Η σλαβική φυλετική ομάδα είναι η πολυπληθέστερη ομάδα λαών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ξεκινώντας από την περιοχή της σημερινής Λιθουανίας και Λευκορωσίας ήταν η τελευταία ινδοευρωπαϊκή ομάδα που μετακινήθηκε και όσοι κατευθύνθηκαν δυτικά και νότια βρήκαν περιοχές που ήταν ήδη κατειλημμένες από ντόπιους πληθυσμούς αλλά και από άλλους ινδοευρωπαίους που είχαν μετακινηθεί πρωτύτερα. Όσοι κατευθύνθηκαν ανατολικά, δηλαδή σε περιοχές της σημερινής Ρωσίας, βρήκαν διάσπαρτες ασιατικές φυλές, κυρίως φιννικές, και είχαν μια περισσότερο ομαλή εγκατάσταση στις νέες περιοχές.
Είναι γεγονός πως η κάθοδος των Σλάβων δημιούργησε έναν σωρό πληθυσμιακές ανακατατάξεις και φυλετικές επιμειξίες στις περιοχές που κινήθηκαν μέχρι την οριστική τους εγκατάσταση, όπου και αν ήταν αυτή. Τα Βαλκάνια, με βόρειο σύνορο τον Δούναβη, γνώρισαν μια τεράστια πληθυσμιακή αλλοίωση, όπου από τον πρώιμο μεσαίωνα κυριαρχούνται από τους Σλάβους. Πότε συντελέστηκε αυτό το γεγονός; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Το βέβαιο είναι πως σλαβικές φυλές εκσλάβισαν εντελώς τα κεντρικά Βαλκάνια και επηρέασαν ακόμα και τα νότια Βαλκάνια, δηλαδή περιοχές όπου κυριαρχούσαν ελληνικοί πληθυσμοί.
Δε γνωρίζουμε και πολλά για τις περιστάσεις στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι Σλάβοι στις βόρειες όχθες του Δούναβη, πάντως άρχισαν να ασκούν μια πίεση στο βυζαντινό σύνορο μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Ούννων, στα μέσα του πέμπτου αιώνα. Ωστόσο για τον 6ο αιώνα αρχίζουμε να έχουμε μια ξεκάθαρη θέαση των γεγονότων. Στην αρχή οι Σλάβοι διακρίνονται σε δυο ομάδες, τους “Σκλαβίνους” και τους “Άντες”. Η γεωγραφική κατανομή τους κατά τον 6ο αιώνα δεν αφήνει αμφιβολίες ότι οι πρώτοι είναι πρόγονοι των Σλάβων των Βαλκανίων και οι δεύτεροι αποτέλεσαν μέρος της κοινότητας των Ανατολικών Σλάβων, οι οποίοι επρόκειτο να γίνουν αργότερα γνωστοί ως Ρώσοι.
Την εποχή εκείνη δεσπόζουν οι μεγάλες κατακτήσεις του Ιουστινιανού που αποκατέστησε σε ένα μεγάλο βαθμό τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αλλά ήδη κατά τη βασιλεία του γινόταν φανερό ότι απειλητικά σύννεφα μαζεύονταν στο σύνορο του Δούναβη. Οι υποτιμημένοι και εξαθλιωμένοι βάρβαροι βορείως των συνόρων θα οδηγήσουν τους διαδόχους του Ιουστινιανού στο να πληρώσουν βαρύ τίμημα για την αδυναμία τους ή την απροθυμία τους να υπερασπιστούν επαρκώς το βόρειο σύνορο. Διότι στον Δούναβη και όχι στον Ευφράτηεπρόκειτο να αποφασιστεί η τύχη της μεσαιωνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας τα επόμενα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Ιουστινιανού (565).
Ίσως από τον 3ο αιώνα κάποιοι μεμονωμένοι Σλάβοι να εγκαταστάθηκαν νοτίως του Δούναβη, αλλά δεν επρόκειτο ασφαλώς για μια οργανωμένη προσπάθεια εγκατάστασης. Οι πρώτες τεκμηριωμένες εισβολές Σλάβων συνέβησαν κατά τη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄ (518 – 527) χωρίς ωστόσο αυτές οι επιθέσεις να πάρουν μεγάλες διαστάσεις μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού. Ο ιστορικός του 6ου αιώνα Προκόπιος αναφέρει: «Το Ιλλυρικό και όλη η Θράκη, δηλαδή απ’ το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστεια της Κωνσταντινούπολης μαζί με την Ελλάδα και τη χερσόνησο (εννοεί τη χερσόνησο της Καλλίπολης), κατακλύζονταν απ’ τους Ούννους (εννοεί τους Βούλγαρους), τους Σκλαβίνους και τους Άντες σχεδόν κάθε χρόνο απ’ την εποχή που ο Ιουστινιανός ανέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και προξενούσαν ανείπωτα κακά στους κατοίκους».
Αν και η περιοχή που περιγράφει ο Προκόπιος καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της βαλκανικής, ωστόσο αυτές οι επιδρομές γίνονταν στην ύπαιθρο με σκοπό τη λεία και που μετά αποσύρονταν πέρα από τον Δούναβη. Αλλά από το 550 και μετά η εικόνα αλλάζει: η διάρκεια των επιδρομών επιμηκύνεται και οι Σλάβοι αποτολμούν επιθέσεις σε φρούρια και πόλεις.
Η πιο φοβερή επιδρομή, επί Ιουστινιανού, θα γίνει το 559. Μια στρατιά Κουτριγούρων (Βούλγαροι), με ομάδες Σκλαβίνων, θα φτάσει στη Θράκη. Εκεί θα διαιρεθεί σε τρία τμήματα: το ένα προωθήθηκε μέσω Μακεδονίας και της Θεσσαλίας ως τα στενά των Θερμοπυλών, όπου και αναχαιτίστηκε από τους αμυνόμενους Βυζαντινούς. Το δεύτερο επιτέθηκε στη χερσόνησο της Καλλίπολης, αλλά ηττήθηκε. Το τρίτο τμήμα βάδισε προς την Κωνσταντινούπολη, υπερφαλάγγισε το Μακρό Τείχος και ερήμωσε τα προάστεια. Τη στιγμή του οξύτατου κινδύνου ο Ιουστινιανός θα ανακαλέσει τον ηλικιωμένο Βελισάριο. Αυτός ανάγκασε τους βάρβαρους να υποχωρήσουν και ενίσχυσε τον στόλο στο Δούναβη για να εμποδίσει την υποχώρησή τους. Αυτό το στρατήγημα αποδείχτηκε αποτελεσματικό. Οι βάρβαροι μεταξύ δυο πυρών ζήτησαν ειρήνη και επέστρεψαν στα μέρη τους.
Ο Ιουστινιανός θα χτίσει μια σειρά οχυρωματικών έργων στα Βαλκάνια για να αποφύγει αυτές τις εισβολές και σχημάτιζαν ένα σύστημα παράλληλων ζωνών, που εκτείνονταν σε βάθος. Η πρώτη ακολουθούσε το παλιό ρωμαϊκό σύνορο απ’ το Βελιγράδι ως το στόμιο του Δούναβη. Πιο νότια ορθωνόταν η δεύτερη οχυρωμένη ζώνη απ’ τη περιοχή Sumadija της βόρειας Σερβίας ως τη Δοβρουτσά νοτίως του δέλτα του Δούναβη και ως νότιο όριο είχε τα βουνά του Αίμου. Η Τρίτη ζώνη έφτανε βαθιά στο εσωτερικό της χερσονήσου ξεκινώντας δυτικά από το Δυρράχιο και ανατολικά στις ακτές της Θράκης στον Εύξεινο Πόντο, ενώ νότια εκτεινόταν μέχρι και τον ισθμό της Κορίνθου. Αλλά στην πραγματικότητα αυτά τα οχυρωματικά έργα δε λειτούργησαν αποτελεσματικά αφού δεν υπήρχε επάρκεια σε ανθρωπινό δυναμικό ούτε χρήματα να διατεθούν. Το καλύτερο ωστόσο αμυντικό σύστημα που χρησιμοποίησε ο Ιουστινιανός ήταν η διπλωματία και μ’ αυτό τον τρόπο ελάττωσε κάπως την πίεση στον Δούναβη.
Όμως η εμφάνιση των Αβάρων, ενός τουρκικού (μογγολικού) νομαδικού λαού θα ανατρέψει τα πάντα. Από την κεντρική Ασία θα βρεθούν βορείως του Καυκάσου και από εκεί βόρεια του Δούναβη. Θα καταλάβουν την πεδιάδα της Παννονίας (Ουγγαρία) και θα εξαπολύουν επιθέσεις στα βυζαντινά σύνορα του Δούναβη. Για δυο χρόνια θα πολιορκούν το οχυρό του Σιρμίου, το οποίο ανεπαρκώς υποστηριζόμενο και εφοδιασμένο θα παραδοθεί στους Αβάρους το 582, η οποία είναι μια χρονολογία σταθμός για την ιστορία των Βαλκανίων. Το στρατηγικό κλειδί των βορειοδυτικών Βαλκανίων, το πρώτο μεγάλο ρωμαϊκό φρούριο στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου είχε πέσει στην κυριαρχία των βαρβάρων!
Εν τω μεταξύ, ενώ πολιορκούταν το Σίρμιο, το 581 οι Σλάβοι εξαπέλυσαν μαζική επίθεση στα Βαλκάνια. Από ιστορικούς της εποχής, όπως ο Ιωάννης Εφέσιος, παίρνουμε παραστατικές περιγραφές. Περιγράφονται ως ικανότατοι στρατιώτες κατέχοντας τα απαραίτητα όργανα και τις τεχνικές. Επίσης δεν περιγράφονται πια ως παρείσακτοι οι οποίοι, αφού ολοκλήρωσαν τις επιδρομές τους, επιστρέφουν πέρα από τον Δούναβη. Είναι ένα πρώιμο παράδειγμα μόνιμων σλαβικών εγκαταστάσεων στη Θράκη, Μακεδονία και στη νοτιότερη Ελλάδα. Οι Άβαροι μαζί με τους Σλάβους συνέχισαν κατά τη δεκαετία 580 – 590 να σκορπίζουν τη καταστροφή στα Βαλκάνια. Το 586 πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη και τη επόμενη χρονιά επέδραμαν στην Ήπειρο, Θεσσαλία, Αττική και Εύβοια και κατέλαβαν τμήματα της Πελοποννήσου.
Οι Βυζαντινοί θα καταλάβουν ότι η αμυντική πολιτική συμπληρωμένη με προσπάθειες δωροδοκίας και εξαγοράς των βαρβάρων δεν είχε αποτελέσματα. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582 – 602), αφού απαλλάχτηκε (προσωρινά) από τον περσικό κίνδυνο θα μεταφέρει τον κύριο όγκο του στρατού στα βόρεια Βαλκάνια. Ο στρατηγός Πρίσκος θα περάσει τον Δούναβη και θα μεταφέρει τον πόλεμο πλέον στην επικράτεια των Σλάβων, προελαύνοντας νικηφόρα. Ωστόσο και αυτές οι επιτυχίες αποδείχτηκαν εφήμερες. Το 602 η διαταγή του αυτοκράτορα να ξεχειμωνιάσουν τα στρατεύματα βόρεια του Δούναβη προκάλεσε στάση. Ο επαναστατημένος στρατός βάδισε προς την Κωνσταντινούπολη όπου ανέτρεψε τον Μαυρίκιο και ανακήρυξε αυτοκράτορα τον ηγέτη του Φωκά. Επί της καταστροφικής του εξουσίας (602 – 610) το σύνορο του Δούναβη που είχε κρατηθεί έστω και αβέβαια τον 6ο αιώνα τελικά κατέρρευσε και οι Σλάβοι μαζί με Αβάρους κατέκλυσαν τα Βαλκάνια. Στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα οι Σλάβοι καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου.
Η κατάκτηση της Βαλκανικής ολοκληρώνεται από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου (610 – 641) αλλά το ιστορικό της είναι συσκοτισμένο. Όσα μας επιτρέπουν οι πηγές για να μιλάμε βάσιμα, τόσα μπορούμε και να υποθέσουμε. Πάντως η κατάκτηση της υπαίθρου προχώρησε αργά, χωρίς συστηματικό σχέδιο. Αλλά όποτε οι Σλάβοι επιτίθονταν σε σπουδαίες πόλεις και οδηγούνταν ή υποστηρίζονταν από τους Αβάρους το μοτίβο ήταν η στρατιωτική κατάκτηση. Οι Σλάβοι θα κατακτήσουν τη Δαλματία με εξαίρεση κάποιες πόλεις στην Αδριατική ακτή όπως το Zantar, το Split, το Dubrovnik , το Kotor, και το Δυρράχιο.
Το 626 η Κωνσταντινούπολη θα ζήσει την πιο επικίνδυνη πολιορκία της μέχρι τότε ιστορίας της. Άβαροι, Σλάβοι, Βούλγαροι από την ευρωπαϊκή πλευρά και μια περσική στρατιά από την ασιατική (Χαλκηδόνα) θα πραγματοποιήσουν συγχρονισμένη επίθεση στην πρωτεύουσα, τη στιγμή που ο αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν στον Καύκασο και ετοίμαζε επίθεση εναντίον της Περσίας. Όμως οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης θα σώσουν την πόλη και το βυζαντινό ναυτικό θα καταστρέψει τα σλαβικά “μονόξυλα” με το νερό να βάφεται κόκκινο από το αίμα των Σλάβων ναυτών! Η αυτοκρατορία είχε σωθεί!
Ωστόσο εκτός από την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη και τις λίγες πόλεις στην Αδριατική παραλία, σχεδόν ολόκληρη η Βαλκανική χερσόνησος χάθηκε. Οι Σλάβοι απελευθερωμένοι από την Αβαρική κυριαρχία μετά το 626, συνέχισαν να κατέχουν την ύπαιθρο και τις πόλεις του εσωτερικού, συμπεριλαμβανομένων της Ναϊσσού (Νις) και της Σερδικής (Σόφια) και να προωθούνται νότια προς τη Πελοπόννησο. Επιπλέον, ρίχτηκαν στη θάλασσα, λεηλάτησαν τα νησιά του Αιγαίου και έφτασαν μέχρι την Κρήτη.
Όλες οι βόρειες και κεντρικές περιοχές των Βαλκανίων, βορείως του τεσσαρακοστού παράλληλου, απ’ τις Άλπεις ως τη Μαύρη Θάλασσα κι από την Αδριατική ως το Αιγαίο, κατέχονταν από τους Σλάβους. Μόνο σε ορισμένες παράκτιες περιοχές και στα πιο απροσπέλαστα βουνά του εσωτερικού μπόρεσαν οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί να διατηρηθούν και να αναζητήσουν καταφύγιο: οι πόλεις στην αδριατική παραλία, λατινόφωνες σε μεγάλο βαθμό και οι ελληνικές πόλεις στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τον Βόσπορο, παρέμεναν στη βυζαντινή κυριότητα. Μερικοί από τους αυτόχθονες Ιλλυριούς και Θράκες υποχώρησαν στην Διναρική οροσειρά, τα αλβανικά υψώματα, την Πίνδο, τη Ροδόπη και στα βουνά του Αίμου. Η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη συνέχισαν να αντιστέκονται ως απόρθητα φρούρια. Αλλά η πρώτη ήταν περικυκλωμένη στη σλαβική επικράτεια, ενώ η πρωτεύουσα διατηρούσε μόνο έναν επισφαλή έλεγχο στην Ανατολική Θράκη.
Στις νότιες περιοχές η κατάσταση δεν διέφερε ριζικά. Η Θεσσαλία, η Ήπειρος και οι δυτικές περιοχές της Πελοποννήσου κατοικούνταν πυκνά από Σλάβους. Ωστόσο, οι πόλεις που μπορούσαν να βοηθηθούν από τη θάλασσα – η Αθήνα, η Κόρινθος, η Πάτρα, η Μονεμβασιά – διατήρησαν βυζαντινές φρουρές για κάποιο διάστημα και στη βραχώδη ανατολική παραλία της Πελοποννήσου ο ελληνικός πληθυσμός διατήρησε τα εδάφη του. Η υπόλοιπη Πελοπόννησος βρισκόταν εκτός βυζαντινού ελέγχου σχεδόν για δυο αιώνες. Ο εκσλαβισμός στο νότιο τμήμα της χερσονήσου είχε εξαπλωθεί σημαντικά και σε ορισμένες περιοχές ήταν ολοκληρωτικός. Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης, που ταξίδεψε στην ελληνική χερσόνησο δεν υπερέβαλλε καθόλου γράφοντας ότι στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου «οι Σλάβοι πήραν την Ελλάδα από τους Ρωμαίους». Ο προσκυνητής Willibaldστο ταξίδι του για την Παλαιστίνη, μεταξύ του 723 – 728 πέρασε από τη Μονεμβασία που όπως αναφέρει «βρισκόταν στα χέρια των Σλάβων». Αλλά και ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, ο βυζαντινός αυτοκράτορας γράφοντας το 934 και περιγράφοντας τη Πελοπόννησο δηλώνει ότι μετά τη μεγάλη πανούκλα του 746 – 747 «ολόκληρη η χώρα εκσλαβίστηκε και έγινε βαρβαρική».
Για ένα διάστημα λοιπόν τριών αιώνων οι Σλάβοι παρέμειναν ο κυρίαρχος πληθυσμός (προσοχή: κυρίαρχος πληθυσμός όσον αφορά τον διοικητικό έλεγχο και όχι πληθυσμιακά!) στην ελληνική χερσόνησο και είναι βέβαιο ότι επηρέασαν το εθνογραφικό τοπίο της περιοχής. Δεν είχαν έρθει ως “φοιδεράτοι” όπως οι Γότθοι επιδιώκοντας μια μόνιμη και υποδεέστερη θέση. Είχαν έρθει ως εισβολείς αποφασισμένοι να κατακτήσουν. Αλλά από τη στιγμή που άρχισαν να καλλιεργούν τη γη που κατέλαβαν, ξεκίνησαν να έχουν ειρηνικές σχέσεις με τον προϋπάρχοντα πληθυσμό. Εφάρμοσαν μια αγροτική και κτηνοτροφική οικονομία, ζώντας σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς και συνενώνονταν σε φυλετικές κοινότητες που βασίζονταν στη συγγένεια. Η θρησκεία τους ήταν μονοθεϊστική αλλά περιλάμβανε πίστη και σε δευτερεύουσες θεότητες. Δεν κυβερνιόνταν από έναν μόνο άνδρα αλλά με δημοκρατικούς θεσμούς. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, άργησαν να εκτιμήσουν τα πλεονεκτήματα που μπορούσαν να αντληθούν από τη πολιτική σύνδεση με την αυτοκρατορία, απ’ την αποδοχή των ρωμαϊκών νόμων και θεσμών κι απ’ το κύρος που μπορούσαν να κερδίσουν οι φύλαρχοί τους, αν τίθεντο στην υπηρεσία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Δεν αναδείχθηκε κανένας μεγάλος ηγέτης που θα συνένωνε τις διασκορπισμένες κοινότητές τους σ’ ένα έθνος ή ένα κράτος.
Οι Βυζαντινοί ονόμασαν τις φυλετικές τους κοινότητες ως «Σκλαβινίες». Διασκορπισμένες σε όλη τη Βαλκανική είχαν μια γεωγραφική ενότητα και συχνά είχαν κέντρο τους κοιλάδες ποταμών, σύμφωνα με τους οποίους ονομάζονταν και οι κάτοικοί τους π.χ. Μοραβανοί στον Μοράβα, Στρυμωνίτοι στον Στρυμώνα κ.α. Με πολιτικούς όρους, οι Σκλαβινίες προσδιόριζαν περιοχές κατεχόμενες από τους Σλάβους, στις οποίες το Βυζάντιο είχε χάσει κάθε ουσιαστικό έλεγχο αλλά που δεν είχαν αποκτήσει καμιά εναλλακτική μορφή κεντρικής διοίκησης. Στο «Χρονικό της Μονεμβασιάς» του 11ου αιώνα βρίσκουμε πως οι Σλάβοι της Πελοποννήσου «δεν είναι υπήκοοι ούτε του αυτοκράτορα των Ρωμαίων ούτε κανενός άλλου».
Λίγα μπορούσαν να κάνουν οι Βυζαντινοί για να σταματήσουν την εξάπλωση των Σλάβων στα Βαλκάνια των 7οαιώνα, όπως και τον πολλαπλασιασμό των ανεξάρτητων Σκλαβινιών. Μόνο οι κύριες παράκτιες πόλεις μπορούσαν να αντισταθούν στις επιθέσεις. Για να ελαττώσει την πίεση στη Θεσσαλονίκη ο Κώνστας Β΄ το 658 και ο Ιουστινιανός Β΄ το 688 – 689 εκστράτευσαν εναντίον των Σλάβων της Μακεδονίας. Στη δεύτερη περίπτωση ο αυτοκράτορας μπήκε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη, όπου κι ευχαρίστησε τον Άγιο Δημήτριο, επειδή είχε σώσει για μια ακόμη φορά την πόλη. Αυτά είναι τα μόνα παραδείγματα μιας επιτυχημένης βυζαντινής αντεπίθεσης εναντίον των Σλάβων μεταξύ του 626 – 800!
Στα μέσα του 9ου αιώνα λαμβάνει χώρα η βυζαντινή ανάκαμψη, με τους βυζαντινούς να θέτουν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα επανάκτησης των αυτοκρατορικών εδαφών που κατέχονταν για τα διακόσια προηγούμενα χρόνια από τους Σλάβους και η αφομοίωση αυτών των βάρβαρων εισβολέων. Αυτή είναι μια αργή, βαθμιαία διαδικασία, λιγότερο θεαματική από άλλα σύγχρονα επιτεύγματα των βυζαντινών. Όμως σε εκατό περίπου χρόνια, το αποτέλεσμα θα είναι μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση του πολιτικού και πολιτιστικού χάρτη των κεντρικών και νότιων περιοχών της βαλκανικής χερσονήσου.
Καταρχάς, το βυζάντιο επανάκτησε τις πεδιάδες που βρίσκονταν κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου, της Αδριατικής και του Ιονίου. Αυτές οι πεδιάδες διασχίζονται μέχρι βαθιά στο εσωτερικό τους από κοιλάδες ποταμών, σχηματίζοντας κόλπους «μεσογειακής» επίδρασης. Η μορφολογία του εδάφους, το κλίμα και η βλάστηση αυτών των περιοχών συντήρησαν έναν πολιτισμό διαφορετικό από τον αγροτικό και κτηνοτροφικό τρόπου ζωής του εσωτερικού. Ένας ως επί το πλείστον ελληνικός πληθυσμός, που μόνο προσωρινά υποσκελίστηκε από τους Σλάβους, η παρουσία πόλεων στις οποίες ποτέ δεν είχε εκλείψει η αυτοκρατορική εξουσία, η εγγύτητα της θάλασσας που έκανε δυνατή την αποστολή ενισχύσεων στις πολιορκημένες φρουρές και επέτρεπε τη διεξαγωγή εμπορίου σε εποχές ειρήνης και ενθάρρυνε τις ματιές προς τον έξω κόσμο και καλλιεργούσε μια κοσμοπολίτικη νοοτροπία. Ένα διαιτολόγιο με βασικά συστατικά την ελιά, το σταφύλι και το ψάρι: όλες αυτές οι προϋποθέσεις συντέλεσαν στο γεγονός να αναγκάσουν τους Σλάβους που κατέβαιναν απ’ τα βουνά να προσαρμοστούν σ’ ένα καινούριο τρόπο ζωής κι επιτάχυναν την απορρόφησή τους από το ντόπιο ελληνικό στοιχείο.
Ασφαλώς, φυσικοί και οικονομικοί παράγοντες δε μπορούσαν από μόνοι τους να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική αφομοίωση των Σλάβων. Το βυζάντιο έπρεπε να επιβάλλει την πολιτική του εξουσία και να σταθεροποιήσει τις διοικητικές του λειτουργίες στις περιοχές που κατείχαν αυτοί. Η Μακεδονία, η κεντρική Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου ήταν ακόμα διάσπαρτες με ανεξάρτητες «Σκλαβινίες». Το 799 οι Σλάβοι της Θεσσαλονίκης εξεγέρθηκαν εναντίον της βυζαντινής κυβέρνησης.
Ωστόσο, το ρεύμα στρεφόταν βαθμιαία εναντίον των Σλάβων. Η αυτοκρατορία έλεγχε τις πόλεις – προπύργια που χρησιμοποιήθηκαν ως προγεφυρώματα για την επανάκτηση, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κόρινθος, Πάτρα, Μονεμβασιά κ.α. Στις αρχές του 9ου αιώνα οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν και επιτέθηκαν στην Πάτρα. Υπό τις προσωπικές διαταγές του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (802 – 811) η εξέγερση καταστάλθηκε. Παρέδωσε τους στασιαστές ως σκλάβους στις εκκλησιαστικές αρχές της πόλης και σκοπεύοντας να κρατήσει υπό έλεγχο τους Σλάβους, μετέφερε με τη βία στα Βαλκάνια παροικίες χριστιανών από διαφορετικά μέρη της αυτοκρατορίας. Βυζαντινοί συγγραφείς θεώρησαν την ήττα των Σλάβων στην Πάτρα το τέλος της σλαβικής κατοχής της Πελοποννήσου. Ήταν μια υπεραισιόδοξη άποψη, γιατί οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν ξανά αρκετές φορές. Στις πλαγιές του Ταΰγετου σλαβικές φυλές διατήρησαν μέχρι και τον 15ο αιώνα τη γλώσσα τους, την εθνική τους ταυτότητα και μια παράδοση ανυποταξίας στην αυτοκρατορική κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, η νίκη του Νικηφόρου Α΄ ήταν αποφασιστικό βήμα για την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στο νότιο τμήμα των Βαλκανίων.
Η πρόοδος του θεσμού των «Θεμάτων», διοικητικών και στρατιωτικών περιφερειών, πέτυχε στη συμβολή του άμεσου πολιτικού ελέγχου των Σλάβων. Η ίδρυση δέκα θεμάτων στα Βαλκάνια καταδεικνύει την προσπάθεια επανελέγχου των βυζαντινών. Από τα μέσα του 9ου αιώνα επιταχύνεται η διαδικασία απορρόφησης των Σκλαβινιών και στα τέλη του ίδιου αιώνα οι βυζαντινοί έχουν δημιουργήσει ένα περίγραμμα ελέγχου γύρω από τη Βαλκανική. Νότια απ’ τη γραμμή Θεσσαλονίκη – Δυρράχιο οι Σκλαβινίες βαδίζουν προς την πολιτική τους εξάρτηση απ’ την αυτοκρατορία και προς την απορρόφησή τους από το θεματικό σύστημα. Αντίθετα, οι Σκλαβινίες βόρεια αυτής της γραμμής παρέμειναν μακριά απ’ το διοικητικό βυζαντινό σύστημα και από τον 10οαιώνα θα συγχωνευτούν στα σλαβικά κράτη της Βουλγαρίας, Σερβίας, και Κροατίας.
Η ενσωμάτωση των Σκλαβινιών στη διοικητική διάρθρωση των θεμάτων συμβάδισε με μια αποφασιστική προσπάθεια για να προχωρήσει η πολιτιστική τους αφομοίωση. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ήταν να προσηλυτιστούν στον χριστιανισμό. Στα τέλη του 10ου αιώνα ο εκχριστιανισμός ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Η αποτελεσματικότητα των ορθοδόξων κληρικών, υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων, επαυξήθηκε και σε συνδυασμό με τη χρήση της ελληνικής στη Λειτουργία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις ένοπλες δυνάμεις και στην “καλή” κοινωνία έγινε ο μοχλός αφομοίωσης των σλαβικών πληθυσμών.
Οποιαδήποτε άποψη κι αν διατηρούμε για την εθνική προέλευση των κατοίκων της νεώτερης Ελλάδας κι οποιαδήποτε θέση κι αν παίρνουμε στην εμπαθή θέση και σφοδρή συζήτηση που ξεσήκωσε ο ισχυρισμός, που διατύπωσε τη δεκαετία του 1830 ο Γερμανός ακαδημαϊκός Φαλμεράγιερ, ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι βασικά σλαβικής και αλβανικής καταγωγής, αυτό είναι σίγουρα πέρα από κάθε αμφισβήτηση: οι σλαβικές φυλές που στα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια είχαν εποικήσει ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, άρχισαν να χάνουν τη πολιτική τους ανεξαρτησία και την εθνική τους ταυτότητα από τα τέλη του 9ου αιώνα. Η αφομοίωσή τους προκλήθηκε απ’ την ενσωμάτωσή τους στον θεσμό των θεμάτων, απ’ την αποδοχή του ελληνικού χριστιανισμού και απ’ τη γοητεία που ασκούσε πάνω τους το ανώτερο κύρος του Βυζαντίου και ο ελληνικός πολιτισμός.
Παρά τη συνεχιζόμενη αντίσταση απομονωμένων σλαβικών θυλάκων – ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου – η διαδικασία αφομοίωσης δεν έχασε ποτέ την ορμή της μετά τα μέσα του 9ου αιώνα. Αφού πρώτα υποτάχτηκαν, στη συνέχεια προσηλυτίστηκαν και τελικά εκπολιτίστηκαν απ’ το Βυζάντιο, οι Σλάβοι των κεντρικών και νότιων περιοχών της Βαλκανικής, έγιναν Έλληνες! Τα τρία στάδια σ’ αυτή τη διαδικασία απορρόφησης αποδόθηκαν με σαφήνεια σ’ ένα βυζαντινό κείμενο των αρχών του 10ου αιώνα, στο οποίο ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ (886 – 912) αποδίδει φόρο τιμής στα επιτεύγματα του προκατόχου του Βασίλειου Α΄ (867 – 886): «Ο πατέρας μας, αιωνία του η μνήμη, ο Βασίλειος, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, τους έπεισε (τους Σλάβους) να εγκαταλείψουν τα αρχαία έθιμά τους και, αφού τους έκανε Έλληνες και τους υπήγαγε στους κυβερνήτες σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο και τους βάπτισε, τους ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά στους ηγεμόνες τους και τους δίδαξε να πολεμούν τα έθνη που είναι εχθρικά προς τους Ρωμαίους».
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Ostrogorski G. , Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος
- Α.Α. Vasiliev, Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδ. Πάπυρος
- Dmitry Obolensky, Η βυζαντινή Κοινοπολιτεια, Εκδ. Βάνιας
- Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Βυζαντινή υψηλή στρατηγική 6ος – 11ος αιώνας, Εκδ. Ποιότητα
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82
- http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=576842
- https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%BB%CE%AC%CE%B2%CE%BF%CE%B9#/media/File:Sla
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.