Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: ΚΟΥΛΟΥΜΑ







 Μια φορά κι έναν καιρό η καθαυτό Απόκρια ήτανε η Καθαρή Δευτέρα. Γιορτή του υπαίθρου, όπως κι η Πρωτομαγιά. Και προ παντός λαϊκή. Σωστό πανηγύρι έξω στον ήλιο και στον αέρα, όπως ήτανε κι όλες οι γιορτές των αρχαίων.

Μάταια η Απόκρια από δυο εβδομάδες προσπαθούσε να θορυβήσει. Μάταια οι μουτσούνες, τα ντόμινα, τα ξελαρυγγίσματα, οι ροκάνες, οι φούχτες τα κομφετί και οι σερπαντίνες προσπαθούσανε να παραστήσουνε τη διασκέδαση. Μάταια οι δημόσιοι χοροί των διαφόρων συλλόγων κι οι επιτροπές του Καρναβάλου με τα βραβεία τους προσπαθούσανε να φέρουν σε κλειστό χώρο ή να βγάλουν έξω στους δρόμους την ευθυμία και το πνεύμα. Έπρεπε να έρθει η Καθαρή Δευτέρα, για να βάλει τα πράματα τη θέση τους. Τότε μονάχα η κοινοτυπική κραυγή: «σε γνωρίσαμε!» μπορούσε να «απευθυνθεί» στην Ευθυμία. Γιατί μονάχα τότε τη γνωρίζαμε κατά πλάτος και κατά βάθος.
Η ευθυμία τότε δεν ήτανε φκιαχτή. Δεν ήτανε υπόθεση ομάδων και δρόμων. Ήτανε φυσικό κι αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού στο ύπαιθρο: στεριά και περιγιάλια. Χωρίς μάσκες, χωρίς αλλαξίματα φορεσιάς ή φύλου, χωρίς προσπάθεια.
Οι στήλες του Ολυμπίου Διός, τα Φάληρα, η Κολοκυθού ήσαν τα σπουδαιότερα σημεία της εξόδου. Αφού ο λαός επί δεκαπέντε μέρες προσπαθούσε να γελάσει και δεν τα κατάφερνε γιατί έβγαινε από τη φυσικότητά του και παράσταινε κάτι άλλο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, άμα ξημέρωσε η Καθαρή Δευτέρα ξανάμπαινε στον όχτο του και ξανάβρισκε τον εαυτό του. Κι έτρεχε κοπαδιαστά στην εξοχή να ξεσκάσει από τη «βεβιασμένη», την «κατά συνθήκην» υποκρισία των ημερών της Αποκριάς.
Η μια μέρα άξιζε περισσότερο από τις δεκαπέντε. Και σε μια μέρα γλεντούσε περισσότερο από όσο σε δυο βδομάδες.
Τα Κούλουμα ανάγονται σε πολύ παλιά εποχή. Κι οι λαογράφοι την θεωρούν επιβίωση ειδωλολατρικής γιορτής. Πάντως, μονάχα οι ειδωλολάτρες ξέρανε να γιορτάζουν αληθινά. Κι αν δεν είναι σωστή η γνώμη των λαογράφων, πάντως είναι σωστή η γνώμη των ψυχολόγων, που θέλουνε να εξηγήσουνε τα Κούλουμα ως ανάγκη του ανθρώπου να επανέλθει ύστερα από μακρινή προσπάθεια τεχνητής ευθυμίας στην πραγματική, τη φυσική ευθυμία.
Πίπιζες, γκάιδες, νταούλια συνοδεύανε τα υπαίθρια γλέντια του λαού. Κυρίως οι στήλες του Ολυμπίου Διός ήσαν το σπουδαιότερο, γιατί ήσαν και το πρωταρχικό σημείον της εξόδου. Σκόρδα, βρεχτοκούκια, χαλβάδες και ταραμάδες, ελιές και τουρσιά και λαγάνες –μύριζε όλο το ύπαιθρο σαρακοστή κι όμως ήτανε Απόκρια. Γιατί ο κόσμος γλεντούσε. Έπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Κι ο ήλιος, που αγαπά το λαό, έβαζε τα καλά του και φώτιζε και θέρμαινε τη γης.
Αν ήσαν πολλοί όσοι γλεντούσαν, ήσαν περισσότεροι όσοι βγαίνανε έξω για να ιδούνε τους άλλους να γλεντάνε. Και να διασκεδάζουνε βλέποντας. Παρ’ όλα τα αυστηρά ήθη του καιρού εκείνου, οι γυναίκες είχανε το πρόσταγμα. Αυτές στρώνανε το τραπέζι, αυτές κερνούσανε και χορεύανε πρώτες και καλύτερες. Ήτανε πραγματική ισότητα των φύλων, αν όχι αντιστροφή της ανισότητας.
Όλη η Αθήνα ήταν έξω την Καθαρή Δευτέρα. Τώρα είναι πολλά χρόνια που κι αυτό το πανηγύρι ξέφτισε. Κι ίσως στις επαρχίες να σώζεται ακόμα. Σήμερα στην πρωτεύουσα τα Κούλουμα χάσανε το λαϊκό τους χαραχτήρα κι από γιορτή του ύπαιθρου γενήκανε οικογενειακή συγκέντρωση και «πάρτι». Κι αντίς ν’ ακούς την πίπιζα και «της ακρίβειας τον καιρό», ακούς φωνόγραφο και το «λες και ήταν χτές»…
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ(1884-1974) , Εφημερίδα «Πρωία», 8 Μαρτίου 1943
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «ΕΡΩΣ»
.
«Ιδού το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει…». Το φέρανε όχι τα χελιδόνια παρά οι κάμπιες. Ωστόσο αν γυμνωθήκανε τα πεύκα από τα χρυσά τους κρόσσια και τα κλαριά τους ανεμίζονται στον αέρα σκελετωμένα, ζωντάνεψε η γης, οι λεύκες γεμίσανε φύλλα κι οι δαμασκηνιές λουλούδια. Κι ο έρωτας; Είναι κι αυτός κάμπια, που την φέρνει η Άνοιξη για να τρώγει τις καρδιές. Βέβαια δεν κάνει διάκριση, προτιμάει όμως τις καρδιές των νέων. Τις τρώγει για να πλημμυρίσουνε άνθη! Αν έλειπε αυτή η κάμπια, θα σταματούσε η ζωή.
Τα αίματα των νέων αρχίζουνε να βράζουν. Η ανάσα γίνεται πιο γρήγορη. Ο ύπνος δύσκολος. Τα μάτια γεμίζουν οράματα, το στόμα αναστεναγμούς, κι η ψυχή, νοσταλγία του απείρου. Μελαγχολία που εγκυμονεί θυέλλας!
Τι γίνεται λοιπόν;
Οι περισσότεροι νέοι δεν περιμένανε τον Καζαμία να τους δώσει το σύνθημα του ξεκινήματος για τη μεγάλη υπόθεση. Από το χειμώνα χτυπάνε τα πόδια τους όπως τα δεμένα άλογα που ζητάνε διάστημα… Αλλά μονάχα τώρα μπορούνε να τρέξουν. Όλη η πλάση, όπως θα λέγανε οι παλιοί ρομαντικοί, γιορτάζει και τους περιμένει σημαιοστόλιστη. Όλο το ύπαιθρο σκεπάστηκε με πράσινο ουρανό και κάτου απ’ αυτήν τη τραγουδίστρα σκεπή, που μοσκομυρίζει, δημιουργήθηκε πλήθος άντρα των Νυμφών και των Σατύρων.
Πρωί πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, σούρουπο, νύχτα, όλοι οι δρόμοι φέρνουνε στο δάσος. Φαντασία και καρδιά! Και την άλλη μέρα το πρωί το δάσος μυρίζει… στάχτη. Από κει πέρασε η φωτιά… Άφησε μονάχα τη μυρωδιά της, αλλά δεν καίει τίποτε άλλο από τον εαυτό της. Τουναντίον ανασταίνει ό,τι αγγίζει!
Αυτή είναι η μόνη διέξοδος του έρωτα των σημερινών νέων, έλεγε παλιός παρατηρητής των εγκοσμίων. Άλλοτες παίρνανε το τραμ και τα λεωφορεία και κατεβαίνανε στα Φάληρα, στη Γλυφάδα, στη Βουλιαγμένη ή ανεβαίνανε στην Αγία Παρασκευή, στο Χαλάντρι, στο Μαρούσι. Παντού υπήρχανε εξοχικά κέντρα για να καθίσουνε, να φάνε, να πιούνε, να φλυαρήσουν και να ζαχαρώσουν. Όλη αυτή η ιστορία δεν κόστιζε και πολλά πράματα. Κι ο τελευταίος υπάλληλος μπορούσε να προσφέρει στην αγάπη του αυτήν τη στοιχειώδη περιποίηση. Κι ύστερα ακουμπώντας τα ζαλισμένα μέτωπά τους ο ένας στον ώμο του αλλουνού, οδεύανε σα μαγεμένοι το πεπρωμένο τους προς τις πλαγιές και την εξοχή.
Τώρα όμως η σκηνοθεσία έχει πολύ απλουστευθεί. Από ανώτερη βία. Δεν μπορεί ένας νέος να προσφέρει κάθε τόσο στην αγάπη του ένα γεύμα. Όλο του το μηνιάτικο δεν φτάνει για ένα τέτοιο απονενοημένο διάβημα. Πήγαινε, αν θες, στις κοσμικές ή στις λαϊκές ταβέρνες. Θα ιδείς μονάχα… γέρους. Δηλαδή παραλήδες. Κι αν δεις και καμιά γυναίκα, θα είναι με τον άντρα της. Όλοι αυτοί έχουνε τον τρόπο να πάνε να γλεντήσουν. Οι νέοι όχι. Γι’ αυτό παίρνουνε κι αυτοί τα βουνά και τα δάση, όπου όλες οι χαρές δίνονται τζάμπα: μεθύσι, αισιοδοξία, πάθος, λυρισμός και μουσική. Για όλα εφρόντισε η Φύση, το μεγάλο αυτό εργοστάσιο των ηδονών.
Αυτή είναι η καλύτερη λύση, απήντησε ο άλλος. Άμποτε να μπορούσαμε κι εμείς να… μεθάμε με τον αέρα…
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ(1884-1929), ΠΡΩΙΑ, 16 Μαρτίου 1944


Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας Σας ευχαριστούμε από καρδιας Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang




Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only