Η τελευταία μάχη στη Μικρά Ασία δόθηκε από τον Πλαστήρα (τον Καραπιπέρ όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι) μέ τό Σεϊτάν Ασκέρ (τό 5/42 των ευζώνων του) κοντά στον Τσεσμέ, στήν περιοχή Σταυρός (Ζέγκουϊ στά τουρκικά) Εκεί πολέμησε ο Πλαστήρας, σέ μία προσπάθεια νά προστατέψει τά τελευταία τμήματα του στρατού μας πού υποχωρούσαν πρός τήν σωτηρία των πλοίων. Οι Τσέτες αποδεκατίστηκαν καί μάλιστα αργότερα, οι Τούρκοι έστησαν μνημείο εκεί πού μαρτυρά τήν τελευταία μάχη καί τόν χαμό 147 Τούρκων ιππέων.
Ο Γιάννης Καψής περιγράψει τη μάχη του Σταυρού, σύμφωνα μέ διήγηση του ηρωϊκού συνταγματάρχη:«Το πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό εκεί που ο δρόμος χωρίζει προς τον Τσεσμέ. Σ’ όλη τη μαρτυρική πορεία του έμενε μακριά από τη μάζα του Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός είναι μια ασθένεια μεταδοτική και ο Πλαστήρας ήταν αποφασισμένος να κρατήσει το Σύνταγμα του μέχρι τέλους. Και το κατόρθωσε, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα της αυτοθυσίας.
Για δέκα πέντε ημέρες είναι πάνω στ’ άλογό του. Έφιππος τρώγει ότι του φέρνουν οι άνδρες του, κάτι ελάχιστο – μήπως έχουν κι οι Τσολιάδες μας να φάνε; Έχουν πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες. Μόνον τα όπλα και τα φυσίγγια τους κρατούν και μαζεύουν στον δρόμο φρούτα, στα χωριά κανένα καρβέλι ψωμί – τρώγουν όποτε έχουν, αλλά πολεμούν πάντοτε με την ίδια ορμή, που έχει προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στους Τούρκους. Κι ο Πλαστήρας μένει ακλόνητος πάνω στ’ άλογό του. Παρακολουθεί τα πάντα, εμψυχώνει τους άνδρες του. Και, πολλές φορές την νύκτα τους αφήνει να κοιμηθούν χωρίς να βγάλουν σκοπιές. Μένει ο ίδιος άγρυπνος πάνω στ’ άλογό του, φροντίζοντας για τα παλικάρια του – μάρτυρες οι ίδιοι οι άνδρες του 5/42, που τον είχαν δει με τα μάτια τους στο καραούλι. Είχε γίνει κάτισχνος, τα οστά του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω από την ηλιοκαμένη, την μαυρειδερή επιδερμίδα του. Μόνον το βλέμμα του διατηρούσε την παλιά εκείνη λάμψη… Θα πίστευε κανείς, ότι ήταν έτοιμος να σωριασθεί νεκρός.Εκεί, στο Σταυρό, το 5/42 στάθηκε και πάλι. Οι πρόσφυγες είχαν βραδυπορήσει, μια ατέλειωτη φάλαγγα ξεκινούσε από τη ζωσμένη στις φλόγες Σμύρνη ως το Τσεσμέ. Κάποιος έπρεπε να τους βοηθήσει,να τους προστατεύσει από τους Τσέτες, που ορμούσαν εναντίον τους σαν τα τσακάλια. Έπιασαν μετερίζια οι Τσολιάδες μας και περίμεναν τη φάλαγγα των προσφύγων να περάσει. Κι εκεί τους απονεμήθηκε το πολυτιμότερο παράσημο, που μπορεί να ποθήσει ένας πολεμιστής: Οι τρομαγμένοι, οι πανικόβλητοι πρόσφυγες αυτοί, που έφευγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σταματούσαν γιά να φιλήσουν τα πληγιασμένα χέρια των στρατιωτών μας. Χαροκαμένες μάνες ήθελαν ν’ αγκαλιάσουν, να χαϊδέψουν τα φλογισμένα μέτωπα των παιδιών εκείνων, που πολεμούσαν τόσο μακριά από τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους. Ήταν στιγμές γεμάτες συγκίνηση, στιγμές τραγικού μεγαλείου, γεμάτες ανθρωπιά και πόνο.
Στον Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Και μέσα στην καταχνιά του πρωινού φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν. Κάλπαζαν ουρλιάζοντας – θύμιζαν τις ορδές του Αττίλα. Ορμούσαν κατά των προσφύγων και τους σπάθιζαν, κάρφωναν στα ξίφη τους ματωμένα κεφάλια και τα εξεσφενδόνιζαν στον αέρα. Δεν τους αρκούσε το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, ήθελαν τον αφανισμό του.
Ο Πλαστήρας είδε τους Τσέτες. Ήταν συντριπτική αριθμητικά η υπεροχή, ήταν ψυχωμένοι από την ανέλπιστα μεγάλη νίκη τους, είχαν ξαποστάσει στη Σμύρνη. Η σωφροσύνη θα του επέβαλλε, ίσως, να υποχωρήσει αλλά τότε ούτε ένας από τους πρόσφυγες δεν θα διασωζόταν, οι Τσέτες θα έφθαναν στην αποβάθρα του Τσεσμέ πριν από τον Στρατό μας. Κι αποφάσισε να δώσει μια ακόμη μάχη.
Οι άνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ένα μεγάλο πέταλο κι «ελούφαξαν», έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους να πέσουν στις κάνες των όπλων τους. Είχαν διαταγή να μη πυροβολήσουν, αν ο Πλαστήρας δεν έδινε το σύνθημα, πυροβολώντας – πρώτος. Πειθαρχικοί, εμπειροπόλεμοι, έβλεπαν τους Τούρκους να πλησιάζουν κι έμεναν ακίνητοι. Πολλοί άκουγαν τις αναπνοές τους, αισθάνθηκαν τη μυρωδιά των αλόγων τους. Κι όμως δεν πυροβόλησαν. Λίγο ακόμη κι οι Τσέτες θα είχαν πέσει στον κλοιό τους.
Αλλ’ ένας λοχίας έτρεμε από τη λύσσα του. Είχε δει τους Τσέτες να σφάζουν γυναικόπαιδα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί – έσφιγγε το όπλο του, δάγκωνε τα χείλη του για να μη φωνάξει και προδοθεί. Κι έξαφνα ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Σχεδόν αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους. Οι θάμνοι άναψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ανατριχιαστικά. Η κοιλάδα αντήχησε στο βογγητό των πληγωμένων.Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν πήδησαν από τ’ άλογα κι έτρεξαν να καλυφθούν – θέλησαν να πιάσουν μετερίζια και να πολεμήσουν. Δεν γνώριζαν ακόμη ότι είχαν απέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ». Αλλά, μετά τον πρώτον αιφνιδιασμό, οι Τσολιάδες δεν κρατήθηκαν – δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει κανείς· ούτε ο Πλαστήρας. Οι λόγχες σύρθηκαν και πάλι από τις θήκες τους. Και για μια ακόμη φορά – την τελευταία -όπως τότε σε μια εποχή που φαινότανε τόσο μακρινή, ακούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Αέρα…».
Έφυγαν οι Τσέτες, έφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ’ άλογα τους κι άλλοι έφυγαν τρέχοντας. Επέστρεψαν ασθμαίνοντας στη Σμύρνη για να ρίξουν καινούργιο λάδι στο καντήλι του θρύλου, που θα καίει αιώνια. Είναι θρύλος, που αφηγείται η αναμνηστική στήλη, εκείνη, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Ζέγκουϊ – τον Σταυρό.
– Αχ, μωρέ… Αν δεν βιαζότανε εκείνος ο λοχίας, θα τους είχα φάει όλους τούς Τσέτες…»
Οι τελευταίες ημέρες της Μικρασιατικής Εκστρατείας
Στην διάρκεια του 1921, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την διεξαγωγή ευρειών επιθετικών επιχειρήσεων στο θέατρο της Μικράς Ασίας, προκειμένου να δώσει οριστικό τέλος στην υπόθεση ειρήνευσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκκρεμούσε από το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Η προσπάθεια απέτυχε και η ελληνική Στρατιά εγκαταστάθηκε σε μια προωθημένη και εκτεταμένη γραμμή στην ενδοχώρα, όπου οχυρώθηκε. Μόλις τον Μάρτιο του 1922, οι Σύμμαχοι (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) συνεδρίασαν στο Παρίσι και ανακοίνωσαν στην ελληνική και τουρκική πλευρά, τους όρους που εκείνοι είχαν συμφωνήσει για την οριστική επίλυση του ζητήματος.
Σύμφωνα με αυτούς, η Ελλάδα θα εγκατέλειπε την Μικρά Ασία, όπου για τους παραμένοντες χριστιανικούς πληθυσμούς προβλέπονταν γενικές πρόνοιες προστασίας των δικαιωμάτων τους, εντός του οθωμανικού κράτους. Παράλληλα, όμως, η Ελλάδα θα αποχωρούσε και από την μισή έκταση στην Ανατολική Θράκη, που της είχε επιδικαστεί με την Συνθήκη των Σεβρών. Οι όροι προκάλεσαν μία έκρηξη οργής και αγανάκτησης στην Ελλάδα καθιστώντας αδύνατη την περαιτέρω συζήτηση, ενώ από την πλευρά τους οι Κεμαλικοί έθεσαν απαράδεκτους όρους, με αποτέλεσμα την αποτελμάτωση των εξελίξεων. Η κυβέρνηση Γούναρη νομοθέτησε την σύναψη Αναγκαστικού Δανείου στο εσωτερικό της χώρας με την διχοτόμηση των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων, καθιστώντας δυνατή την παράταση της παρουσίας της Στρατιάς Μικράς Ασίας, που εγγυάτο τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή.
Μετά από μια περίοδο πολιτικής ρευστότητας, στις αρχές Μαΐου σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας των πολιτικών μερίδων του Δημητρίου Γούναρη και Νικολάου Στράτου, με πρωθυπουργό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη. Στα μέσα Ιουνίου, η κυβέρνηση δρομολόγησε δύο πρωτοβουλίες προκειμένου στην αναμενόμενη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης που θα συζητούσε εκ νέου την ειρήνη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, να παρουσιαστεί έχοντας άρει τις δυσμενείς εντυπώσεις του περασμένου Μαρτίου. Αυτές εκδηλώθηκαν στα μέσα Ιουλίου με διττό σκοπό:
α΄) Συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων στην Ανατολική Θράκη, επί της μεθορίου της Τσατάλτζας εγγύς της Κωνσταντινούπολης, ώστε να καταστεί αξιόπιστη μια απειλή στρατιωτικής κατάληψης της Πόλης (αίροντας την προοπτική εκκένωσης της μισής έκτασης που προέβλεπαν οι προτάσεις Μαρτίου),
β΄) Παροχή ευρείας αυτονομίας στην υπό ελληνικό έλεγχο ζώνη της δυτικής Μικράς Ασίας, η οποία ηλπίζετο πως θα προξενούσε την συμπάθεια της κοινής γνώμης σε Ευρώπη και ΗΠΑ, (εξασφαλίζοντας την παραμονή των χριστιανών στις εστίες τους, ελεύθεροι από τον οθωμανικό ζυγό).
Στα μέσα Ιουλίου εκδηλώθηκαν οι παραπάνω πρωτοβουλίες, με αποτέλεσμα να προκληθεί κινητικότητα μεταξύ των Συμμάχων και να σχεδιάζεται η σύγκληση διεθνούς διάσκεψης στην Βενετία κατά τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο. Η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να αναμένει με ελπίδα τις εξελίξεις, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που συνέλεγε παρουσίαζαν την κεμαλική πλευρά ανίκανη για εκδήλωση επιθετικής πρωτοβουλίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες φαινόταν πως η ελληνική πλευρά θα παρουσίαζε πλεονέκτημα, με την αμυντική της γραμμή ακλόνητη στην Μικρά Ασία και τα στρατεύματά της να στέκονται απειλητικά στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Όπως ανέφερε ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης: «Πρόκειται περί εδραιώσεως πεποιθήσεως εις πάντα ημάς και υμάς, φίλους και εχθρούς ότι η Θράκη της Συνθήκης των Σεβρών φρουρείται καλώς υπό του Ελληνικού Στρατού, όντως δεν δύναται να αναγνωρίση την δυνατότητα της εκτελέσεως της συμφωνίας των Παρισίων. Εις την Δ. Μ. Ασίαν διατηρούμεν το αυτό, ως πρότερον, μέτωπον. Εις την Α. Θράκην είμεθα ήδη ισχυροί. Αν αι τελευταίαι κινήσεις του Στρατού ισχύσουν ούτως, ώστε να τεθή επί τάπητος και ζήτημα Κωνσταντινουπόλεως τόσω το καλλίτερον. Πάντως όμως η Κυβέρνησις διά των τελευταίων κινήσεων του Στρατού, θα παρακολουθήση τας συζητήσεις των ξένων επί του Θρακικού Ζητήματος βασιζομένη και επί της παρατάξεως λογχών».
Η κεμαλική επίθεση
Όλα τα παραπάνω ανέτρεψε η μεγάλη κεμαλική επίθεση για την οποία το ελληνικό Στρατηγείο άρχισε να λαμβάνει ενδείξεις προετοιμασίας από τις 9 Αυγούστου, ενώ στις 6 αλλά και στις 11 Αυγούστου εκδηλώθηκαν δύο κεμαλικά επιθετικά εγχειρήματα αντιπερισπασμού. Η σφοδρή επίθεση που εκτοξεύτηκε στις 13 Αυγούστου 1922 στο ευάλωτο δεξί της ελληνικής παράταξης στο Αφιόν Καραχισάρ, έλαβε αμέσως δραματική τροπή.
Την 14η Αυγούστου έσπασε το ελληνικό μέτωπο και διετάχθη η σύμπτυξη των δυνάμεων των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού βορειοδυτικά του Αφιόν Καραχισάρ. Στις 15 Αυγούστου οι δυνάμεις αυτές διασπάστηκαν σε δύο μέρη (Ομάδα Φράγκου και Ομάδα Τρικούπη) και επιτάθηκαν τα φαινόμενα ανυπακοής, απειθαρχίας και διάλυσης της ελληνικής Στρατιάς. Την επομένη η Ομάδα Τρικούπη επιχείρησε να συνενωθεί με την Ομάδα Φράγκου η οποία είχε εγκατασταθεί στην φύσει οχυρή τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ. Η προσπάθεια όχι μόνο απέτυχε, αλλά και η Ομάδα Φράγκου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την γραμμή στο Τουμλού Μπουνάρ.Η αδυναμία συνένωσης των δυνάμεων στο νότιο μέτωπο, η διαρκής διαρροή των ανδρών από τις μονάδες τους και η εγκατάλειψη της εξαιρετικά ευνοϊκής για άμυνα τοποθεσίας στο Τουμλού Μπουνάρ, σφράγισαν την ελληνική ήττα. Αφ’ ενός μεν χάθηκε η επαφή του Γενικού Στρατηγείου στην Σμύρνη με την Ομάδα Τρικούπη (που διέθετε και τον μεγαλύτερο όγκο των ελληνικών δυνάμεων) εξαιτίας αδυναμίας επικοινωνίας με τον ασύρματο, για να οδηγηθεί μοιραία στην αιχμαλωσία σημαντικού τμήματός της τις επόμενες ημέρες· αφ’ ετέρου δε επιβεβαιώθηκε η ανέκλητη τάση της Ομάδας Φράγκου για φυγή δυτικά.
Στις 17 Αυγούστου, ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης εξέδωσε δύο διαταγές. Με την πρώτη απευθυνόταν στο Στράτευμα και ιδίως στους στρατιώτες τονίζοντας την ανάγκη αυστηρής πειθαρχίας και συνοχής όλων προκειμένου να αποκρουστεί ο εχθρός, ενώ με την δεύτερη παρείχε το δικαίωμα στους αξιωματικούς να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για συγκράτηση των λιποτακτών: «Πας ανώτερος έχει δικαίωμα να φονεύη επί τόπου πάντα λιποτάκτην, μη υπακούοντα εις πρόσκλησίν του να επανέλθη εις τας τάξεις του. Κοινοποιήσατε παρούσαν εις πάντας υφ’ υμάς βαθμοφόρους». Ωστόσο, ήταν μάλλον αργά καθώς το φαινόμενο είχε λάβει γιγαντιαίες διαστάσεις και η διαταγή ήταν με εκτελέσιμη «λόγω των ραγδαίως εξελισσομένων γεγονότων».
Στο μεταξύ, από την 15η Αυγούστου ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης άρχισε να λαμβάνει επίσημη ενημέρωση από τον Ταγματάρχη Θεόδωρο Σκυλακάκη που υπηρετούσε στο Επιτελείο της Στρατιάς για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Ο Ταγματάρχης Σκυλακάκης μετέφερε στον Στεργιάδη και το κλίμα δυσφορίας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των επιτελών για το πρόσωπο του Επιτελάρχη Υποστρατήγου Βαλέττα και του ίδιου του Αρχιστρατήγου Γ. Χατζανέστη, ενώ προέβαινε και σε διατύπωση προσωπικών απόψεων, που δεν εξέφραζαν απαραίτητα και τον Αρχιστράτηγο. Συνεπώς, οι στρατιωτικές κρίσεις που περιείχαν τα τηλεγραφήματα που άρχισε να στέλνει στην Αθήνα ο Αρμοστής, δεν απηχούσαν ουσιαστικά δικές του εκτιμήσεις, αλλά του Ταγματάρχη Σκυλακάκη. Στις 17 Αυγούστου, ο Στεργιάδης απέστειλε τηλεγράφημα στην κυβέρνηση με το οποίο εξέφραζε την βεβαιότητά του ότι «ηττήθημεν ανεπανορθώτως» και ως μόνη λύση πρότεινε την οργάνωση άμυνας περιμετρικά της Σμύρνης, όπου η Στρατιά ανασυντασσόμενη θα πολεμούσε έως ότου προκληθεί επέμβαση των Συμμάχων, προκειμένου αυτοί να διασώσουν τα συμφέροντά τους και ταυτόχρονα τον χριστιανικό πληθυσμό
Στις 17 Αυγούστου κατέφθασαν στην Σμύρνη οι υπουργοί Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και Εσωτερικών Νικόλαος Στράτος, ώστε να ενημερωθούν για την κατάσταση, καθώς έως τότε στην Αθήνα υπήρχε η εντύπωση ότι ήταν δυνατό ένα εγχείρημα ανακατάληψης του Αφιόν Καραχισάρ. Δεδομένου ότι πριν την επίθεση οι Μεγάλες Δυνάμεις σχεδίαζαν την σύγκληση μιας διάσκεψης στην Βενετία, στην οποία θα συζητείτο το Μικρασιατικό, η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να φανεί πως η κεμαλική πλευρά είχε καταφέρει σοβαρό πλήγμα στην ελληνική στρατιωτική παρουσία και συνεπώς θα έπρεπε να αποκατασταθεί η γραμμή του μετώπου. Η κυβέρνηση επιθυμούσε να διατηρήσει την θέση στρατιωτικής υπεροχής που φαινομενικά έχαιρε έως τις παραμονές της κεμαλικής επίθεσης, καθώς αφ’ ενός μεν στην Ανατολική Θράκη ο ελληνικός Στρατός φάνταζε έτοιμος, απειλώντας ακόμα και με είσοδο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην Μικρά Ασία, κατείχε μετά από συνεχείς επιχειρήσεις έως το 1921, μια τεράστια έκταση 80.700 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σε βάθος 400 χιλιομέτρων από την Σμύρνη.
Έχοντας απολέσει την επικοινωνία με την Ομάδα Τρικούπη, ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης εξήγησε στους υπουργούς, την δυσχερή θέση που αντιμετώπιζε και την κάθετη πτώση του ηθικού των ανδρών, βάσει των πληροφοριών που είχε λάβει. Ενημέρωσε δε, ότι σκόπευε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που είχαν απομείνει, οι οποίες με την βοήθεια ενισχύσεων που είχαν κληθεί από την Θράκη θα μπορούσαν να αντιτάξουν άμυνα ανατολικά της Φιλαδέλφειας. Αν αυτό αποδεικνυόταν αδύνατο να επιτευχθεί, θα επιχειρούσε να καλύψει την Σμύρνη για ορισμένο χρονικό διάστημα, έως ότου συναφθεί ανακωχή επιτρέποντας στα ελληνικά στρατεύματα να αποχωρήσουν και να μεταφερθούν προς ενίσχυση της Ανατολικής Θράκης, ώστε τουλάχιστον να διασωθεί αυτή. Οι υπουργοί αναχώρησαν και φθάνοντας στην Αθήνα, συγκλήθηκε Υπουργικό Συμβούλιο τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου προς ενημέρωση, οπότε μόλις την 7η ημέρα των επιχειρήσεων έγινε αντιληπτή η δυσμενής τροπή που είχαν λάβει οι μάχες.
Στο μεταξύ, από το μέτωπο, λαμβάνονταν συγκλονιστικές αναφορές για την άτακτη υποχωρήση των στρατευμάτων –με τις μονάδες να χάνουν τους οργανικούς τους δεσμούς και τις Διοικήσεις να προσπαθούν να συγκρατήσουν την διαρροή των ανδρών– λόγω του κλονισμένου ηθικού και των εκδηλώσεων μαζικών φαινομένων απειθαρχίας και ανυπακοής. Ο Ταγματάρχης Παναγάκος που προωθήθηκε στο μέτωπο ως σύνδεσμος του Αρχιστρατήγου, απέστειλε αναφορά η οποία μεταδόθηκε στην Αθήνα. «Εχθρός προ μετώπου Μπανάζ υπολογίζεται εις 3-4 μεραρχίας. Πίεσις καθ’ ημών ουχί σοβαρά. Παρά ταύτα, μονάδες, πλην ΙΙ Μεραρχίας, εκάμφθησαν. Στρατηγός Φράγκου ηναγκάσθη διατάξη σύμπτυξιν, ήτις ήρξατο από 11 ώρας. Αν ο εχθρός διαθέτη Ιππικόν, σύμπτυξις μετατραπή εις φυγήν και πλήρη αποσύνθεσιν. ΙΙ Μεραρχία τηρεί μέχρι στιγμής ηθικόν ακμαίον. Ανησυχώ ότι, κατά σημερινήν σύμπτυξιν και επικοινωνίαν της μετά πανικοβλήτων τμημάτων ετέρων μονάδων θα καταπέση και ταύτης ηθικόν. Από λοιπάς μονάδας ελάχιστα δέον ελπίζη Στρατιά. Ηθικόν αυτών εις αξιοθρήνητον κατάστασιν. [. . .]. Υπό συνθήκας, υφ’ ας ευρίσκονται μονάδες Μπανάζ, υπολογίζω ότι αύται αδύνατον αντιτάξωσιν αξίαν λόγου άμυναν ανατολικώς Ουσάκ. Συντεταγμέναι δυνάμεις αυτών ελάχισται. Άνδρες των, κατά μέγα μέρος, κινούνται αγεληδόν και εν πανικώ προς Δυσμάς. Κατόπιν δημιουργηθείσης εκτάκτως σοβαράς καταστάσεως, ανάγκη ληφθώσι μέτρα. Έχω γνώμην, ότι επιβάλλεται επιτακτικώς κινηθώσι μονάδες εν σπουδή προς Δυσμάς, καταστρέφουσαι συγκοινωνίας, ίνα δοθή χρόνος και χώρος προς ανασύνταξίν των. Άλλως ούτε εις Σμύρνην θα ανακοπή η προς Δυσμάς υποχώρησίς των».
Τις επόμενες ημέρες η διαρκώς μαχόμενη και υποχωρούσα Ομάδα Τρικούπη συνέχισε την πορεία της ελπίζοντας στην διαφυγή από τον τουρκικό κλοιό, αλλά εν τέλει διασκορπισμένη αιχμαλωτίστηκε έως στις 20 Αυγούστου με επικεφαλής τους Υποστρατήγους Τρικούπη και Διγενή. Μόνο διαλυμένες μονάδες κατάφεραν να διολισθήσουν νοτιοδυτικά και να συνενωθούν στις 19 Αυγούστου με τις δυνάμεις του Υποστρατήγου Φράγκου που κάλυπταν τον άξονα προς Σμύρνη. Αυτές, με την τραγική εικόνα που παρουσίαζαν, προκαλούσαν υποψίες στον Υποστράτηγο Φράγκου, αλλά και τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη, για την ατυχή κατάληξη της Ομάδας Τρικούπη.
Αντικατάσταση Αρχιστρατήγου
Εν τω μεταξύ πολλοί αξιωματικοί στο Επιτελείο της Στρατιάς Μικράς Ασίας δυσφορούσαν για την κρίσιμη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί αποδίδοντάς την στον επιτελάρχη Υποστράτηγο Βαλέττα και κυρίως τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη, του οποίου ο αυστηρός χαρακτήρας θεωρούσαν πως δεν επέτρεπε την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής υπηρεσίας στο Επιτελείο. Ο Ταγματάρχης Σκυλακάκης κατά τις συναντήσεις προς ενημέρωση του Ύπατου Αρμοστή που είχε αναλάβει, έθιξε το θέμα, βλέποντας μάλιστα τις επόμενες ημέρες την κατάσταση να μην βελτιώνεται, συνεννοήθηκε με άλλους τμηματάρχες του Επιτελείου της Στρατιάς που συμφωνούσαν με τις απόψεις του και αποτόλμησαν το πρωί της 21ης Αυγούστου την αποστολή ανώνυμου τηλεγραφήματος στην κυβέρνηση. Το τηλεγράφημα έστειλε ο ίδιος ο Ταγματάρχης Σκυλακάκης με υπογραφή “Επιτελείον Στρατιάς” με το εξής περιεχόμενο: «Σύμπασα Στρατιά εκλιπαρεί προς διάσωσιν υπολειπομένης τιμής Έθνους διαταχθή να έλθη εις αντιστράτηγος, Υποστράτηγος Πάλης, Συνταγματάρχης Σαρρηγιάννης. Προτού επέλθη τελεία καταστροφή σπεύσατε εις άνω ενέργειαν».
Ουσιαστικά ζητούσε ονομαστικώς την επαναφορά των κατά τον περασμένο Μάιο αντικατασταθέντων Αρχηγού και Υπαρχηγού του Επιτελείου της Στρατιάς (Υποστρατήγου Κωνσταντίνου Πάλη και Συνταγματάρχη Πτολεμαίου Σαρρηγιάννη), ώστε να παραμεριστούν οι κατέχοντες τις θέσεις αυτές Υποστράτηγος Γεώργιος Βαλέττας και Συνταγματάρχης Μιχαήλ Πάσσαρης αντίστοιχα, οι οποίοι προφανώς κρίνονταν ανεπαρκείς.Η κυβέρνηση έσπευσε να ζητήσει την γνώμη του Στεργιάδη, ο οποίος απάντησε ότι όπως είχε ενημερώσει με προηγούμενο τηλεγράφημα, δεν θεωρούσε πως υπήρχε ελπίδα αναστροφής της κατάστασης, αλλά εν πάση περιπτώσει, όταν «ενσκήψη τοιαύτη πανωλεθρία εις οίον Στρατόν, η μεταβολή των Αρχηγών και όταν ούτοι δεν φέρωσιν ευθύνην επιβάλλεται προς ανακούφισιν και ενθάρρυνσιν οπλιτών και αξιωματικών και προ παντός προς πρόληψιν κρουσμάτων απειθαρχίας δυναμένης πολλάκις και αδίκως να χωρήση μέχρι στάσεως». Στην απάντησή του, ο Αρμοστής αναφερόταν σε ενδείξεις για εξυφαινόμενη συνωμοσία που θα οδηγούσε ακόμα και σε χειροδικία κατά του Αρχιστρατήγου, ενώ έκλεινε προφητικά διαβλέποντας κίνδυνο επαναστατικού κινήματος «Τελευταίον τούτο φοβούμαι επί του προκειμένου έχω δε σοβαρούς λόγους να πιστεύω ότι υποστέλλεται ήδη αν όχι συνομωσία ωργανωμένη πάντως όμως κατάστασις τοιαύτη πνευμάτων άλλων φρονημάτων εκ του Εθνικού κινδύνου ώστε μετά την επιστροφήν και άλλων εκ του μετώπου να εκραγή κίνημα αντιπειθαρχικόν δυνάμενον να φθάση μέχρι χειροδικίας ή αποδιώξεως Αρχηγού. Περιττόν να προσθέσω τι θα επηκολούθει εάν και τούτο προστεθή εις τας άλλας ατυχίας. Μετά ανωτέρω εν μόνον δύναμαι να υποδείξω εγώ ότι πάσα απόφασις υμών δέον να ληφθή και ν’ ανακοινωθή άνευ της ελαχίστης αναβολής».
Στις 22 Αυγούστου η κυβέρνηση αποφάσισε την αντικατάσταση του Αρχιστρατήγου από τον Υποστράτηγο Τρικούπη, αγνοώντας ότι αυτός είχε αιχμαλωτισθεί δύο ημέρες πριν. Ταυτόχρονα, ο Αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης, ανέλαβε καθήκοντα Αρχηγού της Επιτελικής Υπηρεσίας. Την επόμενη ημέρα η κυβέρνηση αποφάσισε την ανάληψη μιας τελευταίας προσπάθειας διάσωσης τουλάχιστον της Σμύρνης, ώστε ενδεχόμενη ανακωχή να μην βρει την Ελλάδα απούσα από την Μικρά Ασία. Από τον Πειραιά απέπλευσαν ο υπουργός Στρατιωτικών Θεοτόκης, συνοδευόμενος από τον Αρχηγό της Επιτελικής Υπηρεσίας Αντιστράτηγο Δούσμανη, αλλά και τους Υποστράτηγο Πάλη, Συνταγματάρχη Σαρρηγιάννη, κατ’ ακριβή υιοθέτηση του ανώνυμου τηλεγραφήματος που εστάλη από τον Ταγματάρχη Σκυλακάκη. Μαζί τους επέβη του πλοίου και ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Πολυμενάκος που έως πρόσφατα διοικούσε το Γ΄ Σώμα Στρατού στην Μικρά Ασία, καθώς η απουσία επικοινωνίας με τον Υποστράτηγο Τρικούπη προκαλούσε υποψίες περί πιθανής αιχμαλωσίας του και συνεπώς έπρεπε να ορισθεί νέος Αρχιστράτηγος.
Πρωτοβουλίες προς σύναψη ανακωχής και Συμμαχική επέμβαση
Στο μεταξύ ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης έχοντας λάβει το πρωΐ της 19ης Αυγούστου ανακριβείς πληροφορίες περί συνένωσης στην περιοχή του Ουσάκ, των δυνάμεων των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού όπως και της Ανεξάρτητης Μεραρχίας, ενημέρωσε τον Ύπατο Αρμοστή ότι η Στρατιά επρόκειτο να συμπτυχθεί δυτικότερα στην περιοχή της Φιλαδέλφειας. Δεδομένου ότι δεν αναμενόταν εχθρική πίεση, υπήρχε η ελπίδα ανασύνταξης των μονάδων αυτών και αναχαίτισης του εχθρού που θα επιχειρούσε να προωθηθεί στην Σμύρνη. Αν κάτι τέτοιο καθίστατο αδύνατο, θα επιδιώκετο η άμυνα για βραχύ χρονικό διάστημα γύρω από την Σμύρνη, με την ελπίδα σύναψης ανακωχής η οποία θα επέτρεπε την σχετικά ομαλή εκκένωση της Μικράς Ασίας.Ο Ύπατος Αρμοστής μετέφερε κι αυτός τις σκέψεις του Αρχιστρατήγου στην κυβέρνηση, αλλά σημείωνε πως βάσει νεότερων πληροφοριών που διέψευδαν τις πρωϊνές ειδήσεις περί συνένωσης των δυνάμεων του μετώπου, θεωρούσε πως ήταν απολύτως αδύνατον «ν’ αντιμετωπίση ημέτερος Στρατός τον εχθρόν εις οιονδήποτε σημείον ουδέ διά ολίγας ώρας». Ως εκ τούτου, έπρεπε να εγκαταλειφθεί ακόμα και η ιδέα άμυνας γύρω από την Σμύρνη. Το μόνο που απέμενε ως λύση, ήταν να επιχειρηθεί η ταχεία μεταφορά δυτικά των στρατευμάτων, με μαζική χρήση των σιδηροδρόμων, ώστε να χαθεί η επαφή με τον αντίπαλο. Εν συνεχεία από τον λιμένα της Σμύρνης οι άνδρες και το υλικό θα επιβιβάζονταν σε ατμόπλοια. Αν κι αυτή η προσπάθεια απετύγχανε, τότε ο Στρατός θα έπρεπε να κατευθυνθεί σε στενή λωρίδα γης όπως η Ερυθραία στον Νότο και η Αρτάκη στον Βορρά, όπου θα ήταν δυνατή η πρόχειρη άμυνα και η ταυτόχρονη με κάπως συντεταγμένο τρόπο εκκένωση των δυνάμεων. Σημειωνόταν, επίσης, ότι εξαιτίας έλλειψης μέσων, η μεταφορά του πληθυσμού δεν ήταν δυνατή.
Ταυτόχρονα, ο Στεργιάδης από τις 19 Αυγούστου τηλεγράφησε στην Αθήνα την εκτίμησή του πως έπρεπε να ενημερωθούν οι Δυνάμεις ότι ο Στρατός δεν ήταν σε θέση να αναχαιτίσει την τουρκική επίθεση, συνεπώς θα έπρεπε να ληφθούν επείγοντα μέτρα για την περιφρούρηση της πόλης και των συμφερόντων των πολιτών τους, σημείωνε δε ειδικά: «κυβέρνησις οφείλει κατά την γνώμην μου να επιχειρήση διάβημα παρά Συμμάχοις περί λήψεως υπ’ αυτών μέτρων προς διάσωσιν ουχί ημετέρου Στρατού αλλά της Σμύρνης ήτις ασφαλώς θα καταστραφή και προς φρούρησιν ιδικών των υπηκόων και ιδικών των συμφερόντων. Δέον συνάμα να τονισθή ότι εγχώριοι χριστιανικοί πληθυσμοί αδύνατον δι’ έλλειψιν μέσων μεταφερθώσι Ελλάδα ώστε και τούτων σωτηρία θα εξαρτηθή από επέμβασιν Συμμάχων (στεργόντων) καταλάβωσι Σμύρνην διά Στόλου και Στρατού αυτών».
Πράγματι, το Υπουργείο Εξωτερικών ενημέρωσε αποκλειστικά και μόνο την ελληνική πρεσβεία Λονδίνου, προσβλέποντας σε βρετανική πρωτοβουλία που θα παρέσυρε Γαλλία και Ιταλία. Την επόμενη 20 Αυγούστου, μετά από σχετική ερώτηση της κυβέρνησης, ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης ανέφερε ότι με την κατάσταση να χειροτερεύει διαρκώς, η σύναψη ανακωχής θα ήταν ευκταία. Η κυβέρνηση έσπευσε αμέσως να επικοινωνήσει με την αγγλική κυβέρνηση και να ζητήσει την μεσολάβησή της προκειμένου να επιτευχθεί εκεχειρία, ώστε να εκκενώσει ο Στρατός την Μικρά Ασία άνευ άλλων απωλειών και να μεταφερθεί στην Ανατολική Θράκη. Όπως αποδείχθηκε, με τον Αρχιστράτηγο να ενημερώνει την 8η ημέρα των επιχειρήσεων, περί ανάγκης σύναψης εκεχειρίας, η κυβέρνηση διέθετε στενά χρονικά περιθώρια για την αποτελεσματική κινητοποίηση των Συμμάχων, ενώ ταυτόχρονα ο Στρατός ήταν αδύνατον να σταθεί έστω και μία ημέρα για να αντιτάξει άμυνα. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε απέμενε μόλις μία εβδομάδα, έως ότου τα κεμαλικά στρατεύματα φθάσουν στην Σμύρνη.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κατά το β΄ 10ήμερο του Αυγούστου, άρχισαν οι συνεννοήσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των Συμμάχων, προκειμένου να επιτευχθεί η σύναψη ανακωχής. Ήδη, οι γενικοί πρόξενοι στην Σμύρνη ανήσυχοι από την μαζική έλευση προσφύγων στην πόλη, επικοινώνησαν με τον Στεργιάδη ζητώντας ενημέρωση για την κατάσταση. Ο ίδιος ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης, την νύκτα της 21ης Αυγούστου ζήτησε ανεπίσημα από τον Πρόξενο των ΗΠΑ George Horton, να προωθήσει αίτημα διαμεσολάβησης στην Ουάσιγκτον με την κεμαλική πλευρά. Ωστόσο, ο Mustafa Kemal αντιλαμβανόμενος την δεινή θέση της ελληνικής Στρατιάς δεν σκόπευε να διευκολύνει μια ελληνική εκκένωση.
Μοιραία, η ελληνική πλευρά επεδίωκε την ώθηση των Συμμάχων προς δυναμική επέμβασή τους στην Σμύρνη, όχι μόνο με την παρουσία των πολεμικών τους Στόλων, αλλά και την αποβίβαση στην ξηρά αγημάτων, ώστε ει δυνατόν να καταλάβουν στρατιωτικά την πόλη και να δημιουργήσουν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω απ’ αυτήν, όπως ακριβώς τον προηγούμενο μήνα είχαν αντιταχθεί των ελληνικών δυνάμεων στην Τσατάλτζα, απαγορεύοντας την προέλαση προς Κωνσταντινούπολη. Ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Συμμάχων Ύπατων Αρμοστών στην Κωνσταντινούπολη και των Συμμάχων Ναυάρχων στην Σμύρνη, με τις ελληνικές και κεμαλικές Αρχές φαινόταν πως θα απαιτούσαν καιρό πριν παράγουν αποτελέσματα, η διαρκώς διογκούμενη άτακτη φυγή των ελληνικών στρατευμάτων δεν προϊδέαζε για μια κατά το δυνατόν οργανωμένη εκκένωσή τους από την Σμύρνη. Στις 23 Αυγούστου ο Horton έλαβε και την αναμενόμενη απάντηση από την Ουάσιγκτων, η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο. Σύντομα αποδείχθηκε ότι οι Σύμμαχοι δεν είχαν διάθεση επίδειξης αποφασιστικότητας και ανάληψης πρωτοβουλιών ως προς την κεμαλική πλευρά. Αντίθετα, στις 25 Αυγούστου προέβησαν σε διάβημα τόσο στην Σμύρνη, όσο και στην Αθήνα, για να αποτρέψουν την εκδήλωση βιαιοπραγιών – τουλάχιστον στην Σμύρνη– από τα ελληνικά στρατεύματα, που σημαντικό μέρος των ατάκτως υποχωρούντων ανδρών διαρρέοντας δυτικά προέβαινε σε καταστροφές και διώξεις.
Μια τελευταία προσπάθεια
Στις 20 Αυγούστου ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης σκόπευε να συγκεντρώσει τις υποχωρούσες δυνάμεις του Νοτίου Συγκροτήματος ανατολικά της Σμύρνης, προκειμένου να αναδιοργανωθούν πρόχειρα. Ταυτόχρονα, είχε διατάξει την μεταφορά ενισχύσεων στην Σμύρνη από την Ανατολική Θράκη (Μεραρχία Α΄), ενώ σκόπευε να μεταφέρει εκεί και το δύναμης 3 μεραρχιών Γ΄ Σώμα Στρατού, που υποχωρούσε στο βόρειο μέτωπο προς την Προποντίδα. Σκοπός όλων αυτών ήταν ο σχηματισμός μιας αμυντικής περιμέτρου γύρω από την Σμύρνη για κάποιο χρονικό διάστημα που θα επέτρεπε αφ’ ενός μεν την εκκένωση υλικού και δυνάμεων της Στρατιάς, αφ’ ετέρου δε την σύναψη ανακωχής.
Ήδη στις 23 Αυγούστου έφθασαν με καθυστέρηση 3 ατμόπλοια που μετέφεραν την Μεραρχία Α΄, ενώ το πρωΐ της 24ης Αυγούστου κατέφθασαν από την Αθήνα ο υπουργός Στρατιωτικών και οι επιτελικοί αξιωματικοί που τον συνόδευαν. Μετά την ενημέρωση που έλαβαν από τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη, αυτός απαλλάχθηκε των καθηκόντων του αντικαθιστάμενος από τον Αντιστράτηγο Πολυμενάκο, ο οποίος διετάχθη να μελετήσει την κατάσταση και να αναφέρει. Το ίδιο πρωΐ, όμως, οι άνδρες της Μεραρχίας Α΄ που είχε έλθει ως ενίσχυση από την Ανατολική Θράκη, αντιλαμβανόμενοι την τραγική ήττα, αρνήθηκαν να εξέλθουν των ατμοπλοίων! Παρά το γεγονός ότι τελικά αποβιβάστηκε ένα σύνταγμα και οι άνδρες Μικρασιατικής καταγωγής εξήλθαν των πλοίων, εγκαταλείποντας την μεραρχία, ήταν φανερό ότι υπήρχε γενικότερα θέμα ανυπακοής και κατάπτωσης του ηθικού των ανδρών.
Αργά το βράδυ σε σύσκεψη πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων στην Σμύρνη, κατέστη αντιληπτό πως η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη και μοιραία αποφασίστηκε οριστικά η εκκένωση της Μικράς Ασίας, ενημερωμένης και της κυβέρνησης στην Αθήνα. Σύμφωνα με τις νέες διαταγές που εκδόθηκαν, οι υποχωρούσες μονάδες που προσέγγιζαν από ανατολικά διετάχθησαν να παρακάμψουν την πόλη της Σμύρνης από νοτιοανατολικά προκειμένου να μην εισέλθουν σε αυτήν, για να αποφευχθούν τυχόν έκτροπα. Εν συνεχεία θα κατευθύνονταν προς την χερσόνησο της Ερυθραίας από όπου θα μεταφέρονταν στα απέναντι νησιά. Οι δυνάμεις που ήδη βρίσκονταν στην Σμύρνη, καθώς και το υλικό των αποθηκών θα μεταφέρονταν επί των πλοίων, ενώ και οι δυνάμεις στον τομέα Μαιάνδρου νοτιοανατολικά της Σμύρνης, διετάχθησαν να συμπτυχθούν προς αυτήν. Το Γ΄ Σώμα Στρατού θα συνέχιζε την υποχωρητική του κίνηση και θα επιβιβαζόταν επί πλοίων για να μεταφερθεί στην Ανατολική Θράκη.
Ο Στεργιάδης επιδιώκοντας την ώθηση των Συμμάχων προς ενεργή ανάμιξη και επέμβαση, έθεσε το ζήτημα της ενδεχόμενης περίπτωσης σύναψης μάχης γύρω από την Σμύρνη και την πιθανή πρόκληση αναρχίας που θα ανάγκαζε την ελληνική πλευρά να την εγκαταλείψει. Σε ένα τέτοιο σενάριο, θα έπρεπε να αναλάβουν έστω και προσωρινά την Διοίκηση της πόλης. Οι Σύμμαχοι Ναύαρχοι, όμως, αντιλαμβανόμενοι την απώλεια της πειθαρχίας από τα ελληνικά τμήματα, φοβούμενοι υπερβασίες εντός της πόλης, ξεκαθάρισαν ότι υπεύθυνη για την τάξη ήταν η ελληνική διοίκηση και δεν επρόκειτο να επέμβουν στρατιωτικά για να εμποδίσουν την είσοδο των κεμαλικών τμημάτων στην πόλη, μη παρέχοντάς της κάποια περιθώρια χρόνου· απλά θα φρόντιζαν για την ομαλή παράδοση της Σμύρνης. Ο υπουργός Στρατιωτικών και ο Αρχιστράτηγος αποφάσισαν να επισπεύσουν την εκκένωση από τον λιμένα, που ολοκληρώθηκε το βράδυ της 26ης Αυγούστου, ενώ αρχικά προγραμματιζόταν για το μεσημέρι της 27ης Αυγούστου. Ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης αποχώρησε τελευταίος κατά τις 19.00΄ αφού παρέδωσε τα κλειδιά της Αρμοστείας στον Γάλλο πρόξενο.
Κατά τις 11.00΄ της 27ης Αυγούστου (15η ημέρα των επιχειρήσεων) εισήλθαν τα πρώτα κεμαλικά τμήματα στην Σμύρνη όπου είχαν συρρεύσει και περίπου 150.00 πρόσφυγες. Σταδιακά άρχισαν οι βιαιοπραγίες και υπερβασίες κατά του ελληνικού και κυρίως του αρμενικού πληθυσμού, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος βρήκε μαρτυρικό θάνατο, ενώ στις 30 Αυγούστου οι Κεμαλικοί προκάλεσαν πυρκαγιά που εξαφάνισε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί συνέρρευσαν και εγκλωβίστηκαν υπό απίστευτες συνθήκες στην προκυμαία της πόλης, αναμένοντας απεγνωσμένα σωτηρία. Οι Συμμαχικοί στόλοι αρκέστηκαν στην απλή παρακολούθηση των εξελίξεων, ερχόμενοι απλώς σε επαφή με τις κεμαλικές Αρχές, επιδιώκοντας την αποφυγή επεισοδίων κατά των χριστιανικών πληθυσμών που θα μπορούσαν να γενικευθούν (όπως και τελικά συνέβη).
Εν τω μεταξύ, τα κατάκοπα ελληνικά τμήματα συνέχιζαν κινούμενα νοτιοανατολικά της πόλης, για μια πορεία περίπου 100 χιλιομέτρων έως τον Τσεσμέ από όπου θα επιβιβάζονταν υπό την κάλυψη του Στόλου σε ατμόπλοια, προκειμένου να μεταφερθούν κυρίως σε Λέσβο, Χίο, Σάμο. Δίχως ιδιαίτερη πίεση και υπό την προστασία του ελληνικού Στόλου, ολοκληρώθηκε η εκκένωση στις 3 Σεπτεμβρίου, ενώ στο βόρειο μέτωπο ολοκληρώθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου από την Αρτάκη. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία της οποίας η τύχη αγνοείτο, κατάφερε να φθάσει στο Δικελί και έως αργά την 31η Αυγούστου να μεταφερθεί στην Λέσβο. Παράλληλα, όμως, εν μέσω του γενικότερου χάους δεκάδες χιλιάδες ανδρών και αξιωματικών της Στρατιάς Μικράς Ασίας, γνώρισαν την αιχμαλωσία.
Η τύχη των πληθυσμών
Η στρατιωτική κατάρρευση, η προτεραιότητα στην εκκένωση του Στρατού και η επακόλουθη προσπάθεια για μια Συμμαχική παρέμβαση προς σύναψη ανακωχής, ή ακόμα και δυναμική επέμβαση στην πόλη της Σμύρνης, επηρέασαν το θέμα της τύχης των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής.
Στις 19 Αυγούστου ο Αρχιστράτηγος ενημέρωσε τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης ότι προτίθετο να διατάξει την περαιτέρω υποχώρηση της Στρατιάς, φθάνοντας ανατολικά της Φιλαδέλφειας όπου θα επιχειρούσε να οργανώσει μια νέα γραμμή αμύνης. Συνεπώς, οι υπάλληλοι και οι χωροφύλακες θα έπρεπε να αποσυρθούν από τις ανατολικές επαρχίες στις οποίες θα κατέφθαναν τα συμπτυσσόμενα τμήματα της Στρατιάς. Η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης ενημέρωσε τους Αντιπροσώπους της να συσκευάσουν τα αρχεία και να είναι σε ετοιμότητα μόλις διαταχθούν σχετικά, ενώ ζητούσε η διαταγή αυτή να παραμείνει «απολύτως μυστική» από τους πληθυσμούς. Στα πλαίσια αυτά, ο Στεργιάδης σε τηλεγράφημα προς την κυβέρνηση, σημείωνε πως έπρεπε να παρεμποδισθεί η κάθοδος των επαρχιακών πληθυσμών στην Σμύρνη, καθώς θα δυσχέραιναν τις στρατιωτικές κινήσεις και μεταφορές υλικού, θα προκαλείτο επισιτιστικό πρόβλημα στην πόλη, ενώ υπήρχε και κίνδυνος διατάραξης της τάξης. Άλλωστε μετά και τις επαφές του με τον Ταγματάρχη Σκυλακάκη, ο οποίος προφανώς του περιέγραφε τις διαθέσιμες στρατιωτικές επιλογές, κατέληξε να προτείνει στην κυβέρνηση την ταχεία και μαζική μεταφορά των στρατευμάτων με τους σιδηροδρόμους, κάτι που απέκλειε αυτομάτως την μεταφορά και πολιτών. Όπως απεδείχθη, όμως, ήταν αδύνατο να αποκρυβούν οι ετοιμασίες των Αντιπροσώπων και της Χωροφυλακής και από την επόμενη ημέρα προκλήθηκε πανικός στους πολίτες οι οποίοι κινητοποιήθηκαν επιδιώκοντας την φυγή τους προς την Σμύρνη, στην οποία άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες από τις ανατολικές επαρχίες.
Εν τέλει, ο Αρχιστράτηγος δεν αποφάσισε την ταχεία σιδηροδρομική μεταφορά των στρατευμάτων στην Σμύρνη και με τον εχθρό σε απόσταση 200 χιλιομέτρων από αυτήν, οι κατά τόπους στρατιωτικές Αρχές βοήθησαν από την πρώτη στιγμή τον πληθυσμό στην επαρχία, διαθέτοντάς του σιδηροδρομικούς συρμούς και κάθε ευκολία, για να κατευθυνθεί στην Σμύρνη, ενώ σύντομα διαπιστώθηκε ότι η σκέψη του Αρχιστρατήγου για αντίταξη άμυνας ανατολικά της Φιλαδέλφδειας ήταν ουτοπική. Με την ανατροπή της κατάστασης και με τους πρώτους πρόσφυγες να καταφεύγουν στην Σμύρνη από τις 19 Αυγούστου, η Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης, ήρε και τυπικά στις 22 Αυγούστου την απαγόρευση για τις επαρχίες.
Εν συνεχεία, όμως, προέκυψε το ζήτημα της εκκένωσης πολιτών προς την Ελλάδα. Ήδη από τις 21 Αυγούστου οικογένειες άρχισαν να καταφεύγουν στις νήσους του Ανατολικού Αιγαίου με τα τακτικά δρομολόγια της ακτοπλοΐας, ενώ εκ των πραγμάτων δεν υπήρχε δυνατότητα εξεύρεσης άλλων μέσων, καθώς το σύνολο των επιταχθέντων ατμοπλοίων που στέλνονταν στην Σμύρνη αφιερώθηκε στην εκκένωση του υποχωρούντος Στρατού και του υλικού.
Κατά την διάρκεια επιχειρήσεων ο στρατιωτικός παράγοντας αποκτά προτεραιότητα επί κάθε άλλης κρατικής ανάγκης, ενώ στην συγκεκριμένη περίπτωση η κατάσταση επιδεινωνόταν λόγω της άτακτης φυγής των στρατιωτών που δεν προδιέθεταν για την δυνατότητα δημιουργίας μιας αμυντικής περιμέτρου πέριξ της Σμύρνης, ώστε να δοθεί καιρός για κάπως οργανωμένη εκκένωση των στρατευμάτων, καθισταμένης εφικτής και της διαφυγής σημαντικού μέρους των πολιτών. Με τον Στρατό να υποχωρεί δίχως σκέψη για παύση της φυγής και αντίταξη άμυνας, εκφράζονταν φόβοι πως ούτε το σύνολο του πολεμικού υλικού θα ήταν δυνατόν να φορτωθεί επί των ατμοπλοίων. Παράλληλα, είχαν αρχίσει να διεξάγονται διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, για τους οποίους υπήρχε η ελπίδα ότι θα κινητοποιούνταν στην περιοχή της Σμύρνης, ώστε να αναλάβουν τον έλεγχο της πόλης, αποκαθιστώντας την ηρεμία και αποκλείοντας το ξέσπασμα βιαιοπραγιών από τους επερχόμενους Κεμαλικούς, ώστε να παραμείνουν οι πολίτες στις εστίες τους.
Ως εκ τούτου και προκειμένου να μην δοθεί το σύνθημα γενικότερης αποχώρησης, με την επικράτηση του πανικού, ο Στεργιάδης σκέφθηκε και εισηγήθηκε προς την κυβέρνηση να απαγορεύσει την φυγή από τους λιμένες της Μικράς Ασίας πολιτών, ακόμα και των ευκατάστατων που θα έκλειναν εισιτήρια με τα ατμόπλοια της ακτοπλοΐας. Η κυβέρνηση απάντησε θετικά, αλλά τελικά η εισήγηση του Ύπατου Αρμοστή δεν μετουσιώθηκε σε διαταγή απαγόρευσης. Πράγματι, η έρευνα της επίσημης υπηρεσιακής αλληλογραφίας μεταξύ της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης και των Αρχών των νήσων Λέσβου, Χίου, Σάμου, όπως και τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, αποδεικνύουν πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε απαγόρευση. Επιπλέον, με την οριστική απόφαση εκκένωσης της Μικράς Ασίας, από τις 24/25 Αυγούστου ήρθησαν και οι τυπικοί περιορισμοί που αφορούσαν την αυτονόητη επίδειξη διαβατηρίου και της σχετικής άδειας της Αστυνομίας, οπότε οι πολίτες έφευγαν με την ακτοπλοΐα έχοντας απλώς εξασφαλίσει εισιτήριο. Παράλληλα, η μεταφορά τους εξυπηρετήθηκε από τα κάθε είδους ιδιωτικά πλωτά μέσα που ναυλώθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό, είτε από τα μικρασιατικά παράλια ή τα απέναντι νησιά, ενώ και ο Στρατός κατά περίπτωση, όταν υπήρχαν περιθώρια χρόνου και σχετικά άνετης εκκένωσης, έπαιρνε μαζί του και τους πληθυσμούς που είχαν συγκεντρωθεί στην ακτή (π.χ. περίπτωση Ανεξάρτητης Μεραρχίας από το Δικελί και Γ΄ Σώματος Στρατού από τα Μουδανιά).
Οι κατά τόπους Στρατιωτικοί Διοικητές ή Γενικοί Διοικητές των νήσων, μη έχοντας πλήρη εικόνα της γενικής καταστροφής στα απέναντι παράλια, εμπρός στο διογκούμενο κύμα προσφύγων που κατέκλυζε τα νησιά, εξέφραζαν φόβους για ανάγκη λήψης προσωρινών μέτρων απαγόρευσης έλευσης προσφύγων, αλλά τελικά ούτε η Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης, ούτε η ελληνική κυβέρνηση έλαβαν κάποιο απαγορευτικό μέτρο. Όπως αποδείχθηκε, οι πρόσφυγες κατέφυγαν μαζικά στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη. Το πρόβλημα ήταν περισσότερο οξύ στα νησιά, καθώς στον περιορισμένο χώρο αυτών, κατέφευγαν ταυτόχρονα στρατιώτες, χωροφύλακες, αντικεμαλικοί, αιχμάλωτοι κι άλλο προσωπικό της Στρατιάς Μικράς Ασίας και της Ύπατης Αρμοστείας, προκαλώντας σοβαρό πρόβλημα λόγω των ανυικειμενικά περιορισμένων δυνατοτήτων στέγασης και διατροφής. Τα επίτακτα ατμόπλοια μετά την αποβίβαση των ανδρών στα νησιά, επέστρεφαν αμέσως στα μικρασιατικά παράλια προκειμένου να συνεχίσουν με την εκκένωση νέων στρατευμάτων, ενώ ταυτόχρονα δεν υπήρχαν άλλα διαθέσιμα που να μεταφέρουν τους αφιχθέντες στην ηπειρωτική Ελλάδα από τα νησιά, ώστε να αποσυμφορίζεται η κατάσταση (μόνο στην Λέσβο κατέφυγαν 70.000 πρόσφυγες). Συνεπώς οι ήδη χαοτικές συνθήκες που επικρατούσαν στα νησιά, επιδεινώνονταν και φαινόταν ότι θα λάμβαναν ανεξέλεγκτες καταστάσεις, έχοντας μάλιστα ως δεδομένο, ότι την συγκεκριμένη περίοδο η Ελλάδα αντιμετώπιζε γενικότερο επισιτιστικό πρόβλημα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, μεταξύ 21ης Αυγούστου οπότε άρχισε η καταφυγή πολιτών στα νησιά του Αιγαίου, έως την 5η Σεπτεμβρίου όταν τα τελευταία στρατιωτικά τμήματα εκκένωσαν την Μικρά Ασία, εκτός των περίπου 200.000 ανδρών της Στρατιάς Μικράς Ασίας, κατέφυγαν στην ελληνική επικράτεια και άνω των 200.000 Μικρασιατών. Ουσιαστικά, ο αριθμός αυτός αντιπροσώπευε περίπου το 1/3 του χριστιανικού πληθυσμού που διαβιούσε εντός της ελληνικής ζώνης που ήλεγχε η ελληνική Στρατιά στην δυτική Μικρά Ασία, έως το καλοκαίρι του 1922.
Η διαπίστωση είναι εκπληκτική, γιατί στην Δημόσια Ιστορία έχει επικρατήσει (στο διαδίκτυο αλλά δυστυχώς και την βιβλιογραφία) το αφήγημα ότι η ελληνική κυβέρνηση σε συνεννόηση με τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης Στεργιάδη, απαγόρευσαν την διαφυγή των μικρασιατικών πληθυσμών, επειδή δήθεν ήταν αρνητικά διακείμενη προς τους Έλληνες Μικρασιάτες. Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία συνωμοσίας, οι Μικρασιάτες ερχόμενοι στην Ελλάδα θα ανέτρεπαν καθοριστικά τις ισορροπίες του εκλογικού σώματος, αποκλείοντας την άνοδο αντιβενιζελικών κυβερνήσεων! Παράλληλα, στην συλλογική μνήμη έχει εν πολλοίς σχηματιστεί η εντύπωση, πως μόνο μετά την παρέμβαση του Αμερικανού ιεραπόστολου Asa Jennings στους Κεμαλικούς, άρχισαν από τις 10 Σεπτεμβρίου 1922 οι ομογενείς από τα μικρασιατικά παράλια να βρίσκουν καταφύγιο στην Ελλάδα.
Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι η κίνηση του Jennings δεν θα είχε επιτύχει, αν πριν δεν είχαν δρομολογηθεί δύο πρωτοβουλίες, ανεξάρτητες από αυτόν:
α΄) η ελληνική κυβέρνηση από τα τέλη Αυγούστου είχε ζητήσει την συνδρομή των Συμμάχων για την διάσωση των ελληνικών πληθυσμών,
β΄) οι Σύμμαχοι Ναύαρχοι στην Σμύρνη ασκούσαν πιέσεις από τις 2 Σεπτεμβρίου στην κεμαλική πλευρά για να αφεθεί ο χριστιανικός πληθυσμός να μεταφερθεί στην Ελλάδα με ατμόπλοια που είχε επιτάξει η ελληνική κυβέρνηση (η άδεια δόθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου).
Στην πραγματικότητα, οι πρόσφυγες που μεταφέρθηκαν μεταξύ 11 Σεπτεμβρίου και 7 Οκτωβρίου απετέλεσαν το β΄ κύμα που υποδέχθηκε η Ελλάδα και ο αριθμός τους ξεπερνούσε τις 200.000 ψυχές. Αυτοί μεταφέρθηκαν με επιταχθέντα πλοία της ελληνικής και βρετανικής κυβέρνησης (μετά από σχετικό ελληνικό αίτημα), ενώ τα αμερικανικά αντιτορπιλλικά συνοδεύοντάς τα, προσέφεραν ασφάλεια από οποιαδήποτε τυχόν δυναμική παρέμβαση των Κεμαλικών.
O Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας των βιβλίων: Πρόσφυγες, Οικονομία & Νομοθεσία κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, ο επίμαχος Νόμος 2870, εκδ. Δούρειος Ίππος, 2020· Οι τελευταίες ημέρες του Αρμοστή, εκδ. Archive, 2022.
ΠΗΓΕΣ
Αδημοσίευτες αρχειακές πηγές
Υπουργείο Εξωτερικών/Υπηρεσία Διπλωματικού & Ιστορικού Αρχείου (ΥΠΕΞ/ΥΔΙΑ)
- Κεντρική Υπηρεσία 1922 (ΚΥ 1922)
- Αρχείο Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης 1922 (Αρχείο ΥΑΣ 1922)
Εθνικό Ίδρυμα “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”
- Αρχείο Γεωργίου Μπούσιου
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ)
- Αρχείο Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου & Μικρασιατικής Εκστρατείας (1914–1922)
Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ)
- Αρχείο Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης (Αρχείο ΥΑΣ)
- Αρχείο Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού (1917–1928)
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
- Αρχείο Αριστείδη Στεργιάδη
Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη
- Αρχείο Αριστείδη Στεργιάδη Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη
- Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου Αρχείο Σοφοκλή Βενιζέλου
- Αρχείο Γεωργίου Μπαλτατζή
Δημοσιευμένες αρχειακές πηγές
- Documents on British Foreign Policy 1919–1939, First Series Volume XVII, Greece and Turkey 1921–1922, Edited by: N. Medlicott, Douglas Dakin, M. E. Lambert, Her Majesty’s Stationery Office, London, 1970.
- Documents on British Foreign Policy 1919–1939, First Series Volume XVIII, Greece and Turkey 1922–1923, Edited by: N. Medlicott, Douglas Dakin, M. E. Lambert, Her Majesty’s Stationery Office, London, 1972.
- Foreign Relations of the United States, 67/276: frus.frus1922v02.i0013.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919–1922), τόμος έβδομος, Το τέλος της εκστρατείας 1922 – μέρος πρώτον, Υποχωρητικοί αγώνες των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού, ΔΙΣ, Αθήνα, 1987 – ανατύπωση αρχικής 1962.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919–1922), τόμος έβδομος, Το τέλος της εκστρατείας 1922 – μέρος δεύτερον, Σύμπτυξις του Γ΄ Σώματος Στρατού, ΔΙΣ, Αθήνα, 1987 – ανατύπωση αρχικής 1962.
- Η Δίκη των Εξ – Τα εστενογραφημένα πρακτικά, 31 Οκτωβρίου–15 Νοεμβρίου 1922, έκδοσις της “Πρωΐας”, Αθήναι, 1931.
- Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, Τόμος Α΄, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Πρόλογος: Γ. Τενεκίδη, Εισαγωγή, Επιλογή κειμένων, επιμέλεια: Φ. Δ. Αποστολοπούλου, Αθήνα, 2016 – ανατύπωση αρχικής
- Ιωάννης Μεταξάς – Το Προσωπικό του Ημερολόγιο, Τόμος Τρίτος – Η επανάσταση του 1922, 1926–1932, επιμέλεια: Χρ. Χρηστίδης, εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήναι,
- Το Αρχείον Του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, Τόμος Τρίτος, Μικρά Ασία Μητροπολίτης Σμύρνης, Β΄ 1918–1922, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα,
- ΦΕΚ τ. Α΄, 1920: Ιανουάριος, Σεπτέμβριος, 1922: Αύγουστος, Οκτώβριος, 1923: Ιανουάριος.
Βοηθητική Βιβλιογραφία
- Η καταστραφείσα Πέργαμος, έκδοσις του Συνδέσμου των Περγαμηνών “O Άτταλος”, εν Μυτιλήνη, 1926.
- Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης, Πρόσφυγες, Οικονομία & Νομοθεσία κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, ο επίμαχος Νόμος 2870/1922, «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα, 2020.
- Κώστας Γεραγάς Αναπληρωτής Γενικού Διοικητού Θράκης, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920– 1922, εν Αθήναις, τυπογραφείον Εστίας, 1925.
- Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Ιωάννα Διαμαντούρου, Νικόλαος Οικονόμου, «Η Καταστροφή της Σμύρνης και το ξερίζωμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – από το 1913 ως το 1941, Τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι,
- Βίκτωρ Δούσμανης τέως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Η εσωτερική όψις της Μικρασιατικής εμπλοκής – Διατί απέτυχαν αι προσπάθειαί μου στο χρονικόν διάστημα 1920– 22 προς αποτροπήν της καταστροφής, Πυρσός, Αθήναι, 1928.
- Αρχιμανδρίτης Κυρίλλος Α. Ζαχόπουλος, Ιστορικαί σελίδες περί της εν Κασαμπά Ορθοδόξου ελληνικής κοινότητος (1625–1922), εν Αθήναις Νέα Σμύρνη, 1934.
- Μιχάλης Ι. Νοταράς, Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν πριν πενήντα χρόνια, Αθήναι,
- Π. Παναγάκος Αντιστράτηγος ε.α., Συμβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912–1922, Αθήναι, 1961.
- Μ. Π. Παπαστρατηγάκης, Ο Αρχιστράτηγος Χατζανέστης 1863–1922, εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα,
- Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Τα μυστήρια της Αιγηΐδος – Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891–1922), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα,
- Μιχαήλ Λ. Ροδάς, Η Ελλάδα εις Μικράν Ασία – Απομνημονεύματα, Αθήναι,
- Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάς εν Μικρά Ασία – Ιστορική επισκόπησις επί τη βάσει επισήμων εγγράφων και πηγών, χ.χ., Αθήνησι,
Ημερήσιος Τύπος
Εφημερίδα ΑΘΗΝΑΪΚΗ, 1919: Μάιος, 1922: Αύγουστος.
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ (Μυτιλήνης), Αύγουστος 1922.
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 1919: Μάιος, 1922: Αύγουστος, 1927: Φεβρουάριος, Απρίλιος.
Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 1922: Ιούνιος, Οκτώβριος, 1923: Ιανουάριος.
Εφημερίδα ΕΣΠΕΡΙΝΗ, Αύγουστος 1922.
Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ (Σμύρνης), Αύγουστος 1922.
Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Αύγουστος 1922.
Εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ (Σμύρνης), Αύγουστος 1922. Εφημερίδα ΚΟΣΜΟΣ (Σμύρνης), Αύγουστος 1922.
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, Ιανουάριος 1930.
Εφημερίδα ΣΑΛΠΙΓΞ (Μυτιλήνης), Αύγουστος 1922. Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, Σεπτέμβριος 1922.
Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, Σεπτέμβριος 1922.
Η ναυμαχία του Γέροντα – Ο Μιαούλης συντρίβει τους τουρκοαιγύπτιους
H Επανάσταση του 1821 βρισκόταν στο δεύτερο έτος της. Παρά την άλωση της Τριπολιτσάς από τους Ελληνες, στην Πελοπόννησο εξακολουθούσαν να υπάρχουν τουρκικοί θύλακοι σε σημεία μεγάλης στρατηγικής σημασίας, όπως τα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης, του Ρίου, της Πάτρας, της Κορίνθου και του Ναυπλίου. Εκτός από τον Ακροκόρινθο, που παραδόθηκε στις αρχές Ιανουαρίου του 1922, τα υπόλοιπα φρούρια παρέμεναν σε τουρκικά χέρια διότι οι Ελληνες, ενώ τα πολιορκούσαν από την ξηρά, δεν μπορούσαν να εμποδίσουν αποτελεσματικά τον ανεφοδιασμό τους από τη θάλασσα.
Από την αρχή του Αγώνα ήταν προφανές ότι, παρά τις θυσίες των καραβοκύρηδων, οι οποίοι προσέφεραν όχι μόνο τα πλοία τους αλλά και τη ζωή τους, τα μικρά και ανεπαρκώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία – τα περισσότερα πρώην εμπορικά που είχαν μετατραπεί σε πολεμικά εκ των ενόντων – δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στόλο σε ανοιχτή σύγκρουση. Γι’ αυτό οι έλληνες ναυτικοί κατέφυγαν στα πυρπολικά, τα περίφημα «μπουρλότα». Τα πυρπολικά ήταν μικρά παλιά ξύλινα σκάφη, όχι πλέον αξιόμαχα, αλειμμένα με ένα μείγμα πίσσας και θειαφιού, γεμάτα με μπαρούτι και διάφορες άλλες εύφλεκτες ύλες, στις οποίες προσαρμοζόταν ένα φιτίλι. Μέσα στο πυρπολικό, το οποίο έσερνε πίσω του μια άδεια βάρκα με κουπιά, τη λεγόμενη «σκαμπαβία», υπήρχαν συνήθως γύρω στους 20 άνδρες οι οποίοι με επιδέξιους χειρισμούς οδηγούσαν το πυρπολικό όσο μπορούσαν πιο αθόρυβα κοντά στο εχθρικό σκάφος και το προσκολλούσαν πάνω του με γάντζους. Υστερα έμπαιναν στη βάρκα. Ο καπετάνιος μπουρλοτιέρης άναβε το φιτίλι και πηδούσε τελευταίος στη βάρκα, η οποία απομακρυνόταν όσο γινόταν γρηγορότερα. Ετσι, με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους, οι μπουρλοτιέρηδες ανατίναζαν τα εχθρικά πλοία. Με τον τρόπο αυτόν στις 27 Μαΐου 1821 ο Δημήτριος Παπανικολής πυρπόλησε στην Ερεσό της Μυτιλήνης το περίφημο τουρκικό δίκροτο «Φερμάν Ντεϊνεμέζ» με πλήρωμα 1.000 ανδρών και στις 6 Ιουνίου 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης, σε αντίποινα για τη φοβερή καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους, πυρπόλησε τη ναυαρχίδα τους στα ανοιχτά του Τσεσμέ στέλνοντας στον βυθό 1.600 Τούρκους μαζί με τον καπουδάν πασά (αρχιναύαρχο) Καρά Αλή.
Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις τα ελληνικά πλοία αναγκάστηκαν να εμπλακούν σε ναυμαχίες με τον τουρκικό στόλο, τον οποίο και κατατρόπωσαν.
Επίδειξη δυνάμεως
Παρ’ ότι αρχικά ο σουλτάνος Μαχμούτ B’ θεωρούσε ότι ο στόλος του θα έπρεπε να περιοριστεί μόνο σε επικουρική δράση, δηλαδή στη μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων στις επαναστατημένες περιοχές της Ρούμελης και του Μοριά, μετά την ανατίναξη της ναυαρχίδας από τον Κανάρη διόρισε καινούργιο καπουδάν τον Μεχμέτ πασά και τον διέταξε να εκπλεύσει από τα Δαρδανέλια με 87 πλοία: έξι δίκροτα, 15 φρεγάτες και 66 μπρίκια και κορβέτες.
H εντολή που είχε πάρει ο Μεχμέτ πασάς από τον σουλτάνο ήταν πρωτίστως η παραδειγματική τιμωρία της Υδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, δηλαδή των ναυτικών νησιών τα οποία με τα πλοία τους παρεμπόδιζαν τις μεταφορές των τουρκικών στρατευμάτων και εφοδίων από τη Μικρά Ασία στην επαναστατημένη Ελλάδα και προξενούσαν φθορές στα τουρκικά πλοία. Υστερα ο τουρκικός στόλος θα φρόντιζε να διαλύσει τον από θαλάσσης αποκλεισμό των φρουρίων της Πελοποννήσου τα οποία οι Ελληνες προσπαθούσαν να καταλάβουν και τέλος ο στόλος υπό τον Μεχμέτ πασά είχε την αποστολή να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια στους Τούρκους που ήδη μάχονταν με τους επαναστατημένους Ελληνες στη Ρούμελη και στην Πελοπόννησο.
Με τις εντολές αυτές λοιπόν και με όλη την αλαζονεία που του ενέπνεε η μεγάλη δύναμή του ο Μεχμέτ πασάς διέπλευσε με τον στόλο του το Αιγαίο, μπήκε στο Ιόνιο, ανεφοδίασε πλουσιοπάροχα το φρούριο της Πάτρας, το οποίο πολιορκούσαν από την ξηρά οι Ελληνες, και ξαναμπήκε στο Αιγαίο με πορεία προς τον Αργολικό Κόλπο και με σκοπό να «σωφρονίσει», όπως είχε κάνει με τη Χίο ο Καρά Αλής, είτε τις Σπέτσες είτε την Υδρα, όποιο από τα δύο νησιά θα του ήταν βολικότερο.
H ναυμαχία των Σπετσών
Προφανώς ο Μεχμέτ πασάς προτίμησε να αρχίσει από τις Σπέτσες για να μπορέσει ύστερα να ανεφοδιάσει ευκολότερα το φρούριο του Παλαμηδιού στο Ναύπλιο που πολιορκούσαν από τη στεριά οι δυνάμεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη και από τη θάλασσα τα πλοία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Οι Σπετσιώτες όμως είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια του τουρκικού στόλου και εγκαίρως έλαβαν τα μέτρα τους. Από φόβο μήπως πάθουν τα ίδια με τους Χιώτες, με απόφαση της δημογεροντίας τους και σε συνεννόηση με τους Υδραίους, οι Σπετσιώτες μετέφεραν στην Υδρα όλα τα γυναικόπαιδα. Επίσης ζήτησαν ενισχύσεις από τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και κατασκεύασαν «ντάπιες» (κανονιοστάσια) σε στρατηγικά σημεία της ανατολικής ακτής του νησιού. H ισχυρότερη ντάπια τοποθετήθηκε μεταξύ του σημερινού Φάρου και της μεταγενέστερης εκκλησίας της Παναγίας Αρμάτας και επανδρώθηκε με 60 πολεμιστές, των οποίων αρχηγός ήταν ο γεροπρόκριτος Χατζηγιάννης Μέξης.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1822 ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης κάλεσε σε συμβούλιο στη ναυαρχίδα του τους πλοιάρχους των σπετσιώτικων και των υδραίικων πλοίων που θα αντιμετώπιζαν τον τουρκικό στόλο. Ο ελληνικός στόλος απετελείτο από 57 πλοία (πάρωνες και μπρίκια) και 12 πυρπολικά. Το σχέδιο, το οποίο καταστρώθηκε από τον Μιαούλη και με το οποίο συμφώνησαν και οι άλλοι πλοίαρχοι, ήταν το εξής: μόλις θα εμφανιζόταν ο τουρκικός στόλος, τα ελληνικά πλοία θα χωρίζονταν σε δύο άνισα τμήματα. Το ισχυρότερο (36 πλοία και έξι πυρπολικά), με επικεφαλής τη ναυαρχίδα του Μιαούλη, θα έβαζε πλώρη βορειοανατολικά, προς τη νησίδα Δοκό, με την ελπίδα ότι ένα μέρος του τουρκικού στόλου θα το κατεδίωκε έτσι ώστε ο τουρκικός στόλος να διασπαστεί και να μπορέσουν οι ελληνικές δυνάμεις να τον αντιμετωπίσουν ευκολότερα. Το άλλο τμήμα (18 πάρωνες και έξι πυρπολικά) θα έπαιρνε θέση σε τρεις επάλληλες σειρές των έξι πλοίων στο δυτικό στόμιο του βορείου στενού ανάμεσα στις Σπέτσες και στην Πελοπόννησο με σκοπό να εμποδίσει τη διέλευση των τουρκικών πλοίων.
Οι Τούρκοι αποχωρούν άπρακτοι
Το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου φάνηκαν τα πρώτα τουρκικά πολεμικά να πλέουν προς τις Σπέτσες. Πράγματι ο Μεχμέτ πασάς, βλέποντας το τμήμα του ελληνικού στόλου που κατευθυνόταν προς τη Δοκό, έστειλε ένα μεγάλο τμήμα του στόλου του να καταδιώξει τον Μιαούλη, ενώ τα υπόλοιπα πλοία του συνέχισαν προς τις Σπέτσες. Ο Καπουδάν ήταν βέβαιος για την εύκολη νίκη του: μόλις οι Σπετσιώτες θα έβλεπαν τα τρομερά του καράβια θα τρόμαζαν και θα του παρέδιδαν πάραυτα το νησί τους. Εκανε όμως λάθος. Μόλις τα τουρκικά πλοία μπήκαν στο στενό και πλησίασαν τις ακτές του νησιού δέχθηκαν τους κανονιοβολισμούς από τις ντάπιες. Σύμφωνα με το σχέδιο, τα πλοία που βρίσκονταν μέσα στα στενά θα έπρεπε να περιμένουν σινιάλο από τον Μιαούλη για το πότε θα επιτεθούν. Μόλις όμως οι σπετσιώτες πλοίαρχοι I. Χρ. Κούτσης, I. Τσούπας, Δ. Λάμπρου και A. Λεμπέσης είδαν το νησί τους να κινδυνεύει, με τη βοήθεια και του Υδραίου A. Κριεζή, άνοιξαν πυρ εναντίον των Τούρκων αγνοώντας σχέδια και σινιάλα.
H ναυμαχία εξελισσόταν με τέτοια σφοδρότητα ώστε στην Υδρα νόμιζαν ότι οι Σπέτσες καίγονταν απ’ άκρη σ’ άκρη. Μάταια ο Μιαούλης ύψωνε στον ιστό της ναυαρχίδας του σήματα με τα οποία καλούσε τα πλοία να ξαναπάρουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους μέσα στα στενά. Αλλωστε και να ήθελαν οι σπετσιώτες πλοίαρχοι δεν μπορούσαν να δουν τον ιστό της ναυαρχίδας μέσα στο πυκνό σύννεφο από τους καπνούς των κανονιοβολισμών. Επιπλέον δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να σταματήσουν τη ναυμαχία με τα τουρκικά πλοία καθ’ όσον ήξεραν ότι από τις ντάπιες του νησιού οι συμπατριώτες τους τούς παρακολουθούσαν.
Ετσι ο Μιαούλης αναγκάστηκε να λάβει μόνος του την απόφαση πότε να επέμβει. Διατάζει το δικό του τμήμα του στόλου να κάνει αναστροφή και με μια ανοιχτή καμπύλη που έφθανε ως το Τρίκερι επιτίθεται και αυτός εναντίον του εχθρικού στόλου. H ναυμαχία γενικεύθηκε και συνεχίστηκε πολλές ώρες. Μέσα σε όλη τούτη την αντάρα, γύρω στο απόγευμα, ο Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος κολλάει το πυρπολικό του στην πρύμνη μιας τουρκικής κορβέτας αλλά το πλήρωμα του πλοίου κατορθώνει να διώξει τον κίνδυνο μακριά του. Λίγο αργότερα ο Σπετσιώτης Κοσμάς Μπαρμπάτσης προσκόλλησε το δικό του πυρπολικό στη ναυαρχίδα του Μεχμέτ πασά, αλλά και εδώ το πλήρωμα κατάφερε να απαλλαγεί από το μπουρλότο αλλά όχι χωρίς σοβαρές απώλειες.
Εντρομος ο Μεχμέτ πασάς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πλέον να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του και διέταξε υποχώρηση. Τα τουρκικά πλοία ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Δύο ημέρες αργότερα ο Μεχμέτ πασάς προσπάθησε να πλησιάσει το Παλαμήδι αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον και έτσι ο τούρκος ναύαρχος έφυγε άπρακτος και μαζί με τον στόλο του επέστρεψε στα Δαρδανέλια, όπου ο σουλτάνος δυσαρεστημένος του αφαίρεσε τον τίτλο του καπουδάν πασά. Δυόμισι μήνες αργότερα το Ναύπλιο έπεφτε στα χέρια των Ελλήνων.
Βοήθεια από την Αίγυπτο
Ο σουλτάνος Μαχμούτ, βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε μόνος του να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση, κατέφυγε για βοήθεια στον υποτελή του χεδίβη της Αιγύπτου, τον ισχυρό Μεχμέτ Αλή, ο οποίος είχε αναδιοργανώσει τον στρατό του κατά το ευρωπαϊκό σύστημα χρησιμοποιώντας τον Γάλλο συνταγματάρχη Σεβ, ο οποίος μετονομάστηκε σε Σουλεϊμάν μπέη. Ο Μεχμέτ Αλής, αφού εξασφάλισε ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του προς την Πύλη την Κρήτη, ανέθεσε στον γιο του Ιμπραήμ να χειριστεί το ζήτημα όπως αυτός νόμιζε καλύτερα. Ο τολμηρός και αποφασιστικός Ιμπραήμ οργάνωσε την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας με κάθε λεπτομέρεια.
Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του τουρκικού και του αιγυπτιακού στόλου κατά των επαναστατημένων νησιών του Αιγαίου ως απαραίτητη προϋπόθεση για την απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Ετσι στις 6 Ιουνίου του 1824 ο στόλος των Αιγυπτίων κατέστρεψε ολοσχερώς την Κάσο και ο τουρκικός στόλος με ναύαρχο τον Χοσρέφ πασά στις 21 του ίδιου μήνα τα Ψαρά. Σύμφωνα με το τουρκοαιγυπτιακό σχέδιο σειρά είχε η Σάμος.
Ο Χοσρέφ πασάς, με περισσότερες από 40 φρεγάτες και κορβέτες, εμφανίστηκε ανοιχτά της Σάμου στις 17 Ιουλίου. Ο ελληνικός στόλος, με 21 πλοία και τέσσερα πυρπολικά, εμπόδισε τον στόλο του Χοσρέφ να πλησιάσει το νησί με μια σειρά συγκρούσεων που κράτησαν περίπου μία εβδομάδα. Ο Χοσρέφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει με τον στόλο του ανάμεσα στην Κω και στην Αλικαρνασσό και να περιμένει ενισχύσεις από τον στόλο του Ιμπραήμ.
Πράγματι στις 19 Αυγούστου κατέπλευσε ο αιγυπτιακός στόλος με επικεφαλής όχι μόνο τον ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ αλλά και τον ίδιο τον Ιμπραήμ. Ετσι ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, συμποσούμενος σε ένα τεράστιο δίκροτο, 25 φρεγάτες, 25 κορβέτες, 50 μπρίκια και γολέτες και 300 μεταγωγικά, διέθετε συνολικά 2.500 πυροβόλα.Ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε γύρω από τα νησιά Λέρο, Λειψώ και Πάτμο, και στις 22 Αυγούστου κατέφθασε και ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 70 σκάφη όλα κι όλα, που διέθεταν 800 πυροβόλα. Τα ελληνικά πλοία ήταν υδραίικα, σπετσιώτικα και λίγα ψαριανά, όσα είχαν γλιτώσει από την καταστροφή των Ψαρών.
H πρώτη μεγάλη σύγκρουση των δύο αντίπαλων στόλων έγινε στις 24 Αυγούστου στα στενά μεταξύ Κω και Αλικαρνασσού αλλά χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά. Την επομένη, εξαιτίας μεγάλης κακοκαιρίας, ο ελληνικός στόλος κατέφυγε στον κόλπο του Γέροντα, στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Λέρο, έχοντας παράλληλα τον στόχο να εμποδίσει το πέρασμα του εχθρικού στόλου προς τη Σάμο.
H ναυμαχία του Γέροντα
Στις 28 Αυγούστου το πρωί 22 ελληνικά πλοία με τον Μιαούλη είχαν βγει από τον κόλπο του Γέροντα. Βλέποντάς το αυτό ο Ισμαήλ Γιβραλτάρ θέλησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία και να προσπαθήσει να διεισδύσει ανάμεσα στα δύο τμήματα του ελληνικού στόλου. Εδωσε λοιπόν διαταγή στα πλοία του να επιτεθούν στα πλοία του Μιαούλη που βρίσκονταν στα δεξιά του κόλπου. Ο Δημήτριος Παπανικολής όμως με το πυρπολικό του ορμούσε πότε εναντίον της μιας φρεγάτας και πότε εναντίον της άλλης, εμποδίζοντας έτσι τα εχθρικά πλοία να προχωρήσουν, καθώς προσπαθούσαν πρώτα να σωθούν από αυτόν τον δαίμονα που τους καταδίωκε. Τελικά το πυρπολικό, καταπονημένο από τις τόσες μανούβρες, φάνηκε ότι θα βυθιζόταν. Προτού όμως συμβεί αυτό, ο Παπανικολής τού έβαλε φωτιά, πήδησε στη βάρκα και γλίτωσε από τα εχθρικά πυρά ως εκ θαύματος. Αλλο πυρπολικό με κυβερνήτη τον Σπετσιώτη Λέκκα Ματρόζο προσπάθησε να προσκολληθεί σε έναν τουρκικό πάρωνα αλλά το πλήρωμά του κατόρθωσε να το ξεκολλήσει και ο Ματρόζος πληγώθηκε και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Σε ανάλογη επιχείρηση τραυματίστηκε και ο Ανδρέας Πιπίνος.
Την αριστερή πτέρυγα των επιχειρήσεων είχε αναλάβει με τα πλοία του ο Χοσρέφ, ο οποίος προσπαθούσε να εμποδίσει να ενωθούν τα δύο τμήματα του ελληνικού στόλου, αλλά δεν το κατόρθωσε. Οι διαχωρισμένες ελληνικές μοίρες τελικά ενώθηκαν και τότε άρχισε η μεγάλη ναυμαχία.
Από τον Μιαούλη ως τον τελευταίο ναύτη τα πληρώματα του ελληνικού στόλου πολεμούσαν αψηφώντας τα γιγάντια πλοία του εχθρού. Ο Ιμπραήμ επεμβαίνοντας διέταξε τα αιγυπτιακά πλοία να προχωρήσουν ανάμεσα από τα ελληνικά. Τότε ο Χοσρέφ, για να δείξει ότι οι Τούρκοι δεν είναι λιγότερο θαρραλέοι από τους Αιγυπτίους, διέταξε και αυτός τα πλοία του να προσπαθήσουν να κυκλώσουν τα ελληνικά. Ο στρατηγικός αυτός ελιγμός ωστόσο ήταν μάταιος. Ο Μιαούλης ξαναχώρισε τα πλοία του και τα μισά πολεμούσαν τους Αιγυπτίους και τα άλλα μισά τους Τούρκους. Τα ελληνικά πλοία διείσδυσαν ανάμεσα στα εχθρικά, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται πλέον για ναυμαχία εκ παρατάξεως αλλά για μια σύγκρουση όπου όλα μαζί τα πλοία μάχονταν ανακατεμένα.
Θανατερός ελιγμός
Στο κρίσιμο σημείο μπήκαν στη μάχη και πάλι τα πυρπολικά. Ο σπετσιώτης μπουρλοτιέρης Λάζαρος Μουσούς κατόρθωσε να προσκολλήσει το πυρπολικό του σε ένα αιγυπτιακό μπρίκι. Εντρομοι οι 300 άνδρες που αποτελούσαν το πλήρωμά του έπεσαν στη θάλασσα και το μπρίκι ακυβέρνητο παρασύρθηκε από το ρεύμα και λίγο πιο κάτω ανατινάχθηκε.
Ο Υδραίος Γεωργάκης Θεοχάρης ή Παπαντώνης ρίχτηκε με το πυρπολικό του πάνω σε μια τυνησιακή φρεγάτα, η οποία είχε 44 κανόνια, πολλά πυρομαχικά και πλήρωμα 1.100 άνδρες, και έβαλε φωτιά στο μπουρλότο του. Πάνω στη φρεγάτα επικράτησε πανικός. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα αλλά κάποιοι είδαν τη σκαμπαβία του Θεοχάρη να ξεμακραίνει και άρχισαν να πυροβολούν. Δύο από τους συντρόφους του Θεοχάρη σκοτώθηκαν και πέντε τραυματίστηκαν. H φρεγάτα όμως είχε ήδη αρπάξει φωτιά. Ο Μιαούλης τότε έστειλε τον Γεώργιο Βατικιώτη με άλλο πυρπολικό, το οποίο αυτός μπόρεσε και το προσκόλλησε από την άλλη πλευρά του πλοίου. Υστερα από λίγο η υπερήφανη φρεγάτα έγινε η ίδια μπουρλότο. Ανατινάχθηκε σκοτώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός της. Μόνο δύο βάρκες πρόλαβαν να κατεβάσουν. Αλλά και αυτές έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και πολλοί αιγύπτιοι αξιωματικοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι
Ο πανικός γενικεύτηκε τόσο στα τουρκικά όσο και στα αιγυπτιακά πληρώματα. Ο Χοσρέφ πασάς προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να συγκρατήσει τους αξιωματικούς του, οι οποίοι τον πίεζαν να διατάξει υποχώρηση. Ταλαντεύτηκε ακόμη λίγο αναλογιζόμενος τι τον περίμενε όταν θα αντίκριζε τον Σουλτάνο. Αλλά μόλις άρχισε να πέφτει το σούρουπο έδωσε διαταγή στα πλοία του να υποχωρήσουν προς τα φρούρια της Κω και της Αλικαρνασσού.
Τις επόμενες ημέρες ο Χοσρέφ επιχείρησε μία-δύο φορές να πλεύσει προς τη Σάμο αλλά ο Μιαούλης με τον στόλο του τού έκοψε τη φόρα και έτσι αναγκάστηκε να μαζέψει τα πλοία του και να γυρίσει προς τα Δαρδανέλια. Το ίδιο έκανε και ο Ιμπραήμ με τον ναύαρχό του, τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Αυτοί κίνησαν προς την Κάσο και την Κρήτη.
Ετσι σώθηκε η Σάμος. H ναυμαχία του Γέροντα είναι μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης του ’21. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν τόσο πολύ άνισες που η θετική έκβαση της ναυμαχίας για τους Ελληνες κίνησε τον θαυμασμό και των ξένων. Ο γάλλος ναυτικός συγγραφέας αντιναύαρχος Julien de la Graviere, αναφερόμενος στη ναυμαχία του Γέροντα, παρατηρεί: «H ναυτική ιστορία ίσως να μην έχει σελίδα περισσότερο ενδιαφέρουσα από αυτήν για έναν ναυτικό».
H νίκη στη ναυμαχία του Γέροντα δεν οφείλεται μόνο στον ηρωισμό των ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι δεν πτοήθηκαν από τα γιγάντια θαλάσσια τέρατα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και από την τρομερή υπεροπλία του, αλλά κυρίως στη στρατηγική ιδιοφυΐα του Μιαούλη, ο οποίος κατόρθωσε να κάνει τα λιγοστά και μικρού μεγέθους πλοία που είχε υπό τις διαταγές του να ελιχθούν ανάμεσα στα δυσκίνητα τουρκικά και αιγυπτιακά προκαλώντας πανικό στον εχθρό.
Εκτός από τη σωτηρία της Σάμου η ναυμαχία του Γέροντα καθυστέρησε σημαντικά και την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
KEMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ
ΤΟ ΒΗΜΑ
greekmilitaryvoice.wordpress.com
Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε
Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν
Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com
Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας
Σας ευχαριστούμε από καρδιας
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.