Η οικία β βρίσκεται νοτιοανατολικά του ναού του Απόλλωνος Θερμίου και αποτελεί ένα ξεχωριστό σπίτι του προϊστορικού οικισμού. Πρόκειται για αντιπροσωπευτικό δείγμα σύνθετης οικίας με ελλειψοειδές περίγραμμα, και διαστάσεις 14,80×5,20 μ. Η στέγη της ήταν δίριχτη με θολωτή διαμόρφωση στο αψιδωτό μέρος. Το δάπεδό της ήταν στρωμένο με λίθινες πλάκες. Εγκάρσιοι τοίχοι με ανοίγματα χωρίζουν το κτήριο σε τρία δωμάτια, ενώ φαίνεται ότι προς τα δυτικά της οικίας διαμορφωνόταν αυλή που ορίζεται από τοιχάριο αμελούς κατασκευής. Ίχνη εστίας και τμήματα χυτρόποδος οδηγούν στην υπόθεση πως ο χώρος λειτουργούσε για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών, όπως η προετοιμασία και η παρασκευή του φαγητού. Το νοτιότερο δωμάτιο β2 χρησιμοποιείτο ως αποθηκευτικός χώρος, καθώς εδώ βρέθηκε πληθώρα πιθοειδών αγγείων και χρηστικών σκευών, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μεγάλα πιθοειδή αγγεία και κρατήρες με τις χαρακτηριστικές τριγωνικές λαβές.
Στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού–αρχές της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (γύρω στο 1100/1050 π.Χ.) καταστρέφεται ο προϊστορικός οικισμός του Θέρμου και πάνω στα ερείπιά του ιδρύεται πιθανόν ένας νέος οικισμός, από τον οποίο σήμερα είναι ορατά ελάχιστα κτηριακά κατάλοιπα. Το μέγαρο Β αποτελεί το μεγαλύτερο και επισημότερο κτήριο του νέου οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Αποκαλύφθηκε ακριβώς κάτω από το ναό του Απόλλωνος Θερμίου και σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του μεγάρου Α και σήμερα δεν είναι ορατό. Το κτήριο, διαστάσεων 21,40×7,30 μ., έχει ερμηνευθεί ως αρχηγική έδρα, δηλαδή έδρα του τοπικού άρχοντα, και χώρος συνάθροισης των μελών της κοινότητας.
Παλαιότερα είχε θεωρηθεί ότι έχει καμπύλους τοίχους και μορφή παρόμοια με εκείνη του μεγάρου Α, ακολουθώντας την αρχιτεκτονική παράδοση των αψιδωτών κτηρίων του προϊστορικού οικισμού. Επίσης, είχε θεωρηθεί πρόδρομη μορφή του δωρικού περίπτερου ναού, καθώς οι πρώτοι ανασκαφείς είχαν συνδέσει με το κτήριο αυτό σειρά ακανόνιστων λίθινων πλακών που βρέθηκαν γύρω του και είχαν ερμηνευθεί ως βάσεις κιόνων ενός ελλειψοειδούς περιστυλίου. Η νεότερη ανασκαφή από τον καθηγητή Ι.Α. Παπαποστόλου απέδειξε ότι το μέγαρο Β κτίστηκε ως ένα κανονικό ορθογώνιο κτήριο και ότι η καμπυλότητα των τοίχων του οφείλεται στις νεότερες επιχώσεις και σε φυσικά αίτια. Επιπλέον, ουδέποτε απέκτησε περίσταση κιόνων, αφού οι λίθινες πλάκες που βρέθηκαν γύρω από αυτό βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο και τοποθετήθηκαν μετά την καταστροφή του κτηρίου.
Με την ίδρυση του νέου οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου συνδέεται η εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας κεραμικής που σχετίζεται με τον βορειοδυτικό πολιτισμικό χώρο, την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Τα αμαυρόχρωμα αγγεία της εποχής αυτής είναι χειροποίητα και το πιο συνηθισμένο σχήμα αγγείου αποτελεί το μόνωτο κύπελλο με στρογγυλό σώμα. Ομάδες κάθετων και λοξών γραμμών, κρόσσια που κρέμονται κάτω από οριζόντιες ταινίες, δικτυωτοί ρόμβοι και σπανιότερα φυτικά θέματα είναι τα συνήθη διακοσμητικά μοτίβα των αγγείων αυτής της κατηγορίας.
Η καταστροφή του μεγάρου Β τοποθετείται στα τέλη του 9ου ή στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. Την εποχή αυτή πάνω στα ερείπιά του ιδρύεται πήλινη εστία‒βωμός τέφρας, όπου τελούνταν ολόκαυστες θυσίες σε στιγμές κυρίως εξωτερικού κινδύνου και κρίσεων, και μικρός ξυλόπλεκτος οίκος στο οπίσθιο δωμάτιο του μεγάρου Β, όπου φυλάσσονταν τα αναθήματα ή τα λατρευτικά σκεύη. Τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στον 8ο–7ο αιώνα π.Χ. και η λατρεία που ασκείτο ήταν ασφαλώς υπαίθρια και σχετιζόταν με κτιστούς βόθρους θυσιών που ανοίγονταν μπροστά από το μέγαρο Β και σε αυτούς ανατίθεντο σιδερένια κυρίως όπλα, όπως αιχμές δοράτων και βελών, σαυρωτήρες, εγχειρίδια, μαχαίρια κ.ά. και χάλκινα ειδώλια. Στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. τοποθετούνται γύρω από την εστία των θυσιών 18 λίθινες ακανόνιστες πλάκες σε ελλειψοειδή διάταξη για τη στήριξη των στύλων του περιβόλου που όριζε το τέμενος της υπαίθριας λατρείας. Ο Θέρμος τότε φαίνεται ότι λειτουργούσε ως Ιερό του Απόλλωνος, του θεού που στέλνει και αποτρέπει το κακό και προστατεύει τους νέους. Έχει αποδειχθεί επίσης ανασκαφικά, με την εύρεση μεγάλου αριθμού χάλκινων σφηκωτήρων, η πραγματοποίηση τελετών ενηλικίωσης των εφήβων, οι οποίοι αφιέρωναν την κόμη τους στον Απόλλωνα. Άλλα συνήθη αναθήματα ήταν: περόνες, καρφιά, περίαπτα, διπλοί πελέκεις, μικρογραφικοί τροχοί κ.ά., τα οποία χρονολογικά εντάσσονται στην περίοδο μεταξύ 10ου και 7ου αιώνα π.Χ.
Η νεότερη ανασκαφή απέδειξε ότι το μέγαρο Β ουδέποτε απέκτησε συγκεκριμένο λατρευτικό χώρο. Στο εσωτερικό του δεν έχουν ταυτιστεί στοιχεία που να αποδεικνύουν την άσκηση λατρείας. Την εποχή χρήσης του κτηρίου λατρευτικές πράξεις που σχετίζονται με την τέλεση θυσιών ή την προσφορά γευμάτων στους κατοίκους του οικισμού πραγματοποιούνταν από τον τοπικό άρχοντα και λάμβαναν χώρα στην ευρύχωρη πλακόστρωτη αυλή που έχει αποκαλυφθεί μπροστά από την είσοδο, στη νότια πλευρά του μεγάρου Β. Στοιχείο λατρείας μπορεί να θεωρηθεί ακατέργαστος πεσσόμορφος λίθος, ο οποίος βρέθηκε στημένος σε στρώμα στάχτης στη θέση των παλαιότερων βόθρων θυσιών και έχει ερμηνευθεί από τον ανασκαφέα Ι.Α. Παπαποστόλου ως «ιερός λίθος».
Κτίστηκε επάνω ακριβώς από τα ερείπια του μεγάρου Β και τον μεγάλο βωμό της τέφρας που το διαδέχθηκε. Τα σημερινά ερείπια ανήκουν κυρίως στην ανακατασκευή του στα τέλη του 3ου–αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., μετά δηλαδή τη διπλή καταστροφή του Ιερού από τον Φίλιππο Ε΄, το 218 και το 206 π.Χ., ενώ έχουν προηγηθεί δύο ακόμη κατασκευαστικές φάσεις, αυτή της Πρώιμης Αρχαϊκής εποχής και αυτή της Ύστερης Αρχαϊκής–Πρώιμης Κλασικής. Πρόκειται για δωρικό περίπτερο ναό με σηκό και οπισθόδομο, διαστάσεων 38,23×12,13 μ. Έχει διεύθυνση Β–Ν με είσοδο στη νότια στενή πλευρά. Ξύλινη κιονοστοιχία αποτελούμενη από 12 κίονες, από τους οποίους είναι ορατές σήμερα οι λίθινες βάσεις, στήριζε τη δίριχτη στέγη. Ο πρώιμος αρχαϊκός ναός δεν είχε περίσταση. Αυτή προστέθηκε αργότερα και αποτελούνταν από 15 κίονες στις μακριές και 5 κίονες στις στενές πλευρές. Οι κίονες ήταν ξύλινοι, εκτός από το κατώτερο μέρος τους που πατούσε στο στυλοβάτη. Ο θριγκός ήταν επίσης ξύλινος και επενδεδυμένος με πλούσια ζωγραφιστά πήλινα αρχιτεκτονικά στοιχεία (σίμες, υδρορρόες, ακροκέραμα, ακρωτήρια).
Πήλινες ζωγραφιστές πλάκες με μυθολογικά θέματα, που παλαιότερα είχαν θεωρηθεί μετόπες από το θριγκό του κτηρίου, φαίνεται ότι κοσμούσαν τους τοίχους του σηκού με τη μορφή ζωφόρου. Βρέθηκαν από τον Γ. Σωτηριάδη κατά την ανασκαφή του ναού και ανήκουν στα πρωιμότερα δείγματα μνημειακής ζωγραφικής στον ελλαδικό χώρο. Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και το κορινθιακό αλφάβητο στην επιγραφή ΧΕΛΙΔΩΝ εντάσσουν τις πλάκες αυτές στην Πρώιμη Αρχαϊκή εποχή και θεωρούνται έργα πελοποννησιακού ή κορινθιακού εργαστηρίου. Κάθε «μετόπη» παριστάνει και μία ξεχωριστή μυθολογική σκηνή από διαφορετικούς μυθολογικούς κύκλους. Η παράσταση ορίζεται από πλατιά μελανή ταινία και κατακόρυφη σειρά ροδάκων. Τα γυμνά μέρη των γυναικείων μορφών αποδίδονται με λευκό χρώμα, των ανδρικών με ερυθρό και τα ενδύματα με μαύρο και ερυθρό. Οι διακοσμητικές λεπτομέρειες (μαίανδροι, ρόδακες, τριγωνικά σχέδια, τρέχουσες σπείρες, πλοχμοί, ανθέμια) δηλώνονται με λευκό και μαύρο χρώμα. Τα θέματά τους είναι: κυνηγός με ελάφι και αγριόχοιρο, η Χελιδών και η Αηδών, ο Περσέας με την κεφαλή της Μέδουσας, Γοργόνειο, τρεις ένθρονες μορφές, που έχουν ταυτιστεί με την Απολλώνια Τριάδα (Λητώ, Απόλλων, Άρτεμις), και οι κόρες του Προίτου.
Στην κεράμωση της στέγης του πρώιμου αρχαϊκού ναού του Απόλλωνος ανήκουν στρωτήρες με προτομές λεόντων με ανοιχτό στόμα που χρησίμευαν ως υδρορρόες, οι οποίοι εναλλάσσονται με ηγεμόνες καλυπτήρες που καταλήγουν σε προτομές κορών δαιδαλικού τύπου. Όλες φορούν το ιερατικό κάλυμμα της κεφαλής, τον πόλο, ενώ η κόμμωση ακολουθεί δύο τύπους. Στην πρώτη περίπτωση η κόμη διαμορφώνεται σε αστραγαλωτούς βοστρύχους που πλαισιώνουν το πρόσωπο και στη δεύτερη η κόμη είναι ενιαία βαθμιδωτή που στο κάτω μέρος απολήγει σε ελικοειδείς βοστρύχους. Το κεφάλι και τα αυτιά έχουν αποδοθεί κατ’ ενώπιον, κατά τα πρότυπα της αρχαϊκής τέχνης, ενώ και στους δύο τύπους κορών είναι εμφανές το αρχαϊκό μειδίαμα. Το αέτωμα είχε οριζόντιο και καταέτιο γείσο με σειρά εναλλασσόμενων υπόλευκων και μελανών κύκλων σε μελανό βάθος και, ακριβώς από πάνω, σειρά εναλλασσόμενων λευκών και μελανών ημικυκλίων. Η σίμη έφερε, επίσης, γραπτή διακόσμηση και κατέληγε ενδεχομένως σε προτομές λεόντων με κλειστό στόμα. Δυστυχώς το μεσαίο ακρωτήριο δεν έχει ανευρεθεί ή ταυτιστεί. Κεφάλι πάνθηρα, φτερά και βραχίονες Γοργόνων που τρέχουν ανήκουν ενδεχομένως στον γλυπτό διάκοσμο του αετώματος. Τέλος, ο θριγκός είχε μια ζωφόρο από πήλινες ακόσμητες μετόπες που εναλλάσσονταν με τρίγλυφα. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το λευκό και το μαύρο. Οι προτομές των λεόντων ήταν χρωματισμένες με κόκκινο χρώμα και στις γυναικείες προτομές τα πρόσωπα έχουν αποδοθεί με λευκό χρώμα και η κόμη με το χρώμα της ώχρας.
Η κεράμωση της στέγης του ναού, σύμφωνα με τη συστηματική μελέτη των πήλινων γραπτών αρχιτεκτονικών μελών των παλαιών ανασκαφών από την G. Ηübner, φαίνεται ότι ανανεώθηκε ή τμήμα της αντικαταστάθηκε στην Πρώιμη Κλασική εποχή (γύρω στο 470–460 π.Χ.). Την εποχή αυτή ο ναός είχε ήδη αποκτήσει περίσταση κιόνων και αέτωμα και στις δύο στενές πλευρές (νότια και βόρεια). Η νέα κεράμωση αποτελείται από απλούς επίπεδους στρωτήρες κορινθιακού τύπου και ηγεμόνες στρωτήρες, το μέτωπο των οποίων διακοσμείται με γραπτό μαίανδρο. Οι τριγωνικοί ηγεμόνες καλυπτήρες απολήγουν σε γυναικείες προτομές που φορούν πόλο στην κεφαλή. Πόλος και κόμη είναι διακοσμημένα με ζωηρά χρώματα (ερυθρό, μαύρο κ.ά.). Η σίμη του αετώματος διακοσμείται με εναλλασσόμενα άνθη λωτών και ανθέμια, ενώ το γείσο με πλοχμό. Το γωνιακό ακροκέραμο του αετώματος είχε τη μορφή λιονταριού με ανοιχτό στόμα ως υδρορρόη. Ξεχωρίζει το γωνιακό ακρωτήριο που έχει τη μορφή καθιστής Σφίγγας. Αποτελεί εξαίρετο δείγμα της μνημειακής πηλοπλαστικής που διατηρεί επίσης τα έντονα χρώματα, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η απόδοση των ανατομικών χαρακτηριστικών προσώπου και σώματος.
Λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του ναού του Απόλλωνος Θερμίου κτίζονται άλλοι δύο μικρότεροι, του Απόλλωνος Λυσείου και της Αρτέμιδος (;). Από τον πρώτο, στα ανατολικά και σε ψηλότερο άνδηρο του μεγάλου ναού, είναι ορατό μόνο το λίθινο κρηπίδωμα ενός «τετράπλευρου οικοδομήματος», διαστάσεων 17,50×6,70 μ., όπως περιγράφεται από τον Γ. Σωτηριάδη το 1899. Πρόκειται για πρόστυλο ναό με προστώο από τέσσερις πώρινους αρράβδωτους κίονες, που εδράζονται σε μεμονωμένες ασβεστολιθικές πλάκες. Στη θέση τους σώζονται επίσης τα λίθινα κατώφλια από τις δύο ισομεγέθεις θύρες στον τοίχο της πρόσοψης του ναού. Το επίθετο «Λύσειος» αποδίδει την ιδιότητα του Απόλλωνος ως απελευθερωτή θεού, που «λύνει» το κακό και αποδεσμεύει το ανθρώπινο γένος από τα δεινά. Η λατρευόμενη θεότητα ταυτίστηκε από ενεπίγραφη λίθινη στήλη των ελληνιστικών χρόνων (3ος–2ος αι. π.Χ.), που βρέθηκε στο χώρο του ναού και στην οποία αναγράφεται: ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΛΥΣΕΙΟΥ. Τα σημαντικότερα ευρήματα αποτελούν ακροκέραμα με τη μορφή Σιληνών και ανδρικών κεφαλών, καθώς επίσης τεμάχια από πήλινες ζωγραφιστές πλάκες («μετόπες») με παράσταση των Χαρίτων, της θεάς του τοκετού, Ειλειθυίας, της αγγελιαφόρου των θεών, Ίριδος, του κένταυρου Φόλου και ενός συμπλέγματος «ιερού γάμου» ή μυθικής απαγωγής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο μορφές, που μπορούν να ταυτιστούν με το θεό Διόνυσο. Είναι πολύ πιθανό στον ίδιο ναό να λατρευόταν και ο Διόνυσος, που ως γνωστό έφερε το προσωνύμιο Λυαίος και Λύσιος. Ενδεχομένως οι δύο θύρες εισόδου ενισχύουν την υπόθεση της διπλής λατρείας και την ύπαρξη δίδυμου σηκού.
Βορειοδυτικά του ναού του Απόλλωνος Θερμίου βρίσκεται ο ναός της Αρτέμιδος (;), από τον οποίο σήμερα είναι ορατό μόνο το λίθινο κρηπίδωμά του. Πρόκειται για απλό ναό με σηκό και πρόδομο, μέγιστων διαστάσεων 6,06×12,82 μ. Το κτίσμα στη σημερινή του μορφή πιθανόν ανήκει στην Ελληνιστική εποχή. Η ταύτισή του με ναό της Αρτέμιδος είναι επισφαλής ελλείψει επιγραφικής μαρτυρίας. Από τον εν λόγω ναό παραδίδεται ότι προέρχονται πήλινες κυνοκέφαλες υδρορρόες.
Την εποχή ακμής της Αιτωλικής Συμπολιτείας το Ιερό και η πολιτική αγορά του Θέρμου αποτελούν έναν ενιαίο ορθογωνισμένο χώρο και συνδέονται με στενόμακρη πλατεία, διαστάσεων 265×21 μ. Η τελευταία πλαισιώνεται στις μακρές πλευρές από την ανατολική και τη δυτική στοά, προς βορρά από το ναό του Απόλλωνος Θερμίου και προς νότο από το «Βουλευτήριο». Η διαμόρφωση αυτή μοιάζει περισσότερο με «πλατεία οδό», την οποία πλαισιώνουν στοές, σχήμα που συναντάται αργότερα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής, στην Ιταλία και σε άλλες περιοχές, κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο, στη Μικρά Ασία κ.α. Είναι επίσης πολύ πιθανό η επιμήκης πλατεία της αγοράς, που εξασφαλίζει το απαραίτητο μήκος ενός αρχαίου σταδίου, να είχε χρησιμοποιηθεί και ως στάδιο για τους αγώνες δρόμου και όχι μόνο, που διεξάγονταν κατά τα Θερμικά. Η αγορά του Θέρμου μπορεί να χρονολογηθεί στον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. και αποτελεί το αρχαιότερο και εντυπωσιακότερο δείγμα της μνημειώδους αυτής χωροταξικής οργάνωσης. Η δε οπτική σύνδεση ναού Απόλλωνος και «Βουλευτηρίου» είχε έναν επιπλέον πολιτικής σημασίας χαρακτήρα, να συνδέσει το παλαιό κοινό ιερό με την πολιτική έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Από την άποψη αυτή μπορεί να προσδοθεί στην αγορά του Θέρμου ο χαρακτήρας της «ιερής αγοράς».
Η αγορά του Θέρμου περιλαμβάνει τρεις στοές (την ανατολική, τη δυτική και τη νότια), το «Βουλευτήριο» και δύο κρήνες. Οι δύο στοές, η ανατολική (7) και η δυτική (8), συγκαταλέγονται —μαζί με τη νότια στοά (9), η οποία είναι παράλληλη προς το νότιο σκέλος του τείχους και η ανασκαφή της είναι σε εξέλιξη— στις μεγαλύτερες που έχουν βρεθεί σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Η κατασκευή τους τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 4ου–αρχές 3ου αιώνα π.Χ. Αυτές χρησίμευαν όχι μόνο για τις συνεδριάσεις και τις αρχαιρεσίες των αξιωματούχων της Αιτωλικής Συμπολιτείας, αλλά και για τη φύλαξη του αρχείου, των λαφύρων και των χιλιάδων αναθημάτων. Έχουν το σύνηθες σχήμα στοάς που επιχωριάζει στη βορειοδυτική Ελλάδα, με τοίχους στα άκρα της πρόσοψης. Δύο σειρές δωρικών κιόνων, μία στο εσωτερικό και μία στην πρόσοψη, χρησίμευαν για τη στήριξη της στέγης.
Σήμερα είναι ορατές στο εσωτερικό τους μόνο οι λίθινες βάσεις έδρασης των κιόνων, οι οποίοι θα ήταν ξύλινοι, όπως άλλωστε και ο θριγκός των κτηρίων. Τα κατώτερα μέρη των τοίχων τους ήταν λίθινα, ενώ η ανωδομή από ωμές πλίνθους. Η ανατολική στοά, διαστ. 173×13,50 μ., έχει λίθινο κρηπίδωμα στην πρόσοψη και δύο ανοίγματα στον οπίσθιο τοίχο, μέσω των οποίων λίθινα μνημειώδη κλιμακοστάσια οδηγούσαν σε ψηλότερο της στοάς άνδηρο στους πρόποδες του υψώματος Μεγαλάκκος. Η δυτική στοά, διαστ. 164×13,60 μ., είχε στυλοβάτη στην πρόσοψη με λίθινη βαθμίδα και κλειστό δωμάτιο στο βόρειο άκρο. Σε απόσταση 1 μ. περίπου από το στυλοβάτη της δυτικής στοάς διέρχεται λίθινος αγωγός (10) με διακεκομμένη κάλυψη από ασβεστολιθικές πλάκες.
Μπροστά από την ανατολική στενή πλευρά της νότιας στοάς, την πρόσοψη του «Βουλευτηρίου» και της ανατολικής στοάς σώζονται πληθώρα βάθρων και εξεδρών διαφόρων τύπων, ορθογώνιων, τετράγωνων, αψιδωτών, πιόσχημων, όπου ήταν στημένοι χάλκινοι ανδριάντες, αδιάψευστοι μάρτυρες της ακτινοβολίας του Iερού του Θέρμου. Από τα πολυάριθμα αναθήματα διασώθηκαν ελάχιστα σπαράγματα. Πρόκειται για εξαρτήματα χάλκινων ανδριάντων, όπως ένθετοι οφθαλμοί, βόστρυχοι, δάκτυλοι, ανδρικά μόρια, κρόσσια πτερύγων χιτώνων, θήκη ξίφους με εγχάρακτη διακόσμηση μικρών επάλληλων φύλλων, λαβή ξίφους με μορφή κεφαλής αετού, οπλή αλόγου σε φυσικό μέγεθος και θραύσματα κράνους. Σε ειδικό χώρο αμέσως ανατολικά της κρήνης, είναι σήμερα ορατός μεγάλος αριθμός βάσεων, στις οποίες εδράζονταν οι στήλες με τα ψηφίσματα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Από τη νότια στοά, διαστ. 185×15,40 μ., τη μεγαλύτερη από τις τρεις, είναι σήμερα ορατές κατά μήκος της στενής ανατολικής της πλευράς τρεις τουλάχιστον λίθινες βαθμίδες από την κρηπίδα του μνημείου.
Οι στοές καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της διπλής εισβολής του Φιλίππου Ε΄ στην Αιτωλία το 218 και το 206 π.Χ. Λίγο μετά την καταστροφή της η ανατολική στοά ανακατασκευάστηκε και απέκτησε λίθινο θρανίο κατά μήκος του βόρειου και ανατολικού της τοίχου. Η τελική καταστροφή των στοών τοποθετείται μετά την ήττα του Περσέως από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. στη μάχη της Πύδνας, οπότε αρχίζει σταδιακά η ερήμωση και η εγκατάλειψη του Ιερού του Απόλλωνος.
Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήματα που έχει φέρει στο φως η μακρόχρονη έρευνα των μνημείων της αγοράς. Τα κτήρια έφεραν πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Η σίμη της ανατολικής στοάς ήταν διακοσμημένη με βλαστόσπειρες και λεοντοκέφαλες υδρορρόες, ενώ οι τριγωνικοί καλυπτήρες της στέγης απέληγαν σε ακροκέραμα με ανάγλυφη φυτική διακόσμηση. Η σίμη του αετώματος έφερε γραπτή διακόσμηση ανθεμίων και το γωνιακό ακρωτήριο είχε τη μορφή καθιστού λιονταριού. Μετά τη διπλή ολική καταστροφή του Ιερού από τον Φίλιππο Ε΄, πολλά από τα κτήρια της αγοράς επισκευάστηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν. Στην ανατολική στοά κατασκευάστηκε νέα στέγη με περίτεχνα, κορινθιακού τύπου κεραμίδια. Ορισμένα από αυτά, όπως οι επίπεδοι στρωτήρες, οι τριγωνικοί καλυπτήρες και ανθεμωτό ακροκέραμο, φέρουν σφραγίδα με το όνομα «Λυκώπου», πιθανόν το όνομα του αρχιτεχνίτη ή του κατασκευαστή ή του χορηγού.
Μεγάλος είναι ο αριθμός των χάλκινων και αργυρών νομισμάτων που έχουν βρεθεί κατά την ανασκαφή των κτηρίων της αγοράς, τα οποία επιβεβαιώνουν τις πολιτιστικές και εμπορικές σχέσεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας με άλλες πόλεις εντός και εκτός ελληνικής επικράτειας. Τα περισσότερα ανήκουν σε γνωστούς τύπους της αιτωλικής νομισματοκοπίας, η οποία καλύπτει χρονικό διάστημα περίπου δύο αιώνων (β΄ μισό 4ου–μέσα 2ου αι. π.Χ.). Τα πρώτα νομίσματα ήταν χάλκινα και η θεματολογία τους είναι επηρεασμένη από τοπικούς μύθους (κυνήγι Καλυδώνιου Κάπρου) και λατρείες (Απόλλων, Άρτεμις). Κατά τη διάρκεια του Δημητριακού πολέμου (239–229 π.Χ.) κόβονται τα πρώτα μεγάλα αιτωλικά νομίσματα, αργυρά τετράδραχμα και η πρώτη σειρά χρυσών στατήρων και δραχμών. Το σύνολο των νομισμάτων εκδίδεται από την Αιτωλική Συμπολιτεία, καθώς καμία αιτωλική πόλη δεν κόβει το δικό της νόμισμα, και φέρουν το εθνικό ΑΙΤΩΛΩΝ, είτε ολόκληρο, είτε χωρισμένο σε τρεις συλλαβές ΑΙ – ΤΩ – ΛΩΝ, είτε σε δύο μέρη ΑΙΤΩ – ΛΩΝ.
Σημαντικός είναι επίσης ο αριθμός των λίθινων ενεπίγραφων στηλών, στις οποίες αναγράφονται κυρίως τιμητικά ψηφίσματα του Κοινού των Αιτωλών που απονέμει πολιτικά προνόμια σε κατοίκους και πόλεις εκτός αιτωλικής επικράτειας. Υπάρχουν επίσης οι αναθηματικές και απελευθερωτικές επιγραφές. Τα κείμενα των επιγραφών αυτών μεταφέρουν τον ζωντανό λόγο των Αιτωλών έως τις μέρες μας. Χαραγμένα σε λίθο ή σπανιότερα σε μέταλλο, κοινοποιούνταν σε όλους τους πολίτες με την ανάρτησή τους σε συγκεκριμένο, όπως φαίνεται, χώρο του Ιερού πλησίον της κρήνης της αγοράς. Παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή των Αιτωλών, τη δομή και οργάνωση της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Σε αυτές αναφέρονται, εκτός από διοικητικές πράξεις, ονόματα στρατηγών και άλλων αξιωματούχων, πόλεις–μέλη εντός και εκτός αιτωλικής επικράτειας, καθώς και ονόματα των μηνών του αιτωλικού ημερολογίου.
Πρόκειται για ορθογώνιο κτίσμα, διαστ. 26×20 μ., με τρεις βαθμίδες και προστώο, διαστ. 13,60×5,30 μ., στη βόρεια πλευρά, το οποίο δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της στενόμακρης πλατείας της αγοράς και απέχει μόλις 2 μ. περίπου από την εσωτερική παρειά του νότιου σκέλους του τείχους. Πιθανόν από το «Βουλευτήριο» προέρχεται τμήμα σίμης με γραπτή διακόσμηση φτερωτής Νίκης πάνω σε άρμα (παράσταση αρματοδρομίας;), ακροκέραμα και γωνιαία σίμη με γραπτή διακόσμηση ανθεμίων, που χρονολογούνται γύρω στο 420 π.Χ.
Η κρήνη της αγοράς βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη της «πλατείας οδού» σε απόσταση 9 μ. περίπου από τον βόρειο τοίχο της δυτικής στοάς. Έχει κατασκευαστεί επάνω σε φυσική πηγή, που εξακολουθεί και σήμερα να αναβλύζει στην ίδια θέση, και η πρόσοψή της είναι προς τα δυτικά. Έχει το σχήμα ορθογώνιας δεξαμενής, διαστ. 6,18×3,60 μ., είναι κατασκευασμένη από μεγάλους ορθογωνισμένους ογκόλιθους, το μέγιστο σωζόμενο ύψος των τοιχωμάτων της είναι 1,50 μ. και έχει πιόσχημη κάτοψη. Το νερό πηγάζει ανάμεσα από τους αραιά τοποθετημένους λίθους της κατώτερης σειράς, ενώ δεν έχει ακόμη αποδειχθεί εάν διέθετε κρουνούς. Πλακόστρωτο δάπεδο περιέβαλλε τις τρεις πλευρές της, τη βόρεια, τη δυτική και τη νότια. Ανατολικά υπάρχει ημικυκλική εξέδρα που βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο και βλέπει προς την πλατεία της αγοράς.
Μια δεύτερη κρήνη, έξω από το νότιο τείχος του Ιερού, ανασκάφηκε το 1902 από τον Γ. Σωτηριάδη. Πρόκειται για ορθογώνια κατασκευή με πιόσχημη κάτοψη, διαστ. 9×4 μ., η οποία διέθετε μικρότερη δεξαμενή, που γέμιζαν τρεις εσωτερικοί κρουνοί. Στους πλευρικούς τοίχους είχε επίσης από έναν κρουνό εξωτερικά, προφανώς για το πότισμα των ζώων. Στο επάνω μέρος των τοίχων σώζεται ο αγωγός, ο οποίος διοχέτευε το νερό στην κρήνη από κοντινή πηγή στους πρόποδες του Μεγαλάκκου.
Σύμφωνα με μία άποψη, ήδη κατά τα τέλη του 4ου και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. το Ιερό θα πρέπει να είχε τειχιστεί με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο. Είναι η εποχή όπου έχει ήδη συντελεστεί ο μετασχηματισμός των ανοχύρωτων κωμών σε οχυρωμένα οικιστικά κέντρα, ενώ επιπλέον συμπίπτει με την αρχή λειτουργίας της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, το Ιερό απέκτησε τείχος μετά την επιδρομή των Γαλατών το 279 π.Χ. ή και αργότερα μετά την εισβολή του Φιλίππου Ε΄ στην Αιτωλία και τη διπλή καταστροφή του Ιερού.
Το τείχος είναι κατασκευασμένο κατά το ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης από μεγάλους δουλεμένους ογκόλιθους από ντόπιο ασβεστόλιθο. Η άμυνά του ενισχυόταν με 16 τετράγωνους πύργους, ενώ διέθετε δύο πύλες. Η κεντρική πύλη (14α), στη νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου, μέγιστου πλάτους 2,95 μ. και σωζόμενου ύψους 1,57 μ., ενισχυόταν με δύο κυκλικούς πύργους, ενώ η δεύτερη (14β), στη βόρεια πλευρά του περιβόλου, μεγ. πλάτους 3,22 μ. και σωζ. ύψους 1,43 μ., με πύργους τετράγωνους. Το τείχος περιβάλλει το Ιερό και την αγορά από τη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά, ενώ προς τα ανατολικά το ύψωμα Μεγαλάκκος προσέφερε φυσική προστασία. Ο οχυρωματικός περίβολος περιέβαλλε επίσης προς τα δυτικά ευρύ πεδίο, στο οποίο ενδεχομένως θα στήνονταν πρόχειροι καταυλισμοί των επισκεπτών και θα λάμβαναν χώρα οι εμπορικές συναλλαγές, οι εορτές και οι πανηγύρεις. Από την κεντρική πύλη του Ιερού στη νοτιοδυτική γωνία του οχυρωματικού περιβόλου εισέβαλαν τα στρατεύματα του Φιλίππου Ε΄, αφού πρώτα προέλασαν καταστρέφοντας όλες τις αιτωλικές πόλεις κατά μήκος της νότιας πλευράς της λίμνης Τριχωνίδας και ανηφορίζοντας στη συνέχεια στα απότομα και απόκρημνα υψώματα της Αγριλιάς, πάνω από τον σημερινό οικισμό Σιταράλωνα (παλαιά ονομασία Μωρόσκλαβο).
Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου κατασκευάστηκε το 1909 με δαπάνη της «εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», κοντά στο ναό του Απόλλωνος, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα που έρχονταν στο φως από τις ανασκαφές του Ιερού. Πρόκειται για μικρό πετρόκτιστο κεραμοσκεπές κτήριο, στο οποίο αργότερα προστέθηκε στην ανατολική του πλευρά στεγασμένος ημιυπαίθριος χώρος για τη φύλαξη των πολυάριθμων επιγραφών. Σήμερα, μετά την έναρξη λειτουργίας του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Θέρμου το 2016, δεν είναι επισκέψιμο και χρησιμοποιείται ως χώρος αποθήκευσης αρχαιολογικού υλικού των νεότερων ανασκαφών του Ιερού και των πρόσφατων εργασιών ανάδειξης των μνημείων του αρχαιολογικού χώρου, που υλοποιήθηκαν δι’ αυτεπιστασίας το διάστημα 2011–2015, μέσω του προγράμματος ΕΣΠΑ, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος.
https://www.archaiologia.gr/blog/archae
ΒΙΚΑΤΟΥ- ΙΕΡΟ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΘΕΡ...
Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε
Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν
Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com
Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας
Σας ευχαριστούμε από καρδιας
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.