Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ «Η ΤΥΧΗ»


 Τύχη είνε η μόνη θεότης ήτις επέζησεν εκ της αρχαίας θρησκείας. Την πιστεύομεν σήμερον όσον την επίστευον οι αρχαίοι και ίσως περισσότερον. Μόνον αυτή ανεδείχθη αθάνατος εκ των Ολυμπίων. Κατά μέγα μέρος εις αυτήν αποδίδομεν την διεύθυνσιν του κόσμου και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Απόδειξις αι λέξεις ευτυχία και δυστυχία, αίτινες αποτελούν τους δύο πόλους της ζωής. Είτε ευμενής, είτε δυσμενής μας είνε η ζωή, εις την τύχην το αποδίδομεν. Είμεθα ευτυχείς ή δυστυχείς, τυχεροί ή άτυχοι. Μεταξύ των δύο τούτων άκρων υπάρχει μέγα πλήθος μετρίων καταστάσεων. Αλλά και οι ευρισκόμενοι εις το μέσον τούτο δεν διαφεύγουν την εξάρτησιν από την θέλησιν και τας ιδιοτροπίας της τύχης. Εις διάφορα συμβάντα της ζωής των βλέπουν τον μυστηριώδη δάκτυλον της τύχης. Ολα τα απρόοπτα, τα έξω του υπολογισμού συμβάντα της ζωής των τα ποδίδουν εις την τύχην, ως ευτυχήματα ή δυστυχήματα.

Ωστε μετά τον Δημιουργόν, η Τύχη κατέχει την μεγαλειτέραν θέσιν εις την ζωήν μας. Και όσοι ακόμη εννοούν τον Θεόν ως διευθύνοντα και τας ελαχίστας λεπτομερείας της ζωής, ομιλούν περί ευτυχημάτων και δυστυχημάτων και λέγουν ότι έχουν ή ότι δεν έχουν τύχην.
Πολλοί της ηρνήθησαν πάσαν υπόστασιν. Η ηθική φιλοσοφία επαναλαμβάνει από πολλού ότι η τύχη εκάστου ευρίσκεται εις τα χέρια του και ότι από ημάς εξαρτάται να γίνωμεν ευτυχείς ή δυστυχείς.
Αλλʼ όσοι βαθύτερον εμελέτησαν τα φαινόμενα τα αποδιδόμενα εις την τύχην και αποβλέπουν μάλλον εις την αλήθειαν παρά εις το συμφέρον των ηθών, ηναγκάσθησαν να ναγνωρίσουν ότι υπάρχουν τυχεροί και άτυχοι, αλλʼ ότι ως δύναμις εξωτερική ωρισμένη δεν υπάρχει εκείνο το οποίον αποκαλούμεν Τύχην. Οπως οι άλλοι είπον ότι η τύχην εκάστου υπάρχει - εις τα χέρια του, ούτοι λέγουν ότι η τύχη υπάρχει εντός ημών, όχι όμως όλων, αλλʼ ωρισμένων ατόμων. Οι τυχεροί δεν ευνοούνται υπό εξωτερικής τινος μυστηριώδους δυνάμεως, αλλʼ έχουν εντός αυτών την δύναμιν ήτις τους οδηγεί ασφαλώς και επιτυχώς εις την ζωήν.
Η ύπαρξις τυχερών και άτυχων ατόμων επιβάλλεται δια μυρίων γεγονότων, τα οποία διακρίνουν ωρισμένους ανθρώπους ως τυχερούς και άλλους ως ατυχείς. Πώς άλλως να εξηγηθή ότι στρατιωτικός λαβών μέρος εις τριάκοντα πέντε μάχας και πολεμήσας καθʼ όλην του την ζωήν δεν επληγώθη ποτέ, ενώ άλλος επληγώθη εις όλας τας μάχας εις τας οποίας έλαβε μέρος;
Αλλʼ έτι μάλλον ενδεικτικά είνε τα πολυάριθμα παραδείγματα ανθρώπων κατωτέρας νοημοσύνης, πολλάκις δε και μικροτέρας ενεργητικότητος, οίτινες επιτυγχάνουν εις όλας τας επιχειρήσεις των, ενώ άλλοι νοημονέστεροι και ενεργητικώτεροι αποτυγχάνουν.
Αλλά, πού τέλος πάντων υπάρχει αυτή η δύναμις, αφού δεν υπάρχει εις την διάνοιαν και την ενέργειαν των ανθρώπων;
Εδράζει, μας λέγουν, εις το υποσυνείδητον και διά τούτο δεν έχομεν την συνείδησιν του τρόπου καθʼ όν λειτουργεί. Είνε πρόβλεψις και διαίσθησις υποσυνείδητος. Το ορμέμφυτον προβλέπει και διαισθάνεται τους κινδύνους και, χωρίς να έχωμεν συνείδησιν της ενεργείας του, μας οδηγεί να τους αποφεύγωμεν ή μας διευθύνει, ασφαλώς εις τας επιτυχίας. Αυτή η δύναμις εις άλλους είνε πολύ, εις άλλους ολίγον και εις άλλους ουδόλως ανεπτυγμένη. Ιδού η τύχη και ιδού διατί υπάρχουν τυχεροί και άτυχοι.
Αλλʼ οι άνθρωποι δεν θα παύσουν ποτέ να πιστεύουν εις μίαν εξωτερικήν δύναμιν μυστηριώδη, ήτις παρεμβαίνει εις την ζωήν των ανθρώπων, δια να ευνοή τους μεν και να καταδιώκη τους δε. Και αν παύσουν ποτέ να πιστεύουν εις ό,τι δήποτε υπερφυσικόν, θα εξακολουθούν να πιστεύουν εις την Τύχην, δια να της αποδίδουν όλα τα παρά τους ανθρωπίνους υπολογισμούς συμβαίνοντα. Μη δυνάμενοι νʼ αποδώσουν εις τον Θεόν όσα θεωρούν άδικα και παράλογα, θα τα εξηγούν δια της επεμβάσεως της Τύχης. Ούτω δε θα έχουν και ένα υπεύθυνον κατά του οποίου να παραπονούνται δια τας απρονοησίας και τας ανοησίας των και από τον οποίον να περιμένουν όσα ημέλησαν να επιδιώξουν».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ(1862-1920) Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» 1/1/1915
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΥΖΗ(1842-1901) : «ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ»]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ «ΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Πάντοτε αυτήν την ημέραν ενθυμούμαι εν εικόνισμα παλαιόν, εις το οποίον πρώτην φοράν είδα εξεικονισμένην την Ανάστασιν.
Το εικόνισμα εκείνο είχε την μίαν γωνίαν σπασμένη, ούτως ώστε το σκέλος του ενός εκ των δύο Ρωμαίων στρατιωτών της κουστωδίας, φαίνετο αποκεκομμένον, ως εάν τον είχεν ακρωτηριάσει ο αποκυλισθείς υπό του Αγγέλου λίθος. Κατά την επανάστασιν του 1866, όταν οι Τούρκοι, μετά του χωρίου κατέστρεψαν και την εκκλησίαν, κατεκερμάτισαν δια των μαχαιρών και τα εικονίσματα και τα μεταχειρίσθησαν ως καυσόξυλα, συγχρόνως δε δια των λογχών εξώρυθαν τους οφθαλμούς των βυζαντινών τοιχογραφιών.
Εκ της καταστροφής εκείνης παραδόξως διεσώθη το εικόνισμα της Αναστάσεως, ευρεθέν μετά την επανάστασιν εντός μιας βάτου, παρά τον ναόν, μόνον με την βλάβην εκείνην της γωνίας και με αμυχάς τινάς εις το χρύσωμα. Αλλά το πρόσωπον του Σωτήρος διετηρείτο άθικτον και έκλαμπρον εν τη αίγλη της Αναστάσεως.
Ουδείς δʼ εγνώριζε πώς εγνώσθη το παρά πάντων αναφερόμενον και πιστεύομεν, ότι οι Τούρκοι, οι εισελθόντες και καταστρέψαντες τον ναόν, ετυφλώθησαν, όταν επεχείρησαν να συντρίψωσι το εικόνισμα τούτο και μόνον όταν το αφήκαν, ανέβλεψαν και ηδυνήθησαν εξέλθωσι του ναού. Αλλά ταυτοχρόνως η εικών έγινεν άφαντος και μόνον μετά την ανάστασιν ανευρέθη εντός της λόγχμης. Και αφέθη όπως ήτο με την απεκεκομμένην γωνίαν και τας μικράς του χρυσώματος εκδοράς, όπως αφέθησαν τυφλοί και ακρωτηριασμένοι οι άγιοι των τοίχων, δια να ενθυμίζουν την προς τους βαρβάρους οφειλήν μας, ήτις αργά μεν ολίγον, αλλʼ οπωσδήποτε επληρώθη.
Αι μορφαί του εικονίσματος εκείνου μένουν βαθύτατα χαραγμέναι εις την φαντασίαν μου και ουδεμία εκ των πολλών εικόνων της Αναστάσεως, τας οποίας είδον κατόπιν, ηδυνήθη να τας εξαλείψη.
Οι μεγαλόσωμοι εκείνοι Ρωμαίοι στρατιώται με τους σιδηρούς θώρακας και τους αγρίους μύστακας, οι πεσμένοι κατά γης έντρομοι εκ του θεάματος των λευκοφόρων αγγέλων και του εγειρομένου εκ του θανάτου Ιησού, αναφαίνονται πάντοτε αυτάς τας ημέρας εις την μνήμην μου, κατʼ αρχάς μεν χλευάζοντες τον επί του σταυρού Θεάνθρωπον και προσφέροντες εις την δίψαν αυτού όξος, αντί ύδατος, έπειτα δε καταπλησσόμενοι και πίπτοντες περίτρομοι ενώπιον του θείου αυτού θριάμβου.
Η δε ιστορία της εικόνος, την οποίαν μου ενθυμίζει η σπασμένη εκείνη γωνία, εταύτισαν εις την φαντασίαν μου τους στρατιώτας εκείνους προς τους Τούρκους και το μίσος μου το φυλετικόν απετέλεσεν εν αδιαίρετον αίσθημα και συνεχωνεύθη με την αγανάκτησίν μου την θρησκευτικήν. Πολλάκις μάλιστα εις φυσιογνωμίας Τούρκων αγριωπών ανεγνώρισα τας μορφάς εκείνας των Ρωμαίων σμπίρων και η εκδίκησής μου εφαντάζετο την ημέραν, καθʼ ην θα τους έβλεπα κατά γης περιδεείς και εκθάμβους ενώπιον του θριάμβου της ελληνικής ελευθερίας.
Φαίνεται δε ότι εις όλων των ομοχωρίων μου την αφελή πίστιν είχε γείνει ο αυτός συνδυασμός. Και ήκουσα μίαν ημέραν ένα χωρικόν, λέγοντα προς το μικρόν του τέκνον, το οποίο εσήκωνε δια να φθάση να προσκυνήση την εικόνα:
- Ψηλά, παιδί μου, προσκύνησε, για να μη φιλήσης τσοι Τούρκους.
Βαθμηδόν δε η εικών εκείνη προσέλαβε μίαν σημασίαν, συμβολίζουσαν την ελπίδα να κατισχύσωμεν των εχθρών του Εθνους και της Θρησκείας ημών. Και κατά την λιτανείαν της Αναστάσεως, προηγείτο πάντοτε η εικών εκείνη, την οποίαν και αυτοί οι Τούρκοι εγνώριζον, φερομένη από τον ανδρειότερον νέον του χωριού, ως απειλή και ως προάγγελος της νίκης. Και όταν η πομπή διήρχετο δια της τουρκικής συνοικίας και ενεφανίζοντο εις τα παράθυρα κιτρινισμέναι εκ του φανατισμού τουρκικαί μορφαί, ο νέος ανύψωνεν ως σημαίαν το εικόνισμα, δια να φαίνεται η ανάμνησις της βεβηλώσεως και οι ψάλται ενέτεινον όλην αυτών την δύναμιν, ψάλλοντες:
“Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών!”
Μία δε βοή του πλήθους όλου συνώδευε τον ύμνον, ως θύελλα εκπεμπομένη εκ της ψυχής του πολυπαθούς και αδαμάστου λαού, και εκορυφούτο εις την βροντήν των όπλων. Ενώ δε η λιτανεία ήρχιζεν ως θρησκευτική τελετή, ετελείωνεν ως διαδήλωσις, ήτις προσέδιδεν εις το “Χριστός Ανέστη” τους τόνους θουρίου.
Το επανείδα αυτό το εικόνισμα κατά την τελευταίαν επανάστασιν. Ετελείτο μεγάλη εορτή εις το χωρίον, εορτή απολυτρώσεως.
Το τζαμί του χωρίου ήτο παλαιά εκκλησία των χριστιανών, μετατραπείσα εις τέμενος του Μωάμεθ υπό των Τούρκων. Και οι χριστιανοί, νικηταί πλέον, επανήγαγον τον εξισλαμισθέντα ναόν εις την λατρείαν του Χριστού. Την ημέραν δʼ εκείνην ετελούντο τα εγκαίνια. Εις την θέσιν του μινιαρέ είχε κρεμασθή καμπάνα, της οποίας οι ήχοι από πρωίας διέχυνον την χαράν και τον θρίαμβον εις τον αέρα.
Και των χωρικών το πλήθος, με τον επίσκοπον και τους ιερείς επί κεφαλής, διηυθύνετο προς την ξεσκλαβωμένην εκκλησίαν. Εψαλαν όλοι με μίαν φωνήν, την σιδηράν φωνήν του αδαμάστου λαού “Τις θεός μέγας, ως ο Θεός ημών” και η εικών προεπορεύετο, βασταζομένη από τον ανδρειότερον νέον του χωριού.
Και η εικών εφαίνετο ως ακτινοβολούσα λαμπρότερον την ημέραν εκείνην.
- Κρίμα! είπεν εις εκ των χωρικών, έπρεπε νάνε και Τούρκοι να θωρούνε για να σκάσουνε.
- Να! θωρούν αυτοί, απήντησεν άλλος, δεικνύων τους στρατιώτας της εικόνος.
Και όταν το πλήθος εισώρμησεν εις τον ελευθερωθέντα ναόν, η ψαλμωδία έξαφνα έπαυσε και εις τους θόλους αντήχησε ο Εθνικός Υμνος. Λέγεται ότι την αρχήν έκαμεν ο Επίσκοπος.
Οταν δʼ ετελείωσεν ο ύμνος, όλα τα μάτια ήσαν γεμάτα δάκρυα και οι χωρικοί με λυγμούς, οίτινες από πολλού, απʼ αιώνων συνεκρατούντο εις τα στήθη, ήρχισαν νʼ ασπάζωνται αλλήλους, αναφωνούντες:
- Χριστός Ανέστη!
ΔΙΑΒΑΤΗΣ [ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ] (1861-1920), «Η εικόνα της Ανάστασης στην Επανάσταση του 1866», ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΜΠΡΟΣ», Κυριακή του Πάσχα 14 Απριλίου 1902
.



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only