Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: «ΕΙΜΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ» .




Τι επαγγέλεσθε ακριβώς, τον ρώτησε μια δεσποινίς πού είχε κάνει την ζώνη της φούστα, και την φούστα της αντίσκηνο.
– Είμαι διανοούμενος.
– Γράφετε;
– Σ’ ελεύθερο στίχο και γράφω και θέατρο.
Πραγματικά έγραφε θέατρο, αλλά δεν είχε ανεβάσει κανένα έργο γιατί κάθε φορά πού πήγαινε να το διαβάσει τον δέρνανε στην δεύτερη σελίδα.
Τότε, αγόρασε ένα τσιμπούκι και δήλωσε:
– Θα γίνω κριτικός και θα τους αλλάξω τα φώτα.
– Καλύτερα να γίνετε ηλεκτρολόγος. Όχι. Κριτικός.
Περπατούσε λοιπόν στον δρόμο με ύφος κριτικού. Αυτό το ύφος που έχουν οι τραπεζίτες όταν στο μαγαζί τους το χρηματοκιβώτιο τους είναι γεμάτο χιλιόδραχμα. Αυτός είχε το συρτάρι του γεμάτο πνευματικά προϊόντα.
Κατ’ αρχήν, δεν αφήνουν οι παλαιοί. Κλείνουν τον δρόμο στους νέους.
Του υποδείξανε ότι όποιος έχει την δυνατότητα ανοίγει τον δρόμο μόνος του. Τότε εξαγριώθηκε.
– Κύριοι, γνωρίζω είκοσι τέσσερα γράμματα. Δεν θα γίνω σκαφτιάς.
Και τράβαγε την πίπα του, που ήταν συνεχώς σβηστή.
Πήγαινε όμως στο θέατρο.
Στα γραφεία των διαφόρων εντύπων.
Έπιασε φιλίες.
Ανέπτυσσε θεωρίες.
– Ο Ιονέσκο. Είδατε την «Φαλακρή τραγουδίστρια»;
Όλοι συμφωνούσαν ότι η «Φαλακρή τραγουδίστρια» θα ήταν αριστούργημα αν φορούσε περούκα.
– Ο Μπρεχτ. Είδατε την «Όπερα των τεσσάρων πεντάρων»;
Και μιλούσε με σεβασμό για τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, όλους τους επιτυχημένους.
– Μα αυτοί πετύχανε γιατί είχαν ταλέντο. Του αντιλέγανε.
Αυτό, δεν το είχε σκεφθεί ως τώρα. Δεν φτάνουν τα είκοσι τέσσερα γράμματα, δεν φτάνει να βρίζεις ή να ενθουσιάζεσαι, χρειάζεται και λίγο ταλέντο.
Δεν εννοούσε να το παραδεχθεί με κανένα τρόπο. Ακριβώς σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ζωής του μπήκε στην μέση μια δεσποινίς που έγραφε ποιήματα.
Θαυμάσια ποιήματα.
Με νόημα ποιήματα.
Μόνο οι τιράντες του κομπιναιζόν της θέλανε λίγο πλύσιμο. Γίναν όμως πολύ φίλοι. Οι αδελφές ψυχές.
Κρατιόντουσαν στο δρόμο σφιχτοπιασμένοι από το μπράτσο. Κάποτε της είπε:
– Γιατί δεν μεταχειρίζεσαι το σαπούνι τάδε; Έχω δει στην τηλεόραση ότι πολλές πετύχανε γιατί πλενόντουσαν με αυτό το αποσμητικό σαπούνι.
– Δεν έχω καιρό, είπε αυτή. Αφού ξέρεις ότι κάθε βράδυ ταξιδεύω μέσα στον Γαλαξία.
Δεν του κακοφάνηκε γιατί και ο ίδιος δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις με τα σαπούνια.
Ένα βράδυ. Μπακαλιαράκια. Υπόγειο. Σκορδαλιά. Ρομαντισμός. Ρετσίνα. Στεναγμοί και απόφαση.
– Να γράψουμε κάτι μαζί; Σχεδόν κλάψανε.
Πώς δεν το είχανε σκεφτεί τόσο καιρό;
Εκείνο πού τους έλειπε ήταν το θέμα.
– Να γράψουμε το «Ακέφαλο τραγουδιστή», είπε αυτή.
Θα ‘ταν μακάβριο. Έξοχα μακάβριο. ‘Ένας τραγουδιστής που δεν έχει κεφάλι, που τραγουδάει μπροστά σ’ ένα κατάπληκτο κοινό. Δίπλα του ο βοηθός του, που είναι εγγαστρίμυθος.
Ένα δηλαδή συμβολικό έργο που αποδεικνύει ότι οι αξίες, οι μεγάλοι τραγουδιστές, οι μεγάλοι καλλιτέχνες βασίζονται σε εγγαστρίμυθους που πάντα μένουν στον βαθμό του βοηθού.
Παρ’ ολίγο να φιληθούνε, αλλά είχανε φάει πολλή σκορδαλιά και σιχαινόντουσαν ο ένας τον άλλο.
Κι όπως γίνεται με τις μεγάλες δημιουργίες αρχίσανε να το συζητούν. Στην αρχή μπλέξανε με τα ονόματα. Εκείνη ήθελε τον ήρωα να τον λένε Αλκή. Και την ηρωίδα να την λένε Ρένα.
Εκείνος ήθελε το ανάποδο. Να λένε τον ήρωα Ρένο και την ηρωίδα Αλκή.
Ποτέ κανένα είδος γραφτού δεν πετυχαίνει όταν οι ήρωες ονομάζονται Άλκης και Ρένα.
Η δεύτερη διαφωνία τους έμεινε κάπου σ’ ένα ράφι και δεν την θυμηθήκανε σχεδόν καθόλου.
Ένα βράδυ υγρασίας εκείνη είπε:
– Η συνεργασία μας τελειώνει εδώ. Θα γράψω μόνη μου.
– Μπορείς να κρατήσεις και τον τίτλο, είπε μεγαλόψυχα αυτός.
Αλλά δεν τον κράτησε κανείς τους.
Εκείνη πήγε σπίτι της πήρε, χαρτί, μπικ, ένα πακέτο τσιγάρα σέρτικα, τα ετοίμασε όλα και μετά μπήκε στο μπάνιο και έπλυνε τις μπρετέλες του κομπιναιζόν της.
Εκείνος τράβηξε σ’ ένα από τα φιλολογικά πατάρια βρήκε ένα σωρό φίλους του, που όλοι ετοιμαζόντουσαν κάτι να γράψουνε και ζήτησε λίγο καπνό πίπας.
– Καπνό πίπας δεν έχουμε, είπανε μελαγχολικοί όλοι. Μπορούμε όμως να σου δώσουμε ένα τσιγάρο, να το σκίσεις και να γεμίσεις την πίπα σου.
Έτσι γίνεται πάντα με τις μέλλουσες μεγαλοφυΐες. Μετά, οι μεγαλοφυΐες όλο λένε: «θα γράψω».
Μετά, διαβάζουνε η μια μεγαλοφυΐα στην άλλη εκείνα που γράψανε. Η μεγαλοφυΐα που ακούει λέει δυνατά:
– Έκτακτο! Αριστούργημα! Ανεπανάληπτο!
Και λέει μέσα της.:
– Πω πω αηδία! Πού το δικό μου.
Οι μεγαλοφυΐες αρχίζουνε σε μεγάλες παρέες από είκοσι τουλάχιστον άτομα.
Και τα είκοσι άτομα μισούν τους φθασμένους που φτάσανε χωρίς να αξίζουνε.
Μετά, κάποια μεγαλοφυΐα την πιάνει η πείνα και διορίζεται με χίλιες οχτακόσιες τον μήνα.
Σε έξι μήνες οι δέκα οχτώ από τις είκοσι μεγαλοφυΐες είναι διορισμένες.
Και να δεις που φοράνε καινούργια παπούτσια. Όλο λένε:
– Θα γράψω. Αλλά πού καιρός. Η άτιμη η ρουτίνα.
Σε δέκα χρόνια, έχουνε ένα καλό μισθό και κοροϊδεύουν εκείνους που θέλουν να γράψουν.
Μερικοί είναι παντρεμένοι.
Μερικοί έχουν παιδιά.
Μερικοί γράφουνε κρυφά. Από την γυναίκα τους. Τα κλειδώνουν σ’ ένα συρτάρι. Κάνουν επίδειξη γνώσεως. Ύστερα ξυρίζονται και κουρεύονται σαν άνθρωποι.
Και οι δυο που περισσέψανε από την εικοσάδα, επιμένουν αλλά ακόμα δεν κατάφεραν τίποτα.
Κάποιο έντυπο δέχεται να φιλοξενήσει μια κριτική τους. Για οτιδήποτε.
Ακόμα και για εικαστικές τέχνες.
Από την στιγμή αυτή, γράφουνε με μπικ που είναι γεμάτα με χολή:
«Κανείς δεν αξίζει τίποτα».
«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το βάθος ή "το ύψος” της δικής μας διανόησης».
«Είμαστε ανώτεροι».
Αν είχανε και ένα παντελόνι της προκοπής με σχιστές τσέπες τότε θα μπορούσαν να μπούνε μέσα στους κλειστούς κύκλους των «μεγάλων παραγνωρισμένων» που είναι ένα είδος μασονικής στοάς, με δικούς τους κανόνες.
Πάντως γράφουνε.
Τις περισσότερες φορές ο αρχισυντάκτης φωνάζει. Τους δίνει το χειρόγραφο.
– Γιατί χτυπάτε τόσο τον κ. Δεινόσαυρο; Ο κ. Δεινόσαυρος είναι άνθρωπος δικός μας.
Τότε παίρνουνε πίσω την κριτική και την μεταβάλλουνε από φιλιππικό σε διθύραμβο:
«Κανείς δεν μπορεί να φθάσει το ύψος του μεγαλείου του Δεινόσαυρου».
Το κακό είναι ότι το πιστεύει και ο Δεινόσαυρος. Όταν συναντιώνται στον δρόμο ο Δεινόσαυρος λέει μερσί και ο κριτικός λέει το «ένιωσα και το έγραψα».
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970): «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ». Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ, 1989.
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: «Ο ΚΑΝΙΓΚ ΚΑΙ ΤΟ 1821»
.
Ο λαός είναι μια περίεργη ύλη που ανάβει, φουντώνει και σβήνει ξαφνικά, λέει ο Γουσταύος Λε Μπον στην «Ψυχολογία του όχλου». Όλοι τούτοι οι Εγγλέζοι που ήτανε έτοιμοι να πάρουνε τα σοκάκια και να σπάσουνε κεφάλια, το ρίξανε στο αστείο και στην καζούρα.
Το κόμμα των Τόρυς βρήκε ευκαιρία να πάρει την εξουσία στα χέρια του. Είχε τρεις σπουδαίους πολιτικούς μαζί του. Τον Πηλ, τον Κάνιγκ και τον Χέσκινσον.
Ο Πηλ, από πολύ πλούσια οικογένεια, προοριζότανε από τον πατέρα του, από τον καιρό που ήτανε πιτσιρίκος, να γίνει πολιτικός. Έγινε Γραμματέας της Επικρατείας στα 23 χρόνια του και μετά υπουργός των Εξωτερικών. Ανακατεύτηκε μέσα σε όλα και φρόντισε ένα πράμα. Να κάνει πιο μαλακή τη δικαιοσύνη που μέχρι τότε τυραννούσε τη φτωχολογιά. Τα κατάφερε μια χαρά και ο κόσμος τον συμπάθησε.
Ο Τζωρτζ Κάνινγκ (Georges Canning, 11 Απριλίου 1770 – 8 Αυγούστου 1827) ήταν Άγγλος πολιτικός που διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας και πρωθυπουργός κατά την περίοδο 10 Απριλίου-8 Αυγούστου του 1827.
Ο Χέσκινσον έκανε οικονομικές δουλειές. Προστάτευε τη βιομηχανία και λάφρωσε τους φόρους κι αυτό ήτανε πάλι πολύ καλό, γιατί καλυτέρευσε η θέση των βιομηχάνων και των εργατών και δοθήκανε καλύτερα μεροκάματα.
Ο Κάνιγκ, αυτός ο δικός μας, που του ‘χουμε και την πλατεία Κάνιγγος, ήτανε μούτρο. Τυχοδιώκτης, άτιμος, χωρίς ηθικές αρχές, αλλά από την άλλη μεριά, έξυπνος, διαόλου κάλτσα και καταρτισμένος σ’ όλα, μέχρι που λένε μεγαλοφυΐα… Έκανε μια πολιτική που την είπανε για πρώτη φορά «φιλελεύθερη». Όταν αυτοκτόνησε ο Κάρλσρηφ, έγινε διευθυντής του Φόρεϊν Όφις και άρχισε να χειρίζεται τα εξωτερικά ζητήματα με μεγάλη εξυπνάδα.
Η Ευρώπη κείνη την εποχή βρισκότανε σε μιαν αναστάτωση. Ναι, είχανε νικήσει τον Ναπολέοντα, αλλά η Γαλλική Επανάσταση είχε δώσει τις ιδέες της ελευθερίας και δεν ανεχότανε να υπάρχει ένας βασιλιάς που θα έκανε του κεφαλιού του, κουμάντο στο λαό.
Οι Ευρωπαίοι βασιλιάδες, για ν’ αμυνθούνε, κάνανε αυτή την περίφημη Ιερή Συμμαχία, που δεν αναγνώριζε κανένα δικαίωμα σε κανένα λαό να επαναστατήσει. Ο Αυστριακός πρωθυπουργός, ο Μέττερνιχ, ήτανε η ψυχή αυτής της ιδέας, γι’ αυτό και η Αυστρία κυνήγησε τόσο πολύ την Ελληνικήν Επανάσταση, γιατί έβαζε σε δύσκολη θέση τον ηγεμόνα της, το Σουλτάνο.
Από την άλλη μεριά, όμως, οι άνθρωποι είχανε ξυπνήσει και δε δεχόντουσαν να ‘χουνε ένα βασιλιά στην κεφάλα τους που θα τους έκανε ό,τι ήθελε. Αρχίσανε, λοιπόν, και κάνανε συνωμοσίες. Οι πιο μορφωμένοι, διανοούμενοι, φοιτητές, αξιωματικοί που τους είχανε διώξει, κάνανε ομίλους και προσπαθούσανε να ρίξουνε την ιδέα της απόλυτης μοναρχίας. Αυστρία, Ρωσία. Πρωσία τα βλέπανε όλ’ αυτά και ανησυχούσανε.
Μάνα της επαναστάσεως ήτανε η Γαλλία, που τη φοβόντουσαν να μην ανάψει πάλι καμιά φωτιά κι όλο την περιορίζανε. Ξαναφέρανε στον γαλλικό θρόνο έναν από τους ανιψιούς των Λουδοβίκων και κάνανε το χωροφύλακα στη Γαλλία.
Η Αγγλία, ο Κάνιγκ δηλαδή, δεν ήθελε τη Γαλλία αδύνατη, γιατί τότε δυναμώνανε οι άλλοι και κάνανε ζημιά στην Αγγλία. Άμα η Γαλλία ήτανε δυνατή μέσα στην Ευρώπη, τότε οι άλλοι θα περιοριζόντουσαν. Και μάλιστα, περισσότερο η Ρωσία, που πάντα τη φοβότανε για τις Ινδίες. Πρέπει να πούμε την αλήθεια, ότι η Ρωσία κείνη την εποχή με τον αυτοκράτορα της τον Αλέξανδρο δε φέρθηκε καλά στην Ελλάδα που πολεμούσε. Όλο της έδινε υποσχέσεις να τη βοηθήσει και όλο δεν έκανε τίποτα. Και πρέπει να πούμε και μιαν άλλη αλήθεια. Αν η Ρωσία δεν τις έδινε αυτές τις υποσχέσεις, η Αγγλία, στα κρυφά ίσως, θα βόηθαγε την επαναστατημένη Ελλάδα. Αλλά επειδή η Ρωσία υποσχότανε και μας έκανε τον κηδεμόνα, η Αγγλία φοβήθηκε ότι θα της φάει τη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και, όχι μόνο δε μας βοήθησε, αλλά μας κυνήγησε. Δηλαδή, το λάθος ήρθε από τη Ρωσία.
Στο μεταξύ, έγινε μια επανάσταση και στην Ισπανία, και η Ευρώπη ανάθεσε στη Γαλλία να την καταστείλει. Βάλανε δηλαδή το φουκαρά να βγάλει το φίδι από την τρύπα.
Ο Κάνιγκ δεν είχε στρατό να μπει στη μέση, κάθισε, λοιπόν, φρόνιμα και ευχότανε να νικήσουνε οι επαναστάτες. Όχι τίποτε άλλο, για να εξευτελίσει την Ιερή Συμμαχία, που δεν τη χώνευε κι ας ήτανε και μέλος της.
Οι Γάλλοι νικήσανε, αλλά η Ισπανία έπαθε άλλο καζίκι. Όλες οι χώρες της Νότιας Αμερικής, εκτός από τη Βραζιλία, ήτανε ισπανικές αποικίες.
Με την επανάσταση, λοιπόν, βρήκανε την ευκαιρία, τις ξεσήκωσε ο Μπολιβάρ, από κει έχει πάρει όνομα της η Βολιβία, επαναστατήσανε και γίνανε ανεξάρτητες, δηλαδή γίνανε κράτη αυτόνομα κι όχι πια ισπανικές κτήσεις.
Τούτη η επανάσταση της Νότιας Αμερικής ήτανε ένα χαστούκι για την Ιερή Συμμαχία. Ο Κάνιγκ την υποστήριξε με το στόλο του κι οι Ηνωμένες Πολιτείες, με πρόεδρο τότε τον Μονρώ, την υποστηρίξανε κι αυτές. Γιατί και η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχανε συμφέροντα να μην εξαρτώνται από την Ισπανία, αλλά να είναι ανεξάρτητες, θα παίρνανε τα προϊόντα τους ελεύθερα και ακόμη οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνανε κουμάντο κει πέρα στην αμερικάνικη γη.
Νικήσανε, λοιπόν, οι Πολιτείες της Νότιας Αμερικής, γίνανε δημοκρατίες κι ο Κάνιγκ που τις υποστήριξε πήρε μιαν αίγλη και τον καμάρωνε όλη η Αγγλία. Βλέπεις, τούτες οι αγορές με τα πλούσια προϊόντα όσο τις κράταγε η Ισπανία ήτανε κλεισμένες για τους εμπόρους της Αγγλίας. Τώρα μπήκανε μέσα και αλωνίζανε.
Η Ιερή Συμμαχία λύσσαξε.
-Μας πάει κόντρα.
-Τι σύμμαχος είναι αυτός;
Πάνω σε τούτα όλα, να και η Ελληνική Επανάσταση. Την είχανε όλοι από κλότσο κι από μπάτσο.
Ο Κάνιγκ βρήκε τη ευκαιρία. Ήθελε πάλι να χτυπήσει την Ιερή Συμμαχία· και το 1827, «αναγνώρισε» τους Έλληνες που πολεμούσανε σαν κράτος και σαν δίκιο (γι’ αυτό του ‘χουμε και το άγαλμα στην πλατεία Κάνιγγος).
Σ’ όλες τις χώρες, οι φιλελεύθεροι τον κάνανε πια Θεό.
- Μπράβο του.
-Ζήτω.
-Ο Κάνιγκ ξέρει από ελευθερίες των λαών.
Πάνω σ’ αυτά, έπαθε συμφόρηση ο πρωθυπουργός ο Λίβερπουλ και, φυσικά, παραιτήθηκε. Του προτείνανε, λοιπόν, του Κάνιγκ να γίνει πρωθυπουργός.
Οι μεγάλοι, όπως ο στρατηγός Γουέλιγκτον κι ο Πηλ, δεν τον θέλανε. Ήτανε μοναρχικοί και θέλανε βασιλική εξουσία απεριόριστη.
Αλλ’ ο Κάνιγκ έγινε πρωθυπουργός. Δυστυχώς, δεν κράτησε για πολύ. Σε λίγους μήνες, το καλοκαίρι του 1827, έπαθε δυσεντερία και πέθανε. Κι αυτό ζημίωσε και τους λαούς που πολεμούσανε για την ελευθερία τους και τη δική μας επανάσταση, που την υποστήριζε φανατικά. Βέβαια, για συμφέρον δικό του, αλλά μεις κάναμε τη δουλειά μας.
Στη θέση του ήρθε ο Γουέλιγκτον, ο νικητής του Ναπολέοντα, που είχε γίνει δούκας.
Στρατιωτικός ήτανε ο άνθρωπος, δεν είχε ιδέα από πολιτική, τα ‘κανε θάλασσα. Ό,τι του λέγαν υποχωρούσε. Τον σεβόντουσαν, τον είχανε για μεγάλο πρόσωπο, αλλά άμα κι ανέβηκε στην εξουσία, έδειξε ότι δεν ξέρει τι του γίνεται. Και αυτός την ήθελε την Ιερή Συμμαχία.
Έκανε, λοιπόν, πολλές κουταμάρες και η κυριότερη για μας ήτανε ότι άλλαξε την πολιτική του μακαρίτη του Κάνιγκ και πήρε το μέρος των Τούρκων και, μάλιστα, ήθελε να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση.
Τότε ναύαρχος εδώ κάτω στα νερά μας ήτανε ο Κόδριγκτον. Οι διαταγές που είχε από τον Κάνιγκ ήτανε να χτυπήσει τους Τούρκους άμα γινόντουσαν πολύ ζόρικοι.
Με την αλλαγή και το θάνατο του Κάνιγκ δεν πρόλαβε να πάρει καινούργιες διαταγές, τότε τα πράματα δεν είχανε την επικοινωνία που έχουνε σήμερα. Ίσως ο ναύαρχος να το έκανε κι επίτηδες, γιατί είχε μπαφιάσει με την προκλητικότητα των Τούρκων και των Αράβων του Ιμπραήμ στην Ανατολική Μεσόγειο. Πήρε, λοιπόν, την πρωτοβουλία και τσάκισε μαζί με τους Γάλλους και τους Ρώσους τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο.
Αυτό ήτανε η αρχή της απελευθερώσεως της Ελλάδος, που μετά έγινε με πρωτοβουλία της Ρωσίας. Γιατί τον Κόδριγκτον τον καλέσανε στο Λονδίνο και τον τιμωρήσανε κιόλας που εκμηδένισε τον τουρκικό στόλο.
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970) «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ», Περιοδικό «ΠΑΝΘΕΟΝ», 1964 - 1965

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: [Ο ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ]
.
«Ο υπόκοσμος γεννήθηκε στις κοινωνίες από τις βρεφικές της ηλικίες. Ο Κάιν υπήρξε κι’όλας ο πρώτος δολοφόνος. Ο Όμηρος έχει έναν υπόκοσμο περίεργο και υπαρκτό. Οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, η Γραφή, οι Ανατολικοί λαοί, μας δίνουνε πολλές εικόνες από τον υπόκοσμό τους, η εξελιγμένη Αθηναϊκή Δημοκρατία το ίδιο, η Ρώμη τον παραθέτει σε υπερβολή.
Μέσα στην ιστορία όλων αυτών των λαών, την πραγματική «ιστορία» κι’όχι την ιστορία της βιτρίνας και της αίγλης θα βρει τον υπόκοσμο όποιος ξέρει να διαβάση και θέλει να διαβάση.
[...]
Ρωτάνε καμμιά φορά γιατί υπάρχει υπόκοσμος. Είναι απλό. Γιατί υπάρχει και κόσμος. Η κοινωνία είναι ένα είδος κλίμακας, και οι Ινδοί ακόμα της δίνουνε τα σκαλοπάτια της, στο ψηλότερο τοποθετούνε το βραχμάνο, στο χαμηλότερο τον παρία. Και για να υπάρξη μια κλίμακα ωλοκληρωμένη, χρειάζονται όλα τα σκαλοπάτια, αλλιώς δεν θα ήτανε μια κλίμακα ολοκληρωμένη, θάτανε τ’απάνω σκαλοπάτια αιωρούμενα.
Κοντά λοιπόν στους λίγους που διακρίνονται στην κοινωνία, τους μεγάλους, τους σοφούς, τους μεγάλους επιστήμονες, τους μεγάλους στρατιωτικούς, τους μεγάλους καλλιτέχνες, τους πλούσιους και τους επιχειρηματίες, υπάρχουνε σα βάση οι μικρότεροι, κοντά σ’ αυτούς οι πιο μικροί, κοντά στους πιο μικρούς οι ακόμα πιο μικροί, μέχρι που να φτάσουμε στο τέλειο ξέφτισμα, που αποτελεί αναγκαστικά τον υπόκοσμο και την αρχική αφετηρία της κοινωνικής υπόστασης.
Το κοινό μέτρο είναι η ύπαρξη μέσα σε μια «μη διάκριση». Όποιος το ξεπερνάει, ανεβαίνει ένα, δύο, όλα τα σκαλοπάτια και ξεχωρίζει από τους άλλους. Έτσι έχουμε τα λίγο ξεχωριστά μέλη, τα ακόμα λιγώτερο και με αυτήν την κλιμάκωση φτάνουμε σε κείνους που δεν είναι πια ούτε «ασήμαντοι νομοταγείς πολίτες», αλλά πάρα κάτω κι από την «ανεκτήν ύπαρξη». Στον υπόκοσμο.
Κάθε άνθρωπος ζη, ενεργεί και κινείται ανάλογα με την διανοητική του σφαίρα. Σ’αυτό συντελεί ο χαρακτήρας, τα ψυχικά του συστατικά, τα πνευματικά του συστατικά, ο κύκλος που τον ανέθρεψε, η δουλειά που τον κινεί στην αυτοσυντήρηση, ένα σωρό συντελεστές των ενστίκτων του. Έτσι μπορούμε να συναντήσουμε ακόμα κι ένα διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, που υποχωρεί στις ενστικτώδεις φωνές και φτάνει ακόμα και σε σημείο να καλλιεργήση ανεξήγητες ή κατάπτυστες διαστροφές. Όταν λοιπόν άνθρωποι με εφόδια, με πνευματικότητα, με προσόντα, με απέραντο πνευματικό κόσμο, φτάνουν σε καταπτώσεις -ωρισμένες στιγμές, γιατί να μην πέσουνε σε κατάπτωση εκείνοι που δεν έχουν αυτά τα προσόντα;
Με τούτο δεν θέλω να δικαιολογήσω τις υποκοσμικές ενέργειες. Όχι. Θελω μόνο να βασίσω την ύπαρξη του υποκόσμου, σαν οργανικού στοιχείου μια αστικής κοινωνίας. Λένε ότι στην κομουνιστική κοινωνία δεν υπάρχει υπόκοσμος. Αυτό δεν οφείλεται στην προπαγάνδα, γιατί είναι αδύνατο μέσα σε εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων να βασιλεύη μια ισορροπία, οφείλεται στο ότι ο κουμουνισμός δεν αναγνωρίζει στοιχεία διακρίσεως, επομένως καταργεί την άμιλλα που είναι βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης φύσης. Τα παράσημα ή τα ωρισμένα χρηματικά ποσά που δίνει με σκοπιμότητα στα διακρινόμενα μέλη του, δεν τον κάνουν να ποζάρη σαν ιδανική κοινωνία. Γιατί, απλούστατα, δίπλα στον παρασημοφορημένο εργάτη ή διανοούμενο που παίρνει εύκολα εισιτήρια για τα μπαλέτα Μπολσόι, είναι κι ο σκουπιδιάρης που καθαρίζει το δρόμο της Μόσχας και που σαν κοινωνικό στοιχείο τοποθετείται κάτω από τον παρασημοφορημένο, αποτελεί δηλαδή μιαν αρχή κατώτερης τάξης, άρα αρχή υποκόσμου».
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970): ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ. ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΨΗΤΟ- Προλεγόμενα.
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: ΠΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ;
.
«Πώς δημιουργείται μια γλώσσα; Η επιστήμη που ερευνά την υπόθεση, μας καθορίζει ότι τα στοιχεία της πρώτης ανθρώπινης γλώσσας είναι τα σύμφωνα, που ξεκινάνε λίγο παραπάνω από το στομάχι και μεταδίδονται στις φωνητικές χορδές. Η πρώτη φωνή σε σύμφωνα που έβγαλε ο άνθρωπος ήτανε η φωνή που ειδοποιούσε τον διπλανό του να προφυλαχτεί από κάποιον εξωτερικό κίνδυνο. Από την αυτοσυντήρηση λοιπόν ξεκινάει η δημιουργία μιας γλώσσας και σιγά-σιγά αποκτάει τις λέξεις της, που οφείλονται κι’αυτές στην αυτοσυντήρηση. Την εξεύρεση τροφής, την εξεύρεση νερού, όλ’αυτά που βασίζονται στα σύμφωνα. Πάρτε τη λέξη ύδωρ -δ και ρ-, βάσσερ -β και ρ-, κύλημα τους νερού, Σανσκριτικές ρίζες των Ελλήνων και των Γερμανών, των Ινδογερμανικών δηλαδή φυλών, που έχουν κοινή καταγωγή κι αφετηρία τον Ινδό ποταμό, απ’ όπου ξεκίνησαν σαν Άριοι να ξεχυθούν στην Ευρώπη.
Σιγά-σιγά κάθε γλώσσα, ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες, με την λαρυγγόφωνη τοποθέτηση, με το κλίμα και τις εξωτερικές συνθήκες, εξελίσσεται και αποκτά τις λέξεις της. Ό,τι υπάρχει κοστολογείται σε λέξη, ό,τι δεν υπάρχει είναι άγνωστο, οι λέξεις που ανταποκρίνονται στην πανανθρώπινη δράση υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες, αντίθετα όσες έχουν τοπική τοποθέτηση δεν υπάρχουν στα λεξιλόγια των χωρών που δεν συναντούν το αντίστοιχο αντικείμενο ή την αντίστοιχη ενέργεια.
Παράδειγμα: Όλος ο κόσμος πίνει, το ποτό λοιπόν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, αντίθετα η σκωτσέζικη φούστα, το κιλτ, είναι γνωστή σαν κιλτ σε όλες τις γλώσσες και δεν υπάρχει μετάφραση για τη δική μας φουστανέλα. Και μ’ όλες τις προσπάθειες να εθνικοποιήσουμε μερικές λέξεις δεν τα καταφέρνουμε. Το ραντάρ είναι ραντάρ σε όλες τις γλώσσες, το τηλέφωνο, τηλέφωνο, ο Χίτλερ που θέλησε να το κάνει «φερνσπρέχερ», θ’απογοητευόταν σήμερα αν άκουγε τους Γερμανούς που το ξαναλένε «τελεφών».
Ο υπόκοσμος είναι φυσικό ν’ακολουθήση τον πανανθρώπινο νόμο. Δημιουργεί λοιπόν κι’αυτός τη γλώσσα του σύμφωνα με τις ανάγκες του. Κι επειδή ζη κάτω από μια συνεχή καταδίωξη, αφού παραβαίνει τα κοινωνικά δεδομένα, την έννομη τάξη, τους κανόνες της αρμονικής συμβιώσεως, έχει ανάγκη να φυλάγεται, να συνεννοήται και να δρα μέσα σε μια γλώσσα δική του.
Έτσι, κάθε υπόκοσμος πάνω στη γη έχει ένα είδος δικής του γλώσσας, που υπάρχει ακριβώς για να προστατεύει και να συντηρήση την ύπαρξη του. Η περίφημη Γαλλική αργκό, η Αμερικανική σλανγκ, η οποιαδήποτε παράλληλη γλώσσα σε κάθε έθνος, αποτελεί ζωτικό στοιχείο του υποκόσμου που υπάρχει.
Επειδή όμως μια γλώσσα δημιουργείται από τις στιγμές, οι λέξεις που μπαίνουνε για να φτιάξουν τη γλώσσα του υποκόσμου, δημιουργούνται κι αυτές από τις ίδιες στιγμές ανάγκης ή χαρακτηρισμού.
Ένα παράδειγμα από τη Γαλλική αργκό: Ο αστυνομικός επίσημα λέγεται «πολισιέ». Η τετρασύλλαβη λέξη δεν έδινε συντομία ειδοποιήσεως ότι έρχεται αστυνομικός, για να προλάβη να φυλαχτεί ο παράνομος. Ήθελε κάτι πολύ πιο σύντομο, κάτι σαν το κλείσιμο και το άνοιγμα του ματιού, αυτή την πονηρή παγκόσμια έκφραση. Ένα «φλικ» όσο ανοιγοκλείνει το μάτι. Και πήρε ακριβώς αυτή την ονομασία: «Φλικ». Κι’ο υπόκοσμος τον ξέρει πια έτσι. «Λε φλικ». Ο αστυνομικός. Από τη στιγμή που ο αστυνομικός έγινε φλικ και το έμαθε, χρειάζεται κάτι άλλο για να προστατεύση μιαν άλλη κατάσταση.
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι κοινές γυναίκες των δρόμων κινήθηκαν μέσα στην πάντα μεταπολεμική επερχόμενη παραλυσία ηθών. Αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν νοσήματα και να καταστούν δημόσιος κίνδυνος. Η κοινωνική ανάγκη δημιούργησε μιαν αυστηρή αστυνομία ηθών, που τις κυνηγούσε συστηματικά. Αυτοί οι αστυνομικοί φορούσαν τότε, ήταν καλοκαίρι, ψάθινα καπέλα. Οι γυναίκες για να φυλάξουν ή μια την άλλη -κοινό γνώρισμα της καταδιωκόμενης αγέλης- δεν μπορούσαν να φωνάξουν «φλικ» γιατί οι αστυνομικοί τόξεραν και τις τιμωρούσαν. Βρήκαν λοιπόν μιαν άλλη λέξη που ανταποκρίνεται στο ψάθινο καπέλο: «Λε πάιγ». Οι ψάθες. Κι’από τότε ο αστυνομικός της αστυνομίας ηθών λέγεται πια έτσι: «Πάιγ».
Όλοι οι άνθρωποι μιλούν μια γλώσσα ανάλογα με τον κύκλο μέσα στον οποίο κινούνται. Ο Εγγλέζος υπηρέτης ενός λόρδου, τον ειδοποιεί σε τρίτο πρόσωπο ότι το «μπρέκφαστ του κυρίου είναι έτοιμο», ο δημοκρατικός Αμερικανός στρατιώτης λέει στον αξιωματικό του «γιες σερ», ο αβρός διπλωμάτης φιλεί με κομψές εκφράσεις το χέρι μιας ντάμας, ο καπετάνιος του ιστιοφόρου τα λέει κομμάτι ναυτικά «όρτσα τον πλώριο», ο κοινός άνθρωπος σταράτα, ο πολιτευόμενος μιλεί στους ψηφοφόρους με μιαν ακαταλαβίστικη καθαρευουσιάνικη που την εκτιμούν ακόμα κι αν δεν την καταλαβαίνουν απόλυτα, ο δάσκαλος δεν κάνει σολοικισμούς κι άκουσα έναν βιομήχανο που σήμερα βρίσκεται με λεπτά να λέη ότι το επάγγελμα του είναι πολύ «προσωπιδοφόρο». Δεν ήταν η λέξη του γιατί πολλές φορές οι λέξεις του ενός σκαλοπατιού πηδάνε στο άλλο και χάνουν την έννοιά τους.
Κοσμικές δεσποινίδες λένε πολλές φορές «σπάσαμε πλάκα», έκφραση που ξεκίνησε από ένα μάγκα που πάνω στο γλέντι του και το μεθύσι του έσπασε όλες τις πλάκες του γραμμοφώνου που τον διεσκέδαζε και μεταφυτεύτηκε στο Πανελλήνιο περιβόλι και δεν έχουνε απόλυτη επίγνωση του τι λένε, από την άλλη μεριά όμως λένε για την υδροσύριγγα που πίνουνε το χασίς «λουλάς», λέξη αχαρακτήριστη σε κείνους που την μεταχειρίζονται και που την ξέρουν με την λέξη «ναργιλές» – υπάρχουν άλλες πενήντα παράλληλες, αφού λουλάς είναι το επάνω μέρος, η εστία εκεί που μπαίνει ο καπνός με το χασίς και δεν αποτελεί παρά μόνο ένα εξάρτημα του ναργιλέ.
Η δική μας γλώσσα της πιάτσας, του υποκόσμου, ακολούθησε λοιπόν το γενικό νόμο. Να δημιουργή τις λέξεις της από τις ανάγκες της ή από τα χαρακτηριστικά γεγονότα και πράγματα. Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάση τον χειμώνα του. Κατάφερε να βρη μια χλαίνη που την έκλεψε ένας φαντάρος της κλίκας του και που τον λέγανε Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε τη χλαίνη μπλε για να μην γνωρίζεται, την κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα στον κόσμο του και μια και του την έδωσε ένας Επαμεινώντας την βάφτισε «Επαμεινώντα». Η λέξη έμεινε κι’από τότε το παλτό λέγεται «Επαμεινώντας».
Άλλο: το τάλληρο λέγεται «κούτσουρο». Το κατοστάρικο «παππούς». Ο παππούς είναι ένα νόμισμα αξιοσέβαστο, μεγάλο και κατά συνέπειαν σαν παππούς εμπνέει τον σεβασμό. Το κούτσουρο είναι μια μονάδα, ένας αριθμός, μια αφετηρία. Αντιπροσωπεύει «ένα» πακέτο τσιγάρα, «ένα» λιτό γεύμα, μια μονάδα σε δόση χασίς κ.λ.π. Μόνο του λοιπόν δεν είναι παρά «ένα ασήμαντο». Ένα κούτσουρο.
Ανάλογα με τα παραπάνω παραδείγματα δημιουργείται η γλώσσα του υποκόσμου. Κάθε λέξη βέβαια έχει την αφετηρία της, το δικαιολογητικό της, ακόμα και την ιστορία της. Και μ' αυτή την γλώσσα ζη και κινείται ο κόσμος αυτός».
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970): ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ. ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΨΗΤΟ- Προλεγόμενα.
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: [Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ], 1965
.
«Πρέπει να ομολογήσουμε ότι εμείς εδώ δεν έχουμε υπόκοσμο επικίνδυνο. Κάποτε δημοσιεύανε τα «Μεγάλα μαχαίρια» τους φονιάδες, τους σκληρούς, τους κακούργους που δράσανε. Η Ελλάδα δεν παρουσίασε πάρα πολύ περιορισμένο αριθμό υποκοσμικών εγκληματιών. Τα περισσότερα εγκλήματα που ξεκινάνε από το «σεξ» δεν οφείλονται στον υπόκοσμο. Να περίπου μια σύντομη περιγραφή του ποιοι είναι οι δικοί μας.
Γύρω από τους είκοσι, τριάντα παλληκαράδες της πιάτσας – σήμερα είναι ζήτημα κι αν υπάρχουν τόσοι, που αποτελούνε τον πυρήνα και κάνουνε τις μεγάλες δουλειές (λαθρεμπόριο, εκμετάλλευση γυναικών, ύποπτα μαγαζιά, παιχνίδια τυχερά) κινούνται κατά κατηγορίες τα παράσιτά τους, που αρχίζουνε από τους περιφρονημένους κλεφτομπουγαδάδες, τους κλεφτοκοτάδες, και επεκτείνονται στα συναφή στάδια ή αποτελούνε τη σωματοφυλακή, τα παλληκάρια και τους εντολοδόχους των μεγάλων.
Συνήθως, όλος αυτός ο κόσμος, εκτός από τους κλέφτες, αποφεύγει να έρθη σ' επαφή και σε σύγκρουση με τους αστούς. Μπορείτε να κυκλοφορησετε στις περιοχές τους με χίλιες λίρες στην τσέπη, κανείς δεν θα σας πειράξη κατά κανόνα. Πριν από τον γκαγκστερισμό κυριαρχεί η πονηριά. Μπορεί να στα πάρουνε με τον παπά, με το μανιτάρι, με το παιχνίδι, δεν θα στα πάρουν όμως με το πιστόλι και όσες φορές γίνονται τίποτα «χολντ απς» σε βενζινάδικα, σε σωφέρ κ.λ.π. γίνονται από ατζαμήδες που δεν ανήκουν στην κλίκα. Παιδαρέλια που επηρεάζονται από τα φιλμ, ανόητα κι απερίσκεπτα παλιόπαιδα, ποτέ όμως άνθρωποι του υπόκοσμου με οντότητα.
Ο υπόκοσμος μια και κινείται έξω από το νόμο έχει νόμους δικούς του κι έθιμα δικά του. Απαιτεί κι αυτός έναν αλληλοσεβασμό δικαιωμάτων για την συνύπαρξη και ακριβώς η καταπάτηση αυτών των δικαιωμάτων, των νόμων του δηλαδή, δημιουργεί τις εσωτερικές του προστριβές που καταλήγουν να στείλουν στη φυλακή τα μέλη του.
Η γλώσσα του όμως υπάρχει. Και λυπάμαι που η σειρά των κομματιών που περιγράφει τις «αληθινές» ιστορίες του, τις έζησα μαζί του, δεν θα γράφεται στο στυλ «ο υποκόμης ησπάσθη μεθ’αβρότητος τα άκρα των δακτύλων της βαρώνης», αλλά θα γράφεται στη δική του την αληθινή γλώσσα. Είναι απαραίτητο, ακόμα κι αν ξυνίσουν λίγο οι συντηρητικοί. Που επί τέλους δεν θα χάσουν τίποτα, αν την ακούσουν κι αυτήν την παράξενη και υπαρκτή Ελληνική γλώσσα…
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970): ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ. ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΨΗΤΟ- Προλεγόμενα.




ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: [Ο ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ]
.
«Ο υπόκοσμος γεννήθηκε στις κοινωνίες από τις βρεφικές της ηλικίες. Ο Κάιν υπήρξε κι’όλας ο πρώτος δολοφόνος. Ο Όμηρος έχει έναν υπόκοσμο περίεργο και υπαρκτό. Οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, η Γραφή, οι Ανατολικοί λαοί, μας δίνουνε πολλές εικόνες από τον υπόκοσμό τους, η εξελιγμένη Αθηναϊκή Δημοκρατία το ίδιο, η Ρώμη τον παραθέτει σε υπερβολή.
Μέσα στην ιστορία όλων αυτών των λαών, την πραγματική «ιστορία» κι’όχι την ιστορία της βιτρίνας και της αίγλης θα βρει τον υπόκοσμο όποιος ξέρει να διαβάση και θέλει να διαβάση.
[...]
Ρωτάνε καμμιά φορά γιατί υπάρχει υπόκοσμος. Είναι απλό. Γιατί υπάρχει και κόσμος. Η κοινωνία είναι ένα είδος κλίμακας, και οι Ινδοί ακόμα της δίνουνε τα σκαλοπάτια της, στο ψηλότερο τοποθετούνε το βραχμάνο, στο χαμηλότερο τον παρία. Και για να υπάρξη μια κλίμακα ωλοκληρωμένη, χρειάζονται όλα τα σκαλοπάτια, αλλιώς δεν θα ήτανε μια κλίμακα ολοκληρωμένη, θάτανε τ’απάνω σκαλοπάτια αιωρούμενα.
Κοντά λοιπόν στους λίγους που διακρίνονται στην κοινωνία, τους μεγάλους, τους σοφούς, τους μεγάλους επιστήμονες, τους μεγάλους στρατιωτικούς, τους μεγάλους καλλιτέχνες, τους πλούσιους και τους επιχειρηματίες, υπάρχουνε σα βάση οι μικρότεροι, κοντά σ’ αυτούς οι πιο μικροί, κοντά στους πιο μικρούς οι ακόμα πιο μικροί, μέχρι που να φτάσουμε στο τέλειο ξέφτισμα, που αποτελεί αναγκαστικά τον υπόκοσμο και την αρχική αφετηρία της κοινωνικής υπόστασης.
Το κοινό μέτρο είναι η ύπαρξη μέσα σε μια «μη διάκριση». Όποιος το ξεπερνάει, ανεβαίνει ένα, δύο, όλα τα σκαλοπάτια και ξεχωρίζει από τους άλλους. Έτσι έχουμε τα λίγο ξεχωριστά μέλη, τα ακόμα λιγώτερο και με αυτήν την κλιμάκωση φτάνουμε σε κείνους που δεν είναι πια ούτε «ασήμαντοι νομοταγείς πολίτες», αλλά πάρα κάτω κι από την «ανεκτήν ύπαρξη». Στον υπόκοσμο.
Κάθε άνθρωπος ζη, ενεργεί και κινείται ανάλογα με την διανοητική του σφαίρα. Σ’αυτό συντελεί ο χαρακτήρας, τα ψυχικά του συστατικά, τα πνευματικά του συστατικά, ο κύκλος που τον ανέθρεψε, η δουλειά που τον κινεί στην αυτοσυντήρηση, ένα σωρό συντελεστές των ενστίκτων του. Έτσι μπορούμε να συναντήσουμε ακόμα κι ένα διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, που υποχωρεί στις ενστικτώδεις φωνές και φτάνει ακόμα και σε σημείο να καλλιεργήση ανεξήγητες ή κατάπτυστες διαστροφές. Όταν λοιπόν άνθρωποι με εφόδια, με πνευματικότητα, με προσόντα, με απέραντο πνευματικό κόσμο, φτάνουν σε καταπτώσεις -ωρισμένες στιγμές, γιατί να μην πέσουνε σε κατάπτωση εκείνοι που δεν έχουν αυτά τα προσόντα;
Με τούτο δεν θέλω να δικαιολογήσω τις υποκοσμικές ενέργειες. Όχι. Θελω μόνο να βασίσω την ύπαρξη του υποκόσμου, σαν οργανικού στοιχείου μια αστικής κοινωνίας. Λένε ότι στην κομουνιστική κοινωνία δεν υπάρχει υπόκοσμος. Αυτό δεν οφείλεται στην προπαγάνδα, γιατί είναι αδύνατο μέσα σε εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων να βασιλεύη μια ισορροπία, οφείλεται στο ότι ο κουμουνισμός δεν αναγνωρίζει στοιχεία διακρίσεως, επομένως καταργεί την άμιλλα που είναι βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης φύσης. Τα παράσημα ή τα ωρισμένα χρηματικά ποσά που δίνει με σκοπιμότητα στα διακρινόμενα μέλη του, δεν τον κάνουν να ποζάρη σαν ιδανική κοινωνία. Γιατί, απλούστατα, δίπλα στον παρασημοφορημένο εργάτη ή διανοούμενο που παίρνει εύκολα εισιτήρια για τα μπαλέτα Μπολσόι, είναι κι ο σκουπιδιάρης που καθαρίζει το δρόμο της Μόσχας και που σαν κοινωνικό στοιχείο τοποθετείται κάτω από τον παρασημοφορημένο, αποτελεί δηλαδή μιαν αρχή κατώτερης τάξης, άρα αρχή υποκόσμου».
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970): ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ. ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΨΗΤΟ- Προλεγόμενα.

 πηγη 

Dionisis Vitsos

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only