Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ GEORGE FINLAY ΚΤΗΜΑΤΙΑΣ ΣΤΑ ΛΙΟΣΙΑ

«Η κηπουρική, και όχι οι αρχαιότητες, έχουν γίνει ο αγαπημένος μου σκοπός».
GEORGE FINLAY στον φίλο του William Leake, 1835.
.
«O Finlay είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια στην ύπαιθρο της Σκωτίας και πάντα τον συνόδευε η μνήμη της αγροτικής ζωής στη μικρή κοινότητα του Castle Toward».
HUSSEY Μ. J., «George Finlay in perspective. A centenary reappraisal», 1975
.
«Η άφιξη του κόμη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας και η προστασία των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, υπόσχονταν στους Έλληνες μια περίοδο ειρηνικής ανάπτυξης.
Αποφάσισα να εγκατασταθώ στη χώρα πιστεύοντας ότι τα πολλά της πλεονεκτήματα θα έδιναν τη δυνατότητα στους Έλληνες να δείξουν στον κόσμο ότι η απεριόριστη διάθεση ακαλλιέργητης γης στον Παλαιό Κόσμο αποτελεί στοιχείο εθνικής ευημερίας όσο και στον Νέο.
Ήλπισα να βοηθήσω την Ελλάδα στο δρόμο που οδηγεί σε ταχεία αύξηση της παραγωγής, του πληθυσμού και των υλικών βελτιώσεων.
Αγόρασα ένα ακίνητο κτήμα στην Αττική όταν επιτράπηκε στους Τούρκους να πουλήσουν την περιουσία τους και όταν επιτέλους (μετά από μια μακρά περίοδο αμφίβολης ελπίδας) η τάξη φάνηκε να αποκαθίσταται υπό τον βασιλιά Όθωνα, ασχολήθηκα με τη γεωργία και προσπάθησα να βελτιώσω το κτήμα μου.
Σπατάλησα χρήματα και κόπο αλλά έμαθα ότι το σύστημα των δεκάτων[είδος φόρου δυσβάστακτου για τους κτηματίες] έχει δημιουργήσει ένα κοινωνικό κατεστημένο και καλλιεργητικές συνήθειες εναντίον των οποίων κανείς δε μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν είχα καμία τάση να εκμισθώνω δέκατα και να κερδοσκοπώ επί του αγροτικού προϊόντος πιστώνοντας τους χωρικούς, τα οποία είναι τα μόνα μέσα να συνεχίσεις μια επικερδή αγροτική επιχείρηση.
Όταν είχα ξοδέψει όσα χρήματα διέθετα, έστρεψα την προσοχή μου στη μελέτη και σχεδίασα τη συγγραφή μιας ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης με τέτοιον τρόπο που να παρουσιάζει την κατάσταση του λαού. Επιθύμησα να γίνει χρήσιμη για εκείνους που θα έρθουν μετά από εμάς(…)
GEORGE FINLAY «A History of Greece from its Conquest by the Romans to the present time», Οξφόρδη 1877,
.
Ο Finlay πίστευε ότι, αν το πρώτο βήμα για την αγροτική ανάπτυξη, δηλαδή η δημιουργία και η εξασφάλιση της ιδιοκτησίας, είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησης, το δεύτερο, η αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας προς το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, είναι ζήτημα που άπτεται των «ηθικών χαρισμάτων» (moral qualities) των ιδιοκτητών.
.
Αποδίδεται στον Finlay το μεγαλύτερο ποσό που διατέθηκε εκείνη την εποχή για αγορές στην Αττική, περίπου 200.000 γρόσια, ποσό μεγαλύτερο και από αυτό που διέθεσε η Δούκισσα της Πλακεντίας, που υπολογίζεται σε 150.000 γρόσια. Οι αγορές του, τουλάχιστον σε σπίτια και οικόπεδα την Αθήνα, πρέπει να είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι το Νοέμβριο του 1830.
Όπως και άλλοι αγοραστές στην Αττική αντιμετώπισε πρόβλημα στην αναγνώριση των τίτλων του. Το Μάρτιο του 1831 εμφανίζεται να συνυπογράφει με τους Ζωγράφο, Σούτσο και Καντακουζηνό σχετική διαμαρτυρία προς τον Καποδίστρια.
Το κτήμα των Λιοσίων βρισκόταν κοντά στην Πάρνηθα και πωλήθηκε στον Finlay από τους γιους τού Κιαμήλ μπέη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την επιστολή του προς το δικαστήριο της Χαλκίδας τον Ιανουάριο του 1834:
«Προς δε και τα εν τω ανωτέρω κτήματι ευρισκόμενα περίπου τεσσαράκοντα στρέμματα παλιάμπελα, δεκαέξ αλώνια, δεκαέξ ζευγαροσπιτότοπους[σπίτια όπου μέσα σε καθένα έμενε ένα ζευγάρι καλλιεργητών του κτήματος με την οικογένειά του], ένα χαλασμένον πύργον και κάρπιμα και άκαρπα, δια γρόσια οκτώ χιλιάδες, τα οποία ομού μετά των ανωτέρω παρέλαβον»

Το κυριότερο ζήτημα προέκυψε αναφορικά με τις βελανιδιές που περιλαμβάνονταν στην ιδιοκτησία του. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1833-1836 προέκυπταν σχεδόν κάθε χρόνο φορολογικές κυρίως διεκδικήσεις της κυβέρνησης, οι οποίες στη βάση τους αποτελούσαν αμφισβήτηση της απόλυτης ιδιωτικής κυριότητας.
Ο Finlay είχε αγοράσει χωριστά τα δέντρα από το υπόλοιπο κτήμα, γεγονός που συμφωνεί με το θεσμό της αυτοτελούς κυριότητας των δέντρων που εφαρμοζόταν σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μεταξύ αυτών και στην Αθήνα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ίσχυαν κανονικά οι όροι μεταβίβασης ακινήτου, ωστόσο επειδή σπάνια αναφερόταν ο αριθμός των δέντρων, υπήρχαν συχνά αμφισβητήσεις περί του αν το πωλούμενο αντικείμενο είναι τα δέντρα ή η γη που τα περιλαμβάνει και απλά προσδιορίζεται στο πωλητήριο από το είδος και την παρουσία αυτών.
Μέχρι και το 17ο αιώνα η παραγωγή βελανιδιών στην Αττική ήταν αυξημένη καθώς υπήρχε μεγάλη ζήτηση από το εξωτερικό, κυρίως τη Βενετία, για τις ανάγκες της βυρσοδεψίας. Σταδιακά το προϊόν αυτό κατέληξε να έχει πολύ μικρή οικονομική σημασία καθώς περιορίστηκε η ζήτηση. Εντούτοις, η βυρσοδεψία παρέμενε ένας από τους σπουδαιότερους βιοτεχνικούς κλάδους της Αττικής και τα βελανίδια ήταν ένα από τα κύρια ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα με κατεύθυνση κυρίως τη Γαλλία και την Ιταλία αλλά και τη Βρετανία.
Ο Finlay, αρχικά απευθύνθηκε στα όργανα που θεωρούσε αρμόδια στην ελληνική πολιτεία. Στη συνέχεια, ωστόσο, παρακολουθούμε μια ολοένα και μεγαλύτερη τάση να απευθύνεται στη βρετανική πρεσβεία ή και απευθείας στο Foreign Office προκειμένου να επιλυθούν τα ζητήματά του.
.
Τα προβλήματα που προέκυψαν με την ιδιοκτησία του Finlay στα Λιόσια κατανοούνται, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, μέσω της επισκόπησης των τάσεων της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής τη δεκαετία του ’30. Η περίοδος που μας ενδιαφέρει είναι κυρίως η πρώτη τετραετία της βασιλείας του Όθωνα, οπότε και εμφανίζονται τα περισσότερα θέματα που αφορούν την προσωπική του επιβάρυνση σχετικά με το συγκεκριμένο κτήμα, ειδικότερα δε τα δέντρα που περιλαμβάνονταν σε αυτό, εξαιτίας της έκδοσης διαφόρων νομοθετημάτων.
Ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος που αντιμετώπισε προβλήματα με την περιουσία του στην Αττική, αποτελούσε σίγουρα όμως έναν από τους πλέον επώνυμους αλλά και επίμονους θιγόμενους ιδιοκτήτες. Στην περίπτωση του Finlay, ωστόσο, η αυτοπεποίθησή του δεν προέκυπτε από την εμπλοκή και συμμετοχή του σε κάποιο πελατειακό δίκτυο και τα πολιτικά πράγματα, όπως των περισσοτέρων μεγαλοκτηματιών, αλλά από την ιδιότητά του ως Βρετανού υπηκόου. Η τάση του να επικαλείται τη βοήθεια της Βρετανίας, όταν θεωρούσε ότι η επικοινωνία του με τους ελληνικούς φορείς έφτανε σε αδιέξοδο, συνδυάζεται και πιθανώς εξηγείται από την ούτως ή άλλως ισχυρή βρετανική επιρροή. Η επιμονή του αποτέλεσε σταθερό «πονοκέφαλο» της διοίκησης και της ίδιας της βρετανικής πρεσβείας που ο ίδιος επιδίωκε να θέσει ως διαμεσολαβητή για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών του.

Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι προβλήματα δεν αντιμετώπισε μόνο με το κατεστημένο κράτος και τις πρακτικές του αλλά και με τη γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα της εποχής, που απειλούσε την ασφάλεια της ιδιοκτησίας.
Το κτήμα αυτό κατέληξε μια καθόλου επικερδής επένδυση, πέραν των άλλων, και επειδή ήταν πολύ δύσκολο να προστατευτεί από τις επιδρομές των ληστών αλλά και τη νοοτροπία των χωρικών που επωφελούνταν από την απουσία του ή/και την ανεκτική στάση της κυβέρνησης για να χρησιμοποιήσουν με διάφορους τρόπους τη γη του, συχνά προξενώντας μεγάλες υλικές ζημιές.

Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι ο Κωλέττης, εκμεταλλευόμενος τη θέση του στη Γραμματεία των Εσωτερικών, επιχείρησε να δημιουργήσει βάσεις στην Αθήνα, καθώς υπολόγιζε στη μεταφορά της πρωτεύουσας εκεί, και ευνόησε την αγορά υψηλής αξίας εκτάσεων προς όφελος της τοπικής του πελατείας.

Η αποτυχία στις αγροτικές επιχειρήσεις συνέβη αφενός λόγω της άδικης φύσης της έγγειας φορολογίας, και αφετέρου εξαιτίας της έλλειψης κλίσης προς τις αγροτικές εργασίες του ίδιου. Απορροφημένος σε πληθώρα άλλων ασχολιών, ταξίδευε συχνά εκτός Αττικής δίχως να ορίσει επιβλέποντα κάποιον επιστάτη ικανό να αντιμετωπίσει τα έκτακτα, και συχνά καταστροφικά, περιστατικά που μάστιζαν την ελληνική ύπαιθρο.
Περιηγητική πηγή της περιόδου 1832-1833 σχολιάζει ότι στο Μενίδι, κοντά στα Λιόσια, ένοπλες ομάδες δρούσαν ανεξέλεγκτα και οδήγησαν στην ερήμωση ολόκληρων χωριών και την εξαθλίωση των κατοίκων [Christopher Wordsworth, Athens and Attica: Notes of a tour, Λονδίνο 1855] Ο ίδιος ο Finlay κάνει αρκετές αναφορές στο ημερολόγιό του. Την 1η Ιανουαρίου 1833, περιγράφοντας την κατάσταση των Αθηνών, σημειώνει ότι η αυθαίρετη συμπεριφορά των Τούρκων και οι ληστρικές τάσεις των Ελλήνων στρατιωτών καθιστούν επικίνδυνες και ζημιογόνες τις επενδύσεις κεφαλαίων, ενώ οι αγοραστές, ιδιαίτερα οι ξένοι και οι μη Αθηναίοι Έλληνες, δε θα πρέπει να πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα προστατεύονται από τα Πρωτόκολλα.
Στις 21 Οκτωβρίου 1833 γράφει ότι η αμέλεια και η αδιαφορία της κυβέρνησης να εγκαθιδρύσουν δικαστικές και αστυνομικές αρχές έχει οδηγήσει στην αποφυγή τοποθέτησης κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία. Στις 10 Απριλίου 1834 σημειώνει ότι σε μια επίσκεψή του στο κτήμα των Λιοσίων παρατήρησε ότι οι Μενιδιάτες χωρικοί καταστρέφουν τα δέντρα κατά την ξύλευσή τους, πράγμα για το οποίο σκοπεύει να απευθυνθεί στο Β. Έφορο, τον ίδιο».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΜΙΧΑ, «ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΓΗ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ GEORGE FINLAY», ΔΙΑΤΡΙΒΗ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2008

 πηγη 

Dionisis Vitsos

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only