Τα χρόνια γύρω από τον πρώτο επί Αικατερίνης Β΄ ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1768-1774) η ρωσική διπλωματία έθεσε γερά τα θεμέλια του ρωσικού κόμματος ανάμεσα στους Έλληνες. Το ρωσικό κόμμα βέβαια σε αντίθεση με τα άλλα ξενικά κόμματα, τα οποία δημιουργήθηκαν με αδρούς χρηματισμούς και απαρτίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά από μισθοδοτούμενους Φαναριώτες και ντόπιους πολιτικούς παράγοντες, υπήρξε κατά μίαν έννοια αυτοφυές, δηλαδή προϋπήρχαν ρωσόφιλοι πυρήνες μέσα στον Ελληνισμό τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα, οι οποίοι σε αυτά τα χρόνια απέκτησαν πολιτική προοπτική και διπλωματική εκπαίδευση.
Ο Ελληνισμός προσπάθησε να βρεί σε άλλους ορθοδόξους λαούς στήριγμα, ώστε να απελευθερωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα χρόνια του πατέρα του Πέτρου Α΄, οι Έλληνες στράφηκαν προς τον άλλον ισχυρό ορθόδοξο ηγεμόνα, τον Ζηνόβιο Χεμλίνσκι (c. 1595-1657). Πρόκειται γιά τον ηγέτη των Κοζάκων της Ουκρανίας, ο οποίος υπήρξε ακραιφνής ορθόδοξος, πολέμησε την Ουνία στα εδάφη της πολωνο-λιθουανικής κοινοπολιτείας, νίκησε τους Τατάρους της Κριμαίας και υποχρέωσε τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του. Το βραχύβιο κράτος του, το οποίο ισχυριζόταν ότι αποτελούσε την γνήσια συνέχεια της Ρωσίας του Κιέβου, εκτεινόταν στα σημερινά ουκρανικά εδάφη και είχε ως πρωτεύουσά του το Κίεβο. Η σύμπραξη, όμως, Πολωνών, Οθωμανών και Τατάρων εναντίον του, τον ανάγκασαν να γίνει υποτελής του πατέρα του Πέτρου και μετά τον θάνατό του να ενωθεί η επικράτειά του με το ανερχόμενο τότε ρωσικό βασίλειο. Πέρα από την αναγνώρισή του από Έλληνες ιεράρχες που τον καλούσαν να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη, υπήρξαν και Έλληνες λόγιοι, οι οποίοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν τις επιτυχίες του και να του αφιερώσουν έργα τους.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Λαόνικος Ζαμίτρης:
«Ως καθώς από την Ελλάδα παλαιά ελευθερώθητε από το σκότος της αγνωσίας και από την πλάνην της ειδωλολατρείας και ελάβετε την χάριν του βαπτίσματος, με την οποίαν αξιώθητε της ουρανίου πολιτείας, εις τον αυτόν τρόπον να επιμελήθητε ναναγκασθήτε ναποδώσετε χάριν αντί χάριτος, τώρα λέγω που έχετε ικανές δύναμες και θράσος ανίκητον, και όχι να φανήτε αγνώμονες προς αυτήν ωσάν τάλλα γένη των ανθρώπων, των οποίων έκαμε μεγάλες και αθανάτους ευεργεσίας, αμή να την ελευθερώσετε από την αιχμαλωσίαν την μεγάλην του δεινοτάτου τυράννου, ο οποίος αυτήν, που εστάθηκεν όλης της οικουμένης το φώς, την ημαύρωσε, και ολίγο λείπει και την πίστιν ηφάνισε. Διά τούτο την προσφέρνω έμπροσθέν σου ακκουμπισμένην εις την σημαίαν σου και εις την ανδρείαν σου με το γενναίον σύμβολόν σου· διατί εις άλλον δεν έχει βαλμένην την ελπίδα της σωτηρίας της παρά ύστερα από τον Θεόν εις εσένα και εις το ισχυρότατον γένος των Ρώσων, διά να την κάμης να φάνη πάλιν βασίλισσα ως ήτον εις τον καιρόν Αλεξάνδρου και Κωνσταντίνου των μεγάλων της οικουμένης μοναρχών, των οποίων και εις τές ανδραγαθίες και εις τές αρετές είσαι μιμητής ακριβέστατος. Διατί, ως καθώς τον Αλέξανδρον μήν στέργοντας κάποιοι Έλληνες διά στρατηγόν τους εις τόπον Φιλίππου του πατρός του διά την ηλικίαν του, με το να τους καταπολεμήση και να κατασκάψη τές χώρες, θέλοντας και δεν θέλοντας τον εδέχθησαν· εις τον αυτόν τρόπον μήν θέλοντας να σε ακολουθήσουν οι αρχηγοί των Λέχων, οπόταν επαρασκευάσθηκες εναντίον εις τους απίστους, τους επήρες και τα κάστρη και τές χώρες, και φουσσάτα πολλά τους εχάλασες, που στανέως τους πρέπει να σε κρατήσουν διά μεγαλήτερον. Και ως καθώς πάλαι ο Κωνσταντίνος με το ζωηφόρον και νικηφόρον σημάδι του σταυρού εκαταπάτησε τους εχθρούς, έτζι και σύ ασήκωσε το σημάδι που σού προσφέρνω εναντίον εις τους απίστους, διατί είναι βέβαιον πώς θέλεις τους νικήσης και θέλεις τους αφανίσης, όντας αυτό κατά βαρβάρων η νίκη, τώρα που η γαληνοτάτη ετούτη πολιτεία τους ενίκησεν εις την θάλασσαν, και όλο ένα ακολουθά νικώντας τους και καταχαλώντας τους. Τούτο αν και μία παραμικρά επίδειξις είναι της εδικής μου δουλείας προς την σήν υψηλότητα, μεγάλυνέ την με το ύψος της μεγαλοπρεπείας σου, και άς είσαι βέβαιος πώς κατεβαίνει από μίαν μεγάλην μου προθυμίαν με την οποίαν με θερμά δάκρυα και αναστεναγμούς παρακαλώ από τον Θεόν εγώ διά εσένα ζωήν και νίκες, και διά εμένα διάσωσιν εις τον κόσμον, διά να ιδώ εκείνην την ημέραν οπόταν διά το μέγα του έλεος θέλει σ’ αξιώση να γενής εκδικητής της πίστεώς του και της ελευθερίας εμού και όλης της Ελλάδος».
(Λ. Ζαμίτρης, «Η ναυτική νίκη οπού εγίνηκε από τον στόλον της γαληνότατης πολιτείας των Ενετών», στο: É. Legrand, Bibliographie Hellénique: ou description raisonnée des ouvrages publiés par des Grecs au dix-septième siècle, vol. 2, Paris 1894, 53-54.)
Ήδη όμως από τα χρόνια του Πέτρου Α΄ οι ελπίδες στρέφονται σχεδόν αποκλειστικά προς την Ρωσία. Την ίδια εποχή η ρωσική διπλωματία αποδύεται σε μία προσπάθεια προσεταιρισμού σημαντικών Ελλήνων λογίων, αλλά η προσπάθεια αυτή έμεινε στο παραδοσιακό πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας από πλευράς των Ελλήνων εντός της ρωσικής επικράτειας. Τότε μαρτυρείται και η παλαιότερη από όσο γνωρίζουμε προσπάθεια δημιουργίας ενός ελληνικού ρωσόφιλου δικτύου εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται γιά την περίπτωση του Χριστόφορου Αστηρόπουλου (Sternsen), ο οποίος πέρασε από την σουηδική στην ρωσική πλευρά, αφού αιχμαλωτίστηκε στην μάχη της Πολτάβας. Αυτός προσπάθησε να δημιουργήσει ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών από Έλληνες εμπόρους στο Ιάσιο, το Βουκουρέστι και την Βάρνα την περίοδο του ρωσο-οθωμανικού πολέμου 1717-1721. Γιά την έκταση, την αποτελεσματικότητα και την τύχη του δικτύου δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες. Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα όμως και καθώς πλησιάζουμε προς τα 1768 η ρωσική διπλωματία δημιουργεί το πρώτο πραγματικό της δίκτυο ανάμεσα στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό πραγματοποιήθηκε με δύο κυρίως τρόπους: την κατάρτιση Ελλήνων στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, οι οποίοι μετά από σπουδές στις μεγάλες Ρωσικές Ακαδημίες της εποχής στάλθηκαν ως πρόξενοι της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ένταξη Ελλήνων διαβιούντων εξαρχής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στην διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας. Οι πρακτικές αυτές που εντάσσονται στο Ελληνικό σχέδιο της Αικατερίνης απέφεραν έναν ικανοποιητικό αριθμό στελεχών στην ρωσική διπλωματία, αλλά και μία πρώτη ξεκάθαρη ομάδα στους κόλπους του Ελληνισμού με σαφή προσανατολισμό στην διεκδίκηση της εξόδου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ανάμεσά τους βέβαια διαμορφώθηκαν ποικίλες τάσεις και στάσεις απέναντι στο ζήτημα της υπόστασης των ελληνικών χωρών που θα απελευθερώνονταν από τους Τούρκους, οι οποίες κυμαίνονταν από την υπαγωγή στην Ρωσία μέχρι την ανασύσταση της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας. Σε κάθε περίπτωση όμως όλοι αυτοί οι πρώτοι Έλληνες ρωσόφιλοι πολιτικοί παράγοντες συμφωνούσαν ότι η μόνη δύναμη που μπορούσε να βοηθήσει τον Ελληνισμό και είχε κοινά συμφέροντα μαζί του ήταν η Ρωσία.
Ανάμεσα στους ήδη υπηρετούντες την ρωσική πολιτική από τα χρόνια του πρώτου ρωσο-οθωμανικού πολέμου επί Αικατερίνης Β΄ και λίγο νωρίτερα αναφέρουμε ενδεικτικά τον Παναγιώτη Μαρούτση, πρέσβη της Ρωσίας στην Βενετία, τον Γεώργιο Παπάζογλου και τον Εμμανουήλ Σάρρο, πράκτορες (=agents) του Αλεξίου Ορλώφ στον ελλαδικό χώρο, Πάνο Μπιτζίλη, Χειμαριώτη πρόξενο της Ρωσίας που υπηρέτησε την ρωσική διπλωματία με αρκετούς συγγενείς του, τον συντοπίτη του Αντώνιο Τζίκα, τον Λέσβιο Αντώνιο Παλλαδοκλή, τον Λυμπεράκη Μπενάκη, τον Μοτσενίγο, τον Βλασσόπουλο, τον Παπαρρηγόπουλο, τον Σπυρίδωνα Παπαδόπουλο. Τα τρία τελευταία χρόνια πρίν την έναρξη του δευτέρου ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1787-1792) οι Έλληνες πρόξενοι και υποπρόξενοι της Ρωσίας αυξήθηκαν αισθητά: Δ. Γκολέκης στην Τραπεζούντα, Ρ. Κορονέλης στην Βηρυττό, Ι. Ατσάλης στην Κύπρο, Δ. Ματζανάς στην Δαμασκό, Β. Τόνος στην Αλεξάνδρεια, Γ. Τυρναβίτης στην Ρόδο, Α. Κορονέλης στην Χίο, Φ. Γατέσκας στην Σάμο, Ν. Αναστασίου στην Σαντορίνη, Κ. Ταραγάνης στα Δαρδανέλια, Χ. Κομνηνός στην Πελοπόννησο, Σ. Μπιτσίλης στην Κεφαλλονιά, Δ. Ζαγοραίος στην Ζάκυνθο, Λ. Μπενάκης στην Κέρκυρα, Π. Μπιτσίλης στην Χειμάρρα, Α. Γκίκας στην Ραγούζα, Α. Παλλαδοκλής στην Δαλματία, Π. Κρεβατάς στην Εύβοια, Α. Γλυκής στο Οτράντο και Γ. Πρωτοψάλτης στην Αγκώνα. Αυτοί αποτέλεσαν τον μεγάλο όγκο των ρώσων πρακτόρων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα όμορα κράτη και των οποίων η σημασία υπήρξε μεγάλη γιά την ρωσική διπλωματία κυρίως λόγω του αριθμού τους και της δυνατότητας να έρχονται σε επαφή και να αλληλεπιδρούν με τους πολλούς Έλληνες, τον «απλό» λαό, από τον οποίον προέρχονταν και οι περισσότεροι. Η έκταση της ρωσοφιλίας ανάμεσα στους απλούς Έλληνες, τους εστερημένους ιδιαίτερης παιδείας και εξέχουσας κοινωνικής θέσεως, παρότι είναι αδύνατον να υπολογιστεί με ακρίβεια, εντούτοις υπήρξε σίγουρα πολύ μεγάλη. Δεν είναι βέβαια εύκολο να τεκμηριωθεί, καθώς το αυτονόητο δεν καταγράφεται συχνά τόσο στα έγγραφα, όσο και στις αφηγηματικές μαρτυρίες. Ιδίως στα έγγραφα και συγκεκριμένα στην αλληλογραφία των Ελλήνων αξιωματούχων στην ρωσική υπηρεσία δεν αναφέρονται συνήθως λεπτομερώς οι πηγές, από τις οποίες αρύονται τις πληροφορίες τους, ιδίως αν πρόκειται γιά απλούς Έλληνες. Κάθε αξιωματούχος είχε το δίκτυό του, αλλά απέφευγε γιά πολλούς λόγους να το αποκαλύπτει.Ενδεικτικά στην συνέχεια θα δούμε την δράση του Γεωργίου Παπάζογλου, η οποία είναι η πλέον γνωστή και θα πρέπει να θεωρηθεί ως περίπου το πρότυπο και γιά τους υπόλοιπους Ρώσους πράκτορες. Ο Παπάζογλου ή Παπαζώλης (1725-1775) γεννήθηκε στην Σιάτιστα και αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο στην Θεσσαλονίκη και στην Οδησσό. Κατόπιν κατετάγη στον ρωσικό στρατό και υπήρξε πράκτορας των Ορλώφ γιά χρόνια πριν από τον πόλεμο του 1768-1774. Στα 1764 και ευρισκόμενος σε άδεια από τον ρωσικό στρατό άρχισε να εργάζεται γιά την δημιουργία δικτύου ανάμεσα στους Έλληνες της Βενετίας και της Αδριατικής. Ανέπτυξε σημαντική δράση και στρατολόγησε πολλούς στην Τεργέστη ανάμεσά τους και τον αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Όμηρο, ιερέα της ελληνικής κοινότητας, ο οποίος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην δημιουργία στην πόλη (και όχι μόνον) ρωσικού δικτύου. Συνέχισε τις προσπάθειές του με πολλά ταξίδια στην Ήπειρο, την Στερεά και την Πελοπόννησο. Στα 1765 μάλιστα εξέδωσε και ένα από τα πρώτα πλήρη εγχειρίδια πολεμικής τέχνης στα ελληνικά, το οποίο αποτελεί μετάφραση ρωσικού πρωτοτύπου. Από τους πολλούς άλλους Έλληνες που έδρασαν παράλληλα με τον Παπαζώλη μνημονεύουμε τους Αγγελο Αδαμόπουλο, Ιωάννη Παλατίνο και Ιωάννη Πετούση. Όλοι αυτοί είχαν έρθει σε επαφή με τουλάχιστον δέκα από τους κορυφαίους οπλαρχηγούς της Κεντρικής και Δυτικής Ελλάδας εντάσσοντάς τους -έστω και προσωρινά- στο ρωσικό δίκτυο. Στα 1768 προσχώρησε στο ρωσικό δίκτυο και ο Λουδοβίκος Σωτήρης, ο οποίος θα δράσει εντονότερα στον επόμενο πόλεμο. Στην Μάνη ο Σάρρος, ο Παπαζώλης και ο ουκρανικής καταγωγής Τομάρα (διερμηνέας του Ρώσου πρέσβη στην Βενετία) ξεσήκωσαν τον Παναγιώτη Μπενάκη, στον οποίο στηρίχθηκε ολόκληρη η επανάσταση στην Πελοπόννησο. Εκεί κατά τα Ορλωφικά πέρα από τις οικογένειες Μπενάκη, Μαυρομιχάλη και Περρούκα, ιδιαίτερη σημασία γιά το ρωσικό δίκτυο είχε η οικογένεια Νοταρά της Κορίνθου με τους προεστούς Γρηγόριο και Σπυρίδωνα, αλλά ιδίως με τον άγιο επίσκοπο Κορίνθου και πνευματικό ηγέτη των Κολλυβάδων Μακάριο. Ο άγιος έχασε την επισκοπική του έδρα λόγω της συμμετοχής της οικογένειάς του στην επανάσταση και μέχρι το τέλος του βίου του (1805) βρισκόταν εξόριστος.Υπήρξε μάλιστα συγκεκριμένη ρωσική στρατηγική στην χρήση των Ελλήνων διπλωματών και πρακτόρων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τους Ορλώφ στην αρχή, στην συνέχεια τους υπουργούς Εξωτερικών A. I. Ostermann και A. A. Bezborodko, ο οποίος υπήρξε εν πολλοίς και ο εμπνευστής του «Ελληνικού Σχεδίου» της Αικατερίνης και τέλος από τον ίδιο τον Ποτέμκιν. Πέρα όμως από όλους αυτούς τους απλούς Έλληνες η ρωσική διπλωματία σε αυτό το διάστημα προσεταιρίστηκε και πολύ σημαντικότερους πολιτικούς παράγοντες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τους Φαναριώτες. Πάνω στους Φαναριώτες στήριξε το κεντρικό της δίκτυο, εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο από το επαρχιακό με τους διάφορους πράκτορες στα Βαλκάνια, την κυρίως Ελλάδα και τα νησιά.
Η πρώτη τέτοια περίπτωση Φαναριώτη πρίγκιπα, ο οποίος λειτούργησε εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως άνθρωπος των Ρώσων, είναι αυτή του Γρηγόριου Γκίκα. Ήδη από την εποχή των Μαυροκορδάτων υπήρχε μία συνεργασία των Ηγεμόνων με την Ρωσία, η οποία και επισήμως είχε λόγο γιά τις Ηγεμονίες, αλλά με τον Γρηγόριο Γκίκα περνούμε πλέον σε μία καθαρά νεωτερική πολιτική υποστήριξη των ρωσικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι επαφές του Γκίκα με την Ρωσία ίσως να ξεκινούν νωρίτερα μέσα στην δεκαετία του 1760, αλλά με βεβαιότητα υφίστανται από το 1769, οπότε παραδόθηκε εθελουσίως στους Ρώσους. Η εποχή είναι κρίσιμη γιά την Βλαχία, καθώς βρισκόμαστε μέσα στον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1768-1774. Όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ηγεμονία, ο Γκίκας παραδόθηκε οικειοθελώς και μεταφέρθηκε στην Πετρούπολη, όπου διέμεινε ως φιλοξενούμενος «αιχμάλωτος» της Αικατερίνης μέχρι το 1775. Τον Γκίκα συνόδευσε στην Ρωσία και η ακολουθία του. Ανάμεσά στους ακολούθους του ιδιαίτερη σημασία διαδραμάτισε ένα πρόσωπο, το οποίο αποτέλεσε παράγοντα του ρωσικού κόμματος ανάμεσα στους Έλληνες της Πόλης· πρόκειται γιά τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φιραρή (1754-1819). Ο Μαυροκορδάτος μαζί με τα ανήψια του Γκίκα και άλλους νεαρούς Φαναριώτες της ακολουθίας του παρακολούθησαν μαθήματα στην Σχολή Ευελπίδων της Πετρούπολης (Kadetski Korpus). Παρότι η σχολή είχε στόχο την δημιουργία αξιωματικών του ρωσικού στρατού, στα χρόνια της Αικατερίνης είχε εμπλουτιστεί με αρκετά θεωρητικά μαθήματα, ώστε οι απόφοιτοί της να καταλαμβάνουν και διοικητικές θέσεις.
Το καλοκαίρι του 1771 αφίχθηκαν και άλλοι υπήκοοι του Σουλτάνου στην ρωσική πρωτεύουσα. Πρόκειται γιά 51 Τούρκους που αιχμαλωτίσθηκαν στην Κριμαία. Ανάμεσά τους ήταν και ο μετέπειτα διάσημος επίσημος σουλτανικός χρονικογράφος Βασίφ εφέντης, λογιότατος αξιωματούχος, που διορίστηκε αργότερα πρέσβης στην Ισπανία και ρεής εφέντης (=υπουργός Εξωτερικών). Ο Βασίφ απεστάλη εννέα μήνες αργότερα ως κομιστής από μέρους της Αικατερίνης Β΄ προτάσεων γιά συνθηκολόγηση προς τον αρχιστράτηγό της Ρουμιάντσεφ και τον Μ. Βεζύρη Μεχμέτ πασά, οι οποίοι είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις στο μέτωπο. Μαζί του μετέφερε επιστολές των συγκρατουμένων του -και ίσως και της ακολουθίας του Γκίκα- προς τις οικογένειές τους. Αφού πρώτα πέρασε από το ρωσικό στρατόπεδο και συναντήθηκε με τον Ρουμιάντσεφ κατέληξε στο σουλτανικό ορδί κομίζοντας και γράμμα του ρώσου αρχιστράτηγου προς τον Μ. Βεζύρη. Η αποστολή του θεωρείται διπλωματικά επιτυχής, καθώς μετά από αυτήν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, που οδήγησαν στην συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις και οι επαφές που θα αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς αιχμαλώτους της Αικατερίνης, ιδίως αν εξετάσουμε την κατοπινή καριέρα του Βασίφ εφέντη από την μία, και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου από την άλλη. Γνώρισαν άραγε και οι δύο πλευρές την ρωσική φιλοξενία, δέχθηκαν να ενταχθούν στην «υπηρεσία» της Αικατερίνης και ως εκ τούτου αποφάσισαν να σιωπήσουν μετά την επάνοδό τους αμοιβαία; Ο Κωνσταντίνος Καρατζάς, ένας από τους ακολούθους του Γκίκα στην Ρωσία στα όσα γράφει στις Εφημερίδες του αναφερόμενος στον Βασίφ, έρχεται να συμφωνήσει με όσα υποστηρίζουν οι οθωμανικές πηγές γιά αυτόν και την αιχμαλωσία του στην Ρωσία· προσθέτει όμως και μία άγνωστη πληροφορία· πώς υπήρξε άνθρωπος του Γρηγορίου Ορλώφ. Τα ζητήματα αυτά βέβαια δεν υπάρχει η δυνατότητα να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της παρούσης εργασίας σε ό,τι αφορά στους μουσουλμάνους πράκτορες της Αικατερίνης, όμως αποτελούν μία πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή των σχέσεων μουσουλμάνων και χριστιανών αξιωματούχων της Πύλης, καθώς και της επιχείρησης προσεταιρισμού πολιτικών παραγόντων από μέρους της Ρωσίας.
Στην Πετρούπολη εκείνη την εποχή υπήρχε και ένας άλλος ξένος πολιτικός παράγοντας, με τον οποίο οι τύχες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του Φιραρή συνέπλευσαν αργότερα. Πρόκειται γιά τον αδελφό του τότε χάνου της Κριμαίας, και μετέπειτα χάνος και ο ίδιος Σαχίν Γκιράυ, ο οποίος διέμενε στην ρωσική αυλή και σίγουρα διετέλεσε κάτι παραπάνω από απλός αντιπρόσωπος του αδελφού του. Η μόρφωση και οι πνευματικές του ικανότητες είχαν κερδίσει την Αικατερίνη, ιδίως μετά την μεσολάβησή του γιά την υπογραφή ανάμεσα στον αδελφό του και την τσαρίνα της συνθήκης με την οποία η Ρωσία αναγνώριζε την Κριμαία ως ανεξάρτητο κράτος, πράξη βέβαια που η Πύλη θεωρούσε προδοτική και παράνομη γιά τον χάνο. Ο Σαχίν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό πώς γνωρίστηκε στην Πετρούπολη με την φαναριώτικη αντιπροσωπεία και ειδικότερα με τον Φιραρή. Στα 1783 όντας ο ίδιος πλέον χάνος, η Κριμαία προσαρτήθηκε από την Ρωσία, με πρωταγωνιστή στις διαπραγματεύσεις από οθωμανικής πλευράς τον τότε Μ. Δραγομάνο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φιραρή, ο οποίος εξαιτίας της συμμετοχής του σε αυτές τις συζητήσεις αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα οθωμανικά εδάφη περνώντας στην προστασία της Αικατερίνης τον Ιανουάριο του 1787 και αφού είχε παυθεί από Ηγεμόνας της Μολδαβίας ένα μήνα νωρίτερα. Πραγματικά, ακόμη και αν πρόκειται γιά σύμπτωση και όχι γιά μία οργανωμένη διπλωματική συνεργασία ανάμεσα στους δύο άνδρες γιά εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων, η περίπτωση αυτή καταδεικνύει το χαμηλό επίπεδο των υπηρεσιών αντικατασκοπείας της Πύλης.
Παρότι, ο Γρηγόριος Γκίκας καρατομήθηκε γιά την εθελούσια αιχμαλωσία του στην Ρωσία λίγα χρόνια μετά την επιστροφή του, κανείς οθωμανός αξιωματούχος δεν φάνηκε να γνώριζε την «σύμπτωση» της παρουσίας Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Σαχίν Γκιράυ στην Πετρούπολη στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν στα 1783, έπειτα από σειρά λανθασμένων διπλωματικών ενεργειών, η Πύλη αναγκαζόταν να παραχωρήσει ουσιαστικά την Κριμαία στην Ρωσία.
Νωρίτερα, και συγκεκριμένα μετά την λήξη του πολέμου στα 1775, ο Γρηγόριος Γκίκας είχε επιστρέψει εκλεγμένος από τους Μολδαβούς βογιάρους, σύμφωνα με όρο που είχε επιβάλει η τσαρίνα στον σουλτάνο, ως Ηγεμόνας της Μολδαβίας. Έσφαλε, όμως, που δέχτηκε τον μολδαβικό θρόνο και επέστρεψε στις Ηγεμονίες, επειδή η προστασία που του παρείχαν οι Ρώσοι λειτούργησε εις βάρος του, καθώς μετέτρεψε τις υποψίες που υπήρχαν από την φυγή του γιά ρωσοφιλία, σε βεβαιότητα της Πύλης. Έτσι, και η ρωσική πολιτική δεν κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει όπως θα επιθυμούσε τον Γκίκα. Στα 1777 η Πύλη, όταν έκρινε πώς δεν κινδύνευε από κάποια επιθετική ενέργεια της Ρωσίας απέναντί της και εκτιμώντας ταυτόχρονα και την εσωτερική συγκυρία πρόσφορη, τον αποκεφάλισε. Ο Γκίκας βέβαια δεν μπορούσε ίσως να φανταστεί το τέλος του, καθώς ήταν ο πρώτος Ηγεμόνας που εκτελέστηκε κατά την διάρκεια της θητείας του, μέσα στο παλάτι του.
Πολύ μεγαλύτερα πολιτικά οφέλη άντλησε η Ρωσία από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φιραρή, ο οποίος αποτέλεσε την ψυχή του «ρωσικού κόμματος» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γιά την περίοδο 1775-1786, δηλαδή ανάμεσα στους δύο επί Αικατερίνης ρωσοτουρκικούς πολέμους. Ο Μαυροκορδάτος εργάστηκε με συνέπεια γιά τα ρωσικά συμφέροντα γιά περίπου μία δεκαετία, έως ότου η Πύλη αντιληφθεί τον ρόλο του και έτσι ο τελευταίος να αναγκαστεί να καταφύγει στην Ρωσία προκειμένου να γλυτώσει. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε κάτι που ανάλογα με την γνώση της οθωμανικής πραγματικότητας την οποία διαθέτει κανείς, θεωρείται αυτονόητο είτε άγνωστο: όλοι οι Φαναριώτες που συνεργάζονταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο όχι μόνο με την ρωσική, αλλά με οποιαδήποτε ξένη αυλή, έπρεπε να διατηρήσουν αυτήν την συνεργασία πάση θυσία κρυφή, αν ήθελαν να διατηρήσουν το κεφάλι τους πάνω στους ώμους τους. Και σε αυτό το σημείο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν όφειλαν να αποκρύπτουν μόνο την -και στις μέρες μας ακόμη- κολάσιμη συνεργασία με τον εχθρό, η οποία σημαίνει προδοσία, αλλά ακόμη και οποιαδήποτε παρέκκλιση προς θέσεις, απόψεις, συνήθειες που επικρατούσαν σε μία ξένη δύναμη ή και ακόμη τις προσωπικές –καθαρά ανθρώπινες- σχέσεις με εκπροσώπους των δυνάμεων αυτών (πρωτίστως τους πρέσβεις τους στην Πόλη).
Έτσι λοιπόν, στα χρόνια μετά το 1775, ο Μαυροκορδάτος δεν υπήρξε θαμώνας της ρωσικής πρεσβείας, αλλά διατήρησε στενές επαφές με τους φραγκολεβαντίνους δραγομάνους της, τους αδελφούς Pisani. Ιδιαίτερα πιθανή, παρότι δεν έχουμε εντοπίσει ακόμη την τεκμηρίωσή της, πρέπει να θεωρείται η συνεργασία του με τον Λέσβιο δραγομάνο και σύμβουλο της πρεσβείας Αντώνιο Παλλαδοκλή, ο οποίος ακολούθησε τον ρώσο πρέσβη Ρέπνιν μετά την Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή στην Πόλη στα 1775 και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1781. Γράφει χαρακτηριστικά ότι διατηρούσε μυστικές επαφές στην Πόλη και ότι εργάστηκε σθεναρά γιά το ζήτημα της Κριμαίας ερχόμενος σε επαφή με Φαναριώτες και φροντίζοντας να καλλιεργεί τα ρωσόφιλα αισθήματά τους. Ο Παλλαδοκλής είχε βρεθεί στην Ρωσία το 1762, σπούδασε στην Ακαδημία του Κιέβου και αρχικά σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος, ενώ κατόπιν είχε υπηρετήσει στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών κατά την διάρκεια του πολέμου (1768-1774) και προφανώς είχε γνωριστεί από τότε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και την υπόλοιπη ακολουθία του Γκίκα. Το 1771 εξέδωσε στην Ρωσία μία σειρά από ωδές αφιερωμένες στην Αικατερίνη Β΄ και ρώσους στρατηγούς, όπως ο Αλέξιος και ο Γρηγόριος Ορλώφ, ο Νικήτας Πανήν και ο Συμεών Ναρισκήν. Σε άλλο έργο του στα 1773 προσφέρει στην Αικατερίνη τον μεγαλύτερο δυνατό έπαινο, καθώς θεωρεί ότι της αξίζει ο τίτλος της «Μεγάλης» και την παρομοιάζει με τον Μεγαλέξανδρο. Προχωράει, μάλιστα, την παρομοίωσή του σε λεπτομέρειες, καθώς ισχυρίζεται ότι όπως ο Αλέξανδρος κατανίκησε τον Δαρείο, έτσι και η Αικατερίνη κατανίκησε τον Δαρείο που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον σουλτάνο. Συνέγραψε, επίσης, και γιά τις ρωσικές νίκες στην Κριμαία, εξυμνώντας τον Ποτέμκιν. Στα 1783, όταν ο Μαυροκορδάτος γινόταν Μ. Δραγομάνος της Πύλης, ο Παλλαδοκλής αναβαθμιζόταν και εκείνος και από διπλωματικός υπάλληλος γινόταν πρόξενος της Ρωσίας στην Δαλματία, θέση που διατήρησε και κατά τον δεύτερο επί Αικατερίνης ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1787-1792) και από την οποία προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενισχύσει την δυναμική παρέμβαση της Ρωσίας στα Βαλκάνια.
Η δυνατότητά του να ενισχύσει τα ρωσικά συμφέροντα απέκτησε πραγματική υπόσταση, όταν στα 1783 κατέστη Μ. Δραγομάνος της Πύλης. Παρά την διετή μόλις δραγομανία του, κατόρθωσε να συμβάλει τα μέγιστα στην επίτευξη ενός στρατηγικού στόχου της Ρωσίας, την προσάρτηση της Κριμαίας. Η Κριμαία μέχρι τότε αποτελούσε αυτόνομο υποτελές βασίλειο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στα 1783 η Οθωμανική πλευρά σιωπηρά αποδέχθηκε την προσάρτησή της από την Ρωσία, όταν χάνος των Τατάρων της Κριμαίας ήταν ο Γκιράυ και δραγομάνος της Πύλης ο συμφιλοξενούμενός του παλαιότερα στην Ρωσία Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο τελευταίος κατόρθωσε να πείσει την Πύλη ότι η παραχώρηση ήταν αναπόφευκτη, ότι η Ρωσία είχε ετοιμαστεί γιά νέο πόλεμο και ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση ούτε ο χάνος, ο οποίος δέχθηκε την προσάρτηση, να μεταπειστεί, ούτε να ηττηθεί η Ρωσία από τις σουλτανικές δυνάμεις στην Κριμαία. Γιά τις «υπηρεσίες» του προς την Πύλη σε αυτές τις διαπραγματεύσεις μάλιστα, ο Μαυροκορδάτος ανταμείφθηκε με τον θρόνο της Μολδαβίας, τον οποίο πήρε από τον άσπονδο πρωτοξάδελφό του και συνονώματο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Δελήμπεη, στα 1785. Στα 1786, όμως, όταν το κλίμα στο Διβάνι μεταστράφηκε από την υποχωρητικότητα απέναντι στην Ρωσία και κατέστησαν γνωστές και οι επαφές του με την Ρωσία, η Πύλη τον απάλλαξε από τα καθήκοντα του Ηγεμόνα και του ζήτησε να επιστρέψει στην Πόλη. Εκείνος, γνωρίζοντας καλά τί θα επακολουθούσε εάν επέστρεφε, έφυγε από το Ιάσιο, όχι όμως με προορισμό την Πόλη, αλλά την Μόσχα, όπου και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του με σύνταξη, την οποία του εξασφάλισε η Αικατερίνη γιά τις υπηρεσίες του έναντι της Ρωσίας. Η κόρη του, μάλιστα, έγινε δεσποινίδα επί των τιμών της τσαρίνας.Πέρα από την περίπτωση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του Φιραρή, η οποία είναι χαρακτηριστική γιά την ρωσοφιλία στο ανώτατο επίπεδο των Φαναριωτών, θα μνημονεύσουμε και ένα τυπικό παράδειγμα του μέσου επιπέδου. Πρόκειται γιά την περίπτωση του Σκαρλάτου Στούρτζα. Ενώ μέχρι τότε ήταν αξιωματούχος των Φαναριωτών ηγεμόνων είχε ήδη στα τέλη του 1790 αναλάβει την βεστιαρία, υπό ρωσική κατοχή, αξίωμα που του απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη. Η περίπτωση μάλιστα του Στούρτζα δείχνει και κάτι επιπρόσθετο· έναν άλλο τρόπο που χρησιμοποιούσε η Ρωσία προκειμένου να προσεταιριστεί τους Ηγεμόνες: την προαγωγή, ενίσχυση και μισθοδοσία των γαμπρών τους. Κάτι τέτοιο δεν έχει μέχρι σήμερα επισημανθεί, ακριβώς λόγω της φύσης αυτής της ενέργειας, πώς δηλαδή δεν έπρεπε να είναι ευρέως γνωστή, καθώς τότε έχανε την αξία της. Πραγματικά, η Πύλη δεν ήταν δυνατό να παρατηρεί τις κινήσεις και τις επαφές όλων των γαμπρών των Ηγεμόνων. Η πρακτική βέβαια αυτή απέφερε και ένα άλλο σημαντικό όφελος: πώς, και αν ακόμη γνωστοποιούνταν τα σχετικά, ο Ηγεμόνας είχε την δυνατότητα να επικαλεστεί την διαφωνία του με τις ενέργειες του «φιραρή» γαμπρού του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη των τέκνων του Σκαρλάτου Στούρτζα, Αλεξάνδρου και Ρωξάνδρας, η οποία είναι τυπική γιά τις περιπτώσεις των Ελλήνων πρακτόρων της ρωσικής πολιτικής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πολύ συχνά τα τέκνα των μελών του ρωσικού κόμματος κατέληγαν στην Ρωσία, όπου σταδιοδρομούσαν ως αξιωματούχοι. Θα αναφερθούμε στον Αλέξανδρο και την Ρωξάνδρα Στούρτζα, παρότι δεν έζησαν ποτέ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή το Ελληνικό Βασίλειο, υπήρξαν ωστόσο άνθρωποι του Καποδίστρια και ιδίως ο Αλέξανδρος με τα κείμενά του άσκησε σημαντική επιρροή στους ρωσόφιλους της Ελλάδος.
Ο Αλέξανδρος Στούρτζας γεννήθηκε στο Ιάσιο στις 18 Νοεμβρίου 1791, λίγους μήνες προτού η οικογένεια εγκατασταθεί στην Πετρούπολη λόγω της ένταξης του πατέρα του Σκαρλάτου Στούρτζα στην ρωσική υπηρεσία κατά τον πόλεμο του 1787-1792, όταν είχε ενταχθεί στον ρωσικό στρατό στην κατεχόμενη τότε από τους Ρώσους Μολδαβία, όπως προαναφέρθηκε. Ο Αλέξανδρος σπούδασε στην Θεολογική Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης και στα 1809 διορίστηκε δόκιμος υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, ενώ το 1811 ονομάστηκε διερμηνέας. Το 1812 συνόδεψε ως προσωπικός γραμματέας και διερμηνέας, τον ναύαρχο Τσιτσακώφ, διοικητή των ρωσικών δυνάμεων στον Δούναβη. Αργότερα, χρημάτισε βοηθός του Καποδίστρια στο διπλωματικό γραφείο του ναυάρχου, στο Βουκουρέστι. Το 1815 συνόδεψε τον Καποδίστρια στο Παρίσι. Οι απόψεις του γιά τους Ιησουίτες φαίνεται πώς προκάλεσαν την εκδίωξή τους από την Ρωσία. Η πρώτη σύζυγός του υπήρξε ρωσίδα, ενώ η δεύτερη καταγόταν από την Πρωσία και ήταν κόρη του προσωπικού ιατρού του Φρειδερίκου Γ΄ της Πρωσίας Ουφαλάνδου. Πέρα από την υπηρεσία στο υπουργείο Εξωτερικών διετέλεσε και μέλος της Γενικής Διευθύνσεως των Σχολείων της Ρωσίας. Ήταν ανοικτά πολέμιος των νεωτερικών ιδεών. Είχε στενή σχέση και αλληλογραφία με τον Καποδίστρια σε όλη την ζωή του, ιδίως γιά την Ελλάδα μετά την έναρξη της Επανάστασης. Συνέγραψε πραγματεία με τίτλο: La Grèce en 1821 et 1822, το οποίο κυκλοφόρησε ανωνύμως το 1823. Συνέβαλε τα μέγιστα στο να κατανοηθεί από τους Ευρωπαίους η πραγματική μορφή της Επανάστασης και να αποσειστεί η μομφή γιά κοινωνική επανάσταση. Το 1828 στάλθηκε από το ρωσικό υπουργείο των Εξωτερικών ως εκπρόσωπος στην μεταβατική διοίκηση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Το 1830 αποσύρθηκε από το υπουργείο και εγκαταστάθηκε οριστικά μαζί με την αδελφή του στην Οδησσό, όπου διοικούσαν το Ίδρυμα Στούρτζα. Απεβίωσε το 1854. Υπήρξε επίσης φίλος και αλληλογράφος του Κωνσταντίνου Οικονόμου, πράγμα που δείχνει ακόμη περισσότερο την συνέχεια που υπήρχε ανάμεσα στο προεπαναστατικό και το μετεπαναστατικό ρωσικό κόμμα. Συγκεκριμένα, ο Οικονόμος γράφει σε επιστολή του στον Στούρτζα, ασκώντας ήδη από το 1821 αντιβρετανική πολιτική: «Οι θαλασσοκράτορες αγγέλλονται πανταχόθεν, ότι προάγουσι και οδηγούσι και βοηθούσι κρυφίως τον στόλον τον Οθωμανικόν. Οι δέ ταλαίπωροι Έλληνες εγκαταλελειμμένοι υπό πάντων μάχονται με τον θάνατον».
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Οκτωβρίου 1786. Στα 17 της έγινε δεσποινίδα επί των τιμών της τσαρίνας Ελισάβετ. Στο σπίτι η οικογένεια μιλούσε Ελληνικά. Στην Πετρούπολη γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια και μετέβησαν μαζί στο συνέδριο της Βιέννης (1814-1815), ο Καποδίστριας ως υπουργός του τσάρου και η Ρωξάνδρα ως ακόλουθος της τσαρίνας. Με υπόδειξη της ρωσικής αυλής παντρεύτηκε τον κόμη Edling. Έλαβε μέρος στην ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας στην Βιέννη το 1814 μαζί με τον Άνθιμο Γαζή και τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας. Πέθανε το 1844.Στα χρόνια πιά κοντά στην Επανάσταση του 1821 η ρωσική διπλωματία πέρα από τους Φαναριώτες και τους διπλωματικούς της πράκτορες, άρχισε να στρατολογεί και λογίους. Ο Ανδρέας Μουστοξύδης (1785-1860), που κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσά τους, στα 1804 αφιέρωσε στον τσάρο Αλέξανδρο το έργο του Notizie per servire alla storia corcirese dai tempi eroici fino al secolo XII. Από εκείνη την εποχή η σύνδεσή του με την ρωσική πολιτική υπήρξε σταθερή. Στα 1814 ο τσάρος του απένειμε το παράσημο του ιππότη της τετάρτης τάξεως του Αγίου Βλαδιμήρου. Από το 1820 ώς το 1826 με την μεσολάβηση του φίλου του και πρέσβη της Ρωσίας στο Τορίνο, του Ζακυνθινού κόμη Μοτσενίγου, υπηρέτησε ως σύμβουλος στην ρωσική πρεσβεία στο Πεδεμόντιο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνεργασία του Μουστοξύδη με τον Δημήτριο Σχινά, μία παράμετρος της οποίας υπήρξε η κοινή ρωσοφιλία. Εξέδωσαν μαζί στα 1817 την Συλλογή αποσπασμάτων ανεκδότων ελληνικών μετά σημειώσεων.
Την ίδια εποχή η αυστριακή αστυνομία τον παρακολουθούσε, και σε αναφορές καταγράφονται τα αντιγαλλικά και αντιαυστριακά σε συνδυασμό με τα φιλορωσικά αισθήματά του. Επίσης, σημειωνόταν ότι διατηρούσε επαφές με τους ρώσους διπλωμάτες στην Ιταλία και ιδίως με τον πρόξενο της Ρωσίας στο Τορίνο Σπυρίδωνα Ναράντζη. Στα 1820 και ενώ έφερε τον τίτλο του κρατικού ιστοριογράφου των Επτανήσων δημοσίευσε ανώνυμα στο Παρίσι το αντιβρετανικό έργο Exposé des faits qui ont précédé et suivi la cession de Parga. Όταν αποκαλύφθηκε ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας, του αφαιρέθηκε ο τίτλος.
Με τέτοιους συνεργάτες οι Ρώσοι έχτισαν το ρωσικό πολιτικό δίκτυο, το ρωσικό κόμμα στην επαναστατημένη Ελλάδα ήδη από το πρώτο διάστημα της Επανάστασης. Το ρωσικό κόμμα όχι μόνο είχε γερές ρίζες ανάμεσα στους Έλληνες, αλλά και όσο περνούσαν τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία αύξανε τους υποστηρικτές του μέχρι τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), κατά τον οποίον η ήττα της Ρωσίας υπήρξε βαρύτατη και συνεπώς οι Έλληνες δεν μπορούσαν πλέον να ελπίζουν στην βοήθειά της. Ακόμη περισσότερο, όμως, στην πτώση της ρωσοφιλίας στην Ελλάδα συνετέλεσε η άνοδος και κυριαρχία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα του Πανσλαβισμού, της ιδιότυπης αυτής μορφής διακρατικού εθνικισμού δυτικής προέλευσης που ένωσε όλους τους Σλάβους υπό την ρωσική πρωτοκαθεδρία και διέλυσε την όποια περίπτωση υπήρχε μέχρι τότε γιά συνεργασία των Ορθοδόξων λαών.Ο Χαράλαμπος Μηνάογλου είναι διδάκτωρ νεώτερης ιστορίας του Tμήματος Ιστορίας- Αρχαιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. Έχει εργαστεί στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και στο Κέντρον Ερεύνης Ιστορίας Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Διευθύνει το Πρότυπο Λύκειο της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και ειδικότερα στον πνευματικό βίο των Ελλήνων, τους Έλληνες περιηγητές, την ελληνική ιστοριογραφία, τους Φαναριώτες, την Ελληνική Επανάσταση, τον Ανθελληνισμό και την εκκλησιαστική ιστορία.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Γκρέγκορι Ἄρς (ἔκδ.), Ἡ Ρωσία καὶ τὰ πασαλίκια Ἀλβανίας και Ἠπείρου 1759-1831. Ἔγγραφα ρωσικῶν ἀρχείων, Ἀθήνα 2007.
Alexander Bitis, Russia and the Eastern Question: Army, Government, and Society 1815–1833, New York: Oxford University Press 2006.
Lucian Frery, «Russian consuls and the Greek War of Independence (1821-1831), Mediterranean Historical Review 28/1 (2013), 46-65.
Stella Ghervas, Réinventer la tradition. Alexandre Stourdza et l’Europe de la Sainte-Alliance, Paris 2008.
Χαράλαμπος Μηνάογλου, Οι Φαναριώτες και η οθωμανική διπλωματία στα τέλη του ΙΗ′ αιώνα. Ο Κωνσταντίνος Καρατζάς ο Μπάνος στην αυλή του Φρειδερίκου-Γουλιέλμου Β′ της Πρωσίας, Αθήνα 2019.
Nicholaos C. Pappas, Greeks in Russian military service in the late eighteenth and early nineteenth centuries, Thessaloniki 1991.
Th. Prousis, «Aleksandr S. Sturdza: A Russian conservative response to the Greek Revolution», East European Quarterly 26/3 (1992), 309-344.
Victor Taki, Limits of Protection: Russia and the Orthodox Coreligionists in the Ottoman Empire, Pittsburgh 2015.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.