Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Αργύρης Εφταλιώτης

 




Ο ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής Κλεάνθης Κ. Μιχαηλίδης δεν είναι άλλος από τον σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα Αργύρη Εφταλιώτη, ένα ψευδώνυμο που κρατάει της ρίζες του από το χωριό Εφταλού της Μήθυμνας Λέσβου.

Ο Εφταλιώτης γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1849 στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη και της Ελένης Κέπετζη. Σε ηλικία 17 ετών, μετά το θάνατο του πατέρα του και για οικονομικούς λόγους ο δρόμος της ξενιτιάς τον οδήγησε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν ο αδερφός της μητέρας του και στη συνέχεια στην Αγγλία.

Μάντσεστερ,Λίβερπουλ,Βομβάη

Στο Μάντσετσερ, η γνωριμία του με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο θα παίξει καθοριστικό παράγοντα στην λογοτεχνική του εξέλιξη. Ο Εφταλιώτης δεν εισήλθε στους λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους της Βρετανίας γιατί κατείχε από πριν κάποιο ακαδημαϊκό πτυχίο. Το πάθος του για την ελληνική γλώσσα, την λογοτεχνία και τον πολιτισμό ήταν το “εισιτήριό” του. Υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου “Λόγιος Ερμής” του Μάντσεστερ (μαζί με τον Πάλλη προσχώρησαν στο κίνημα του Ψυχάρη), μελέτησε την αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως και Άγγλους και Γάλλους λογοτέχνες.

Η  πρώτη του “εμφάνιση” στη λογοτεχνία έγινε με την ποιητική συλλογή, τα “Τραγούδια του ξενιτευμένου“, στον Α΄ Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό (1889) η οποία μάλιστα βραβεύτηκε (η νοσταλγία για την Ελλάδα και τον γενέθλιο τόπο του είναι βαθιά χαραγμένη στο συνολικό έργο του).

Το 1891 θα συμμετάσχει στον ίδιο διαγωνισμό με τις ποιητικές συλλογές “Αγάπης λόγια” και “Ο καθρέφτης του πύργου μου“. Αν και αυτή τη φορά δεν αποσπούν κάποιο βραβείο -για γλωσσικούς κυρίως λόγους, γεγονός που θα προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Πολυλά και του Παλαμά-, η συλλογή “Αγάπης λόγια“, αφιερωμένη στη γυναίκα του Ελάιζα, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία όταν δημοσιεύεται τον ίδιο χρόνο στο περιοδικό “Εστία”.

Στροφή στην πεζογραφία

Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία και στα ηθογραφικά διηγήματα, χρησιμοποιώντας τη δημοτική γλώσσα για να εκφράσει τον πόνο της ξενιτιάς. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι η συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων “Νησιώτικες ιστορίες“. Το 1900 εξέδωσε τη “Μαζώχτρα” και το “Βουρκόλακα“. Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης το μυθιστόρημα το “Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης“. Από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την “Ιστορία της Ρωμιοσύνης” (1901) και τα “Ιστορικά ξεγυμνώματα” (1908).

Η τρομάρα του Σέργιου 

“Τι παράξενος εκείνος ο Σέργιος, τότες που αγαπούσε τη Φρόσω του! Ή κάτι του έλειπε, ή κατιτίς είχε περίσσιο μες στο μυαλό του. Θαρρώ πως και τα δυο. Του μιλούσες κι αυτός ονειρεύουνταν. Τραγούδι άκουγε, και δάκριζε. Γέλοια, κι αναστέναζε. Ο νους του όλο ταξίδευε, η καρδιά του όλο πονούσε. Ως και την αγαπητικιά του τη βασάνιζε με τις παραξενιές του.

Εκεί που κρυφομιλούσανε μια βραδιά στο περιβόλι της κόρης, ίσια ίσια τη βραδιά που συφωνούσανε νανταμωθούν και να ξεκινήσουν κρυφά να στεφανωθούνε στ’ αντικρυνό το χωριό, κι ας πάει να σκίζει ο γέρος τα ρούχα του, τον πιάνει άξαφνα ένας φόβος πως θα ποθάνη, πως δε θα ζήσει να το χαρεί ένα τέτοιο μεγάλο καλό, πως τέτοια μεγάλα καλά σε τέτοιο ψεύτικο κόσμο δε δίνουνται. Την άφησε την κοπέλα καταστενοχωρεμένη κ’ ήρθε σε μένα, καθώς ήρχουνταν πάντοτε. Του μίλησα και γω καθώς συνήθιζα να του τα λέω, σαν είδος γιατρού που μιλάει του αρρώστου του σαν πονεί, κ’ έτσι τον καθησύχασα.

Σα να το ήξερε πως δε θα τα βγάλει πέρα μοναχός του, και μου ζητούσε βοήθεια. Του έταξα πως θα κάμω ό,τι μπορώ. Είτανε νανταμωθούνε, μου είπε, στάλλο το πλαγινό περιβόλι, την τάδε ώρα της νύχτας, κ’ η βάρκα έτοιμη στο γιαλό, λίγο παρακάτω. Φεγγάρι δεν είχε, ο κόσμος εκείνη την ώρα, άλλος νυχτέρευε, άλλος κοιμούνταν, ο πατέρας έλλειπε, η μάννα δεν ήξερε τίποτις, αδέρφια το κορίτσι δεν είχε, η δουλειά λοιπόν είτανε στο δρόμο. Ένα πράμα μοναχά, του είπα, να πάει να συχάσει λιγάκι, γιατί έτρεμε σαν το ψάρι.

– Ναι, πήγαινε να πλαγιάσεις και μη σε μέλει. Έχεις ακόμα πέντε ώρες μπροστά σου. να μη συλλογιέσαι τίποτε, κι όλα θα γίνουν καθώς τα θέλεις. Είσαι γαμπρός που ο καθένας παρακαλεί να σε πάρει. Ο πατέρας της Φρόσως, σε θέλει κι αυτός, μα τόβαλε πείσμα. Πήγανε να μαλλώσουν κ’ οι δικοί μαζί του για ένα σπιτότοπο! Εγώ είμαι δω όμως, και μη φοβάσαι. Τον έχω το γέρο στα χέρια μου. να το το μόλογό του. Τρέχα και πήγαινε να πλαγιάσεις. Θα σας περιμένω στο περιγιάλι.

Κ’ έφυγε ο Σέργιος καταχαρούμενος”

(απόσπασμα από το διήγημα “Η τρομάρα του Στέργιου”-Νησιώτικες Ιστορίες)

Μεταφραστικό έργο

Ο Αργύρης Εφταλιώτης ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τις μεταφράσεις  ξένων λογοτεχνών όπως ποιημάτων των Μπάυρον, Μορέας, Σέλλεϋ,Λονγκφέλοου κ.ά. αλλά και την νεοελληνική απόδοση ποιημάτων της Σαπφούς και του Αλκαίου. Κύκνειο άσμα στο μεταφραστικό του έργο αποτέλεσε η ανολοκλήρωτη μετάφραση  της Οδύσσειας του Όμηρου. Εξαιτίας του θανάτου του, οι τρεις τελευταίες ραψωδίες μεταφράστηκαν από τον  Ν. Ποριώτη.

Ο Εφταλιώτης απέδωσε τον ομηρικό στίχο με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού με πρότυπο την μετάφραση της Ιλιάδας από τον Πάλλη. Χωρίς ποιητικές φανφάρες (βλ. μτφ Ιλιάδας Καζαντζάκη-Κακρίδη), ο συγγραφέας παρέδωσε στους αναγνώστες του ένα πολύτιμο έργο με σεβασμό προς τον πατέρα της επικής ποίησης.

Ο βουρκόλακας

Το μοναδικό θεατρικό έργο του Εφταλιώτη φέρει τον τίτλο “Ο βουρκόλακας“. Πρόκειται για μεταφορά του δημοτικού τραγουδιού «Του Νεκρού αδερφού», ένα δράμα σε 3 πράξεις. Στόχος του δημιουργού ήταν η ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας μέσω της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Το έργο δεν γνώρισε σκηνική επιτυχία, ωστόσο είναι αξιομνημόνευτο για την χρήση της δημοτικής παράδοσης στο νεοελληνικό δράμα.

Διαβάστε το έργο εδώ.

Τελευταία περίοδος της ζωής του

Ο Αργύρης Εφταλιώτης πέθανε στις 25 Ιουλίου 1923 στην πόλη Αντίμπ (Antibes) της νότιας Γαλλίας, όπου είχε εγκατασταθεί αναζητώντας κατάλληλο κλίμα για την κλονισμένη υγεία του.

Στο σπίτι όπου έζησε ο Αργύρης Εφταλιώτης, σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία τού Μολύβου, λειτουργεί η «Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνας», στο προαύλιο της οποίας βρίσκεται η προτομή τού λογοτέχνη.

Ο τάφος του συγγραφέα βρίσκεται δίπλα από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων στην Εφταλού.

 

Εργογραφία

Ι. Ποίηση

• Παλιοί σκοποί. Αθήνα, τυπ. Εστία, 1909.

• Αγάπης λόγια (Σονέττα). Κριτική επιμέλεια και πρόλογος Γ.Βαλέτα. Μυτιλήνη, Τσιβίλης, 1938.

ΙΙ. Πεζογραφία

• Νησιώτικες ιστορίες. Αθήνα, Εστία, 1894.

• Οι φυλλάδες του Γεροδήμου. Αθήνα, Εστία, 1897.

• Η Μαζώχτρα και άλλες ιστορίες. Ο Βουρκόλακας. Αθήνα, Εστία, 1900.

• Ιστορία της Ρωμιοσύνης1. Αθήνα, Εστία, 1901.

• Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. (στην έκδοση ΆπανταΑ΄, Αθήνα, Πηγή, 1952).

IΙΙ. Μετάφραση

• Ομήρου Οδύσσεια. Αθήνα, Εστία, 1932. (ραψ. α΄-φ΄)

IV. Μελέτες

• Ιστορία της Ρωμιοσύνης· Πρώτος τόμος. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1901.

V.Συγκεντρωτικές εκδόσεις

• Εκλεχτές σελίδες· Ταχτοποιημένες και φροντισμένες από τον Δημ.Π.Ταγκόπουλο. Αθήνα, Γανιάρης, 1921.

• Άπαντα Α΄· Αναστύλωσε Γ.Βαλέτας. Αθήνα, Πηγή, 1952

• Άπαντα Β΄. Αθήνα, Πηγή, 1962.

• Άπαντα Γ΄ . Αθήνα, Πηγή, 1973.

• Από την αλληλογραφία των πρώτων δημοτικιστών, Ι· Γιάννη Ψυχάρη και Αργύρη Εφταλιώτη αλληλογραφία· 716 γράμματα (1890-1923)· Επιμέλεια Σταμ. Κ.Καρατζά – Ερατ.Γ.Καψωμένου και ερευνητικής ομάδας, τόμος Α’: κείμενα. Ιωάννινα, 1988.

• Ογδόντα ανέκδοτα γράμματα του Αργύρη Εφταλιώτη (1889-1907) προς τον Αλέξανδρο Πάλλη· Οι αγώνες των πρώτων δημοτικιστών· Επιμέλεια – Παρουσίαση Βαγγέλη Αντ. Καραγιάννη. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1993.

αποσπάσματα από το έργο του...

               Τραγούδι Της Ταβέρνας

Πάρε μαχαίρι κόψε με και ρίξε τα κομμάτια μου,
                                                   -μάτια μου-
         και ρίξ' τα μέσα στο γιαλό.

Απ' τη στιγμή που μ' άφησες, το κόσμο αυτό σιχάθηκα
                                                                 -χάθηκα-
         και δεν ελπίζω πια καλό.

Αν βάζεις τώρα τ' άσπρα σου και τα μαλαματένια σου,
                                                             -έννοια σου-
         θα 'ρθει καιρός που θα θρηνής,

που θα σταθείς στο μνήμα μου να πεις ένα παράπονο
                                                              -κι άπονο-
         θα μ' εύρης όσο κι αν πονής.

Πάρε φωτιά και κάψε με κι αντάμα με τη στάχτη μου
                                                         -τ' άχτι μου-
         μες τα πελάγη να σκορπάς,

να μη σε 'βρη το κρίμα μου, μαριόλα μου Ηπειρώτισσα,
                                                               -ρώτησα-
        και μου 'παν άλλον αγαπάς.

                           Πατινάδα

Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι,
που ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατήρι σου,
που το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
έβγα φεγγαροπρόσωπη στο παραθύρι σου.

Έβγα και γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα
κι αν έχεις στάλα πονεσιά μες την καρδούλα σου,
λυπήσου με και δόστηνε σε χείλη διψασμένα,
ν' αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.

Η θάλασσα τη γης φυλάει και τις ιτιές τ' αγέρι
κι εγώ μονάζα δε φιλώ τα δυό χειλάκια σου.
Με χίλια αστέρια ο ουρανός κι εγώ χωρίς αστέρι!
Σκοτάδι η γης κι εγώ χωρίς τα δυό ματάκια σου.

Κατέβα και περπάτηξε, Νεράϊδα, μες τα σκότη
και μίλησέ μου, να θαρρώ πως αναστήθηκα.
Πες μου τα λόγια τα γλυκά που πρωτολέει η Νιότη
κι ας αποθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.

             Τραγούδι Της Ζωής

Σε βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθώς που σ' είδα μια φορά σ' ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ' αφράτα κάλλη.

Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιό της αρεσκειάς σου.

Λαμπρό φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,
δε κατεβαίνει τέτοιο φως απ' το φεγγάρι.
Να σου το πω βασιλικό το στάσιμό σου,

δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.
Η όψη σου μιά αγγελική χαρά σκορπάει,
που γίνετ' άγγελος κι αυτός που σε θωράει.

            Τραγούδι Βαρκάδικο

Αγάλια τα κουπιά σας, αγάλια βρε παιδιά,
τραβάτε τη βαρκούλα κοντά στην αμμουδιά!
          (Πρόβαλε, χρυσή κοπέλα,
           πάρ
τα νυφικά σου κι έλα.)

Βασίλεψε φεγγάρι, ας φέξει Αυγερινός.
Μαγιάτικη δροσούλα ας βρέξει ο ουρανός.
Κατέβα στ' ακρογιάλι, κατέβα λυγερή,
γιατί γλυκοχαράζει κι η βάρκα καρτερεί.
          (Έλα και γλυκοχαράζει,
           έλα και μη κάνεις νάζι.)

Λαφρό το πάτημά της κι ο στεναγμός βαρύς,
αχ μάνα, που σε λίγο τα μαύρα θα φορής.
           (Μη τη κλαις καλή μανούλα,
            πάλι θα τη δεις νυφούλα.)

Με σκέπη στα μαλλιά της, με σκέπη στο λαιμό,
κι εγώ να τη φιλήσω, του κάκου πολεμώ.
           (Μπαρμπουνάκι μες στο δίχτυ,
            μια ψυχή φιλιά σου ρίχτει.)

                                           Πρώτη Αγάπη

     Πρέπει να ήμουν ως δώδεκα χρονών και πρέπει να ήταν εκείνη ως έντεκα. Δε την έβλεπα μήτε στην εκκλησιά, μήτε στον κλήδωνα, μήτε στη βρύση, μήτε στο παράθυρι. Η μάνα της κι η μάνα μου δεν είχανε πολλές φιλίες.
     Εκεί που την έβλεπα δεν είμαστε οι δυό μοναχοί. Είμαστε οχτώ-δέκα αγόρια της προκοπής, αποφασισμένα να μάθουμε τι θα πει παρέμφατο και να φέρουμε τον πολιτισμό στο χωριό. Και πέντ-έξι κορίτσια, που ερχόντανε δυό ώρες τη μέρα και κάθιζαν από το άλλο πλάγι του γέρου δάσκαλου και τεχνολογούσανε με μια χάρη, που σ' έκαναν, ήθελες δεν ήθελες, να την αγαπάς τη γραμματική.
     Tη χάρη φυσικά την είχανε, γιατί ήταν όλες μικρούλες, όχι πως ήτανε κι όμορφες όλες. Για το δικό μου το γούστο, όμορφη ήτανε μια μοναχή κι αυτή ήταν η ...αγαπητικιά μου!
     Τι λόγο ξεστόμισα! Από που κι ως που αγαπητικιά! Μήτε λέξη δεν της είπα ποτές. Μήτε με το δαχτυλάκι μου δεν τ' άγγιξα τ' αφράτο το χέρι της. Μήτ' η αναπνοή μου δεν μπορούσε να πάει κοντά της και να τη χαϊδέψει. Το μόνο που πηδούσε κάποτες από τα χείλη μου στα χειλάκια της ήτανε το ρήμα 'λείπω', σαν το κλίναμε ο καθένας απ' ένα χρόνο με τη σειρά και ταίριαζε να είμαι εγώ στερνός στη δική μας τη σειρά κι εκείνη πρώτη στων κοριτσιών. 'Ελελείμεθα, ελέλειφθε' πήγαινε να πει και σκόνταβε και χαμογελούσε και τότες πια εγώ, που περίμενα μέρες και μέρες αφορμή να της δώσω ένα, ας είναι και συμμαζεμένο, χαμόγελο, έλαμπα ολοπρόσωπος καθώς την κοίταζα, χωρίς φόβο να μη το νιώσει ο δάσκαλος το τρομερό μυστικό μας. Έπεφταν τότες τα μάτια της στο βιβλίο απάνω, κοκκινίζανε τα δυό μάγουλά της κι άρχιζε το πλαγινό κορίτσι τον άλλο χρόνο.
     Μάτια και πάλι μάτια! Δίχως εσάς, μήτε πρώτη, μήτε στερνή αγάπη δε θα είχαμε! Οι ματιές μου σαν έμπαινε στην παράδοση, οι ματιές της σαν έβγαινε να πάει σπίτι, αυτές ήταν οι όρκοι μας, τα τραγούδια μας, τα φιλιά μας, αυτές ήτανε και τα ραβασάκια μας. Με το καιρό και χωρίς ν' αλλάξουμε αναμεταξύ μας μιά λέξη, την κάμαμ' επιστήμη τη τέχνη αυτή των ματιών. Ήτανε λογής-λογής οι ματιές της. Η ματιά της αδιαφορίας, που μου την έσκιζε τη καρδιά, του θυμού, που μ' έκαιγε σαν τ' άστροπελέκι. Η άπιστη η ματιά σε κανέναν άλλο, που μ' έλιωνε σαν το κερί και μ' αφάνιζε. Ύστερα πάλι η ήρεμη και γλυκιά ματιά της αγάπης, που ξανάβαζε τη ψυχή μου στο τόπο της και σύχαζα. Οι δικιές μου οι ματιές, όσο πολυσήμαντες κι αν ήτανε κι αυτές, δεν είχαν όμως τέτοιες τρομερές αλλαγές. Η ίδια η αφοσίωση, ο ίδιος ο καημός, το ίδιο βάσανο, πάντα.
     Τρεις μήνες πρέπει να πέρασαν έτσι. Ξυπνούσ' από το πρώτο το λάλημα και την ώρα δεν έβλεπα να πάω σκολειό. Η μάνα μου με καμάρωνε και μ' έβλεπε από τώρα Δεσπότη.
     Ήμουνε πρώτος-πρώτος στο σκολειό πάντα κι ωστόσο δε το κατάφερα να τη βρω μοναχή μια φορά, μήτε πηγαινάμενη, μήτε φτασμένη. Αυτό ήταν η λαχτάρα μου τώρα, αυτό ήτανε τ' όνειρό μου. Να τη δω μοναχή, ας είναι και μια στιγμή. Να της πω μιά και καλή πως πεθαίνω, πως έσβησα, άλλη σωτεριά δεν έχ' η ζωή μου παρά τη παντοτινή της αγάπη. Τα 'λεγα ολ' αυτά με τις φλογερές τις ματιές μου, μα η αχόρταγη η καρδιά γύρευε λόγια. Αυτή δεν ήξερε τι θα πει μέτρο και γνώση, αυτή όλο μου φώναζε: "Μπρος! Έχει κι άλλες απόλαψες η αγάπη!"
     Μα πως να της δώσω να καταλάβει, πως θέλω να της μιλήσω! Εδώ οι ματιές δε σώνουν. Εδώ χρειάζεται ραβασάκι. Χίλιες φορές το 'γραψα και το ξανάγραψα. Το 'παιρνα μαζί μου αποφασισμένος να μη ντραπώ, να μη φοβηθώ μήτε δάσκαλο, μήτε πρωτόσκολο, μόνο να της δώσω κρυφά το χαρτάκι σ' ένα βιβλίο, καλαμάρι, ό,τι τύχει. Ήρχουνταν η ώρα και κόβουνταν η καρδιά μου! Δεν αποκοτούσα! Κι έπαιρνα μαζί μου το χαρτί βγαίνοντας και το 'κανα κομμάτια και καταριόμουνε την ώρα που γεννήθηκα τέτοιος ανωφέλητος φοβητσιάρης.
     Ήταν ότι άρχιζε καλοκαίρι σα σηκώθηκα ένα πρωΐ και πήγα μπροστά στη Παναγιά και το 'καμα όρκο, πως υα της δώσω εκείνη τη μέρα το ραβασάκι κι α δε της το δώσω, να πέσει φωτιά να με κάψει.
     Πήγα σκολειό πρώτος πάλι. Έρχουνται όλα τ' αγόρια, όλα τα κορίτσια. Μαυρίζουνε τα μάτια μου να κοιτάζω τη πόρτα, του κάκου! Η μικρή μου δε φαίνεται! Διαβάζει ο δάσκαλος τον κατάλογο, έρχεται στην Αργυρώ... σιωπή.
 -"Που είναι η Αργυρώ;" ρωτά ο δάσκαλος μια συντρόφισσά της.
     Η μάνα της αρρώστησε κι έμεινε σπίτι. Βαριά καρδιά που την έπαιρνα μαζί μου γυρίζοντας σπίτι το μεσημέρι εκείνο! Τι να κάμω, που να πάω, να βραδιάσει γλήγορα και να ξημερώσει!
     Ξημερώνει, ξαναπηγαίνω σκολειό... τα ίδια! Περνά μιά βδομάδα, δυό βδομάδες... ένας μήνας ήτανε περασμένος σαν είπε μια μέρα ένα κορίτσι του δασκάλου, πως πέθανε η μάνα της Αργυρώς και πως δε θα ξανάρθει πιά σκολειό η μικρή.
     Πρέπει να 'μουν ως εικοσιπέντε χρονών τότε που πρωτογύρισα από τη ξενιτιά να δω τους δικούς μου. Ήρθαν όλοι οι παλιοί οι φίλοι κι όλες οι παλιές οι φιλενάδες να με δουν. Ήρθε από την άλλη άκρη του χωριού κι η Αργυρώ, παντρεμένη κοπέλα με δυό παιδιά. Της μίλησα και μου μίλησε πρώτη φορά. Της είπα και μου 'πε χίλια πράματα, για τα παιδιά της, την ομορφιά και ξυπνάδα τους, τη χαρά μου που βρίσκω τη γριά μου τόσο καλά. Για όλ' αυτά χύθηκ' ένας ποταμός λόγια και για τη πρώτη μας την αγάπη, την αξέχαστη εκείνη την αγάπη, καθώς τότες, έτσι και τώρα, δεν είπαμε μήτε λέξη!
         (το διηγηματάκι τούτο ανήκει στη συλλογή 'Νησιώτικες Ιστορίες')


πηγη http://users.sch.gr/ipap



Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ   υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε 

Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με   θέματα πολιτισμού   που  επιλέξουν

Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι   zantedanias@gmail.com 

Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας

Σας ευχαριστούμε από καρδιας

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

 

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only