Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

Αρτέμη, ένα φτωχοκόριτσο


 «Η ιστορία ενδιαφέρει για την περίεργη εξέλιξη που είχε αργότερα: η Αρτέμη, ένα φτωχοκόριτσο, σχεδόν του δρόμου, η κατοπινή κοντέσα Διάνα, η ηρωίδα του μυθιστορήματός μου «Μεγάλη Γυναίκα» που δημοσιεύθηκε «Αθηναϊκά Νέα» το 1936.

Στο μυθιστόρημα είναι παραλλαγμένα πολλά πράγματα από την παιδική ζωή της Αρτέμης.
Ήταν φάντρα σ’ ένα καντούνι της γειτονιάς ο πατέρας της άεργος, «σουλατσαδόρος» — κάπου-κάπου τον διόρζε ο Λομπάρδος, σαν πιστό του κόμματος, σε καμιά θεσούλα, αργόμισθο — κι η Αρτέμη, που είχε και δυο-τρία μικρότερα αδέρφια, όταν δε βοηθούσε τη μάνα της στον αργαλειό — της «μασούριζε» τα γνέματα στη «σβίγα» — γύριζε στους δρόμους, και χάλαγε τον κόσμο με τ’ άλλα γειτονόπουλα στο πλάτωμα της Φανερωμένης.
Η ομορφιά της ήταν έκτακτη, διαβολική. Είχε κάτι αλλόκοτα πρασινογάλαζα μάτια, γλυκά μαζί και φοβερά κι ένα σωματάκι σκούρο και γυαλιστερό σαν μπρούτζινο, λεπτό και κανονικότατο σαν αγαλματάκι. Από πολύ μικρή, ήταν πονηρή, τετραπέρατη και ξυπνημένη σε όλα. Όποιος ήθελε να στείλει ραβασάκι, την Αρτέμη επιφόρτιζε. Εισχωρούσε παντού, και το ραβασάκι βρισκόταν σε λίγο στα χέρια του κοριτσιού, ας ήταν κι η πιο απρόσιτη και προφυλαγμένη αρχοντοπούλα. Όταν ο νέος ήταν άσχημος, η Αρτέμη του έπαιρνε μερικές δεκάρες για τον κόπο της· όταν όμως ήταν όμορφος, ή οπωσδήποτε του γούστου της, του έλεγε: « Έλα δωσ’ μου ένα φιλάκι «κι είμαι πλερωμένη».
Αυτά ως τα δέκα της, ή το πολύ ως τα δώδεκα της χρόνια. Έπειτα, με την ομορφιά της και την πρόωρη ανάπτυξή της, έκανε τους νέους να τη ζυγώνουν για αυτήν την ίδια, δεχόταν ραβασάκια για λογαριασμό της, και κάπου-κάπου εισχωρούσε σε κανέν’ αρχοντικό, όχι πια για να βρει την αρχοντοπούλα, αλλά το αρχοντόπουλο. Γιατί πάντα έπιανε φιλίες με πλούσιους και με μεγάλους. Τα «παιδαρέλια» που της ρίχνουνταν τ’ απόφευγε, ή τα περιφρονούσε ή τα έβριζε. Έτσι κι εμένα, όταν άρχισε να μου αρέσει — θα ήταν τότε 13-14 χρονών, μαθήτρια στο Δημοτικό — και, περνώντας από το καντούνι της από το πλάτωμα της Φανερωμένης, όπου ήταν το σχολειό της, της έλεγα κανένα λόγο, μου απαντούσε: «Α, εσύ είσαι μικρός για μένα!». Κι ετόνιζε το «μικρός», σα να ’θελε να πει και στην ηλικία, και στην κοινωνική θέση, και στην ομορφιά, και στην εξυπνάδα, και σε όλα.
Δεν την αγαπούσα για να το πάρω κατάκαρδα· αφού είδα πως δε με ήθελε, έπαψα να τη ζυγώνω. Απροσδόκητα όμως, ένα δειλινό, καθώς περνούσα από το πλάτωμα, με ζύγωσε εκείνη γελαστή, μου πρόσφερε μπουγαρίνια και με παρακάλεσε, αν μπορούσα, να πάω στο σπίτι της να μου πει ένα λόγο.
Εκεί κοντά ήταν το καντούνι της και πήγαμε την ίδια ώρα. Η μάνα της, που μ’ εγνώριζε — και που ήξερε βέβαια την «υπόθεση» — μου ‘καμε πολύ φιλική υποδοχή. Έπειτα βγήκε απ’ τη σαλίτσα, αφήνοντάς με με την κόρη της. Άλλος δεν ήταν στο σπιτόπουλο εκείνη την ώρα. Κι η Αρτέμη, καθίζοντας απότομα στα γόνατά μου και περιβάλλοντας το λαιμό μου με τα μπρατσάκια της, με κοίταξε λίγες στιγμές με τα γλυκά στα μάτια — όχι πια φοβερά όπως όταν μ’ έβριζε και με το στοματάκι της κολλητό σχεδόν στο δικό μου, έτοιμο για φιλί, μου είπε:
— Θα μου κάμεις μια μεγάλη χάρη;
— Ό,τι θέλεις, πες μου.
— Μπράβ ο
Με φίλησε και μου είπε. Ήταν παράξενο: Εκείνο τον καιρό, η μητέρα μου, για να περνά η ώρα της — δεν είχε ανάγκη να πληρώνεται — έκανε γαλλικά σε τρία-τέσσερα κορίτσια φιλικών μας οικογενειών. Έρχουνταν το απόγεμα, και μετά το μάθημα, έκαναν εργόχειρο και κρατούσαν ευχάριστη συντροφιά της δασκάλας τους ως το βράδυ, που τις σχόλαζαν οι υπηρέτες τους. Η Αρτέμη το ήξερε. Κι επειδή ήθελε να μάθει και γαλλικά ¬ — ιταλικά μου είπε, πως της έκανε ο ποιητής Αντρέας Μαρτζώκης — με παρακαλούσε να πω της μητέρας μου να δεχτεί κι αυτήν για μαθήτρια!
Με συγκινούσε η φιλομάθεια του φτωχού κοριτσιού. Δύο χρόνια ακόμη ήθελε για να τελειώσει το δημόσιο Παρθεναγωγείο όπου, μ όλα της τ’ άλλα «τρεχάματα», είχε καιρό να πηγαίνει και να προοδεύει. Μου έδειξε κάμποσα βιβλία που είχε πάρει δανεικά — από φίλους της βέβαια — και τα διάβαζε το βράδυ: μια Ανθολογία, έναν Ερωτόκριτο, δυο-τρία μυθιστορήματα. Μου έδειξε και τα σχολικά της τετράδια, να ιδώ τι όμορφα γραμματάκια έκανε — κι αλήθεια, έγραφε άνετα σα μεγάλη. Έκανε κι ιταλικά, τώρα ήθελε να μάθει και γαλλικά.
— Μα τι τα θέλεις; τη ρώτησα.
Μου αποκρίθηκε μ’ εμπιστοσύνη:
— Α, εγώ πάω για μεγάλα! Ο Τάσης ο Μενεγάς είναι μουρλός για μένα. Μου έταξε πως σε τρία χρόνια θα με πάρει. Το είπε μάλιστα και της μάνας μου. Αύριο θα είμαι αρχόντισσα. Δεν πρέπει να ξέρω κι εγώ μια δύο γλώσσες σαν τις άλλες;
Τον ήξερα τον Τάση το Μενεγά. 'Ηταν πολύ πλούσιος και μεγάλος, απάνω από τριάντα χρονών. Δεν η πίστεψα βέβαια πως θα ‘παιρνε ποτέ την Αρτέμη, έτσι της το ’λεγε, για να παίζει μαζί της. Αλλ’ αν το πίστευε αυτή κι ήθελε τώρα να μάθει γράμματα, γλώσσες, να μορφωθεί, για να μη ντροπιάζεται όταν θα γινόταν αχόντισσα, δεν ήταν συγκινητικό; Ναι, μα πώς μπορούσε να πω στη μητέρα μου να πάρει μαθήτρια την κόρη της φάντρας; Αν ήταν μόνο φτωχή, δε θα πείραζε- μα είχε και φίλους- θα την έμπαζε μέσα στα άμωμα εκείνα κορίτσια που έρχουνταν στο σπίτι μας; Θα ’ταν κι ασυνειδησία...
—Καλά, της είπα. Θα το πω της μητέρας μου, να ιδούμε.
Μ ’ αγκάλιασε πάλι με φιλιά:
—Α, όχι «να ιδούμε!». Θα της το ζητήσεις, θα το απαιτήσεις. Κι αν μου κάμεις αυτή τη χάρη, θα κάμω κι εγώ… όποια θέλεις!
—Μπα!; δεν είμαι πια «μικρός»;
Γέλασε:
— «Μικρός» για μένα είσαι πάντα. Μα δε σου λέω και πως θα σε πάρω!...
Αυτό ήταν. Μίλησα στη μητέρα μου για τη φιλομάθεια της μικρής Αρτέμης, τη συγκίνησα κι έτσι εύκολα την έκαμα να τη δεχτεί για μαθήτρια, με τη συμφωνία να πηγαίνει και να φεύγει πριν πάνε οι άλλες, τ’ απομεσήμερο. Έτσι η καημένη η μητέρα μου για να κάνει γαλλικά της Αρτέμης, θυσίαζε κάθε μέρα μια ώρα από το μεσημεριάτικο ύπνο της. Ήταν όμως πολύ ευχαριστημένη.
—Έχει μεγάλη αντίληψη, μου έλεγε, μαθαίνει εύκολα κι είναι σ’ όλα εξυπνότατη. Προπάντων έχει θέληση. Κάτι θα γίνει αυτό το κορίτσι.
Μα ούτε η μητέρα μου, ούτε εγώ, μπορούσαμε τότε φανταστούμε πόσο «πολύ» θα ’ταν αυτό το «κάτι» που θα γινόταν μια μέρα η Αρτέμη της φάντρας… Ωστόσο κράτησε την υπόσχεσή της. Γεμάτη ευγνωμοσύνη για τη μεγάλη χάρη που της έκαμα, μ’ έμπαζε ολοπρόθυμη στο σπίτι της και μ’ έκανε να περνώ γλυκιές στιγμές, τόσο με τα φιλιά της, όσο και με την κουβέντα της. Έλεγε τόσο όμορφα κι απρόοπτα πράματα! Και τόσα σκανδαλιάρικα «μυστικά» κοριτσιών και σπιτιών της γειτονιάς μας, που μου τα εμπιστευόταν με τη μεγαλύτερη ευκολία!
Ένα δειλινό που την απάντησα στο δρόμο και την πήρα να πάμε στο σπίτι της, περάσαμε από το πανύψηλο καμπαναριό της Φανερωμένης. Η πόρτα του έχασκε λιγάκι και η Αρτέμη μου είπε:
— Ανοιχτή είναι. Πάμε απάνου; Δεν ανέβηκα ποτέ μου.
Τρυπώσαμε κι ανεβήκαμε. Η ατέλειωτη στριφτή σκάλα μας έβγαλε στο κωδωνοστάσιο με τα μπαλκόνια και την πελώρια καμπάνα κρεμασμένη στη μέση και τις μικρότερες ολόγυρά της. Εγώ είχα ανεβεί κι άλλη φορά.
Η Αρτέμη όμως, που πρώτη της φορά έβλεπε τις έβλεπε από τόσο κοντά, τις περιεργάστηκε πολλήν ώρα, κι έπειτα έμεινε εκστατική μπροστά στο πανόραμα που έβλεπε από τα μπαλκόνια. Όχι πια όλη η Χώρα, αλλά όλο το νησί φαινότανε από το ύψος εκείνο. Είδα κι έπαθα να την τραβήξω μέσα και να την κάμω να καθήσει μαζί μου.
Μόλις καθήσαμε κι αρχίσαμε να φιλιόμαστε, το καμπαναριό ολάκερο τραντάχτηκε και από το σκαμνί μας βρεθήκαμε χάμω!
Γινόταν σεισμός! Όχι βέβαια μεγάλος, αλλά κει πάνω που βρισκόμαστε μας φάνηκε κοσμοχαλασιά. Κατατρομαγμένοι, πιαστήκαμε, τρέξαμε στην καταπακτή και ροβολήσαμε την ατέλειωτη σκάλα ενώ ο σεισμός εξακολουθούσε. Όταν φτάσαμε στην πόρτα, χωρίς καμιά προφύλαξη — πού να συλλογιστούμε απ’ το φόβο μας! — πεταχτήκαμε κι οι δυο στο πλάτωμα. Μερικές γειτόνισσες, που ο σεισμός τις έκαμε να βγουν από τα σπίτια τους, μας είδαν και κατάλαβαν πως είχαμε ραντεβού στο καμπαναριό. Την Αρτέμη δεν την ένοιασε και τόσο — ανάγκη που είχε! Εμένα όμως αυτό δε μου άρεσε καθόλου.
—Βλέπεις τι μου κάνεις για να θέλεις καμπαναριά; της είπα καθώς τρέχαμε προς το σπίτι της.
—Και το ’ξερα εγώ πως θα γινόταν σεισμός; μου αποκρίθηκε αψήφιστα.
—Τώρα όμως θα βουίζει η γειτονιά…
—Ω, καημένε! μην είσαι φοβιτσιάρης! Τι ανάγκη έχεις τον κόσμο; Δεν τον φοβάμαι εγώ που είμαι κοπέλα και συ που είσαι άντρας;
—Καλά, κι αν το μάθει ο Τάσης;
Γέλασε παράξενα:
—Μη σε νοιάζει! Αυτό είναι δική μου δουλειά.
Απ’ αυτό το περιστατικό της ζωής μου έγραψα αργότερα τη «Μελλοθάνατη».[…]
Η φιλία μου με την Αρτέμη βάσταξε ως το Σεπτέμβρη, που έφυγα για την Αθήνα. Το καλοκαίρι που γύρισα τη Ζάκυνθο, δεν τη βρήκα πια στη γειτονιά μας - είχε μετοικήσει μακριά. Από τότε την έχασα, για και δεν εφρόντισα να τη βρω. Είχα τόσα άλλα στο νου μου.
Και μετά είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, την ξαναείδα στην Αθήνα μεγάλη και τρανή.
Η Αρτέμη είχε Διάνα κι η φτωχιά φαντροπούλα ήταν τώρα κοντέσα!
Τιγοργή και θαυμαστή εξέλιξη!
Στη Ζάκυνθο την είχε πάρει ο πλούσιος εκείνος Μενεγάς. Στην Κεφαλονιά την πεντρέφτηκε ένας πλουσιότατος Εγγλέζος, την εχώρισε απ’ τον άντρα της και την πήρε. Ο Μπάρφουρ αυτός πέθανε γρήγορα, αφήνοντάς της ένα κοριτσάκι και τη μεγάλη του περιουσία. Η Αρτέμη ή Διάνα, νεότατη ακόμα, βρισκόταν τότε στην Ιταλία. Εκεί την αγάπησε και την πήρε ο κόντε-Μαρτίνι. Στην Αθήνα ήρθε μόνο με την κόρη της — η ελληνοεγγλεζοπούλα αυτή Έμμα ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών — κι έμεινε καιρό, και είχε κάποια πολιτική αποστολή. Διάβαζε τα βιβλία μου, με παρακολουθούσε και ζήτησε να με ιδεί. Ένας συνάδελφός μου πιο κοσμικός από μένα, που την είχε γνωρίσει στα αθηναϊκά σαλόνια, να χαλά κόσμο με την ομορφιά της και την εξυπνάδα της, μου την παρουσίασε, κατ’ αίτησή της, σε μια έκθεση ζωγραφικής. Τρόμαξα να γνωρίσω στη μεγάλη αυτή κοντέσα Διάνα, τη μικρή φτωχούλα Αρτέμη. Χρειάστηκε να μου ψιθυρίσει το παλιό ζακυνθινό της όνομα και να με κοιτάξει καλά-καλά με τα γλυκά και φοβερά πρασινογάλαζα μάτια της. Κι όμως ακόμα δεν πίστευα πως ήταν η ίδια. Γιατί λογάριαζα πως πλησίαζε τα σαράντα, ενώ δε φαινόταν παρά είκοσι πέντε!
Με κάλεσε στο μέγαρο που είχε νοικιασμένο στην οδό Κηφισίας ωριαίας — η πολιτική αποστολή της την υποχρέωνε να έχει δικό της σπίτι και γι’ αυτό δεν είχε καθήσει σε ξενοδοχείο — με δέχτηκε στο ιδιαίτερο σαλονάκι της και μιλήσαμε οι δυο μας πολύ. Εκεί την ξαναβρήκα ολάκερη και στιγμές-στιγμές μου φαινόταν πως ήταν ακόμα η μικρή Αρτέμη. Μου έφερε και την Έμμα —αυτή, απεναντίας, δεκατεσάρων χρονών φαινόταν σαν είκοσι — κι ανανεώσαμε την παλιά μας φιλία, αλλά χωρίς φιλιά, γιατί αμέσως μπήκε στη μέση η Έμμα… Και πάλι η Αρτέμη μου ζήτησε μια «μεγάλη χάρη», που δεν μπόρεσα να της την κάμω: ήθελε ν’ ανακατευτώ στα πολιτικά και να γράψω ένα βιβλίο για την προπαγάνδα που έκανε εδώ με κάποιο Γερμανό φίλο της Στερν· κι ακόμα με κάποιον ξένο πρεσβευτή, που έλεγαν πως ήταν ερωμένη του… Τη φιλονικία μας γι’ αυτό το ζήτημα και τον παράξενο έρωτα που μου έδειξε η μικρή Έμμα, την υπόθαλψη αυτού του αισθήματος από τη μητέρα της και όσα άλλα ακολούθησαν κατά τη διαμονή της κοντέσας Μαρτίνι και της μις Έμμας Μπάρφουρ στην Αθήνα τα διηγούμαι με μικρές παραλλαγές στο μυθιστόρημά μου «Μεγάλη Γυναίκα». Αυτή η Αρτέμη—Διάνα στάθηκε η πιο ενδιαφέρουσα γυναικεία φυσιογνωμία απ' όσες γνώρισα στη ζωή μου.[…]Δεν την ερωτεύτηκα όμως ποτέ. Όταν έπαιζα μαζί της στη Ζάκυνθο, ήμουν ερωτευμένος με τη Θάλεια, όταν την ξαναείδα στην Αθήνα, δεν αισθάνθηκα παρά ένα μεγάλο θαυμασμό για τα σπάνια προτερήματα και τη δύναμη που είχε μέσα της ν’ ανεβεί τόσο ψηλά. Σήμερα έχω χαμένα τα ίχνη της. Πιστεύω όμως ότι διατηρείται ακόμα νέα κι ωραία, και πως όπου και να βρίσκεται, στην Ευρώπη ή στην Αμερική, θα χαλά κόσμο.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ, ΜΕ ΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΣΕΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 1953]



Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας Σας ευχαριστούμε από καρδιας Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only