'Έπρεπε, βέβαια, θάνατος και αρρώστιες
Για το πολύ το έξοδό τους, να μετράνε
Γι' αντικείμενα απλής πολυτελείας,
Και να μην ήναι πάρι για τους πλούσιους.
Μ’ αφού και δεν είναι έτσι αλλά πρέπει
Και οι φτωχοί ν’ αρρωστούν και να πεθαίνουνε,
Καί να ξοδεύουν έχουνε-δεν έχουνε
Σε γιατρικά, γιατρούς, και νεκροθάφτες,
Κι’ ως κ’ εμένανε ή αράδα μου θε νάλθει
Να ’πεθάνω κ’ εγώ,— θέλω από τώρα
Να διαθέσω για το άτομό μου:
Και πρώτον. Οταν μόλις ξεψυχήσω,
΄Η κι όλας σας φανεί πως εξεψύχησα,
Εκείνο που νομίσατε άψυχο φτώμα
Μην το βγάλετε ευθύς από το σπίτι
Και κινδυνέψετε έτσι να με θάψετε
Κι εμέ μαζί μ’ εδαύτο , όταν ακόμη
Ζωντανός εκεί μέσα ίσως βρίσκομαι
Τη φρίκη τούτη οικονομήσετέ μου τη
Αλλά όταν σας δοθεί βέβαιο σημείο
Αλάνθαστης θανής, ε, τότε βγάλτε
Το λείψανο που αφήνω και προσέξετε
Και για τ' άλλα λιγώτερης αξίας.
Το φτωχό λείψανό μου μην το κάμετε
Κουτσουνόξυλο [κουτσούνα=κούκλα] ντυνοντές το στολίδια
Με ρολόγια χρυσά και πουνταπέτα
Με δαχτυλίδια με γλασέ χειρόκτια
Σα για να πάη πρώτη φορά η νύφη
Ίσα για το χορό του Βασιλέως
Πράμματα τούτα κουτσουνοπρεπέστερα
Σε κουφάρι που βγαίνει για τον τάφο
Τα στολίδια και τ’ ανάρμοστα είναι χλεύη.
Μη δε το στείλετε έξω από το σπίτι
Ξέσκεπο για να γενή θέαμα του τόπου
Τ’ άγρια τούτα θεάματα να παύσουνε
Μέσα στες χώρες όπου ζούνε αθρώποι
Ημερωμένοι. Τούτα ν’ αφεθούνε
Στους άγριους καλογήρους, τους οποίους
Μόνον ο τρόμος ημπορεί να πλήξη.
Εμέ το λείψανό μου να το πάρετε
Και να το κλείστε ταχτικά στην κάσα,
Και να το πάτε κατευθείαν στον τάφο.
Αν κανένας παπάς χριστιανέψη
Και συγχωρώντας μου όσα εξεμπροστήνιασα
Των συμπαπάδωνέ του, ίσως θελήσει
Να ακολουθήση ως λειτουργός ιερέας
Ας πάει κι εκείνος, μα ένας και μόνος,
Περισσότεροι από ένας σε ένα λείψανο
Δεν έχει βέβαια νόημα κανένα.
Στους πολλούς λαμπροφόρους μας παπάδες
Σε περίσταση τέτοια , εγώ δεν βλέπω
Παρά θέαμα σ’ όλην την αγριότη του
Και την κερδοσκοπία των παπαδίστικη.
Όταν το λείψανό μου ξεπορτίζη
Μην πετάξετε αγγειό απ' το παρεθύρι
να το τσακίσετε τάχα για το έθιμο
Έθιμο ανόητο, που άλλο δεν δηλοί
Παρά πως ετσακίσετε το αγγειό σας.
Φθάνει το κλεψιμιό που θα σας γίνη
Από της γειτονιάς τσι γυναικούλες
Κι άλλους ίσως ακόμη παρεμβάτες
Που σε τέτοιες περίστασες μαζώνουνται
Στο σκοτισμένο σπίτι με τη πρόφαση
Πως να συλλυπηθούνε ή να βοηθήσουνε
Και στον ίδιον καιρό κλεφτολογούνε,
Δεν θέλω να το βγάλτε σερενάδα[με τη συνοδεία μπάντας]
Με φλάουτα, με τρουμπέτες, με ταμπούρλα,
Να κάμετε μ ’ εδαύτο πανηγύρι.
Το φθάνει η δυστυχία του θανάτου μου.
Παρακαλώ να μην το ταμπουρλίσετε.
[Άλλη φορά εταμπουρλίζαν τους κακούργους]
Δεν λέγω για την έκθεση που γένεται
Σέ περίστασες τέτοιες σ’ εκκλησίες·
Γιατί ευτυχώς εμένα με απαλλάττει
Ο ευεργετικός αφορεσμός μου.
Μ’ αν στανικώς και αυτού τού αφορεσμού μου
Τό πάτε και το βάλετε στην έκθεση,
Η ψυχή μου θε νάναι άπανουθέ του
Καί θε να λέη όχι, όχι, όχι.
Δεν σας θέλω να ’πάτε απανουθέτου
Να εκφωνήσετε λόγους νεκροσίμους
Κατά που τώρα πλέον συνηθιέται
Για όλους όσους σήμερα πεθαίνουνε
Καί βαρύνετε φίλους οπού πάνε
Να συντροφέψουν το στερνό μου ΄γδύμα
’Αρκετά βαρεμένοι από το δρόμο
Αφού οι νεκρολογίες εκφωνηθήκανε
Και εις τους χονδροειδέστερους χυδαίους
Γιατί, ποιος ξέρει-πώς, κι αυτοί επλουτίσανε,
Ή γιατί ο νεκρολόγος είχε χρεία
Να μας δείξη ικανότητα· από τότε
Εχάσανε τον πρώτο τους σκοπό,
Καί ενταυτώ την άξια τους δεν ειν’ πλέον
Διακριτικά, τιμητικά προσφέρματα
Στην ενθύμηση ενός διακεκριμένου
Της τελετής, σαν Ευαγγέλιο, Απόστολος,
Ή κάθε άλλο νεκρώσιμο τροπάρι·
Νεκρώσιμη προσθήκη, πού νεκρώνει
Εκείνους που προσμένουνε να φύγουνε.
Σας παραγγέλνω ακόμη για το σήμαμα,
Η φρικώδης εκείνη διασκέδαση
Των παιδιώνε τού δρόμου, να μη γένη.
Μη βάλτε στες καμπάνες βοσκαρούδια
Να ενοχλήσουνε τον κόσμο χωρίς δίκιο.
Αφήστε εκείνα τ’ άγρια, τα βάναυσα,
Που δεν ευφραίνουν’ τώρα-πλέον κανένανε,
Κι’ όλους εξεναντίας αδημονούνε.
Μωροί αναχρονισμοί που βασανίζουνε
Ολην την σημερνή μας κοινωνία,
Και δεν τολμούμε όμως να μιλήσομε
Γιατί ακόμη δεν έχουμε το θάρρος
Να πούμε όλοι,— στο Διάολο οι καμπάνες!
Μ’ απάνου σ’ όλα τούτο επιθυμάω,
Καί παρακαλετά το ξαναλέω.
Θυμηθείτε,— Ζητώ από την αγάπη σας
Τό λείψανό μου μην το βγάλετε όξου
Ζεστό ακόμη, κι ίσως κινδυνέψετε
Να με χώστε κ' εμέ μαζί» μ ’ εκείνο,
Καθώς κάποτε τούτο σας συμβαίνει !....
Χώνοντας εις τή γη τον άνθρωπό σας
Μόλις, ή ξεψυχά, ή λιποθυμάει.
Αφήσετε το αλάνθαστο να δώση
Σημείο θανής, της σάπισης· και τότε,
Μα τότε μόνον, βγάλτε το απ’ το σπίτι.
Τό σπίτι εκείνο που για τόσους χρόνους
Μ’ βάσταξε, με ηθέλησε , με αγάπησε,
Μπορεί να με βαστήξει λίγο άκόμη,
Να βεβαιωθεί νάμαι εντελώς βγαλμένος
Μέσαθε από το λείψανο που αφήνω.
Χωρίς να κινδυνέψετε να ρίξετε
Κ’ εμέ μ ’ εκείνο αντάμα μέσ’ στον τάφο
Ακόμη ζωντανόνε ! ...να συνέλθω!......
Καί στην άπορπη εκείνη μου αγωνία,
Να βλαστημώ τή φύση, κ’ εσάς όλους.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ(1 Μαΐου 1811, Ληξούρι
Απεβίωσε: 24 Ιουλίου 1901, Αργοστόλι). Γεννήθηκε στο Ληξούρι. Στην Κέρκυρα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία, είχε δάσκαλο τον Κάλβο. Γνώρισε επίσης το Σολωμό. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και Γαλλία και διορίστηκε ειρηνοδίκης στην πατρίδα του. Μετά τον αφορισμό για το βιβλίο του Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856) αντιμετώπισε πολλούς εξευτελισμούς και ταπεινώσεις και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο και από εκεί στο Λονδίνο. Οι κατατρεγμοί του τελείωσαν, όταν ένα χρόνο πριν από το θάνατο του με τη μεσολάβηση ενός φωτισμένου και φιλελεύθερου δεσπότη λύθηκε ο αφορισμός του. Έργα του: I. Ποιήματα: Ληξούρι εις τους 1836. Στιχουργήματα διάφορα, (1872). II. Πεζά: Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856), Ιδού ο άνθρωπος (1886), Άπαντα, (3 τόμοι, 1959).
Περιοδικό «ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΝΘΩΝ», ΖΑΚΥΝΘΟΣ, 14.9.1886
πηγη ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ: «ΤΟ ΛΑΪΝΑΚΙ» [στάμνα]
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.