Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Φιλοκτήτης, Σοφοκλής





 Οι Αχαιοί είχαν εγκαταλείψει στη Λήμνο τον Φιλοκτήτη, γιο του Ποίαντα και βασιλιά της Μαλίδας, μετά το δάγκωμα ενός φιδιού, που του προκάλεσε φοβερούς πόνους και μια εξαιρετικά δύσοσμη πληγή. Δέκα χρόνια αργότερα ο αιχμάλωτος Τρώας μάντης, ο Έλενος, προφήτευσε ότι για την άλωση της Τροίας ήταν απαραίτητη η συνδρομή του Φιλοκτήτη, που είχε στην κατοχή του το περίφημο τόξο του Ηρακλή. Έτσι, ο Οδυσσέας και ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, ανέλαβαν την αποστολή να τον οδηγήσουν στην Τροία.

ΟΔ. Ἀκτὴ μὲν ἥδε τῆς περιρρύτου χθονὸς
Λήμνου, βροτοῖς ἄστιπτος οὐδ’ οἰκουμένη,
ἔνθ’, ὦ κρατίστου πατρὸς Ἑλλήνων τραφεὶς
Ἀχιλλέως παῖ Νεοπτόλεμε, τὸν Μηλιᾶ
(5) Ποίαντος υἱὸν ἐξέθηκ’ ἐγώ ποτε,
ταχθεὶς τόδ’ ἔρδειν τῶν ἀνασσόντων ὕπο,
νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα·
ὅτ’ οὔτε λοιβῆς ἡμὶν οὔτε θυμάτων
παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν, ἀλλ’ ἀγρίαις
(10) κατεῖχ’ ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις,
βοῶν, στενάζων. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν τί δεῖ
λέγειν; ἀκμὴ γὰρ οὐ μακρῶν ἡμῖν λόγων,
μὴ καὶ μάθῃ μ’ ἥκοντα κἀκχέω τὸ πᾶν
σόφισμα τῷ νιν αὐτίχ’ αἱρήσειν δοκῶ.
(15) Ἀλλ’ ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ’ ὑπηρετεῖν,
σκοπεῖν θ’ ὅπου ’στ’ ἐνταῦθα δίστομος πέτρα
τοιάδ’, ἵν’ ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ
πάρεστιν ἐνθάκησις, ἐν θέρει δ’ ὕπνον
δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου πέμπει πνοή.
(20) Βαιὸν δ’ ἔνερθεν ἐξ ἀριστερᾶς τάχ’ ἂν
ἴδοις ποτὸν κρηναῖον, εἴπερ ἐστὶ σῶν.
Ἅ μοι προσελθὼν σῖγα σήμαιν’ εἴτ’ ἔχει
χῶρον πρὸς αὐτὸν τόνδ’ ἔτ’, εἴτ’ ἄλλῃ κυρεῖ,
ὡς τἀπίλοιπα τῶν λόγων σὺ μὲν κλύῃς,
(25) ἐγὼ δὲ φράζω, κοινὰ δ’ ἐξ ἀμφοῖν ἴῃ.
ΝΕ. Ἄναξ Ὀδυσσεῦ, τοὔργον οὐ μακρὰν λέγεις·
δοκῶ γὰρ οἷον εἶπας ἄντρον εἰσορᾶν.
ΟΔ. Ἄνωθεν, ἢ κάτωθεν; οὐ γὰρ ἐννοῶ.
ΝΕ. Τόδ’ ἐξύπερθε, καὶ στίβου γ’ οὐδεὶς τύπος.
(30) ΟΔ. Ὅρα καθ’ ὕπνον μὴ καταυλισθεὶς κυρῇ.
ΝΕ. Ὁρῶ κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα.
ΟΔ. Οὐδ’ ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή;
ΝΕ. Στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ.
ΟΔ. Τὰ δ’ ἄλλ’ ἐρῆμα, κοὐδέν ἐσθ’ ὑπόστεγον;
(35) ΝΕ. Αὐτόξυλόν γ’ ἔκπωμα, φλαυρουργοῦ τινος
τεχνήματ’ ἀνδρός, καὶ πυρεῖ’ ὁμοῦ τάδε.
ΟΔ. Κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεις τόδε.
ΝΕ. Ἰοὺ ἰού· καὶ ταῦτά γ’ ἄλλα θάλπεται
ῥάκη, βαρείας του νοσηλείας πλέα.
(40) ΟΔ. Ἁνὴρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σαφῶς,
κἄστ’ οὐχ ἑκάς που. Πῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνὴρ
κῶλον παλαιᾷ κηρὶ προσβαίη μακράν;
ἀλλ’ ἢ ’πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν,
ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κάτοιδέ που.
(45) Τὸν οὖν παρόντα πέμψον εἰς κατασκοπήν,
μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών· ὡς μᾶλλον ἂν
ἕλοιτό μ’ ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν.
ΝΕ. Ἀλλ’ ἔρχεταί τε καὶ φυλάξεται στίβος.
Σὺ δ’ εἴ τι χρῄζεις, φράζε δευτέρῳ λόγῳ.
(50) ΟΔ. Ἀχιλλέως παῖ, δεῖ σ’ ἐφ’ οἷς ἐλήλυθας
γενναῖον εἶναι, μὴ μόνον τῷ σώματι,
ἀλλ’ ἤν τι καινὸν, ὧν πρὶν οὐκ ἀκήκοας,
κλύῃς, ὑπουργεῖν, οἷς ὑπηρέτης πάρει.
ΝΕ. Τί δῆτ’ ἄνωγας; ΟΔ. Τὴν Φιλοκτήτου σε δεῖ
(55) ψυχὴν ὅπως λόγοισιν ἐκκλέψεις λέγων.
Ὅταν σ’ ἐρωτᾷ τίς τε καὶ πόθεν πάρει,
λέγειν Ἀχιλλέως παῖς· τόδ’ οὐχὶ κλεπτέον·
πλεῖς δ’ ὡς πρὸς οἶκον, ἐκλιπὼν τὸ ναυτικὸν
στράτευμ’ Ἀχαιῶν, ἔχθος ἐχθήρας μέγα,
(60) οἵ σ’ ἐν λιταῖς στείλαντες ἐξ οἴκων μολεῖν,
μόνην ἔχοντες τήνδ’ ἅλωσιν Ἰλίου,
οὐκ ἠξίωσαν τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων
ἐλθόντι δοῦναι κυρίως αἰτουμένῳ,
ἀλλ’ αὔτ’ Ὀδυσσεῖ παρέδοσαν, λέγων ὅσ’ ἂν
(65) θέλῃς καθ’ ἡμῶν ἔσχατ’ ἐσχάτων κακά.
Τούτων γὰρ οὐδέν ἀλγυνεῖ μ’· εἰ δ’ ἐργάσῃ
μὴ ταῦτα, λύπην πᾶσιν Ἀργείοις βαλεῖς.
Εἰ γὰρ τὰ τοῦδε τόξα μὴ ληφθήσεται,
οὐκ ἔστι πέρσαι σοι τὸ Δαρδάνου πέδον.
(70) Ὡς δ’ ἔστ’ ἐμοὶ μὲν οὐχί, σοὶ δ’ ὁμιλία
πρὸς τόνδε πιστὴ καὶ βέβαιος, ἔκμαθε.
Σὺ μὲν πέπλευκας οὔτ’ ἔνορκος οὐδενὶ
οὔτ’ ἐξ ἀνάγκης οὔτε τοῦ πρώτου στόλου,
ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδέν ἐστ’ ἀρνήσιμον.
(75) Ὥστ’ εἴ με τόξων ἐγκρατὴς αἰσθήσεται,
ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών.
Ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, κλοπεὺς
ὅπως γενήσῃ τῶν ἀνικήτων ὅπλων.
Ἔξοιδα, παῖ, φύσει σε μὴ πεφυκότα
(80) τοιαῦτα φωνεῖν μηδὲ τεχνᾶσθαι κακά·
ἀλλ’ ἡδὺ γάρ τοι κτῆμα τῆς νίκης λαβεῖν,
τόλμα· δίκαιοι δ’ αὖθις ἐκφανούμεθα.
Νῦν δ’ εἰς ἀναιδὲς ἡμέρας μέρος βραχὺ
δός μοι σεαυτόν, κᾆτα τὸν λοιπὸν χρόνον
(85) κέκλησο πάντων εὐσεβέστατος βροτῶν.
ΝΕ. Ἐγὼ μὲν οὓς ἂν τῶν λόγων ἀλγῶ κλύων,
Λαερτίου παῖ, τούσδε καὶ πράσσειν στυγῶ·
ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς,
οὔτ’ αὐτὸς οὔθ’, ὥς φασιν, οὑκφύσας ἐμέ.
(90) Ἀλλ’ εἴμ’ ἑτοῖμος πρὸς βίαν τὸν ἄνδρ’ ἄγειν
καὶ μὴ δόλοισιν· οὐ γὰρ ἐξ ἑνὸς ποδὸς
ἡμᾶς τοσούσδε πρὸς βίαν χειρώσεται.
Πεμφθείς γε μέντοι σοὶ ξυνεργάτης ὀκνῶ
προδότης καλεῖσθαι· βούλομαι δ’, ἄναξ, καλῶς
(95) δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς.
ΟΔ. Ἐσθλοῦ πατρὸς παῖ, καὐτὸς ὢν νέος ποτὲ
γλῶσσαν μὲν ἀργόν, χεῖρα δ’ εἶχον ἐργάτιν·
νῦν δ’ εἰς ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ βροτοῖς
τὴν γλῶσσαν, οὐχὶ τἆργα, πάνθ’ ἡγουμένην.
(100) ΝΕ. Τί οὖν μ’ ἄνωγας ἄλλο πλὴν ψευδῆ λέγειν;
ΟΔ. Λέγω σ’ ἐγὼ δόλῳ Φιλοκτήτην λαβεῖν.
ΝΕ. Τί δ’ ἐν δόλῳ δεῖ μᾶλλον ἢ πείσαντ’ ἄγειν;
ΟΔ. Οὐ μὴ πίθηται· πρὸς βίαν δ’ οὐκ ἂν λάβοις.
ΝΕ. Οὕτως ἔχει τι δεινὸν ἰσχύος θράσος;
(105) ΟΔ. Ἰοὺς ἀφύκτους καὶ προπέμποντας φόνον.
ΝΕ. Οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ;
ΟΔ. Οὔ, μὴ δόλῳ λαβόντα γ’, ὡς ἐγὼ λέγω.
ΝΕ. Οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ δῆτα τὰ ψευδῆ λέγειν;
ΟΔ. Οὔκ, εἰ τὸ σωθῆναί γε τὸ ψεῦδος φέρει.
(110) ΝΕ. Πῶς οὖν βλέπων τις ταῦτα τολμήσει λακεῖν;
ΟΔ. Ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει.
ΝΕ. Κέρδος δ’ ἐμοὶ τί τοῦτον ἐς Τροίαν μολεῖν;
ΟΔ. Αἱρεῖ τὰ τόξα ταῦτα τὴν Τροίαν μόνα.
ΝΕ. Οὐκ ἆρ’ ὁ πέρσων, ὡς ἐφάσκετ’, εἴμ’ ἐγώ;
(115) ΟΔ. Οὔτ’ ἂν σὺ κείνων χωρὶς οὔτ’ ἐκεῖνα σοῦ.
ΝΕ. Θηρατέ’ οὖν γίγνοιτ’ ἄν, εἴπερ ὧδ’ ἔχει.
ΟΔ. Ὡς τοῦτό γ’ ἔρξας δύο φέρῃ δωρήματα.
ΝΕ. Ποίω; μαθὼν γὰρ οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν.
ΟΔ. Σοφός τ’ ἂν αὑτὸς κἀγαθὸς κεκλῇ’ ἅμα.
(120) ΝΕ. Ἴτω· ποήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφείς.
ΟΔ. Ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;
ΝΕ. Σάφ’ ἴσθ’, ἐπείπερ εἰσάπαξ συνῄνεσα.
ΟΔ. Σὺ μὲν μένων νυν κεῖνον ἐνθάδ’ ἐκδέχου,
ἐγὼ δ’ ἄπειμι, μὴ κατοπτευθῶ παρών,
(125) καὶ τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν ἀποστελῶ πάλιν.
Καὶ δεῦρ’, ἐάν μοι τοῦ χρόνου δοκῆτέ τι
κατασχολάζειν, αὖθις ἐκπέμψω πάλιν
τοῦτον τὸν αὐτὸν ἄνδρα, ναυκλήρου τρόποις
μορφὴν δολώσας, ὡς ἂν ἀγνοίᾳ προσῇ·
(130) οὗ δῆτα, τέκνον, ποικίλως αὐδωμένου
δέχου τὰ συμφέροντα τῶν ἀεὶ λόγων.
Ἐγὼ δὲ πρὸς ναῦν εἶμι, σοὶ παρεὶς τάδε·
Ἑρμῆς δ’ ὁ πέμπων δόλιος ἡγήσαιτο νῷν
Νίκη τ’ Ἀθάνα Πολιάς, ἣ σῴζει μ’ ἀεί.


Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης. χ.χ. Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. II, Οιδίπους τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Φιλοκτήτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Να τον αυτός ο έρμος ο γιαλός της Λήμνου
που ανθρώπου δεν πατεί ποτέ ποδάρι·
εδώ είν', ω γυιε του πρώτου των Ελλήνων,
του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμε, που τότε
παράτησα, κρυφά το Φιλοχτήτη
μονάχο κι έφυγα, καθώς να κάμω
με είχαν προστάξη οι αρχηγοί του στόλου,
εξ αφορμής το πόδι του που σάπιο
έσταζεν όμπυο απ' την κακιά πληγή του
και με τις άγριες του φωνές, τους βόγγους
και τις βλαστήμιες, το στρατόπεδό μας
εγιόμιζε όλο, που έτσι ούτε θυσία
ούτ' αγιασμό να κάμωμε ήταν τρόπος.
Μα τις η ανάγκη τωρ' αυτά να λέμε;
καιρός για λόγια περιττά δεν είναι,
μήπως με νοιώση που 'μαι δω φτασμένος
κι έτσι όλο να χαθή το σχέδιό μου,
που λέω μ' αυτό στο χέρι να τον βάλω.
Δουλειά σου τώρα εσύ να με βοηθήσης
στα επίλοιπα και να κοιτάξης, πού είναι
μια δίστομη σπηλιά εδώ κάπου, τέτοια
που να την πιάνη ο ήλιος το χειμώνα
κι από τις δυο μεριές και που το θέρος
να φέρνη ύπνο το ρέμμα απ' τίς δυο πόρτες·
και λίγο απάνω, αριστερά, θε να 'ναι
μια βρυσούλα νερό ― αν ακόμα υπάρχη.
Άμε λοιπόν σιγά να δης κι έτσι κατόπι
θα σου εξηγήσω εγώ και συ θ' ακούσης
όσα έχω να σου πω, για να τραβήξη
μπροστά η δουλειά μαζί κι από τους δυο μας.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βασιλιά μου Οδυσσέα, δεν είν' ανάγκη
να πάω μακρυά γι' αυτό που λες· μια τέτοια,
μου φαίνεται, σπηλιά πως βλέπω κιόλας.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Απάνω ή κάτω; εγώ δε διακρίνω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να, εδώ από πάνω· μα κανένα κρότο
από βήματ' ανθρώπου δεν ακούω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κοίτα, μην κάπου το 'στρωσε στον ύπνο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βλέπω άδεια τη σπηλιά και κανείς μέσα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και τίποτε νοικοκυριό ή προμήθειες;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να, στοίβες φύλλα, σα για να κοιμάται
κανείς επάνω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο αυτό, και τίποτ' άλλο
σε καμιά κόχη;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναι, κι εν' από ξύλο
ποτήρι, σα να το 'χη μαστορέψη
αδέξιο χέρι· να και πυροδότες.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δικά του είναι νοικοκυριά όλα τούτα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω, ω! κι ακόμα τ' αλλ' αυτά: κουρέλια
για στέγνωμ' απλωμένα ― όμπυο γιομάτα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Άσφαλτο αυτό σημάδι, πως εδώ 'ναι
που ο άνθρωπός μας κάθεται· και θα 'ναι
όχι κάπου μακρυά· γιατί και πώς
θα μπορούσ' ένας άνθρωπος με πόδι
αρρωστημένο απ' την παλιά πληγή του
να πάη μακρυά; μα θενά βγήκε
ή θροφή να ζητήση ή κάπου αν ξέρη
βοτάνι, που τους πόνους ν' αλαφρώνη.
Στείλε λοιπόν αυτόν εδώ πιο πάνω
για να φυλάγη, μήπως βγη από κάπου
μπροστά μου εκείνος δίχως να τον νοιώσω·
γιατί θα προτιμούσ' εμέ παρ' όλους
μαζί τους Αχαιούς να 'βαζε χέρι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έφυγε κιόλας και το μονοπάτι
θα φυλαχτή· μ' αν έχης τίποτ' άλλο
να μου προστέσης, λέγε και σ' ακούω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γυιε του Αχιλλέα, πρέπει σ' αυτή τώρα
τη δουλειά πόχεις έρθη, να φανής
γενναίος, κι όχι μοναχά στα χέρια,
μα κι αν τίποτ' ακούς αλλιώτικο
απ' όσα σου είπα πριν, με προθυμία
να το εχτελής, σαν βοηθός μου πού εισαι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι προστάζεις λοιπόν;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Το Φιλοχτήτη,
πρέπει να κάμης τρόπο με τα λόγια
που θα του λες, πώς να τον ξεγελάσης.
Σα σε ρωτήση, ποιος και πόθεν ήρθες,
να πης, πως είσαι του Αχιλλέα ο γυιος
―αυτό δεν είν' ανάγκη να το κρύψης―
και πως παράτησες τους Αχαιούς
στην Τροία για να γυρίσης στην πατρίδα,
γιατί τους πήρες σε μεγάλην έχτρα·
που, αφού σε ξεσήκωσαν με δεήσεις
από τα σπίτια σου να πας, γιατ' ήσουν
η μόνη ελπίδα εσύ, το Ίλιο να πάρουν,
σαν πήγες, δεν τ' αξίωσαν να σου δώσουν
τ' άρματα του πατέρα σου Αχιλλέα,
που μ' όλο το δικαίωμα των ζητούσες,
μα πήγαν να τα δώσουν του Οδυσσέα.
Κι αράδιαζε όσα θες κακά για μένα
και τα πιο τρισχειρότερα· δεν έχω
να πάθω τίποτ' απ' αυτά· μ' αν έτσι
όπως σου λέω δεν κάμης, συλλογίσου
ποια συφορά θα ρίξης στους Αργείους·
γιατί αν τα τόξα αυτά δε βάλωμε
στο χέρι, αδύνατο θα σού ειν' εσένα
την πόλη του Πριάμου να κυρίευσης.
Μ' άκου να δης, πως όχι εγώ, μα μόνο
εσύ μπορείς με καθ' εμπιστοσύνη
και σιγουριά να τόνε πλησιάσης:
Εσύ στον πόλεμο ήρθες δίχως να 'σαι
δεμένος μ' όρκους σε κανένα, κι ούτε
αναγκασμένος, μα ούτε κι απ' αρχής
έλαβες μέρος με τον άλλο στόλο·
εγώ όμως απ' αυτά δε θα μπορούσα
τίποτα ν' αρνηστώ κι αν, όσο θα 'χε
τα τόξα του, με δη να βγαίνω εμπρός του,
χάθηκα και μαζί και σένα χάνω·
μα αυτό ακριβώς να σοφιστούμε πρέπει,
πώς τ' ανίκητα τόξα να του κλέψης.
Ξέρω καλά, παιδί μου, πως δεν είσαι
πλασμένος απ' τη φύση να μιλάς
τέτοια γλώσσα και τέτοιες πανουργίες
να επιχειρίζεσαι· μα τόλμησέ το
για μια φορά και συ, που έχει τι γλύκα
να κάνη χτήμα του κανείς τη νίκη!
δίκαιοι ξανά θε να 'μαστε κατόπι·
τώρα για λίγες ώρες της ημέρας
δος μου θυσία τη συνείδησή σου
κι όλος ο επίλοιπος καιρός δικός σου,
τον πιο ευσεβή του κόσμου να σε λένε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εγώ, τα λόγια που μου προξενούνε
κακό ν' ακούω, Λαερτιάδη, φρίκη
μου δίνουν και να κάνω· γιατί τέτοιο
μ' έκαμ' η φύση, τίποτε με απάτη
και με ψευτιές να μην μπορώ να κάμω,
ούτε ο ίδιος, ούτε, καθώς λεν, και κείνος
που μ' εγέννα. Μ' αν θες, έτοιμος είμαι
με βία να σου τον πάρω αυτόν τον άντρα,
μα όχι με δόλο· γιατί μ' ένα πόδι,
πώς θα τα βγάλη πέρα με μας τόσους;
Μα μια που συνεργάτη σου με στείλαν
διστάζω μη με πουν προδότη· αν και
προτιμώ, βασιλιά, τον ίσιο δρόμο
κι ας έπεφτα έξω, παρά να κερδίσω
μα όχι με τρόπο τίμιο τη νίκη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και γω, ω λαμπρού πατέρα γυιε, σαν ήμουν
νιος, είχα γλώσσα οκνή, μα γοργό χέρι
τώρα, σαν τα εξετάζω με την πείρα
που απόχτησα, βλέπω πως στους ανθρώπους
η γλώσσα είναι το παν κι όχι τα έργα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι άλλο μου ζητάς λοιπόν, παρά
να λέγω ψέματα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σου είπα μονάχα
το Φιλοχτήτη να έπαιρνες με δόλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Και γιατί τάχα με το δόλο κι όχι
με την πειθώ μαζί μας να τον πάρω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ποτέ δε θα πειστή και με τη βία
δε θα μπορέσης να τον βάλης χέρι.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι 'ναι κείνο, που του δίνει τέτοιο
θάρρος στη δύναμη του;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τ' άφευχτά του
τα βέλη, που το θάνατο σκορπούνε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ώστε δε θα 'ναι κίντυνος και μόνο
νά βγη μπρος του κανείς;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ξον αν τον βάλης
με πανουργία στο χέρι, καθώς σού ειπα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα δε νομίζεις άτιμο το ψέμα;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όχι, αν το ψέμα φέρνη επιτυχία.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Α, πώς μπορεί κανείς να 'χη την τόλμη
τέτοια λόγια να λέη!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όταν μια πράξη
φέρνη κέρδος, δεν πρέπει να διστάζης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι κέρδος θα 'χω αν έρθη αυτός στην Τροία;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο τα τοξ' αυτά την Τροία θα πάρουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δεν ειμ' εγώ λοιπόν, που λέγατε
πως θα την κυριεύσω;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, μα ούτε
και συ χωρίς αυτά, ούτε και κείνα
χωρίς εσένα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ανάγκη λοιπόν πασά,
μια κι έτσι 'ναι το πράμα, να τα πάρω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σαν το πετύχης, δυο θα λάβης χάρες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιες δυο; ν' ακούσω κι άλλο δεν αρνούμαι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σοφό μαζί κι αντρείο θα σε κηρύξουν.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ας είναι· τ' αποφάσισα, κι αφήνω
τη ντροπή κατά μέρος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θα θυμάσαι
βέβαια καλά τις οδηγίες μου όλες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έγνοια σου, μια που το 'χω αποφασίση. . .

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Συ λοιπόν μείνε να τον περιμένης·
εγώ πηγαίνω, μην τυχόν με πάρη
το μάτι του σα φτάνη· και θα στείλω
τον κατάσκοπο πίσω στο καράβι,
που, αν ιδώ πως πολλή ωρ' αργείτε,
να σου τον στείλω πάλι αυτόν τον ίδιο,
αλλάζοντας του τη μορφή, να μοιάζη
καραβοκύρης, κι έτσι αγνώριστος
να βγη μπροστά· και συ πια απ' τα πλαστά του
τα λόγια, που θ' ακούς να λέη, θα παίρνης
ό,τι κάθε απ' αυτά θα σου ταιριάζη.
Φεύγω λοιπόν για το καράβι κι όλη
πια τη δουλειά σε σεν' απάνω αφήνω·
και ειθ' ο Ερμής ο κατευοδωτής μας
Θεός του δόλου να μας παραστέκη
κι η Νικ' η Αθηνά, η προστάτισσά μου.


Η Ύβρη και η Άτη στο Φιλοκτήτη του Σοφοκλή Από την Τζωρτζίνα Κακουδάκη, Θεατρολόγο Ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα, ποῦ δ᾽ αἰνεῖν, ὅταντὰ θεῖ᾽ ἐπαινῶν τοὺς θεοὺς εὕρω κακούς; (στ.450-52) Τα σχολικά βιβλία, στις μεγάλες εισαγωγές που προλογίζουν την αρχαία τραγωδία, οι μαθητές καλούνται από πολύ μικρή ηλικία να εξοικειωθούν με θεωρητικούς όρους για την ανάλυση και την πρόσληψη του αρχαίου θεάτρου. Πολλοί από αυτούς τους όρους παρατίθενται σχηματικά, χωρίς να επεξηγούνται και κυρίως χωρίς να προσδιορίζεται ένας τρόπος για να ανιχνευτούν μέσα σε ένα κείμενο. Ο μαθητής συχνά αποστασιοποιείται από την αριστοτέλεια λογική της ανάλυσης και οι όροι παραμένουν ασαφείς ή στερεότυποι, με μικρή λειτουργικότητα σε σχέση με την εμβάθυνση στο αρχαίο κείμενο. Πώς λειτουργεί η ύβρις, η άτη και η νέμεσις για παράδειγμα σε ένα άλλο έργο εκτός από τον Οιδίποδα; Και τι σημαίνουν οι λέξεις για την δραματουργία ενός έργου; Με άξονα τον Σοφοκλή, που ο Αριστοτέλης ανάλυσε πρωτίστως για να ανάπτυξη τη θεωρία της «Ποιητικής» του, ακουμπάμε πάνω σε ένα άλλο κείμενο, τον Φιλοκτήτη, που περιλαμβάνεται- αν και συνήθως δεν διδάσκεται- στην σχολική «ύλη» σε μια απόπειρα, μέσα από την έμφασή στην αναζήτηση των όρων της θεωρίας του θεάτρου, να «ξεκλειδώσουμε» ένα υπέροχο κλασικό κείμενο, που η απουσία του θεού στην πλοκή, βαθαίνει διαφορετικά την θεωρητική του προσέγγιση. Ο Φιλοκτήτης είναι ένα έργο με ιδιαίτερη θέση μέσα στο έργο του Σοφοκλή. Οι πολλαπλές ερμηνείες στο επίπεδο της πλοκής και της συμπεριφοράς των ηρώων, η έντονη φιλοσοφική και ηθική αντίστιξη μέσα από τις επιλογές των κεντρικών προσώπων, η απόδοση της ανθρώπινης αδυναμίας και πόνου, το έντονο αντιπολεμικό μήνυμα που εισπράττει συνεχώς ο θεατής, η καταλυτική επέμβαση του πεπρωμένου για την έκβαση της ιστορίας, είναι μόνο λίγα από αυτά που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτό το έργο που προκαλείται από ανθρώπους, συμβαίνει σε ανθρώπους , «διεκπεραιώνεται» από ανθρώπους και λύνεται από ανθρώπους. Στο Φιλοκτήτη τα πράγματα ορίζονται μέσα από προθέσεις, ματαιώσεις, ανθρώπινες αδυναμίες, αναστολές, καθυστερήσεις, μέσα από ένα πλαίσιο εσωτερίκευσης του ορατού και εσωτερικότητας της δράσης. Παράλληλα αποτελεί μία σπάνια στιγμή ρεαλισμού της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας, αφού υπενθυμίζεται σε όλη τη διάρκεια του έργου η σωματική αδυναμία των θνητών και η αποστροφή που προκαλεί η ανθρώπινη «εντροπία» στο κοινωνικό περιβάλλον που την προκαλεί. Το 409 π.Χ., όταν το Αθηναϊκό κοινό παρακολούθησε για πρώτη φορά το Φιλοκτήτη, ήξερε ήδη από τη λογοτεχνική παράδοση ότι αυτός είναι ο ήρωας-κλειδί που, μαζί με το Νεοπτόλεμο, χρησιμοποιώντας τα θανατηφόρα βέλη του Ηρακλή θα σκοτώσει τον Πάρη και θα τελειώσει έτσι ο Τρωικός πόλεμος. Το έργο αυτό του Σοφοκλή αναφέρεται στις συγκυρίες και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο ξεχασμένος και αδικημένος αυτός ήρωας επιστρέφει στον πολεμικό στίβο, αφήνοντας την πολύχρονη και οδυνηρή απομόνωσή του, για να επαληθεύσει τον πρόσφατο χρησμό του Έλενου (στ.1421-28) και να παύσει ο αιματηρός και χρονοβόρος πόλεμος. Ο Φιλοκτήτης κατοικεί στην ‘βροτοις αστιπτον’ Λήμνο, εκεί όπου τον παράτησαν οι συμπολεμιστές του αβοήθητο και έρημο ήδη δέκα χρόνια με δύο μόνιμους συντρόφους: τα τόξα του Ηρακλή και την αβάσταχτη αρρώστια του. Τα τόξα, ‘ἰούς γ᾽ ἀφύκτους καὶ προπέμποντας φόνον’(στ.105) τα έδωσε ο δηλητηριασμένος ημίθεος στον Φιλοκτήτη γιατί ήταν ο μόνος που είχε την ‘ενάρετη τόλμη’ να ανάψει την επιθανάτια πυρά του (στ.801-3). Για την αγιάτρευτη πληγή του ‘νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα΄(στ.7), όπως τονίζει ο Νεοπτόλεμος ‘σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ᾽ ἄλγος ἐκ θείας τύχης, Χρύσης πελασθεὶς φύλακος, ὃς τὸν ἀκαλυφῆ σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις’ (στ.1326-28). Ο λόγος της επίθεσης του φιδιού-φύλακα έχει δύο πιθανές εξηγήσεις: ή η νύμφη Χρύση καταράστηκε το Φιλοκτήτη επειδή αρνήθηκε την αγάπη της, ή ο Φιλοκτήτης –γνωρίζοντας που βρισκόταν το ιερό από την εκστρατεία του με τον Ηρακλή- από απροσεξία πάτησε πάνω στο άβατο ιερό, ενώ προσέφεραν οι Αργείοι θυσία για την εύνοια της νύμφης στην εκστρατεία στην Τροία. Για αυτά τα περιβόητα τόξα έρχονται στο ακατοίκητο νησί δύο αντιπρόσωποι των Ελλήνων. Ο ‘κακῶν κάκιστε΄(στ.984) Οδυσσέας και ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος που ‘ει γαρτά τουδε τόξα μη ληφθήσεται, ουκ έστι πέρσαι σοι το Δαρδάνου πέδον’(στ.68-9). Στόχος τους στην αρχή της τραγωδίας είναι να πάρουν με δόλο και όχι με βία τα όπλα του Ηρακλή, αφού ο Νεοπτόλεμος εκμεταλλευτεί το άσβεστο μίσος του Φιλοκτήτη για τους Ατρείδες. Ο Φιλοκτήτης θεωρείται ένα χαρακτηριστικό έργο του Σοφοκλή όπου το σχήμα Ύβρη- Άτη είναι αθέατο και αδήλωτο στο θεατή.Μπορούμε, ίσως, να εντάξουμε την τραγωδία στην κατηγορία όπου το «μοιραίο λάθος έχει ήδη διαπραχθεί».Το ανθρώπινο δράμα, η ανάγκη που επιτρέπει δεινά στους ανθρώπους, επιβάλλεται στο Φιλοκτήτη με έναν τρόπο άδικο, σκοταδιστικό. Όπως δεν ξέρει ακριβώς ποιος και γιατί τον βάζει σε δοκιμασία, έτσι ξορκίζεται και σε μία κατάσταση ασφυκτικής και μη ανατρέψιμης απομόνωσης. Η παγκόσμια τάξη διαταράσσεται από μια , ίσως τυχαία, θεϊκή βούληση και ο πραγματικός της λόγος θα αποκαλυφθεί μόνο με το πλήρωμα του χρόνου(στ.1316-20), και τον ήρωα να εικάζει και να προσάπτει ευθύνες μόνο στους θνητούς. Μέχρι τότε ο ήρωάς μας αφήνεται να παραδέρνει στον πόνο, την ανάμνηση και στο αίσθημα του ανικανοποίητου, γιατί χωρίς λόγο πολιτικό, κοινωνικό ή ατομικό παθαίνει ό,τι παθαίνει. Παρόλο που στο έργο αναφέρεται, σε διάσπαρτα σημεία, η προσβολή του Φιλοκτήτη στο άβατο της Χρύσης, δεν υποδεικνύεται ως επαρκής δικαιολογία για να υποφέρει τόσο πολύ και για τόσο χρόνο. Ούτε θα ήταν αρκετός λόγος η κατοχή των θεϊκών τόξων που ο Ηρακλής του έδωσε σε ένδειξη ανδρείας και αλληλεγγύης. Μόνο προσθετικά, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε σημεία που έχει σφάλλει ο Φιλοκτήτης και τον φέρνουν σε μία μοίρα ανάλογη με αυτήν του ‘εν ύβρι’ ήρωα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό: Α. Ο ήρωας αρνείται να αποδεχτεί τη θέση του μέσα στο σύμπαν ως μεικτού και ενδιάμεσου όντος, υπερβαίνει τα όρια του και επιδιώκει την ταύτισή του με το θείο. Στο έργο αυτή η κατάσταση ισχύει μάλλον καταχρηστικά και μέσα από αθέλητες συμπτώσεις. Ο Φιλοκτήτης ζει μόνος του σε ένα έρημο νησί για δέκα χρόνια, με μόνη τροφή το κυνήγι και την πικρή του ανάμνηση. Ζει βασανισμένα, έχει όμως καταφέρει να ζει χωρίς τους άλλους και να ξεχωρίζει από τον αδύναμο και δέσμιο «κοινωνικό άνθρωπο». Τη δύναμη, μάλιστα, να επιβιώνει στα ‘ακατοίκητα γκρεμά’ (στ.220-1)) του δίνουν τόξα του Ηρακλή -δώρο του Απόλλωνα- που για πολλές θεϊκές βουλές έριξαν ως τώρα τα βέλη τους. Ο Φιλοκτήτης είναι μόνος του, αντιμέτωπος με τη φύση, όμως έχει τη θεϊκή υποστήριξη να μπορεί να κυριαρχεί απόλυτα σε αυτήν. Αυτή η σιγουριά, που τον κάνει αήττητο, είναι πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα. Β. Ο ήρωας συμπεριφέρεται υβριστικά στους ανθρώπους και τους Θεούς. Ο Φιλοκτήτης έχει καταρχήν υπάρξει το θύμα τέτοιας συμπεριφοράς (στ.265-7). Οι συμπολεμιστές του τον παράτησαν χωρίς φροντίδα σε ένα έρημο νησί για να μην ενοχλούν οι φωνές του το στρατόπεδο(στ.4-11). Έτσι πληρώνει ο πόλεμος τους αγωνιστές. Από τη μεριά του Φιλοκτήτη όμως η άρνηση να αφήσει το παρελθόν και να κάνει μία νέα προσπάθεια για τη σωτηρία της Ελλάδας είναι αρνητικός. Ακόμα και όταν αποκαλύπτεται ο θεϊκός χρησμός από το Νεοπτόλεμο(στ.1329-40), που τον κάνει απαραίτητο και δικαιώνει αυτήν του την περιπέτεια, αρνείται να συνεργαστεί, δεν πείθεται να δράσει μεγαλόψυχα. Θα λέγαμε ότι ο Φιλοκτήτης, από την φρικτή εμπειρία του και το αβάσταχτο σωματικό του άλγος, έχει αποκτήσει έναν χαρακτήρα μεμψίμοιρο αλλά και αμετάκλητο. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να εικάσουμε ότι αν δεν υπήρχε αμέσως μετά η σωτήρια ‘από μηχανής’ παρέμβαση του Ηρακλή ο Φιλοκτήτης θα διέπραττε ύβρη προτιμώντας να μείνει στην έρημο και να μην βοηθήσει την πατρίδα. Όσο για τους Θεούς ο ίδιος παραπονιέται συχνά , «ψάχνει τις επεμβάσεις των θεών και τις βρίσκει άδικες»(στ.405). Γ. Ο ήρωας δεν αναπτύσσει ισομερώς, κάτω από την καθοδήγηση του νου, όλα τα αντιθετικά στοιχεία που συγκροτούν την προσωπικότητά του, αλλά καλλιεργεί υπέρμετρα τη μία μόνο τάση της ψυχής του και αρνείται να αποδεχτεί όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την οικεία φύση του. Ο Φιλοκτήτης ,σίγουρα, έχει συγκρατήσει μέσα στο μεγάλο σωματικό και ψυχικό του πόνο, όλα τα συναισθήματα απέχθειας για τους παλιούς του συνεργάτες και τον ιδεαλισμό του για το κοινό τους έργο. Από την άλλη έχει στα χέρια του μια δύναμη θεϊκή. Σκέφτηκε άραγε, στα χρόνια αυτά της ατέλειωτης μοναξιάς και θλίψης, πώς θα μπορούσε καλύτερα να χρησιμοποιήσει αυτά τα τόξα; Ο ίδιος λέει ότι κάποιοι ξένοι πέρασαν τα δέκα αυτά χρόνια από το μυθικό νησί του. Μάλιστα τους ζήτησε να τον πάνε στην πατρίδα του(στ.307-11). Μήπως, αν ζήταγε να πάει στην Τροία, αν αποκάλυπτε την απίστευτη δύναμη που κράταγε στα χέρια του, έπειθε κάποιον να τον πάρει μαζί του; Είναι δύσκολο για μας να πιστέψουμε ότι ένας τόσο ικανός, εκλεκτός πολεμιστής και φίλος ενός ημίθεου, δεν θα έβρισκε μία λύση, αν υπήρχε η ελάχιστη επιθυμία. Η αγιάτρευτη πληγή είναι σημάδι των εκλεκτών. Στο Φιλοκτήτη, σύμφωνα με τον Κοτ, ‘το υπαρξιακό στίγμα εκείνων που αρνήθηκαν να συμφωνήσουν με τους θεούς ,με την ιστορία και το παράλογο του κόσμου’. Η απάντηση σε αυτά όμως δεν είναι η μονολιθική άρνηση, η μοιρολατρία και η αδράνεια. Υπό αυτή την- κάπως πιο σύγχρονη θέαση της προσωπικής ευθύνης- ο Φιλοκτήτης διαπράττει ένα είδος ύβρης. Υπάρχει ένα μέρος στην τραγωδία του Φιλοκτήτη, που συμπυκνώνει κατά τη γνώμη μου, την έννοια της θείας παρέμβασης και σηματοδοτεί στο έργο την ύπαρξη της άτης. Εδώ, αναιρείται σχεδόν οποιαδήποτε ευθύνη θα προσάπταμε στον Φιλοκτήτη, ως υβριστή και υπεύθυνο της εκ των υστέρων συμπεριφοράς του. Πρόκειται για τους στίχους 810-826: στο σημείο αυτό ο Νεοπτόλεμος, με τα ψέματά του αλλά και την ευγενική του ψυχή, έχει καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Φιλοκτήτη. Ως τώρα, ξέρουμε ότι η ασθένεια του είναι αγιάτρευτη και επίπονη, αλλά δεν ξέρουμε σε πιο σημείο μπορεί να παραλύσει, να ακυρώσει τον ήρωα. Και στη στιγμή της μοναδικής του ελπίδας ότι ίσως το μαρτύριο τελειώσει, ίσως δει την πατρική γη, ίσως βρει παρηγοριά στον ασίγαστο πόνο του, ο Φιλοκτήτης, έχοντας δώσει τα τόξα στον άλλο λιποθυμά. Να λοιπόν, πάντα παρόντες οι δύο του σύντροφοι, οι απόλυτοι δέσμιοι του Φιλοκτήτη στη Λήμνο. Οι Θεοί δεν τον αφήνουν να φύγει γιατί έχει τα τόξα. Αυτά θα χρειαστούν για την Τροία. Η μοίρα δεν τον αφήνει να φύγει γιατί υπερέβαλε στα ανθρώπινα. Η αρρώστια τον κρατάει πάντα αδύναμο και ταπεινό. Και τώρα ο Φιλοκτήτης δεν βρίσκεται σε ένα «φιλολογικό»,αλλά σε έναν πραγματικό-βιολογικό παροξυσμό. Ποιος άλλος από το Θεό, λοιπόν, ορίζει την ανθρώπινη τύχη; Και γιατί ο ταλαίπωρος ήρωας να εμπιστευτεί ποτέ κανένα όταν δεν μπορεί να διαφυλάξει αυτό, το ελάχιστο-ένα αλάθητο τόξο- που τον κρατά στη ζωή; Έχουμε να κάνουμε έδώ, πιστεύω, με μία από τις ρεαλιστικότερες, τις πιο ανθρώπινες στιγμές της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας, γιατί τόσο επίπεδα και φαταλιστικά καταφαίνεται η πιθανότητα ο αξιέπαινος και ικανός ήρωας μας απλά να εξαπατηθεί από τη φύση του τη λάθος στιγμή. Ως το τέλος περίπου του έργου, οι θεατές/αναγνώστες βρίσκονται πάντα σε μία αμηχανία, για το αν τελικά, τώρα που τα δύο μέτωπα άνοιξαν τα χαρτιά τους, θα βρούνε ένα συμβιβασμό. Αν θα είναι κατά οποιονδήποτε τρόπο δυνατό, να κοπάσει το μίσος του Φιλοκτήτη για τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα, ώστε να συστρατευτούν ξανά σε αυτόν τον δύσκολο πόλεμο. Αν ο Φιλοκτήτης θα εμπιστευτεί ξανά το Νεοπτόλεμο και θα έχει έναν πραγματικό σύμμαχο ίσης ψυχικής βαρύτητας. Αν, πράγματι, αυτή η τεράστια εστία δεκαετούς μαρτυρίου μπορεί να κλείσει και να μην υπάρξει άλλος πόνος. Και δεν είναι καθόλου διαυγείς οι προθέσεις, όταν ήδη μία ώρα πριν οι ίδιοι άνθρωποι που απάτησαν το Φιλοκτήτη, λένε ότι προτίθενται να αλλάξουν. Ο Σοφοκλής, μας έδωσε την πολυτέλεια, αιώνες πριν, να φύγουμε από το θέατρο κάπως εφησυχασμένοι, διατηρώντας εν μέρει τις αμφιβολίες μας για την τύχη των ανθρώπων αλλά με μία παρέμβαση ουσιαστική και όχι εξ ανάγκης, όπως συνήθως παρουσιάζεται ο Ευριπίδειος ‘από μηχανής’ θεός. Στο έργο αυτό έρχεται ο Ηρακλής (στ. 1402-44) και πιστοποιεί ότι μία τουλάχιστον ύβρη, ακόμα και αν έγινε, σίγουρα τώρα παραγράφεται. Για τον Φιλοκτήτη η παρουσία του Ηρακλή είναι ένδειξη συνεχούς παρουσίας και απόδειξη ότι ο θεός και φίλος δεν τον ξέχασε. Για τους άλλους δύο είναι μια ένδειξη ότι η αποστολή τους έλαβε αίσιο τέλος και ο χρησμός θα εκπληρωθεί. Για τους θεατές, ο Ηρακλής που λίγο καιρό πριν είχε δηλητηριαστεί και υποφέρει από ανθρώπινα πάθη, ο ημίθεος- ήρωας της εφηβείας μας, ένας άλλος Άγιος Γεώργιος της αρχαιότητας, αποτελεί μια γλυκιά ανακούφιση ότι οι ουράνιοι συμπορευτές καταλαβαίνουν, ακόμα και όταν δεν ενεργούν, τον ανθρώπινο πόνο. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -ΑDAMS, S.M., Sophocles, The playwright, Philoctetes p.134-159, University of Toronto Press,1962, U.S.A. -BATES,W.N., Sophocles- Poet and Dramatist,Philoctetes p.146-163,Russell & Russell,1969,New York -ΒΟΥΡΒΕΡΗ ,Ι. Κ., Σοφοκλέους Φιλοκτήτης-Ανθρωπιστική Ερμηνεία της Τραγωδίας, Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία,1963, Αθήνα -DE ROMILLY, Jacueline, Η Ελληνική Τραγωδία στο πέρασμα του χρόνου, Εσωτερικές Συγκρούσεις στο Σοφοκλή, Η πνευματική επικαιρότητα του 5ου αιώνα: ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή σ. 95-154, Εκδόσεις «το άστυ», 1996, Αθήνα -DE ROMILLY, Jacueline, “Βάστα καρδιά μου”- Η ανάπτυξη της ψυχολογίας στα Αρχαία Ελληνικά Γράμματα, Σοφοκλής σ. 68-87, Εκδόσεις «το άστυ», 1992, Αθήνα -DODDS,E.R.,Οι Έλληνες και το παράλογο, Από τον πολιτισμό ντροπής στον πολιτισμό ενοχής σ.41-68, Ο φόβος της Ελευθερίας σ.197-222, Ι.Καρδαμίτσα, 1977, Αθήνα -KITTO, H.D.F., Η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, Φιλοκτήτης σ. 403-418,Εκδόσεις Παπαδήμα, Τέταρτη Έκδοση,1989, Αθήνα -KOTT, Jan, Θεοφαγία-Δοκίμια για την Αρχαία Τραγωδία, Φιλοκτήτης ή η Άρνηση σ.153-176, Εξάντας,1976, Αθήνα -LESKY, Albin, Η τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων,Φιλοκτήτης, Τόμος Α΄ σ. 397-414, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1989, Αθήνα -ΣΟΦΟΚΛΗ, μτφ. ΤΟΠΟΥΖΗ, Κώστα, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Φιλοκτήτης , Επικαιρότητα, 1992, Αθήνα -TAPLIN, Oliver, Greek Tragedy in Action, Routledge, 1991, London -VERNANT,J.P & VIDAL-NAQUET,P, Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα, Ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή και η εφηβεία,Τόμος Α΄ σ.183-206, Ι. Ζαχαρόπουλος, 1988, Αθήνα

Πηγή: http://georginakakoudaki.org/filoktitis-sofoklis/
Copyright © Τζωρτζίνα Κακουδάκη




Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ   υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε 

Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με   θέματα πολιτισμού   που  επιλέξουν

Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι   zantedanias@gmail.com 

Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας

Σας ευχαριστούμε από καρδιας

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only