Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ


 Μπορώ να σας εγγυηθώ ότι [η ιστορία] είναι «μέχρι κεραίας» αληθινή, γιατί την άκουσα από το στόμα του πρωταγωνιστή της. Άρχισε πολύ πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο, εδώ στην Αθήνα στ’ Ανάκτορα τού Γεωργίου Β' και ο στρατηγός που μου τη διηγήθηκε ήταν τότε υπασπιστής.

Κάποιο πρωινό λοιπόν, τον πληροφορήσανε ότι ένας γέρος χωρικός ζητούσε να μιλήση στο Μεγαλειότατο. Αμέτρητες φορές τον είχαν κιόλας διώξει, αλλά αυτός ξαναγύριζε με αφάνταστη επιμονή. Ο αφηγητής μας σκέφτηκε ότι θα ήταν κανένας παλαιός πολεμιστής, που θα ζητούσε βοήθημα και διέταξε να τον φέρουν στο γραφείο του. Πραγματικά, ύστερα από λίγο παρουσιάστηκε μπροστά του ένα αιωνόβιο γεροντάκι, που του ζήτησε να τον εισαγάγει αμέσως στο Βασιλιά: «Ήταν απόλυτη ανάγκη!» .
Ο στρατηγός μας (συνταγματάρχης τότε) έβαλε το χέρι στην τσέπη για να βγάλη κανένα πενηντάρικο, αλλά ο γέρος τον σταμάτησε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν είχε ανάγκη από λεφτά. «Τι να τα κάνω τα λεφτά; πρόσθεσε περιφρονητικά! Εκείνο που θέλω είναι να βγάλω ένα βάρος από την ψυχή μου! Κάθε βράδυ μού παρουσιάζονται διάφοροι άγγελοι και μου λένε ένα σωρό πράγματα για την Ελλάδα και τη Μοίρα της! Πρέπει επί τέλους να δω το Βασιλιά να του τα πω για να πάρη τα μέτρα του και να ησυχάσω και γω!».
Ο υπασπιστής κατάλαβε τότε ότι είχε να κάνη με έναν παλαβό και για να δώση τόπο στην οργή άρχισε να κουβεντιάζη μαζί του και να τον ρωτάη λεπτομέρειες σχετικές με τα δράματά του. Κινδύνους φρικτούς έβλεπε μελλοντικά ο μπάρμπα-Δημήτρης! Εχθροί θα κατακλύζανε την Ελλάδα και ο Βασιλιάς έπρεπε να φροντίση για το στρατό, την αεροπορία και τα σύνορα.
«Καλά, τον ρώτησε ο υπασπιστής, εμείς έχουμε πια συμμαχία με τους Τούρκους...».
«Δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τον διέκοψε ό μπάρμπα-Δημήτρης, άλλοι είναι οι εχθροί πού θα μας χτυπήσουνε: Φράγκοι, Ιταλοί...». Ο στρατηγός χαμογέλασε μ’ επιείκεια και τον ρώτησε για να κάνη χάζι:


«Καλά, μπάρμπα-Δημήτρη, και πότε θα συμβούν αυτά τα τρομερά πράγματα που μου λες;»
Ο γέρος σκέφτηκε μια στιγμή και ύστερα τον πληροφόρησε: «Όταν οι φούστες των γυναικών φτάσουνε στο γόνατο!».
Το πράγμα είχε λάβει πια μια φαιδρή όψη και ο υπασπιστής, κατενθουσιασμένος από τον επισκέπτη, του πρόσφερε καφέ, τσιγάρο κι’ έπιασε ψιλή κουβέντα μαζί του.
Και τι δεν πληροφορήθηκε από το γέρο-Ιερεμία του! Ότι πρέπει να γίνουν αποθήκες τροφίμων στην Πελοπόννησο, γιατί θα πεθαίνουν οι Έλληνες στην πείνα. Ότι ή δραχμή θα καταργηθή και θα επικρατήσει γενικά η αγγλική λίρα, ότι τελικά θα νικήση η Αγγλία, ότι... Τα πιο απίθανα τέλος πάντων κωμικά πράγματα!
Κάποια στιγμή όμως έφθασε και η ώρα τού αποχωρισμού και ο γεροντάκος, ενθουσιασμένος από την υποδοχή και βέβαιος ότι την ίδια ημέρα ο Βασιλιάς θα μάθαινε τα πάντα και θα «λάβαινε τα μέτρα του», ξεκίνησε ήσυχος πια για το χωριό του.
Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε. Ειρήνη βασίλευε στην Ευρώπη και ο υπασπιστής μας βρισκότανε τώρα στρατιωτικός ακόλουθος σε μια από τις σημαντικώτερες πρεσβείες μας. Ένα βράδυ, λοιπόν, σε μια δεξίωση, άκουσε κάποιον διπλωμάτη, που μόλις είχε φτάσει από το Παρίσι, να διαβεβαιώνη τις κυρίες ότι «οι φούστες εφέτος θα φτάσουνε στα γόνατα». Ο στρατηγός μας ένοιωσε ταραχή ανεξήγητη ακούγοντας την αθώα αυτή φράση. Κάπου στο βάθος του υποσυνειδήτου κάποιος «κώδων κινδύνου» χτύπησε: τα είχε ξανακούσει τα ίδια λόγια και κάτι δυσάρεστο σημαίνανε, αλλά πού και τι;
Στενοχωρημένος γύρισε σπίτι του και έπεσε να κοιμηθή. Κάθε τόσο όμως ξυπνούσε και στ’ αυτιά του αντηχούσε ή μοιραία φράση: «Οι φούστες φέτος θα φτάσουνε στα γόνατα!» Δύσθυμος σηκώθηκε το άλλο πρωί και μονάχα κατά το μεσημέρι ανέβηκε στην επιφάνεια τής μνήμης, σαν αεροφυσαλίδα σε ποτήρι νερό, η θύμηση τού μπάρμπα-Δημήτρη! Άρχισε τότε να παρακολουθή τα γεγονότα με προσοχή και να τα συνδυάζη με τις αλλοπρόσαλλες προφητείες τού χωρικού. Κάθε μήνας που περνούσε έβγαινε και μια αληθινή! Τέλος ο στρατηγός μας βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση ν’ αντιμετωπίση το δίλημμα αν έπρεπε ή όχι ν’ αναφέρη στην προϊσταμένη του αρχή τις... υπόλοιπες προφητείες τού μπάρμπα-Δημήτρη, για να λάβουνε οι υπεύθυνοι τα μέτρα τους. Φοβήθηκε τη γελοιοποίηση και την πρόταση εισαγωγής του στο... Δρομοκαΐτειο και σιώπησε.

Ύστερα όμως από την Ιταλική επίθεση δεν μπόρεσε να κρατηθή κι’ έγραψε σ’ ένα φίλο του εδώ (γνωστό πολιτευόμενο με μεγάλη τότε ισχύ) να μάθη πού βρίσκεται ο μπάρμπα-Δημήτρης κι αν ζη. Η συνέχεια αποτελεί πια κωμικό σκετς.
Διάλογος στο τηλέφωνο μεταξύ Αθηνών και ξένης πρωτευούσης:
«Τον βρήκατε;».
«Τον βρήκαμε!».
«Τι σας είπε για την Τουρκία, θα βγη;»
«Όχι!».
«Πώς, όχι; Γιατί δεν θα βγη;».
«Δεν μας είπε ότι δεν θα βγη!».
«Τι σας είπε;».
«Τίποτα!».
«Πώς τίποτα!!!;;»
«’Έπαθε ραμολιμέντο και δεν αρθρώνει λέξη! Τελεία και παύλα!».
Έτσι έκλεισε το τρίτο μάτι μπάρμπα-Δημήτρη!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 21-1-55

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: Η ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΓΚΛΟΡΙΑ
«Μόλο που με τυραννάει πάντοτε ο φόβος της κοινοτοπίας, δεν μπορώ ν’ αρχίσω τούτο το Πασχαλιάτικο χρονικό δίχως ν’ αναφέρω την μυριοειπωμένη, αλλά και τόσο αναλλοίωτα αληθινή, τερτσίνα του Δάντη: Nessun magior dolor «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη θλίψη από το να θυμάσαι, όταν δυστυχείς, τα ευτυχισμένα χρόνια»!
Γιατί πραγματικά αν η Μεγάλη εβδομάδα συγκινεί κάθε χριστιανό, από την Πολυνησία ως το Oμπεραμεργκάου, εμάς, τους νεοέλληνες ορθόδοξους, μας δονεί ακόμα περισσότερο επειδή συνδυάζεται παράδοξα με τις τραγικότερες στιγμές της ιστορίας μας. Από την έξοδο του Μεσολογγίου ως την πρόσφατη κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς πολλές, πάρα πολλές, είναι οι «σημαδιακές» στην ιστορία μας μεγαλοβδομαδιάτικες ημέρες.
Τώρα βέβαια ένας ψυχρός υλιστής, από εκείνους που πιστεύουνε ακράδαντα ότι υπάρχει μια ορθολογιστική εξήγηση για κάθε μεταφυσικό μυστήριο, θα χαμογελάσει διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές.
Το Πάσχα, θα μας πληροφορούσε, συμπίπτει με την Άνοιξη και είναι γνωστό ότι οι μεγάλες στρατιωτικές επιθέσεις γίνονται πάντοτε την εποχή αυτή! Μάη πήρε και ο Μωάμεθ την Πόλη και μονάχα από μια σύμπτωση δεν έτυχε η τραγωδία αυτή να λάχει Μεγαλοβδομαδιάτικα! Ο όρος «επίθεσις της Ανοίξεως» είναι δα αρκετά γνωστός σε όλους μας!
Δύσκολα μπορεί κανείς να συζητήση μ’ εκείνους που νομίζουνε ότι ο μηχανισμός του Σύμπαντος είναι τόσο απλός ώστε να μπορούνε να τον συλλάβουνε και να τον ερμηνεύσουνε με την ανθρωπόμορφη λογική του μπακάλη της γειτονιάς. σε μια τέτοια περίπτωση το μόνο επιχείρημα που έχει κάποια αξία είναι ότι τα πιο τετράγωνα μυαλά που έβγαλε η ανθρωπότης, εκείνα ακριβώς που προωθήσανε την επιστήμη στα ακραία της όρια, καταλήξανε κάποια στιγμή να παραδεχτούνε την ύπαρξη κάποιας υπέρτερης δύναμης, δηλαδή του Θεού.
Ένας φυσικομαθηματικός σαν τον Αϊνστάιν που στοχάστηκε, επιβεβαίωσε πειραματικά και διατύπωσε μαθηματικά έννοιες κυριολεκτικά ασύλληπτες στον «κοινό νου», κατέληξε στην βεβαιότητα ότι το σύμπαν ούτε δημιουργήθηκε κι ούτε και λειτουργεί χάρις σε μια ευτυχή αλυσίδα συμπτώσεων, αλλά ότι αυτή η ύπαρξή του προϋποθέτει εκείνη ενός Θεού.
΄Οταν λοιπόν σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουνε σοφοί σαν τον Αϊνστάιν, αστρονόμοι σαν τον Φλαμαριόν και τον Τζήνς (για ν’ αναφέρουμε δυο ακόμα ονόματα στην τύχη) θαρρώ ότι είναι τουλάχιστο κωμικό να στηρίζεται κανείς στη λιλιπούτεια λογική του για να επιβεβαιώνει το αντίθετο.
Όμως αυτή η «παρένθεση» με απομάκρυνε από το καθαυτό θέμα μου και μόλις που περισσεύει χώρος για να το ολοκληρώσω. Τονίζοντας ότι για μας τους Ορθοδόξους Έλληνες η Μεγάλη Εβδομάδα εκτός από την θρησκευτική κατάνυξη μας χαρίζει ακόμα μια δυνατή συγκίνηση ξαναφέρνοντας στο νου τις αμέτρητες περιπέτειες της φυλής μας, ήθελα να καταλήξω κάπου αλλού.
Συγκεκριμένα δηλαδή στο γεγονός ότι για μας τους Ζακυνθινούς που χάσαμε τη μορφή, αν όχι τη γη, της πατρίδας μας, η συγκίνηση αυτή αυξάνεται από ένα πρόσθετο ακόμα στοιχείο: την ιδιοτυπία του τοπικού μας εορτασμού των αγίων αυτών ημερών, που διαφέρει από οτιδήποτε γίνεται αλλού. Από χρόνια θυμάμαι τους ξενιτεμένους συμπατριώτας μου να δονούνται από μια κοινή επιθυμία: να περάσουν τη Μεγάλη Εβδομάδα στον τόπο τους!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΡΑΔΙΟΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, 6-12 Μαΐου 1956

ΠΗΓΗ

Dionisis Vitsos

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: Ο ΟΘΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ & Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Απελευθερωτικού Αγώνα δοθήκανε διάφορες παραστάσεις στην Κέρκυρα μέ σκοπό την αναπτέρωση του ηθικού του «κατ’ επιταγήν» ουδέτερου Ιόνιου λαού.
Κυριολεκτικά «Μεγαλειώδης» ήταν η σειρά από παραστάσεις Αρχαίας Τραγωδίας που παρουσίασαν οι φοιτητές της Ιόνιας Ακαδημίας καθοδηγημένοι από τον μεγάλο Φιλέλληνα λόρδο Γκύλφορντ. ( Περίοδος 1824-1827).
Στα 1833, τραβώντας για το Ναύπλιο, όπου θ’ άρχιζε το ασθματικό ανηφόρισμα του Γολγοθά της Βασιλείας του, σταματάει στην Κέρκυρα ο Βασιλιάς Όθων.
Το βράδυ που έμεινε στους Κορφούς ό φιλέλληνας Αρμοστής λόρδος Nugent τον πάει στο Σαν Τζιάκομο να παρακολουθήσει την παράσταση «έν τω μέσω ανεκφράστου χαράς ελληνικωτάτων καρδιών και ψυχών».
Εκεί ό δυστυχισμένος γιος του «Πρώτου φιλέλληνα Βασιλιά της Ευρώπης» Λουδοβίκου Α’, έχει την αρχική του επαφή μέ τον ελληνικό λαό. Ό ενθουσιασμός του από την πρώτη αυτή συνάντηση είναι μεγάλος, γιατί παθαίνει τη μοιραία ψευδαίσθηση να πιστέψει πως οι «ελεύθεροι» Έλληνες υπήκοοί του είναι απαράλλακτοι με τους «σκλάβους», αλλά και τόσο πολιτισμένους Κορφιάτες αδελφούς τους.
Ίσως να ήταν και η μοναχή φορά που ο Δονκιχωτικός αυτός Βασιλιάς κοιμήθηκε ευτυχισμένος σ’ ελληνική γη.
Ο πολύπειρος ζακυνθινός Κόντες, ο Δ. Σολωμός, που δεν άφησε ποτέ τη λατρεία πού έτρεφε για την 'Ελλάδα να τον παρασύρει σε παρόμοια «’Οδύσσεια», ενθουσιάζεται από τη βασιλική παρουσία και πατώντας στέρεα στο πολιτισμένο Κορφιάτικο χώμα, πετάει στον διαβατάρη Μεγαλειότατο ένα ασύγκριτο τετράστιχο :
"Μεσ’ στο γιαλό της Κέρκυρας μαυρ’ είμαι πέτρα κι’ έρμη
Κι είναι δικό Σου δόξασμα, δικός Σου πλούτος είναι,
Πνεύμα καλό που σ’ άρεσε φωνή να μου χαρίζεις,
Κι αν με πατήσεις, Βασιλιά, βγάνω βαγί και δάφνη".
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), «ΤΟ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ»,

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: ΖΑΧΑΡΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑ Α'
.
«Ευτούνος ο ρεντικολόζος ο Μποντονλμέρ, ο καινούργιος μας Πρεβεδούρος, άλλο τρόπο δε βρήκε ν’ αγιουτάρει[βοηθήσει] τον τζενεράλε στο έργο τον από να δώκει στο παλάτσο τση Τέρρας[κάστρου] μεγάλονε μπάλο[χορό] να γνωρίσει ο Πιζάνης τσου Τζαντιώτες !
Εδώ καίγεται ο κόσμος κι ο Πρεβεδούρος σκαρώνει μπάλους! Τι να τσου πεις;
Δεν ήτανε δύο μέρες φτασμένος ο τζενεράλ ντα Μαρ[της θάλασσας] στο νησί που ο ιμπετσίλες[ηλίθιος] ευτούνος έστελνε καλέστρες σ’ ούλο τ αρχοντολόι I
Φόρσε για να δει ο Πιζάνης αν εμάθαμε να χορεύουμε τσου νέους χορούς τση Φραγκιάς!
Ναίσκε! Τσου χορεύουμε ούλους, παλιούς και καινούργιους, τζόγια μου… μα στο ταψί!
Α δε κάνει ο Πιζάνης το θάμα του, πρέπει να πέσουμε να πνιγούμε!»
* * *
Ο ήλιος, πάνω από το κάστρο της Γλαρέντζας, είχε κιόλας ψηλώσει κάπου μισή κονταριά.
Ο σορ Καντιολής παραμέρισε το πιάτο με το κολατσίο και κοιτάζοντας αφηρημένος τα φλογισμένα, από το πορφυρό ακόμα πρωϊνό άστρο, τζάμια τση λιμπραρίας του, ρώτησε τη Ρουμπίνα:
—Πώς τα πάει σήμερα το πρωί;
—Τα ίδια και τα ίδια, αφέντη μου! τση ματάπλυνα την πληγή του γονάτου με κρασί, μα δε δείχνει να θέλει να θρέψει! Από τον όρθρο έχει κατεβασμένες καμμία δεκαρία κούπες νερό και δε λέει να ξεδιψάσει... Π’ ο Θέος να με βγάλει ψεύτρα, μα τηνε σκιάζουμαι...
—Ήρθε ο ντοτόρος;
—Μπονώρα! Μπονώρα,[νωρίς-νωρίς] ο κακορίζικος ! Σιμά τση είναι ακόμα...
—Σα νετάρει από την αρχόντισσα να κοπιάσει εδεπά!
Η γριά Ρουμπίνα σήκωσε το γεμάτο ακόμα πιάτο και τράβηξε για μέσα.
Ο νοικοκύρης του ντομινικάλε αναστέναξε βαθιά.
Κοντεύανε δεκαπέντε μέρες τώρα που η Σόρα ΄Ορσολα ήτανε ανήμπορη. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να μείνει στο κρεββάτι και την περασμένη Κυριακή, γυρίζοντας από την τραπεζαρία, γλίστρησε στη σκάλα και βάρεσε. Έκανε ο Θέος και δεν έσπασε τίποτσι, μα κάτι μαυράδια στα ψαχνά αντί να ξεμπλαβίσουνε ούλο και απλώνανε. Του γονάτου έκανε άντσι και πληγή.
Θέρμη[πυρετό] δεν είχε για την ώρα, μα την έδερνε τρομερή ταραχή και τυραγνιότανε από μιάν αφύσικη δίψα. Μέσα στ’ άλλα, ενώ ήταν πάντα τση τόσο μετρημένη στο φαΐ, φανέρωσε ξαφνικά μια γουλοζιτά στουπέντα[καταπληκτική λαιμαργία]. Έτρωγε τρεις βολές περισσότερο από το σόλιτό[συνηθισμένο] τση!
Ούλα αυτά τσέρτο ήτανε μαντάτα κακά για μια γερόντισσα πούχε διαβεί τη θύρα τού 80! Έβλεπε καθαρά πως κάποια συφορά κοντοζύγωνε!
Μέ όλο που ο ίδιος, σπουδαγμένος στην Πάντοβα και μαθητής των πιο τρανών προφεσόρων της Φραγκιάς, δεν έκανε πια, από χρόνια πολλά, το γιατρό, κανένας από τους ντοτόρους τού νησιού δεν μπορούσε να του παραβγεί στις γνώσες.
Ούτε που είχε ποτέ του παρατήσει ολότελα τις μελέτες του! Μονάχα που δεν τις εφάρμοζε πια πρακτικά αλλά αντιμετώπιζε την αρρώστια σαν φαινόμενο Sub species auternitatis[κάτω από το πρίσμα της αιωνιότητας] Ήτανε μ’ άλλα λόγια γιατροφιλόσοφος!
΄Ενας αλαφρός χτύπος στην πόρτα φανέρωσε τον ερχομό του κολλέγα του.
—Αβάντι, μουρμούρισε και γυρίζοντας στο τραπέζι του άρχισε νά ξεφυλλίζει κάτι χαρτία.
Ο γυιός του μακαρίτη Σαμουλή Μπεν Μανασσή, γνωστός στο Τζάντε σα ντοτόρ Τζαμαρίας, σινιόρ Ιωάννης Μαρίας Χριστόφαλος Μάνεσης, ήταν ένας καλοσουλουπωμένος άντρακλας, που έμοιαζε κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον μισό αιώνα ζωής που αριθμούσε.
Μπήκε στη λιμπραρία, κάνοντας μιάν ελαφριά ρεβερέντσα[υπόκλιση] και κάθησε σ’ ένα σκάμνιο απέναντι στο νοικοκύρη.
Η σιωπή π’ ακολούθησε διακόφτηκε από τη μονολεκτική ερώτηση του αφέντη.
—Λοιπό;
—Τι λοιπό; σιορ Καντιολομαίο μου, η αφεντιά σου ξέρεις πολύτερα μου! Γιατί ρωτάς;
—Ξέρω ! Ξέρω, δε λέω... μα του λόγου σου έχεις την πείρα! Εγώ στουντιάρω[μελετώ] τσι αρρώστιες μονάχα στα λίμπρα και πασχίζω νά βρω μέ τη λότζικα[λογική] ποίο είναι το καλύτερό τσου ριμέντιο[φάρμακο]. Έχω χρόνια νά ζυγώσω σε κλινάρι αχαμνού[ασθενή]
—΄Αντσι πέταξε βιαστικά ο Μάνεσης, τόμου στουντιάρεις τα σένια του πάσα μόρμπου[συμπτώματα κάθε ασθένειας] δεν είναι θαρρώ χρεία να σου ονοματίσω κειό τση αρχόντισσας.
Ο αφέντης κοντοστάθηκε και μετά μουρμούρισε δισταχτικά:
—Ντιαμπέτες ντούλτσιτερ[ζαχαρώδης διαβήτης]
—Ευτούνες μάτια μου τσι μινούτσιες δεν τσι ξέρω, είπε νευρικά ο άλλος, τον καιρό που σπούδαζα στην Πάντοβα τονε λέγανε διαβήτη σκέτονε... Είναι αρρώστια που γιατρεύεται καμμιά βολά μα όσκε στα 80...
—Δοκίμασες το κάτουρό τση;
—Ναΐσκε! Με ούλο που τέτοιο πράμα δεν το γράφουνε τα λίμπρα! Μα τόμου η αφεντιά σου χρόνους τώρα το λες και το ματαλές τόκανα για να μη σε κακοκαρδίσω...
—Το λοιπό; διάκοψε βιαστικά ο Καντιολής.
—Έβαλα και μαζέψανε εικοσιτεσσάρωνε ωρώνε και τα πασκουλάρησα[δοκίμασα] σήμερα τό πρωί. Είναι πούλιο γλυκά κι από τό μέλι... Μ’ άντσι, αφέντη μου, δεν ξέρω τι γυρεύεις I Ο ντιαμπέτε είναι μόρμπο που, τσι περισσότερες βολές, δε συγχωράει... Μονάχα μια νήστεια απ’ ούλα μπορεί να δώσει του αχαμνού ένα τράτο ζωής. Μα στα χρόνια τση ευτούνο το φάρμακο είναι φαρμάκι! Η πείνα θε να τηνε μαράνει αμό φιόρο στο βάζο δίχως νερό... άντσι κ’ ευτούνη η πληγή στο γόνατό τση Θε μου μου! Σκιάζουμε το χειρότερο...
—Γκαγκρένα ντιαμπέτικα, έκανε ο Καντιολής.
Σταμάτησε κάποια στιγμή μπροστά στον άλλο και τον κοίταξε κατάματα:
—Έχεις τό κουράγιο να τση κάνεις ένα γιατροσόφι που σκέφτηκα;
—Δε βρέσκεται στον κόσμο ριμέντιο για τό διαβήτη στα χρόνια τση... απάντησε στεγνά ο ντοτόρ Τζαμαρίας.
—Το ξέρω, φώναξε ο νεώτερος, μα νιέντε μένο[παρ’ όλα αυτά], θαρρώ πως κάτι μπορούμε νά σκαρώσουμε... Τό κάζο του ντιαμπέτε ντούλτσιτερ το στουντιάρω από τα μικράτα μου...
—Ενα είναι το μόρμπο που ξέρει η τέχνη μας μ’ ευτούνη το όνομα του ντιαμπέτε. Μονάχα η αφεντιά σου...
Ο Καντιολής τον διάκοψε ψυχρά:
—Α γράφανε τα λίμπρα ούλες τσι αρρώστιες και τη γιατρεία τσου, τότενες οι άνθρωποι δε θα πεθαίνανε ποτές...
Ο Μάνεσης σήκωσε τούς ώμους:
—Η τέχνη μας, σιορ Καντιολομαίο, σταματάει κει π’ άρχινανε τα θάματα! Του λόγου μου μήτε άγιος είμαι να κάνω μιράκολα[θαύματα] αληθινά, μήτε μπουσουλοτιέρης και να ξεγελάω τσου ανθρώπους! Μα τόμου είναι για προσώπατο τση φαμελιάς σου και παίρνεις το κρίμα απάνω σου, θα πράξω τσέρτο κειό που θα με προστάξεις...
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ», ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 1972
.
[Μεγάλη μόδα έγινε η ουροσκοπία στην Ευρώπη τον Μεσαίωνα. Ειδικοί ουροσκόποι με το χαρακτηριστικό τους δοχείο (matula) γύρναγαν από πόλη σε πόλη και έκαναν διαγνώσεις βασισμένοι στο χρώμα των ούρων. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τσαρλατάνοι και σιγά σιγά η ουροσκοπία έχασε τον επιστημονικό σεβασμό και έγινε ιατρικό αστείο. Παρόλα αυτά παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η ηπατική ανεπάρκεια και η νεφρική νόσος μπορούσαν αξιόπιστα να διαγνωσθούν από την ουροσκοπία].
'
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Οδηγός διαγνώσεων για ουροσκόπους ανάλογα με το χρώμα των ούρων.]



ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: ΖΑΧΑΡΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑ Β'
.
—Άκουσε, το λοιπό, φώναξε μ’ ολότελα διαφορετικό ύφος ο γιατροφιλόσοφος. Θα σου μπιστευτώ ένα μυστικό που ίσαμε τώρα δεν Τόπα καμιανού! Θα σου φανερώσω το πούλιο σημαδιακό σένιο τού ντιαμπέτε... όσκε παναπεί του κάθε αχαμνού που πατίρει από γουλοζιτά, δίψα ασίγαστη και πολυουρία.
—Ευτούνα είναι τα σένια του ντιαμπέτε που γράφουνε τα λίμπρα!
—Ναίσκε! Μα τα σένια τούτα φανερώνονται και σε αχαμνούς που γιατρεύουνται! Ενώ ο ντιαμπέτε ντούλτσιτερ είναι ινκουράμπιλε, ανίατος που λέει και ο Ιππόκρατες![Ο Ιπποκράτης δεν αναφέρει το όνομα: διαβίτης, άλλα τον όρο: ανίατος].
—Παναπεί, ξέσπασε αγαναχτισμένος ο ντοτόρος, είναι ανίατος επειδής του λόγου σου βάφτισες μ’ άλλο όνομα τα κάζα του· που δε γιατρεύτηκανε! Μα κατά πως σκέφτεσαι, τόμου οι άνθρωποι πεθαίνουνε καμμιά βολά από πούντιασμα — τότενες και τα πουντιάσματα κι ιν σόμα[συνολικά] ούλα τα μόρμπα[παθήσεις] — είναι δυο λογιώνε: εκειά που γιατρεύουνται τα βαφτίζουμε άλφα κι αν τύχει να μη γιατρευτούνε τότενες τα λέμε πως ήτανε βήτα! Μα είναι γιαμά κουβέντες ευτούνες για ένα μεντικοφιλόζοφο σα την αφεντιά σου;
—Θα μπορούσαμε να μοιράσουμε και το πούντιασμα στα δύο, κάρο αμίκο, αν τα κάζα του πούχουνε κακό τέλος φανερώνανε από μιας αρχής σένια[σημεία] διαφορετικά από τ’ άλλα!
Μα στα πουντιάσματα η διαφορά δε βρέσκεται στο μόρμπο και τα σένια του μα στον ίδιονε τον αχαμνόνε[ασθενή]! Αν οι ουμόρες[χυμοί]του είναι ντέμπολες[αδύναμες] και ξεφουμισμένες[ξεθυμασμένες], η μύτη του να στάξει μπορεί να φανερωθεί ένα μόρμπο που κουφόκαιγε μέσα του και να τονε ξεκάνει! Δε φταίει τότενες το πούντιασμα μα ο πουντιασμένος! Μα στο ντιαμπέτε τα πράματα είναι διαφορετικά: Έχω στα χέρια μου ούλες τσι απόδειξες πως βρισκόμαστε μπροστά σε δυο αρρώστιες κι όχι σε μία!
—Να τσι ακούσω, έκανε με φανερή στενοχώρια αλλά κι αγγελική υπομονή, ο κουράντες του ντομινικάλε.
—Είναι μια παλιά ιστορία, άρχισε με σιγανή φωνή ο άλλος αναπολώντας τα περασμένα. Ξεκινάει από μια κουβέντα π’ άκουσα στο σαλότο του προφεσόρου Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε, στην Πάντοβα...
—Τόνε πρόφτασα! πέταξε ο μέντικος, θαρρώ πως βρήκε τσι... τσι...
—Ναίσκε, έκανε αδιάφορα ο άλλος, βρήκε τσι βαλβίδες του φλεβώνε. Στο σπίτι του μαζεύουνταν κάθε βράδι ούλα τα σοφά κεφάλια τση Πάντοβας, ντόπιοι και ξένοι... ΄Ενα βράδι, το λοιπό, μας μίλησε για τα νιάτα του: «Τό πόλσο και το κάτουρο», μάς είπε, «ήτανε τα μοναχά κριτήρια ντιαγκνόστικα του γιατρού: μα ποιος μπορεί να βάλει σήμερα στο μυαλό του πόσοι λογιώνε πόλτσα ξεχωρίζανε και ποιες ήτανε οι ίνφιμες[ελάχιστες] διαφορές ανάμεσα στο κάτουρο μιας αρρώστιας και τση άλλης;» Φινίροντας μάς φανέρωσε τον τρόπο πούχε μεταχειριστεί ο ίδιος στα νιάτα του για να στουντιάρει εύτούνες τσι ντιφερέντσες[διαφορές]. Το άλλο πρωί ματαθυμήθηκα την κουβέντα και σκέφτηκα να προβάρω και εγώ ευτούνονε τον τρόπο κι ας ήτανε ξεπερασμένος... ΄Αντσι και η σπουδή μου τόσα χρόνια κοντά στον προφεσόρο Γκαλιλέο Γκαλιλέη — καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται I Καθόμουνα βλέπεις σπίτι του — μ’ είχε συνηθίσει να προτιμάω τα εσπεριμέντα[πειράματα] από τα λίμπρα...
—Αφέντη, έκανε δισταχτικά ο Τζαμαρίας, να με συμπαθάς, μα έχω να κάνω ένα μιλιούνι βίζιτες...
—Σιλέντσιο! ούρλιαξε ο σιορ Καντιολομαίος. Ευτούνα που θ’ ακούσεις είναι κουβέντες σέριες[σοβαρές] που πήζουνε το μυαλό, ντοτόρ Νιοράντε[αμαθή]! Από τσιρλήδες[που υποφέρουν από ευκοιλιότητες] κ’ ετέρους ντισγκρατσιάτους[δυστυχισμένους] αχαμνούς κουράρεις ολοχρονικής πενήντα την ημέρα I Τι βγαίνει με δαύτο;
—Συμπάθειο. Έτσι τοπα για να το πω I Ξέρω καλά πως το ν’ ακούω τσι παρόλες σου είναι για μένανε ονόρε και πριβελέγκιο[προνόμιο] μεγάλο!
—Καλά! Καλά! Αγόρασα, το λοιπό, δέκα γυάλινα αγγειά και πιτουράρισα[ζωγράφισα] στο καθένα τσου έναν αριθμό από το I στο X. Ύστερα έβγαλα μηνιάτικο στο φάντε[κλητήρα] του Σπιτάλιου[Νοσοκομείου] « για να μου γιομίζει τα δέκα νουμεράδα μου αγγειά με κάτουρα δέκα αχαμνώνε δίχως να μου φανερώσει μήτε τ’ όνομα μήτε το μόρμπο τσου. Του λόγου μου στουντιάριζα[μελετούσα] καθημερνά τα ογρά[υγρά] και μαρκάριζα τα σένια τσου σ’ ένα ντιάριο[ημερολόγιο] Μια βολά το μήνα μούφερνε ο φάντες τη λίστα με τα ονόματα και μόρμπα του αχαμνού και τίραζα να βρω στο ντιάριο μου τα σένια καρατερίστικα[χαρακτηριστικά σημάδια] που ξεχωρίζανε τα μόρμπα και τσι ομοιότητες που τα κάνανε να συγγενεύουνε!
—Μα για ένα τέτοιο εσπεριμέντο[πείραμα] θε νάτρωγες τη μισή σου μέραί Το ρέστο στούντιο σου πότε το πρόφταινες; απόρησε ο Τζαμαρίας.
—Τό πρόφταινα μη σκιάζεσαι. Ντούνκουε για να μη ζέχνουνε το σπίτι έβγαζα τ’ αγγεία μου όξω στο πεζούλι του παραθύρου — όπως οι νοικοκυράδες τσι γάστρες μέ τα φιόρα! Μιά βολά, το λοιπό, είδα ένα σμάρι μέλισσες να τριγυρνάει πάνω από ένα από τ’ αγγεία — δίχως να ζυγώνει στα έτερα εννιά. Τσι έδιωξα μα το άλλο πρωί ματάγινε το ίδιο! Σαν ξανακαπιτάρισε[συνέβη ξανά] για τρίτη βολά το κάζο, ζήτησα από το φάντη τη λίστα κ’ είδα πως το κάτουρο ήτανε μιανού αχαμνού από ντιαμπέτε. Ο ντε κούγιους[ο περί ού ο λόγος] πέθανε τον άλλο μήνα. Στουντιάρισα τότενες ούλα τα λίμπρα που μιλούσανε για μόρμπο ντιαμπέτικο, μα δε βρήκα τίποτσι! Αλ φίνε ματαπαρουσιάστηκε στο σπιτάλιο ένας ντιαμπέτικος κ’ οι μέλισσες ξαναφανερώσανε την ίδια προτίμηση για το κάτουρό του! Πασκουλάρισα[δοκίμασα] τότενες το σιχαντερό ογρό και το βρήκα γλυκό σαν το μέλι! Τρεις χρόνους στην Πάντοβα και κάπου δέκα δω στο Τζάντε, κάθε βολά π’ ακούω κάζο[περιστατικό] ντιαμπέτικο ζητάω και μού φέρνουνε το κάτουρό του! Και ξέρεις, σιορ ντοτόρ, τι, βρήκα ξετάζοντας ως τα τώρα κάπου εκατό κάζα;
—Τι; έκανε αδιάφορα ο άλλος.
—Βρήκα πώς μονάχα είκοσι από τους εκατό αχαμνούς δεν είχανε κάτουρο γλυκό — και πως ευτούνοι οι είκοσι ήτανε και οι μοναχοί που γλιτώσανε! Κάθε βολά που το κάτουρο μιανοΰ ντιαμπέτικου είναι γλυκό, ο λεγάμενος πάει καλιά του! Γλιτώνουνε μονάχα οι ντιαμπέτικοι που το κάτουρό τσου έχει το σόλιτο γούστο[συνηθισμένη γεύση]! Για δαύτο και χώρισα το μόρμπο στα δυο: το ίν- κουράμπιλε το βάφτισα ντιαμπέτες ντούλτσιτερ I
Ο ντοτόρ Τζαμαρίας ανασηκώθηκε από το σκάμνιο του και φώναξε αγαναχτισμένος:
—Τόμου είχες τέτοια νούμερα στα χέρια σου γιατί τα κράτησες μυστικά; Περ κόντο μίο ευτούνο είναι κρίμεν λέζους μαεστάτις σιέντσιε [έγκλημα καθοσιώσεως έναντι της επιστήμης]. Ο 'Ιπποκράτης...
—Μη λές σεμπιάδες[βλακείες]! τον διάκοψε ο άφέντης τσαντισμένος. Τι θε νάβγαινε; Ούλοι τσου ξέρουνε πως στα εκατό κάζα του ντιαμπέτε δέκα ως είκοσι γιατρεύουνται! Θα μου λέγανε πως κουβαλάω κουκουβάγιες στην Αθήνα! Κειό που γύρεψα είναι το ριμέντιο[φάρμακο] του μόρμπου! Βρίσκοντάς το θα γλίτωνα πολλούς αχαμνούς κοντανάτους[καταδικασμένους]! Εκειό μετράει κι όσκε η νοβιτά[το νέο] πως το κάτουρο μιανού μελλοθάνατου βρωμάει ξίδι ή μοσχοβολάει μέλι!
—Δεν ξέρω, έκανε δειλά ο γεροντότερος, φόρσε να βρισκότανε κανένας πούλιο καπάτσος που να το ξετρύπωνε γρηγορότερα...
Πάνιασε ακούγοντας τα λόγια που είχε ξεστομίσει δίχως να το καλοσκεφτεί. (Ευτούνοι οι Νταβιτσέντσα, μάτια μου, ήτανε ούλοι τσου καλοί και άγιοι, σώνει να μην τσου θυμώσεις!).
'Ο Καντιολής όμως συνεπαρμένος από το θέμα ούτε που ‘χε προσέξει την κουβέντα του κολλέγα του. Είχε κλείσει τα μάτια και σκεφτότανε εντατικά.
—Ντούνκουε, έκανε δειλά ο άλλος.
—Ντούνκουε, αποκρίθηκε απλά ο αφέντης, θαρρώ πως βρήκα τον τρόπο να κουράρω τον ντιαμπέτες ντούλτσιτερ!
Ο Τζαμαρίας τον κοίταξε πονηρά.
—Τον έχεις δοκιμασμένονε πολλές βολές και βγήκε πάντα σε καλό;
—Όσκε, απάντησε στενοχωρημένα ο άλλος, μα είμαι σίγουρος πώς αν τση τονε προβάρουμε θα γλιτώσει!
—Σίγουρος, είπες αφέντη; Τι παναπεί σίγουρος; Α δα είναι... γάτος ή Σόρα ’Ορσολα να τηνε μουνουχίσουμε[ευνουχίσουμε] κι α ψοφήσει καταυόδιο; Γίνουνται γιαμά τέτοια πράματα στην πούλιο σεβαστή αρχόντισσα του νησιου; Να μέ συμπαθάς, σιορ Καντιολή μου, γιατί ό,τι είμαι το χρωστάω στο μπάρμπα σου το Μπόρτολο — το νουνό μου — που με σπούδαξε και μέ υποστήριξε. Θεός σχωρές’ την ψυχούλα του! Έχω ούλο το πρεπούμενο σέβος στην αφεντιά σου μα τέτοιανε μοστρουοζιτά[τερατώδη πράξη] να σπουδάσω μπαρμπερική στου κασίδη το κεφάλι, μέσα στο Νταβιτσεντσέϊκο δεν τηνε κάνω!
’Ανατρίχιασε πάλι κ’ έκλεισε τα μάτια περιμένοντας τη μοιραία έκρηξη θυμού του απέναντι του. ’Ήτανε σίγουρος πως αυτή τη φορά ο άλλος θα χειροδικούσε.
—Ευτούνα που λες τα σκέφτομαι κι ο ίδιος, απάντησε ατάραχος ο αφέντης, μα το κάζο τση είναι πενσάτο[σοβαρό] κι α πεις πως βγαίνω αληθινός, δε θα σαλβάρω[σώσω] μονάχα το κρήας του κρηάτου μου, άλλα θ’ ανοίξω και μια καινούργια ρούγα που φόρσε να μάς πάει μακρία... πολύ μακρία...
—Αφέντη, έκανε συγκινημένος ο Τζαμαρίας, το τόσο σου κουράγιο με σπαβεντάρησε[τρόμαξε] και δεν ξέρω τί λέω — είμαι πρόντος[έτοιμος] και τσου ορισμούς σου για ό,τι με θες...
—Καλά ! Καλά ! διάκοψε νευρικά ο Καντιολής. Πήγαινε στο καλό κι αύριο τα ματαλέμε!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ», ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 1972
.
[Τα ούρα ως προϊόν του ανθρώπινου μεταβολισμού μπορεί να δώσουν πολλές πληροφορίες για την κατάσταση της ανθρώπινης υγείας. Το χρώμα, η οσμή, η διαύγεια ακόμα και η γεύση των ούρων μπορεί να οδηγήσουν σε μια διάγνωση. Σήμερα μελετάμε τις φυσικές , χημικές αλλά και μικροσκοπικές ιδιότητες των ούρων σε μια εξέταση τόσο απλή όσο και συνηθισμένη όπως η γενική εξέταση των ούρων.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι ο έλεγχος του χρώματος των ούρων είναι μία από τις πρώτες ιατρικές εξετάσεις και περιγράφεται σε Βαβυλωνιακά κείμενα ηλικίας 4000 ετών. Η επισκόπηση των ούρων περιγράφεται σε Ιπποκρατικά κείμενα αλλά οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν περιορισμένη σημασία.
Η ουροσκοπία πήρε μεγάλη σημασία τα Βυζαντινά χρόνια. Ο Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος (circa 610 – 641 μΧ) γράφει το πρώτο μεγάλο βιβλίο για την ουροσκοπία (De Urinis), ενώ αναλυτική περιγραφή του πως πρέπει να γίνεται η συλλογή και εξέταση των ούρων έδωσε ο Ιωάννης Ζαχαρίας Ακτουάριος (1275-1328) στα βιβλία του De Urinis Libri Septem].
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Δύο γιατροί εξετάζουν τα ούρα μιας ηλικιωμένης]
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: ΖΑΧΑΡΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑ Γ΄
.
Την άλλη μέρα κιόλας, παράλληλα μέ τις χρειαζούμενες ετοιμασίες για την καινούργια κούρα, έβαλε μπρος κι ένα Ημερολόγιο όπου ανάγραφε με κάθε λεπτομέρεια τους επιστημονικούς συλλογισμούς και την καθημερινή εξέλιξης της μεγαλύτερης γιατροφιλοσοφικής περιπέτειας της ζωής του.
Το «Ντιάριό» του αυτό (που αντίγραφό του σωζότανε στο ανεξάντλητο Αρχείο του ντομινικάλε[δηλ. στο αρχείο της οικογένειας Ρώμα], ως τη μοιραία σεισμοπυρκαϊά του 1953), ήτανε γραμμένο στη ζακυθινή ντοπιολαλιά της εποχής για να χρησιμεύσει τελικά σαν βοήθημα της επίσημης λατινικής ανακοίνωσης που θάβλεπε το φως της δημοσιότητας στην ευτυχισμένη περίπτωση μιας δικαίωσης της θεωρίας του σιορ Καντιολή.
Γι’ αυτό και πρώτη του αυτή μορφή έχει έναν προσωπικό χαρακτήρα, που θα έλειπε σίγουρα από την κατοπινή λατινική ανάπτυξή της. Η τελευταία αυτή, ξέρουμε από γράμμα συνοδευτικό που σωζότανε στ’ αντίγραφα της αλληλογραφίας Νταβιτσέντσα[δηλ. οικογένειας Ρώμα], στάλθηκε στον Σερ Ουίλιαμ Χάρβεϊ, τον Αύγουστο του 1631. Δε βρέθηκε όμως στα χαρτιά του μεγάλου Άγγλου γιατρού και ούτε ποτέ από κανέναν. Ισως να χάθηκε στο ταξίδι.
Τίτλος του πρόχειρου Ντιάριου:
«Ντιάριο εσπεριμέντων γιατρείας του Μόρμπο Ντιαμπέτικο.[Ημερολόγιο πειραμάτων γιατρείας της πάθησης διαβήτης ]
(Προς ενθύμηση της πάσας μινούτσιας γύρωθε από το κάζο της ηγαπημένης μου θείας Νομπιλίσιμας Σινιόρας Όρσολας Νταβιτσέντσα, βέντοβας του ποτέ νόμπιλε σινιόρ Κέκου Μουντίνου, υιού του Ιλλουστρίσιμο Σοπρακόμιτου Νικολό Μουντίνο)
[(Σε ανάμνηση κάθε λεπτομέρειας γύρω από την περίπτωση της αγαπημένης μου θείας Ευγενούς Κυρίας Όρσολας Νταβιτσέντσα, χήρας του ποτέ ευγενούς κυρίου Κέκου Μουντίνου, υιού του εκλαμπρότατου Σαπρακόμιτου Νικολό Μουντίνο)]
Δευτέρα 28 τον Θεριστή 1631.
Κυριακή πρωί μετακολατσίον έκαμα κονσούλτα[συμβούλιο] με κουράντε[θεράποντα] Δρ Τζάν Μαρία Κριστόφαλο Μάνεση και συμφωνήσαμε πως η προεστή πατίρει[υποφέρει] από μόρμπο ντιαμπέτικο.
Παναπεί η αγαπημένη ευτούνη διαφεντεύτρα του νιτερέσωνε τση Κά [βενετσιάνικη σύντμηση του Κάζα/Οίκος] Νταβιτσέντσα θε να τραβήξει του λιναριού τα πάθεια ώσπου να επιστρέψει στους κόλπους τον σπλαχνικού κριτή τση, του Πανάγαθου Θέου.
Ευτούνο είναι για μένανε απαράδεχτο και μ’ αναγκάζει να βάλω στα σκαριά το εσπεριμέντο[πείραμα] ερόϊκο[ηρωικό] που θα διαβάσει όποιος ξεφυλλίσει τα παρακάτου φόγια[φύλλα]. Θε να κονσενιάρω[επισημάνω] εδεπά[σε αυτό το σημείο] με ούλη την πρεπούμενη ατεντσιόν[προσοχή] και μινούτσια[λεπτομέρεια] το κόρσο[θέμα] του μόρμπον[πάθησης] και την πάσα προκοπή τση κούρας που για πρώτη βολά από καταβολής κόσμου δοκιμάζουμε.
Τα ρέστα είναι του Θέου!
Μόρμπο ντιαμπέτικο: Με ούλο που οι αθρώποι ξεχωρίζανε εφτούνη τη μάστιγα του πήλινου κορμιού τσου από τσου αντίκους[αρχαίους] χρόνους, βρίσκεται ακόμα σήμερα σ’ εκειές τσι σκοταδερές πλαγιές τση γνώσης που η γκεογραφία μέντικα[ιατρική γεωγραφία] ονοματίζει: Τέρρα Ινκόγκνιτα[άγνωστο πεδίο]
Σ’ ένα μανοσκρίτο αντικίσιμο[αρχαιότερο χειρόγραφο], μιανού[ενός] Οβραίου, διάβασα πως οι Εγύφτιοι στα χρόνια του Φαραώνα ξέρανε ένα μόμπο πολυουρίας, πολυδιψίας και πολυφαγίας. Τ’ όνομά του το χρωστάει στον παλιόνε Έλληνα μέντικο Αρεταίο, πούζησε κάπου 100 χρόνια μετά τη γέννηση του Σωτήρα μας και με το «διαβήτη» θέλει να πει «πίδακα», «σιφώνιο»: το σένιο[σημείο] παναπεί τση πολυουρίας.
Ιν σόμα[τελικά] στο στάτο[στην κατάσταση] που παράτησε το μόρμπο ντιαμπέτικο ο Αρεταίος, στο φαμόζο λίμπρο τον: «DE MORBORUM DIUTURNORUM ΕΤ ACUTORUM, SIGNIS ΕΤ CURATIONΕ»[«Περί αιτίων και σημείων οξέων και χρονίων παθών»] βρίσκεται η ARS MEDICΑ[ιατρική τέχνη] σταματημένη και σήμερα.
Τα πρώτα σένια τση αρρώστιας είναι τόσο ίνφιμα[ελάχιστα] που ό αχαμνός[ασθενής] θαρρεί πως είναι περαστικιά φρύξη του κορμιού.
Πιού τάρντι[αργότερα] σα θεριέψουνε τα βλέπει για μόρμπο ξαφνικό μα ευτούνο είναι ιλλουζόριο[ψευδαίσθηση] γιατί ο ντιαμπέτε είναι κάζο κρόνικο[χρόνιο] κι όσκε άκοντο[οξύ].
Τα σένια είναι κειά που ξέρανε οι σούντιτοι του Φαραώνα μα μέ ουλή την πολυφαγία το κορμί του αχαμνού φυραίνει εξακολουθητικά λες κι ανταμώς με κειά που τρώει χωνεύει τσι ίδιες του τσι σάρκες[αυτοφαγία].
Έτερο σένιο μόρμπιντο[παθολογικό] είναι πως α λάχει και βαρέσει ο αχαμνός, η πληγή δε θρέφει με κανέναν τρόπο.
Το προβάτημα[πορεία] τον μόρμπου είναι αργό, μα σα θεριέψει παίρνει ένα φούντωμα και ξεκάνει τον αχαμνόνε σε μέρες μέσα. Άλλοι πάνε από γκαγκρένα, άλλους τσου τρώει η φτίση (έτικα παναπεϊ χτικιό) και κάμποσοι παθαίνουνε σκόρσο[σοκ] σούμπιτο[γρήγορο, διαβητικό σοκ] λες κι ένας ξαφνικός αγέρας τσου σβήνει τό λυχνάρι τση ζήσης.
Ούλοι οι αουτόροι[συγγραφείς], αντίκοι και μοντέρνοι, ονοματίζουνε ντιαμπέτε το πάσα μόρμπο που φανερώνει τα σένια τση πολυουρίας, πολυφαγίας και πολυδιψίας. Γράφουνε άντσι και για κάζα που γιατρευτήκανε με την κούρα τση νηστείας.
΄Ενα τυχερό που μούλαχε, δω και 15 χρόνους, στην Πάντοβα, μου φανέρωσε πώς η γνώμη ευτούνη είναι λαθεμένη.
(ακολουθεί τό «κάζο με τσι μέλισσες»
που διηγήθηκε κιόλας στο ντοτόρ Τζαμαρία)
Είναι αλήθεια πώς αχαμνοί που πατίρουνε από πολυδιψία, πολυφαγία και πολυουρία γιατρεύονται καμμιά βολά — μα δεν είναι αλήθεια πως γιατρεύουνται όσοι έχουνε τό βέρο[πραγματικό] μόρμπο ντιαμπέτικο, παναπεί σαν τό κάτουρό τσου είναι γλυκό:
Σε 15 χρόνους μέσα στουντιάρησα[μελέτησα] 104 κάζα[περιπτώσεις] κι από δαύτα γιατρευτήκανε οι 18 — μα ευτούνονε το κάτουρο δεν ήτανε γλυκό! QUOD ERAT DEMOSTRANDUM[όπερ έδει δείξαι!
Οι ρέστοι κατουρούσανε ένα λικουίντο[υγρό] που ανάλογα με το φούντωμα του μόρμπου ήτανε γλυκό από αλαφρό σορόπο του κούτσουπου[χαρούπι] ως τό κόντιτο[ζαχάρωμα] του πηγμένου μελιού.
Για δαύτο κ επειδής κατά τσου νόμους τση ARS ΜΕDICA δεν είναι δεχτό να ονοματίσουνε όμοια δυο ξέτερα μόρμπα, βάφτισα τo βέρο, τo Ινκονράμπιλε[ανίατο] μόρμπο DIABETES DULCITER.
(Έδωκα έντονη την προτιμή γιατί στα λατίνικα το -TER δίνει στην πάσα λέξη τό νόημα του τρόπου. ELE- GANS, ELEGANTER κ.λ.π. Ο διαβήτης παναπεί «διαβαίνει γλυκίζοντας»!).
Η σκοπέρτα[ανακάλυψη] του σένιου τση γλυκάδας μού φάνηκε σα μια προσταγή του Πλάστη μας να βρω το ριμέντιο τση τρομερής ευτούνης μάστιγας !
Δε στάθηκε το νιτερέσο[συμφέρον] που μ’ έκανε να μη φανερώσω δελέγκου[αμέσως] το μυστικό που βρήκα, μα η μεγάλη μου λύπηση για τσου ανθρώπους!
Τι φελάει, σκευόμουνα, να φανερώσω στσου αχαμνούς το σένιο μιας αρρώστιας, που είναι ινκονράμπιλε, τόμου δεν τσου δώκω μαζί και το φάρμακό τση;
Σε τέτοια κάζα ο αχαμνός κάλλιο να μην ξέρει την αλήθεια για να μπορεί να αρπίζει!
Κι όσο για τσου κολλεγάδες[συναδέλφους] μου, έλεγα δω και 6 χρόνους να στείλω στην Πάντοβα ένα μικρό SACGIO SUL U ORINA DOLCE[δοκίμιο περί γλυκουρίας], μα δεν πρόφτασα να το τελειώσω γιατί τότενες μούλαχε ένα δεύτερο τυχερό, ακόμα πούλιο στουπέντο από κειό τση Πάντοβας! Σκέφτηκα το λοιπό πως είναι θέλημα του Θέου να λευτερώσω εγώ τσου ανθρώπους από ευτούνο το καστίγο[μάστιγα], τόμου[αφού], σε δέκα χρόνους μέσα, μου φανέρωνε πράματα που τόσοι και τόσοι πούλιο σοφοί από μένανε μήτε τα είδανε και μήτε θα τα δούνε ά δε τσου τα πω!
Σώπασα τό λοιπό και ξακολούθησα τσι μεντικοφιλοζόφικες σπεκουλατσιόνες[έρευνες] μου γύρω από το καταραμένο ευτούνο μόρμπο.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ», ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 1972
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΩΛ ΣΕΖΑΝ(1839-1906), Νεκρή φύση]
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: ΤΖΟΡΝΑΛΕ[ημερολόγιο] ΣΟΡΑΣ ΟΡΣΟΛΑΣ, ΓΙΟΥΝΗΣ 25.1631, Γ΄
«Κομπαρίρησε[κατέφθασε], δω και δεκαπέντε μέρες, στο Τζάντε ο προβεντιτόρ τζενεράλ ντά Μάρ σόρ Αντόνιο Πιζάνη, με όρντινο τση Σινιορίας να βάλει σε τάξη το νησί μας και να σταματήσει με όγιο τρόπο θαρρεί για καλύτερόνε το ρεμπελιό και τσι αποτζιποσύνες του πόπολου!
Κ' ευτούνος, μάτια μου, δεν αριβάρισε μοναχός και ολοτσίτσιδος, μα με δικιά του νάβα γιομάτη αρτιλιερία[πυροβολικό] και μαρκουλίνους !
Κι α δεν του σώνουνε, έχει — λένε — το ελεύτερο να ορντινιάσει[επιστρατεύσει] στο Τζάντε κι όσους άλλους έχει χρεία — μαγάρι αρμάδα ολάκερη — να κάνει δουλειά του.
Με το πρώτο πούφτασε, οι ποπολάροι σκιαχτήκανε και σταματήσανε τα σπακάτα τσου αφρόντα[χτυπητές προσβολές]. Βάλανε μυαλό!
(Ο σιορ Άντζολος λέει πως δε βάλανε, μα περιμένουνε να πάει καλιά του ο Πιζάνης για να ματαρχινήσουνε τα ίδια και χειρότερα !).
Ευτούνο δεν το ξέρω κι ούτε που με γνοιάζει, γιατί τόμου κάμει ο Πιζάνης το χρέος του και στείλει τσου καπουριόνους[αρχηγούς] να λάμνουνε[κωπηλατούν] τσι γαλέρες τση Σινιορίας, κανένας από το ρέστο πόπολο δε θε να ματαρχινήσει ευτούνα τα ρεντίκολα.
(Το πόπολο ιν φόντο[κατά βάθος] είναι καλό και θεοσεβούμενο κι ούτε που βγάλε ποτές του αίρεσες[ιδιοτροπίες]. Έτρωγε το ψωμάκι του, έπινε το λάγκερό του[φτηνόκρασο] και καντάριζε τσου ερώτους του! Ευτούνα σκεφτότανε μονάχα. Και σε μίαν ανάγκη, άμα δε βρισκότανε ψίχουλο σπιτάκι του, δούλευε κιόλας κανένα μεροδούλι παραπανιστό. Ούλο το βαρυγκόμιο ενάντια στη σειρά που μας έβαλε ούλος ο Θέος, τόχουνε οι λεφτάδες τσου κι όσκε[όχι] οι φτωχοί).
Ο σιορ Πιζάνης αρχίνησε δελέγκου τσι ανάκρισες καλώντας αφεντάδες, ποπολάρους και ξένους πούλαχε να βρεθούνε στο Τζάντε.
Δεν ξέρω α χρωστάμε τον ερχομό του στο κουνιάδο μου τον σορ Τομάζο Μοτσενίγο[τότε ήταν πρώτος σύνδικος του Συμβουλίου]— όπως φουνιάζει δεξιά ζερβά η σόρα Λαουρέτα μας — (τέτοιο παναπεί ρεντίκολο συνήθειο να φουνιάζουνε τα παιδία με χαϊδευτικά που τα φορτώνουνται για ούλη τσου τη ζωή ! Την κακορίζικη τη Λαουρέτα, τήνε λέγαμε έτσι σα στερνογέννι, και τώρα όγιος τηνε γλέπει γρία και χοντρή σαν αρμαράδα[ντουλάπα], τηνε λέει Λαουράρα ! Πόβερα Λαουρέτα ).
Ντούνκουε δεν ξέρω αν το κατάφερε ο Τομάζο, ή ο αμπασαντόρος μας σιορ Γαβριηλόπουλος ή είναι έργατο του καλού Θέου μας, αλλά άλληνε ορπίδα από ευτούτονε το χριστιανό δεν έχουμε I Για δαύτο κ’ έδωσα προψές μια γερή κατσάδα στον σιορ Άντζολον που αρχίνησε κιόλας τσι γκρίνιες πως ο Πιζάνης κομπλιμεντάρει το πόπολο και πως στο φινάλε θα βγάλει απόφαση κόντρα στο αρχοντολόγι!
Ευτούνη, τούπα, η βιασύνη και η αλλεμαργία[λαιμαργία] θα μας φάνε! Ο σιορ Πιζάνης δεν είναι κανένας παρμένος[χαζός]! Ξέρει πού βρίσκεται το νιτερέσο τση Σινιορίας!
Μια ρεπούμπλικα αριστοκρατική δεν μπορεί να δώσει δίκιο στο σκυλολόι, γιατί τότενες ανοίγει παρτίδες και με το δικό τση πόπολο !
Ο σιορ Γερολιμάκης εξακολουθεί—γκράτσια Ντίο[δόξα σοι ο Θεός] — νάνε τση μπιστοσύνης του παλάτσου!
΄Ετσι μούστειλε τσι προάλλες τρία ντοκουμέντα που είναι να τα πιείς στο ποτήρι. (20 κολονάτα τα πλέρωσα, μα έδινα τα διπλά να μη τα χάσω!).
Πρώτο: το ραπόρτο τού συντίκωνέ μας στον Πιζάνη. Κουραγιόζο κι ονορέβολε[ θαρραλέο κι έντιμο] — πούναι να το πιείς στο ποτήρι και να ζητάς κι άλλο !
Δεύτερο: το ραπόρτο τού ποπολάρωνε, έργατο κειού του ινφάμε του Ντελάκουιλα, γιομάτο ψευτιές και καλούμνιες[συκοφαντίες], που α το πιείς είναι να το ξεράσεις.
Τρίτο: Τη μαρτυρία του γιου του Κουτσομύτη μπροστά στον Πιζάνη, που σε κάνει να σαστίσεις με την αποτσιποσύνη του[ξεδιαντροπιά του]!
Κονσενιάρω έδεπά την άρχή ευτούνου του ντοκουμέντου στόρικο γιατί γλέπει κανένας πού καταντήσαμε:
«X. Τζ.: 38 ή 39 ετών. Μαλλιά, μουστάκια, γένια μαύρα. Φοράει περπετουάνα[ύφασμα βαρύτιμο που διαρκεί αιώνια] πράσινη και κάλτσες μεταξωτές[σημάδι αρχοντιάς] από το ίδιο χρώμα».
΄Αμπιτο το λοιπό από περπετουάνα, τσεντουρίνια[κυλότες που φορούσαν μόνο οι ευγενείς, ενώ οι άλλοι παντελόνια] και μεταξωτά σκαρτσούνια το εγγόνι τση Γύφτισσας, τση Σμάρως! Ξύπνα, σορ Τερίμπιλε, να δεις και να θαμάσεις τα έργατά σου!
Να και το πούλιο γουστόζο: Ο σορ Πιζάνης τον αρώτησε γιατί τονε λένε ούλοι σολεβατόρε[δημεγέρτη] του πόπολου κι εκειός ο σολέντες[αυθάδης] χαϊδεύοντας φόρσε τα μεταξωτά του σκαρτσούνια (που τάχει διαλεμένα πράσινα γιατί είναι το χρώμα τση ορπίδας!) τ’ αποκρίθηκε: «Ευτούνα τα λένε οι οχτροί μου, οι αρχόντοι».
Τί να του πεις του μασκαρά; Μόστρο[τέρας] ξεμόστρο είναι έξυπνος ! Αλούπι σωστό σαν κειόνε τον άτιμο το μακαρίτη τον παπάκη του!
Οι σύντικοι του κονσίλιο στο ραπόρτο τσου ονοματίζουνε 28 προσώπατα σα σολεβατόρους του πόπολου
(Μένο μάλεε! [πάλι καλά]Μα τον κόνσολα[πρέσβη] του ρε Σπάνια[βασιλιά της Ισπανίας] και τον σιορ Νικόδημο[Επίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου] δεν τσου γράψανε κι ας είναι που λέει κι η Λαουράρα μας τα πούλιο χειρότερα μόστρα από ουλουνούς).
Ο σορ 'Άντζολος, αντί να κάνει το σταυρό του που μας έπεσε από τον ουρανό ο Πιζάνης, λέει πως τόμου δε φυλάκωσε δελέγκου τσου 28 που ονοματίζανε οι σύντικοί μας, έχει κιόλας αρχινισμένα τα μου – σου- του με τσου ποπολάρους και θα τσου βγάλει λάδι λαμπάντε![αθωώσει]»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ», ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 1972
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: ΤΖΟΡΝΑΛΕ[ημερολόγιο] ΣΟΡΑΣ ΟΡΣΟΛΑΣ, ΓΙΟΥΝΗΣ 25.1631, Β'
.
«Ήτανε τα μούτρα τού[Σορ Άντζολου] κόκκινα αμό το λειρί του κοκόρου κι η ανάσα του βαρεία! ΄Εκανε να μιλήσει, μα από το στόμα βγαίνανε αφροί και δεν εμπόρειες να βγάλεις νόημα από κεια που πάσχιζε να πει. Ο σόρ Καντιολής τον ορδίνιασε[συμβούλευσε] να σωπάσει, τούλυσε τη ρεκαμάδα[κεντητή] του την κολαρίνα [γραβάτα] και τη ζώση[ζώνη], του πήρε το πόλσο[σφυγμό] και του ‘δωσε να πιει ένα κορντιάλε[καρδιοτονωτικό].
΄Εκανε μισή ώρα να ματάρθει στα συγκαλά του.
Αλ φίνε[τελικά]ο σορ Καντιολής του δωσε το ελεύτερο να μιλήσει και ο κακορίζικος μόνε που δεν έκλαιγε λέγοντάς μας κειά που είδανε τα μάτια του.
Ο αφέντης ο Σουμάκης κάθεται στο Φόρο, στο σπίτι δίπλα από το ντομινικάλε Ντα Κανάλε. Η μακαρίτισσα η μάνα του ήτανε Καναλοπούλα και το σπίτι προικιό τση.
Κειό το πρωινό, ντούνκουε[λοιπόν], βγαίνοντας να πάει να λειτρουϊθεί, τι ν’ αντικρίσουνε τα μάτια του δόλιου: ούλη η Πλατέα μπρος στο σπίτι του ήτανε κοντά κοντά σπαρμένη...
(τρέμει το χέρι χαράζοντας ευτούνη την ενορμιτά[τεράστια κουβέντα])… κέρατα !
Ναίσκε, κέρατα! Βοϊδίσια, τραγίσια, γελαδίσια, κατσικίσια... όσκε ένα, πέντε, δέκα, μα τρυγοκαλαθίες. Η πάσα πέτρα τση πλακόστρωσης και από ένα. Ίσια, στραβά, μικρά, μεγάλα, στρουφουλιδωτά.
Μιλιούνια από δαυτα!
Μα πού τα ξετρουπώσανε τα ακαθάρματα!
Για ευτούνηνε την κερατοχυλισία ένας Θέος ξέρει πόσα ζωντανά θα κλέψανε από τα μετόχια μας ! Χρόνους θα τα μαζεύανε οι μακελαραίοι!
Ντούνκουε το σκυλολόι μας έβγαλε ουλουνούς κερατάδες και, αδιαφέντευτοι όπως είμαστε, άλλο δε μας πρεμέριζε[απόμενε] από να πάθουμε λανγκουόρε[λιποθυμία] άμο[όπως] ο σιορ Άντζολος, που εγλίτωσε τον κόρπο αποπλέτικο[αποπληξία] παρά μια τρίχα.
Ούλη μέρα εκουβαλούσανε με τα βασταγούρια[γαϊδούρια] τσι τρυοκαλαθίες τα κέρατα, στο Κρύο Νέρι να τα πετάξουνε αρτζιπελάου[στη θάλασσα]!
Μαγάρι να βγάλει το πέλαο μία καρία από δαύτα στην Κεφαλονιά, κανίσκι του ποπολάρωνε στο φίλο τσου το γκαρδιακό το Βέσκοβό μας — μεγάλη νάναι η χάρη του — το σιορ Νικόδημο, το μόστρο[τέρας], που λέει κι η Λαουρέτα μας [Νικόδημος Μεταξάς, πρώτος αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης, κεφαλονίτης και για αυτό όχι συμπαθής στους Ζακυνθινούς].
Ανατριχιάζω σύγκορμη σαν πάει ο νους μου στα γέλια που θε να κάνουνε για χρόνια οι Ξωμερίτες μ΄ ευτούνη την παστορέλα τσου[φάρσα, «πλάκα»].
Μα τόμου φτάσει η ώρα τση πλερωμής — γιατί σε δαύτονε τον κόσμο κι όχι στον άλλονε πλερώνουνται ούλα ! — ας μπει στη σούμα σουμάρουμ[συνολικό άθροισμα] του ρεμπελιού και το Ιμένσο κρίμεν λέζους νομπιλιτάτις[τεράστιο έγκλημα καθοσιώσεως εναντίον των ευγενών] πούλαχε στο Τζάντε άννο ντόμινι[έτος Κυρίου] 1630 -31!
Τι άλλο να πω;
Σαν το μακαρίτη το παπά - Ζήσιμο — Θεός σχωρές την ψυχούλα του ! — φουνιάζω: Φτού ! Κύριε φυλακή στη στοματή μου!
Υπομονή !
(Κι από κόντο[μιας και το θυμήθηκα]: ευτούνη η παρόλα που πάντα μου φάνηκε όμορφη και χορταστική, έκανε το μπαρμπα - Διπλοβατάτζη να κυλιέται χάμου από τα γέλια! Περκέ; Κι λό σά! [Ποιος το ξέρει!].


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: ΤΖΟΡΝΑΛΕ[ημερολόγιο] ΣΟΡΑΣ ΟΡΣΟΛΑΣ, ΓΙΟΥΝΗΣ 25.1631, Α
.
«Το τυραγνισμένο μου ευτούνο κορμί έχει αρχινήσει από δύο χρόνους τώρα να μου σκαρώνει ένα σωρό σκινέλες[μικροενοχλήσεις]. Πάνε μήνοι που βρέσκουμαι σε τέτοιο στάτο ντεπλοράμπιλε[ελεεινή κατάσταση].
Ούλα εκειά που πρέπανε να γίνουνε γινήκανε, τόμου έχω και ντοτόρο τση Πάντοβας σπιτάκι μου — μα τίποτσι του τίποτσι!
Τσι προάλλες ξαγλίστρησα και βάρεσα το γόνατό μου. Έκανε πληγή που εμαρτσίρισε[διαπυήθηκε] και δε θέλει να θρέψει μήτε με το καλό μήτε με το κακό. Ας είναι. [Η σόρα Όρσολα ήταν διαβητική].
Με τούτα και με κείνα δε μούκανε καρδία να πιάσω το χηνόφτερο και τσι τόσες συφορές που ‘χω κονσενιαρισμένες[καταχωρημένες] εδεπά να πανωβάλω και αποδέλοιπες[υπόλοιπες]...
Το πόβερο Τζάντε μας κατάντησε σαν το δόλιο μου κορμί: Αχάμνησε και συφόριασε και πληγή του, πούναι το Ρεμπελιό, μαρτσίρισε αμό[σαν] το γόνατό μου και δε λέει να γιάνει.
Ο σορ Άντζολος έρχεται ταχτικά και από δαύτονε και τις σπίες[κατασκόπους] που έχω στο Κάστρο και στον Άμμο τα μαθαίνω ούλα με το νι και με το σίγμα.
Δε βάσταγε η καρδία μου να γράψω έδεπά το πούλιο στουπέντο[πιο βλακώδες] το πούλιο τερίμπιλε[τρομερό] αφρόντο[προσβολή] που μας έλαχε δύο μέρες μετά το κάζο του συφοριασμένου Πρεβεδούρου Μπέμπο.
Πήρα τότενες όρκο να μη ματανοίξω ευτούνο το λίμπρο ώσπου να κάμει ο Θέος να ‘χω να μιλήσω για κάτι τση χρήσης κι όσκε μοναχά για ντροπές και ντισπρέτσα [προσβολές].
Μα ο μεγαλοδύναμος δεν έστεργε μέχρι τσι προάλλες να φανερώσει πως αγαπάει τσου Χριστιανούς, παναπεί του λόγουρ μας, κι ούλες οι συφορές που κάνανε οι ποπολάροι τσου βγαίνανε σε καλό και καμαρώνανε αμό[σαν] γύφτικα σκερπάνια !
Σήμερα που έχω να φιορίρω[ανθοστολίσω] εφτούνα τα φόγια[σελίδες] με νοβιτές[ειδήσεις] καλές, χρέος μου είναι να κονσενιάρω[καταχωρίσω] πρώτα το πυραμιντάλε[όγκου πυραμίδας] κειό στραπάτσο πούκανε η ρέμπελη κανάγια[το επαναστατημένο σκυλολόι] τσου καλύτερους τση.
Είναι να στουπίρει το μυαλό τον ανθρώπου με την αφύσικια αποτζιποσύνη[θράσος] που φανέρωσε το σκυλολόι!
Ξέρουμε τζά ούλοι πως η πάσα σκοντράδα[γειτονιά] του Αιγιαλού[σημερινή Πόλη] έχει τα συνήθεια τση και πορεύεται σύφωνα με τη κοντιτζιό[κοινωνική θέση] τουν ανθρώπονέ τση. Αλλοι είναι οι Τζαντιώτες τση Όξω Μερίας και άλλοι τση Μέσα Μερίας. Χώρια ζούνε και πορεύουνται οι αρχόντοι, χώρια οι τσιβίλοι[αστοί] κι αλλιώς το σκυλολόι[λαός]!
Τόμου το λέει και το τραγούδι:
Εις το Φόρο: Σινιορία ![Αρχοντικός χαιρετισμός ιταλικός]
Στην Ανάληψη: Σιορία ![Αστικός χαιρετισμός ιταλικός]
Αη Σαράντες λένε «Γειά σου»![Λαϊκός χαιρετισμός ελληνικός]
και στον ’Αμμο «Γειά χαρά σου»![ Λαϊκός χαιρετισμός ελληνικός]
Ο Φόρος, το λοιπό, είναι η Πλατέα μπροστά από τη Φράγκικη κλησιά του ‘Αη Μάρκου, κει που περ Πουνέντε αρχινάει η Στράτα Γκιουστινιάνα π’ ανεβαίνει στην Τέρρα[κάστρο] και περ ΄Οστρια ο Στενόφορος, το Γιοφύρι, η Πλατεία Ρούγα ως την Ανάληψη.
Σ’ ευτούνες τσι γειτονιές είναι μαζεμένα ούλα τα μεγάλα αρχοντικά τση πολιτείας. Από τσου Αγίους Σαράντα και πέρα αρχινάει η πλεμπάγια που ούλο και πολυστεύει, ώσπου να πήξει στον Άμμο, Μακρύο Καντούνι κι Αη Λάζαρο.
Βρέσκουνται τσέρτο[λοιπόν] και μεγάλα αρχοντικά μετά τσου Άγιους Σαράντες (σαν τού Λογοθέτη, να πούμε, στον ΄Αη Παύλο) μα είναι λιγοστά.
Γράφω ούλα εφτούνα για να ξεκαθαρίσω πως η πάσα κοντιτσιό έχει το δικό τση σουλάτσο, που βγαίνει να πάρει τον αέρα τση! Οι Άμμιώτες μαζεύουνται στο Πλάτωμα τση Φανερωμένης, οι ΄Αη Λαζαριώτες στο σταυροδρόμι του ΄Αη Παύλου, οι Αγιοτριαδιώτες ανάμεσα Άγιας Τριάδας και τση Φραγκοκλησιάς Σάντα Μαρίας ντελε Γκράτσιε και πάει λέγοντας.
Από τον καιρό που χτίστηκε ο Αιγιαλός[η σημερινή πόλη], στέκι, σουλάτσο και αλληλοχαιρέτισμα τουν αφεντάδωνε στάθηκε η Πλατέα τον Φόρου! Ο Πλατύφορος!
Τόσο που να κομπαρίρει κυριακάτικα Αμμιώτης κι όγιος Οξωμερίτης, στο Φόρο με τη φαμελιά του να σουλατσάρει είναι τουν αδυνάτωνε. ΄Οσκε ένα μα δέκα ρεμπελιά να σκαρώσουνε οι ποπολάροι, πάλε δε θάχανε την πακέα[θράσος] να κομπαρίρουνε στο Φόρο κυριακάτικα!
Το πρωί, το λοιπό, της Κυριακής, δυο μέρες μετά το κάζο τον Μπέμπο, μόλις που ακούστηκε το καμπανέλι τού Αη Γιάννη μας κι ετοιμαζόμουνα να κατεβώ να λειτρουηθώ, βαράει ο μπαταδούρος[ρόπτρο] και παρουσιάζεται ο σορ Αντζολος σε στάτο τόσο ντεπλοραμπιλίσιμο[δύο φορές ελλεεινό], που σκιάχτηκα πως τον έβρηκε κόρπο αποπλέτικο[αποπληξία] στη ρούγα και τονε μπάσανε στο ντομινικάλε να τονε ποροπιάσει[συνεφέρει] ο ντοτόρος ο ΚαντιολήςΙ Έβαλα δελέγκου[αμέσως] τσι φωνές, κι έφτασε ο αφέντης από τη λιμπραρία του αλαρμάδος[ανήσυχος], κι η Ρουμπίνα, εδαύτος κι η αφεντιά μου αγιουτάραμε[βοηθήσαμε να φτάσει] τον σορ ΄Αντζολο ως την καριόλα[κρεβάτι] και τονε ξαπλώσαμε».

ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ, «ΦΟΡΤΙΣΙΜΟ»
.
«7 ΑΠΡΙΛΗ 1630
Τό πρωί, γυρνώντας από το Λυκούδι, όπου είχε μείνει δυό μερόνυχτα, ό σιορ Καντιολομαίος ένοιωσε γι’ άλλη μια φορά πόσο δίκιο είχε η Σόρα Όρσολα που προφήτευε ξακολουθητικά τη συντέλεια του κόσμου. Του κόσμου παναπεί του δικού τους!
Από το γιοφύρι του ΄Αη Λάζαρου, που το φυλάγανε μην μπάσουνε οι αφεντάδες κι άλλους πιστούς χωριάτες στον Αιγιαλό[σημερινή Πόλη], οι ποπολάροι, κεντρισμένοι από τους καπουριόνους[ηγέτες] τους, είχανε σκορπίσει στα γύρω κρασοπουλιά, φτάνοντας μέσαθε, ως την Πλατεία Ρούγα.
Θρονιασμένοι στους πάγκους και κουτσοπίνοντας περνούσανε την ώρα τους πιλατεύοντας τον κάθε άρχοντα πούχε την αποκοτιά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.
Αν πέρασε τ’ αναπάντεχα εφτούνα Νταρντανέλλια δίχως χεροπιαστό στραπάτσο, το χρωστούσε στη Σάρα Όρσολα που τον φοβέρισε, πως αν ξεκινούσε μονάχος για το μετόχι θε να ξαπλωνότανε η ίδια φαρδιά πλατιά μπρος στη μπασία του ντομινικάλε να τονε μποδίσει να διαβεί! Μονάχα αν έπαιρνε μαζί τίποτσι αρματωμένους μπράβους, του άφηνε το ελεύτερο να πάει στη δουλειά του.
Με όλο που ο σιορ Καντιολής σιχαινότανε τσι μπομποφανιές[επιδείξεις], αναγκάστηκε να τηνε φχαριστήσει φορτώνοντας κάτι σκουριασμένα αρκομπούζα στις πλάτες μιας ντουζίνας χαραμοφάηδων που κοπροσκυλιάζανε ολημερνίς στην αυλή και το σκουέρο του Νταβιτσεντσέϊκου. Τον τρομερό Στέλιο με τους χωριάτες μπράβους του δε δέχτηκε να τους πάρει μαζί. Έπρεπε να μείνουνε να φυλάνε το αρχοντικό.
Καβάλλα αυτός και πίσω του τ’ αρματωμένο φουσάτο, ξεκίνησε προψές για το Λυκούδι λες κι ήτανε ο Αη Γιώργης που πήγαινε να σκοτώσει το θερίο. Ρεντίκολα πράματα!
Τούτα όμως που έβλεπε σήμερα το πρωί του φανερώσανε πόσο δίκιο είχε η προεστή.
Ξέχωρα από κάτι σπόντες και μερικές βρισίες και φοβέρες, που δεν τις φωνάζανε κατάμουτρα αλλά στον... τοίχο απέναντι, για να τις ακούει, άλλο ντισπρέτσο δεν του κάνανε.
Η αλήθεια είναι πως ευτούνοι οι κομπέβελοι που βγάζανε το μεροκάματο αγλείφοντας τσι σκουτέλες[γαβάθες] του αρχοντικού και περιδρομιάζοντας ολημερνίς στο μαγερείο (μα και τι άλλο να κάμουνε τόσοι ανθρώποι κει μέσα), ζωσμένοι τώρα κάτι μπαμπάμ σπάθες και μέ τ’ αρκομπούζο στον ώμο φαντάζανε σα βέροι γενίτσαροι!
Σκιαζότανε παναπεί ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη!
Κρατούσε μέ κόπο τα γέλια βλέποντάς τους να κοκορεύουνται δεξιά ζερβά του, γιατί ήξερε πως με το πρώτο τσαχ θα γινόντουσαν ούλοι τους μπουχός[σκόνη]. Όπου φύγει, φύγει!
Θυμότανε τα όσα είχε ακουστά για τον προσπάππο του, τον Τερίμπιλε, που δεν έκλεινε μάτι τη νύχτα αν δεν βρίσκονταν στην αυλή του καμμιά δεκαρία μπράβοι, φονιάδες πραγματικοί, μπαντίδοι του Ρεγκιμέντου[κατάδικοι από τη διοίκηση σ' εξορία από το νησί] π’ αγγειάζοντας το μπαταδούρο[το ρόπτρο της εισόδου] του τρανού άρχοντα γοδέρανε[απολαμβάνανε] την ασυλία του καινούργιου τους αφεντικού.
Η Βενετιά, τσέρτο, δεν είχε ποτέ τση επίσημα αναγνωρίσει τα μεσαιωνικά κείνα προνόμια — μα πριν από το Λέπαντο[Ναυμαχία της Ναυπάκτου] προτιμούσε να κλείνει τα μάτια και ν’ αγνοεί ποιους κρύβανε στα σπίτια τους οι τρανοί πολεμιστές του νησιού, που από τη μια στιγμή στην άλλη έπρεπε να δώσουνε τη ζωή τους για να το διαφεντέψουνε.
Μ’ αλίμονο αν ξενέρωνε κανένας από τους κρυμμένους μπαντίδους στη ρούγα και τους πιάνανε. Τίποτσι δεν τονε γλίτωνε από τη φούρκα[αγχόνη]! Γι’ αυτό κι υπερασπίζοντας το ντομινικάλε[αρχοντικό], σε μιάν ανάγκη, πολεμούσανε για το ίδιο τους το κεφάλι.
Μα εφτούνα δω τα κουτορνίθια…
Όπως και νάταν η ρετσέτα τση Σόρα ΄Ορσολας έκανε το θάμα της.
Έφτασε στο Νταβιτσεντσέϊκο δίχως να πέσει, όχι σμπάρο, μα μήτε μια μαροκιά[πετριά]!
— Μωρέ ψυχή μου, Αη Γιώργης που σου είμαι! μουρμούρισε διαβαίνοντας καβάλα το κατώφλι της μεγάλης μπασίας[εισόδου].
Ανέβηκε, γελώντας ξέγνοιαστα, την πέτρινη σκάλα και πετώντας μια διαταγή της Ρουμπίνας να ψήσει ένα αρνί για τους ξεθεωμένους από την Αργοναυτική τους εκστρατεία πιστούς του μπράβους τράβηξε για τη λιμπραρία[βιβλιοθήκη] του.
Πάνω στο τραπέζι του βρήκε μια νότα[σημείωμα] του σόρ Άντζολου του Σουμάκη[ο άρχοντας που έγραψε την Ιστορία του Ρεμπελιού των Ποπολάρων] πως πέρασε και δεν τονε βρήκε και τον παρακαλούσε να τον ασπετάρει[περιμένει] το γιόμα που ήτανε χρεία μεγάλη κάτι νά του πει.
Κάθησε στην πολτρόνα του και σφάλισε τα μάτια.
Μέσα στο μυαλό του περάσανε τα πρωινά κι όλα όσα είχε δει και ακούσει τα στερνά τούτα δυο χρόνια. Ναι, πηγαίναμε για τα τρία χρόνια από τη πρώτη κείνη φασαρία του Σιγούρου για τους ρόλους! Ύστερα άρχισε ένα ολόκληρο κομπολόι από αφρόντα στους αφεντάδες, καταγγελίες κόντρα τους στο Κριτήριο[δικαστήριο] με ψευδομάρτυρες, η μεγάλη συφορά του Τζιβράν, που ήτανε ρεμπελιό μέ τα ούλα του, το μπίθιασμα(νοίκιασμα) του Ντάτσιου κ’ η εχθρική στάση του Μαλιπιέρου ενάντια στο Κονσίλιο, ο αφορισμός του Νικόδημου, η ανεξήγητη εχθρότητα που τούς έδειξε ό καινούργιος πρεβεδούρος[Βενετσιάνος Προβλεπτής], ο Τζιάκομο Μπέμπο... Πάει καλιά του τώρα και δαύτος! Έκανε τα χρονάκια του και μας υποχρέωσε! Σπολάητις! Να δούμε τώρα τι θα μας σκαρώσει ο άλλος που αριβάρισε προψές! Μα την αλήθεια, δεν είχε άδικο η Σόρα ΄Ορσολα, που έλεγε πως έτσι όπως αρχινήσαμε και με τα μυαλά πούχουνε οι Βενετσιάνοι, θα ζήσουμε να δούμε και πρίμο σύντικο του Μανίφικου Κονσίλιου το γυιό του Νυποψία του Κουτσομύτη![Εξώγαμο άρχοντα, ηγέτης των επαναστατημένων]
(Μωρέ ψυχή μου, μούλους[εξώγαμα] που σου σκαρώνανε οι παλιοί Νταβιτσέντσα! Μια τζόγια πράμα! Φτύνανε χάμου και φυτρώνανε γαρούφαλα!).
Γέλασε ξαφνικά γιατί σκέφτηκε πως η ξαφνική αγανάκτησή του χρωστιότανε στη φανερή περιφρόνηση, που, για πρώτη φορά, τούδειχνε ένας κόσμος που τον πίστευε για δικόνε του.»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 1972
.
[ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ: Λαϊκή εξέγερση των ποπολάρων της Ζακύνθου, κατά των αρχόντων της νήσου που σημειώθηκε επί Ενετοκρατίας, το 1628 και η οποία τελικά πνίγηκε στο αίμα.]



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only