Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΛΙΤΑΝΕΙΑ


 «Κατά την μετακόμιση του γυμνασίου έγινε και η περίφημη λιτανεία του… Φωσκόλου. Είναι γεγονός το ζακυνθινό παράδοξο που εξιστορώ στο ομώνυμό μου διήγημα.

Ο Μαρίνος, για να μην κακοπάθουν τα όργανα στα χέρια κοινών αχθοφόρων, επιστράτευσε τα παιδιά της τρίτης και της τετάρτης να τα κουβαλήσουν με προσοχή. Τι καλύτερη ευκαιρία για φάρσα[μάντσια] και για διασκέδαση; Αμέσως καταστρώθηκε το σχέδιο. Οι κουβαλητές που ο Μαρίνος τους είχε παραδώσει τα κομμάτια διαφόρων οργάνων — τα είχε λύσει για την ευκολία της μεταφοράς — μαζεύτηκαν όλοι κάτω στο «ιντρόιτο» και ξεκίνησαν εν πομπή. Μπροστά το ψηλό κοντάρι της μηχανής του Ατβούδ σα σταυρός. Ολόγυρα οι μεγάλοι γυάλινοι των ηλεκτρικών μηχανών σαν εξαπτέρυγα.
Από πίσω οι αστραφτεροί ορειχάλκινοι σωλήνες του Ράμσεν, που παρίσταναν τη… μουσική[μπάντα]. Κατόπι πάνω στο τραπέζι της αεραντλίας, η πελώρια εικόνα του Φώσκολου σε χρυσή κορνίζα, που εστόλιζε το γυμνασιαρχείο. Γύρω της παιδιά που διάβαζαν τάχα σε κάτι μεγάλα βιβλία «ιν φόλιο» από τη βιβλιοθήκη…
Οι διαβάτες που έβλεπαν την παράξενη αυτή πομπή, ήταν αδύνατο να καταλάβουν τι είναι. Έτρεχαν, συνωστίζονταν, μας ρωτούσαν. Μιλιά εμείς. Τους γνέφαμε, απομακρύνουνταν, και προχωρούσαμε σοβαροί, με βήμα ρυθμικό. Μόνο σε μια γριούλα, στην πλατεία, που μας ρώτησε:
— Ποίος άγιος είναι εφτούνος, μάτια μου;
— Ο Φώσκολος! της αποκρίθηκα.
Κι εκείνη, με χίλιους σταυρούς:
— Άγιε μου Φώσκολε, ελέησέ μας!
Αλλά ο Μαρίνος μας χάλασε τη φέστα. Επειδή, πηγαίναμε σιγά, μας έφτασε στην πλατεία, αν κι απ’ το παλιό γυμνάσιο είχε φύγει πολύ ύστερ’ από μας. Κι άξαφνα ακούσαμε πίσω μας τη θυμωμένη του φωνή:
— Κάτω! Κάτω!...
Κατεβάσαμε αμέσως ό,τι κρατούσαμε ψηλά. Κι ο μαθητής που είχε το Φώσκολο — ήταν ο Λεωνίδας Ζώης, ο πασίγνωστος σήμερα ιστοριοδίφης — τον τράβηξε από το τραπέζι και τον πήρε πεζότατα υπό μάλης. Έτσι η «λιτανεία» έφτασε στο νέο γυμνάσιο σε κατάσταση… απλού κουβαλήματος. Μα τη θυμόμαστε και γελούσαμε για χρόνια.
Μετά την αποβολή μου για τον «Μπολή», άλλο τέτοιο επεισόδιο δεν είχα. Και την τρίτη τάξη την τελείωσα κανονικά. Έτσι ετοιμαζόμουν να τελειώσω την τετάρτη, όταν, την τελευταία ακριβώς μέρα των μαθημάτων, πριν αρχίσουμε τη μελέτη για τις εξετάσεις —ναυάγιο μες στο λιμένα— τα τσούγκρισα με το γυμνασιάρχη.
Δεν ήταν πια ο κ. Τσαγρής- ήταν ο Γράβαρης. Δε θυμούμαι τώρα ποια ευκολία του ζητήσαμε για τις εξετάσεις, που όχι μόνο την απέκρουσε, ενώ φαινόταν δικαιότατη, αλλά και μας ειρωνεύτηκε. Κατά τη συνήθειά μου, εθύμωσα.
— Οι ειρωνείες είναι περιττές, είπα κάπως απότομα. Δε μας κάνετε τη χάρη, δικαίωμά σας, τελείωσε.
Έγινε σκυλί. Μ ’ έβρισε αυθάδη, αναιδέστατο και τα ρέστα. Δεν είπα τίποτα, αλλά το ίδιο βράδυ, που απάντησα στην πλατεία, έκρινα καλό να κάμω πως τον είδα για να μην τον χαιρετήσω. Το παρατήρησε και για να βεβαιωθεί, στο δεύτερο σουλάτσο, πέρασε από πολύ κοντά μου κοιτάζοντάς με καλά. Και πάλι έκανα πως δεν τον είδα. Ε, ήταν πολύ. Την άλλη μέρα με κατάγγειλε στο «Σύλλογο των Καθηγητών» και ζήτησε την τιμωρία μου. Με απόβαλαν για τρεις μήνες.
Κι ενώ μελετούσα στο σπίτι ανύποπτος — ενόμιζα πως η ασέβειά μου θα περνούσε έτσι — ήρθε ένας φίλος μου από την τρίτη τάξη, που έκανε ακόμα μαθήματα, και μου έδωσε την κακή είδηση: ο ίδιος ο Ρέντζος πάλι είχε τοιχοκολλήσει θριαμβευτικά την απόφαση, που το δικαιολογητικό της αυτή τη φορά ήταν απάνω-κάτω η αλήθεια: «απέφευγα εμφαντικώς να χαιρετώ καθ’ οδόν τους καθηγητάς μου».
Αλλά τα μαθήματα είχαν τελειώσει. Μόνο εξετάσεις δε θα μπορούσα να δώσω τον Ιούνιο, αφού ήμουν σε αποβολή ως το τέλος Αυγούστου. Δε μ’ ένοιασε. Θα έδινα το Δεκέμβρη.
Έτσι, δεν καταδέχτηκα να προσπέσω, να στείλω τον πατέρα μου ή να παρακαλέσω, σαν την άλλη φορά, το Μαρτζώκη και το Μαρίνο να μεσιτεύσουν. Επροτίμησα να κρατήσω τη θέση μου κι ας περνούσα ένα καλοκαίρι ανήσυχο και κουραστικό.
Γιατί έπρεπε να μελετώ ολοένα για να μην ξεχάσω τα μαθήματα ως το Σεπτέμβρη. Κι ακόμα έπρεπε να τα ξέρω πάρα πολύ καλά, για να μου δώσουν βαθμό κι εκείνοι που δε με χώνευαν.
Κι έτσι έγινε. Έδωσα τόσο καλές εξετάσεις, ώστε όλοι μου έβαλαν άριστα, ακόμα κι ο γυμνασιάρχης που δεν τον χαιρετούσα…»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΝΙΚΟΛΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ , ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΛΙΤΑΝΕΙΑ, απόσπασμα]


«Από τους καθηγητές που μ ’ εδίδαξαν στο Γυμνάσιο, δύο είχαν τη μεγαλύτερη απάνω μου επίδραση, κι οι δυο ζακυνθινοί: ο Μέμνων Μαρτζώκης κι ο Σπυρίδων Μαρίνος.
Ο πρώτος — από τη γνωστή ιταλοζακυνθινή οικογένεια των ποιητών — μάς έκανε σ’ όλες τις τάξεις γαλλικά και ιστορία. Τον έλεγαν Ντάνο κοινώς, από το ιταλικό του όνομα Ρικορντάνο, που το εξελλήνισε Μέμνων. Αλλά ήταν τέτοιο τέρας, τέτοιο φαινόμενο μνήμης γι’ αυτό ήξερε και εφτά γλώσσες — ώστε ένας γυμνασιάρχης, στον πανηγυρικό των εξετάσεων, είπε για αυτόν πως «αντί Μέμνων, Μνήμων έπρεπε να καλείται». Πολυμαθέστατος, εγκυκλοπαιδικότατος, ευφυέστατος, μας εμάγευε κυριολεκτικά, προπάντων όταν μας έκανε ιστορία. Και καθώς ήταν αυστηρός, στο μάθημά βασίλευε «σιγή νεκρική». […]
Η αγάπη μου, η κλίση μου στη λογοτεχνία τονώθηκε σημαντικά από τη διδασκαλία του Μαρτζώκη. Μεγάλη η καλοτυχία για μένα που τον είχα καθηγητή και στις τέσσερις τάξεις του γυμνασίου. Δυο χρόνια κατόπι τον είχα και δάσκαλο στα γερμανικά, τον έκαμα και φίλο και η συναναστροφή του δεν με ωφέλησε λιγότερο.
Τον έλεγαν κόλακα. Και ήταν πραγματικώς. Αλλά από τη μεγάλη του ψυχική ευγένεια και καλοσύνη. Δεν έβλεπε στον άλλο παρά μόνο τα καλά του, και του τα έλεγε για να τον ευχαριστεί. Το αντίθετο από τους μοχθηρούς και τους ζηλόφθονους εκείνους ανθρώπους που δε σου βλέπουν παρά μόνο τα κακά, και δεν ησυχάζουν αν δε σου τα πουν, για να σε πληγώσουν, να σε λυπήσουν. Ο Μαρτζώκης δεν εκολάκευε από οπισθοβουλία όπως οι κοινοί κόλακες- επίστευε ό,τι έλεγε, τα ίδια έλεγε πίσω σου, και θα ορκιζόμουν πως, δέκα χρόνιά που τον είχα δάσκαλο και φίλο, δεν τον άκουσα ποτέ μου να πει κακό για κανένα. Έπαιζε ένα ωραίο ρόλο στην κοινωνία: ενθάρρυνε, εμψύχωνε, έκανε τον καθένα να νομίζει πως κάτι είναι, κάτι μπορεί να κάμει, και να ελπίζει, αισιοδοξεί. Ο κόσμος μου φαινόταν μεγαλύτερος ύστερα από μια ομιλία μου με τον Μαρτζώκη. Κι ο χαρακτήρας του επηρέασε αργότερα και το δικό μου. Κι εγώ προσπαθούσα να βλέπω μόνο τα καλά των άλλων να τους τα λέω. Αλλά ως ένα βαθμό. Το επάγγελμά μου— λόγιος, κριτικός, κριτής — δε μ ’ άφησε να ολοκληρωθώ σ’ αυτή την πλευρά. Έπειτα μπορεί να μην είχα και την απέραντη καλοσύνη του Μαρτζώκη.
Ο Σπυρίδων Μαρίνος ήταν φυσικομαθηματικός. Δυστυχώς μόνο δυο χρόνια τον χάρηκα: στη δευτέρα στην τρίτη. Όταν θα πήγαινα στην τετάρτη, ο ασύγκριτος αυτός καθηγητής κι άνθρωπος παντρεύτηκε την κόρη του Κατραμή — τη Μαριέτα και μετατέθηκε στην Κέρκυρα όπου έμεινε σ’ όλη του τη ζωή. Πού να τον αφήσουν Κερκυραίοι να φύγει! Επανάσταση έκαναν άμα γινόταν λόγος για μετάθεση του Μαρίνου.
Ένα πρωί, πριν αρχίσουν τα μαθήματα, πήγα στο γυμνάσιο για να πάρω σημείωση των βιβλίων της δευτέρας, και βλέποντας ανοιχτή την πόρτα του εργαστηρίου, επλησίασα για να ρίξω μια ματιά στα όργανα της φυσικής, που τόσο κινούσαν την περιέργειά μου. Ο Μαρίνος ήταν μέσα και τα συγύριζε. Κι ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα και μ’ έβλεπε. Άκουσε τα βήματά μου, γύρισε προς την πόρτα και με κοίταξε συνοφρυωμένος λιγάκι, πίσω από τα μυωπικά του ματογυάλια.
—Επιτρέπετε; ψιθύρισα δειλά.
— Είσαι μαθητής; με ρώτησε.
—Μάλιστα. Φέτος πάω στη δευτέρα.
Ορίστε.
Μπήκα κι άρχισα να περιεργάζομαι τα όργανα, στιγμή ρώτησα:
—Αυτή είναι η μηχανή του Ατβούδ;
Με κοίταξε έκπληκτος.
—Μάλιστα!
Κι εγώ βλέποντας την έκπληξή του:
—Να κι η μηχανή του Ράμσεν.
—Και πώς τα ξέρεις εσύ αυτά; με ρώτησε, παύοντας ξεσκονίζει μια «λουγδουνική λάγηνο» που κρατούσε. Δεν διδάσκονται παρά στην τρίτη.
—Ναι, αποκρίθηκα, αλλά μ’ αρέσει η φυσική και διάβασα μόνος μου το βιβλίο.
—Α, έτσι; και πού το βρήκες;
—Μου το εδάνεισε ο Νικόλας ο Μοντσενίγος που είναι φοιτητής των Φυσικομαθηματικών.
—Πολύ καλά!
Εξακολούθησε να ξεσκονίζει τη λάγηνό του χωρίς να πει τίποτ ’ άλλο. Αλλά με πήρε σε μεγάλη υπόληψη ακούγοτας πως από την πρώτη τάξη είχα διαβάσει Πειραματική Φυσική της τρίτης. Και σε μένα επίσης άφησε καλή εντύπωση η πρώτη μου γνωριμία. Αλλά τι ήταν ο κόκκινος αιματώδης αυτός άνθρωπος με τα καστανόξανθα γενάκια και τα χρυσά γυαλιά, το είδα όταν μας έκαμε το πρώτο μάθημα Γεωμετρίας. Τι παράδοση ήταν εκείνη; Αυτό που λέμε «μεταδοτικό», ο Μαρίνος το είχε στην εντέλεια. Ήταν ένα τετραγωνικό μυαλό,
[…]
Ανέκαθεν αγαπούσα τα Μαθηματικά και τα Φυσικά. Ο Μαρίνος μ’ έκαμε να τ’ αγαπήσω περισσότερο, τόσο πολύ, ώστε ν’ αποφασίσω ύστερα και να τα σπουδάσω. Και δεν ήταν μόνο στην επιστήμη του δυνατός, είχε και γενική μόρφωση, και τη λογοτεχνία ακόμα αγαπούσε. Φτάνει να πω πως μια φορά που αρρώστησε ο Ελληνιστής μας, μας έκανε Ελληνικά ο μαθηματικός Μαρίνος!
Από το μάθημα της φυσικής, της ανθρωπολογίας και της ζωολογίας, λάβαινε αφορμή να μας λέει πολλά για να μας κάνει να σκεπτόμαστε. Δε θα ξεχάσω ένα λόγο του μια μέρα που είχαμε «περί μεγίστου και ελάχιστου».
—Υπάρχουν, μας είπε, οργανισμοί τόσο μικροί ώστε εκατομμύρια απ’ αυτούς αποτελούν ένα μόλις σημαδάκι. Καθένα απ’ αυτά τα μικρόβια έχει τα όριά του. Φαντασθείτε τώρα πόσο μικρά πρέπει να είναι.·Αντιθέτως, η γη, ο ήλιος, το πλανητικό μας σύατημα ολόκληρο, ποιος μας βεβαιώνει πως δεν είναι ένα μέρος ενός οργανισμού, ενός όντος; Φαντασθείι πόσο μεγάλο θα είναι αυτό το ον!
[…]
Τα μαθητικά περιοδικά, τόσο κοινά σήμερα ήταν τότε άγνωστα. Καλά - καλά δεν κάναμε ούτε «εκθέσεις ιδεών». Ωστόσο, επειδή είχα αρχίσει κιόλα να «συγγράφω», μου ήρθε η ιδέα να ιδρύσω, μαζί με δύο-τρεις άλλους συμμαθητές μου, μια χειρόγραφη εφημερίδα. Τη λέγαμε «Αγάπη», κυκλοφορούσε στην τάξη καθ’ εκάστην εβδομάδα, σ’ ένα μόνο «αντίτυπο», και περιείχε ένα κύριο άρθρο, συνήθως πάνω σε σχολικό ζήτημα, δυο διηγηματάκια και ειδήσεις επίσης σχολικές. Π.χ:·«Απεβλήθη επί τριήμερον ο μαθητής της τρίτης τάξεως Χ.Α., επειδή ανήρτησεν εκ της οροφής καραγκιόζην εις το μάθημα του καθηγητού κ. Μπονσινιόρη».
[…]
Μια μέρα ο γυμνασιάρχης — ήταν τότε ο Γεώργιος Τσαγκρής — έπιασε ένα φύλλο της «Αγάπης» που το διάβαζαν μερικά παιδιά στο διάλειμμα.
—Τι είν’ αυτό;
— Η εφημερίδα του Ξενόπουλου.
—Μπα! Βγάζετε τώρα κι εφημερίδες; Κόπιασε δω εσύ!
Με έσυρε στο γυμνασιαρχείο, με το σώμα του εγκλήματος με ανέκρινε, ομολόγησα ευκολότατα πως ήμουν ο κύριος δράστης — ήταν κανένα κακό να βγάζω μια χειρόγραφη εφημεριδούλα; — και περίμενα… συγχαρητήρια. Απεναντίας, ο κ. γυμνασιάρχης μ’ επέπληξε δριμύτατα και στο τέλος μου είπε:
—Πρόσεξε καλά, μην το ξανακάνεις, γιατί θα σε αποβάλω. Ο νόμος το απαγορεύει αυστηρότατα!
Απόρησα! Και με το θάρρος, που δε μου έλειπε του είπα:
—Μα ποιος νόμος απαγορεύει σ’ένα μαθητή να γράφει εκθέσεις υπό τύπον εφημερίδος;
—Α,νομίζεις πως σου λέω ψέματα; φώναξε με γυμνασιάρχης. Ορίστε, κύριε, άκουσον!
Και ξεκρέμασε από τον τοίχο έναν έντυπο «κανόνισμόν του γυμνασίου» κολλημένο σε χαρτόνι, με και με σφραγίδα του υπουργείου σε μιαν άκρη, και μου διάβασε δυνατά:
« Άρθρον τάδε. Απαγορεύεται η περαιτέρω συνεννόησις των μαθητών προς σχηματισμόν φατρίας επί οιωδήποτε σκοπώ».
Η απορία μου μεγάλωσε:
—Μα, καλά, ψιθύρισα, είναι φατρία η εφημερίς;
—Και τι άλλο είναι; αποκρίθηκε ο κ. γυμνασιάρχη. Όταν συνεννοείσθε δυο τρεις για να γράψετε μια εφμερίδα, να λέτε τις γνώμες σας, να κρίνετε και να επικρίνετε τα σχολικά πράγματα, δεν σχηματίζεται εταιρεία, κόμμα, φατρία; Λοιπόν, απαγορεύεται, τελείωσε!
Και η έκδοση της «Αγάπης» διακόπηκε βίαια δυνάμει του νόμου. Είχα προφτάσει όμως να βγάλω, πριν το κατασχεμένο, καμιά δεκαριά φύλλα, που τα έδεσα σε βιβλιαράκι και το φύλαγα για ανάμνηση της πρώτης μου εκδοτικής επιχείρησης. Τι να έγινε; Με τι συγκίνησή θα το ξανάβλεπα σήμερα και θα διάβαζα τα «άρθρα» που έγραφα όταν ήμουν μαθητής της Β' γυμνασίου.
Το ίδιο θα ’θελα να είχα και τον «Μπολή», την πρώτη μου κωμωδία. Άλλη ιστορία αυτή! Ο Μπολής ήταν ένας Εβραίος τοκογλύφος. Ένα πρωί, την ώρα του διαλείμματος, που όλα τα παιδιά είμαστε στο δρόμο ή στα παράθυρα, ετόλμησε ο Εβραίος να περάσει από το γυμνάσιο, διασχίζοντας όλο το πλήθος των μικρών εκείνων διαβόλων, που δεν άφηναν σε ησυχία ούτε χριστιανό! Άρχισε η πρόγκα:
—Ε, ε!… Οβραίο!… Χαναναίο!… Τοκογλύφο…· Κοψολαρυγγά!… Αγιογδύτη!…
Εστάθηκε προκλητικός κι άρχισε κι εκείνος να μας βρίζει. Θυμώσαμε και τον πετροβολήσαμε. 'όλα τα ξεφτίσματα των τοίχων από το ερειπωμένο κτίριο, έπεσαν απ’τα παράθυρα πάνω του. Κάποιο τον βρήκε στη μύτη και του τη μάτωσε. Έξαλλος ανέβηκε στο γυμνασιαρχείο και μας κατάγγειλε με φωνές εβραίικες μεγάλες. Ξοπίσω του και μεις, εξακολουθούσαμε να τον προγκάρουμε. Ποτέ δεν έγινε τέτοια φασαρία στο Γυμνάσιο. Ο γυμνασιάρχης τον καθησύχασε, και όταν μπήκαμε πια στις τάξεις — το διάλειμμα είχε τελειώσει — τον εξαπέστειλε, υποσχόμενος να τιμωρήσει αυστηρά τους ενόχους. Πραγματικώς, έκαμε ανακρίσεις κι απέβαλε για δυο τρεις ημέρες τους πρωταίτιους.
Εμένα, όχι. Δεν πρωταγωνιστούσα ποτέ σε τέτοια. Κι όμως εγώ έμελλε να υποστώ τη μεγαλύτερη τιμωρία εξαιτίας του Μπολή. Γιατί είχα την κακή έμπνευση αναπαραστήσω το επεισόδιο σε μια «κωμωδία μετ’ ασμάτων» ή «κωμειδύλλιο» με τον όρο της εποχής. Ηταν το πρώτο μου θεατρικό έργο! Τίποτε σχεδόν δε θυμούμαι απ’ αυτό, εκτός από την αρχή ενός τραγουδιού το έλεγε ο «χορός των μαθητών» πάνω σε μια άρια «Ερνάνη». Γιατί όλα τα τραγούδια του κωμειδυλλίου ήταν πάνω σε άριες γνωστές από διάφορες όπερες. Άρχιζε με το δημοτικό:
«Σήμερα κι αύριο είμαστε δω,
ίσιαμε το Σαββάτο'
την Κυριακή σ’αφήνω γεια,
μήλο μου ζαχαράτο.
Κι εξακολουθούσε:
Σήμερις κι αύριο είμαστε δω,
μεθαύριο στου Ρώση,
εκεί να βάλουμε μυαλό
κι ένα κουκούτσι γνώση.
Γιατί, πραγματικώς, η ημέρα του επεισοδίου ήταν η τελευταία που κάναμε μάθημα στο παλιό μας γυμνάσιο. Την επομένη άρχισε η μετακόμιση στο καινούργιο, στο σπίτι του Ρώση, στην «Καινούργια Ρούγα». Και κωμωδία μου έγινε για μένα δράμα. Γιατί ώσπου να τη γράψω, να την καθαρογράψω, και να την πάω στο γυμνάσιο να τη διαβάσουν οι συμμαθητές μου, πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες. Η επιτυχία της όμως, ήταν μεγάλη. Τα παιδιά ξεκαρδίζουνταν στα γέλια, και στα διαλείμματα, ακόμα και στα μαθήματα, το χειρόγραφο γύριζε από χέρι σε χέρι. Είχαν μάθει μάλιστα και μερικά τραγούδια και στο «ιντρόιτο» τα τραγουδούσαν εν χορώ… Φυσικά ο θόρυβος έφτασε και στ’ αυτιά των καθηγητών. Ο Ρέντζος, ένας καθηγητής που δε με χώνευε καθόλου — ποτέ δεν έμαθα γιατί -— κατάσχεσε το χειρόγραφο και το παρουσίασε στο γυμνασιαρχείο. Εκεί το διάβασαν, το βρήκαν επιλήψιμο — θα ιδούμε παρακάτω για ποιο λόγο — έκαμαν αμέσως συνεδρίαση και με· απόβαλαν για έξι μήνες! Ο ίδιος ο Ρέντζος εκόλλησε θριαμβευτικά την απόφαση στο πινάκιο. Η αιτιολογία της τιμωρίας ήταν πως γινόμουν «αίτιος διαταραχής καθ’ άπαν το γυμνάσιον». Για την κωμωδία μιλιά. Κι ούτε μ’ εκάλεσαν σε απολογία, ή για να μου αναγγείλουν καν την τιμωρία. Δεν ήθελαν να με ιδούν στα μάτια τους!
Απόρησα πολύ. «Φατρία» λοιπόν κι η κωμωδία · που την απαγόρευε ο νόμος; Κι επιτέλους ήταν τόσο μεγάλο παράπτωμα, ώστε να με αποβάλουν για μήνες, να χάσω δηλαδή το χρόνο μου; Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Και παρακάλεσα τον πατέρα μου να πάει στο γυμνάσιο να ρωτήσει να μάθουμε: ποιο ήταν έγκλημά μου;
Κι εμάθαμε. Με ιερή αγανάκτηση ο κ. γυμνασιάρχης είπε στον πατέρα μου πως έπρεπε να με αποβάλαν «δια παντός» κι επιεικώς μου έβαλαν μόνο έξι μήνες γιατί ετόλμησα να σατιρίσω και να γελοιοποιήσω τους κ.κ. καθηγητάς. Αυτό ήταν. Επειδή στην κωμωδία παρουσιάζουνταν ως πρόσωπα κι οι καθηγητές, και φυσικά αποδιδόταν του καθενός η γλώσσα κι ο τρόπος, η αθωοτάτη αυτή μίμηση θεωρήθηκε ως σάτιρα. Ευτυχώς, με την επίσκεψή του, ο πατέρας μου παρατήρησε πως κι ο Μαρτζώκης κι ο Μαρίνος δεν ήταν τόσο σύμφωνοι με το Ρέντζο και τους άλλους. Αυτό με ενθάρρυνε να τους βρω ιδιαιτέρως και να τους παρακαλέσω να μεσολαβήσουν να συχωρεθώ. Πραγματικώς, μου είπαν να κάμω αίτηση, την υποστήριξαν εκθύμως κι η τιμωρία μου από έξι μήνες σε δεκαπέντε ημέρες. Πάλι το χειρόγραφο του «Μπολή» ίσως βρίσκεται ακόμα στο αρχείο του γυμνασίου Ζακύνθου.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟΥ «ΑΜΜΟΥ» ΠΡΟΣΕΙΣΜΙΚΑ, ΟΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΕ Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ].


«Το Ελληνικό και το Γυμνάσιο εκείνο τον καιρό, ήταν μαζί. Στην πρώτη πάροδο της Στράτας Μαρίνας, που έβγαζε από την παραλιακή αυτή λεωφόρο στην «Πλατεία Ρούγα», και στην αρχή της, υπήρχε ακόμα — γιατί ύστερα από λίγα χρόνια γκρεμίστηκε — ένα πελώριο, γωνιαίο σπίτι, με Ισόγειο και δύο πατώματα. Στο ισόγειο ήταν το μεγάλο «Ιντρόιτο», όπου χαλούσαμε τον κόσμο στα διαλείμματα,οι αποθήκες και η κατοικία του επιστάτη, του περίφημου Βερτζάγια. […] γενικά το κτίριο ήταν τόσο ξεκουνημένο, ώστε όταν τραντάζαμε τον τοίχο ενός κεντρικού διαδρόμου, τρανταζόταν όλο σα να ’κανε σεισμό. Κι αυτό ήταν τα παιχνίδια ένα από τα παιχνίδια μας: βγαίναμε έξω δυο-τρεις,τραντάζαμε με τις παλάμες τον τοίχο κι η τάξη του Χιώτη σκορπούσε τάχα έντρομη, για να γελάσει με τον αληθινό τρόμο και τα σταυροκοπήματα του απλοϊκού γέρου δάσκαλου.
Πολλά τέτοια κάναμε του Χιώτη που τον είχαμε στη δευτέρα για όλα τα μαθήματα, εκτός από την αριθμητική, που μας την έκανε ο σχολάρχης, ενώ την ίδιο ώρα ο δάσκαλός μας έκανε στην τρίτη ιστορία. Ήταν σπουδαίος ιστοριογράφος — «Η Ιστορία της Επτανήσου» του Παναγιώτη Χιώτη εκτεινόταν σε πολλούς τόμους χοντρούς σα λεξικά — ήταν και «ιππότης του Αργυρού» Σταυρού του Σωτήρος» — το εσημείωνε πάντα κάτω απ’την υπογραφή του στα περιοδικά, όπου εδημοσίευε σοφές μελέτες — τον βλέπαμε πάντα στις τελετές με τη βελάδα του, το ψηλό του καπέλο και το παράσημό του — το «καβαλιεράτο» — μα δεν τον εσεβόμαστε καθόλου. Τι μας ένοιαζε για την αξία του ως ιστοριογράφου; Δε βλέπαμε παρά την ικανότητά του ως δασκάλου, που πραγματικώς ήταν μηδαμινή. Ύστερα μάλιστα από το Διονυσιάδη μας φαινόταν πως, αντί να προβαστούμε, υποβιβαστήκαμε- τόσο εύκολα ελληνικά μας εδίδασκε ο Χιώτης. Μα ήταν κι ο τύπος του που τον βρίσκαμε κωμικό: γέρος, ισχνός, κακοντυμένος, παράξενος, φωνακλάς και με μια ψιλή φωνή σα Φασουλής. Πώς να μην τον πειράζουμε, τα διαβολόπαιδα, όλη την ώρα; Πώς να μην του κάνουμε φάρσες για να θυμώνει; Ο θυμός του ήταν τόσο αστείος! Μας έβριζε, μας έδερνε και γελούσαμε. Έτσι το μάθημά του ήταν για μας ένα γλέντι. Και μπορώ να πω πως όλος εκείνος ο χρόνος πήγε σχεδόν χαμένος. Εγώ τουλάχιστο δεν έμαθα τίποτα εκτός από κάμποση αριθμητική, που καθώς είπα, μας την έκανε ο σχολάρχης.
Τον έλεγαν Ρούσο, κι αυτός ήταν γέρος με γένια και ψηλό πάντα καπέλο.
Ξένος — Μωραΐτης νομίζω — και πολύ δάσκαλος,ιδέα δεν είχε γι’άλλα πράγματα, τα ζακυνθινά δεν τα καταλάβαινε και δεν τα εχώνευε καθόλου, κι η μεγάλη αποστροφή του ήταν τα φράγκικα ονόματα που έβλεπε στον κατάλογο των μαθητών.
Διάβαζε με μορφασμούς: «Κούρτσουλας, Μαρτινέγκος, Βολταίρας, ή Ριχάρδος, Ερρίκος, Αλοΐσιος», και στεκόταν σα να ρωτούσε: «Τι λογής ονόματα είν ’ αυτά; Στη Φραγκιά είμαστε;» Και θυμούμαι το επεισόδιό του μ ’ένα συμμαθητή μου, που αποκρινόταν στο ένδοξο όνομα Μοντσενίγος. Την πρώτη φορά που το απάντησε στον κατάλογο, ο ανίδεος Ρούσος οπισθοχώρησε με φρίκη, έκαμε μια ώρα να το συλλαβίσει, κατάφερε επιτέλους να το προφέρει ολάκερο και ρώτησε τον μικρό που είχε πει «παρών»:
— Εσύ είσαι;
— Μάλιστα.
— Και ονομάζεσαι ούτω πώς;...
— Μάλιστα. Σωτήριος Μοντσενίγος.
— Και τι θα πει Μον-τσε-νι-γος; .
— Δεν ξέρω... Είναι τ’όνομά μου.
— Καλά.
Δεν είπε τίποτ’άλλο ο Ρούσος. Αλλά στο επόμενο μάθημα πάλι τα ίδια. Και στο τρίτο τα ίδια και χειρότερα.
—Δεν ημπορείς να φέρεις τοιούτον όνομα, είπε
μικρό μαθητή. Πρέπει να το αλλάξεις. Θα σε γράψω Ζακύνθιον.
Κι έσβησε το «Μοντσενίγος», για να γράψει από «Ζακύνθιος»!
Αλλά ο μικρός έγινε έξω φρενών. Κατακόκκινος, εκτοξεύοντας αστραπές από τα γαλανά του μάτια, εφώναξε κι φωνή που έτρεμε από θυμό:
Δεν αλλάζω το οικογενειακό μου όνομα, κύριε σχολάρχα! Η οικογένειά μου κατάγεται από τη Βενετία! Μοντσενίγοι λέγουνταν όλοι μου οι πρόγονοι, Μοντσενίγος θα λέγουμαι κι εγώ! Αλλιώτικα φεύγω!
Μπροστά σ ’ αυτή την εξέγερση του πιτσιρίκου — ο Σωτήρης Μοντσενίγος ήταν ο πιο μικροκαμωμένος από όλους μας, τόσος δα, σα σπίρτο μονάχο και στα μαθητής πρώτος — ο σχολάρχης υποχώρησε. Αλλά στο εξής τον μικρό τον φώναζε απλώς Σωτήριο. Το άλλο του όνομα του έκανε κακό. Γιατί δεν ήξερε — πού να το ξέρει ο Μωραΐτης δάσκαλος! — πως και Δόγηδες ακόμα είχε δώσει στη Βενετία η οικογένεια των Μοντσενίγων, Και τέτοια επεισόδια, τον καιρό εκείνο της ελλαδικής αμάθειας — σήμερα ίσως οι όροι έχουν αντιστραφεί είχαμε πολλά.
Οι ξένοι που μας έφερναν νομάρχες, δικαστές, τελώνες, δασκάλους, ανίκανοι — εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις — να μας καταλάβουν, μας κοροΐδευαν. Σα να ’θελαν να τους κάμουμε τη χάρη ν ’ αλλάξουμε τη ονόματά μας, τη γλώσσα μας, τη μουσική μας, τα έθιμά μας, όλα. Και πόσα, δυστυχώς, δεν αλλάξαμε ή δεν αφήσαμε! Αυτή ήταν η πρώτη επίδραση που είχε στην Επτάνησο η ένωσή της με την άλλη Ελλάδα: Εχάλασε ο επτανησιακός πολιτισμός, πριν ακόμα δημιουργηθεί ο άλλος…»
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΙΩΤΗΣ(1814 - 1896):Εκπαιδευτικός και ιστορικός συγγραφέας από τη Ζάκυνθο. Για την προσφορά του στην καταγραφή της ιστορίας τιμήθηκε σε εθνικό και σε τοπικό επίπεδο.
Κατά την περίοδο των ΄Αγγλων δίδαξε στο Λύκειο του νησιού. Μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα εργάστηκε ως δάσκαλος στη Ζάκυνθο και διετέλεσε επόπτης της Βιβλιοθήκης του νησιού. Υπήρξε ο άνθρωπος που συνέταξε και τον κανονισμό για τη λειτουργία της, το 1883.
Βαθύς ερευνητής της Ιστορίας των Επτανήσων, φθάνοντας ως την Ιταλία. Πέθανε στις αρχές του 1896, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει ένα έργο με βιογραφίες επιφανών Επτανησίων. Το όνομά του φέρει σήμερα το Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Κάμπου Ζακύνθου, με έδρα το Βανάτο.
Έργα;
Ιστορικά απομνημονεύματα της Νήσου Ζακύνθου (τ. 1 1849 , τ.2 1858)
Ιστορικά Απομνημονεύματα (τ.3, 1863 , τ. 4 1864 - τ. 5, 1877 και τ. 6 1888)
Ιστορία του Ιονίου Κράτους από της συστάσεως αυτού μέχρι ενώσεως (έτη 1815-1864), έκδοση βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία, 1980.
Ηθική κατάστασις από βενετοκρατίας μέχρι των ημερών ημών (1887)»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΙΩΤΗΣ]


Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας Σας ευχαριστούμε από καρδιας Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang


Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only