Η «πηγή της Λήθης» είναι μια γνωστή έκφραση σήμερα, η οποία φαίνεται να ανήκει στην σιδηρά δομή της ελληνικής μυθολογίας. Παρόλα αυτά δεν είναι γνωστή στην Κλασική εποχή και ακόμη πολύ περισσότερο, αν ανατρέξουμε στην Αρχαϊκή εποχή και πέραν αυτής η έκφραση αυτή είναι τελείως άγνωστη.
Στην Κλασική εποχή υπάρχει το «Βασίλειο της Λήθης» ή οι «Οίκοι της Λήθης».
Ένας ανώνυμος τραγικός ποιητής διερωτάται (Αδέσποτα Θραύσματα 372, Συλλογή Nauck):
― Πού γαρ τα σεμνά κείνα; πού δε Λυδίας
μέγας δυνάστης Κροίσος ή Ξέρξης βαθύν
ζεύξας θαλάσσης αυχέν’ Ελλήσποντος;
άπαντ’ ες Άϊδην ήλθε και Λήθης δόμους (οίκους).
«είναι αυτοί οι μεγάλοι; Πού είναι ο μεγάλος ηγεμόνας της Λυδίας, ο Κροίσος, ή ο Ξέρξης, που γεφύρωσε τον Ελλήσποντο; Πήγαν όλοι στον Άδη και στους οίκους της Λήθης.»
Ένα επίγραμμα (Παλατινή Ανθολογία 7. 25) που αποδίδεται στον Σιμωνίδη για τον Ανακρέοντα αναφέρει ότι:
― ουχ άτι λείπων
ηέλιον, Λήθης ενθάδ’ έκυσε δόμων·
«αφήνοντας το φως του ήλιου, ήρθε στους οίκους της Λήθης.
Ο Αριστοφάνης στους Βάτραχούς (στ. 185) του βάζει τον Χάροντα να καλεί όσους βρίσκονται στην ακροποταμιά του Κάτω Κόσμου και τον περιμένουν:
― τίς εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν καὶ πραγμάτων;
τίς εἰς τὸ Λήθης πεδίον, ἢ ᾽ς Ὀνουπόκας,
ἢ ᾽ς Κερβερίους, ἢ ᾽ς κόρακας, ἢ ᾽πὶ Ταίναρον;
«Ποιός για τον Κάμπο
της Λησμονιάς; Ποιός είναι για τον τόπο
της Γαϊδουροκουράς, για τους Κερβέριους,
ή για το Ταίναρο, ή για τα Κοράκια;»
Αυτές οι εικόνες γίνονται κατανοητές, ως εκφράσεις της ελληνικής αντίληψης του κάτω κόσμου ως το βασίλειο των Σκιών ή των Φασμάτων, που αιωρούνται χωρίς δύναμη ή κάποια συνείδηση, έχοντας χάσει την μνήμη της ζωής, όπως συνήθιζαν να είναι στον κόσμο των ζώντων, όπως για παράδειγμα, περιγράφεται στην Οδύσσεια του Ομήρου στην πρόσθετη Ραψωδία της Νέκυϊας.
Εκεί ο νέκυς (νεκρός) που δεν έχει περάσει τον ποταμό που χωρίζει το βασίλειο των νεκρών από τον κόσμο των ζωντανών επειδή δεν έχει ταφεί, τριγυρνά όπως ένα ανήσυχο θεριό. Αυτή η εικόνα είναι αρκετά γνωστή. Ο Πλάτων (Φαίδων 81Ε) την σκιά την κάνει «ψυχή», και ερμηνεύει αυτή την εικόνα ως μια ψυχή βεβαρυμμένη από την προσκόλλησή της ακόμη στα γήϊνα, να περιπλανιέται ανάμεσα στους τάφους και τα ταφικά μνημεία εκεί όπου «φαίνονται» τέτοια φάσματα (φαντάσματα). Τα Σχόλια στην Οδύσσεια Ραψωδία Λ 51 κάνουν λόγο για το Πεδίον της Λήθης:
― η ψυχή του Ελπήνωρος άτε δη μήπω επιβάσα τω της Λήθης πεδίω και προ πόσεως επιγινώσκει τον Οδυσσέα.
Ο Πλάτων χρησιμοποίησε αυτή την απλή ιδέα στο μεγάλο μύθο του Ηρός στο τέλος της «πολιτείας», αλλά την διαμόρφωσε για να την προσαρμόσει στην πίστη της Μετεμψύψωσης που παρουσιάζει σε αυτό τον μύθο προσαρμοσμένο στις δικές του αντιλήψεις. Όταν οι ψυχές, με εντολή της Λάχεσις, έχουν επιλέξει τον κλήρο τους για τη νέα ζωή που τους έχει παραχωρηθεί, κινούνται κάτω από τρομερή ζέστη και τη φωτιά προς στο βασίλειο της Λήθης, που στερείται την βλάστηση. Το βράδυ φτάνουν στον ποταμό Αμελή, από το νερό του οποίου πρέπει να πιουν. Το όνομα Αμελής σημαίνει το ίδιο με την λέξη Λήθη.
Οι αδύναμοι και αδέξιοι πίνουν πολύ και ξεχνούν τα πάντα (αυτό αποσκοπεί στο δόγμα της μνημοσύνης του Πλάτωνος). Μετά αποκοιμούνται και τα μεσάνυχτα στέλνονται σαν αστέρια σε διαφορετικές κατευθύνσεις προς την νέα ενσάρκωση τους.
Ο Πλάτων αντέστρεψε τη μετάβαση, ώστε να αναδύονται από την άλλη ζωή σε μια νέα επίγεια ζωή· αλλά αυτό κατατάσσεται στην εικόνα της εισόδου στον κάτω κόσμο που έχει επινοήσει. Αυτό το νόημα αφθονεί από τις λέξεις που αναφέρει προς το τέλος του μύθου του : «Αυτός ο μύθος θα μας σώσει αν τον υπακούσουμε. Θα περάσουμε τον ποταμό της Λήθης και δεν θα μολύνουμε τις ψυχές μας.» Ο μύθος του Ηρός (Πολιτεία 614b-621d). Εδώ ο θάνατος αναφέρεται ως το πέρασμα του ποταμού της Λήθης, μια ιδέα που συνήχθη από τις προηγούμενες διδασκαλίες.
Η καινοτομία του Πλάτωνα είναι ότι η λήθη επιτυγχάνεται πίνοντας από το νερό του ποταμού της Λήθης, μια ιδέα που ήταν εύκολο να βρεθεί και δεν είναι καθόλου δύσκολο να κατανοηθεί, αφού η ελληνική λαϊκή δοξασία είχε πολλά να πει για τις θαυματουργές συνέπειες από το νερό. Στην Ελλάδα, όμως, οι άνθρωποι έπιναν συνήθως από την πηγή, από ποταμό έπιναν μόνο όταν δεν υπήρχε πηγή, και υπήρχε πολύ μεγάλος αριθμός θαυματουργών πηγών, ιαματικών, μαντείων, πηγών που προκαλούσαν έμπνευση ή τρέλα, ακόμα και θάνατο. Επομένως προέκυψε με φυσικό τρόπο η πόση από τον ποταμό της Λήθης που παραλλάχθηκε με την πόση από την πηγή της Λήθης.
Η πηγή της Λήθης εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα από τα χρυσά ελάσματα που βρέθηκαν στους τάφους της Νότιας Ιταλίας, και χρονολογούνται από τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου και προέρχονται από μια μυστικιστική θρησκεία που συνήθως θεωρείται «ορφική». Ο καθηγητής Diels το ονόμασε «πέρασμα θανάτου». Tο χρυσό έλασμα της Πετηλίας αναφέρει:
«Αριστερά στο σπίτι του Άδη θα βρεις μια πηγή και δίπλα της ένα λευκό κυπαρίσσι. δεν πρέπει να προσεγγίσετε αυτήν την πηγή. Πιο πέρα θα βρεις νερό δροσερό να κυλά από της Μνημοσύνης τη λίμνη. Φύλακες στέκουν εμπρός της· θα σε ρωτήσουν με οξύνοια πνεύματος τι αναζητάς στο ζοφερό σκότος του Άδη. Να πεις: «Είμαι γιος της Γης και του έναστρου Ουρανού. Έχω ξεραθεί από τη δίψα και πεθαίνω: γρήγορα, δώστε μου το δροσερό νερό που ρέει από τη λίμνη της Μνημοσύνης. Θα σου δώσουν κάτι να πιεις από τη θεϊκή πηγή και μετά θα μπεις μέσα με τους άλλους ήρωες (δηλαδή τους ευλογημένους του κάτω κόσμου).
Το ίδιο κείμενο το συναντάμε σε μορφή διαλόγου σε τέσσερα πανομοιότυπα χρυσά ελάσματα από την Ελεύθερνα της Κρήτης τον -2ο αιώνα. «Έχω ξεραθεί από την δίψα και πεθαίνω. Δώστε μου όμως να πιώ από την αέναη πηγή στα δεξιά, εκεί που είναι το κυπαρίσσι». – «Ποιος είσαι; Από πού είσαι;» – «Είμαι υιός του Γης και του αστερόεντος Ουρανού».
Εδώ προστίθεται η πηγή της Μνημοσύνης και αντιτίθεται στην πηγή της Λήθης. Οι κύκλοι που έγραψαν αυτά τα κείμενα όπως εκείνοι μεταγενέστερα που μυήθηκαν στα Ελευσίνια μυστήρια, πίστεψαν σε μια ευλογημένη παρτίδα στον κάτω κόσμο για την εξασφάλιση του εαυτού τους. Δεν έπρεπε να πιουν από το νερό της Λήθης και να αποκοιμηθούν αλλά έπρεπε να διατηρήσουν τη συνείδηση και τη μνήμη τους, όπως εκφράζεται ανοιχτά στον ορφικό ύμνο για την Μνημοσύνη (στ. 9) : «Ξύπνα στους μύστες την μνήμη στις ιερές τελετές, διώξε τη λήθη μακριά τους!». (Πρβλ. Dieterich, Νεκυϊα στ.90, Όπου υπάρχουν και άλλα σχόλια).
Ο Παυσανίας, (9. 39, 8), αναφέρει ότι όποιος ήθελε να κατέβει στο σπήλαιο του μαντείου του Τροφωνίου έπρεπε πρώτα να πιει νερό, που ονομαζόταν νερό της Λήθης και μετά νερό της Μνημοσύνης που σίγουρα ανήκε σίγουρα σε μεταγενέστερη εποχή. Η λειτουργία του μαντείου έχει προφανώς επανασχεδιαστεί για να δημιουργήσει μια πιο τρομερή εντύπωση στους πιστούς. (Πλούταρχος, περί Ίσιδος και Οσίριδος στ 362c) ― πύλαι Λήθης και Κωκυτού στην Μέμφιδα. Στον μύθο του Θεσπέσιου, στον Πλούταρχο, (Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων στ. 565 F), απεικονίζεται ένα μέρος στον κάτω κόσμο όπου οι ψυχές επιδίδονται σε βακχική χαρά, αυτός ο τόπος ονομάζεται ο τόπος της Λήθης (Λήθης τον τόπον).
Η πηγή της μνημοσύνης είναι ένα προϊόν της θρησκευτικής αντίληψης των μυστικιστών που έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κοινή ελληνική πίστη για τον κάτω κόσμο, έφερε τα χαρακτηριστικά της πίστης της ελληνιστικής περιόδου κατά την οποία προέκυψε αυτή η ιδέα.
Σύμφωνα με τις κυρίαρχες ελληνικές ιδέες για τη ζωή στον κάτω κόσμο, δεν έγινε και τόσο κοινή πεποίθηση όσο η πηγή της Λήθης, αλλά είναι ανοιχτή σε εκείνους τους κύκλους που περιορίζονται στη διδασκαλία των μυστηρίων και της ευδαιμονίας στον κάτω κόσμο, την πίστευαν και την αναζητούσαν.
Στα ταφικά επιγράμματα διαβάζουμε για το πόμα (ποτό) της Λήθης και όχι για την πηγή της Μνημοσύνης (Ταφ. Επιγρ. 244. 5. 9) ― Λήθης παυσίπονον πόμα, (Ταφ. Επιγρ. 261. 5. 29) ― Λήθης πέλαγος, (Ταφ. Επιγρ. 498) ― Λήθης λιμήν, (Ταφ. Επιγρ. 532) ― Λήθης δόμοι (οίκοι).
Ένα ταφικό επίγραμμα του -1ου αιώνα των Κνιδίων είναι εξαιρετικά σημαντικό, σε αυτό μια νεκρή γυναίκα παρηγορεί τον θλιμμένο σύζυγό της ― ουκ έπιον Λήθης Αιδώνιδος έσχατον ύδωρ, ως σε παρηγορίην καν φθιμένοισιν έχω, δηλαδή «Δεν έχω πιεί το τελευταίο ύδωρ της Λήθης του Άδη, για να σε «έχω» ακόμα ανάμεσα στους νεκρούς ως παρηγοριά μου».Όπως ακριβώς συμβουλεύει ο Πλάτωνας την ψυχή, δεν ήπιε τόσο πολύ από το νερό της Λήθης ώστε να χάσει κάθε μνήμη.
Στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία η πηγή της Λήθης δεν αναφέρεται τόσο συχνά όσο θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, αλλά ο ποταμός της Λήθης αναφέρεται πιο συχνά (Δείτε τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο Pauly-Wissowa, 12. 2141 επ.) Και στο Roschers Λεξικόν II, σ. 1956. Επιπλέον ― (οι κάτω) ηρεμούσι της Λήθης πίνοντες, Babr. 73, ν. 13 – πρβλ. Λουκιανός, περί Πένθους 5, που μεταφέρει την πηγή της Λήθης στην άλλη πλευρά της λίμνης του Κάτω Κόσμου μετεφέρθει στον λειμώνα με τους ασφόδελους. Ο Ιάμβλιχος περί Μυστηρίων 3. 20, γράφει ― είτε Αμέλητος ποταμόν είτε Λήθης ύδωρ. Μια ανασκόπηση της συλλογής των ελληνικών ταφικών επιγραμμάτων που δημοσιεύτηκε από τον W. Peek το 1955 επιβεβαίωσε με σχεδόν εκπληκτικό τρόπο πόσο σπάνια αναφέρεται η πηγή της Λήθης στην αρχαιότητα. Τα στοιχεία είναι τα εξής. (688) ― Λήθης οι ναίετε χώρον δαίμονες ίλιει Επιχαρεί δέχετε. Αίγυπτος, +2ος αιώνας (935) ― Μοίρα και Λήθη με κατήγαγον εις Αίδαο. Θεσσαλονίκη +1ος αιώνας, (1052) ― Λάθας δ’ ου Νέστος ήλυθον εις θαλάμους,Νάξος, +3ος αιώνας, (1090) ― αλλ’ οικεί μακάρων Ηλύσιον πεδίον ένθ’ άμα παισί θεών με φέρων Κυλλήνιος Ερμής ίδρυσε και Λήθης ουκ έπιον λιβάδα. Αλεξάνδρια +2ος αιώνας (1144) ― στυγερής υπό νύκτερον ήλυθα Λήθης. Ιασός +2ος αιώνας (1198) ― η Λήθη δε μ’ έπαυσε σαφώς χαλεπών δε μεριμνών. Θήβη Αίγυπτος +2ος αιώνας (1432) ― συ δ’ ει θέμις, εν φθιμένοισι του Λήθης επ’ εμοί μη τι πίης ύδατος. Ανθολ. Παλ. 7. 346 (1443) ― ει δε τις εστι νοός παρά Τάρταρσιν ή παρά Λήθη ης έσχον σπουδής επί σοί νυν καθέχεις χάριτα. (1538) ― εις Λήθης πικρόν έδυς πέλαγον, Ανθολ. Παλ. 716, αποδίδεται στον Διονύσιο τον Ρόδιο, από την περιοχή Μέλεγρος-Κρήτη (1684) ― ου πόσιος νενόηκας, επεί πίες α στύγα Λήθης, Χερσόννησος +1/+2 αιώνας (1717) κυάνεον Λήθης ήλθομεν εις έρεβος. Σύμη +2ος αιώνας (1816) ― Λ’αθας ’ηλυθον ες λιμένας, Μυσία +1ος αιώνας (1825) ― αλλά σε προς Λάθας ανιόχησαν έδος. Ναυκράτις +2ος αιώνας (1874, 1090, 1432) ― αλλ’ υπό Λήθην βήθι – – – υπό Λήθην ήλθον λιπών ζωιήν. Σμύρνη +2ος αιώνας.
Μεταξύ όλων αυτών των τεκμηρίων αλλά και άλλων παραδειγμάτων, η πηγή της Λήθης δεν αναφέρεται καν, αν και οι όροι ποικίλλουν πολύ.
Το πρώτο παράδειγμα στη λατινική λογοτεχνία είναι ο Catullus (65. 5. 5), ο οποίος λέει για τον αποθανόντα αδερφό του, «αφήστε το κύμα που ρέει να πιτσιλίσει το πόδι του με τη δίνη του Λήθη, όπου η ιδέα του ποταμού Λήθη ως το όριο του κάτω κόσμου αναδύεται ξεκάθαρα. Στην περιγραφή του κάτω κόσμου στην Αινειάδα του (6. 5. 703 κ.εξ.), ο Βιργίλιος υιοθετεί την ιδέα του Πλάτωνος ότι οι ψυχές για τη νέα ενσάρκωση πίνουν ξεχνώντας από τον ποταμό Λήθη, τον οποίο όμως περιγράφει με εντελώς διαφορετικό, σχεδόν ειδυλλιακό τρόπο. Η ιδέα της πόσεως του ύδατος από τον ποταμό Λήθη ήταν κοινή. Όταν ο «άγιος» Ιερώνυμος (κατά Ρουφ. 1. 30) αποσύρθηκε στην έρημο, ονειρεύτηκε ότι θα τον έφερναν ενώπιον του ουράνιου δικαστή και θα τον τιμωρούσαν οι άγγελοι επειδή η καρδιά του ήταν προσκολλημένη συγγραφείς της αρχαίας θρησκείας. «Ορκίζομαι, είπε, ότι δεν έχω ανοίξει κανένα παγανιστικό βιβλίο από τότε που άφησα το σχολείο, αλλά τα έχω διαβάσει μόνο εκεί. Να πιω από το θανατηφόρο ρέμα της Λήθης για να τα ξεχάσω;» Ακόμη και σε αυτήν την επίσημη στιγμή η μυθική εικόνα τον ανατρέπει.
Η πηγή της Λήθης είναι προϊόν της μυστικιστικής πεποίθησης για τον κάτω κόσμο. Είναι ένα ιδιότυπο παράδειγμα μυθικής εικόνας, πιο δημοφιλές στη σύγχρονη εποχή παρά στην αρχαιότητα, διότι, σύμφωνα με την παλιά προγονική αντίληψη, οι άνθρωποι μιλούσαν για τον ποταμό της Λήθης.
Αν και η ιδέα της πηγής της Μνημοσύνης μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από τις ελληνικές αντιλήψεις που αναφέρονται, η προέλευση πρέπει και έχει αναζητηθεί αλλού, π.χ. στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη της δίψας των νεκρών, γνωστή ιδιαίτερα από την Αίγυπτο και τη Βαβυλωνία. Στους αιγυπτιακούς τάφους της αυτοκρατορικής περιόδου βρίσκουμε την ευχή:
«Μακάρι ο Όσιρις να σου δώσει κρύο νερό!»
Αλλά αυτή η αντίληψη είναι διαφορετικής φύσης· πηγάζει από την πεποίθηση ότι οι νεκροί πρέπει να πεινούν και να διψούν στον τάφο, έτσι γίνονται προσφορές στους τάφους και χοές. Εκεί δεν γίνεται λόγος για εξαφάνιση ή διατήρηση της μνήμης του νεκρού.
Ακόμη, βάσει ορισμένων τεκμηρίων, η πηγή της Μνημοσύνης μπορεί να προήλθε από τον μύθο του Νερού της Ζωής ή της Πηγής της Νεότητος, διότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η πηγή της Λήθης είναι η πρωταρχική και αυτή της Μνημοσύνης είναι αυτή που δημιουργήθηκε ως αντίστοιχη της.
Ο μύθος του Νερού της Ζωής εμφανίζεται πρώτα στις εξιστορήσεις των Ρωμαίων της ύστερης αρχαιότητος για τον Αλέξανδρο τον Γ’. Όταν ο Αλέξανδρος πείνασε, κάποτε, διέταξε τον μάγειρά του να του ετοιμάσει φαγητό. Αυτός θέλησε να πλύνει το ψάρι της θάλασσας σε μια πηγή, το ψάρι τότε ζωντάνεψε και του γλίστρησε από τα χέρια, αλλά δεν το είπε σε κανέναν. Όταν αργότερα το είπε στον Αλέξανδρο αυτός θύμωσε και τον τιμώρησε.( Quilichinus Spoletinus, Ρωμαίος ελεγειακός ποιητής, – Η Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου-, ένα λατινικό ποίημα σε ελεγειακά δίστιχα από την έκδοση I 3- Historia de preliis–Ιστορία των πολέμων-του Ψευδο-Καλλισθένη).
Αυτός ο μύθος έχει μεταφερθεί και στον μύθο του Γλαύκου. Σύμφωνα με την παλαιότερη εκδοχή, ο Γλαύκος ήταν ένας ψαράς που παρατήρησε ότι κάποια από τα ψάρια που ξεβράστηκαν στην παραλία αναζωογονήθηκαν όταν ήρθαν σε επαφή με ένα βότανο, έφαγε και ο ίδιος από αυτό και έγινε αθάνατος. Το αρχέτυπο του θαυματουργού βοτάνου είναι παμπάλαιο· εμφανίζεται στο μύθο ενός άλλου Γλαύκου που τον ξαναζωντάνεψε ο μάντης Πολύειδος και μαρτυρείται ήδη από μία λευκή λήκυθο του ζωγράφου – αγγειοπλάστη Σωτάδη (-400). Μια ύστερη εκδοχή αναφέρει ότι ο Γλαύκος βρήκε την πηγή της αθανασίας, κατέβηκε σε αυτήν και, μη μπορώντας να την δείξει σε άλλους, ρίχτηκε στη θάλασσα (Σχόλια σε Πολιτεία Πλάτωνος 611c).
Μια διαφορά που δεν μπορεί να παραβλεφθεί είναι ότι ο μύθος του Νερού της Ζωής μιλάει για βύθιση μέσα σε αυτό και ακόμη λιγότερο, να γίνεται λόγος για την διατήρηση της μνήμης. Η πηγή της Μνημοσύνης δεν έχει καμία σχέση με αυτόν τον λαϊκό μύθο. Παραμένει αληθές ότι ο προβληματισμός των ελληνιστικών μυστικιστών δημιούργησε και επινόησε την πηγή της Μνημοσύνης ως αντίστιξη στην πηγή της Λήθης.
Είναι πιθανό, αλλά πολύ αβέβαιο, ότι οι Η Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Quilichinus Spoletinus, η οποία έχει ενσωματώσει στοιχεία από πολλές ιστορίες, διατήρησε μια τελευταία ανάμνηση για την πεποίθηση των χρυσών ελασμάτων σε μια επιγραφή που είχε χαράξει ο Αλέξανδρος όταν επέστρεψε: «Πήγαινε δεξιά, όποιος πάει στη στεριά είναι θέλημα να φτάσει ο ευλογημένος!». (Πρβλ. Θούριοι χρυσό έλασμα – χαίρε δεξιάν οδοιπορών λειμώνας τε ιερούς και άλσεα Φερσεφονείας).
Martin P. Nilsson
Μετάφραση: Ορέστης Πυλαρινός
Εικόνα: Πίνακας ιδιωτικής συλλογής Frederic, Lord Leighton, P.R.A. British 1830 – 1896
Mnemosyne, Mother of the Muses
Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε
Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν
Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com
Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας
Σας ευχαριστούμε από καρδιας
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.