγών ήταν ένας ιδιαίτερα ικανός ηγέτης, προικισμένος με αξιόλογα προσόντα, τα οποία υπό άλλες συνθήκες (εάν δηλαδή το βυζαντινό κράτος δεν ήταν τότε αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα/σκιά του αλλοτινού εαυτού του) πιθανώς να είχαν βοηθήσει σε κάποιας μορφής ανάκαμψη, αφήνοντάς τον στην ιστορία ως έναν επιτυχημένο αυτοκράτορα και όχι περισσότερο σαν την τραγική, ηρωική φιγούρα ενός μεσαιωνικού «Λεωνίδα». Αυτό φαίνεται από την ηγεμονία του στην Πελοπόννησο, όπου είχε αναπτύξει σημαντική δράση, με πολιτική που αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό των βαλκανικών δυνάμεων και τον περιορισμό της βενετικής επιρροής, ενώ παράλληλα επεδίωκε τη προβολή αντίστασης στην ανερχόμενη οθωμανική ισχύ (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξέλειπαν οι διπλωματικές σχέσεις με την οθωμανική αυλή). Αλλά οι συνθήκες ήταν ήδη απελπιστικές όταν διαδέχθηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, τον Οκτώβριο του 1448. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «Ο Κωνσταντίνος περιεβλήθη το ακάνθινον του Βυζαντίου στέμμα απαραλλάκτως όπως αξιωματικός προχειρισθείς φρούραρχος πόλεως, πανταχόθεν υπό των πολεμίων περιεζωσμένης και μη εχούσης ούτε οχυρώματα αποχρώντα ούτε φρουράν ικανήν, ήθελεν υπακούσειν εις την δοθείσαν αυτώ εντολήν».
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν ένας από τους γιους του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, γεννηθείς στις 9 Φεβρουαρίου του 1404. Μητέρα του ήταν η Ελένη Δραγάτση, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα των Σερρών, Κονσταντίν Ντράγκατς. Ήταν το όγδοο από τα δέκα συνολικά παιδιά και στράφηκε από νωρίς στα στρατιωτικά θέματα, εν αντιθέσει με τους αδελφούς του, που προσανατολίστηκαν κυρίως προς τη διπλωματία. Κατά το 1444 ανέλαβε καθήκοντα δεσπότη του Μυστρά, επιδιώκοντας τη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωσή του, ενισχύοντας την άμυνα της Πελοποννήσου. Θεωρούσε ότι η στήριξη των δυτικών δυνάμεων ήταν απαραίτητη για να διατηρηθεί ό,τι είχε απομείνει από την αυτοκρατορία- και ως εκ τούτου επιθυμούσε τη συμφιλίωση των δύο Εκκλησιών. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία και την εμφάνισή του.
Αποσκοπώντας τη δημιουργία ενός χριστιανικού συνασπισμού εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, άρχισε νωρίς την οργάνωση στρατού και οχύρωσε το Εξαμίλιο στον Ισθμό, επεκτείνοντας το δεσποτάτο του στην Πελοπόννησο (θέτοντας υπό τον έλεγχό του τη Βοιωτία και τη Φωκίδα) και περνώντας – σε συνεννόηση με τον Πάπα, καθώς ήταν σε εξέλιξη εκστρατείες από τον βασιλιά Λαδίσλαο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας και τον Ιωάννη Ουνιάδη- στην επίθεση στη Στερεά Ελλάδα, χτυπώντας επιτυχώς τις τουρκικές δυνάμεις και φτάνοντας κοντά στο να κατακτήσει το δουκάτο των Αθηνών, ενώ παράλληλα εκκαθάριζε – αλλά η ήττα των Ούγγρων στη μάχη της Βάρνας τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Πελοπόννησο. Ακολούθησε εκστρατεία του σουλτάνου Μουράτ Β’ εναντίον του, που είχε αποτέλεσμα την πτώση και καταστροφή των οχυρών στο Εξαμίλιο, στην Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος τελικά ζήτησε ειρήνη και έγινε φόρου υποτελής στον σουλτάνο. Όταν ο αδελφός του, αυτοκράτορας Ιωάννης Η’, πέθανε, τον Οκτώβριο του 1448, ο Κωνσταντίνος ήταν ο μεγαλύτερος από τους εν ζωή γιους του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, και το δικαίωμά του στη διαδοχή ήταν ισχυρότερο από αυτό του νεότερου αδελφού του, Δημητρίου, που ήταν αντίζηλος για τον θρόνο, με τους υποστηρικτές του να προβάλλουν το επιχείρημα πως ήταν «πορφυρογέννητος», δηλαδή είχε γεννηθεί ενώ ο πατέρας του ήταν αυτοκράτορας, ενώ ο Κωνσταντίνος είχε γεννηθεί πριν ο Μανουήλ ανεβεί στον θρόνο. Επίσης, ο Δημήτριος είχε τη φήμη τουρκόφιλου, και η ήττα των ουγγρικών δυνάμεων υπό τον Ουνιάδη στη Βάρνα ενίσχυσε τη θέση του. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος είχε την εύνοια του πατέρα του, κάτι που είχε δηλώσει ο ίδιος πριν τον θάνατό του, και τη στήριξη της μητέρας του, καθώς και πολιτικών όπως ο Μανουήλ Καντακουζηνός, ο Μανουήλ Ίαγρος και ο Λουκάς Νοταράς. Εν τέλει ο συμβιβασμός που επετεύχθη -προκειμένου να αποτραπεί εμφύλιος ή τουρκική επίθεση- ήταν η αποστολή αντιπροσωπείας στον σουλτάνο για να τεθεί το ερώτημα αν θα αναγνώριζε τον δεσπότη Κωνσταντίνο ως αυτοκράτορα. Παρά το ότι ο Δημήτριος ήταν, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, τουρκόφιλος, ο σουλτάνος Μουράτ Β’ ήταν ένας αρκετά ευθύς ηγεμόνας που τηρούσε τον λόγο και τις δεσμεύσεις του, και απεχθανόταν τις σκευωρίες και τους πολλούς πολιτικούς «ελιγμούς» - και ως εκ τούτου φαίνεται ότι δεν έβλεπε πολύ θετικά τον Δημήτριο. Ο Μουράτ αναγνώρισε αμέσως τον Κωνσταντίνο ως νόμιμο διάδοχο, καθώς θεώρησε ότι ο θρόνος του ανήκε δικαιωματικά. Ο Κωνσταντίνος στέφθηκε αυτοκράτορας στις 6 Ιανουαρίου 1449 στον Μυστρά.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν ιδιαίτερα τυχερός στην προσωπική του ζωή: Στα 24 του παντρεύτηκε τη Θεοδώρα (Μανταλένα) Τόκκο, η οποία είχε προίκα τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη). Ωστόσο, αυτή πέθανε τον Νοέμβριο του 1429, και ο ίδιος νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γατελούζου, η οποία ήταν ανιψιά του πρίγκιπα της Λέσβου, Φραγκίσκου Γατελούζου. Η δεύτερη σύζυγός του πέθανε αιφνίδια από ασθένεια στη Λήμνο το 1442, ενώ ταξίδευαν προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Σέρβο ιστορικό και πολιτικό Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς, στην περίοδο μεταξύ του 1444 και του 1448 έγιναν προσπάθειες να παντρευτεί ξανά, προκειμένου να διαιωνιστεί η δυναστεία, και έγιναν κινήσεις προς την κατεύθυνση του γάμου με την Ισαβέλλα Ορσίνι, αδελφή του πρίγκιπα του Τάραντα, με την κόρη του δόγη της Βενετίας, και την Άννα, κόρη του Λουκά Νοταρά, ενώ στο «τραπέζι» έπεσαν και προτάσεις περί της Βεατρίκης, ανιψιάς του Αλφόνσου Ε’, και έγιναν κινήσεις προς το Βασίλειο της Γεωργίας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας- φέρεται να προτάθηκε επίσης και γάμος του με τη χήρα του Μουράτ του Β’ (τη θετή μητέρα του Μωάμεθ Β’, του μετέπειτα «Πορθητή»), Μάρα Μπράνκοβιτς. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν έγινε. Ο Κωνσταντίνος όταν σκοτώθηκε, κατά την τελική μάχη της πολιορκίας και Άλωσης της Πόλης, ήταν χήρος και άκληρος.
Η βασιλεία, ο Μωάμεθ Β’ και ο δρόμος προς την πολιορκία
Ο Κωνσταντίνος έγινε δεκτός με θέρμη όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, τον Μάρτιο του 1449 και αμέσως προέβη σε ενωτικές κινήσεις στο εσωτερικό μέτωπο (επιδιώκοντας την άμβλυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών και δίνοντας ισχυρούς τίτλους στους αδελφούς του Θωμά και Δημήτριο) και αποφεύγοντας να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη με τους Οθωμανούς, καλλιεργώντας καλές σχέσεις με την αυλή του σουλτάνου, αλλά και με την ορθόδοξη Σερβία. Όσον αφορά στο θέμα της ένωσης των Εκκλησιών, το άφησε ως είχε, για να μην προκαλέσει εντάσεις. Τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν σε γενικές γραμμές ήρεμα, αλλά αυτό άρχισε να αλλάζει όταν στον οθωμανικό θρόνο ανέβηκε ο Μωάμεθ ο Β’, μετά τον θάνατο του Μουράτ Β’ τον Φεβρουάριο του 1451.
Ο νεαρός σουλτάνος (19 ετών) ήταν φιλόδοξος και ικανός, παρά τις εντυπώσεις περί του αντιθέτου που είχαν πολλοί (είχε ανεβεί ξανά στον θρόνο πριν, αλλά εκθρονίστηκε το 1446) και γνώστες των οθωμανικών πραγμάτων στη βυζαντινή αυλή κατάλαβαν νωρίς πως τα πράγματα θα άλλαζαν. Στην αρχή η στάση του ήταν διαλλακτική – έως και υποχωρητική σε κάποιες περιπτώσεις- απέναντι στους χριστιανούς, και ειδικά προς την πλευρά των Βυζαντινών, ανανεώνοντας την ειρήνη που είχε υπογράψει ο πατέρας του, επιστρέφοντάς τους την Ηράκλεια και παραχωρώντας τους τα έξοδα μιας περιοχής απέναντι στον Στρυμόνα, τα οποία θα χρησίμευαν για τις δαπάνες του Ορχάν: Ο Ορχάν ήταν μέλος της οθωμανικής δυναστείας, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν επικίνδυνος για τον Μωάμεθ τον Β’, καθώς θα μπορούσε -με τη βοήθεια των Βυζαντινών- να προβάλει αξιώσεις στον θρόνο.
Το 1451 ο Μωάμεθ συγκρούστηκε με τους Καραμανίδες, και η εντύπωση που δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ότι οι συνθήκες επέτρεπαν να ασκηθούν πιέσεις στους Οθωμανούς για νέες υποχωρήσεις. Ειδικότερα, ζητήθηκε από τον Μωάμεθ να διπλασιαστεί η ετήσια χορηγία για τις δαπάνες του Ορχάν, προκαλώντας την οργή της οθωμανικής πλευράς. Ο σουλτάνος επέδειξε προσποιητή κατανόηση και απάντησε πως θα απαντούσε μόλις επέστρεφε στη Δύση- ωστόσο είχε πλέον την αφορμή για να πραγματοποιήσει το όνειρό του: Την κατάκτηση της Πόλης των Πόλεων. Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, έκοψε την χορηγία του Ορχάν και άρχισε να καταστρώνει και να υλοποιεί τα σχέδιά του για τον πόλεμο, απομονώνοντας την Κωνσταντινούπολη. Τον Μάρτιο του 1452 άρχισε η κατασκευή φρουρίου στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου: Επρόκειτο για το Ρουμελί-Χισάρ, τον «Λαιμοκόφτη» που απέκοπτε την πρόσβαση στην Πόλη, ενώ παράλληλα επιθέσεις σημειώνονταν και στη Σηλύμβρια. Ο πόλεμος είχε αρχίσει…
Η πολιορκία, η Άλωση και ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ο Κωνσταντίνος ζήτησε τη βοήθεια του πάπα Νικολάου του Ε’, που έβαλε όρο την ένωση των Εκκλησιών. Ο αυτοκράτορας ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει, αλλά είχε να αντιμετωπίσει την αντίδραση του λαού και του κλήρου, και τελικά έπεισε τον πάπα να στείλει ικανούς και πειστικούς ιερείς για να τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει την ένωση. Τον Νοέμβριο του 1452 έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, με 200 πολεμιστές, και στις 12 Δεκεμβρίου ο καρδινάλιος λειτούργησε στην Αγιά Σοφιά. Ακολούθως κηρύχθηκε η ένωση που είχε ψηφιστεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, αλλά ο λαός και η ανθενωτική/αντιλατινική παράταξη αντέδρασαν έντονα, καθιστώντας την πρακτικά κενό γράμμα. Γενικά, φαίνεται ότι υπήρχε μία εντύπωση στην Κωνσταντινούπολη πως δεν υπήρχε φόβος άμεσου κινδύνου, σε μεγάλο βαθμό λόγω του μίσους προς τους Λατίνους, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ορθόδοξοι Έλληνες που ζούσαν στην επικράτεια του σουλτάνου ήταν μεν «άπιστοι», ώστε να πληρώνουν κεφαλικό φόρο, και να κινδυνεύουν να δουν τα παιδιά τους θύματα παιδομαζώματος, αλλά οι αρχές του οθωμανικού κράτους φαίνονταν να είναι πιο ανεκτικές από τις αντίστοιχες που επέβαλλε η καθολική Δύση. Πολλοί νόμοι ήταν απλά «προσαρμοσμένοι» βυζαντινοί. Χαρακτηριστικό είναι το «κρειττότερον έστιν ειδένει εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, ή καλύπτραν λατινικήν» του Λουκά Νοταρά.
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος ήξερε ότι η ώρα της κρίσιμης σύγκρουσης πλησίαζε, και οργάνωνε την άμυνα της Πόλης. Υπό την προσωπική του επίβλεψη έγιναν επισκευές των τειχών, βαθιά εκσκαφή της τάφρου και συγκέντρωση τροφίμων, ενώ για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες πολύτιμα σκεύη και κειμήλια των εκκλησιών μεταφέρθηκαν στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο για να κοπεί νόμισμα με το οποίο αγοράστηκαν όπλα και πληρώθηκαν οι στρατιώτες. Εν τέλει, οργανώθηκαν και εστάλησαν νέες πρεσβείες σε διάφορους χριστιανούς ηγεμόνες. Σημειώνεται ότι στις 26 Ιανουαρίου κατέφθασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο γενουατικά πλοία, με 700 πολεμιστές και αρχηγό τον εμπειροπόλεμο στρατιώτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, στον οποίο ο Παλαιολόγος απένειμε τον τίτλο του πρωτοστράτορος, παραχωρώντας του επίσης για ανταμοιβή το νησί της Λήμνου.
Η πολιορκία της Πόλης άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης παράδοσης, και κηρύχθηκε επίσημα στις 7 Απριλίου, με τον οθωμανικό στόλο να καταφτάνει στις 12 του μήνα.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εκτιμάται πως είχε περίπου 7.000, το πολύ 9.000 πολεμιστές για να υπερασπιστεί την Πόλη, απέναντι σε μια δύναμη τουλάχιστον 150.000 ανδρών, με επίλεκτα στρατεύματα (γενίτσαροι) και ισχυρό πυροβολικό. Ο αυτοκράτορας είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στον ναό του Αγίου Ρωμανού, κοντά στην ομώνυμη πύλη, έχοντας υπό τις διαταγές του 3.000 εκ των πλέον εμπειροπόλεμων στρατιωτών. Η άμυνα στην αρχή διεξαγόταν με επιτυχία, με τον Κωνσταντίνο να διαδραματίζει ενεργό ρόλο -ωστόσο το σφίξιμο του κλοιού, μετά το πέρασμα των τουρκικών πολεμικών στον Κεράτιο, αποτέλεσε πλήγμα στο ηθικό των υπερασπιστών- οι οποίοι όμως συνέχισαν την αντίσταση, απωθώντας τις τουρκικές επιθέσεις, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να κυκλοφορούν φήμες στην πλευρά των Οθωμανών ότι έρχεται βοήθεια από τη Δύση.
Στις 21 Μαΐου ο Μωάμεθ έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας την παράδοσή της, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε στον βασιλιά και σε όσους άλλους ήθελαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Στον Κωνσταντίνο συγκεκριμένα υποσχόταν ότι θα τον αναγνώριζε ηγεμόνα της Πελοποννήσου και θα παραχωρούσε άλλες περιοχές στους αδελφούς του, που θα διοικούσαν το δεσποτάτο. Επίσης, έδινε διαβεβαίωση ότι ο πληθυσμός δεν θα εξανδραποδιζόταν. Ο Κωνσταντίνος απάντησε πως δεχόταν να πληρώσει φόρους υποτελείας και να μείνουν στα χέρια των Τούρκων τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν κατακτήσει. Αλλά για την Πόλη, η απάντησή του ήταν αντίστοιχη του «Μολών Λαβέ».
Ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθούσε η τελική επίθεση, με τους Οθωμανούς να αρχίζουν σφοδρό βομβαρδισμό στις 27 Μαΐου και να μεταφέρουν σκάλες και προκαλύμματα κοντά στο τείχος στις 28, ημέρα κατά την οποία έγινε η τελευταία χριστιανική λειτουργία στην Αγιά Σοφιά, με τον αυτοκράτορα να προσφωνεί τους άνδρες του, καλώντας τους να υπερασπιστούν την πίστη τους, την πατρίδα, τις οικογένειες και τον βασιλιά τους με τη ζωή τους και εμψυχώνοντας τους Γενουάτες και Ενετούς πολεμιστές.
Ακολουθεί η ομιλία του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως τον μεταφέρει ο μεγάλος Λογοθέτης Γεώργιος Σφραντζής στο «Χρονικόν» του, εκδοθέν εν Κερκύρα το έτος 1477.
Η τουρκική επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της Τρίτης, 29 Μαΐου του 1453. Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε στη σκληρή μάχη σώμα με σώμα, που έγινε σε τρία κύματα, με την τρίτη να είναι και η πιο σφοδρή και τον Ιουστινιάνη να τραυματίζεται και να αποχωρεί, προκαλώντας σύγχυση. Οι υπερασπιστές είχαν εξαντληθεί, και οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στην Πόλη. Στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης ακούστηκε το «εάλω η Πόλις», με αποτέλεσμα να σπάσει οριστικά το ηθικό των υπερασπιστών, ενώ παράλληλα οθωμανική δύναμη καταλάμβανε πύργο στα τείχη.
Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, κάποιος από την ακολουθία του αυτοκράτορα του είπε πως ίσως να υπήρχε χρόνος να φτάσει στο λιμάνι και να διαφύγει. Η απάντησή του ήταν «μη δώσει ο Θεός να ζήσω, αυτοκράτορας εγώ, χωρίς αυτοκρατορία. Αφού πέφτει η πόλη μου, θα πέσω κι εγώ μαζί της», ενώ, στρεφόμενος προς την ακολουθία του, είπε τα εξής: «όποιος θέλει να φύγει, ας σώσει τον εαυτό του, αν μπορεί κι όποιος είναι έτοιμος να αντικρίσει τον θάνατο, ας με ακολουθήσει!».
Γύρω στους 200 Έλληνες και Ιταλοί εθελοντές και ευγενείς ακολούθησαν τον αυτοκράτορα, μεταξύ αυτών ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο δον Φρανσίσκο του Τολέδο, ο Ιβάν ο Δαλματός και ο Δημήτριος Καντακουζηνός.
Την τελευταία έφοδο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου περιγράφει ο Σφραντζής:
«Κέντρισε, τότε, τον ίππο του και καλπάζοντας έφτασε στο σημείο από όπου ερχόταν το πλήθος των ασεβών και από την πρώτη συμπλοκή κατακρήμνισε τους ασεβείς από τα τείχη, γεγονός που ήταν παράξενο και θαυμάσιο για όσους έτυχε να βρεθούν εκεί και να το δουν. Βρυχώμενος σαν λιοντάρι και κρατώντας το γυμνό ξίφος στο δεξί χέρι του κατέσφαξε πολλούς από τους εχθρούς, ενώ το αίμα έρρεε σαν ποτάμι από τα πόδια του και τα χέρια του».
Η μάχη, σύμφωνα με αναφορές, ήταν σκληρότατη, αλλά το τέλος της προδιαγεγραμμένο.
«Τελευταίον όμως ηναγκάσθησαν πάντες να ενδώσωσιν εις τον από στιγμής εις στιγμήν κορυφούμενον χείμαρρον. Οι πλείστοι των ανωτέρων αξιωματικών είχον πέσει... οι δε λοιποί συμπαρεσύρθησαν μετά του σμήνους των πανταχόθεν επιδραμόντων. Την στιγμήν ταύτην ο βασιλεύς ανέκραξε, κατά Δούκαν, “δεν υπάρχει Χριστιανός να λάβη την κεφαλήν μου;” Κατά δε τον Κριτόβουλον “η πόλις αλίσκεται, και εγώ ζω έτι;”»
γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, που συμπληρώνει ότι κατά τις δραματικές αυτές στιγμές ο Κωνσταντίνος τραυματίστηκε στο πρόσωπο, συνέχισε να μάχεται και στη συνέχεια χτυπήθηκε από πίσω και έπεσε.
Και έτσι τελείωσε η ζωή του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης: Πολεμώντας μεταξύ των ανδρών του, ως ανώνυμος, απλός στρατιώτης, «κείμενος μεταξύ μυρίων άλλων νεκρών, διότι, καίτοι φορών τα ερυθρά πέδιλα, εν οις ήσαν κεντημένοι χρυσοί άετοί, δεν παρετηρήθη τις ήτο υπό των ανθρώπων εκείνων, οίτινες έσπευδον εις τα ενδότερα της πόλεως επί αρπαγή και λεία».
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν νεκρός και μαζί του η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Απόψεις για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Οι σύγχρονες πηγές των γεγονότων της Άλωσης διαφέρουν ως προς την μαρτυρία τους σχετικά με την τύχη του αυτοκράτορα. Μερικές δεν κάνουν καμία αναφορά στο θάνατό του, άλλες καταγράφουν απλώς ότι σκοτώθηκε μαχόμενος. Λίγες υποστηρίζουν ότι διέφυγε. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος της Χίου αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τους αξιωματικούς του να τον σκοτώσουν κι επειδή όλοι αρνούνταν ανακατεύτηκε μέσα στο γενικό μακελειό και σκοτώθηκε ποδοπατούμενος. Ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο επαναλαμβάνει την ικεσία του Κωνσταντίνου για να τον θανατώσουν, αλλά αναφέρει πως το σώμα του εθέαθη μεταξύ των πτωμάτων και πως φημολογείτο πως κρεμάστηκε. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αναφέρει πως έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ το κεφάλι του αποκόπηκε και δωρήθηκε στον Μωάμεθ. Αυτό επανέλαβαν οι Δούκας και Χαλκοκονδύλης, ενώ ο Βενετός Ιάκωβος Τεντάλι λέει πως ίσως χάθηκε το κεφάλι του. Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς της Οστρόβιτσα στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως αφού σκοτώθηκε σε ρείγμα του τείχους, το κεφάλι του αποκόπηκε από ένα γενίτσαρο ονόματι Σαριέλλη που το δώρησε στον σουλτάνο. Για τους Τούρκους χρονογράφους και ιστορικούς ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή, αλλά μετά από συμπλοκή τελικά αποκεφαλίστηκε. Ο Βενετός Νικόλαος Σαγκουντίνο αναφέρει πως ο Ιουστινιάνης διαπιστώνοντας το μάταιο της άμυνας του ζήτησε να διαφύγει ασφαλώς, αλλά εκείνος αρνήθηκε θέλοντας να πεθάνει μαζί με την αυτοκρατορία του. Γενικά ομοφώνως οι πηγές αναφέρουν πως σκοτώθηκε και το πτώμα του που βρέθηκε αποκεφαλίστηκε. Τρεις μόνο πηγές αναφέρουν πως διέφυγε από την πόλη: ο Σαμίλε ή Σαμουήλ, Έλληνας επίσκοπος, ο Αρμένιος ποιητής Αβραάμ Αγκύρας και ο Νίκολα ντελα Τούτσια. Ο Αινείας Σύλβιος, κατοπινός Πάπας Πίος Β’ αναφέρει πως εγκατέλειψε τη θέση του από δειλία, μα τελικά σκοτώθηκε. Ίσως αναπαράγει ψευδή πληροφορία από τους Σέρβους που την άντλησαν από τους Τούρκους, στο πλευρό των οποίων πολεμούσαν. Για τον τόπο θανάτου του αναφέρεται το ρήγμα του τείχους, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ή η Χρυσή Πύλη. Όπως επισημαίνει και ο Ντόναλντ Νίκολ, «η αφθονία αλληλοσυγκρουόμενων μαρτυριών καθιστά αδύνατον το να βεβαιωθεί κανείς σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο θανάτου του Κωνσταντίνου».
Θρύλοι για τον τόπο ταφής του
Ο Θεόδωρος Σπανδωνής ή Σπαντουνίνο αναφέρει πως το πτώμα του αναζητήθηκε από τον Μωάμεθ και όταν το βρήκε τον θρήνησε και τον έθαψε, αλλά κατά τον Σπανδωνή δεν υπάρχει πουθενά ο τάφος του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μακάριος Μελισσηνός αναφέρει πως ετάφηκε στην Αγία Σοφία, κάτι που απορρίπτεται ως μυθώδες. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει ως τόπο ταφής του τη μονή της Περιβλέπτου, αλλά εκεί έχει θαφτεί ένας προγενέστερος Αυτοκράτορας. Τούρκος ιστορικός του 19ου αιώνα λέει πως ετάφηκε στο Μπαλουκλί, στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Πατριάρχης Κωνστάντιος του Σινά αναφέρει πως Τούρκοι ιμάμηδες και χριστιανοί επισκέπτονταν το τέμενος Γκιουλ Καμί, τον πρώην ναό της Αγίας Θεοδοσίας, ως τόπο ταφής του Κωνσταντίνου. Τέλος Τούρκοι διέδιδαν πως ετάφη στο Βέφα Μεϊντάν, αλλά μάλλον εκεί ήταν θαμμένος κάποιος δερβίσης ή Τούρκος στρατιώτης που εκτελέστηκε από τον Σουλτάνο επειδή σκότωσε τον Αυτοκράτορα και δεν τον συνέλαβε ζωντανό. Τέλος άλλη παράδοση αναφέρει πως ετάφτη στον ναό των Αγίων Αποστόλων, αλλά μεταφέρθηκε αργότερα το σώμα του στο Γκιουλ Τζαμί. Πιθανώς ετάφη σε έναν κοινό τάφο μαζί με τους ένοπλους συντρόφους τους και τους εχθρούς του.
Ο θρύλος πως τελικά δεν πέθανε και πως θα επέστρεφε καλλιεργήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Άλωσης: στο ποίημα Άλωση της Πόλης του ψευδο-Γεωργιλλά ο Μωάμεθ έψαξε να βρει το πτώμα του νεκρού Παλαιολόγου χωρίς να το εντοπίσει. Στο Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης ικετεύονται οι Κρήτες στρατιώτες να του κόψουν το κεφάλι και να το μεταφέρουν στην Κρήτη για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Πάντως μετά το θάνατό του, έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" που θα ξυπνήσει και θα ανακτήσει την αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος θεωρείται εθνομάρτυρας και αποκαλείται συχνά και ανεπίσημα ως «εθνικός ήρωας» αν και δεν έχει ανακηρυχθεί άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.