Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

John A. Scott, Η ενότητα του Ομήρου, Κεφάλαιο Α΄ - Ο Όμηρος ανάμεσα στους Αρχαίους Έλληνες

Το απόλυτο γεγονός της αρχαίας Ελλάδος είναι η ποίηση του Ομήρου, η οποία αποτελούσεεπίκεντρο της παιδείας, πηγή της μυθολογίας, κανόνα της λογοτεχνίας, έμπνευση των καλλιτεχνών· όλοι τη γνώριζαν και όλοι παρέπεμπαν σε αυτήν. Ο Όμηρος αποτελούσε πηγή τέτοιου κύρους, ακόμη και σε ζητήματα άσχετα με την ποίηση, ώστε αντίπαλα κράτη λέγεται ότι ρύθμισαν τις εδαφικές διαφορές τους ερμηνεύοντας τους στίχους του[1]. Περνώντας στη δύση, η δύναμη του ομηρικού στίχου μεταμόρφωσε τη λατινική γλώσσα, κάνοντας τους Ρωμαίους να εγκαταλείψουν τις δικές τους ποιητικές φόρμες και αναγκάζοντας τη γλώσσα αυτή, με τις μακρές καταλήξεις των πτώσεών της, να βαδίζει σε δακτυλικούς ρυθμούς. Το αρχαιότερο λατινικό κείμενο του οποίου έχει διασωθεί κάποιο απόσπασμα, είναι μια μετάφραση της Οδύσσειας[2] ενώ η σπουδαιότερη ποιητική δημιουργία της ρωμαϊκής Ιταλίας, η «Αινειάς» του Βιργιλίου, αποτελεί λογοτεχνικό αμάλγαμα και διασκευή της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Ο Όμηρος μπόρεσε έτσι να επηρεάσει στη συνέχεια τη μεγαλοφυΐα του Δάντη ενώ η εισαγωγή του Milton στον «Χαμένο Παράδεισο»: «Τραγούδα ουράνια μούσα», φανερώνει τη συγγένεια του ποιήματος αυτού με την ομηρική ποίηση.

    Τίποτε δεν μπορεί να αποδείξει καλλίτερα την πρωτοκαθεδρία του Ομήρου από το γεγονός ότι ανάμεσα στα αποσπάσματα παπύρων τα οποία ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο, τετρακόσια εβδομήντα προέρχονται από ήδη γνωστά έργα, εκ των οποίων διακόσια εβδομήντα, πολύ περισσότερα από τα μισά, ανήκουν στον Όμηρο. Ο Δημοσθένης έρχεται δεύτερος με μόλις τριάντα και ο Πλάτων τρίτος με είκοσι[3].

    Η δημοφιλία του Ομήρου στην Αίγυπτο αντιστοιχεί με την καλλίτερη άποψη της κλασσικής Ελλάδος διότι ο Πλάτων, ο οποίος ανδρώθηκε όσο ζούσε ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, θεωρούσε τον Όμηρο ως τον ανώτατο όλων των τραγικών ποιητών [«Πολιτεία» Ι΄, 607a]. Παραδόξως, τα αυθεντικά έργα του Πλάτωνος περιέχουν μόλις μια παράθεση από αυτούς τους μεγάλους δραματουργούς και περισσότερες από εκατό παραθέσεις από τον Όμηρο, πολλές εκ των οποίων περιλαμβάνουν αρκετούς στίχους[4]. Στον νου του αρχαίου κόσμου ο Όμηρος στεκόταν απολύτως μόνος ώστε ο μέγας κριτικός της λογοτεχνίας, ο Λατίνος Κοϊντιλιανός, να γράψει ότι κανείς δεν μπορεί να μιμηθεί τον Όμηρο ενώ αποτελεί δείγμα ικανότητος να κατορθώσει κάποιος να εκτιμήσει την τέχνη του (Χ, 1, 50). Ο Οράτιος, η ποίηση του οποίου αποτελεί ασφαλή εγγύηση της φιλολογικής του οξύνοιας, αναφέρεται στον Όμηρο ως τον ποιητή με την απόλυτη καλαισθησία, «qui nil molitur inepte»[5] («Ars poetica» 140).
    Αυτός ο πρώτος και μέγιστος των ποιητών, ζει μόνον στην ποίησή του. Στα ποιήματά του δεν μας αποκαλύπτει απολύτως τίποτε για τον εαυτό του, το όνομά του, το σπίτι του, την ηλικία του ή τους προγόνους του ενώ μπορούμε μόνον να υποθέσουμε τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις του καθώς διαβάζουμε αυτές τις πεποιθήσεις μέσα από τις πράξεις ή τις περιγραφές των ποιημάτων.
    Ο Όμηρος υπήρξε τέτοιος τεχνίτης της δραματικής αφηγήσεως ώστε κάθε χαρακτήρας του αντιπροσωπεύει μόνον τον ίδιο [τον χαρακτήρα] γιατί μόλις οι Νέστωρ, Αχιλλεύς, Ελένη, Έκτωρ ή Αγαμέμνων εισάγονται στο έργο, καθένας φαίνεται να ζει τη δική του ζωή, ελεύθερος να πράξει ή να μιλήσει όπως επιθυμεί, απολύτως ανεξάρτητα από τον νου ο οποίος τον δημιούργησε.
    Ο ποιητής δεν φαίνεται ποτέ να κάνει κάποιον υπαινιγμό σε σύγχρονά του γεγονότα, επομένως είναι αδύνατον να τον τοποθετήσουμε σε συγκεκριμένο χρόνο. Επίσης, οι αναφορές του σε ποταμούς και όρη, στη γη και στη θάλασσα, είναι τόσο απρόσωπες, τόσο εντεταγμένες στην ιστορία την οποία διηγείται, ώστε να προσδιορίσουμε την καταγωγή του είναι εξ ίσου δύσκολο με το να ορίσουμε τον χρόνο που έζησε.
    Όχι μόνον δεν αναφέρει κανένα σύγχρονό του πρόσωπο ή γεγονός αλλά ο ίδιος, επίσης, δεν αναφέρεται ονομαστικώς σε καμία σύγχρονή του πηγή ώστε πρακτικώς κάθε πληροφορία την οποία διαθέτουμε γι’ αυτόν να οφείλεται στη δημιουργική φαντασία όσων διέθεταν ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία για να την προσφέρουν πλην συμπερασμάτων τα οποία αντλούσαν από τα ίδια τα ποιήματα. Αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός ότι οι διάφορες παραδόσεις αναφορικώς με τον Όμηρο, τη ζωή και το έργο του, καθίστανται πληρέστερες και περισσότερο σαφείς όσο περισσότερο απομακρύνονται από κάθε πιθανή πηγή γνώσεως. Η προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι ο Όμηρος γεννήθηκε στη Σμύρνη, ότι ταξίδεψε πολύ, ότι η νήσος της Χίου ήταν στενά συνδεδεμένη και τη ζωή του και ότι έζησε περίπου το 900 π.Χ.[6] ή περίπου εκατό έτη μετά τη σύνθεση των «Ψαλμών» από τον Δαυΐδ και των «Παροιμιών» από τον Σολομώντα. Η σπουδαιότερη περίοδος της εβραϊκής λογοτεχνίας αντιστοιχεί περίπου στην εποχή του Ομήρου.
    […]
    Η αρχαιότερη εικασία που διαθέτουμε σχετικώς με τη χρονολόγηση του Ομήρου προέρχεται από τον Ηρόδοτο (Β΄, 53) ο οποίος, αντιπαραβάλλοντας τη μεγάλη αρχαιότητα της Αιγύπτου με τον πρόσφατο πολιτισμό της Ελλάδος, σημειώνει ότι δεν θα τοποθετούσε τον Όμηρο σε εποχή παλαιότερη πριν από τετρακόσια χρόνια από την ιδική του· η γνώμη αυτή δεν προέκυψε από άλλους αλλά αποτελούσε προσωπικό συμπέρασμα. Καθώς ο Ηρόδοτος ήκμασε στο μέσο του 5ου αιώνος π.Χ., η εκτίμησή του τοποθετεί τον Όμηρο στο μέσον του 9ου αιώνος, μια εποχή από την οποία ο ελληνικός πολιτισμός κατέλειπε εντυπωσιακώς ελάχιστα στοιχεία προκειμένου να μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την εικασία. Το πόσο σημαντική είναι η ανεξάρτητη άποψη του Ηροδότου μπορούμε να το κρίνουμε από το γεγονός ότι ακόμη και αυτή η εκτίμηση τοποθετεί τον Όμηρο σε μια εποχή τόσο μακρινή από την ιδική του όσο ο Κολόμβος βρίσκεται από την ιδική μας.

    Οι πληροφορίες των ποιημάτων από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε ενδείξεις σχετικώς με τη χρονολογία του ποιητού, είναι εξαιρετικώς περιορισμένες. Η Οδύσσεια (ω 89) περιγράφει παλαιστές να ζώνονται. Γνωρίζουμε όμως ότι οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί από την δεκάτη πέμπτη Ολυμπιάδα, επομένως υποθέτουμε ότι ο στίχος αυτός είναι αρχαιότερος του 720. Όταν ο ποιητής μιλά για τη Φοινίκη δεν αναφέρει ποτέ την Τύρο ή τους Τυρίους αλλά μόνον τη Σιδώνα και τους Σιδωνίους. Η Σιδών κατεστράφη ολοκληρωτικώς το 677, αφήνοντας την Τύρο σαν μοναδική κληρονόμο του μεγαλείου της Φοινίκης, επομένως με τη χρήση των λέξεων Σιδών και Σιδώνιοι ο Όμηρος περιγράφει μια κατάσταση η οποία τερματίστηκε το 677 π.Χ.[7] Το γεγονός ότι η Λυδία καλείται αποκλειστικώς με το παλαιότερο όνομα Μαιονία δεν μας βοηθά να προσδιορίσουμε τη χρονολογία διότι δεν γνωρίζουμε πότε το όνομά της άλλαξε σε Λυδία. Ακόμη όμως και αν το γνωρίζαμε, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Όμηρος είναι ποιητής και μπορούσε να χρησιμοποιεί ένα παλαιότερο όνομα ακόμη και αν το νεώτερο χρησιμοποιούταν πλέον αποκλειστικώς· ο Milton αναφέρει τον Αλέξανδρο ως Ημαθό κατακτητή μια εποχή όπου η Μακεδονία ήταν παγκοσμίως γνωστή αλλά η Ημαθία επιβίωνε μόνον ανάμεσα στους λογίους. Από την άλλη πλευρά, ο Όμηρος μιλά για τους άνδρες οι οποίοι πολέμησαν στην Τροία σαν να ανήκουν σε μια γενεά πολύ ανώτερη αυτής της εποχής του. Αλλά ακόμη και σε αυτό το σημείο οι αναφορές του είναι τόσο ασαφείς ώστε πολλοί παλαιοί και μερικοί νεότεροι μελετητές θεωρούν τον Όμηρο σύγχρονο των γεγονότων που περιγράφει.
    Οι ανακαλύψεις που πραγματοποιήθηκαν στην Τροία, στις Μυκήνες και σε άλλες περιοχές αρκούν προκειμένου να αποδείξουν ότι η Τροία καταστράφηκε τον 12ο αιώνα, επομένως ο Όμηρος είναι μεταγενέστερος του γεγονότος αυτού. Οι Ιλιάς και Οδύσσεια φαίνεται να ήταν γνωστές στον Ησίοδο, ο οποίος αναφερόταν σε αυτές, τις άλλαζε ή τις διόρθωνε, αλλά ποτέ δεν ανέφερε τα ονόματά τους ή το όνομα του συγγραφέως τους. Ο Ησίοδος με δυσκολία μπορεί να τοποθετηθεί αργότερα από το μέσον του 8ου αιώνος. Ο Τέρπανδρος λέγεται ότι κέρδισε, περί το 675 π.Χ., τη νίκη σε έναν μουσικό διαγωνισμό στον οποίο συνέθεσε καινούργια μουσική για τα έπη του Ομήρου ενώ η Ιλιάς και η Οδύσσεια φαίνεται να αποτελούν το πλαίσιο ή την αφετηρία όλων αυτών των παραδόσεων οι οποίες συντέθηκαν εμμέτρως κατά τη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιάδων.
    Όσο πολύ και αν επηρέασε ο Όμηρος την ποίηση της εποχής αμέσως μετά την ιδική του, είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχει διασωθεί καμία αναφορά στο όνομά του από κανέναν συγγραφέα πριν από το δεύτερο ήμισυ του 6ου αιώνος, ενώ ακόμη και αυτή η αναφορά οφείλει τη διάσωσή της σε συγγραφείς οι οποίοι έζησαν μετά τον Χριστό και την παρέθεσαν στα γραπτά τους. Η πρώτη γνωστή αναφορά απαντά στον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο οποίος επικρίνει τον Όμηρο για τα απρεπή χαρακτηριστικά που αποδίδει στους θεούς. Ο τρόπος που γράφει ο Ξενοφάνης προσδίδει μεγάλη αρχαιότητα στην ποίηση του Ομήρου, ειδικώς η φράση [απ. 28]:


Ασημένιο ρυτό το οποίο ανακαλύφθηκε στην ακρόπολη των Μυκηνών στον 4ο τάφο του ταφικού περιβόλου Α και χρονολογείται περί τον 15ο αιώνα π.Χ. Απεικονίζει (μάλλον Αχαιούς) στρατιώτες οι οποίοι προσπαθούν να αποβιβαστούν στην ακτή, μπροστά από τα εχθρικά τείχη. Οι αντίπαλοι αμύνονται με σφενδόνες, βέλη ενώ μερικοί βαστούν ασπίδες. Αριστερά το ρυτό σε σχέδιο που φαίνεται το θέμα το οποίο απεικονίζει (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). 


ἐξ ἀρχῆς καθ’ Ὅμηρον ἐπεὶ μεμαθήκασι πάντες[8].

Αυτή η πρώτη αναφορά που διασώθηκε για τον Όμηρο δεν είναι παλαιότερη του 550, ενώ η Ιλιάς και η Οδύσσεια αναφέρονται και το όνομά τους για πρώτη φορά στα γραπτά του Ηροδότου ή περίπου εκατό χρόνια μετά τον Ξενοφάνη.
    Το σκότος που περιβάλει τον Όμηρο είναι επομένως και μακρύ και πυκνό, αλλά περισσότερο εντυπωσιακό από αυτή τη σιωπή είναι ότι τα δύο αυτά μεγάλα ποιήματα έφθασαν σε μας ολόκληρα. Σε κανένα από τα δύο δεν υπάρχουν ούτε κενά, ούτε ατελείς στίχοι, ούτε αποσπασματικώς σωζόμενα χωρία. Ούτε ένας αρχαίος συγγραφέας δεν υπαινίσσεται έστω και μια σκηνή από την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια η οποία να μην υπάρχει στο σημερινό κείμενο των ποιημάτων αυτών, έστω και αν σώθηκαν μερικοί τυχαίοι στίχοι οι οποίοι δεν ανήκουν στην κανονική έκδοση.
    Τι υποδηλώνει η διατήρηση ποιημάτων τόσο αρχαίων και τόσο μεγάλων μπορεί να γίνει αντιληπτό από το γεγονός ότι πολλά πρώιμα έπη όπως η «Θηβαΐς», τα «Κύπρια», η «Μικρά Ιλιάς», η «Ιλίου πέρσις», οι «Νόστοι», ποιήματα του Επικού Κύκλου, έχουν χαθεί τελείως ή διασώθηκαν τυχαίως αποσπάσματά τους ή αναφορές σε αυτά από μεταγενεστέρους συγγραφείς. Οι υψηλοί κριτικοί του Ομήρου όμως, όπως οι VerrallMurray και Wilamowitz, δεν προβαίνουν σε καμία διάκριση μεταξύ της Ιλιάδος και της Οδύσσειας και των χαμένων αυτών ποιημάτων καθώς θεωρούν ότι προέρχονται από την ίδια πηγή. Ο Verrall σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Quarterly Review τον Ιούλιο 1908, γράφει: «Ο λεγόμενος Όμηρος αποτελεί μια νεφελώδη μάζα παλαιάς ποιήσεως η οποία χωρίστηκε σε ξεχωριστά κείμενα όπως οι «Ιλιάς», «Οδύσσεια», «Κύπρια», «Αιθιοπίς», «Μικρά Ιλιάς», «Νόστοι» και σε άλλα ακόμη, για εκπαιδευτικούς σκοπούς από Αθηναίους λογίους περί το 600-500 π.Χ.» Ο Murray στο Rise of the Greek Epic προσπαθεί να αποδείξει ότι όλα τα πρώιμα έπη δημιουργήθηκαν σταδιακώς κατά τη διάρκεια των αιώνων από την εργασία αναρίθμητων βάρδων. Στη σελ. 200 αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα ποιήματα ή αυτή η μάζα της παραδόσεως σε έμμετρη μορφή, μεγάλωναν το ένα δίπλα στο άλλο επί αιώνες». Ο Wilamowitz σταθερώς υποστηρίζει ότι στην αρχή του 5ου αιώνος όλη η επική ποίηση αποδόθηκε στον Όμηρο και ακόμη ένας τόσο οξυδερκής στοχαστής όσο ο Andrew Lang συμφώνησε με την άποψη αυτή διότι σε μια διάλεξη η οποία δημοσιεύθηκε στο Anthropology and the Classics [1908, σελ. 45] λέει: «Στον Όμηρο, οι Έλληνες των πρώιμων ιστορικών ετών, απέδιδαν το μεγάλο σώμα της αρχαίας επικής ποιήσεως».
    Αν οι απόψεις αυτές ανταποκρίνονται στην αλήθεια και στην πρώιμη ιστορική Ελλάδα πράγματι θεωρούσαν όλον αυτόν τον μεγάλο κύκλο σαν να είχε κοινή προέλευση και όμοια καλλιτεχνική αξία, τότε λίγα μένουν να ειπωθούν αναφορικώς με τον Όμηρο, τον άνθρωπο, τον δημιουργό της Ιλιάδος και της Οδύσσειας, καθώς τόσα πολλά και τόσα μεγάλα ποιήματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να προέρχονται από έναν μόνον άνθρωπο αλλά θα αποτελούσαν το έργο συντεχνιών ή σχολών που εργάζονταν επί σειρά ετών. Η εξέταση της υποτιθέμενης αντίληψης των αρχαίων ότι ο Όμηρος υπήρξε ο συγγραφέας όλων αυτών των ποιημάτων αποτελεί τον πρώτο σταθμό κάθε ολοκληρωμένης μελέτης του Ομηρικού Ζητήματος.
    Κανείς συγγραφέας πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους δεν παραθέτει απόσπασμα, μαζί με το όνομα του ποιήματος, ούτε από έναν στίχο κάποιου εξ αυτών των έργων, πλην της Ιλιάδος και της Οδύσσειας, αναφέροντάς τα ως έργα του Ομήρου. Δεν υπάρχει ούτε ένας ο οποίος να γράφει: «Όπως ο Όμηρος λέει στη «Θηβαΐδα», στα «Κύπρια» ή στη «Μικρά Ιλιάδα»». Οι συγγραφείς των καλλιτέρων περιόδων της ελληνικής λογοτεχνίας, συχνά παραθέτουν στίχους της Ιλιάδος ή της Οδύσσειας ξεκινώντας με τις φράσεις: «Όπως λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα» ή «Όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια» ενώ ο συνηθισμένος τρόπος των πρώιμων συγγραφέων ή γραμματικών για να παραπέμπουν στα ποιήματα του Επικού Κύκλου ήταν: «Όπως ο συγγραφεύς των «Κυπρίων» λέει» ή «Όπως ο ποιητής της «Μικράς Ιλιάδος» γράφει», και με αυτόν τον τρόπο παρέπεμπαν σε ολόκληρο τον Κύκλο. Ποτέ όμως δεν έχω δει ένα πρώιμο παράδειγμα όπου χρησιμοποιούνται παρόμοιες αόριστες φράσεις σχετικώς με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Όπως προανέφερα, ο κανονικός τρόπος είναι: «Όπως λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα» ή «Όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια». Η συγγραφή των δύο αυτών ποιημάτων δεν αποδίδεται ποτέ σε κάποιον απροσδιόριστο ποιητή ή πηγή.
    Όλα τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται προκειμένου να αποδειχθεί η ομηρική συγγραφή του Κύκλου – και με τον όρο Κύκλος εννοώ όλα τα ποιήματα που συνδέονται με τη Θήβα και την Τροία πλην της Ιλιάδος και της Οδύσσειας – και όλες οι παραπομπές, προέρχονται είτε από πολύ μεταγενεστέρους συγγραφείς είτε από χαμένα έργα πρωίμων συγγραφών τα οποία διασώθηκαν εκ συμπτώσεως σε αποσπασματική μορφή και εκτός του πλαισίου τους, το νόημα των οποίων αποτελεί κατά κύριο λόγο ζήτημα ερμηνείας, εικασιών και διορθώσεων. Όλες αυτές οι έμμεσες πληροφορίες πρέπει να χρησιμοποιούνται με τεράστια προσοχή και κανένα αόριστο απόσπασμα κανενός συγγραφέως, όσο σπουδαίος ή πρώιμος ο συγγραφέας αυτός μπορεί να είναι, δεν πρέπει να θεωρείται ως απόλυτη απόδειξη.
    Οι λογοτεχνικές παραπομπές από σύγχρονους συγγραφείς είναι συχνά προδήλως λανθασμένες. Για παράδειγμα, στο American Magazine του Ιανουαρίου 1920, παρουσιάζεται ένας κατάλογος ερωτήσεων που η ικανότητα κάποιου να τις απαντήσει αποτελεί ένδειξη ευρείας μορφώσεως. Μια από τις ερωτήσεις είναι αυτή: «Για τί είναι ο Sheridan διάσημος;» Λίγες σελίδες αργότερα, δίδεται η απάντηση: «Ο Sheridan έγραψε το She Stoops to Conquer». Όποιος συνέταξε αυτήν την ερώτηση και αυτήν την απάντηση, πιθανότατα καθόταν σε ένα δωμάτιο στο οποίο βρίσκονταν τα έργα και του Sheridan και του Goldsmith, εν τούτοις, εάν ο ίδιος συγγραφέας είχε ζήσει πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, παρόμοια αναφορά θα αντιμετωπιζόταν σαν να αποτελεί πλήρη απόδειξη[9]. Δεν χρειάζεται να υπερβάλλουμε όταν αναφερόμαστε στο πλήθος των εσφαλμένων αναφορών στις σύγχρονες εφημερίδες μας ή στις παραθέσεις αποσπασμάτων που αποδίδονται εσφαλμένως στον Σαίξπηρ και στη Βίβλο. Επειδή τα βιβλία σπάνιζαν και ήταν ακριβά στην αρχαιότητα, οι ακριβείς παραπομπές και παραθέσεις αποσπασμάτων ήταν πολύ δυσκολότερες τότε από σήμερα. Οι Πλούταρχος, Αιλιανός και Αθήναιος, τρεις από τις βασικές πηγές αναφορών σε παλαιοτέρους συγγραφείς, είναι απελπιστικώς ανακριβείς, όπως κάθε προσεκτικός αναγνώστης αυτών των λογίων ανδρών γνωρίζει. Ο Πλάτων σε δύο περιπτώσεις παραθέτει τον ίδιο στίχο από τον Ησίοδο αλλά σε διαφορετική μορφή[10]. Επανειλημμένως δίνει κομμάτια από δύο στίχους σαν να ήταν ένας στίχος[11], παραθέτει μια ακανόνιστη φόρμα απολύτως γνησίων στίχων[12] ενώ στον νόθο «Θεάγη» (125b) αναφέρεται σαν να ανήκει στον Ευριπίδη ένας στίχος ο οποίος αποδίδεται, από άριστη πηγή, στον Σοφοκλή. Ο Αριστοτέλης, ο πιο μορφωμένος άνδρας της αρχαιότητος, παραθέτει τους λόγους του Οδυσσέως (μ 219) σαν να ανήκουν στην Καλυψώ («Ηθικά» Β΄, 9, 3), επαναλαμβάνει την ομιλία του Αγαμέμνονος (Β 393) σαν να εκφωνήθηκε από τον Έκτορα («Ηθικά» Γ΄, 11, 4) και στη «Ρητορική» (Γ΄, 9 1409b 8) αποδίδει έναν στίχο του Ευριπίδου στον Σοφοκλή. Ο Αριστοφάνης («Όρνιθες» 575) αντικαθιστά την Ήρα με την Ίριδα αναφερόμενος στην Ε 778. Τα σχόλια συχνά αποδίδουν στίχους στον Όμηρο οι οποίοι υπάρχουν σε σωζόμενα έργα άλλων συγγραφέων, π.χ. το σχόλιο στον Πίνδαρο («Ολυμπιόνικος» ΙΓ΄, 12) πιστώνει στον Όμηρο έναν στίχο που υπάρχει στην ποίηση του Θεόγνιδος ενώ άλλο σχόλιο στον Πίνδαρο («Νεμεόνικος» ΣΤ΄, 91) αναφέρει τον Όμηρο σαν πηγή ενός στίχου που υπάρχει στον Ησίοδο. Η ξεχωριστή θέση του Ομήρου τον καθιστούσε κάτι σαν καθολική πηγή για κάθε είδους στίχους. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται όταν εκτιμούμε την αξία των διαφόρων παραθέσεων. Έχοντας υπ’ όψιν αυτά τα πρόδηλα σφάλματα σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, δεν μπορούμε να δεχθούμε παραθέσεις από μεταγενεστέρους και ανακριβείς συγγραφείς σαν απόλυτη απόδειξη για την πατρότητα της συγγραφής τους, εκτός αν η απόδειξη αυτή είναι σαφής, κατηγορηματική και επαληθεύεται από μια αξιόπιστη μαρτυρία.
    Τα στοιχεία επάνω στα οποία βασίστηκε το συμπέρασμα ότι ο Όμηρος θεωρείτο κατά την πρώιμη αρχαιότητα ως συγγραφέας του Επικού Κύκλου, είναι τα κάτωθι: Η «Θηβαΐς»[13], ένα χαμένο ποίημα αναφορικώς με την εκστρατεία των Αργείων εναντίον της Θήβας, θεωρείται από τους WilamowitzFinsler και πολλούς άλλους σαν το πρώτο ποίημα που αποδόθηκε οριστικώς στον Όμηρο. Αυτή η πρώτη αναφορά στον Όμηρο έγινε από τον Καλλίνο, έναν ελεγειακό ποιητή ο οποίος έζησε στην Έφεσο στην αρχή του 7ου αιώνος π.Χ. Πηγή αυτής της απόψεως αποτελεί μια πρόταση από τον Παυσανία Θ΄, 9, 5:




ἐποιήθη δὲ ἐς τὸν πόλεμον τοῦτον καὶ ἔπη Θηβαΐς· τὰ δὲ ἔπη ταῦτα Καλαῖνος ἀφικόμενος αὐτῶν ἐς μνήμην ἔφησεν Ὅμηρον τὸν ποιήσαντα εἶναι, Καλαίνῳ δὲ πολλοί τε καὶ ἄξιοι λόγου κατὰ ταὐτὰ ἔγνωσαν· ἐγὼ δὲ τὴν ποίησιν ταύτην μετά γε Ἰλιάδα καὶ τὰ ἔπη τὰ ἐς Ὀδυσσέα ἐπαινῶ μάλιστα[14].

Φαίνεται ότι το ανωτέρω χωρίο αποσκοπούσε απλώς να δείξει τη μεγάλη εκτίμηση που απολάμβανε η «Θηβαΐς» και ο ποιητής της ο οποίος θεωρείται ισότιμος του μεγάλου Ομήρου. Κανένα χειρόγραφο δεν αναφέρει το όνομα Καλλίνος σε αυτό το χωρίο αλλά όλα αναφέρουν Καλαίνος, επομένως ο Καλλίνος αποτελεί διόρθωση. Το όνομα Καλλίνος αποτελεί καθαρή εικασία αλλά ακόμη και αν όλα τα χειρόγραφα χρησιμοποιούσαν τον τύπο Καλλίνος, θα παρέμενε αμφίβολο αν εννοείτο ο ποιητής από την Έφεσο διότι ο πρώιμος αυτός ποιητής ήταν τόσο λίγο γνωστός ώστε το όνομά του απαντά πρώτη φορά στον Στράβωνα και όταν ο Στράβων αναφέρει το όνομά του προσθέτει τη φράση (ΙΓ΄, 604): «ὁ τῆς ἐλεγείας ποιητής». Και όταν αναφέρεται σε αυτόν λίγο αργότερα, προσθέτει ξανά τις λέξεις (ΙΓ΄, 627): «τὸν τῆς ἐλεγείας ποιητήν». Η επανάληψη της φράσεως φανερώνει ότι η απλή αναφορά του ονόματός του δεν επαρκούσε για να δηλώσει σαφώς το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται.
    Ο Παυσανίας λίγο νωρίτερα (Η΄, 25, 4) έγραψε ότι η ιστορία της εκστρατείας κατά της Θήβας έγινε ποίημα από τον Αντίμαχο, ο οποίος στην εποχή του Παυσανίου αποτελούσε έναν από τους δημοφιλέστερους Έλληνες ποιητές ενώ ο Δίων Κάσσιος (ΞΘ΄, 4) σημειώνει ότι ο Αδριανός εκτιμούσε τον Αντίμαχο και τη «Θηβαΐδα» του περισσότερο από την ποίηση του Ομήρου. Ο Kinkel συγκέντρωσε πενήντα έξι αποσπάσματα από αυτή τη «Θηβαΐδα» του Αντιμάχου και μόνον επτά από το παλαιότερο ποίημα [του «Ομήρου»], τα περισσότερα εκ των οποίων είναι αμφίβολα.
    Τα πρώιμα αποσπάσματα είναι τόσα λίγα ενώ αυτά του ποιήματος του Αντιμάχου τόσα πολλά ώστε η απλή αναφορά του ονόματος «Θηβαΐς» είναι σχεδόν σίγουρο ότι εννοεί το ποίημα του Αντιμάχου. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχει καμία λογική αμφιβολία γι’ αυτό, καθώς ο Παυσανίας (Η΄, 25, 4) γράφει ότι αναφέρεται στο συγκεκριμένο ποίημα[15]. Ο Αδριανός έθεσε τον Αντίμαχο μπροστά από τον Όμηρο, ο Καλαίνος τον έκανε όμοιό του και ο Παυσανίας, ακόμη και αν εκτιμούσε το μεγαλείο της «Θηβαΐδος» του Αντιμάχου, τον έθεσε ακριβώς πίσω από τον Όμηρο. Ο Paley, στο Homeri Quae Nunc Extant κτλ. σελ. 39, υποστήριξε ότι ο Αντίμαχος της «Θηβαΐδος» ήταν ο πραγματικός ποιητής της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Τίποτε στον Παυσανία δεν δείχνει ότι δεν αναφέρεται στον Αντίμαχο· το κείμενο γράφει Καλαίνος και όχι Καλλίνος. Αλλά ακόμη και αν έγραφε Καλλίνος, δεν υπάρχει τίποτε που να μας επιτρέπει να τον ταυτίσουμε με τον ποιητή από την Έφεσο. Και όμως, αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο που υποστηρίζει την άποψη ότι ο Όμηρος θεωρείτο τον 7ο αιώνα π.Χ. ως ο ποιητής της «Θηβαΐδος».
    Ο δεύτερος συγγραφέας, στον οποίο παραπέμπουν προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο Όμηρος θεωρείτο ο ποιητής της «Θηβαΐδος», είναι ο Ηρόδοτος και συγκεκριμένα το κάτωθι χωρίο (Ε΄, 67):

Κλεισθένης γὰρ Ἀργείοισι πολεμήσας τοῦτο μὲν ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἐν Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκα, ὅτι Ἀργεῖοί τε καὶ Ἄργος τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται…[16]

Ο Grote στην History of GreeceII, 174, υποστήριξε ότι ήταν μάλλον η «Θηβαΐς» που τόσο όργισε τον Κλεισθένη και ο Wilamowitz τον ακολούθησε γράφοντας (HU. 352[17]): «Αυτό [το χωρίο] μπορεί να βγάλει νόημα μόνον αν ο Όμηρος θεωρείτο σαν ο ποιητής της «Θηβαΐδος»». Ο Finsler το αποδέχεται αυτό σαν βεβαιωμένο γεγονός, λέγοντας στο HomerI, 64: «Εννοείται η «Θηβαΐς» όταν ο τύραννος, ο Κλεισθένης, εξορίζει τους βάρδους από τη Σικυώνα, αφ’ ου η ομηρική ποίηση τόση λίγη δόξα προσέφερε στο Άργος». Επομένως, όλοι θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει αρκετός έπαινος για τους Αργείους στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια προκειμένου να προκαλέσει την υπερηφάνεια των Αργείων και τον φθόνο των αντιπάλων γειτόνων τους, γι’ αυτό πετούν σε μια υποτιθέμενη «Θηβαΐδα», το περιεχόμενο της οποίας επίσης υποθέτουν. Οι Αργείοι ή το Άργος αναφέρονται σε κάθε ραψωδία της Ιλιάδος πλην της εικοστής [Υ] και, παρά το γεγονός ότι η Οδύσσεια αποσύρεται στην Ιθάκη ή σε κάποια παραμυθένια χώρα, απαντούν σε δεκαπέντε ραψωδίες· επομένως, αναφέρονται σε τριάντα οκτώ ραψωδίες του δικού μας Ομήρου. Η Ήρα είναι «ἡ Ἀργεία Ἥρα», η Ελένη είναι «ἡ Ἀργεία Ἑλένη» και ο Αγαμέμνων με το θεϊκό σκήπτρο του [Β 108]:

πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν[18].

Ο Rawlinson, μην έχοντας υπ’ όψιν του τη συζήτηση αυτή, γράφει στο σημείωμά του για το πρώτο κεφάλαιο στο έργο του Herodotus: «Η υπεροχή του Άργους στην αρχαιότητα υποδηλώνεται από τη θέση του Αγαμέμνονος την εποχή του τρωικού πολέμου και από τη χρήση της λέξεως «Αργείος» στον Όμηρο για να αναφερθεί γενικότερα στους Έλληνες. Το όνομα καμίας άλλης φυλής δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο γενικό τρόπο». Σε αυτό το σημείο, ο προσεκτικός αυτός ιστορικός θεμελιώνει την άποψη για την υπεροχή του Άργους αποκλειστικώς στην εκστρατεία της Τροίας, ήτοι στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια.
    Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν αποτελεί ζήτημα το οποίο βασίζεται σε πιθανότητες διότι γνωρίζουμε από τους ίδιους τους Αργείους το έπος το οποίο αναδείκνυε την υπερηφάνειά τους, καθώς σώζεται το κείμενο της ιδίας της επιγραφής την οποία έστησαν προς τιμήν του Ομήρου. Η επιγραφή αναφέρεται στο «Περί Ομήρου και Ησιόδου και του γένους και αγώνος αυτών» όπως εκδόθηκε στα έργα του Ησιόδου. Το ιστορικό της επιγραφής και το κείμενό της έχουν ως εξής [325]:

τῶν δὲ Ἀργείων οἱ προεστηκότες, ὑπερβολῇ χαρέντες ἐπὶ τῷ ἐγκωμιάζεσθαι τὸ γένος αὐτῶν ὑπὸ τοῦ ἐνδοξοτάτου τῶν ποιητῶν, αὐτὸν μὲν πολυτελέσι δωρεαῖς ἐτίμησαν, εἰκόνα δὲ χαλκῆν ἀναστήσαντες ἐψηφίσαντο θυσίαν ἐπιτελεῖν Ὁμήρῳ καθ’ ἡμέραν καὶ κατὰ μῆνα καὶ κατ’ ἐνιαυτόν, καὶ ἄλλην θυσίαν πενταετηρίδα εἰς Χίον ἀποστέλλειν. ἐπιγράφουσι δὲ ἐπὶ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ:
θεῖος Ὅμηρος ὅδ’ ἐστίν, ὃς Ἑλλάδα τὴν μεγάλαυχον
πᾶσαν ἐκόσμησεν καλλιεπεῖ σοφίῃ,
ἔξοχα δ’ Ἀργεΐους, οἳ τὴν θεοτειχέα Τροίην
ἤρειψαν, ποινὴν ἠυκόμου Ἑλένης.
οὗ χάριν ἔστησεν δῆμος μεγαλόπτολις αὐτὸν
ἐνθάδε καὶ τιμαῖς ἀμφέπει ἀθανάτων[19].





Επομένως, μαθαίνουμε από τους ιδίους τους Αργείους τι έβλεπαν στον Όμηρο που τους γέμιζε με τόση απεριόριστη υπερηφάνεια, και αυτό δεν ήταν καμία πράξη που σχετιζόταν με τη Θήβα αλλά η εκστρατεία κατά της Τροίας. Αυτό σημαίνει ότι ένιωθαν υπερήφανοι επειδή ο Όμηρος τους τίμησε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια αφ’ ου η Θήβα δεν αναφέρεται στην επιγραφή. Είναι αναμφίβολο ότι οι εχθρικοί γείτονες θα φθονούσαν αυτό για το οποίο ένιωθαν οι ίδιοι τόση απεριόριστη υπερηφάνεια. Η διήγηση αυτής της εκστρατείας δεν υπάρχει σε καμία υποτιθέμενη «Θηβαΐδα» αλλά στον Όμηρο, στον δικό μας Όμηρο, στον Όμηρο της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.
    Καθώς οι Θηβαίοι συντάχθηκαν με τους Πέρσες, θα ήταν φυσιολογικό για τους Αργείους την εποχή των περσικών πολέμων να υπογραμμίζουν τις παλαιές συγκρούσεις τους, αλλά παραδόξως οι Αργείοι ποτέ δεν προέβαλαν την αξίωση να τιμηθούν ή να προτιμηθούν λόγω των παλαιών αυτών κατορθωμάτων τους. Ακόμη και οι Αθηναίοι στη μάχη των Πλαταιών, ανέφεραν ως έναν από τους λόγους που διοικούσαν την πτέρυγα στην οποία δεν πολεμούσαν Σπαρτιάτες, τις δικές τους υπηρεσίες εκείνη την εποχή, λέγοντας (Ηρόδοτος Θ΄, 27):

τοῦτο δὲ Ἀργείους τοὺς μετὰ Πολυνείκεος ἐπὶ Θήβας ἐλάσαντας, τελευτήσαντας τὸν αἰῶνα καὶ ἀτάφους κειμένους, στρατευσάμενοι ἐπὶ τοὺς Καδμείους ἀνελέσθαι τε τοὺς νεκροὺς φαμὲν καὶ θάψαι τῆς ἡμετέρης ἐν Ἐλευσῖνι[20].

Εν όψει αυτών, οι κριτικοί υποθέτουν ότι δεν υπήρχε τίποτε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια που να προκαλεί την υπερηφάνεια των Αργείων ή τον φθόνο των ζηλοτύπων γειτόνων τους. Επομένως, προτιμούσαν ένα ποίημα που διηγούταν πως αυτοί οι ίδιοι Αργείοι αδυνατούσαν να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς και εξαρτιούνταν από την καλή θέληση μια ξένης φυλής να τους θάψει σε ξένο έδαφος. Η αγάπη που είχαν οι Αργείοι για τον Όμηρο φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι ο Αρίσταρχος παρέθεσε χωρία από το επίσημο χειρόγραφο που βρισκόταν στα αρχεία του Άργους και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, αλλά δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή ένδειξη ότι προσπάθησαν να διατηρήσουν αντίγραφο της «Θηβαΐδος».
    Η τρίτη απόδειξη για την ομηρική συγγραφή της «Θηβαΐδος» βρίσκεται στα «Παράδοξα» του Αντιγόνου του Καρυστίου (25), όπου γίνεται μια παράθεση στίχων για τη φύση του πολύποδος[21]. Η παράθεση εισάγεται με τις λέξεις:

ὅθεν δὴ καὶ ὁ ποιητὴς τὸ θρυλούμενον ἔγραψεν…[22]

Δεν υπάρχει τίποτε που να συνδέει το χωρίο αυτό με τον Όμηρο ή τη «Θηβαΐδα» πλην του γεγονότος ότι ο συγγραφέας αποκαλείται με τη φράση «ὁ ποιητής», φράση που χρησιμοποιείται συχνά για τον Όμηρο. Ο λόγος για τον οποίο ο Όμηρος, περισσότερο από οιονδήποτε άλλον, αποκαλείται «ὁ ποιητής», είναι διότι, απλώς, αναφέρεται περισσότερο από οιονδήποτε άλλον. Όμως, δεν απολαμβάνει της αποκλειστικότητος αυτών των λέξεων[23]. Ο Πλάτων στους «Νόμους» (901a) αποκαλεί τον Ησίοδο με τις λέξεις: «ὁ ποιητής» και γνωρίζουμε ότι ο Ησίοδος είναι αυτός στον οποίο αναφέρεται καθώς αντιγράφεται χωρίο από σωζόμενο ποίημα του συγγραφέος αυτού. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι ο Αντίγονος είχε τον Όμηρο στον νου του σαν τον συγγραφέα των στίχων αυτών. Αλλά το γεγονός ότι πριν από λίγους στίχους είχε ήδη παραθέσει απόσπασμα του Ησιόδου το οποίο αναφερόταν στον πολύποδα [21 – «Έργα και ημέραι 524»], καθιστά πιθανό ότι συγγραφέας αυτής της τόσο γνωστής αναφοράς ήταν ο Ησίοδος[24]. Οι τρεις αυτές παραπομπές, μία στον Ηρόδοτο, μια στον Αντίγονο και μια στον Παυσανία, όλες βασισμένες σε ανυποστήρικτες και απίθανες εικασίες, αποτελούν τα μοναδικά στοιχεία που παρουσιάζονται προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι Έλληνες της καλλίτερης περιόδου της ελληνικής λογοτεχνίας θεωρούσαν τον Όμηρο σαν συγγραφέα της «Θηβαΐδος». Εν τούτοις, αν κανείς διαβάσει το τελευταίο βιβλίο του Wilamowitz για τον Όμηρο[25], τον κάνει να αισθανθεί ότι η πρωιμότερη και μεγαλύτερη φήμη του Ομήρου συνδέεται στενά με αυτήν την υποτιθέμενη «Θηβαΐδα».
    Στον «Πανηγυρικό» 158, ο Ισοκράτης αναφέρεται στη λύπη που πάντα ένιωθαν οι Έλληνες όταν θυμούνταν τους πολέμους μεταξύ των Ελλήνων. Τότε προσθέτει:

οἶμαι δὲ καὶ τὴν Ὁμήρου ποίησιν μείζω λαβεῖν δόξαν, ὅτι καλῶς τοὺς πολεμήσαντας τοῖς βαρβάροις ἐνεκωμίασε, καὶ διὰ τοῦτο βουληθῆναι τοὺς προγόνους ἡμῶν ἔντιμον αὐτοῦ ποιῆσαι τὴν τέχνην ἔν τε τοῖς τῆς μουσικῆς ἄθλοις καὶ τῇ παιδεύσει τῶν νεωτέρων...[26]

Καθώς η εκστρατεία των Αργείων στη Θήβα υπήρξε πόλεμος μεταξύ Ελλήνων, η παρατήρηση αυτή του Ισοκράτους θα ήταν άτοπη αν ο Όμηρος θεωρείτο ποιητής της «Θηβαΐδος» ή αν υπήρχε σχετική παράδοση. Ο λόγος αυτός του Ισοκράτους δεν αποτελεί κάποια τυχαία δημιουργία του αλλά έργο επιδείξεως της λογοτεχνικής του ικανότητος στο οποίο επένδυσε πολλή και προσεκτική εργασία, γεγονός που αποτελεί πολύ ασφαλέστερο κριτήριο για τις πεποιθήσεις τις δικές του και της προηγουμένης γενεάς απ’ ό,τι η τυχαία αναφορά, υποθετική αναφορά, συγγραφέων οι οποίοι έζησαν πολλούς αιώνες αργότερα. Ο Όμηρος συνδέεται σαφώς με τη «Θηβαΐδα» στο «Περί Ομήρου και Ησιόδου και του γένους και αγώνος αυτών» αλλά, καθώς στο συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνεται το όνομα του Αυτοκράτορος Αδριανού [314], πρέπει να θεωρείται μεταγενέστερη δημιουργία[27].
    Το Κυκλικό ποίημα από το οποίο έχουν διασωθεί οι περισσότεροι στίχοι είναι τα «Κύπρια», που εξιστορούν την κρίση του Πάριδος, την αρπαγή της Ελένης και γενικότερα τα γεγονότα που σχετίζονται με τον τρωικό πόλεμο έως την έναρξη της Ιλιάδος. Οι περισσότερες αναφορές αποδίδουν το ποίημα αυτό στον Στασίνο ή αφήνουν τον συγγραφέα ανώνυμο και αόριστο όπως: «ὁ τὰ Κύπρια πεποιηκώς», «ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας» ή «ὁ τῶν Κυπρίων ποιητής»[28]. Τα σωζόμενα έργα μόλις δύο πρώιμων συγγραφέων, του Ηροδότου και του Πλάτωνος, περιέχουν παραθέσεις από τα «Κύπρια». Στον Ηρόδοτο δεν υπάρχει μάλιστα ούτε καν παράθεση αλλά μια χαλαρή παράφραση.
    Ο Ηρόδοτος Β΄, 117, αντιπαραβάλει το γρήγορο και εύκολο ταξίδι με το οποίο έφθασε η Ελένη στην Τροία όπως αναφέρεται στα «Κύπρια» με τη δαιδαλώδη διαδρομή που περιγράφεται στην Ιλιάδα [Ζ 289-292] και επομένως, γράφει, τα «Κύπρια» δεν γίνεται να αποτελούν έργο του Ομήρου. Αυτή αποτελεί τη μοναδική σαφή αναφορά στην κλασσική ελληνική λογοτεχνία στον Όμηρο σαν ποιητή των «Κυπρίων» και είναι μάλιστα αρνητική. Ο Wilamowitz από το ανωτέρω χωρίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που αμφισβητείται η συγγραφή ολοκλήρου του Κύκλου από τον Όμηρο. Βλέπει τον Ηρόδοτο σαν τον Λούθηρο στη Δίαιτα της Βορμς ο οποίος τόλμησε να αψηφήσει την κοινή γνώμη όλης της κοινωνίας και συνεπώς οδηγείται στην υπόθεση ότι έως εκείνην την εποχή κανείς δεν είχε ποτέ αμφισβητήσει την ομηρική πατρότητα του τεραστίου συνόλου της πρωίμου επικής ποιήσεως. Αναφέρεται ως ο απ’ ευθείας πρόγονος του Wolf καθώς όπως ο Wolf τόλμησε να υποστηρίξει ότι ο Όμηρος δεν ήταν ο συγγραφέας ολοκλήρου της Ιλιάδος, έτσι και ο Ηρόδοτος τόλμησε να διακηρύξει ότι ο Κύκλος δεν ανήκε εξ ολοκλήρου στον Όμηρο.

    Ο βίος του Ηροδότου συμπίπτει χρονικώς ακριβώς με την άνθηση των σοφιστών. Ο Πρωταγόρας, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που έδωσε στον εαυτό του το όνομα αυτό, γεννήθηκε σε μια γειτονική πόλη λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του Ηροδότου. Οι σοφιστές υπερηφανεύονταν για την ικανότητά τους να αποδεικνύουν και τις δυο αντίθετες πλευρές κάθε προβλήματος ενώ ακόμη και ο Σωκράτης κατηγορήθηκε ότι επιλέγει την κακή πλευρά και την παρουσιάζει σαν καλή. Έχουμε, υπό το φημισμένο όνομα του Γοργίου, ένα δοκίμιο ή ομιλία που απεικονίζει πως η σοφιστική ικανότητα μπορεί να πάρει τις αμαρτίες της Ελένης και να συνθέσει από αυτές έναν στέφανο αρετών ενώ στα γραπτά του Αντιφώντος υπάρχει μια σειρά λόγων στους οποίους φαίνεται πως τα ίδια γεγονότα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία για τα αντίθετα ακριβώς επιχειρήματα. Αναμφισβητήτως, συνηθισμένο θέμα για αυτές τις σοφιστικές ασκήσεις θα ήταν το ερώτημα της πατρότητος ποιημάτων αμφιβόλου ή αγνώστου καταγωγής. Αυτό θα προσέφερε άφθονες ευκαιρίες προς επίδειξη της ικανότητος προβολής παραδόξων επιχειρημάτων. Ο Ηρόδοτος μπορεί κάλλιστα να απαντά σε παρόμοιο επιχείρημα υποδεικνύοντας ένα στοιχείο που είχε παραβλεφθεί. Προσφάτως ένας σύγχρονος σοφιστής έγραψε μια μακρά πραγματεία προκειμένου να αποδείξει ότι τα έργα του Σαίξπηρ γράφθηκαν από τον Κόμητα της Οξφόρδης, όπως άλλοι παλαιότεροι σοφιστές προσπάθησαν να αποδείξουν ότι γράφθηκαν από τον Βάκωνα. Αν ένας σύγχρονος συγγραφέας επισημάνει κάποιο ζήτημα ή γεγονός το οποίο καθιστούσε αδύνατες αμφότερες αυτές τις θεωρίες, θα γινόταν αυτό αποδεκτό ως απόδειξη ότι ο συγκεκριμένος λόγιος βρισκόταν μόνος του, αρνούμενος μια κοινή άποψη; Την εποχή που όλοι πίστευαν στην ύπαρξη ενός μόνον Ομήρου, ο Αρίσταρχος έκανε πολλά σχόλια υποστηρίζοντας την άποψη αυτή. Γνωρίζουμε ότι τα σχόλια αυτά στρέφονταν εναντίον των παραδόξων του Ξένωνος και δεν ήταν ο Αρίσταρχος αλλά ο Ξένων ο οποίος αμφισβητούσε την κοινή άποψη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ηρόδοτος υιοθέτησε μια παρόμοια θέση και ο ίδιος, όπως ο Αρίσταρχος, υποστήριξε τις κοινές πεποιθήσεις εναντίον των σοφιστικών παραδοξολογιών. Το χωρίο στο οποίο ο Ηρόδοτος παραθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα «Κύπρια» δεν μπορούν να ανήκουν στον Όμηρο, αποτελεί το βασικό επιχείρημα της θεωρίας ότι ο Όμηρος θεωρείτο ο συγγραφεύς του ποιήματος αυτού.
    Απόσπασμα από τα «Κύπρια» παρατίθεται από τον Πλάτωνα στον «Ευθύφρονα» 12a με τρόπο που δείχνει ότι δεν τα αποδίδει στον Όμηρο διότι η φράση: «ὁ ποιητὴς ἐποίησεν ὁ ποιήσας»[29] είναι πολύ ασαφής και αόριστη. Μερικές φορές αναφέρεται ο Αιλιανός ως απόδειξη ότι ο Πίνδαρος θεωρούσε τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα των «Κυπρίων». Το κείμενο στον Αιλιανό («Ποικίλη Ιστορία» Θ΄, 15) είναι το εξής:



ὅτι ποιητικῆς ἁπάσης Ἀργεῖοι τὰ πρῶτα Ὁμήρῳ ἔδωκαν, δευτέρους δὲ αὐτοῦ ἔταττον πάντας. ποιοῦντες δὲ θυσίαν, ἐπὶ ξένια ἐκάλουν τὸν Ἀπόλλωνα καὶ Ὅμηρον. λέγεται δὲ κἀκεῖνο πρὸς τούτοις, ὅτι ἄρα ἀπορῶν ἐκδοῦναι τὴν θυγατέρα, ἔδωκεν αὐτῇ προῖκα ἔχειν τὰ ἔπη τὰ Κύπρια. καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο Πίνδαρος[30].

«καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο Πίνδαρος». Σε τί συμφωνεί ο Πίνδαρος, στο πρωτείο του Ομήρου ή ότι προσέφερε τα «Κύπρια» στην κόρη του ως προικώο; Είναι πολύ δύσκολο να αποφασίσουμε καθώς δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη στο πλαίσιο ή σε αυτό που ο Πίνδαρος επιθυμούσε να πει. Ο Αιλιανός στο χωρίο αυτό είναι ασυνήθιστα ασαφής αλλά, ακόμη και όταν το νόημά του είναι απολύτως σαφές, είναι τόσο αναξιόπιστος ώστε σπανίως είμαστε σίγουροι είτε για το ζήτημα είτε για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Αυτό ισχύει για όλα τα γραπτά του και κυρίως για την «Ποικίλη ιστορία», στην οποία ανήκει το χωρίο αυτό, διότι διασώθηκε σε επιτομή και το πρωτότυπο αποτελούσε εκλογή έργων διαφόρων συγγραφέων, πολλοί εκ των οποίων υπήρξαν τόσο αναξιόπιστοι όσο και ο ίδιος ο Αιλιανός. Φαίνεται σαν να θεωρούμε ως αξιόπιστο ακόμη και αυτόν τον αναξιόπιστο μάρτυρα όταν αναφερόμαστε στον Αιλιανό προκειμένου να υποστηρίξουμε ότι ο Πίνδαρος θεωρούσε τον Όμηρο σαν συντάκτη των «Κυπρίων»[31].
    Στα μεταγενέστερα έτη, όταν από άγνοια απέδιδαν όλα τα πρώιμα επικά ποιήματα στον Όμηρο, έπρεπε με κάποιον τρόπο να εξηγηθεί το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα ποιήματα αυτά θεωρούνταν έργα άλλων ποιητών. Επομένως, κατέφευγαν στην υπόθεση ότι, ακόμη και αν αυτά τα ποιήματα δεν αποδίδονταν στον Όμηρο, τα είχε συνθέσει ο ίδιος και εν συνεχεία απεμπόλησε τα δικαιώματά του σε αυτά διότι είτε τα προσέφερε στον ποιητή ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του είτε τα αντάλλαξε με τροφή από τα άτομα με το όνομα των οποίων κυκλοφόρησαν. Οι διηγήσεις αυτές δεν αποτελούν απόδειξη ότι ο Όμηρος θεωρείτο πηγή αυτών των διαφόρων ποιημάτων αλλά ακριβώς το αντίθετο. Φανερώνουν ότι θεωρούνταν δημιουργίες των διαφόρων ποιητών των οποίων τα ονόματα έφεραν. Έτσι δημιουργήθηκε μια απλή εξήγηση για το γεγονός ότι τα ονόματα των Αρκτίνου, Στασίνου και των υπολοίπων συνδέθηκαν με αυτά τα ποιήματα ενώ όλα τα πρώιμη έπη αποτελούσαν έργα του Ομήρου.

    Η φράση ίσως που αναφέρεται συχνότερα προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο Όμηρος θεωρούνταν συγγραφέας του Επικού Κύκλου, είναι αυτή που αποδίδεται στον Αισχύλο και στην οποία ο τραγικός φέρεται να λέει ότι τα δικά του έργα δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά κομμάτια από το μεγάλο ομηρικό δείπνο[32]. Καθώς ελάχιστα από τα έργα του Αισχύλου αγγίζουν τις παραδόσεις που αναφέρονται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, διατυπώθηκε γενικώς η άποψη ότι στη λέξη «Όμηρος» πρέπει να δοθεί ένα ευρύτερο νόημα, εκτός από το ότι ήταν ο ποιητής των δύο αυτών ποιημάτων. Το χωρίο βρίσκεται στον Αθήναιο Η΄, 347e:

ὁ λεβητοχάρων Οὐλπιανός… μηδὲν μὲν ἐσθίειν τῶν ἀνδρὶ προσηκόντων, τηρεῖν δὲ τοὺς ἐσθίοντας εἰ παρεῖδον ἢ ἄκανθαν ἢ τῶν τραγανῶν τι ἢ χονδρῶδες τῶν παρατεθέντων, οὐδ᾽ ἐπὶ νοῦν βαλλόμενος τὸ τοῦ καλοῦ καὶ λαμπροῦ Αἰσχύλου, ὃς τὰς αὑτοῦ τραγῳδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγεν τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων[33].

«ὃς τὰς αὑτοῦ τραγῳδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγεν τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων». Ακόμη και όσοι ερμηνεύουν τη φράση αυτή του ποιητού σαν δήλωση ότι εμπνεύστηκε για τα έργα του από τον Όμηρο, δυσκολεύονται να εξηγήσουν πως οι «Πέρσαι», ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» και οι «Ικέτιδες» μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί. Όσοι προσπαθούν να μεταφράσουν τη λέξη «τεμάχη» ως «τρίμματα» ή «υπολείμματα» χάνουν εντελώς το νόημα διότι η λέξη σημαίνει κομμάτια ή φέτες ψαριών, το εκλεκτότερο των αθηναϊκών εδεσμάτων (Φρύνιχος 13: «τὸ δὲ τέμαχος μόνον ἐπὶ ἰχθύος»). Ο Rutherford σε μια σημείωση γι’ αυτή τη λέξη, προσφέρει έναν μακρύ κατάλογο αναφορών προκειμένου να δείξει ότι η λέξη αυτή εννοεί τα καλλίτερα και πιο επιθυμητά φαγητά. Οι λέξεις στον Αθήναιο που ακολουθούν αμέσως μετά:

ὁ Αἰσχύλος, ὃς καὶ ἡττηθεὶς ἀδίκως ποτέ… ἔφη χρόνῳ τὰς τραγῳδίας ἀνατιθέναι, εἰδὼς ὅτι κομιεῖται τὴν προσήκουσαν τιμήν[34]

δείχνουν ότι ο ποιητής δεν μιλούσε με ταπεινότητα αλλά με υπερηφάνεια και δεν φαίνεται σαν να συγκρίνει τις τραγωδίες του με υπολείμματα των ομηρικών δείπνων αλλά με ολόκληρα φαγητά ή μερίδες που έμειναν αφάγωτες ή, όπως ο ποιητής τα αποκαλεί, «τεμάχη».
    Το νόημα, επομένως, του ανωτέρω χωρίου είναι ότι κάποιος στενόμυαλος προσκεκλημένος έψαχνε τα κομμάτια που οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες δεν επιθυμούσαν να φάνε ή δεν τα πρόσεχαν καθόλου, ενώ ο Αισχύλος εξασφάλιζε ολόκληρες μερίδες της εκλεκτότερης τροφής από το δείπνο που παρατέθηκε στον Όμηρο. Ήταν η καλή τύχη του Αισχύλου που το ομηρικό δείπνο ήταν τόσο πλούσιο ώστε δεν χρειαζόταν να αρκεστεί σε ψίχουλα αλλά μπορούσε να διαλέξει ολόκληρες μερίδες από αυτές που ο παλαιός ποιητής δεν χρησιμοποίησε[35]. Αν κάποιος διαβάσει το πλαίσιο στο οποίο ο Αθήναιος παραθέτει τα δύο αποσπάσματα του Αισχύλου, θα προσέξει ότι ο ποιητής δεν μιλάει υποτιμώντας τον εαυτό του[36] αλλά εξυμνητικώς. Ουδείς εκ των αρίστων Ελλήνων δεν μίλησε ποτέ με ψεύτικη μετριοφροσύνη για το ιδικό του έργο – ο Άρια Χιπ δεν καταγόταν από την Αττική. Αυτή η ερμηνεία καθιστά αδύνατη την υπόθεση ότι ο Αισχύλος θεωρούσε τον Όμηρο σαν τον ποιητή ολοκλήρου του Κύκλου. Ο Πίνδαρος παραπέμπει πολλές φορές στον Όμηρο αλλά κάθε φορά προσαρμόζει ελεύθερα το κείμενο του Ομήρου μας, μια προσαρμογή όπως ακριβώς χρειάζεται προκειμένου να μεταβάλλει το επικό μέτρο και διάλεκτο στους λυρικούς περιορισμούς και στη διάλεκτο του Πινδάρου. Ο Αριστοφάνης στα σωζόμενα έργα του αναφέρεται ή παραθέτει στίχους από τον Όμηρο έξι φορές, είτε το πλήρες χωρίο είτε με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται ότι αναφέρεται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Σε απόσπασμα ενός πρωιμοτέρου έργου του ποιητού αυτού, ένας γέροντας ερωτά έναν νέο για το νόημα δύο σπανίων ομηρικών λέξεων [Kock 222] οι οποίες υπάρχουν στο σημερινό κείμενο του Ομήρου.
    Ο Αθήναιος (Δ΄, 172e) σημειώνει ότι σε ένα ποίημα του Σιμωνίδου οι ακόλουθοι στίχοι χρησιμοποιούνται αναφορικώς με τον Μελέαγρο:

ὃς δουρὶ πάντας
νίκασε νέους δινάεντα βαλὼν Ἄναυρον
ὕπερ πολυβότρυος ἐξ Ἰωλκοῦ·
οὕτω γὰρ Ὅμηρος ἠδὲ Στασίχορος ἄεισε λαοῖς[37].

Η παράθεση αυτή είναι τόσο αόριστη, τόσο ασύνδετη και εκτός πλαισίου, ώστε θα ήταν επιπόλαιο να διακινδυνεύσουμε την ερμηνεία της. Το νόημα ίσως ήταν σαφές αν παρατίθεντο περισσότεροι στίχοι. Γνωρίζουμε ότι στη διήγηση της ενάτης ραψωδίας της Ιλιάδος, ο Φοίνιξ προσπαθεί να τρομοκρατήσει τον Αχιλλέα με την καταστροφή που προκάλεσε η άτεγκτη στάση του Μελεάγρου. Το πείσμα του Μελεάγρου ίσως αναφέρεται στο ανωτέρω χωρίο αλλά το απόσπασμα είναι πολύ σύντομο ώστε να προσφέρει κάποια ένδειξη για την παράδοση στην οποία μπορεί να αναφέρεται. Το απόσπασμα δεν μας βοηθά καθόλου αφ’ ου δεν προσφέρει τίποτε πάνω στο οποίο θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε θεωρίες για το περιεχόμενο ή την πατρότητά του.
    Η τελευταία απόδειξη από τους κλασσικούς συγγραφείς ότι ο Όμηρος θεωρείτο ποιητής του Επικού Κύκλου την οποία θα αναφέρω, προέρχεται από τον λόγο του Αισχίνου «Κατά Τιμάρχου» (128 επ.), έναν λόγο που εκφωνήθηκε το 345 π.Χ., ήτοι έπειτα από τον θάνατο και του Ξενοφώντος και του Πλάτωνος και κατά τη διάρκεια της ακμής του Αριστοτέλους. Στον λόγο αυτό ο ρήτωρ λέει ότι ο Όμηρος στην Ιλιάδα, πριν οτιδήποτε συμβεί, συχνά χρησιμοποιούσε τη φράση «έφθασε στον στρατό η φήμη», «φήμη δ’ εἰς στρατὸν ἦλθε». Οι ακριβείς αυτές λέξεις δεν υπάρχουν στη σημερινή Ιλιάδα. Διατυπώθηκε λοιπόν η υπόθεση ότι ο Αισχίνης εννοούσε τη «Μικρά Ιλιάδα» και καθώς το περιεχόμενο του ποιήματος είναι σχεδόν άγνωστο, είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι υπήρχαν πολλά παραδείγματα χρήσεως αυτής της φράσεως. Ο Όμηρος δεν μεταχειρίζεται τη λέξη «φήμη» στη φράση αυτή αλλά το ακριβές συνώνυμό της, την ιδιαιτέρως ποιητική «ὄσσα», σε διάφορα χωρία, όπου το νόημα είναι ουσιαστικώς ίδιο με αυτό που προσφέρει ο Αισχίνης:



…μετὰ δέ σφισιν ὄσσα δεδήει
ὀτρύνουσ᾽ ἰέναι Διὸς ἄγγελος... (Β 93),

ὄσσα δ᾽ ἄρ᾽ ἄγγελος ὦκα κατὰ πτόλιν ᾤχετο πάντῃ (ω 413)[38].

Το ίδιο επίσης στις α 282, β 216. Σε όλους αυτούς τους στίχους, η μυστηριώδης «ὄσσα» χρησιμοποιείται με ακριβώς το ίδιο νόημα όπως η «φήμη» στον Αισχίνη και είναι παράλογο να ψάξουμε αλλού για την καταγωγή της φράσεως που χρησιμοποιεί ο ρήτωρ όπως θα ήταν αν αναζητούσαμε άλλη πηγή πλην του επισκόπου Berkeley για την κοινή έκφραση: «Westward the star of empire takes its way», ενώ στην πραγματικότητα είπε: «Westward the course of empire takes its way»[39]. Επομένως, η μοναδική διαφορά μεταξύ Ομήρου και Αισχίνου είναι ότι ο ρήτωρ αντικατέστησε με την κατάλληλη για τον πεζό λόγο «φήμη» την ιδιαιτέρως ποιητική «ὄσσα»[40].
    Τα στοιχεία τα οποία παρουσίασα είναι ουσιαστικώς όλα όσα μπόρεσα να σταχυολογήσω από όλους τους συγγραφείς πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους που θα μπορούσαν να δείξουν ότι έως το μέσον του 5ου αιώνος ο Όμηρος θεωρείτο ο ποιητής ο οποίος συνέθεσε το σύνολο της πρωίμου επικής ποιήσεως[41]. Ούτε μια καθαρή και σαφής απόδειξη δεν μπορεί να βρεθεί· κάθε μια είναι ασθενής, απίθανη και βασίζεται σε εξεζητημένη ερμηνεία ή εξεζητημένες εικασίες και διορθώσεις του κειμένου.
    Οι λόγοι για τους οποίους πιστεύω ότι οι Έλληνες της καλλίτερης περιόδου της ελληνικής λογοτεχνίας δεν θεωρούσαν τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα των τρωικού και θηβαϊκού κύκλοι είναι σαφείς και πολυάριθμοι:
    1. Ούτε ένας συγγραφέας από την καλλίτερη περίοδο της ελληνικής λογοτεχνίας δεν παραθέτει ούτε έναν στίχο σαν ομηρικό από ολόκληρο τον Κύκλο. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα, λ.χ., «Ο Όμηρος το λέει στη «Θηβαΐδα»», «Ο Όμηρος το λέει στα «Κύπρια»» ενώ παρατίθενται εκατοντάδες στίχοι από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ως λόγοι του Ομήρου.
    2. Κάποιος νέος, ο οποίος είναι ένας εκ των ομιλητών στο «Συμπόσιον» του Ξενοφώντος (iii, 5), το οποίο λαμβάνει χώρα περί το 420 π.Χ., λέει:

ὁ πατὴρ ὁ ἐπιμελούμενος ὅπως ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοίμην ἠνάγκασέ με πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη μαθεῖν· καὶ νῦν δυναίμην ἂν Ἰλιάδα ὅλην καὶ Ὀδύσσειαν ἀπὸ στόματος εἰπεῖν[42].

Στο σημείο αυτό οι λέξεις «πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη» και «Ἰλιάδα ὅλην καὶ Ὀδύσσειαν» χρησιμοποιούνται εναλλακτικώς. Ο Αντισθένης απαντά στον νέο ότι αυτό δεν αποτελεί σπουδαίο επίτευγμα αφ’ ου όλοι οι ραψωδοί έχουν επίσης αποστηθίσει αυτά τα ποιήματα. Κανείς από την ομήγυρη, ούτε καν ο Σωκράτης ο οποίος αρεσκόταν στο να υποδεικνύει σφάλματα ή παραλείψεις, υπαινίχθηκε ότι χρησιμοποιώντας τη φράση «πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη» έπρεπε να αποστηθίσει και άλλα ποιήματα, εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που αποδίδονταν στον Όμηρο. Ο Ξενοφών αποτελεί την καλλίτερη δυνατή πηγή. Είναι αρκετά αρχαίος, εξοικειωμένος με πολλά μέρη, ένας άνθρωπος του κόσμου όπως επίσης και ένας άνθρωπος των γραμμάτων. Μας προσφέρει την κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι ανάμεσα στους μορφωμένους Αθηναίους της εποχής του η ομηρική ποίηση θεωρούταν συνώνυμη της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.
    3. Μια απλή απόδειξη ότι οι Έλληνες της καλλιτέρας περιόδου της ελληνικής λογοτεχνίας δεν θεωρούσαν ποτέ τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα του Κύκλου βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Όμηρος αποτελούσε γι’ αυτούς το ιδανικό της αρίστης ποιήσεως· το να κατορθώσει να την πλησιάσει κάποιος αποτελούσε τον μεγαλύτερο έπαινο τον οποίο μπορούσε να αποσπάσει το έργο μιας μεγαλοφυΐας, ενώ η ποίηση του Κύκλου ήταν γενικότερα περιφρονημένη και παραμελημένη. Μέτρο της μεγάλης εκτιμήσεως την οποία ένοιωθαν για την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και της χαμηλής υπολήψεως που έτρεφαν για τον Κύκλο, φαίνεται στο γεγονός ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια, παρά το μεγάλο μήκος τους, έφθασαν έως εμάς ακέραιες ενώ, ακόμη και αν είχαν χαθεί, οι αναφορές και παραθέσεις χωρίων είναι τόσο άφθονες και τόσο πλήρεις ώστε θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε το γενικό περίγραμμά τους από το υλικό που σώθηκε. Αντιθέτως, τα ποιήματα του Κύκλου είναι τόσο πλήρως χαμένα ώστε εξαρτόμαστε από μια μεταγενέστερη σύντομη πεζή περίληψη για ό,τι πρακτικώς γνωρίζουμε γι’ αυτά. Από μερικά εξ αυτών δεν σώθηκε ούτε ένας στίχος ενώ οι Kinkel και Allen, στην πλήρη και εξαντλητική συλλογή των αποσπασμάτων, δεν παρουσιάζουν ούτε δέκα στίχους από όλον τον Κύκλο οι οποίοι να απαντούν σε έργα συγγραφέων που έζησαν πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους. Εντυπωσιακή απόδειξη για τη διαφορετική υπόληψη την οποία έχαιραν η Ιλιάς και η Οδύσσεια από τον Επικό Κύκλο αποτελεί η παρατήρηση του Kenyon ότι από τα αποσπάσματα γνωστών κλασσικών συγγραφέων που ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο πολύ περισσότερα από τα μισά ανήκουν στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ενώ δεν βρέθηκε ούτε ίχνος των Κυκλικών ποιημάτων. Ο Allen δημοσίευσε ένα αμφισβητούμενο Κυκλικό απόσπασμα από πάπυρο[43].
    Ο λόγος που τα ποιήματα αυτά παραμελήθηκαν στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο οφείλεται στη μικρή ποιητική τους αξία και στη γενικότερη απουσία δημιουργικής ικανότητος. Ως μάρτυρες τούτων θα παρουσιάσω μόνον πέντε αλλά σημαντικούς μάρτυρες. Ο Πρόκλος, στον οποίο οφείλουμε το μεγαλύτερο μέρος της πενιχρούς μας γνώσεως για τον Κύκλο, σημειώνει ότι:

τοῦ ἐπικοῦ κύκλου τὰ ποιήματα διασῴζεται καὶ σπουδάζεται τοῖς πολλοῖς οὐχ οὕτω διὰ τὴν ἀρετὴν ὡς διὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν ἐν αὐτῷ πραγμάτων[44].

Ο Οράτιος ο οποίος, παρ’ όλο που ήταν Ρωμαίος ποιητής, υπήρξε προγενέστερος μεγάλου μέρους των λογιοτέρων Ελλήνων λογοτεχνών, γράφει για τον Όμηρο ότι είναι ο ποιητής με την απόλυτη καλαισθησία, «qui nil molitur inepte»· εν τούτοις δεν μπορεί να μην γελοιοποιήσει τη δημιουργική ματαιοπονία τον Κυκλικών ποιητών και αντιπαραβάλει τη ματαιοπονία αυτή με την αλάνθαστη κρίση του Ομήρου. Ο Καλλίμαχος, ο λόγιος βιβλιοθηκάριος της Αλεξανδρείας, αποκαλεί τον Όμηρο («Επιγράμματα» 8[45]): «θεῖον Ὅμηρον» αλλά σημειώνει επίσης («Επιγράμματα» 30): «ἐχθαίρω τό ποίημα τὸ κυκλικόν…»[46], [47].
    Όσο σημαντικές και αν είναι οι μαρτυρίες αυτές σχετικώς με τη συγκριτική αξία της Ιλιάδος, της Οδύσσειας και του Κύκλου, φαίνονται σαν να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς σώζεται η άποψη του Αριστοτέλους, ενός ανδρός ο οποίος είχε ολόκληρα τα ποιήματα αυτά μπροστά του ενώ διέθετε την ικανότητα να τα αξιολογήσει. Σε όλα τα έργα του για την ποίηση, ο Αριστοτέλης θεωρεί τον Όμηρο ως μοναδικό, το πλέον άριστο παράδειγμα καλαισθησίας, εφευρετικότητος και εκτελέσεως. Αναφερόμενος στην ενότητα της πλοκής, γράφει («Περί ποιητικής» 8):

ὁ δ᾽ Ὅμηρος ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα διαφέρει καὶ τοῦτ᾽ ἔοικεν καλῶς ἰδεῖν, ἤτοι διὰ τέχνην ἢ διὰ φύσιν…[48]

Με τη φράση «ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα διαφέρει», εννοεί ότι υπερέχει των ποιητών του Επικού Κύκλου, ενώ σημειώνει ξανά («Περί ποιητικής» 23):

καὶ ταύτῃ θεσπέσιος ἂν φανείη Ὅμηρος παρὰ τοὺς ἄλλους, τῷ μηδὲ τὸν πόλεμον καίπερ ἔχοντα ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιχειρῆσαι ποιεῖν ὅλον...  οἱ δ᾽ ἄλλοι περὶ ἕνα ποιοῦσι καὶ περὶ ἕνα χρόνον καὶ μίαν πρᾶξιν πολυμερῆ, οἷον ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικρὰν Ἰλιάδα[49].

Παρόμοιες ιδέες αφθονούν στο έργο του Αριστοτέλους, ότι δηλαδή η Ιλιάς και η Οδύσσεια φανερώνουν την ίδια υψηλή ποιητική αξία, τον ίδιο απόλυτο έλεγχο της πλοκής, και σε όλα αυτά τα ζητήματα στέκουν μόνες τους και μακριά από όλα τα ποιήματα του Επικού Κύκλου. Και στον «Παναθηναϊκό» 263 του Ισοκράτους, ένας υποτιθέμενος ομιλητής λέει για μια ομάδα λογοτεχνικών έργων:

βρέθηκε στις Μυκήνες απεικονίζει μια ομάδα σφενδονιστών κοντά σε ένα τείχος να εκτοξεύει βλήματα στους αντιπάλους πολιορκητές [εικόνα 1].



κακῶς εἰδότας ὅτι πλέον ἀπολελειμμένοι τῶν σῶν εἰσιν ἢ τῆς Ὁμήρου δόξης οἱ περὶ τὴν αὐτὴν ἐκείνῳ ποίησιν γεγονότες[50].

Από αυτά τα πρωτογενή στοιχεία καθίσταται προφανές ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια ήταν απολύτως ανόμοιες με τα λοιπά ποιήματα του Κύκλου. Εν τούτοις, εν όψει των ανωτέρω αδιαμφισβητήτων αποδείξεων, μας διαβεβαιώνουν οι κριτικοί με νηφαλιότητα ότι όλα αυτά τα ποιήματα, η Ιλιάς, η Οδύσσεια, η «Θηβαΐς», τα «Κύπρια» και ολόκληρος ο Κύκλος αποτελούσαν απλώς μέρος μιας παρόμοιας μάζας ποιήσεως, όλα φέροντα τα ίδια χαρακτηριστικά και όλα αποδίδονταν στον ίδιο ποιητή, στον Όμηρο. Προσωπικώς, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω καμία σαφή και πειστική αναφορά έστω και ενός μόνου συγγραφέως πριν από τον θάνατο του Αριστοτέλους, ο οποίος να απέδιδε κάποιο ποίημα του Κύκλο στον Όμηρο ή να αμφισβήτησε με οιονδήποτε τρόπο ότι ο Όμηρος συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
    Αξίζει τον κόπο να αντιπαραθέσουμε εναντίον όσων έχουν γραφεί για τον Επικό Κύκλο, από τον Wecker έως τον Wilamowitz, τις δύο αυτές προτάσεις:

ὁ πατὴρ… ἠνάγκασέ με πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη μαθεῖν· καὶ νῦν δυναίμην ἂν Ἰλιάδα ὅλην καὶ Ὀδύσσειαν ἀπὸ στόματος εἰπεῖν,

Ὅμηρος δὲ ἄλλα τε πολλὰ ἄξιος ἐπαινεῖσθαι καὶ δὴ καὶ ὅτι μόνος τῶν ποιητῶν οὐκ ἀγνοεῖ ὃ δεῖ ποιεῖν αὐτόν[51] («Περί ποιητικής» 24).

Τα δύο αυτά χωρία δεν χρειάζεται ούτε να διορθωθούν ούτε να εξηγηθούν καθώς δεν προσφέρουν το αναγκαίο πεδίο για ευφάνταστη και δημιουργική υψηλή κριτική. Αρκούν πάντως ώστε να με πείσουν ότι οι ομηρικές σπουδές δεν έχουν ανάγκη να οικοδομούνται σε αίολες εικασίες όταν διαθέτουν ως θεμέλιο παρόμοια συμπαγή και ξεκάθαρα γεγονότα.
    Η θεωρία των περισσοτέρων κριτικών υποστηρίζει ότι την πρώιμη εποχή της ελληνικής λογοτεχνίας ο Όμηρος αποτελούσε ένα γενικό όνομα στο οποίο αποδιδόταν το σύνολο της πρωίμου επικής ποιήσεως και σταδιακώς, πρώτα το ένα και έπειτα το άλλο ποίημα, αποδόθηκε σε διαφορετικό συγγραφέα έως ότου απέμεινε μόνον με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Έκτοτε ακολούθησε μια περίοδος ευπιστίας η οποία διήρκεσε έως ότου αναλάβει ο Wolf την αποκατάσταση της αληθείας η οποία επί τόσο καιρό παρέμενε εν υπνώσει. Επομένως, ο Wolf ως πνεύμα συγγενεύει προς τους μεγάλους ηγέτες της λογοτεχνίας του Χρυσού Αιώνος. Η πραγματική ιστορία όμως, είναι απολύτως αντίθετη, καθώς ούτε ένας στίχος, ούτε ένα ποίημα του Επικού Κύκλου, δεν αναφέρεται σαφώς ως έργο του Ομήρου παρά μόνον μετά τον θάνατο του Αριστοτέλους. Οι ελάχιστοι στίχοι που συγκεντρώθηκαν από τον Allen υπό τον τίτλο Versus Heroici, οι οποίοι αποδίδονται στον Όμηρο αλλά δεν εμφανίζονται στην Ιλιάδα ή στην Οδύσσεια, αποτελούν προσαρμογές ή εσφαλμένες παραθέσεις στίχων οι οποίοι δεν υπάρχουν στην κανονική έκδοση. Δεν χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι παρόμοιες αναφορές πρέπει να αντιμετωπίζονται με εξαιρετική προσοχή διότι ακόμη και άριστοι συγγραφείς, οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως επιμελείς, υποπίπτουν σε σοβαρά σφάλματα. Θα επιθυμούσα να παραθέσω δύο ακόμη παραδείγματα σε όσα έχω ήδη αναφέρει: όταν ο Macaulay έγραψε για την Edinburgh Review μια βιβλιοκριτική για το Warren Hastings του Gleig, αναφέρθηκε με μεγάλη περιφρόνηση στη λογοτεχνική κατωτερότητα του The Vicar of Wakefield ενώ ήθελε να γράψει The History of Greece. Ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει πως κατάφερε να γράψει κάτι ενώ πίστευε ότι είχε γράψει κάτι διαφορετικό. Το πλέον αξιοσημείωτο παρόμοιο σφάλμα το οποίο γνωρίζω, είναι όταν παραθέτει ο Moore χωρίο από τον Don Juan IV, 4 του Βύρωνος σαν να ανήκει στον Σαίξπηρ ενώ είχε ήδη παραθέσει το χωρίο με τη σωστή αναφορά όταν έγραψε το Life of Byron[52].
    Το πρώτο ποίημα το οποίο αποδίδεται σαφώς στον Όμηρο από έναν αξιόπιστο συγγραφέα, πλην των δύο μεγάλων επών, είναι ο ύμνος «Εις Απόλλωνα» όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (Γ΄, 104). Ο «Μαργίτης» μια σάτιρα ή φιλολογική καρικατούρα, θεωρείτο ομηρική από τον Αριστοτέλη [«Περί ποιητικής» 4], ο οποίος μάλλον απηχεί μια ήδη υπάρχουσα παράδοση αν και τα στοιχεία ότι οι Αρχίλοχος και Αριστοφάνης θεωρούσαν αυτό το ποίημα ως ομηρικό είναι εξαιρετικώς ανεπαρκή. Τα πρώτα ποιήματα τα οποία αποδίδονται στον συγγραφέα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας ήταν αυτά τα μικρά ποιήματα αγνώστου προελεύσεως και εν συνεχεία περισσότερα αποδόθηκαν στο σπουδαίο όνομά του έως ότου, στο φιλολογικό σκότος το οποίο επακολούθησε, ο Όμηρος να θεωρείται σαν πηγή όλης της πρώιμης ποιήσεως. Η σύγκριση των ποιημάτων τα οποία θεωρούνταν ομηρικά από τους Ξενοφώντα, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, με αυτά που αναφέρονται στον «Σουΐδα», καταδεικνύει τον δρόμο που ακολουθούσε το ρεύμα και ξεκάθαρα υποδεικνύει κατά πόσον τα ποιήματα αφαιρέθηκαν ή προστέθηκαν στο όνομα του Ομήρου. Αδυνατούμε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους αδαείς ισχυρισμούς μεταγενέστερων συγγραφέων και παραμερίζοντας τις σαφείς αναφορές των επιφανεστέρων λογίων της Αλεξανδρείας και των Αθηνών, να καταλήξουμε στην αλήθεια. Ο «Σουΐδας», ο Τζέτζης και ο Αιλιανός δεν αποτελούν εξ ίσου αξιόπιστους μάρτυρες για την Ελλάδα του 5ου αιώνος όπως ο Ισοκράτης, ο Ξενοφών, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.







[1] [Δ. Λαέρτιος Α΄, 48, Ηρόδοτος Ε΄, 94, Δ. Σικελιώτης ΙΣΤ΄, 23, 5].
[2] [Πρόκειται για την «Odusia» του Λευκίου Λιβίου Ανδρονίκου η οποία μεταφράστηκε περί το 250 π.Χ. και σώζονται 46 στίχοι. Ασφαλώς, υφίστανται αρχαιότερες επιγραφές].
[3] Kenyon, Journal of Hellenic Studies, 1919, 1 επ.
[4] Howes, “Homeric quotations in Plato and Aristotle”, Harvard Studies, VI, 155. Στον Αισχύλο παραπέμπει στην «Πολιτεία» Β΄, 362a και στον Ευριπίδη στον νόθο «Αλκιβιάδη» Β΄, 151b.
[5] [«Ο οποίος δεν επιχειρεί τίποτε εσφαλμένα»].
[6] [Βλεπίσης, “Was Homer contemporary with the Trojan War?”, The Classical Journal, 22 (1927), 295-297].
[7] “Sidon and the Sidonians in Homer”, Classical Journal, 14 (1919), 525-526.
[8] [«Από την αρχή, όπως λέει ο Όμηρος, αφ’ ου όλοι από αυτόν μάθαμε»].
[9] [Για παρόμοιο παράδειγμα βλεπίσης, “Keats and the Epic Cycle”, The Classical Journal, 18 (1923), 569-570].


[10] [«Έργα και ημέραι» 121-123 στον «Κρατύλο» 397e και στην «Πολιτεία» Ε΄, 469a].


[11] [Για παράδειγμα, στον «Ίωνα» 538c συγχωνεύει σε έναν στίχο τους Λ 640 και 630].


[12] [Ο Scott μάλλον αναφέρεται στην «Πολιτεία» Γ΄, 389e όπου ο Πλάτων παραθέτει δύο στίχους από διαφορετικές ραψωδίες της Ιλιάδος (Γ 8 και Δ 431) μαζί, σαν να ακολουθεί ο ένας τον άλλον].


[13] “Homer as the Poet of the Thebais”, Classical Philology, 16 (1921), 20-26. [Βλ. επίσης, “The Callinus of Pausanias ix, 9. 5”, Classical Philology, 17 (1922), 358-360].
[14] [«Για τον πόλεμο αυτό συντέθηκε και το έπος «Θηβαΐς». Ο Καλαίνος, αναφερόμενος στο ποίημα αυτό, λέει ότι το συνέθεσε ο Όμηρος και μετά τον Καλαίνο και άλλοι πολλοί άξιοι λόγου τα ίδια υποστήριξαν. Εγώ το ποίημα αυτό, μετά την Ιλιάδα και το έπος του Οδυσσέως, το επαινώ περισσότερο»].
[15] [Ο JTSheppardThe Classical Review, 36 (1922), 169 παρατηρεί ότι ο Παυσανίας Η΄, 25, 4 αναφέρει ότι ο Αντίμαχος «ἐπιστρατείαν Ἀργείων ποιήσας ἐς Θήβας», δηλαδή: «για την εκστρατεία των Αργείων στη Θήβα έγραψε ποίημα», χωρίς να σημειώνει ότι το ποίημα αυτό ονομάζεται «Θηβαΐς». Λίγες γραμμές παρακάτω (Η΄, 25, 8-9), ο Παυσανίας παραθέτει στίχους από την Ιλιάδα, τη «Θηβαΐδα» και τον Αντίμαχο. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο περιηγητής ξεχωρίζει την (παλαιά) «Θηβαΐδα» από το ποίημα του Αντιμάχου (το οποίο επίσης ονομάζεται «Θηβαΐς»). Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Sheppard σημειώνει ότι τα επιχειρήματα του Scott τα οποία καταδεικνύουν ότι οι παλαιότεροι Έλληνες δεν θεωρούσαν τον Όμηρο σαν τον ποιητή του Επικού Κύκλου, είναι πειστικά].


[16] [«Γιατί ο Κλεισθένης πολεμώντας τους Αργείους απαγόρευσε στους ραψωδούς στη Σικυώνα να απαγγέλουν τα ομηρικά έπη διότι αυτά υμνούν κυρίως το Άργος και τους Αργείους…»].


[17] [Homerische Untersuchungen, Βερολίνο 1884].
[18] [«Σε πολλές νήσους και σε όλο το Άργος βασιλεύει»].
[19] [«Οι άρχοντες των Αργείων, τόσο πολύ χάρηκαν επειδή το γένος τους εγκωμιάσθηκε από τον ενδοξότατο των ποιητών, ώστε τον τίμησαν με πολυτελή δώρα και ανήγειραν χάλκινο άγαλμά του ενώ ψήφισαν να τελείται προς τιμήν του Ομήρου θυσία κάθε ημέρα, κάθε μήνα και κάθε έτος ενώ και άλλη θυσία κάθε πενταετία [ψήφισαν] να αποστέλλουν στη Χίο. Στο άγαλμά του, σκάλισαν αυτήν την επιγραφή: Αυτός είναι ο θείος Όμηρος, ο οποίος την ένδοξη Ελλάδα ολόκληρη κόσμησε με την καλλιεπή τέχνη του, και περισσότερο τους Αργείους οι οποίοι τη θεόκτιστη Τροία ταπείνωσαν ως τιμωρία για την ομορφομαλλούσα Ελένη. Γι’ αυτόν τον λόγο ο δήμος μιας μεγάλης πόλεως έστησε το άγαλμα αυτού εδώ και τιμές του προσδίδει οι οποίες αρμόζουν στους αθανάτους θεούς»].
[20] [«Όταν οι Αργείοι με τον Πολυνείκη κατά της Θήβας εκστράτευσαν, σκοτώθηκαν και έμεναν άταφοι, εμείς εκστρατεύσαμε κατά των Καδμείων, πήραμε τα πτώματα των νεκρών και τα θάψαμε στη δική μας γη, στην Ελευσίνα»].


[21] [“Antigonus and the Homeric authorship of the Thebais”, The Classical Journal, 16 (1921), 367-368].
[22] [«Γι’ αυτό λοιπόν και ο ποιητής έγραψε αυτά που επαναλαμβάνονται συχνά…»].
[23] [“Whom did the Greek mean by ‘The Poet’?”, The Classical Journal, 17 (1922), 330].


[24] [Ο Edward Fitch, “Homerica”, The Classical Journal, 17 (1921), 94-95, σημειώνει ότι ο Αντίγονος (7) αποδίδει στον ανώνυμο ποιητή, τον οποίο αποκαλεί «πολυπράγμονα», τον στίχο 57 του Ομηρικού Ύμνου «Εις Ερμήν» ενώ λίγο κατωτέρω (24), στον ανώνυμο ποιητή, τον οποίο επίσης ο Αντίγονος αποκαλεί «πολυπράγμων», αποδίδεται ο στίχος ξ 31 της Οδύσσειας. Επομένως, επισημαίνει ο Fitch, ο «ποιητής» στο κεφ. 25 δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Όμηρο. Σε αυτό μπορώ να απαντήσω ότι ο ποιητής στο κεφ. 25 δεν αποκαλείται «πολυπράγμων» ενώ λίγο ανωτέρω (21), ξανά σε ένα απόσπασμα για τον πολύποδα, ο ανώνυμος ποιητής ήταν ο Ησίοδος. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι δύσκολα μπορεί να αποδοθεί ο εν λόγω στίχος στον Όμηρο].
[25] [Die Ilias und HomerΒερολίνο 1916].


[26] [«Πιστεύω ότι και του Ομήρου η ποίηση έλαβε τέτοια δόξα επειδή ορθώς εγκωμίαζε αυτούς που πολέμησαν εναντίον των βαρβάρων, γι’ αυτό επιθύμησαν οι προγονοί μας να τιμήσουν την τέχνη του και στους μουσικούς αγώνες και στην εκπαίδευση των νεωτέρων…»].


[27] [Ο «Αγών», όπως σώζεται σήμερα, ανήκει στη ρωμαϊκή εποχή. Εν τούτοις, ανακαλύφθηκε πάπυρος του 3ου αιώνος π.Χ. ο οποίος περιέχει απόσπασμα του «Αγώνος», το κείμενο του οποίου συμφωνεί σε γενικές γραμμές με αυτό της ρωμαϊκής περιόδου. Επομένως, το κείμενο είναι αρχαιότερο και αναθεωρήθηκε την εποχή του Αδριανού χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς τις μεταβολές τις οποίες υπέστη].


[28] [Τα ελληνικά παραθέτει ο Scott].
[29] [Το κείμενο στην ελληνική από τον Scott].
[30] [«Από όλους τους ποιητές, οι Αργείοι τα πρωτεία στον Όμηρο έδωσαν, όλους τους άλλους θεωρώντας δευτέρους αυτού. Όταν θυσιάζουν, επικαλούνται τον Απόλλωνα και τον Όμηρο. Λέγεται επίσης και αυτό, ότι επειδή δεν είχε τους πόρους να προικήσει τη θυγατέρα του, της έδωσε ως προίκα τα «Κύπρια». Και ο Πίνδαρος συμφωνεί σε αυτό»].
[31] [Βλ. επίσης, “Miscellaneous notes from Aelian”, The Classical Journal, 24 (1929), 375-376, όπου ο Scott σημειώνει ότι ο Αιλιανός αναφέρει τον Όμηρο μόνον ως ποιητή της Ιλιάδος και της Οδύσσειας και δεν του αποδίδει κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα].


[32] [“Athenaeus on Aeschylus and Homer”, The Classical Journal, 16 (1921), 302-303. Βλ. επίσης “Aeschylus, Homer and the Cycle”, The Classical Journal, 19 (1924), 507-508, όπου ο Scott αναφέρει την παρατήρηση του Βίκτωρος Ουγκώ ότι όλοι οι αρχαίοι τραγικοί αντλούν νερό από το ποτάμι του Ομήρου].


[33] [«Ο Ουλπιανός ο οποίος λάτρευε τη χύτρα… δεν έτρωγε τίποτε απ’ αυτά που πρέπει ένας άνθρωπος να τρώει, αλλά παρατηρούσε όσους έτρωγαν αν τυχόν ξέχασαν ένα κομμάτι από κόκκαλο ή ένα κομμάτι από τον χόνδρο από όσα παρατέθηκαν στο τραπέζι, μην έχοντας στο νου του τα λεγόμενα του καλού και λαμπρού Αισχύλου, ότι οι τραγωδίες του αποτελούν τεμάχια από τα μεγάλα δείπνα του Ομήρου»].


[34] [«Ο Αισχύλος, όταν κάποτε ηττήθηκε άδικα… είπε ότι αναθέτει τις τραγωδίες του στον χρόνο, ο οποίος και θα του προσφέρει την προσήκουσα τιμή»].


[35] [Ο Sheppard, ό.π. σελ. 169-170, συμφωνεί με τον Scott ότι το χωρίο αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι παλαιοί Έλληνες θεωρούσαν τον Όμηρο σαν τον συγγραφέα του Επικού Κύκλου. Ερμηνεύει όμως το χωρίο διαφορετικά. Κατά την άποψή του, ο Αισχύλος δεν αναφέρεται στο υλικό που χρησιμοποιεί (όπως πιστεύει ο Scott) αλλά στην τεχνική, δηλαδή ότι αναγνωρίζει τον Όμηρο σαν δάσκαλό του. Ο Max Radin, “Homer and Aeschylus”, The Classical Journal, 17 (1922), 332-334, συμφωνεί με τη μετάφραση της λέξεως «τεμάχη» από τον Scott αλλά θεωρεί ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο το χωρίο δεν είναι σαφής ώστε να διαπιστώσουμε αν αποδίδει ή όχι τον Επικό Κύκλο στον Όμηρο. Σε κάθε περίπτωση όμως, επισημαίνει ο Radin, ο Αισχύλος δεν άφησε ούτε επιστολές ούτε απομνημονεύματα. Επομένως, το χωρίο αυτό προέρχεται από κάποιον μεταγενέστερο συγγραφέα, πιθανώς τον Χαμαιλέοντα τον Ηρακλεώτη, ο οποίος έγραψε για τον Αισχύλο και στον οποίο παραπέμπει συχνά ο Αθήναιος όταν αναφέρεται στον Αθηναίο τραγικό. Στην καλλίτερη περίπτωση λοιπόν, πρόκειται για κάποιο ανέκδοτο το οποίο κυκλοφορούσε με το όνομα του Αισχύλου δύο αιώνες μετά τον θάνατό του].
[36] Η καύχηση του Αισχύλου ότι «αναθέτει τις τραγωδίες του στον χρόνο, ο οποίος και θα του προσφέρει την προσήκουσα τιμή» μου υποδείχθηκε από τον Καθηγητή Ivan MLinforth.


[37] [«Ο οποίος στο δόρυ όλους τους νέους νικούσε, το οποίο εκσφενδόνησε πάνω στον Αναύριο από την πλούσια σε κρασί Ιωλκό και τον στροβίλισε· γιατί έτσι ο Όμηρος και ο Στησίχορος τραγούδησαν στους λαούς»].


[38] [Στην παρούσα παράγραφο, ο Scott παραθέτει τα κείμενα στην ελληνική].


[39] [Η φράση που σημαίνει: «Δυτικά το άστρο της αυτοκρατορίας βρίσκει τον δρόμο του» ή, ορθώς, «Δυτικά η πορεία της αυτοκρατορίας βρίσκει τον δρόμο της», συμβόλιζε στις Ηνωμένες Πολιτείες το πεπρωμένο της χώρας να επεκταθεί δυτικώς έως τον ωκεανό. Προς τιμήν του επισκόπου Berkeley ονομάστηκε το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Berkeley].


[40] [Στο “Aeschines and two Homeric quotations”, The Classical Journal, 25 (1929), 234-235, o Scott αναφέρει ότι ο Αισχίνης στον «Κατά Κτησιφώντος» 231 γράφει: «τὸν Θερσίτην… ὅτι φησὶν Ὅμηρος ἄνανδρον αὐτὸν εἶναι καὶ συκοφάντην» δηλαδή: «τον Θερσίτη… για τον οποίο είπε ο Όμηρος ότι είναι άνανδρος και συκοφάντης». Ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί τις λέξεις αυτές για τον Θερσίτη ενώ η λέξη «συκοφάντης» είναι σαφώς μη ομηρική. Εν τούτοις, η περιγραφή του Αισχίνου ταιριάζει απολύτως στον Θερσίτη που συναντούμε στην Ιλιάδα].
[41] [Σε νεότερες μελέτες του Scott αναφέρεται η στάση μεταγενεστέρων Ελλήνων συγγραφέων. Ήδη αναφέραμε ότι στο “Miscellaneous notes from Aelian” ό.π. ο Scott σημειώνει ότι ο Αιλιανός αναφέρει τον Όμηρο μόνον ως ποιητή της Ιλιάδος και της Οδύσσειας και δεν του αποδίδει κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα. Στο “Dio Chrysostom and the Homeric origin of the Cycle”, The Classical Journal, 19 (1924), 315-316, ο Scott σημειώνει ότι ο Δίων, αν και μας πληροφορεί ότι ο Αλέξανδρος γνώριζε απ’ έξω την Ιλιάδα και μεγάλο μέρος της Οδύσσειας, ποτέ δεν υπαινίσσεται ότι ο Όμηρος συνέθεσε κάποια από τα ποιήματα του Κύκλου. Αντιθέτως, επισημαίνει ότι ο Όμηρος δεν έγραψε για τον θάνατο του Αχιλλέως, του Μέμνονος, του Αντιλόχου ή του Πάριδος, ούτε για την αρπαγή της Ελένης ή την άλωση της Τροίας. Όλα τα θέματα αυτά, αποτελούσαν τον πυρήνα του Επικού Κύκλου. Στο “Homer and the Epic Cycle”, The Classical Journal, 19 (1924), 446, ο Scott σημειώνει ότι ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός αναφέρει ότι ο Όμηρος δεν εξιστόρησε την εκστρατεία των Αμαζόνων στην Τροία, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά τον θάνατο του Έκτορος και αποτελεί το θέμα της «Αιθιοπίδος». Επίσης, στο “Apollodorus and Homer”, The Classical Journal, 23 (1927), 211-213, επισημαίνει ότι ο Απολλόδωρος (ο οποίος συνέταξε ένα αξιόπιστο εγχειρίδιο μυθολογίας), αποδίδει στον Όμηρο μόνον την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και ποτέ κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα. Στο “Diodorus and Homer”, The Classical Journal, 22 (1927), 540-541, σημειώνει ότι ο Διόδωρος ο Σικελιώτης θαυμάζει τον Όμηρο αλλά δεν του αποδίδει κανένα από τα Κυκλικά ποιήματα. Βλ. επίσης, “Theocritus and Homer”, The Classical Journal, 23 (1927), 213].
[42] [«Ο πατέρας μου, προσπαθώντας να με κάνει καλό άνθρωπο, με ανάγκασε να απομνημονεύσω όλα τα έπη του Ομήρου, γι’ αυτό και τώρα μπορώ να απαγγείλω και την Ιλιάδα όλη και την Οδύσσεια απ’ έξω»].


[43] [Ο Scott μάλλον αναφέρεται στο απόσπασμα 2 της «Αιθιοπίδος». Δεν εντοπίσαμε άλλα αποσπάσματα από την Οξύρυγχο στην πρόσφατη έκδοση του Κύκλου από τον Loeb].


[44] [«Τα ποιήματα του Επικού Κύκλου διασώθηκαν και μελετήθηκαν από πολλούς όχι τόσο για την ποιητική τους αξία αλλά λόγω της ακολουθίας με την οποία παρουσιάζουν αυτά [παραδόσεις και μυθολογία] τα οποία πραγματεύονται». Απόσπασμα από τη «Βιβλιοθήκη» 319a30 του Φωτίου, όπου ο Φώτιος παραθέτει σχόλιο του ιδίου του Πρόκλου].
[45] [Ο Scott παραπέμπει στο 61ο επίγραμμα· εμείς χρησιμοποιούμε την έκδοση του Loeb. Υπάρχει επίσης η γραφή: «θεῖον ἀοιδόν» η οποία δεν μεταβάλλει το νόημα του επιγράμματος].
[46] [«Απεχθάνομαι τα κυκλικά ποιήματα»].


[47] […]
[48] [«Ο Όμηρος όμως, όπως υπερέχει και στα υπόλοιπα, έτσι και αυτό καλά κατάλαβε, είτε από την τέχνη του είτε από τη φύση του»].


[49] [«Και εδώ φαίνεται θεσπέσιος ο Όμηρος δίπλα στους άλλους καθώς δεν προσπαθεί τον τρωικό πόλεμο, ο οποίος έχει αρχή και τέλος, να τον διηγηθεί ολόκληρο σε ένα ποίημα… οι άλλοι ποιητές διάλεξαν μια μόνη περίοδο ή έναν μόνον ήρωα ή μια μόνη πράξη αλλά με πολλά μέρη, όπως αυτός που συνέθεσε τα «Κύπρια» και τη «Μικρά Ιλιάδα»»].


[50] [«Χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το έργο τους είναι τόσο κατώτερο του δικού σου όσο είναι κατώτεροι της δόξης του Ομήρου αυτοί οι οποίοι προσπάθησαν να συνθέσουν σε ποιήματα παρόμοια μυθικά θέματα με τα δικά του»].
[51] [«Ο Όμηρος είναι άξιος για πολλά να επαινείται αλλά κυρίως γι’ αυτό, ότι είναι ο μόνος από τους ποιητές ο οποίος δεν αγνοεί ποια είναι η θέση του στο ποίημα»].
[52] Table talk of Samuel RogersΛονδίνο 1903, 223. 

John A. Scott, Η ενότητα του Ομήρου, Κεφάλαιο B΄ Τα επιχειρήματα του WOLF





[Ο πρώτος ο οποίος έθεσε το Ομηρικό Ζήτημα όπως το γνωρίζουμε σήμερα υπήρξε ο Wolf το 1795 στο έργο του Prolegomena Volumen I. Ο Wolf στήριξε τη θεωρία του σε τρία σημεία: α) δεν υπήρχε γραφή την εποχή του Ομήρου, β) τόσο μεγάλα ποιήματα δεν μπορούσαν να απαγγελθούν ολόκληρα ενώ δεν θα υπήρχε καμία κατάλληλη περίσταση για την απαγγελία τους, γ) τα ομηρικά έπη έλαβαν τη σημερινή τους μορφή την εποχή του Πεισιστράτου στην Αθήνα, όπου διάφορα τραγούδια ενώθηκαν σε επικά σύνολα από μια επιτροπή. Το πρώτο επιχείρημα (ήδη την εποχή του Scott) είχε καταρριφθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Για το δεύτερο επιχείρημα σημειώνει ότι, όπως στην εποχή του τα μυθιστορήματα δημοσιεύονταν σε συνέχειες σε περιοδικά, έτσι και τα έπη θα μπορούσαν να απαγγέλλονται σε συνέχειες. Επίσης, οι Αθηναίοι της κλασσικής εποχής παρακολουθούσαν τέσσερα θεατρικά έργα κάθε ημέρα επί τρεις ημέρες στα εν άστει Διονύσια, επομένως οι Έλληνες φαίνεται ότι ήταν εξοικειωμένοι με μακρές απαγγελίες. Την ανάλυση του τελευταίου επιχειρήματος τη διαιρεί σε δύο σκέλη. Στο πρώτο εξηγεί ότι σε κανένα μέρος των επών δεν εκθειάζεται η Αθήνα, ο ηγέτης της Μενεσθεύς μιλά μόνον μια φορά προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια του Αίαντος ενώ τον επιπλήττει ο Αγαμέμνων χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Αν οι Αθηναίοι είχαν επιμεληθεί τα έπη, δεν θα παρουσίαζαν μια τόσο αδιάφορη εικόνα της πόλεώς τους. Στο δεύτερο σκέλος αναλύει ότι η Αθήνα την εποχή του Πεισιστράτου δεν αποτελούσε πολιτική ή στρατιωτική δύναμη ενώ στον πολιτιστικό τομέα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ποια πιθανότητα υπήρχε η πόλη αυτή να καταφέρει να επιβάλει την ιδική της έκδοση των ομηρικών επών σε ολόκληρο τον ελληνισμό; Ενώ οι λόγιοι της Αλεξανδρείας αναφέρεται ότι συμβουλεύθηκαν διάφορα χειρόγραφα (ακόμη από τη Σινώπη και τη Μασσαλία) δεν αναφέρεται ποτέ κάποιο αθηναϊκό. Η πληροφορία για τον Πεισίστρατο είναι πολύ μεταγενέστερη καθώς προέρχεται από τον Κικέρωνα. Η αρχαιότητα των ομηρικών επών πάντως, αποδεικνύεται από τη χρήση του δίγαμμα, το οποίο έπαψε να χρησιμοποιείται στην ιωνική διάλεκτο πολύ πριν από την εποχή του Πεισιστράτου. Αν είχε πράγματι συγκληθεί επιτροπή για την έκδοση των ομηρικών επών, τα μετρικά λάθη που προκαλούσε η χρήση του δίγαμμα θα είχαν διορθωθεί].

~~~~~~~~~~
Με τον Αριστοτέλη τα έργα των δημιουργικών μεγαλοφυών κατά το μεγαλύτερο μέρος έπαυσαν και το έτος του θανάτου του, το 322 π.Χ., ολοκληρώνει αυτή τη μακρά και λαμπρή περίοδο που είναι κοινώς γνωστή ως Κλασσική Ελλάς. Κανένα απολύτως στοιχείο δεν βρέθηκε ποτέ ότι κατά τη διάρκεια της κλασσικής περιόδου κάποιος αμφισβήτησε την ενότητα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας ή ισχυρίστηκε ότι δεν αποτελούσαν έργο του ιδίου ποιητού, και ότι ο ποιητής αυτός δεν ήταν ο Όμηρος. Κατά τα επόμενα έτη οι Έλληνες απώλεσαν την ανεξαρτησία τους και, εξ αιτίας της ελλείψεως πολιτικής πρωτοβουλίας και της δημιουργικής επιρροής που ασκούσε αυτή, προσανατολίστηκαν είτε σε φιλολογικά ζητήματα είτε στο να ασκούν τα μεγάλα προσόντα τους στην ευφυή επιχειρηματολογία. Μια από αυτές τις ευφυείς ασκήσεις της δυνάμεως της λογικής ήταν η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια ανήκαν σε διαφορετικούς συγγραφείς. Δεν φαίνεται να προσπάθησαν να βρουν ποιοι ήταν οι δύο αυτοί συγγραφείς αλλά αρκούνταν στην παραγωγή ποικίλων επιχειρημάτων. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον τα επιχειρήματα αυτά εκλαμβάνονταν σοβαρά ή απλώς αποτελούσαν μια προσπάθεια να εφαρμοστεί στον Όμηρο αυτή η περίφημη ικανότητα αποδείξεως και των δύο απαντήσεων κάθε ερωτήματος. Ο μεγαλύτερος των Αλεξανδρινών λογίων, ο Αρίσταρχος, έγραψε απαντήσεις τις οποίες ονόμασε «Προς το Ξένωνος παράδοξον» σαν να θεωρούσε τα λεγόμενα «χωριστικά επιχειρήματα» απλές σοφιστικές προσπάθειες να αποδειχθεί το απίθανο ή το αδύνατο.


    Τα επιχειρήματα αυτά φαίνεται ότι θεωρούνταν αποκλειστικώς σαν ρητορικές ασκήσεις και δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι επηρέασαν τη μελέτη του Ομήρου. Ο Σενέκας, «De brevitate vitae» 13, αναφέρεται σε αυτήν τη διαστροφή που είχε προσκολλήσει τους Έλληνες στο να αναρωτιούνται: «Πόσους άνδρες είχε ο Οδυσσεύς;», «Ποια συντέθηκε νωρίτερα, η Ιλιάς ή η Οδύσσεια;», «Συνέθεσε ο ίδιος ποιητής αμφότερα τα ποιήματα;» Ο Λουκιανός, ο σημαντικότερος Έλληνας συγγραφέας του 2ου αιώνος μ.Χ., φαντάζεται ότι έγινε δεκτός από το ιερό πρόσωπο του Ομήρου, τον οποίο ερωτούσε σχετικώς με τα αμφισβητούμενα γεγονότα της ζωής και του έργου του. Ο Λουκιανός μαθαίνει από τον ίδιο τον ποιητή την καταγωγή του και τον λόγο για τον οποίο ξεκινά το ποίημα με την οργή. Μαθαίνει ότι οι στίχοι που απορρίπτονταν από τους Αλεξανδρινούς είναι γνήσιοι, ότι η Ιλιάς συντέθηκε πριν από την Οδύσσεια και από την παρατήρησή του καταλαβαίνει ότι ο ποιητής δεν ήταν τυφλός («Αληθής Ιστορία» Β΄, 20). Στον Λουκιανό δεν καταγράφεται η παραμικρή αμφιβολία για την πατρότητα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Ο συγγραφέας του «Περί Ύψους», μιας μελέτης λογοτεχνικής κριτικής που παλαιότερα αποδιδόταν στον Λογγίνο, σε μια περίτεχνη ανάλυση των χαρακτηριστικών της ομηρικής ποιήσεως, δεν προσφέρει ούτε καν μια νύξη που να μπορεί να αποδώσει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε διαφορετικό ποιητή.

    Η παντελής απουσία οπαδών καθώς επίσης το γεγονός ότι τα επιχειρήματα των χωριζόντων καλούνται από τον Αρίσταρχο «παράδοξα» και αναφέρονται από τον Σενέκα ως παράδειγμα ελληνικής διαστροφής στο να αναζητούνται παράλογα ζητήματα προς επιχειρηματολογία, όπως επίσης η σιωπή των Λουκιανού και Λογγίνου, με πείθουν ότι το λεγόμενο «χωριστικό ζήτημα» της πρώιμης Αλεξανδρινής περιόδου αποτελούσε απλώς επίδειξη επιχειρηματολογίας, μια διαλεκτική άσκηση, και δεν μοιραζόταν κοινό έδαφος με τη φιλολογική κριτική. Πλην των παντελώς ματαίων και ακάρπων παραδόξων συλλογισμών του Ξένωνος και του Ελλανίκου δεν γνωρίζουμε κανένα άλλο επιχείρημα είτε από Έλληνα είτε από Λατίνο συγγραφέα που να προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ο δημιουργός και της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.

    Μερικοί ίσως είχαν διατυπώσει νωρίτερα αρκετές ή όλες τις απόψεις του αλλά το Ομηρικό Ζήτημα ετέθη με οριστικό και επιστημονικό τρόπο από τον Φρειδερίκο Αύγουστο Wolf στα περίφημα Prolegomena Volumen I, που εκδόθηκαν το 1795, η επιρροή των οποίων διαπέρασε όλους τους τομείς της κλασσικής και βιβλικής λογοτεχνίας. Δύο περιστάσεις συνέβαλλαν στη μεγάλη σπουδαιότητα του έργου του Wolf: πρώτον, εκδόθηκε την εποχή που η Γαλλική Επανάσταση γέμιζε τον κόσμο με γενικότερο σκεπτικισμό και δυσπιστία στις κληρονομικές αντιλήψεις και στους υπάρχοντες θεσμούς. Όλα έπεφταν στον λέβητα της αμφιβολίας. Οι ηγέτες αυτού του κινήματος, με την αποθέωση του κοινού ανθρώπου, της μάζας, ένοιωσαν ότι έπρεπε να προκαλέσουν την άποψη ότι υπάρχει μεγαλοφυής νους και να αποδείξουν πως ό,τι θεωρείται έργο ενός υπερανθρώπου ήταν, στην πραγματικότητα, η δημιουργία του συνόλου, ο καρπός του οποίου αποσπάσθηκε βιαίως εξ αυτού. Οι Ιλιάς και Οδύσσεια δεν ήταν τίποτε περισσότερο από λαϊκή ποίηση, η ποιητική έκφραση ενός ολοκλήρου λαού, και όχι η δημιουργία μιας υπερέχουσας μεγαλοφυΐας. Αργότερα ο Μαρξ, υπό την ίδια επήρεια, υποστήριξε ότι όλος ο πλούτος παράγεται από τον εργάτη, τον κοινό άνθρωπο, και ότι λίγοι χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους ή εκμεταλλεύονται την εργασία των πολλών. Με έναν περίπου παρόμοιο τρόπο, θεωρήθηκε ότι η επική ποίηση απετέλεσε τη δημιουργία ενός ολοκλήρου λαού και ότι ένας πραγματικός ή υποθετικός Όμηρος αποστέρησε τον λαό από την ποίησή του.

    Ο δεύτερος λόγος που συνέβαλε στην τεράστια δημοτικότητα του Ομηρικού Ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι για περίπου 125 έτη ορισμένοι τύποι πανεπιστημίων και ορισμένοι τύποι επιστήμης κυριάρχησαν στη μάθηση του κόσμου. Σε αυτά τα πανεπιστήμια οι προαγωγές γενικώς πραγματοποιούνταν σε ακριβή αναλογία με τον αριθμό σελίδων των άρθρων, φυλλαδίων ή βιβλίων που είχαν εκδοθεί. Κατέληξε σχεδόν να θεωρείται αξιόποινη πράξη το να πεις για κάποιον καθηγητή: «Είναι ένας εμπνευσμένος δάσκαλος», το οποίο είναι σαν να λες για μια γυναίκα: «Είναι καλόκαρδη» ή «She means well»[1]. Ο πραγματικός έπαινος είναι να πεις γι’ αυτόν: «Είναι ένας παραγωγικός πανεπιστημιακός». «Παραγωγικός πανεπιστημιακός» είναι αυτός που εκδίδει συγκεκριμένο αριθμό σελίδων κάθε χρόνο, σελίδες που πάντα αριθμούνται αλλά σπανίως αξιολογούνται. Το Ομηρικό Ζήτημα προσέφερε ανεξάντλητο υλικό για αναρίθμητες σελίδες. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις τι έγραψαν οι άλλοι αφ’ ου μπορείς πάντα να διατυπώσεις μια καινούργια δική σου θεωρία. Δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις τον Όμηρο[2]. Το μόνο που χρειάζεται είναι χαρτί, μελάνι και θράσος. Καθένας μπορεί να γίνει εκατομμυριούχος χωρίς να χρειαστεί κεφάλαιο για να ξεκινήσει την επιχείρησή του. Το πεδίο είναι ανεξάντλητο· μπορεί είτε να σχολιάσει τι είπε ο Όμηρος είτε, αν δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει τι έγραψε ο Όμηρος, να γράψει ένα βιβλίο για ό,τι έπρεπε να πει. Ο Wilamowitz, ο πλέον ριζικός των κριτικών, πρακτικώς απορρίπτει όλη την Ιλιάδα που μας παραδόθηκε και ανασυνθέτει μια καινούργια Ιλιάδα: «μια Ιλιάδα αντάξια ενός μεγάλου ποιητού». Η τεράστια δημοτικότητα του Ομηρικού Ζητήματος έγκειται κατά μεγάλο μέρος στο γεγονός ότι δεν έθετε κανέναν φραγμό στην εφευρετική ή δημιουργική και παραγωγική έμπνευση των πανεπιστημιακών. Δεν αποτελούσε προϋπόθεση η γνώση του ζητήματος που αναλυόταν διότι κάποιος μπορούσε πάντα να αποφύγει την κατηγορία ότι αγνοούσε τον Όμηρο καθώς οι στίχοι που αναφέρονταν εναντίον του είχαν απορριφθεί από ολόκληρη σειρά κριτικών. Αφ’ ου κάθε στίχος του Ομήρου είχε κηρυχτεί μεταγενέστερος από κάποια υψηλή αυθεντία, η απάντηση ήταν πάντα έτοιμη και πάντα ολοκληρωμένη. Εάν το ζήτημα της πατρότητος των ομηρικών επών ήταν τόσο παγιωμένο όπως αυτό του Σοφοκλέους ή του Milton, τότε η εμβριθής γνώση του ζητήματος έπρεπε να προπορεύεται όλων των άρθρων ή βιβλίων για τον Όμηρο ώστε το πεδίο θα είχε απεριόριστα περιοριστεί.



John-A-Scott-i-enotita-tou-omirou-kefalaio-H-teleftaio-H-ilias-kai-i-odysseia-1-315x236
    Το βασικό επιχείρημα που προβάλει ο Wolf αμφισβητώντας την ενότητα της Ιλιάδος, έγκειται στην υπόθεση ότι η γραφή ήταν άγνωστη την εποχή που συντέθηκε η Ιλιάς ή ήταν τόσο λίγο γνωστή που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για φιλολογικό σκοπό επομένως, χωρίς τη γραφή, ο Wolf θεωρούσε αδύνατο ότι ένα ποίημα παρόμοιας εκτάσεως όπως η Ιλιάς μπορούσε και να συντεθεί και να επιβιώσει. Σημείωσε επίσης ότι ακόμη και αν ποιήματα του μεγέθους της Ιλιάδος και της Οδύσσειας πράγματι δημιουργούνταν, δεν θα υπήρχε περίσταση για την απαγγελία τους καθώς κανένα κοινό δεν θα ήταν πρόθυμο ή ικανό να ακούει ποιήματα παρομοίου μεγέθους. Υπέθετε ότι η Ιλιάς είχε συντεθεί από ένα σύνολο ποιημάτων, περισσότερο ή λιγότερο ανεξαρτήτων μεταξύ τους, τραγουδιών που υπέστησαν συνεχείς μεταβολές έως ότου συνελέγησαν σε ένα ποίημα, έπειτα από εντολή του Πεισιστράτου, ο οποίος διόρισε μια επιτροπή για τον σκοπό αυτόν. Με αυτή τη διαδικασία ο Όμηρος αποκλείστηκε ενώ, όποιος και αν έγραψε τα διάφορα τραγούδια, η Ιλιάς ως σύνολο αποτελούσε τεχνητή δημιουργία λογίων που κατασκευάστηκε περί το μέσον του 6ου αιώνος π.Χ. Το μεγάλο επιχείρημα του Wolf αναφορικώς με τη γραφή, γύρω από το οποίο το Ομηρικό Ζήτημα επί τόσο καιρό περιστρεφόταν, έχει πλέον εγκαταλειφθεί, επομένως δεν αξίζει τον κόπο να καταλάβουμε εξ εφόδου μια θέση που έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί και την οποία κανείς σήμερα δεν ενδιαφέρεται να υπερασπιστεί.
    Το δεύτερο επιχείρημα ήταν ότι, ακόμη και αν παρόμοια ποιήματα όντος συντέθηκαν, το μέγεθός τους ήταν τόσο μεγάλο που δεν θα μπορούσαν να απαγγελθούν ενώ δεν θα υπήρχε καμία περίσταση κατάλληλη για την απαγγελία τους. Δεν ήταν αναγκαίο κάθε ποίημα να επαναλαμβάνεται ολόκληρο κάθε φορά. Πρέπει να θυμόμαστε ότι πολλά από τα καλλίτερα λογοτεχνικά μας έργα πρωτοκυκλοφόρησαν σε συνέχειες σε περιοδικά που εκδίδονταν μια φορά τον μήνα ή την τριμηνία. Είναι εξ ίσου απλό να υποθέσουμε ότι το κοινό θα παρακολουθούσε την Ιλιάδα σε συνέχειες όπως το Sartor Resartus ή το Vanity Fair. Δεν πρέπει να λησμονούμε όμως, ότι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός αρχαίου και ενός συγχρόνου ακροατηρίου, και αυτή είναι η τεράστια διαφορά στις αξιώσεις ενός συγχρόνου αναγνώστου εν συγκρίσει με τον αρχαίο ακροατή. Γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες συγκεντρώνονταν από την αυγή έως το βράδυ επί αρκετές συνεχείς ημέρες προκειμένου να ακούσουν εκστασιασμένοι τα έργα των δραματικών αγώνων. Είναι μάλλον αμφίβολο ότι αυτοί οι μακρείς λογοτεχνικοί δραματικοί αγώνες αποτελούσαν μια εξ ολοκλήρου καινοτομία. Οι συντηρητικοί Έλληνες μπορούσαν κάλλιστα να ακολουθούσαν, ακούγοντας τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τους υπολοίπους δραματικούς ποιητές, την ίδια συνήθεια η οποία επί σειρά ετών τους εξοικείωσε με λογοτεχνικές απαγγελίες οι οποίες διαρκούσαν αρκετές ημέρες. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ημερών των εν άστει Διονυσίων στην Αθήνα, παρουσιάζονταν εννέα τραγωδίες, τρία σατυρικά δράματα και τουλάχιστον τρεις κωμωδίες[3], δηλαδή όχι λιγότερα από δεκαπέντε έργα, ήτοι τουλάχιστον πέντε ημερησίως. Μερικές από τις σωζόμενες τραγωδίες αριθμούν περισσότερους από 1.700 στίχους αλλά ο μέσος όρος ανέρχεται περί τους 1.400 στίχους. Κάθε ημέρα λοιπόν, άκουγαν περί τους 7.000 στίχους να απαγγέλλονται από υποκριτές ή τον χορό. Σε όλα τα έργα, η κίνηση του χορού, οι παύσεις στη δράση και η δραματική σιωπή, αναμφίβολα παρέτειναν τον χρόνο απαγγελίας ώστε αυτοί οι 7.000 δραματικοί στίχοι πρέπει να κατελάμβαναν τον ίδιο χρόνο που ένας μόνος ραψωδός θα χρειαζόταν προκειμένου να απαγγείλει 10.000 επικούς στίχους. Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι οι τρεις τελευταίες ημέρες των εν άστει Διονυσίων είχαν ανάγκη παρόμοιας προσπάθειας από τον ακροατή όσο και η απαγγελία ολόκληρης της Ιλιάδος και της Οδύσσειας. Αλλά οι τρεις τελευταίες ημέρες των εν άστει Διονυσίων αποτελούσαν συνέχεια άλλης μια ημέρα ή ημερών οι οποίες χρειάζονταν επίσης μεγάλη προσπάθεια από τον ακροατή καθώς ακούγονταν δέκα χοροί διθυράμβων[4]. Ούτε καν η ελληνική τραγωδία δεν είχε τέτοιο έρεισμα στον ελληνικό νου και ελληνικό ενθουσιασμό όσο ο Όμηρος, επομένως είναι πολύ ευκολότερο να τους απεικονίσουμε ακούγοντας ολόκληρη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια παρά δεκαπέντε ή περισσότερα έργα επί τρεις συνεχείς ημέρες. Η υπόθεση λοιπόν, ότι δεν υπήρχε περίσταση κατά την οποία η Ιλιάς και η Οδύσσεια θα μπορούσαν να παρουσιαστούν, καταρρέει από την εξέταση των αναμφιβόλων αποδείξεων της ελληνικής δραματικής παραγωγής.

Εικ 4 Απεικόνιση σε μινωϊκό σφραγιδόλιθο ανδρός ο οποίος κρατά ασπίδα, κάτω από την οποία φαίνεται ότι φορά κάποιο είδος θώρακος (Arthur Evans και λοιποί, Anthropology and the Classics, Οξφόρδη 1908, σελ. 57 και 65). 


    Το τελευταίο επιχείρημα ήταν ότι αυτά τα ποιήματα έλαβαν την επική μορφή τους στην Αθήνα της εποχής του Πεισιστράτου, εξ ου και η θεωρία ότι επί διακυβερνήσεως του δεσπότου αυτού όχι μόνον τα διάφορα ξεχωριστά ποιήματα του Ομήρου ενώθηκαν σε επικά σύνολα αλλά και ότι έγιναν τροποποιήσεις στο κείμενο προκειμένου να δοξαστεί η Αθήνα και ο ίδιος ο Πεισίστρατος. Τα ανωτέρω θα σχολιαστούν σε αντίθετη σειρά, θα εξεταστεί δηλαδή πρώτα η πιθανότητα να πραγματοποιήθηκαν μεταγενέστερες προσθήκες προς το συμφέρον των Αθηνών και, εν συνεχεία, το μέρος που αντιστοιχεί στην Αθήνα και στον Πεισίστρατο στη δημιουργία ή διατήρηση της Ιλιάδος και της Οδύσσειας.
    Ο πρώτος συγγραφέας ο οποίος αναφέρει προσθήκες προς όφελος των Αθηνών είναι ο Διογένης Λαέρτιος, ένας συγγραφέας που μάλλον έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος στον βίο του Σόλωνος (Α΄, 48) γράφει:

ἔνιοι δέ φασι καὶ ἐγγράψαι αὐτὸν εἰς τὸν κατάλογον τοῦ Ὁμήρου μετὰ τὸν
Αἴας δ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας
στῆσε δ᾽ ἄγων, ἵν᾽ Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες[5] [Β 557-558].

Λίγο κατωτέρω, στο κεφάλαιο 57, ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει τον Διευχίδα, έναν συγγραφέα από τα Μέγαρα ως πηγή της πληροφορίας αυτής. Η παράδοση αναφέρει είτε τον Σόλωνα είτε τον Πεισίστρατο σαν τον πλαστογράφο του στίχου αυτού, αλλά η θεωρία της αθηναϊκής προσθήκης δεν υποστηρίζεται από καμία καλή πρώιμη φιλολογική ή ιστορική πηγή. Η απάντηση στηρίζεται κυρίως στα στοιχεία που προσφέρουν τα ίδια τα ποιήματα. Διαθέτουμε όλες τις πληροφορίες που ένας Μεγαρεύς ή ο Διογένης ο Λαέρτιος διέθεταν και μπορούμε να εξετάσουμε οι ίδιοι την πιθανότητα προσθηκών προς όφελος των Αθηνών.
    Η Αττική και η Αθήνα πρέπει να υπήρχαν πολύ καιρό πριν από τον Όμηρο. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι η περιοχή των Αθηνών αποτελούσε σημαντικό κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού έτσι ώστε όποιο ποίημα ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με μια γενική εκστρατεία που πραγματοποιήθηκε από τους Έλληνες της εποχής έπρεπε να αφιερώσει κάποιο μέρος, υποθέτουμε μεγάλο μέρος, στην Αθήνα.
    Πόσο σημαντικοί στον Όμηρο είναι οι πολεμιστές από αυτό το μυκηναϊκό κέντρο; Στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδος ο ποιητής εισάγει τους Αχιλλέα, Αγαμέμνονα, Αίαντα, Ιδομενέα, Μενέλαο, Νέστορα, Οδυσσέα και Πάτροκλο ενώ ο Διομήδης εμφανίζεται στην αρχή της δευτέρας ραψωδίας. Πρέπει να φθάσουμε στον Κατάλογο των νεών προκειμένου ένας μόλις Αθηναίος να ονομαστεί [Β 552] και τότε μόνον σε μια, τρόπον τινά, γεωγραφική επισκόπηση όπου ο ποιητής, έχοντας περιγράψει τις δυνάμεις της Βοιωτίας και των κοντινών περιοχών, περνά στην Αθήνα και στη Σαλαμίνα και εν συνεχεία στο Άργος και στην Τίρυνθα. Ακόμη και ο χειρότερος εχθρός των Αθηνών δύσκολα θα μπορούσε να παραλείψει την Αττική στη γενική αυτή επισκόπηση. Η Αθήνα εκπροσωπείται από έναν μόνον ηγέτη, τον Μενεσθέα, έναν ηγέτη για τον οποίο οι Αθηναίοι υπερηφανεύονταν τόσο λίγο ώστε ο Ευριπίδης, όταν διηγήθηκε την ιστορία, παραβλέποντας τον Όμηρο τον αντικατέστησε με άλλον ηγέτη του οποίου η ανάμνηση θα μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό των συμπατριωτών του[6].

    Αυτός ο Μενεσθεύς εμφανίζεται ξανά στη Δ 338, όταν ο Αγαμέμνων τον επιπλήττει αυστηρώς για την αδιαφορία και αδράνειά του τη στιγμή του κινδύνου ενώ ο Μενεσθεύς, σιωπηλός, ακούει την επίπληξη. Η επόμενη εμφάνισή του είναι στη Μ 331 όταν, τρομοκρατημένος επειδή πλησιάζουν οι Λύκιοι ηγέτες, στέλνει μήνυμα ζητώντας τη βοήθεια του Αίαντος, ο οποίος σπεύδει να τον σώσει. Είναι μάλλον παράδοξο οι Αθηναίοι, οι οποίοι διεκδικούσαν τη νήσο της Σαλαμίνος λόγω της σχέσεώς τους με τον Αίαντα, να είχαν είτε προσθέσει είτε διατηρήσει τους στίχους αυτούς στους οποίους ο ιδικός τους άτολμος πρόμαχος σώζεται από τον ηγέτη της ιδίας της νήσου της οποίας διεκδικούσαν τον έλεγχο. Γιατί δεν μετέβαλλαν τους στίχους προκειμένου ο Αίας να σώζεται από τον Μενεσθέα; Θα μπορούσαν τότε να υποστηρίξουν την ιδική τους αξίωση επί τη βάσει μιας επικής υποχρεώσεως. Στη Ν 685 απεικονίζεται η αποτυχία του Μενεσθέως και των ανδρών του να αποτρέψουν τον Έκτορα να πλησιάσει τα πλοία και στην Ο 329 ο Μενεσθεύς αδυνατεί πλήρως να σώσει τον Στιχίο τον Αθηναίο από τον Έκτορα και τον Ιάσο, επίσης Αθηναίο, από τον Αινεία. Ο Μενεσθεύς δεν αναφέρεται ξανά στον Όμηρο και δεν εμφανίζεται καν στην τελική συγκέντρωση των Ελλήνων προκειμένου να συμμετάσχουν στους αγώνες προς τιμήν του Πατρόκλου. Αυτοί οι τρεις στρατηγοί, οι Στιχίος, Ίασος και Μενεσθεύς, είναι οι μόνοι αντιπρόσωποι των Αθηνών οι οποίοι ονομάζονται στον Όμηρο· οι δύο πρώτοι παρουσιάζονται μόνον για να σκοτωθούν και δεν μιλούν ούτε διαδραματίζουν κάποιο μέρος στην πλοκή του ποιήματος[7]. Από τον Μενεσθέα, τον Αθηναίο ηγέτη, δεν ζητήται ποτέ η γνώμη του, δεν του μιλάνε παρά μόνον μια φορά και αυτή για να τον επιπλήξουν σφοδρώς, μιλά μόλις μια φορά και αυτή για να ζητήσει βοήθεια, βλέπει τους συντρόφους του να πέφτουν στο πλάι του ανίκανος να τους σώσει, δεν πραγματοποιεί καμία αξιόλογη πράξη, ούτε καν ελάχιστα σημαντική, και εξαφανίζεται νωρίς από την πλοκή του ποιήματος. Αν αυτός ο ήρωας δημιουργήθηκε προκειμένου να εξυψώσει την αθηναϊκή υπερηφάνεια, τότε η υπερηφάνεια αυτή μπορούσε εύκολα να εκθειαστεί και εύκολα να ικανοποιηθεί[8].
    Οι στίχοι που επελέγησαν σαν απόδειξη της πλαστογραφίας προς συμφέρον των Αθηνών είναι οι Β 557 επ.:

Αἴας δ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας
στῆσε δ᾽ ἄγων, ἵν᾽ Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες.


Θραύσμα μυκηναϊκής τοιχογραφίας .Δαίμονες με κεφαλή όνου .


Ο δεύτερος στίχος αναφέρεται ως γνήσιος από τον Αριστοτέλη («Ρητορική» Α΄, 15) αλλά πηγές των Μεγάρων τον θεωρούσαν πλαστό που προστέθηκε προκειμένου να κριθεί ή να ισχυροποιηθεί η διεκδίκηση της νήσου της Σαλαμίνος από τους Αθηναίους στην αντιδικία τους με τα Μέγαρα. Οι Ζηνόδοτος και Αρίσταρχος φαίνεται ότι δεν ασχολήθηκαν με την κατηγορία της αθηναϊκής προσθήκης έστω και αν απορρίπτουν τον στίχο αυτόν από το κείμενό τους.
    Ο Όμηρος συνεχώς τοποθετεί τον Αίαντα κοντά τους Αθηναίους. Ο Αίας σώζει τον Μενεσθέα και τους άνδρες του από τους Λυκίους στη Μ 339 επ. Στη σκληρή μάχη μεταξύ Έκτορος και Αίαντος (Ν 185 επ.) ο Αμφίμαχος σκοτώνεται και το σώμα του διασώζεται και μεταφέρεται πίσω από τις γραμμές των Αχαιών από δύο Αθηναίους, τους Μενεσθέα και Στιχίο. Οι ίδιοι Αθηναίοι (Ν 685 επ.) ματαίως προσπαθούν να αναχαιτίσουν τον Έκτορα στην επίθεσή του εναντίον του Αίαντος. Στη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Αίαντος και Έκτορος (Ο 329 επ.), οι Στιχίος και Ίασος, οι δύο Αθηναίοι σύντροφοι του Μενεσθέως, σκοτώνονται. Μια μόνη φορά είναι ο Μενεσθεύς μακριά από τον Αίαντα, όταν πραγματοποιείται η επιθεώρηση του στρατεύματος από τον βασιλέα στη Δ, όπου ο Αγαμέμνων τον επιπλήττει μαζί με τον Οδυσσέα αλλά αμέσως μετά (Δ 489) ο Άντιφος εκσφενδονίζει το κοντάρι του κατά του Αίαντος, αστοχεί, και χτυπά έναν σύντροφο του Οδυσσέως. Τότε οι Μενεσθεύς και Οδυσσεύς ορμούν στη μάχη μαζί, επομένως ακόμη και σε αυτό το σημείο ο Αίας μαχόταν κοντά στους Αθηναίους, και οι Αίας, Οδυσσεύς και Μενεσθεύς στεκόντουσαν πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον.

    Η κρυμμένη αυτή απόδειξη της στενής σχέσεως μεταξύ Αίαντος και Αθηναίων δεν μπορεί να αποτελεί προσθήκη αλλά προέρχεται από τον αρχικό ποιητή. Αυτή η λεπτή αρμονία δεν αποτελεί προσθήκη, είναι η κρυφή αρμονία του συνόλου. Ο ποιητής που έγραψε τον [δεύτερο] ύποπτο στίχο είχε την ίδια αντίληψη όποτε αναφερόταν στον Αίαντα και στους Αθηναίους.
    Ο [πρώτος] ύποπτος στίχος είναι ο μοναδικός στην Ιλιάδα ο οποίος αποδίδει την κατοικία του Αίαντος και φαίνεται μάλλον απίθανο αυτός ο γενναίος αρχηγός, που τον ξεπερνούσε μόνον ο Αχιλλεύς, να ήταν ένας πολεμιστής χωρίς κατοικία και πατρίδα. Έχει παρατηρηθεί εδώ και καιρό ότι οι περισσότεροι ομηρικοί ήρωες μετακινούνταν μέσα και έξω από τη μάχη επάνω σε άρματα, αλλά ο ιδρωμένος Αίας[9], φορτωμένος με τη βαριά ασπίδα του, κινείτο πάντα πεζός και δεν διέθετε ούτε ηνίοχο ούτε άρμα. Το χαρακτηριστικό αυτό μοιραζόταν με τον Οδυσσέα, ο οποίος καταγόταν από τη μικρή νήσο της Ιθάκης και αποτελεί επαρκές στοιχείο ότι και αυτός, επίσης, προερχόταν από κάποια νήσο πολύ μικρή προκειμένου να εκπαιδεύσει τους κατοίκους της στη χρήση του άρματος. Η μικρή αυτή νήσος ονομάζεται στον ύποπτο στίχο και σε κανέναν άλλον της Ιλιάδος. Καθώς ο Αίας είναι άστεγος χωρίς τον στίχο αυτόν, καθώς η απουσία άρματος τον προσδιορίζει ως νησιώτη, καθώς βρίσκεται συνεχώς κοντά στους Αθηναίους και καθώς ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον [δεύτερο] στίχο χωρίς να αμφισβητεί την αυθεντικότητά του, τον θεωρώ και εγώ γνήσιο και μέρος της αρχικής συνθέσεως της Ιλιάδος[10].

    Οι αναφορές των Αθηνών στην Οδύσσεια είναι λίγες και ασαφείς χωρίς ποτέ να προσδίδεται κάποιος έπαινος στην πόλη. Μια φορά ονομάζεται το Σούνιο ως ακρωτήριο των Αθηνών [γ 278], μια φορά ο Οδυσσεύς διηγείται ότι είδε την Αριάδνη την οποία η Άρτεμις σκότωσε καθώς πήγαινε από την Κρήτη στην Αθήνα [λ 321-325], μια φορά αναφέρεται ότι ο Ορέστης επέστρεψε από την Αθήνα προκειμένου να σκοτώσει τον δολοφόνο του πατέρα του [γ 308] και μια φορά η Αθηνά από τον Μαραθώνα έφτασε στην «εὐρυάγυιαν» Αθήνα [η 80]. Αυτές είναι όλες οι άμεσες αναφορές της Αθήνας στην Οδύσσεια. Δύο εξ αυτών όμως, είναι ιδιαιτέρως σημαντικές διότι η απλή αναφορά ότι:

…ἤλυθε δῖος Ὀρέστης
ἂψ ἀπ᾽ Ἀθηνάων…[11]

βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με την αθηναϊκή παράδοση, καθώς αποτελούσε κοινό τόπο της αττικής παραδόσεως ότι ο Ορέστης επέστρεψε από τη Φωκίδα. Αν η αθηναϊκή υπερηφάνεια προσέθεσε την Αθήνα σε αυτό το σημείο στον Όμηρο, γιατί η ίδια υπερηφάνεια διατήρησε τη Φωκίδα στην τραγωδία; Αν η Αθήνα κάποτε ήλεγχε την ομηρική παράδοση, γιατί η λέξη Αθήνα δεν άλλαξε σε Φωκίδα; Η απάντηση φαίνεται απλή: η λέξη υπήρχε στον Όμηρο παρά τις αθηναϊκές παραδόσεις και κανείς στην Αθήνα δεν διέθετε τη δύναμη να τη μεταβάλει. Το έτερο σημαντικό χωρίο βρίσκεται στην η 80, όπου αναφέρεται ότι:

...λίπε δὲ Σχερίην ἐρατεινήν,
ἵκετο δ᾽ ἐς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην...[12]

Το Ρυτό της Πολιορκίας, Ταφικός Κύκλος Α των Μυκηνών


Αυτό θεωρήθηκε ως ασφαλής απόδειξη για την αλλοίωση του κειμένου του Ομήρου και ο Seeck, που βρίσκει πολλά ελαττώματα σε πολλές σελίδες του Ομήρου, γράφει: «Ότι η θεά έρχεται από τη Φαιακία, δηλαδή από τα δυτικά, και περνά από την ανατολική ακτής της Αττικής πριν φθάσει στην Αθήνα, είναι άκρως παράλογο. Εάν ο ποιητής, παρά το άτοπο αυτό, ονομάζει τον Μαραθώνα, αυτό μπορεί να συμβεί μόνον για προσωπικούς λόγους. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Μαραθώνας ήταν το σπίτι του»[13]. Την τελευταία πρόταση επισημαίνει με πλάγιους χαρακτήρες. Με λίγα λόγια, ισχυρίζεται ότι το ποίημα περιέχει ένα σοβαρό λάθος σχετικώς με τη γεωγραφία της Αττικής, ένα λάθος προφανές σε κάθε Αθηναίο, επομένως το χωρίο πρέπει να οφείλεται σε κάποιον κάτοικο της Αττικής, έναν κάτοικο ο οποίος γνώριζε καλλίτερα, προκειμένου να ευχαριστήσει τους συμπατριώτες του οι οποίοι επίσης γνώριζαν καλλίτερα[14]. Η συγκεκριμένη ανακρίβεια καταδεικνύει ότι οι στίχοι συντέθηκαν από έναν ποιητή που διέθετε μια ασαφή εικόνα για την ακριβή θέση των Αθηνών και του Μαραθώνος, και για ένα ακροατήριο με την ίδια ασαφή εικόνα. Ο Όμηρος δεν συμβουλευόταν χάρτες ή διαγράμματα και είναι αναμενόμενο να μην διαθέτει σαφή αντίληψη για περιοχές σχετικώς απομακρυσμένες. Αυτή η ασάφεια παραλληλίζεται με την πίστη του Νέστορος ότι τα αποδημητικά πτηνά δεν μπορούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο σε ένα έτος (γ 321) ή την αναφορά του Μενελάου ότι ο Φάρος απέχει μια ημέρα με το καράβι από την εκβολή του Νείλου (δ 355). Επίσης, γενικότερα με την επιρροή των Αθηνών στην ομηρική ποίηση, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η λέξη «Αθήνα» αναφέρεται μόνον σε ένα χωρίο στην Ιλιάδα και αυτό στη γενική γεωγραφική επισκόπηση του Καταλόγου.

    Αποτελεί κοινή υπόθεση των κριτικών ότι οι άνδρες οι οποίοι συνέλλεξαν ή δημιούργησαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια για τον Πεισίστρατο, προσέθεσαν στην Οδύσσεια έναν γιο του Νέστορος τον οποίο ονόμασαν Πεισίστρατο προκειμένου να κολακεύσουν τον τύραννο[15]. Αυτός ο νέος Πεισίστρατος αποτελεί έναν από τους λιγότερο σημαντικούς χαρακτήρες του ποιήματος. Δημιουργήθηκε προκειμένου να συνοδεύσει τον Τηλέμαχο στη Σπάρτη και όταν αυτό πραγματοποιείται αγνοείται πλήρως. Από τη στιγμή που αυτός και ο Τηλέμαχος χωρίζουν (ο 215) ξεχνιέται. Ακόμη και οι σύντροφοί του δεν τον χαιρετούν διότι απλώς αυτός αφήνει τον Τηλέμαχο.  Ο ποιητής δεν αναφέρει την υποδοχή από τον πατέρα του και δεν του επιτρέπει να διηγηθεί την ιστορία του ταξιδίου στη Σπάρτη. Το σημαντικό γεγονός πάντως, είναι ότι όταν ο Τηλέμαχος εξιστορεί το ταξίδι στη μητέρα του [ρ 108-146], δεν αναφέρει ποτέ τον Πεισίστρατο αμέσως ή εμμέσως, ξεκάθαρη απόδειξη ότι αποτελούσε πρόσωπο για το οποίο ο ποιητής και ο ακροατής διέθεταν μόνον δευτερεύον ενδιαφέρον. Παρόμοιος χαρακτήρας αποτελεί δημιουργία του αρχικού ποιητού και δεν εμφανίζει σημάδια κάποιου κόλακα καθώς δεν έχει τίποτε που θα μπορούσε να κολακεύσει κάποιον και ασφαλώς όχι τον τύραννο των Αθηνών.

    Οι θετικές αποδείξεις ότι τα ομηρικά ποιήματα δεν βρέθηκαν ποτέ υπό αττικό έλεγχο είναι πολλές. Στον Όμηρο ο Οιδίπους πεθαίνει στη Θήβα (Ψ 679) παρ’ όλο που ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Σοφοκλέους βασίζεται στην ιστορία του θανάτου του στον Κολωνό, ένα προάστιο των Αθηνών. Ο Τυδεύς θάβεται στη Θήβα (Ξ 114) ενώ οι Αθήναίοι υπερηφανεύονταν για την ταφή του στην Ελευσίνα. Η Φιλομήλα είναι κόρη του Πανδάρεω (τ 518) όχι του Αθηναίου Πανδίονος. Η Εκάβη είναι κόρη του Δύμαντος (Π 718) αλλά στην αττική παράδοση ήταν κόρη του Κισσέως. Ο Ορέστης επιστρέφει στην πατρίδα του από την Αθήνα (γ 307) και όχι από τη Φωκίδα. Οι κόρες του Αγαμέμνονος έχουν ονόματα εντελώς διαφορετικά από τα ονόματα που τους έδιναν οι Αθηναίοι (Ι 145). Πόσο εύκολα ένας Αθηναίος μπορούσε να αντικαταστήσει το αττικό Ιφιγένεια με το ομηρικό Ιφιάνασσα! Ο ήρωας της Οδύσσειας έχει τον χαρακτήρα του κακού στην αττική τραγωδία. Ο ευγενικός, φιλόξενος και φιλικός Μενέλαος, παρουσιάζεται σχεδόν απάνθρωπος. Ο Μίνως, ο Κρης τύραννος που απαιτούσε την ετήσια θυσία δεκατεσσάρων Αθηναίων νέων στον Μινώταυρο, παρουσιάζεται από τον Όμηρο ως σοφός κριτής, φίλος και σύντροφος του Διός [λ 568-571]. Δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι οι Αθηναίοι άσκησαν κάποτε παρόμοιο έλεγχο στα ποιήματα αυτά ώστε να προσθέσουν τον Πεισίστρατο στην ιστορία της Οδύσσειας και να τα ανασχηματίσουν όπως επιθυμούσαν αλλά δεν κατέβαλαν την προσπάθεια να ξαναγράψουν τις παραδόσεις αυτές τις οποίες τόσο εύκολα μπορούσαν να μεταβάλλουν. Προκειμένου να κατανοήσουμε πως συμπεριφερόταν ένας Αθηναίος ο οποίος μπορούσε πραγματικά ελεύθερα να μεταχειριστεί τον Όμηρο, αρκεί να αναφερθούμε στον Ευριπίδη ο οποίος, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», αντικατέστησε με άλλον ηγέτη τον ομηρικό Μενεσθέα και, παρ’ όλο τον σαφή αριθμό των πενήντα πλοίων που υπάρχει στον Κατάλογο, αύξησε την αθηναϊκή δύναμη σε εξήντα ενώ υποβίβασε το Άργος μειώνοντας τα καράβια του από ογδόντα σε πενήντα. Τα εσωτερικά στοιχεία δεν προσφέρουν καμία απόδειξη ότι πραγματοποιήθηκαν αλλαγές στο κείμενο του Ομήρου προς όφελος των Αθηνών. Επί πλέον, αν η Αθήνα διατηρούσε τον απόλυτο έλεγχο των ποιημάτων αυτών, η αποτυχία της να τα εναρμονίσει με την αθηναϊκή υπερηφάνεια και τις αθηναϊκές παραδόσεις, θα αποτελούσε ένα από τα πλέον δυσεξήγητα ζητήματα της λογοτεχνίας.

    Τί εξωτερικές αποδείξεις υπάρχουν ότι η Αθήνα ή ο Πεισίστρατος κάποτε ήλεγχαν τα ποιήματα αυτά; Η ιστορία του Πεισιστράτου και του Ομήρου φαίνεται να προέρχονται από το αντίπαλο κράτος των Μεγάρων, όπου η πολιτική εχθρότητα προσπάθησε να παρηγορηθεί ισχυριζομένη ότι απώλεσε δια της απάτης ό,τι αδυνατούσε να αποκτήσει διά των όπλων. Κανείς θαυμαστής του Πεισιστράτου δεν κατάφερε να δείξει ότι κάποιο είδος πνευματικής ζωής δημιουργήθηκε από τον Πεισίστρατο ή τους γιούς του. Είναι αλήθεια ότι ο Ονομάκριτος ανακαλύφθηκε να πλαστογραφεί χρησμούς για αυτούς τους δεισιδαίμονες δεσπότες [Ηρόδοτος Ζ΄, 6] και ο Ηρόδοτος [Ε΄, 90] αναφέρει το μεγάλο ενδιαφέρον τους για σημεία, οιωνούς και χρησμούς, αλλά ούτε αυτός ούτε κάποιος άλλος πρώιμος συγγραφέας προσφέρει την παραμικρή ένδειξη ότι κάποια δημιουργική ή λογοτεχνική ώθηση δόθηκε από αυτήν την οικογένεια. Οι Πεισιστρατίδες διέθεταν τον πλούτο να προσλάβουν και την καλαισθησία να εκτιμήσουν τα εγκώμια ή τα τραγούδια ενός Ανακρέοντος ή ενός Σιμωνίδου, αλλά η λογοτεχνική ξηρασία στην Αθήνα της εποχής τους και των ετών που επακολούθησαν δεν προσφέρει καμία ένδειξη ότι προσέφεραν κάποια ώθηση στη λογοτεχνική δημιουργία. Η ιστορία ότι ο Πεισίστρατος ίδρυσε μια μεγάλη βιβλιοθήκη και ήταν προστάτης των γραμμάτων φαίνεται απολύτως φανταστική διότι ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων πολιτεία» 16 που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, περιγράφει λεπτομερώς το έργο του Πεισιστράτου, την ποινική του νομοθεσία και το γεγονός ότι αναγνώριζε ελαφρυντικές περιστάσεις, τη προσπάθειά του να βοηθήσει τους πτωχούς γεωργούς, ακόμη και το δημοκρατικό και φιλάνθρωπο πνεύμα του, αλλά δεν αναφέρει τη βιβλιοθήκη ή τις φιλολογικές του επιδιώξεις. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον ατέλειωτο ενθουσιασμό του Αριστοτέλους για τη λογοτεχνία και τη συλλογή βιβλίων, είμαστε σίγουροι ότι δεν θα είχε ποτέ αποσιωπήσει τα μεγάλα διανοητικά επιτεύγματα εξ αιτίας των οποίων οι οπαδοί του Πεισιστράτου με τόση βεβαιότητα τον θεωρούσαν σαν τον δημιουργό του Ομήρου. Κανείς συγγραφέας, τα έργα του οποίου διασώθηκαν, δεν συνδέει τον Πεισίστρατο με τον Όμηρο έως τον Κικέρωνα [«De oratore» III, 137], και ο Κικέρων έζησε περίπου πεντακόσια έτη μετά την εποχή του Πεισιστράτου. Κανείς μεταγενέστερος συγγραφέας δεν προσφέρει κάποια λεπτομέρεια η οποία να προδίδει μια νέα πηγή γνώσεως, επομένως οι πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς που αναφέρονται στον Πεισίστρατο δεν ενδυναμώνουν το επιχείρημα αυτό.

    Δεν υφίσταται στον Ηρόδοτο, στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, ούτε σε κάποιον πρώιμο Αθηναίο συγγραφέα, αναφορά που να συνδέει τον τύραννο με τον Όμηρο, ούτε υπάρχει η παραμικρή σχετική νύξη σε όλη αυτή την τεράστια μάζα πληροφοριών που αναφέρονται από τους λογίους της Αλεξανδρείας. Η δήλωση του Wolf ότι η ηνωμένη φωνή όλης της αρχαιότητος [«vox totius antiquitatis»] με συνέπεια αποδίδει στον Πεισίστρατο την τιμή της συλλογής, οργανώσεως και καταγραφής της ομηρικής ποιήσεως, φαίνεται ότι φθάνει επικίνδυνα κοντά στην εκ προθέσεως απάτη. Ακόμη περισσότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν αυτό το χωρίο από τον Κατάλογο, το οποίο σήμερα θεωρείται πολύ ύποπτο, προκειμένου να εξηγήσουν την απροθυμία τους να παραδώσουν την αρχηγία του στόλου κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ξέρξου σε κανέναν άλλον πλην της Σπάρτης[16], χωρίς να προσθέτει κανένα σχόλιο. Κανείς ο οποίος είναι εξοικειωμένος με τη μέθοδο του Ηροδότου δεν μπορεί να υποθέσει ότι γνώριζε πως οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ένα πλαστό χωρίο και θα απέκρυβε τη γνώση του αυτή. Επίσης, όταν αναφέρει ότι ο Ονομάκριτος εξορίστηκε επειδή παρέμβαλε έναν στίχο στην ποίηση του Μουσαίου, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα είχε προσθέσει πως παλαιότερα σε αυτόν τον Ονομάκριτο είχε εμπιστευθεί ο Πεισίστρατος τη συγκέντρωση της ομηρικής ποιήσεως[17] στην οποία είχε επίσης παρεμβάλει στίχους. Είναι απίστευτο ότι το δημόσιο αίσθημα που εξόρισε έναν άνδρα ο οποίος προσέθεσε έναν στίχο σε ένα ασήμαντο ποίημα του Μουσαίου θα αδιαφορούσε σε γενικευμένες προσθήκες στη σχεδόν ιερά ποίηση του Ομήρου[18].
    Σχετικώς με την κατηγορία των Μεγαρέων ότι οι Σπαρτιάτες διαιτητές εξαπατήθηκαν αποδίδοντας τη Σαλαμίνα στους Αθηναίους λόγω ενός πλαστού στίχου, ένα εκ των δύο κατωτέρω αληθεύει: η ποίηση του Ομήρου εκείνη την εποχή είτε ήταν πασίγνωστη είτε όχι. Αν ήταν πασίγνωστη, ένας πλαστός στίχος θα είχε αμέσως αναγνωριστεί ενώ αν δεν ήταν δεν θα γινόταν δεκτή ως απόλυτη αυθεντία. Σε όλες τις επιθέσεις που έγιναν αργότερα εναντίον της αθηναϊκής διπλοπροσωπίας, κανείς Σπαρτιάτης δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ γι’ αυτήν την εξαπάτηση ενώ κανείς Αθηναίος δεν προσπάθησε να υπερασπιστεί μια υποτιθέμενη αδικία αναφερόμενος σε αυτήν την έξυπνη λαθροχειρία των προγόνων του.

    Δεν υπάρχει καμία απόδειξη για την κριτική αναθεώρηση του Ομήρου υπό την εποπτεία του Πεισιστράτου εκτός από τις αποδείξεις των πιθανοτήτων. Ποιες είναι οι πιθανότητες ότι στο δεύτερο ήμισυ του 6ου αιώνος ο Όμηρος βρέθηκε υπό τον τόσο πλήρη έλεγχο των Αθηνών ώστε λίγα χρόνια αργότερα Αθηναίοι απεσταλμένοι στις Συρακούσες να μπορούσαν να παραπέμψουν σε αθηναϊκούς πλαστούς στίχους χωρίς οι ομιλητές να προδώσουν και οι ακροατές να αντιληφθούν ότι οι παρατιθέμενοι στίχοι ήταν νόθοι[19]; Προκειμένου να επιβάλουν αυτήν την πλήρη και άμεση αποδοχή, οι Αθηναίοι έπρεπε να διέθεταν μια ξεχωριστή θέση και δυνατότητα επιβολής, και στη λογοτεχνία και ως κυβερνήτες, ώστε όλη η Ελλάς να τους θεωρεί αναντίρρητα ως ηγέτες. Η αλήθεια όμως, είναι ακριβώς η αντίθετη αφ’ ου κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν την πτώση των Πεισιστρατιδών, η Αθήνα αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τα ιδικά της εσωτερικά προβλήματα χωρίς τη βοήθεια ή την παρέμβαση της Σπάρτης και το 480, δέκα έτη μετά τον Μαραθώνα, αποδέχθηκε την κατωτερότητά της σαν δεδομένο γεγονός παραχωρώντας στη Σπάρτη τη διοίκηση και του στόλου και του στρατού στον αγώνα κατά του Ξέρξου. Αδύναμη όπως ήταν η Αθήνα σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο τα χρόνια πριν από τους περσικούς πολέμους, η λογοτεχνική της φήμη ήταν ακόμη ασθενέστερη. Είναι δύσκολο σε εμάς, έχοντας στο νου μας τη δόξα του 5ου και του 4ου αιώνος, να αντιληφθούμε πόσο μακριά βρισκόταν από τα ρεύματα της λογοτεχνίας έως την άνοδο του δράματος. 

Οι Μούσες συνδέονταν με τον Ελικώνα, τον Όλυμπο και τα Πιέρια αλλά δεν υπήρχε όρος για τις Μούσες στην Αττική. Πρώιμοι μυθικοί τραγουδιστές όπως οι Λίνος, Θάμυρις και Μουσαίος, κατάγονταν από άλλα μέρη της Ελλάδος. Κανένα ποίημα του Επικού Κύκλου δεν αποδόθηκε ποτέ σε Αθηναίο ποιητή και μαθαίνουμε ότι ο Ησίοδος ο Βοιωτός, ο Πείσανδρος ο Ρόδιος και ο Πανύασης από τη Σάμο ή την Αλικαρνασσό θεωρούνταν οι μεγαλύτεροι επικοί ποιητές μετά τον Όμηρο. Κανείς Αθηναίος στον κατάλογο αυτόν! Ο Πεισίστρατος έζησε την εποχή των λυρικών ποιητών, εν τούτοις ούτε ένας από τους περίφημους εννέα λυρικούς ποιητές δεν γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποια περιοχή που γειτόνευε με το Αιγαίο πέλαγος ήταν τόσο πτωχή σε λογοτεχνική φήμη όπως η Αττική το 500 π.Χ.; Αν στις μεγάλες εορτές έπρεπε να απαγγέλλεται ποίηση, οι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να υιοθετούν τα έργα ξένων ποιητών, που τραγουδούσαν τις αρετές αντιπάλων κρατών και αν επιθυμούσαν να ακούσουν έναν εν ζωή ποιητή, έπρεπε να φέρουν από άλλη πόλη κάποιον Ανακρέοντα ή Σιμωνίδη. Δεν μπορούσε ούτε η πολιτική ούτε η λογοτεχνική θέση των Αθηνών να επιβάλει μια άμεση αποδοχή της αττικής εκδόσεως του Ομήρου. Σχολές ενθουσιωδών οπαδών του Ομήρου ανθούσαν πριν από την εποχή του Πεισιστράτου σε πολλές πόλεις της Ιωνίας και σε νήσους του Αιγαίου, από τις οποίες η γνώση του Ομήρου διαδόθηκε σε όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου. Διαθέτουμε έναν μακρύ κατάλογο των ονομάτων όσων ασχολήθηκαν με τον Όμηρο και την ομηρική ποίηση αλλά κανείς εξ αυτών δεν κατάγεται από την Αθήνα. Η ομηρική ποίηση πρέπει να ήταν διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ελλάδα στην αρχή του 6ου αιώνος διότι φαίνεται να θεωρείται γνωστή αφ’ ου αποτελεί το πλαίσιο του μεγαλυτέρου μέρους της πρωίμου ποιήσεως. Η ακριβής κατάσταση της εποχής εκείνης απεικονίζεται από τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, μια πρώιμη και αξιόπιστη πηγή, ο οποίος γεννήθηκε την εποχή περίπου κατά την οποία ο Πεισίστρατος σφετερίστηκε την εξουσία, και επομένως εκπαιδεύτηκε στην Ιωνία στο τότε κείμενο πριν προλάβει να πραγματοποιηθεί η αναθεώρηση του τυράννου. Θεωρούσε την εξοικείωση με τον Όμηρο οικουμενική, κάτι που όλοι μάθαιναν από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια [απ. 28]. Αυτός ο Ξενοφάνης αισθανόταν ιδιαιτέρως προσβεβλημένος από την ανηθικότητα των ομηρικών θεών και ασκούσε δριμεία κριτική στον ποιητή για την περιγραφή της θεϊκής ευτέλειας [απ. 7, Δ. Λαέρτιος Θ΄, 18]. Ο Ιέρων, ο τύραννος τον Συρακουσών, λέγεται ότι του είπε [Πλούταρχος, «Ηθικά» 175c]:

πρὸς δὲ Ξενοφάνην τὸν Κολοφώνιον εἰπόντα μόλις οἰκέτας δύο τρέφειν «ἀλλ᾽ Ὅμηρος» εἶπεν, «ὃν σὺ διασύρεις, πλείονας ἢ μυρίους τρέφει τεθνηκώς»[20].

Ακόμη και αν η ιστορία αυτή είναι απόκρυφη, προσφέρει κάποια ένδειξη της μεγάλης δημοφιλίας της ομηρικής ποιήσεως. Γνωρίζουμε ότι η απαγγελία των ομηρικών επών καθιερώθηκε νωρίς στη Σικυώνα διότι ο Κλεισθένης, από ζηλοτυπία προς το Άργος, απηγόρευσε στους ομηρικούς βάρδους το προνόμιο της δημόσιας απαγγελίας [Ηρόδοτος Ε΄, 67]. Αυτή η απέλαση των βάρδων πρέπει να συνέβη τουλάχιστον μια γενεά πριν μπορέσει ο Πεισίστρατος να αναθεωρήσει τα ποιήματα.
    Ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος εκείνην την εποχή θεωρούσε τον Όμηρο σαν τον δάσκαλο και τον προφήτη του. Ήταν αυτός ο κόσμος έτοιμος να ανταλλάξει τον Όμηρο που γνώριζε για έναν διαφορετικό και νοθευμένο Όμηρο; Οι Έλληνες ήταν πάντα ένας συντηρητικός λαός ιδιαιτέρως αυστηρός στη διατήρηση παλαιών εθίμων και παλαιών θεσμών, γι’ αυτό και η επική ποίηση συνέχισε να συντίθεται για περισσότερα από χίλια χρόνια στο μέτρο και στη διάλεκτο του Ομήρου. Ο Τυρταίος, ο μέγας Λακεδαιμόνιος πολεμικός ποιητής, συνέθεσε πύρινους αναπαίστους στη μητρική του σπαρτιατική διάλεκτο αλλά όταν έγραφε σε δακτυλικό μέτρο έπρεπε να δείξει την ιωνική καταγωγή των στίχων αυτών. Ακόμη και ένας Αθηναίος δραματουργός ο οποίος συνέθετε για ένα αθηναϊκό ακροατήριο, θεώρησε απαραίτητο να προσδώσει ένα ξενικό χρώμα στους στίχους του χορού καθώς έπρεπε να δείχνουν την ξενική τους προέλευση. Αυτός ο επίμονος συντηρητισμός των Αθηναίων, παρά την ερήμωση που προκλήθηκε από την περσική φωτιά και καταστροφή, επανειλημμένως παρεμπόδισε το σχέδιο του Περικλέους να εξωραΐσει την Ακρόπολη και αυτός ο συντηρητισμός έδωσε στο Αμφικτιονικό συμβούλιο αυτή τη δύναμη η οποία στα χέρια του Φιλίππου κατέληξε τόσο καταστροφική για την ελευθερία της Ελλάδος[21].
    Ο συντηρητισμός αυτός αποτελεί την ίδια την ανάσα της Ελλάδος και εξακολουθεί να επιβιώνει. Τον Νοέμβριο 1901, η δημοσίευση ενός αναθεωρημένου κειμένου της Βίβλου οδήγησε σε αιματηρές ταραχές κατά τις οποίες οκτώ άτομα σκοτώθηκαν, η κυβέρνηση ανατράπηκε και ο Μητροπολίτης αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το 1903 μια προσπάθεια να ανέβει στο θέατρο ένα έργο του Αισχύλου σε σύγχρονη διάλεκτο οδήγησε επίσης σε ταραχές. Εν όψει του ελληνικού αυτού χαρακτηριστικού, φαίνεται απίστευτο ότι οι ομηρικοί βάρδοι και λόγιοι θα εγκατέλειπαν τον Όμηρο που γνώριζαν και θα αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα την καινούργια αναθεωρημένη έκδοση ενός κράτους τόσο ασήμαντου πνευματικώς και πολιτικώς όπως η Αθήνα του τέλους του 6ου αιώνος. Η Πεισιστράτεια θεωρία απαιτεί όχι απλώς την αποδοχή αυτού του αθηναϊκού Ομήρου αλλά και το γεγονός ότι η αποδοχή αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις, αφ’ ου κανείς συγγραφέας δεν ανέφερε ποτέ κανέναν αγώνα που προκλήθηκε από την αλλαγή αυτήν.

    Πρέπει να θυμόμαστε ότι κατά την αρχαιότητα δεν υπήρχε τίποτε που να ομοιάζει με μια ηνωμένη Ελλάδα. Ακόμη και στους περσικούς πολέμους πολλά από τα ελληνικά κράτη συνασπίστηκαν με τον εχθρό ενώ και σε τόσο πατριωτικά κράτη όπως η Αθήνα, φαίνεται ότι δραστηριοποιούταν φιλοπερσικό κόμμα. Δεν υπήρχε ποτέ μια ηνωμένη Ελλάδα και δεν υπήρχε ποτέ ένα σώμα ανδρών που σχημάτιζαν μια φιλολογική ακαδημία ή συνέδριο που να διέθετε την εξουσία να ασχοληθεί με ποιητικά ζητήματα και αναθεώρηση του κειμένου. Επομένως, ακόμη και αν ο Πεισίστρατος αναθεώρησε τον Όμηρο, δεν υπήρχε κάποια δύναμη στην Ελλάδα η οποία θα μπορούσε να επιβάλλει την αναντίρρητη αποδοχή του. Η πλέον απίθανη εκδοχή της θεωρίας αυτής είναι ότι οι Έλληνες βάρδοι θα αποδεχόντουσαν όλοι το καινούργιο κείμενο σε απόλυτη σιωπή και κανείς δεν θα ύψωνε τη φωνή του να διαμαρτυρηθεί.
    Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο Ονομάκριτος εξορίστηκε την εποχή του Πεισιστράτου διότι προσέθεσε έναν στίχο στην ποίηση του Μουσαίου ενώ αργότερα στον Λύκωνα, τον κωμικό υποκριτή και φίλο του Αλεξάνδρου, επεβλήθη το υπέρογκο πρόστιμο των δέκα ταλάντων επειδή προσέθεσε έναν μόνον στίχο σε μια κωμωδία, ένα πρόστιμο που θα τον είχε καταστρέψει αν δεν το πλήρωνε ο Αλέξανδρος[22]. Η κοινή γνώμη που δεν ανεχόταν αυτές τις ασήμαντες αλλαγές σε ελάσσονες συγγραφείς δεν μεγάλωσε ανάμεσα σε ανθρώπους συνηθισμένους σε ριζικές μεταβολές στο σχεδόν ιερό κείμενο του Ομήρου.

    Οι μεγάλοι λόγιοι της Αλεξανδρείας δεν αναφέρθηκαν ποτέ στο έργο του Πεισιστράτου. Παρ’ όλο που παρέπεμπαν σε χειρόγραφα του Ομήρου τα οποία προέρχονταν από τη Σινώπη, Κρήτη, Κύπρο, Χίο, Μασσαλία και από πολλές διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος, ποτέ δεν ανέφεραν ένα χειρόγραφο το οποίο προερχόταν από την Αθήνα. Εξ ίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι κανείς από τους μεγάλους μελετητές του Ομήρου δεν καταγόταν από την Αττική.
    Η γνώση του Ομήρου, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμη αναγνωστικό κοινό, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδόθηκε από τόπο σε τόπο μέσω αφηγητών ή ραψωδών. Επομένως, αν μια αθηναϊκή έκδοση ήταν να αντικαταστήσει την παλαιότερη, έπρεπε να επιβληθεί μέσω Αθηναίων ραψωδών. Εν τούτοις, δεν γνωρίζουμε τίποτε για πιθανούς Αθηναίους αφηγητές. Η κλασσική περιγραφή των περιπλανωμένων αυτών ευαγγελιστών του Ομήρου προσφέρεται από τον Πλάτωνα στον «Ίωνα» [530]. Από εκεί μαθαίνουμε ότι, αν και βρισκόταν στην Αθήνα, αυτός ο διάσημος αφηγητής καταγόταν από την Έφεσο ενώ οι πλέον ξακουστοί για την κατανόηση και ερμηνεία του Ομήρου ραψωδοί ήταν οι Μητρόδωρος Λαμψακηνός, Στησίμβροτος Θάσιος και ο Γλαύκων ο οποίος καταγόταν μάλλον από το Ρήγιο. Αν ο Όμηρος υπήρξε πράγματι: «το δώρο των Αθηνών» όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής Gilbert Murray, φαίνεται ότι πιστεύει ότι οι Ίωνες βάρδοι ήρθαν στην Αθήνα, αντάλλαξαν τον Όμηρό τους με ένα καινούργιο κείμενο αλλά ποτέ δεν ανέφεραν το γεγονός αυτό. Στην Αθήνα όλες σχεδόν οι μορφές της ελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας άγγιξαν την τελειότητα. Οι ιωνικοί και δωρικοί κίονες κατάγονταν από αλλού αλλά οι καλλίτεροι κάθε είδους δημιουργήθηκαν στην Αθήνα. Η φιλοσοφία γεννήθηκε στην Ιωνία αλλά οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι ήταν οι Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης. Ιστορικά κείμενα επίσης γράφθηκαν για πρώτη φορά στην ανατολική ακτή του Αιγαίου, αλλά η σπουδαιότερη ιστορία αποτέλεσε έργο του Θουκυδίδου. Ρητορική, λογογραφία, κωμωδία και τραγωδία δημιουργήθηκαν έξω από την Αττική άλλα όλες οι τέχνες αυτές έφθασαν στην ακμή τους εκεί. Μόνον το έπος από όλα τα πρώιμα λογοτεχνικά είδη φαίνεται να μην απασχόλησε ποτέ τη δημιουργική ευφυΐα της Αττικής – κανείς Αθηναίος δεν αναφέρεται να έχει διακριθεί ποτέ στη σύνθεση επικής ποιήσεως. Είναι προφανές ότι η Αθήνα στεκόταν μακριά από τα ρεύματα αυτά που δημιούργησαν και διατήρησαν την εξιστόρηση σε επικό μέτρο των ηρωικών μύθων.

    Πώς δημιουργήθηκε όμως η παράδοση σχετικώς με τον Πεισίστρατο; Στην Αθήνα, όπως και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, πραγματοποιούνταν δημόσιοι αγώνες της ομηρικής ποιήσεως και, άγνωστο πως, μια οδηγία τέθηκε σε ισχύ η οποία απαγόρευε στον αφηγητή να απαγγέλει μόνον τα χωρία που άρεσαν περισσότερο στους ακροατές, ορίζοντας ότι έπρεπε να ακολουθεί την καθιερωμένη σειρά των ποιημάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο βάρδος δεν μπορούσε να απαγγέλει την «Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία» [Ζ] και εν συνεχεία την «Ἕκτορος ἀναίρεσις» [Χ], καθώς όλη η εύνοια του ακροατηρίου θα εκδηλωθεί στον βάρδο που πρώτος απήγγειλε. Ο πρώτος βάρδος όφειλε να απαγγέλει το ποίημα από την κανονική αρχή και ο δεύτερος βάρδος έπρεπε να συνεχίσει την ιστορία από το σημείο που τη σταμάτησε ο πρώτος. Το απλό γεγονός ότι παρόμοιες οδηγίες θεωρούνταν απαραίτητες καταδεικνύει ότι ακόμη και τότε υπήρχε μια καθιερωμένη ακολουθία, διότι ασύνδετα τραγούδια δεν μπορούσαν να έχουν κάποια τακτική σειρά. Ο σχολιαστής του Πινδάρου («Νεμεόνικος» Β΄, 2), γράφει:

οἱ δέ φασι τῆς Ὁμήρου ποιήσεως μὴ ὑφ’ ἓν συνηγμένης, σποράδην δὲ ἄλλως καὶ κατὰ μέρη διῃρημένης, ὁπότε ῥαψῳδοῖεν αὐτήν, εἱρμῷ τινι καὶ ῥαφῇ παραπλήσιον ποιεῖν…[23]

Επομένως, αυτή η απλή οδηγία στόχευε στο να προσφέρει σε κάθε διαγωνιζόμενο έναν δίκαιο αγώνα απαγορεύοντας στους πρώτους που διαγωνίζονταν να επιλέξουν τα χωρία που προτιμούσαν οι ακροατές. Αυτά είναι τα «σκόρπια τραγούδια του Ομήρου» που δημιούργησαν τον μύθο ότι ο Πεισίστρατος διαφύλαξε τα ομηρικά τραγούδια και εξ αυτών δημιούργησε τα ομηρικά έπη. Η θεωρία ότι ο Όμηρος που απαγγελλόταν στα μεγάλα Παναθήναια περιείχε ολόκληρη τη μεγάλη μάζα της πρωίμου ποιήσεως, απορρίπτεται κατηγορηματικώς από τον ρήτορα Λυκούργο («Κατά Λεωκράτους» 26[24]):

βούλομαι δ᾽ ὑμῖν καὶ τὸν Ὅμηρον παρασχέσθαι ἐπαινῶν. οὕτω γὰρ ὑπέλαβον ὑμῶν οἱ πατέρες σπουδαῖον εἶναι ποιητὴν ὥστε νόμον ἔθεντο καθ᾽ ἑκάστην πεντετηρίδα τῶν Παναθηναίων μόνου τῶν ἄλλων ποιητῶν ῥαψῳδεῖσθαι τὰ ἔπη…[25]

και από το ξεκάθαρο σχόλιο του Ισοκράτους ότι το μεγαλείο του Ομήρου στα μάτια των πατέρων τους έγκειτο στο γεγονός ότι απεικόνιζε τους Έλληνες όχι να μάχονται μεταξύ τους αλλά με βαρβάρους («Πανηγυρικός» 159).
    Η θεωρία ότι άνδρες οι οποίοι ποτέ δεν έγραψαν έναν σπουδαίο ποιητικό στίχο μπορούν με ψαλίδι και κόλλα να δημιουργήσουν τα δύο μεγαλύτερα ποιήματα της παγκοσμίου λογοτεχνίας, καταδεικνύει το απύθμενο βάθος της ανθρωπίνου ακρισίας. […]
    Παρά τις συνεχείς υποθέσεις όλων αυτών των κριτικών ότι ακατανόητες ή αντιφατικές σκηνές προστέθηκαν στα ποιήματα, δεν παρουσιάστηκε ποτέ μια ικανοποιητική εξήγηση γιατί ένας λαός ο οποίος διέθετε οξυτάτη λογοτεχνική αίσθηση όπως οι Έλληνες θα αποδέχονταν αυτές τις προφανείς γκάφες. Δύο πράγματα είναι αναγκαία για τις προσθήκες αυτές, ανόητοι βάρδοι και ανόητοι ακροατές. Ο Θέογνις [21], στην αρχή του ποιήματός του γράφει:

οὐδέ τις ἀλλάξει κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος...[26]

Αλλά η θεωρία των προσθηκών απλώς αναστρέφει αυτόν τον στίχο φωνάζοντας: «Κανείς δεν θα το αλλάξει με το καλό όταν ήδη υπάρχει το κακό» – όχι μόνον διατηρεί το κακό αλλά αποβάλλει και ξεχνά το καλλίτερο. Προσδοκώ ότι ο Wilamowitz ή κάποιος άλλος προφήτης του ευαγγελίου ότι η καλλίτερη Ιλιάς καταστράφηκε προκειμένου να βρεθεί χώρος για την κατώτερη έκδοσή της, να εξηγήσει με θεμελιωμένα παραδείγματα πότε οι Έλληνες κατέστρεψαν το καλό προκειμένου να δεχθούν το κατώτερο. Μπορούσαν να παραμερίσουν το κατώτερο προκειμένου να το αντικαταστήσουν με το καλλίτερο ή το άριστο αλλά πότε δέχθηκαν το κακό όταν είχαν μπροστά τους το καλό; Το καλλιτεχνικό αίσθημα που επιζητούσε το λογοτεχνικό φινίρισμα των πινδαρικών ωδών, που δημιούργησε τα δράματα του Σοφοκλέους και έκανε τον Δημοσθένη να παλέψει για την απόλυτη τελειότητα της ρητορικής εκφράσεως, ήταν το ίδιο με το δημόσιο αίσθημα το οποίο οι κριτικοί υποθέτουν ότι αποδέχθηκε προσθήκες οι οποίες παραμόρφωσαν το πλέον αγαπημένο από όλα τα αποκτήματά του, την ποίηση του Ομήρου;

    Όχι μόνον δεν έγιναν αλλαγές στο κείμενο του Ομήρου από τον Πεισίστρατο αλλά κανείς πριν ή μετά από αυτόν δεν επέτυχε να μεταβάλει αισθητώς το ομηρικό κείμενο. Δύο άτομα δεν μπορούν να αντιγράψουν τις ίδιες λέξεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ενώ γράφοντας από μνήμης μπορούν κατά λάθος να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν στίχους, κανένα όμως χωρίο περισσότερο εκτεταμένο από δέκα στίχους δεν χάθηκε ή προστέθηκε στην ποίηση του Ομήρου. Επίσης, η γλώσσα της παρούσης κανονικής εκδόσεως είναι πρακτικώς η ίδια αυτής στην οποία αρχικώς συντέθηκαν τα ποιήματα. Όλες οι παραθέσεις από τον Όμηρο είναι κατ’ ουσίαν στην ίδια διάλεκτο που βρίσκουμε στα σωζόμενα χειρόγραφα ενώ, οιαδήποτε και αν ήταν η μητρική διάλεκτος του συγγραφέως, η διάλεκτος του Ομήρου δεν αποδίδεται στη διάλεκτο αυτήν. Οι Ηρόδοτος Αλικαρνασσεύς, Πλάτων Αθηναίος, Τιμαίος Σικελός, Πλούταρχος Βοιωτός, Στράβων Πόντιος, όλοι παραθέτουν στίχους του Ομήρου στη δική του διάλεκτο, χωρίς να προσπαθούν να τους μεταγλωττίσουν στη δική τους. Οι συγγραφείς αυτοί μπορούσαν να παραφράσουν τον Όμηρο, ο καθένας στη δική του διάλεκτο, αλλά όταν παρέθεταν στίχους από τα ποιήματά του, η διάλεκτος των στίχων αυτών παρέμενε ομηρική.
    Υφίσταται μια απόδειξη ότι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μια σοβαρή ή συνειδητή προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ομηρικής ποιήσεως η οποία περισσότερο από οιαδήποτε άλλη απαντά σε όλα τα αντίθετα επιχειρήματα, και την απόδειξη αυτή προσφέρει ένα χαμένο γράμμα, το σύμφωνο δίγαμμα. Γνωρίζουμε ήδη από την εποχή του Bentley ότι ο Όμηρος, σε όλα τα σημεία του ποιήματος, χρησιμοποιούσε το γράμμα που χάθηκε νωρίς από την ιωνική διάλεκτο[27], δεν εμφανίστηκε ποτέ στην αττική γραμματεία και γενικότερα δεν το υποπτευόντουσαν οι βάρδοι ή οι λόγιοι στους οποίους οφείλουμε τη διατήρηση των ομηρικών ποιημάτων. Η απώλεια του γράμματος αυτού προκάλεσε φανερή αναρχία στο ομηρικό μέτρο και φαινομενικώς επέτρεπε σε μια λέξη που κατέληγε σε βραχύ φωνήεν να ακολουθείται από ένα αρχικό φωνήεν (η απαγορευμένη χασμωδία) ή σε ένα βραχύ φωνήεν να παρουσιάζεται σαν μακρύ πριν από ένα σύμφωνο. Η αποκατάσταση στον Όμηρο του χαμένου αυτού συμφώνου, θεωρείται σαν ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης.

    Αυτές οι φαινομενικές ατέλειες του μέτρου προκαλούσαν απελπισία στους ομηρικούς εκδότες και μείωναν ιδιαιτέρως τη δόξα του ποιητού έως ότου ο Bentley απέδειξε ότι σχεδόν όλες αυτές οι ατέλειες μπορούσαν να διορθωθούν βάσει της θεωρίας ότι αυτό το σύμφωνο, το οποίο επεβίωσε περισσότερο σε άλλες διαλέκτους, χάθηκε από τα ποιήματα μετά τη σύνθεσή τους. Ήταν πολύ εύκολο να εισάγουμε το δίγαμμα στις περισσότερες περιπτώσεις και κανείς πανεπιστημιακός σήμερα δεν αμφιβάλει ότι το γράμμα αυτό ανήκε στο πρώιμο ομηρικό αλφάβητο και ήταν είτε γραπτό είτε απλώς αντιληπτό από τους ακροατές οι οποίοι ήταν εξοικειωμένοι στην εκφορά του.

    Θα ήταν πράγματι εύκολο για όσους διατήρησαν το ομηρικό κείμενο να είχαν απαλείψει κάθε ίχνος της μετρικής αυτής δυσκολίας με ελάχιστες παρεμβάσεις, μερικές μάλιστα τόσο απλές που δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί διατήρησαν τη χασμωδία όταν η εφαρμογή στοιχειωδών κανόνων της ελληνικής γλώσσης θα την είχε απαλείψει. Ένας απλός κανόνας της ιωνικής-αττικής διαλέκτου είναι ότι το αρνητικό «οὐ» μεταβάλλεται σε «οὐκ» ή «οὐχ» πριν από ένα αρχικό φωνήεν, εν τούτοις απαντά το «οὔ ἑθέν» (Α 114. Ο Ludwich σε ένα κριτικό σημείωμα προσθέτει τις σημαντικές λέξεις «οὔχ meorum nullus»), «οὔ οἱ», Β 392, Ε 53, Ξ 141, Ο 496, Ρ 153, Τ 124, Υ 349, Χ 219, α 262, θ 175, ν 417, σ 355. Ένας άλλος απλός κανόνας αφορά το νῦ ἐφελκυστικόν[28] και τις καταλήξεις των λέξεων σε ἔ ψιλόν πριν από μια λέξη που ξεκινά με φωνήεν, κάτι συνηθισμένο στην αγγλική χρήση του αορίστου άρθρου a ή an, αλλά ο Όμηρος γράφει «κέ οἱ» (Ζ 281, Ι 157) και συχνά «κέ ἑ» (Ι 155). Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτός ο κακόηχος συνδυασμός διατηρήθηκε σε κάθε χειρόγραφο. Η γραφή «δαῖέ οἱ» (Ε 4) σώζεται πρακτικώς σε όλα τα χειρόγραφα ενώ ακόμη και ο δύσκολος συνδυασμός «οὔ ἑ» (Ω 214) απαντά σε πολλά χειρόγραφα. Στα ανωτέρω παραδείγματα, αν γινόντουσαν διορθώσεις βάσει των απλουστέρων κανόνων της ελληνικής ευφωνίας, θα είχε απομακρυνθεί κάθε δυσκολία και θα είχαν εξαφανιστεί όλα τα ίχνη από το δίγαμμα[29].

    Το γεγονός ότι οι διορθώσεις αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν φανερώνει ότι η γλώσσα του Ομήρου αποτελούσε ιδιαίτερη περίπτωση. Μπορούσαν να παραφράσουν το ποίημα στην ιδική τους διάλεκτο, μπορούσαν να προσθέσουν έναν εναλλακτικό στίχο σε κάθε στίχο του πρωτοτύπου, μπορούσαν να το παρωδήσουν κατά βούληση αλλά το κείμενο καθ’ εαυτό ήταν ιερό και διατηρείτο αμετάβλητο. Αν και κάποιες αλλαγές φαίνονται αναπόφευκτες, ο Αθήναιος περί το 200 μ.Χ. και ο Ευστάθιος περί το 1200 μ.Χ., παραθέτουν στίχους του Ομήρου την ίδια διάλεκτο που τους παραθέτουν οι Ηρόδοτος, Πλάτων και Αριστοτέλης, φανερώνοντας ότι σε αυτό το μεσοδιάστημα των 1600 ετών καμία αλλαγή, καμία στιγμή, δεν πραγματοποιήθηκε στο ομηρικό κείμενο. Και το γεγονός ότι τα χειρόγραφα διατήρησαν τα εκτός μέτρου «οὔ ἑθέν», «οὔ οἱ», «δαῖέ οἱ», «κέ ἑ» την εποχή που η γνώση του δίγαμμα είχε εξαφανιστεί και όταν οι εύκολες διορθώσεις ήταν σχεδόν υποχρεωτικές, αποδεικνύει από μόνο του ότι αυτοί που δεν προέβησαν στις απλές αυτές διορθώσεις δεν υπέβαλαν ποτέ τον Όμηρο στις βίαιες αλλαγές που υποθέτουν όλες οι ριζοσπαστικές σχολές.

    Εάν οι ομηρικοί μελετητές οι οποίοι έζησαν περισσότερα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια ήταν τόσο απρόσεκτοι με το κείμενο που κληρονόμησαν όπως πολλοί σύγχρονοι εκδότες, θα είχαν απαλείψει απολύτως κάθε ίχνος από το δίγαμμα ώστε ούτε καν αυτός ο Bentley δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί την ύπαρξή του. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Έλληνες που εξέδωσαν ή διατήρησαν το κείμενο του Ομήρου κράτησαν ζωντανή την απόδειξη ενός χαμένου γράμματος, ενός γράμματος που δεν κατανοούσαν, και προτίμησαν να παραδώσουν ένα κείμενο που φαινόταν πλήρες μετρικών σφαλμάτων παρά να εφαρμόσουν απλούς και ομοιόμορφους φωνητικούς κανόνες της δικής τους γλώσσης, με πείθει ότι δεν προέβησαν σε αλλαγές περισσότερο δύσκολες και πολύπλοκες και ότι αυτοί που είχαν τόσο πιστά διατηρήσει για τους μεταγενεστέρους αυτό το παλιό και αχρησιμοποίητο δίγαμμα, είναι άξιοι της εμπιστοσύνης μας ότι διατήρησαν ευλαβικώς το κείμενο του Ομήρου και σε εκείνα τα χωρία όπου οι αλλαγές ήταν δύσκολο να γίνουν και εύκολο να αποκαλυφθούν. Σε άνδρες που διυλίζουν τον κώνωπα μπορούμε με ασφάλεια να εμπιστευτούμε και την κάμηλον[30].



[1] [Αγγλική ιδιωματική φράση που λέγεται για κάποιον που πράττει ό,τι θεωρεί χρήσιμο παρ’ όλο που πράττοντάς το ίσως δημιουργήσει προβλήματα που δεν επιθυμεί].
[2] [Βλ. το πολύ αιχμηρό σχόλιο του Scott, “Has Edward Meyer ever read the Iliad?”, The Classical Journal, 14 (1919), 446-447].
[3] [Στα εν άστει Διονύσια κωμωδίες ξεκίνησαν να παρουσιάζονται από το 487/6 αλλά δεν παρουσιάζονταν την ίδια ημέρα με τις τραγωδίες. Οι κωμωδίες μάλλον αντικατέστησαν τον χορό των διθυράμβων, για τον οποίο γράφει κατωτέρω ο Scott].
[4] Flickinger, The Greek Theatre and its Drama, 196 επ.
[5] [«Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι στον κατάλογο του Ομήρου μετά τον στίχο: «Ο Αίας από τη Σαλαμίνα δώδεκα καράβια οδηγούσε» προσέθεσε: «και τα παρέταξε δίπλα στις φάλαγγες των Αθηναίων»].
[6] «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» 247 [αντί του Μενεσθέως αναφέρεται ο Θησεύς].
[7] [Ο Στιχίος μαζί με τον Μενεσθέα μεταφέρουν το νεκρό σώμα του Αμφιμάχου από το πεδίο της μάχης στο στρατόπεδο των Αχαιών (Ν 195-196), πράξη η οποία δεν μπορεί, βέβαια, να χαρακτηριστεί ηρωική].
[8] [Ο Scott, “Athenian interpolations in Homer Part I…”, βλ. κατωτέρω, σελ. 422-423, σημειώνει ότι η «Ιλίου πέρσις» του Αρκτίνου, ο οποίος ήκμασε περί το 650 π.Χ., φανερώνει μεγαλύτερη εκτίμηση για τους Αθηναίους απ’ ό,τι η Ιλιάς. Επίσης, ο Δίκτυς ο Κρης (στον οποίο αποδίδεται μια ιστορία των τρωικών που χρονολογείται στον 1ο αιώνα μ.Χ.) θεωρείται ότι παραθέτει στο έργο του μια αυθεντικότερη αφήγηση του Επικού Κύκλου, η οποία δεν ακολουθεί την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, στην οποία η θέση του Μενεσθέως είναι αρκετά σπουδαιότερη. Επομένως, αν η υποτιθέμενη ομάδα λογίων του Πεισιστράτου μπορούσε πράγματι να τροποποιήσει τα ομηρικά έπη, τα έργα των Αρκτίνου και Δίκτυ φανερώνουν ότι υπήρχε μια ενδοξότερη παράδοση για τους Αθηναίους την οποία μπορούσε εύκολα να ακολουθήσει].
[9] [Ίσως ο Scott αναφέρεται στο «στάζων ἱδρῶτι» που γράφει για τον Αίαντα ο Σοφοκλής, «Αίας» 10].
[10] [Ο Scott ξεκίνησε αναφερόμενος σε δύο πιθανώς νόθους στίχους, τους Β 557 και 558. Από την ανάλυσή του συμπεραίνουμε ότι μάλλον επιθυμούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αμφότεροι οι στίχοι είναι γνήσιοι και όχι μόνον ο τελευταίος].
[11] [«Επέστρεψε ο θεϊκός Ορέστης από την Αθήνα»].
[12] [«…άφησε την όμορφη Σχερία και ήρθε στον Μαραθώνα και στην Αθήνα με τους ευρείς δρόμους…»].
[13] Seeck, Quellen der Od., 335.
[14] [Ο Scott, “Athenian interpolations in Homer Part I…”, βλ. κατωτέρω, σελ. 427, σημειώνει ότι διατυπώθηκε η άποψη ότι η εξέχουσα θέση την οποία κατέχει η θεά Αθηνά στα δύο έπη οφείλεται σε μεταγενέστερη αθηναϊκή παρέμβαση. Εν τούτοις, η Αθηνά δεν ενδιαφέρεται για τον Μενεσθέα ή τους Αθηναίους, τα επίθετα με τα οποία αποκαλείται, όπως Ἀλαλκομενηίς, τριτογένεια, δεν δηλώνουν κάποια σύνδεση με την Αθήνα, ενώ στην Ιλιάδα η θεά είναι κατώτερη και του Διός και της Ήρας. Αντιθέτως, ο Βοιωτός Ησίοδος παρουσιάζει την Αθηνά σαν ισότιμη του Διός στη δύναμη και στη σοφία («Θεογονία» 896)].
[15] [Για τον Πεισίστρατο ως ομηρικό χαρακτήρα, βλ. “Nestor’s son Peisistratus in Homer”, Classical Philology, 6 (1911), 344-345].
[16] [Ηρόδοτος Ζ΄, 161. Πάντως, στο συγκεκριμένο χωρίο οι Αθηναίοι πρεσβευτές αναφέρονται στη Β 552-554 και όχι στους αμφισβητουμένους Β 557-558].
[17] [Είχε διατυπωθεί η άποψη, η οποία δεν βασίζεται σε αρχαίες πηγές, ότι ο Ονομάκριτος ανέλαβε τη συλλογή των ομηρικών επών].
[18] [Ο Ονομάκριτος εξορίστηκε επειδή παρέμβαλε έναν στίχο σε έναν χρησμό, όχι σε κάποιο λογοτεχνικό έργο, και οι Πεισιστρατίδες συνέλλεγαν χρησμούς για να τους βοηθούν στον καθορισμό της πολιτικής τους].
[19] [Ηρόδοτος Ζ΄, 161 (όπου ισχύουν όσα ανωτέρω σημειώσαμε). Στο σημείο αυτό όμως, ο Scott μάλλον παραπέμπει στους επαινετικούς λόγους του Μενεσθέως από τον Όμηρο στη Β 552-554 και όχι στους αμφισβητουμένους Β 557-558].
[20] [«Προς τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε ότι είχε μόνον δύο υπηρέτες, απάντησε: «αλλά ο Όμηρος τον οποίον εσύ διασύρεις έχει περισσότερους από δέκα χιλιάδες υπηρέτες αν και νεκρός»»].
[21] Μια πληρέστερη μελέτη της αθηναϊκής επιρροής στο κείμενο του Ομήρου, με παραπομπές στην πρόσφατη βιβλιογραφία, δημοσιεύθηκε ως “Athenian interpolations in Homer Part I. Internal evidence” και “Athenian interpolations in Homer Part II. External evidence”, Classical Philology, 6 (1911), 419-428 και 9 (1914), 395-409 αντιστοίχως.
[22] Flickinger ό.π. 191. [Ο Flickinger δεν παραπέμπει στην πηγή του αλλά ο Πλούταρχος, «Αλέξανδρος» 29 διηγείται το περιστατικό σαν ανέκδοτο και δεν αναφέρει κάποιο πρόστιμο. Επίσης ο Flickinger, σημειώνει ότι μάλλον δεν ήταν σπάνιο οι υποκριτές να παρεμβάλουν στίχους στα έργα].
[23] [«Λένε ότι η ποίηση του Ομήρου δεν απαγγελλόταν ολόκληρη συνταγμένη αλλά σποραδικώς και χωρισμένη σε μέρη, και όποιος ραψωδός ήθελε απάγγελλε όποιο χωρίο επιθυμούσε χωρίς σειρά…»].
[24] [Στην έκδοση του Loeb την οποία χρησιμοποιούμε αριθμείται ως 102].
[25] [«Θέλω να επαινέσω και τον Όμηρο. Γιατί οι πατέρες σας τον θεωρούσαν τόσο σπουδαίο ως ποιητή ώστε έθεσαν νόμο ότι κάθε πέντε έτη στην εορτή των Παναθηναίων μόνου αυτού από όλους τους ποιητές τα έργα θα απαγγέλλονται…»].
[26] [«Κανείς δεν θα το αλλάξει με το κακό όταν ήδη υπάρχει το καλό»].
[27] Smyth, Greek Dialects 389: «ο ήχος του δίγαμμα ήταν πρακτικώς νεκρός στη Μικρά Ασία τουλάχιστον το έτος 700 π.Χ. και στην Αττική από την αρχή του 6ου αιώνος».
[28] [Πρόκειται για το γράμμα νῦ το οποίο προστίθεται στην κατάληξη μερικών λέξεων που καταλήγουν σε φωνήεν (π.χ. «τέθνηκε(ν)», «εἶπε(ν)») εάν η αμέσως επόμενη λέξη ξεκινά με φωνήεν προκειμένου να αποφεύγεται η χασμωδία. Π.χ. «πᾶσιν ἔλεγεν ἐκεῖνα» και «πᾶσι λέγουσι ταῦτα»].
[29] [Όλα τα ελληνικά κείμενα της παραγράφου παρατίθενται από τον Scott].
[30] Πρέπει να επισημάνω τη μεγάλη μου υποχρέωση στους καθηγητές Ludwich και Allen για μεγάλο μέρος του υλικού που χρησιμοποίησα ανωτέρω. Η υποχρέωση αυτή διευκρινίζεται ειδικότερα στα δύο άρθρα μου “Athenian interpolations in Homer”, ό.π. 
John A. Scott, Η ενότητα του Ομήρου, Κεφάλαιο H' (τελευταίο), H Ιλιάς και η Οδύσσεια

[Ο Όμηρος δεν υπήρξε ο πρώτος επικός ποιητής διότι η πολύπλοκη ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιεί φανερώνει ότι εξελίχθηκε επί σειρά γενεών. Αγνοούμε όμως, την οφειλή του Ομήρου προς τους παλαιοτέρους επικούς ποιητές ως προς τη διαμόρφωση της πλοκής και γενικότερα την ποιητική επεξεργασία αφ’ ου τα έργα τους χάθηκαν. Εν τούτοις, μελετώντας προσεκτικώς τα σπαράγματα του Επικού Κύκλου και τους μεταγενεστέρους Έλληνες ποιητές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Όμηρος εισήγαγε αρκετές καινοτομίες οι οποίες απουσιάζουν από τα ανωτέρω αλλά απαντούν και στα δύο ομηρικά έπη. Για παράδειγμα, ο Όμηρος δεν διηγείται ολόκληρο τον πόλεμο της Τροίας ή ολόκληρο τον νόστο του Οδυσσέως αλλά μερικές εβδομάδες από τα μεγάλα αυτά μυθικά θέματα, περί το ήμισυ κάθε έπους έχει συντεθεί σε ευθύ λόγο ώστε πολλά χωρία τους μπορούν να αποτελέσουν θεατρικά έργα χωρίς μεγάλες τροποποιήσεις, κάθε ποίημα περιγράφει αντικείμενα υπέροχης τελειότητος μέσω της εντυπώσεως που προκαλούν σε όσους τα βλέπουν (και όχι περιγράφοντας λεπτομερώς τα ίδια), η κορύφωση αμφοτέρων των ποιημάτων τοποθετείται στην εικοστή δεύτερη ραψωδία και όχι στην τελευταία, κ.α
. Κάθε λογοτεχνική περίοδος έχει τις δικές της προτιμήσεις και κάθε παρόμοια περίοδος είναι σύντομη.Η αρχή της ακμής της τραγωδίας συμπίπτει με τη γέννηση του Σοφοκλέους και το τέλος της περίπου με τον θάνατό του. Αν ζούσε σήμερα ο Θερβάντες δεν θα έγραφε τον «Δον Κιχώτη» διότι είναι διαφορετικό το γούστο των συγχρόνων αναγνωστών. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η Σαπφώ και ο Αλκαίος συνέθεσαν λυρική ποίηση την ίδια εποχή. Έτσι και ο Όμηρος, αν ζούσε τον 4ο αιώνα, θα ήταν μάλλον είτε ρήτορας είτε φιλόσοφος. Τα δύο ομηρικά έπη αποτελούν, απ’ όσο γνωρίζουμε, μακράν τα μεγαλύτερα ελληνικά ποιήματα, προέρχονται δηλαδή από μια περίοδο η οποία αρεσκόταν στα μακρά έπη, η οποία περίοδος (όπως όλες) πρέπει να ήταν σύντομη. Επίσης, πλην όσων ήδη αναφέραμε, η κλίμακα στην οποία έχουν συλληφθεί και συντεθεί τα δύο αυτά έπη, είναι μεγαλειώδης και τα ξεχωρίζει από το σύνολο της ελληνικής γραμματείας. Τα στοιχεία για την ενότητα της Ιλιάδος και της Οδύσσειας είναι τόσο ισχυρά ώστε είμαστε υποχρεωμένοι να αξιώσουμε έναν μόνον θείο Όμηρο].

~~~~~~~~~~

Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τις πηγές του Ομήρου ή για τα πρότυπα τα οποία ακολούθησε – αν υπήρχαν πρότυπα να ακολουθήσει. Ούτε ένας στίχος, ούτε μια αξιόπιστη παραπομπή σε οιοδήποτε προγενέστερο λογοτεχνικό έργο δεν έχει σωθεί. Εντοπίζεται ένας πιθανός υπαινιγμός στην αργοναυτική εκστρατεία [μ 69-72] αλλά όλα τα ποιήματα που την εξιστορούν είναι πολύ μεταγενέστερα του Ομήρου και ίσως βασίζονται σε στοιχεία που άντλησαν από τον Όμηρο και όχι από την προγενέστερή του ποίηση. Οι ιστορίες του Μελεάγρου [Ι 529-599], των νεανικών ετών του Νέστορος [Λ 670-762], των Αμαζόνων [Γ 188-189, Ζ 186] και οι υπόλοιπες, ίσως επιδέχονται παρόμοια ερμηνεία.

    Υφίσταται, λοιπόν, μόνον ανεπαρκές υλικό, και αυτό μάλιστα τόσο αμφίβολο, από το οποίο καλούμαστε να ανακατασκευάσουμε την προομηρική ποίηση. Και όμως, πρέπει να υπήρχαν ποιητές πριν από τον Όμηρο. Η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν φανερώνουν σημάδια πειραματισμού ή δισταγμού στη διαμόρφωση μιας δύστροπης γλώσσης σε ένα απαιτητικό ποιητικό μέτρο. Η χάρη και ευκολία με την οποία οι λέξεις του Ομήρου απαντούν στον δακτυλικό ρυθμό μπορούσε να επιτευχθεί μόνον έπειτα από πολλά έτη ποιητικής εξελίξεως. Το μέτρο χρησιμοποιεί έναν μακρύ και δύσκολο στίχο, έναν στίχο πολύ διαφορετικό αυτού των πρωτόγονων τραγουδιών. Η γλώσσα είναι τόσο πλούσια και περίπλοκη ώστε ο Όμηρος περιέχει στα ποιήματά του την κληρονομία πολλών γενεών ποιητών. Είναι αμφίβολο αν ο μεγαλοπρεπής στίχος του Milton υπήρξε περισσότερο απομακρυσμένος από την καθημερινή γλώσσα της εποχής του Cromwell όσο η γλώσσα του Ομήρου αυτής του καθημερινού ανθρώπου των παλαιών εκείνων ημερών. Το απλό γεγονός ότι απαντούν πέντε διαφορετικοί τύποι του απαρεμφάτου «εἶναι» (εἶναι, ἔμμεναι, ἔμεναι, ἔμμεν, ἔμεν) και τέσσερις τύποι της κυρίας προθέσεως «ἐν» (ἐν, ἐνί, εἰν, εἰνί), και όλοι οι τύποι σε διαφορετικό μέτρο, φανερώνει ότι ο ποιητής δεν χρησιμοποιούσε την καθημερινή γλώσσα του λαού αλλά μια ποιητική γλώσσα στην οποία οι διάφοροι αυτοί τύποι είχαν διατηρηθεί.



    Η σύγκριση της γλώσσης αυτής με κάθε πεζό έργο, όσο πρώιμο και σε οιαδήποτε διάλεκτο, θα καταδείξει τον απαράμιλλο ποιητικό της χαρακτήρα. Αυτό το ποιητικό καλούπι δεν μπορεί να αποτελεί έργο ενός ανδρός ή αποτέλεσμα ευρείας χρήσεως της ποιητικής αδείας. Κανείς δεν επιτρέπει την κακή χρήση ή κακή προφορά της γλώσσης του, εν τούτοις ακούει με μεγάλη ευχαρίστηση παλαιούς ή ποιητικούς τύπους. Η δική μας χρήση σπανίων και παλαιών λέξεων στην ποίηση και στη λατρεία φανερώνει μια ομοιότητα με τις ποιητικές επιβιώσεις στον Όμηρο.

    Το μόνον που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε για τους ποιητής που έζησαν πριν από τον Όμηρο, είναι ότι τον εφοδίασαν με μια γλώσσα κατάλληλη για το μέτρο και το θέμα των μεγάλων του ποιημάτων. Το διάστημα μεταξύ της Ιλιάδος και της Οδύσσειας δεν μπορεί να είναι μεγάλο κρίνοντας από τη γλώσσα και τον πολιτισμό που αμφότερα απεικονίζουν καθώς επίσης και από την παραγωγή άλλων μεγάλων λογοτεχνικών έργων, άλλων εποχών και άλλων τόπων. Η κοινωνία δεν παραμένει ικανοποιημένη για πολύ καιρό με κανένα λογοτεχνικό είδος, όσο υπέροχο και αν είναι. Ο ενθουσιασμός ο οποίος προσκαλεί και ανταμείβει κάθε είδος ευφυΐας, γρήγορα εξατμίζεται.

    Αν ο Όμηρος ζούσε στο τέλος του 6ου αιώνος θα ήταν μάλλον λυρικός ποιητής, μια γενεά αργότερα δραματικός ενώ στην επόμενη γενεά κωμικός, φιλόσοφος ή ρήτωρ. Ο Αισχύλος, «ο πρώτος ο οποίος προήγαγε την τραγωδία στον βαθμό της πραγματικής λογοτεχνίας»[1] ήταν μικρότερος από τριάντα ετών όταν γεννήθηκε ο Σοφοκλής ενώ με τον θάνατο του Σοφοκλέους η ελληνική τραγωδία είχε ολοκληρώσει τη δημιουργική διαδρομή της. Η κρατική και θρησκευτική υποστήριξη του δράματος του επέτρεψαν να επιβιώσει για πολλά χρόνια αλλά, παρά την υποστήριξη αυτή, η παραγωγή ελληνικών τραγωδιών ως πραγματική λογοτεχνία πρακτικώς συμπίπτει με τον βία ενός μόνου ανδρός, του Σοφοκλέους. Με τον ίδιο τρόπο, η παλαιά, μέση και νέα κωμωδία είχαν μια λαμπρή αλλά σύντομη σταδιοδρομία. Επίσης οι γενεαλογίες του Φερεκύδου, ο οποίος φημίζεται ως ο πρώτος άνδρας στην Αθήνα ο οποίος χρησιμοποίησε τον πεζό λόγο στη λογοτεχνία, δεν απέχουν ούτε μία γενεά από την ιστορία του Θουκυδίδου, του σπουδαιοτέρου όλων των ιστορικών.

    Δεν σταμάτησαν να γεννώνται άνθρωποι ικανοί να γράφουν λυρική ποίηση μετά τους Περσικούς Πολέμους, δεν σταμάτησαν ποιητές ικανοί στη δραματική πλοκή να εμφανίζονται μετά την εποχή του Περικλέους· η άποψη και η παρόρμηση των ανθρώπων ήταν πλέον διαφορετικές. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο Milton, αν ζούσε σήμερα, θα έγραφε τον «Χαμένο Παράδεισο» ή ο Θερβάντες τον «Δον Κιχώτη» ή ο Δάντης θα επεξεργαζόταν εκ νέου τα προβλήματα της «Κολάσεως». Δεν γνωρίζουμε κανέναν άνθρωπο ο οποίος θα μπορούσε σε δύο διαφορετικούς αιώνες να εμπνευστεί παρόμοια αριστουργήματα αυθεντικής μεγαλοφυΐας. Η περίοδος που μπορούσε να εμπνεύσει σύντομα τραγούδια ίσως διήρκεσε επί μακρόν, αλλά η επιρροή η οποία δημιούργησε τα μακρά επικά ποιήματα θα ήταν οπωσδήποτε πολύ σύντομη.



    Η παράδοση ότι οι Όμηρος και Ησίοδος κάποτε συναγωνίστηκαν για το βραβείο της ποιητικής τελειότητος και ότι ο Ησίοδος νίκησε, είναι ίσως ένας ακόμη τρόπος να λεχθεί ότι οι Έλληνες γρήγορα κουράστηκαν από τη δημιουργική εργασία της φαντασίας και προτίμησαν για μια εποχή τις περισσότερο πρακτικές περιγραφές του καθημερινού βίου και τις ήσυχες αλλά πεζές θεολογικές ιστορίες. Η απόλυτη κατάρρευση του δημιουργικού επικού πνεύματος όπως φαίνεται στην ποίηση του Επικού Κύκλου, αν βασίσουμε τη γνώμη μας για την ποιότητα των ποιημάτων αυτών στη γνώμη των αρχαίων πηγών, φανερώνουν ότι ο Όμηρος δεν είχε διαδόχους. Η Ιλιάς και η Οδύσσεια αντιπροσωπεύουν τον χρυσό αιώνα της επικής ποιήσεως – και οι χρυσοί αιώνες είναι πάντα βραχείς.

    Οι Έλληνες όλων των εποχών υπερηφανεύονταν ιδιαιτέρως για το συγγραφικό τους έργο. Ο Ησίοδος, ο αρχαιότερος ποιητής μετά τον Όμηρο, μας πληροφορεί ότι [«Θεογονία» 22, 25]:

αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες…[2]

προσφέροντας στον κόσμο το δικό του όνομα. Ο Αλκμάν μας λέει [απ. 25]:

ἔπη δέ γε και μέλος Ἀλκμὰν

εἶρε…[3]

Ο Θέογνις στην αρχή του ποιήματός του σημειώνει [22-23]:

…Θεύγνιδός ἐστιν ἔπη

τοῦ Μεγαρέως…[4]

Ο Εκαταίος, ο Ηρόδοτος, όπως επίσης ο Θουκυδίδης, καθένας ξεκινά την ιστορία του με το δικό του όνομα και ρητή αναφορά στη δική του συγγραφή. Ο Φειδίας λέγεται ότι απεικόνισε τον εαυτό του στην ασπίδα την οποία κατασκεύασε για το άγαλμα της Αθηνάς ενώ σε αγάλματα, αναθήματα και ζωγραφισμένα αγγεία συχνά αναφερόταν το όνομα του δημιουργού, ακόμη μαζί με το όνομα του πατρός του και της πόλεώς του. Αυτή η επιθυμία για δόξα καθιστούσε περιττή την προσφορά πολυτίμων επάθλων στους μεγάλους αγώνες – η φιλοδοξία για προσωπική φήμη αποτελούσε επαρκές κίνητρο. Αυτό το πάθος για προσωπική δόξα ώθησε κάθε έναν από τους Έλληνες ήρωες της Σαλαμίνος να ψηφίσουν τον εαυτό τους ως εκείνον ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην ελληνική επικράτηση [Ηρόδοτος Η΄, 123]. Οι Έλληνες σε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά διέφεραν εντελώς των ανατολικών γειτόνων τους ώστε κανένα συμπέρασμα σχετικώς με τις ανατολικές ρίζες των χαρακτηριστικών αυτών, πλην όσων παράγονται από σύγκριση, δεν διαθέτει κάποια αξία. Ο διαπρεπής ασιανολόγος ΚαθηγητήςJastrow, γράφει[5]:

Η συγγραφική πατρότητα δεν διέθετε ιδιαίτερη αξία στην αρχαία Ανατολή. Η ελληνική κουλτούρα με την έμφαση που προσέδιδε στην ατομικότητα μπορεί να λεχθεί ότι εφεύρε την ιδέα της συγγραφικής πατρότητος όσον αφορά την αξίωση του ιδιώτου ως προς το πνευματικό του προϊόν. Δεν υφίσταται συγκεκριμένη λέξη για τον συγγραφέα στην αρχαία εβραϊκή αλλά μόνον ένας όρος ο οποίος κατά κανόνα αποδίδεται ως «γραφεύς» και μπορεί να χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως για έναν γραμματέα ο οποίος καταγράφει το κείμενο που του υπαγορεύουν, για αυτόν ο οποίος αντιγράφει ή συλλέγει αυτό που κάποιος άλλος συνέθεσε, όπως επίσης και για όποιον γράφει κάποιο πρωτότυπο κείμενο.



    Ένα επί πλέον αποτέλεσμα της εν λόγω μεθόδου λογοτεχνικής παραγωγής στην αρχαία Ανατολή ήταν ότι κανένα βιβλίο δεν δημιουργούταν από ένα μόνον χέρι. Ένα βιβλίο αποτελούσε πάντα συμπίλημα, μεγάλωνε από εποχή σε εποχή, όπως περίπου μια ιστορία μεγαλώνει κάθε φορά που επαναλαμβάνεται.

    Οι Έλληνες ζούσαν σε έναν διαφορετικό κόσμο από τον κόσμο αυτόν της Ανατολής στον οποίο ο «γραφεύς» ήταν απλώς αυτός ο οποίος γράφει. Στην ελληνική η λέξη «ποιητής» σημαίνει «δημιουργός», αυτός ο οποίος παράγει κάτι αξιόλογο. Η ίδια η λέξη φανερώνει τη μεγάλη εκτίμηση που απολάμβανε ο ποιητής. Αν και τα βιβλία της Ανατολής εμπλουτίζονταν και μεταβάλλονταν από εποχή σε εποχή, κάθε λογοτεχνικό ή μη επιστημονικό έργο των Ελλήνων το οποίο γνωρίζουμε σήμερα, είτε ολοκληρώθηκε από τον συγγραφέα του είτε έμεινε για πάντα ημιτελές. Έργα φιλοσοφίας δεν ήταν ασυνήθιστο να καταγράφονται από τους μαθητές στο πνεύμα με το οποίο αυτά δόθηκαν από τα χείλη του δασκάλου, αλλά αυτό δεν εφαρμοζόταν στην υψηλή λογοτεχνία. Ο Θουκυδίδης πέθανε αφήνοντας την ιστορία του ημιτελή και ο Ξενοφών ανέλαβε να διηγηθεί την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου για την περίοδο που δεν κάλυψε ο Θουκυδίδης. Αλλά επρόκειτο για τα ιδικά του «Ελληνικά», δεν προσπάθησε να συμπληρώσει ή μεταβάλει ό,τι έγραψε ο Θουκυδίδης.

    Η διαχρονικότητα του ελληνικού χαρακτήρος καθιστά ιδιαιτέρως απίθανο ότι ο ποιητής ο οποίος συνέθεσε τη σκηνή του αποχωρισμού μεταξύ Έκτορος και Ανδρομάχης, τους λόγους της πρεσβείας, τα λύτρα για το σώμα του Έκτορος, το ταξίδι του Τηλεμάχου ή τις περιπλανήσεις του Οδυσσέως, θα ήταν πρόθυμος να αρνηθεί την ιδική του φήμη για τη δόξα ενός άλλου ή ότι θα τροποποιούσε την ποίηση που είχε ήδη συντεθεί από άλλον προκειμένου να κατορθώσει να διαφύγει από τη δόξα την οποία θα του προσέφεραν οι ιδικές του μεγάλες δημιουργίες. Η διάσημη απάρνηση από τον Sir Philip Sidney του νερού το οποίο τόσο λαχταρούσε στην αγωνία του[6], θα αποτελούσε απροκάλυπτο δείγμα εγωισμού συγκρινόμενη με τον άνδρα ο οποίος προσέφερε αυτές τις μεγάλες ποιητικές σκηνές στον Όμηρο και γλίστρησε αθόρυβα μακριά με τέτοια μυστικότητα ώστε το δώρο του παρέμεινε απαρατήρητο για περίπου τρεις χιλιάδες έτη. Ο Sir Philip αντιλαμβανόταν ότι τουλάχιστον δύο πρόσωπα γνώριζαν την απάρνησή του, ο άνδρας που ήπιε το νερό και ο άνδρας που το μετέφερε, αλλά ο ποιητής ο οποίος προσέφερε όλη αυτήν τη δόξα στον Όμηρο δεν είχε αυτήν την ικανοποιήση – ό,τι δημιούργησε έπρεπε να μην αποκαλυφθεί. Και ο άνδρας ο οποίος έπραξε αυτό ήταν ένας ενσυνείδητος Έλληνας!

    Η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν υπήρξαν ποτέ ανώνυμες, δεν αναφέρονται ποτέ σαν έργα κάποιου αγνώστου ποιητού και ποτέ δεν αποδόθηκαν σε κάποιον άλλον ποιητή πλην του Ομήρου. Η θεωρία ότι η Ιλιάς και η Οδύσσεια αποτελούν την ανώνυμη δημιουργία μιας μακράς εποχής, παραδοσιακά τραγούδια τα οποία δημιουργήθηκαν από πολλούς βάρδους επί σειρά ετών, καθιστά αδύνατη την κατανόηση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής λογοτεχνίας, συγχέοντας τον Εβραίο αντιγραφέα-γραφέα με τον δημιουργικό Έλληνα ποιητή τον οποίο εκθείαζαν οι σύγχρονοί του. Ακριβώς αυτή η σύγχυση όμως, δημιούργησε το έργο τουMurray, Rise of the Greek epic.



    Κανείς ποιητής δεν έθεσε ποτέ σε μεγαλύτερη εκτίμηση τη δική του ποίηση απ’ ό,τι ο Όμηρος την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Λέει για την Πηνελόπη ότι η δόξα της αρετής της δεν θα χαθεί ποτέ γιατί οι θεοί θα διατηρήσουν τη φήμη της σε ένα όμορφο τραγούδι [ω 196-198]. Ο Οδυσσεύς λέει στους Φαίακες ότι βρίσκεται στη σκέψη όλων των ανδρών και ότι η δόξα του έχει αγγίξει τον ουρανό [ι 19-20]. Η Ελένη παρηγορεί τον εαυτό της με την πεποίθηση ότι, στο κάτω-κάτω, ίσως ο τρωικός πόλεμος με όλες του τις συμφορές σχεδιάστηκε από τον Δία προκειμένου αυτή και όσοι υπέφεραν περισσότερο να αποτελέσουν τραγούδι ανάμεσα στις γενεές οι οποίες δεν έχουν ακόμη γεννηθεί [Ζ 357-358] ενώ ο Αλκίνοος, όταν παρατηρεί τα συναισθήματα τα οποία ο Οδυσσεύς αδυνατεί να κρύψει κάθε φορά που ακούει την ιστορία και τις συμφορές τις οποίες υπέστησαν οι Τρώες και οι Αργείοι, προσπαθεί να τον παρηγορήσει λέγοντας [η 579-580]:

τὸν δὲ θεοὶ μὲν τεῦξαν, ἐπεκλώσαντο δ᾽ ὄλεθρον

ἀνθρώποις, ἵνα ᾖσι καὶ ἐσσομένοισιν ἀοιδή[7].

Η Μούσα του Milton, τη συνδρομή της οποίας ζητά για το έργο του [I, 14-15]:

…that with no middle flight intends to soar

above the Aonian mount…[8]

φαίνεται απολύτως συνειδητοποιημένη. Αλλά ο Milton δεν επισημαίνει ότι ο άνθρωπος απώλεσε τη χαρά της Εδέμ προκειμένου να κερδίσει το δώρο της αθανασίας στην ποίηση του «Χαμένου Παραδείσου».

    Δεν είναι μόνον οι χαρακτήρες τους οποίους προανέφερα που προσδοκούν να τραγουδηθεί η δόξα τους, αλλά ο Αγαμέμνων αναφέρει στους άνδρες του την καταισχύνη η οποία θα τους συνοδεύει τα επόμενα έτη αν αποτύχουν να κυριεύσουν την Τροία [Β 119-122], ο Κάλχας προφητεύει ότι οι οιωνοί δείχνουν φήμη η οποία ποτέ δεν θα πεθάνει[9] και ο Έκτωρ, όταν αντιλαμβάνεται ότι η Αθηνά τον παρέσυρε στην καταστροφή, δεν καταρρέει αλλά βρίσκει νέα δύναμη στην απόφασή του να πράξει κάποιο έξοχο έργο, ένα έργο το οποίο θα θυμούνται οι μελλοντικές γενεές των ανθρώπων [Χ 304-305]. Ένας ποιητής ο οποίος απεικονίζει τους πάσχοντες από τον πόλεμο να θεωρούν ως ανταμοιβή όλων αυτών των δεινών την αθανασία την οποία τους προσφέρει το τραγούδι του, δύσκολα θα απέκρουε παρόμοια αθανασία για τον εαυτό του.

    Αυτός ο ενσυνείδητος ατομικισμός ο οποίος διαπερνά την ελληνική κουλτούρα, δεν είναι περισσότερο φανερός στον Πίνδαρο, ο οποίος απεικονίζει τον εαυτό του σαν αετό[10], το ιερό πτηνό του Διός, απ’ ό,τι στον Αισχύλο ο οποίος, ατάραχος από την ήττα σε έναν δραματικό αγώνα, είπε υπερήφανα ότι [Αθήναιος Η΄, 347e]:

…χρόνῳ τὰς τραγῳδίας ἀνατιθέναι…[11],

στο παρακάτω επίγραμμα του γλύπτου [IG II2 9611.3]:

Πραξιτέλους ἤνθουν λαοξόος οὔτι χερείων…[12]

ή σε αυτό ενός υλοτόμου [IG I3 1361.4-5]:

…καὶ μὰ Δί’ οὐκ εἶδον

ἐμαυτõ ἀμείνω ὑλοτόμον…[13]

Κανείς άνδρας δεν υπήρξε περισσότερο ολοκληρωμένος Έλληνας από τον δημιουργό της Ιλιάδος και της Οδύσσειας· και αυτός, επίσης, πρέπει να κατείχετο από το ελληνικό πάθος για προσωπική δόξα.

    Τα επιχειρήματα εναντίον της ιστορικότητος του Ομήρου ίσως φαίνονται δικαιολογημένα από το γεγονός ότι το όνομά του δεν απαντά στα γραπτά κανενός Έλληνος συγγραφέως έως το μέσον του 6ου αιώνος ή θεωρητικώς τριακόσια έτη μετά την εποχή του ποιητού (η υποτιθέμενη αναφορά στον Όμηρο από τον Καλλίνο βασίζεται σε διόρθωση η ορθότητα της οποίας είναι μάλλον απίθανη)[14]. Το διάστημα αυτό των τριών αιώνων φαίνεται σαν σημαντικό κενό στην ομηρική παράδοση, εν τούτοις δεν σώθηκαν παρά ελάχιστα έργα από την εποχή μεταξύ Ομήρου και Ξενοφάνους, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος που ανέφερε το όνομα του Ομήρου. Επίσης, τα έργα αυτά είναι εξαιρετικώς αποσπασματικά διότι διασώθηκαν από γραμματικούς και ρήτορες οι οποίοι επιθυμούσαν να προσφέρουν παραδείγματα κάποιου γραμματικού κανόνος ή από ανθολόγους οι οποίοι συνέλλεγαν διάφορα αποσπάσματα.



    Οι παλαιότεροι συγγραφείς των οποίων αξιόλογο μέρος του έργου τους διασώθηκε, αναφέρουν συχνά το όνομα του ποιητού. Οι Πίνδαρος και Σιμωνίδης παραπέμπουν σε αυτόν και χρησιμοποιούν το όνομα του Ομήρου ενώ στα πρωιμότερα πεζά έργα που διασώθηκαν απαντά επίσης συχνά το όνομα του Ομήρου. Κανείς από τους παλαιούς αυτούς συγγραφείς δεν αναφέρεται σε αυτόν σαν να αποτελούσε κάποια άγνωστη ή σκιώδη προσωπικότητα αλλά ως τον συγγραφέα τον οποίο όλοι γνώριζαν και στον οποίο η Ελλάς όφειλε περισσότερο από οιονδήποτε άλλον τη θεολογία και τον πολιτισμό της.

    Ο πρώτος ελεγειακός ποιητής του οποίου το όνομα είναι γνωστό ήταν ο Καλλίνος, ο οποίος πιθανώς έζησε στην αρχή του 7ου αιώνος. Το πρώτο όνομα ποιητού ερωτικής ελεγείας το οποίο σώθηκε είναι του Μιμνέρμου, ο οποίος επίσης έζησε τον 7ο αιώνα. Παραδόξως, το όνομα κανενός εξ αυτών δεν απαντά σε κανέναν Έλληνα συγγραφέα πριν από τον Στράβωνα, ο οποίος έζησε τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα. Επομένως, ούτε ο Καλλίνος ούτε ο Μίμνερμος αναφέρονται σε κανένα ελληνικό έργο για περίπου επτακόσια έτη μετά την εποχή τους, μια περίοδο περίπου δύο φορές μεγαλύτερη από τον Όμηρο έως αυτόν που πρώτος κατέγραψε το όνομά του. Και όμως, οι κριτικοί εκείνοι που αμφιβάλλουν περισσότερο για την ύπαρξη του Ομήρου, δεν αμφιβάλλον εξ ίσου για την ύπαρξη των Καλλίνου και Μιμνέρμου. Πόσο απολύτως εσφαλμένα τα επιχειρήματα από τη σιωπή μπορούν να αποδειχθούν φαίνεται από το γεγονός ότι το όνομα του Chaucer δεν αναφέρεται ούτε στην ποίηση του Milton ούτε σε αυτήν του Σαίξπηρ, έστω και αν το ποιητικό τους έργο είναι πολύ μεγαλύτερο σε όγκο από όλη την ποίηση που διασώθηκε από τον Όμηρο έως τον Πίνδαρο.

    Αν και είναι δύσκολο να καθορίσουμε το μέρος από την πλοκή και τη διήγηση των επών το οποίο ο Όμηρος οφείλει στους προγενεστέρους ποιητές, υπάρχουν ορισμένα γνωρίσματα ή χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να αποτελούν δικές του καινοτομίες. Αυτά βρίσκονται σε αμφότερα τα ομηρικά ποιήματα αλλά σε κανένα άλλο έργο, στο μέτρο βέβαια που μπορούμε να κρίνουμε, εκτός από κείμενα τα οποία έχουν επηρεαστεί άμεσα από τον Όμηρο.

    Ο ποιητής επιλέγοντας ένα πολεμικό θέμα για την Ιλιάδα του δεν εξιστορεί ολόκληρο τον πόλεμο αλλά ένα σύντομο περιστατικό του λίγο πριν από την ολοκλήρωσή του, εξ ου και η διήγηση της Ιλιάδος καλύπτει λίγο περισσότερες από επτά εβδομάδες ενώ η μάχη δεν διαρκεί περισσότερες από τέσσερις ημέρες[15]. Είκοσι μία ημέρες καλύπτει η πρώτη ραψωδία του ποιήματος, όσες και η τελευταία, σχεδόν όλες εκ των οποίων περνούν χωρίς κάποιο γεγονός. Για παράδειγμα, στην Α [53] αναφέρεται ότι ο λοιμός διήρκεσε εννέα ημέρες ενώ στην Ω [784] εννέα ημέρες χρειάστηκαν προκειμένου να προετοιμαστεί η πυρά του Έκτορος.

    Στην Οδύσσεια ο Όμηρος διηγείται μια ιστορία περιπλανήσεων και περιπετειών η οποία μπορεί να διήρκεσε πολλά χρόνια αλλά περιόρισε το θέμα του στην εξιστόρηση των τελευταίων ημερών ώστε ολόκληρη η πλοκή της Οδύσσειας ξετυλίγεται σε περίπου σαράντα ημέρες, εκ των οποίων δεκαεπτά καταλαμβάνουν μόλις έναν στίχο ο οποίος αναφέρει ότι έπλεε επί δεκαεπτά ημέρες [ε 278] ενώ σε έναν άλλον στίχο [ε 262] αναφέρεται ότι κατασκεύασε τη σχεδία του σε τέσσερις ημέρες. Επομένως, οι ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων αναφέρεται πράγματι κάποιο γεγονός είναι λιγότερες από είκοσι και δεν απέχουν πολύ από τις ημέρες όπου καταγράφονται γεγονότα στην Ιλιάδα.

    Αυτή η υπέροχη επίδειξη ποιητικής οικονομίας περιορίζοντας την πλοκή σε λίγες σημαντικές ημέρες, φαίνεται ότι δεν υπήρχε σε κανένα άλλο ποίημα του Επικού Κύκλου αν μπορούμε να εμπιστευτούμε την αυθεντία του Αριστοτέλους ο οποίος αντιπαρέβαλε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ως προς το σημείο αυτό με όλα τα υπόλοιπα έπη [«Περί ποιητικής» 23]. Δεν παρουσιάζεται σε κανέναν από τους μεταγενεστέρους Έλληνες επικούς ποιητές, όπως οι Ησίοδος, Απολλώνιος Ρόδιος και Κόιντος Σμυρναίος ούτε στον Βιργίλιο το ποίημα του οποίου καλύπτει γεγονότα ετών. Ο Βιργίλιος ξεκάθαρα ακολούθησε τη χρονογραφική προσέγγιση των ποιητών του Κύκλου παρά τη μέθοδο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Επίσης, δεν χρησιμοποιείται στον «Χαμένο Παράδεισο» του Milton.

    Η πρώτη λέξη της Ιλιάδος είναι «μῆνιν» και η πρώτη λέξη της Οδύσσειας «ἄνδρα» ώστε κάθε ποίημα φανερώνει το θέμα του ήδη από την πρώτη λέξη. Η ιστορία της Ιλιάδος δεν εξαρτάται από τον χαρακτήρα του Αχιλλέως αλλά από την οργή του, μια οργή η οποία παραμερίζει ακόμη και τον ήρωα από μεγάλο μέρος του ποιήματος. Στην Οδύσσεια όμως, ο ίδιος ο ήρωας αποτελεί συνεχώς το επίκεντρο του ποιήματος και είναι εξ ίσου σημαντικός όταν απουσιάζει όσο όταν είναι παρών.

    Φαίνεται ότι ο Όμηρος ήταν ο μόνος πρώιμος επικός ποιητής ο οποίος τόσο ξεκάθαρα καθόρισε το θέμα του εξ αρχής. Ο πρώτος στίχος της «Θηβαΐδος» αναφέρεται ως [απ. 1]:



Ἄργός ἄειδε, θεά, πολυδίψιον, ἔνθεν ἄνακτες…[16]

Η «Θηβαΐς» φαίνεται ότι λίγο ασχολείτο με το ίδιο το Άργος καθώς η κυρίως εξιστόρηση συνδεόταν με τον αγώνα στη Θήβα. Η «Μικρά Ιλιάς» λέγεται ότι ξεκινούσε με αυτόν τον στίχο [απ. 1]:

Ἴλιον ἀείδω καὶ Δαρδανίην εὔπωλον…[17]

Αν δεν είχαμε άλλη πληροφορία πλην αυτού του στίχου για να υποθέσουμε το περιεχόμενο του ποιήματος, δύσκολα θα καταλήγαμε στα διάφορα θέματα που αναφέρονται στην περίληψη του Πρόκλου. Κάθε ένα από τα μεγαλύτερα ποιήματα του Ησιόδου ξεκινά επαινώντας τις Μούσες και δεν προσφέρει καμία ένδειξη των θεμάτων που θα εκτεθούν στα ποιήματα. Ο Απολλώνιος Ροδιος ξεκινά τα «Αργοναυτικά» του με αυτόν τον στίχο [Α΄, 1-2]:

ἀρχόμενος σέο, Φοῖβε, παλαιγενέων κλέα φωτῶν

μνήσομαι…[18]

Ο στίχος δεν προσφέρει τον παραμικρό υπαινιγμό για τους ήρωες ή τα κατορθώματά τους. Ο Κόιντος Σμυρναίος αρχίζει με τον στίχο [Α΄, 1]:

εὖθ᾽ ὑπὸ Πηλείωνι δάμη θεοείκελος Ἕκτωρ…[19]

αφήνοντάς μας στο σκοτάδι για το θέμα που προτίθεται να πραγματευθεί. Όλες αυτές οι εισαγωγές, ή τουλάχιστον οι περισσότερες εξ αυτών, φαίνεται να έχουν επηρεαστεί από τον Όμηρο αλλά είναι εντελώς διαφορετικές από τις δικές του. Ο Οράτιος, «Ars poetica» 137, αντιπαραβάλει τις απλές και σαφείς λέξεις με τις οποίες ο Όμηρος ξεκινά τα ποιήματά του με τις πομπώδεις εισαγωγές των Κυκλικών ποιημάτων:

fortunam Priami cantabo et nobile bellum[20].

Θα αποτελούσε κάτι περισσότερο από σύμπτωση αν οι Ιλιάς και Οδύσσεια είχαν αμφότερες αυτήν την έξοχη εισαγωγή, μια τελειότητα που δεν άγγιξε κανείς άλλος ποιητής. Οι εισαγωγές του Βιργιλίου: «Arma virumquecano»[21] και του Milton: «Of man’s first disobedience»[22], αποτελούν απλώς απομιμήσεις του Ομήρου.

    Σε κάθε ποίημα, ο Όμηρος προσφέρει την εντύπωση ότι η πλοκή είναι πολύ γνωστή. Εν τούτοις, οι λεπτομέρειες είναι τόσο πλήρεις και τα περιγράμματα τόσο καθαρά, ώστε φαίνεται ότι καθένα απ’ αυτά δημιουργεί μια νέα πλοκή και διηγείται μια νέα ιστορία. Φαίνεται σαν να μαθαίνουμε εκ συμπτώσεως την αιτία της οργής, τη σφοδρότητα και τα αποτελέσματά της, όμως την κατανοούμε πλήρως χωρίς τη βοήθεια καμίας λεπτομέρειας που δεν βρίσκεται στην ίδια την Ιλιάδα. Με όμοιο τρόπο μαθαίνουμε ότι ο Οδυσσεύς απουσίαζε είκοσι έτη από την πατρίδα του, ότι σύζυγός του είναι η Πηνελόπη η οποία περιστοιχίζεται από μνηστήρες ενώ το κράτος και η οικία του έχουν περιέλθει σε μια κατάσταση η οποία αντιστοιχεί περίπου σε αυτήν της αναρχίας. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, προκειμένου να κατανοήσουμε το μικρό χρέος που ο Όμηρος οφείλει στην παράδοση, το γεγονός ότι μπορούμε να παρακολουθήσουμε αμφότερα τα ποιήματα χωρίς καμία υποσημείωση και χωρίς καμία γνώση της προομηρικής παραδόσεως, εκτός αν ο ίδιος ο ποιητής μας προσφέρει τη γνώση αυτή[23].

    Ακόμη και ο πλέον αδιάφορος αναγνώστης του Ομήρου έχει παρατηρήσει πόσο δραματική είναι η ιστορία και πόσο μεγάλο μέρος αφιερώνεται στις ομιλίες των διαφόρων συμμετεχόντων. Κρίνουμε τους χαρακτήρες των διαφόρων προσώπων του Ομήρου, κατά το μεγαλύτερο μέρος, όχι από όσα μας λέει ο ποιητής αλλά από τα λόγια των ιδίων των ανδρών. Περί το ήμισυ της Ιλιάδος και της Οδύσσειας συντέθηκε σε ευθύ λόγο. Η ποίηση του Ομήρου είναι τόσο δραματική ώστε, με ελάχιστη επιμέλεια, εκτενή χωρία της μπορούν να ανέβουν στη σκηνή σχεδόν με τις ίδιες λέξεις του πρωτοτύπου. Στην Οδύσσεια δεν φαίνεται να μειώνεται η συχνότητα του ευθύ λόγου. Πράγματι, στην Ιλιάδα αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το ήμισυ του ποιήματος ενώ στην Οδύσσεια λίγο περισσότερο από το ήμισυ.

    Κανείς άλλος αρχαίος επικός δεν προσέγγισε τον Όμηρο από αυτήν την άποψη ακόμη και όταν γνώριζε το παράδειγμα του Ομήρου και προσπαθούσε να τον μιμηθεί[24]. Ελάχιστοι χαρακτήρες του Ησιόδου μιλάνε και αυτοί αποτελούν τους πλέον ασήμαντους ενώ τα πενιχρά αποσπάσματα του Επικού Κύκλου φαίνεται να δικαιολογούν την υπόθεση ότι τα ποιήματα αυτά ήταν αφηγηματικά παρά δραματικά. Πρέπει να οφείλεται στη μεγαλοφυΐα του Ομήρου ότι οι χαρακτήρες του αποκαλύπτουν τη φύση τους με τις δικές τους λέξεις και πράξεις παρά με κάποια περιγραφή του ποιητή. Η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει για κάποιο συγκεκριμένο χωρίο αλλά για ολόκληρα τα δύο ποιήματα. Ακόμη και στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, την οποία οι κριτικοί περιφρονούν, αφθονούν παρόμοιοι λόγοι που αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα των προσώπων.

   Αμφότερα τα ποιήματα περιγράφουν πράγματα υπέροχης τελειότητος, όχι όμως περιγράφοντας τα ίδια τα πράγματα αλλά μέσω της εντυπώσεως την οποία προκαλούν στους άλλους. Όταν η Ελένη πρωτοεμφανίζεται, ο Όμηρος δεν προσπαθεί να περιγράψει τη γοητεία της. Κατανοούμε πόσο όμορφη είναι από τα λόγια των γηραιών Τρώων, ανδρών τους οποίους δεν αγγίζει ο ενθουσιασμός που προσφέρει η νεανική ηλικία, όταν λένε [Γ 156-158]:

οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς 

τοιῇδ᾽ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν· 

αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν[25].

Θαυμάζουμε περισσότερο το μεγαλείο του Αγαμέμνονος όταν ακούμε τον Πρίαμο να λέει, κοιτώντας κάτω από τα τείχη της Τροίας [Γ 169-170]:

καλὸν δ᾽ οὕτω ἐγὼν οὔ πω ἴδον ὀφθαλμοῖσιν,

οὐδ᾽ οὕτω γεραρόν· βασιλῆϊ γὰρ ἀνδρὶ ἔοικε[26].

Τα λόγια αυτά πείθουν με την ειλικρίνειά τους τον ακροατή καθώς ο Πρίαμος αγνοεί το γεγονός ότι ρωτούσε για τον Αγαμέμνονα.

    Στην τελευταία ραψωδία της Ιλιάδος, όταν ο Πρίαμος εισέρχεται στη σκηνή ή καλύβα του Αχιλλέως προκειμένου να ικετεύσει για το σώμα του γιού του, ο ποιητής φέρνει τον Πρίαμο, τον πατέρα του ανδρός ο οποίος σκότωσε τον καλλίτερο φίλο του Αχιλλέως, μπροστά από εκείνον τον πολεμιστή ο οποίος του στέρησε τον Έκτορα όπως και άλλους επίσης γιούς του, και με τις λέξεις αυτές περιγράφει τα συναισθήματά τους όπως κοιτούσε ο καθένας το πρόσωπο του εχθρού του [Ω 629-632]:

ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα

ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει·

αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς

εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων[27].

Πού αλλού η αξιοπρέπεια και η ευγένεια απεικονίστηκαν καλλίτερα απ’ ό,τι σε αυτούς τους στίχους; Το γεγονός ότι ο Πρίαμος μπορούσε να διακρίνει ευγένεια και ομορφιά στον μεγαλύτερο εχθρό του αποτελεί πραγματικό έπαινο, ενώ το γεγονός ότι ο Αχιλλεύς παρατηρούσε με θαυμασμό την αρχοντική παρουσία εκείνου του ανδρός του οποίου τον γιό είχε αποφασίσει να πετάξει στα σκυλιά, προσφέρει την εντύπωση ανυπέρβλητης ομορφιάς πέρα κάθε περιγραφής.

    Όταν οι Τηλέμαχος και Πεισίστρατος, ο υιός του Νέστορος, επισκέπτονται τον Μενέλαο στο μεγαλοπρεπές ανάκτορό του, το ανάκτορο δεν περιγράφεται αλλά κρυφοκοιτάμε την ομορφιά του μέσα από αυτά τα λόγια [δ 43-46]:

…οἱ δὲ ἰδόντες

θαύμαζον κατὰ δῶμα διοτρεφέος βασιλῆος·

ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης

δῶμα καθ᾽ ὑψερεφὲς Μενελάου κυδαλίμοιο[28].

    Η νήσος της Καλυψούς πρέπει να αποτελούσε τοπίο απίστευτης ομορφιάς διότι ο Ερμής, ερχόμενος κατ’ ευθείαν από τον λαμπρό Όλυμπο να προειδοποιήσει τη θεά ότι δεν μπορούσε να κρατά περισσότερο τον Οδυσσέα, ακόμη και αυτός [ε 75]:

ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος…[29]


Ομηρικός ραψωδός.
Ελευθερη απόδοση από
αγγειογραφία του 5ου αι. π.Χ



Μόνον αφ’ ου θαύμασαν τα μάτια του τον επίγειο αυτόν παράδεισο συνέχισε την αποστολή του. Ποια ήταν άραγε η γοητεία της νήσου αυτής που μπορούσε να συγκινήσει ακόμη και έναν θεό συνηθισμένο στην ομορφιά του Ολύμπου! Εντυπωσιάζει, λοιπόν, ακόμη περισσότερο η αφοσίωση του Οδυσσέως στην πατρίδα του όταν γνωρίζουμε ότι προτιμούσε όλους τους αγώνες και τους κινδύνους που βρίσκονταν μεταξύ αυτής της νήσου και της Ιθάκης παρά να ζει γαλήνια στη μαγευτική νήσο της Καλυψούς.

    Αντιλαμβανόμαστε σε κάποιο βαθμό την απόλυτη ασχήμια της τερατώδους συζύγου του ανθρωποφάγου Αντιφάτη από τον απλό στίχο [κ 112-113]:

…τὴν δὲ γυναῖκα

εὗρον, ὅσην τ᾽ ὄρεος κορυφήν, κατὰ δ᾽ ἔστυγον αὐτήν[30].

    Τέτοιο περίλαμπρο υπόδειγμα ποιητικής οικονομίας, περιγράφοντας ασυνήθιστα αντικείμενα από την εντύπωση που προκαλούν στους άλλους, όπως είναι φυσικό σπανίως χρησιμοποιείται, αλλά ο Όμηρος προσφέρει και πολυάριθμες λεπτομερείς περιγραφές, όπως την περιγραφή της ασπίδος του Αγαμέμνονος [Λ 32-40], του άρματος και των ίππων του Ποσειδώνος [Ν 23-37], της ασχήμιας του Θερσίτου [Β 216-219], του ανακτόρου και των κήπων του Αλκινόου [η 84-131], της σπηλιάς του Κύκλωπος [ι 218-223] ή του φρικτού παρουσιαστικού της Σκύλλας [μ 85-100].

    Ο Όμηρος αρεσκόταν στο να αναβάλει την κλιμάκωση του επεισοδίου και επίσης να παρατείνει την αγωνία σε περιπτώσεις μεγάλου σασπένς. Όταν ο Αχιλλεύς επιστρέφει με τη νέα του πανοπλία, περιμένουμε ότι θα σπεύσει στη μάχη προκειμένου να συναντήσει αμέσως και να σκοτώσει τον Έκτορα αλλά ο Οδυσσεύς επεμβαίνει ζητώντας πρώτα να σιτισθούν οι στρατιώτες, πρόταση που προκαλεί συζήτηση και καθυστέρηση [Τ 155 επ.] Όταν επί τέλους φάνηκε ότι όλα τα εμπόδια ξεπεράστηκαν και ο Αχιλλεύς ορμά να εκδικηθεί για τον Πάτροκλο, πλήθος πράξεων αναβάλουν την κλιμάκωση. Ο ήρως πρέπει πρώτα να συναντήσει τον Αινεία και έπειτα τον Λυκάωνα, να αντιμετωπίσει τον θεό του ποταμού αλλά ακόμη και έτσι μόνον μετά από μια ακόμη σειρά καθυστερήσεων έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Έκτορα. Ακριβώς όμοιο είναι το σχέδιο στην Οδύσσεια. Όταν ο ήρως επιστρέφει στο παλάτι του βλέποντας με τα ίδια του τα μάτια τη βιαιότητα των μνηστήρων [ρ 462-463], περιμένουμε ότι αμέσως θα διεκδικήσει την εξουσία του λαμβάνοντας εκδίκηση. Προηγείται όμως ο αγώνας με τον ζητιάνο, το πλύσιμο των ποδιών, η ιστορία της ουλής, η περιγραφή του τόξου και πως το απέκτησε, έπειτα οι προσπάθειες να τεντωθεί και μια φαινομενικώς ατέρμονη σειρά καθυστερήσεων· και τότε, επί τέλους, φθάνει η ώρα της εκδικήσεως.

    Αμφότερα τα ποιήματα βρίσκονται σε τέτοια αρμονία στην πληθώρα των γεγονότων τα οποία αναβάλουν την κορύφωση ώστε περίπου ο ίδιος αριθμός γεγονότων μεσολαβεί μεταξύ του χρόνου κατά τον οποίο ο Αχιλλεύς μαθαίνει τον θάνατο του Πατρόκλου αποφασίζοντας να εκδικηθεί τον νεκρό φίλο του και τον φόνο του Έκτορος, με αυτόν μεταξύ της επιστροφής του Οδυσσέως στο παλάτι του και της σφαγής των μνηστήρων. Αυτή η μεγάλη καθυστέρηση σε κάθε ποίημα καλύπτει περί τους 2.200 στίχους. Δεν πρόκειται για απλή σύμπτωση και δεν αποτελεί απομίμηση. Φανερώνει στα δύο ποιήματα τον δημιουργικό παλμό του ενός και ιδίου νου.

    Ο Όμηρος αρέσκεται επίσης στο σημείο του μεγάλου σασπένς να επιμηκύνει την αγωνία. Ο Αχιλλεύς, όταν αντιλαμβάνεται ότι οι Τρώες από στιγμή σε στιγμή θα κάψουν τον στόλο, χτύπησε τους μηρούς του με έντονη συγκίνηση ζητώντας από τον Πάτροκλο να ορμίσει προκειμένου να σώσει τα πλοία, γνωρίζοντας ότι αν καταστραφούν ούτε ο ίδιος ούτε οι Έλληνες θα μπορούσαν να σωθούν [Π 124-129]. Ακριβώς στο σημείο αυτό της βιασύνης και αγωνίας, ο ποιητής διακόπτει τη διήγηση της δράσεως προκειμένου να περιγράψει πως αρματώνεται ο Πάτροκλος. Με μεγάλη λεπτομέρεια περιγράφει κάθε εξάρτημα της πανοπλίας και παραδίδει κατάλογο όλων των αξιωματικών του στρατού με το γενεαλογικό τους δένδρο. Μας λέει πως ο Αχιλλεύς πάει στη σκηνή του και παίρνει ένα κύπελο το οποίο του είχε δώσει η μητέρα του, πως το εξάγνισε και το έπλυνε με καθαρό νερό, ότι πλένει τα χέρια του και απαγγέλει μια προσευχή δεκαέξι στίχων [Π 233-248], μετά την οποία επιστρέφει ήρεμα στη σκηνή του και προσεκτικώς τοποθετεί ξανά το κύπελο στο σεντούκι. Ακριβώς εκατόν πενήντα στίχους μετά τη στιγμή που ο Αχιλλεύς χτύπησε τους μηρούς του, επιτρέπει ο ποιητής στον Πάτροκλο να κινηθεί για να σώσει τα πλοία.

    Στην Οδύσσεια, ότα geromorias






Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only