Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ «Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ» [Πέθανε πριν 120 ακριβώς χρόνια]

'Έπρεπε, βέβαια, θάνατος και αρρώστιες

Για το πολύ το έξοδό τους, να μετράνε

Γι' αντικείμενα απλής πολυτελείας,

Και να μην ήναι πάρι για τους πλούσιους.

Μ’ αφού και δεν είναι έτσι αλλά πρέπει

Και οι φτωχοί ν’ αρρωστούν και να πεθαίνουνε,

Καί να ξοδεύουν έχουνε-δεν έχουνε

Σε γιατρικά, γιατρούς, και νεκροθάφτες,

Κι’ ως κ’ εμένανε ή αράδα μου θε νάλθει

Να ’πεθάνω κ’ εγώ,— θέλω από τώρα

Να διαθέσω για το άτομό μου:

Και πρώτον. Οταν μόλις ξεψυχήσω,

΄Η κι όλας σας φανεί πως εξεψύχησα,

Εκείνο που νομίσατε άψυχο φτώμα

Μην το βγάλετε ευθύς από το σπίτι

Και κινδυνέψετε έτσι να με θάψετε

Κι εμέ μαζί μ’ εδαύτο , όταν ακόμη

Ζωντανός εκεί μέσα ίσως βρίσκομαι

Τη φρίκη τούτη οικονομήσετέ μου τη

Αλλά όταν σας δοθεί βέβαιο σημείο

Αλάνθαστης θανής, ε, τότε βγάλτε

Το λείψανο που αφήνω και προσέξετε

Και για τ' άλλα λιγώτερης αξίας.

Το φτωχό λείψανό μου μην το κάμετε

Κουτσουνόξυλο [κουτσούνα=κούκλα] ντυνοντές το στολίδια

Με ρολόγια χρυσά και πουνταπέτα

Με δαχτυλίδια με γλασέ χειρόκτια

Σα για να πάη πρώτη φορά η νύφη

Ίσα για το χορό του Βασιλέως

Πράμματα τούτα κουτσουνοπρεπέστερα

Σε κουφάρι που βγαίνει για τον τάφο

Τα στολίδια και τ’ ανάρμοστα είναι χλεύη.

Μη δε το στείλετε έξω από το σπίτι

Ξέσκεπο για να γενή θέαμα του τόπου

Τ’ άγρια τούτα θεάματα να παύσουνε

Μέσα στες χώρες όπου ζούνε αθρώποι

Ημερωμένοι. Τούτα ν’ αφεθούνε

Στους άγριους καλογήρους, τους οποίους

Μόνον ο τρόμος ημπορεί να πλήξη.

Εμέ το λείψανό μου να το πάρετε

Και να το κλείστε ταχτικά στην κάσα,

Και να το πάτε κατευθείαν στον τάφο.

Αν κανένας παπάς χριστιανέψη

Και συγχωρώντας μου όσα εξεμπροστήνιασα

Των συμπαπάδωνέ του, ίσως θελήσει

Να ακολουθήση ως λειτουργός ιερέας

Ας πάει κι εκείνος, μα ένας και μόνος,

Περισσότεροι από ένας σε ένα λείψανο

Δεν έχει βέβαια νόημα κανένα.

Στους πολλούς λαμπροφόρους μας παπάδες

Σε περίσταση τέτοια , εγώ δεν βλέπω

Παρά θέαμα σ’ όλην την αγριότη του

Και την κερδοσκοπία των παπαδίστικη.

Όταν το λείψανό μου ξεπορτίζη

Μην πετάξετε αγγειό απ' το παρεθύρι

να το τσακίσετε τάχα για το έθιμο

Έθιμο ανόητο, που άλλο δεν δηλοί

Παρά πως ετσακίσετε το αγγειό σας.

Φθάνει το κλεψιμιό που θα σας γίνη

Από της γειτονιάς τσι γυναικούλες

Κι άλλους ίσως ακόμη παρεμβάτες

Που σε τέτοιες περίστασες μαζώνουνται

Στο σκοτισμένο σπίτι με τη πρόφαση

Πως να συλλυπηθούνε ή να βοηθήσουνε

Και στον ίδιον καιρό κλεφτολογούνε,

Δεν θέλω να το βγάλτε σερενάδα[με τη συνοδεία μπάντας]

Με φλάουτα, με τρουμπέτες, με ταμπούρλα,

Να κάμετε μ ’ εδαύτο πανηγύρι.

Το φθάνει η δυστυχία του θανάτου μου.

Παρακαλώ να μην το ταμπουρλίσετε.

[Άλλη φορά εταμπουρλίζαν τους κακούργους]

Δεν λέγω για την έκθεση που γένεται

Σέ περίστασες τέτοιες σ’ εκκλησίες·

Γιατί ευτυχώς εμένα με απαλλάττει

Ο ευεργετικός αφορεσμός μου.

Μ’ αν στανικώς και αυτού τού αφορεσμού μου

Τό πάτε και το βάλετε στην έκθεση,

Η ψυχή μου θε νάναι άπανουθέ του

Καί θε να λέη όχι, όχι, όχι.

Δεν σας θέλω να ’πάτε απανουθέτου

Να εκφωνήσετε λόγους νεκροσίμους

Κατά που τώρα πλέον συνηθιέται

Για όλους όσους σήμερα πεθαίνουνε

Καί βαρύνετε φίλους οπού πάνε

Να συντροφέψουν το στερνό μου ΄γδύμα

’Αρκετά βαρεμένοι από το δρόμο

Αφού οι νεκρολογίες εκφωνηθήκανε

Και εις τους χονδροειδέστερους χυδαίους

Γιατί, ποιος ξέρει-πώς, κι αυτοί επλουτίσανε,

Ή γιατί ο νεκρολόγος είχε χρεία

Να μας δείξη ικανότητα· από τότε

Εχάσανε τον πρώτο τους σκοπό,

Καί ενταυτώ την άξια τους δεν ειν’ πλέον

Διακριτικά, τιμητικά προσφέρματα

Στην ενθύμηση ενός διακεκριμένου

Της τελετής, σαν Ευαγγέλιο, Απόστολος,

Ή κάθε άλλο νεκρώσιμο τροπάρι·

Νεκρώσιμη προσθήκη, πού νεκρώνει

Εκείνους που προσμένουνε να φύγουνε.

Σας παραγγέλνω ακόμη για το σήμαμα,

Η φρικώδης εκείνη διασκέδαση

Των παιδιώνε τού δρόμου, να μη γένη.

Μη βάλτε στες καμπάνες βοσκαρούδια

Να ενοχλήσουνε τον κόσμο χωρίς δίκιο.

Αφήστε εκείνα τ’ άγρια, τα βάναυσα,

Που δεν ευφραίνουν’ τώρα-πλέον κανένανε,

Κι’ όλους εξεναντίας αδημονούνε.

Μωροί αναχρονισμοί που βασανίζουνε

Ολην την σημερνή μας κοινωνία,

Και δεν τολμούμε όμως να μιλήσομε

Γιατί ακόμη δεν έχουμε το θάρρος

Να πούμε όλοι,— στο Διάολο οι καμπάνες!

Μ’ απάνου σ’ όλα τούτο επιθυμάω,

Καί παρακαλετά το ξαναλέω.

Θυμηθείτε,— Ζητώ από την αγάπη σας

Τό λείψανό μου μην το βγάλετε όξου

Ζεστό ακόμη, κι ίσως κινδυνέψετε

Να με χώστε κ' εμέ μαζί» μ ’ εκείνο,

Καθώς κάποτε τούτο σας συμβαίνει !....

Χώνοντας εις τή γη τον άνθρωπό σας

Μόλις, ή ξεψυχά, ή λιποθυμάει.

Αφήσετε το αλάνθαστο να δώση

Σημείο θανής, της σάπισης· και τότε,

Μα τότε μόνον, βγάλτε το απ’ το σπίτι.

Τό σπίτι εκείνο που για τόσους χρόνους

Μ’ βάσταξε, με ηθέλησε , με αγάπησε,

Μπορεί να με βαστήξει λίγο άκόμη,

Να βεβαιωθεί νάμαι εντελώς βγαλμένος

Μέσαθε από το λείψανο που αφήνω.

Χωρίς να κινδυνέψετε να ρίξετε

Κ’ εμέ μ ’ εκείνο αντάμα μέσ’ στον τάφο

Ακόμη ζωντανόνε ! ...να συνέλθω!......

Καί στην άπορπη εκείνη μου αγωνία,

Να βλαστημώ τή φύση, κ’ εσάς όλους.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ(1 Μαΐου 1811, Ληξούρι
Απεβίωσε: 24 Ιουλίου 1901, Αργοστόλι). Γεννήθηκε στο Ληξούρι. Στην Κέρκυρα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία, είχε δάσκαλο τον Κάλβο. Γνώρισε επίσης το Σολωμό. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και Γαλλία και διορίστηκε ειρηνοδίκης στην πατρίδα του. Μετά τον αφορισμό για το βιβλίο του Τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856) αντιμετώπισε πολλούς εξευτελισμούς και ταπεινώσεις και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο και από εκεί στο Λονδίνο. Οι κατατρεγμοί του τελείωσαν, όταν ένα χρόνο πριν από το θάνατο του με τη μεσολάβηση ενός φωτισμένου και φιλελεύθερου δεσπότη λύθηκε ο αφορισμός του. Έργα του: I. Ποιήματα: Ληξούρι εις τους 1836. Στιχουργήματα διάφορα, (1872). II. Πεζά: Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856), Ιδού ο άνθρωπος (1886), Άπαντα, (3 τόμοι, 1959).
Περιοδικό «ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΝΘΩΝ», ΖΑΚΥΝΘΟΣ, 14.9.1886 
 πηγη 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ: «ΤΟ ΛΑΪΝΑΚΙ» [στάμνα]

Τρέξε τρέξε Διαμαντάκη,
Τση το σπούνε τση το σπούνε,
Τση το σπουν’ το λαϊνάκι
Τση το σπούνε, τση το σπούνε.
Τρέχα ιδές για το καλό σου,
Τση το σπουν, τση κοπελός σου.
Ένας παίδος τση το πιάνει
Για να πγη να ξεδιψάση,
Τση το πιάνει, τση το πιάνει
Κ’ είπα ευθύς «θαν τση το σπάση»
Τρέχα ιδές για το καλό σου,
Τση το σπουν, ’τση κοπελός σου.
Τόχε η μαύρη δροσισμένο
Οπού τόφερνε οχ τη Βρίση,
Δροσισμένο, δροσισμένο,
Κ είπα ευθύς «θαν το τσακίση».
Τρέχα ιδές για το καλό σου,
Τση το σπουν τση κοπελός σου.
Μα ως κι εκείνη ναν το δείνη !
Ή την είχες μαθημένη
Ναν το δείνη, ναν το δείνη
Το λαϊνάκι που βαστένει ;
Τρέχα ιδές για το καλό σου,
Τση το σπουν, ’τση κοπελός σου.
Τση το σπουν τα ξένα χέρια,
Τση το σπούνε, τση το σπούνε.
Πράματα ώμορφα κι’ ακαίρια
Δε βαστούνε, δε βαστούνε.
Τρέχα δες για το καλό σου,
Τση το σπουν, ’τση κοπελός σου.
Είχε μες στο δάχτυλό της
Περασμένο το χερούλι·
Μα είν’ που ηθέλαν το κακό της,
Και τση το εζουλεύανε ούλοι.
Τρέχα ιδές για το καλό σου,
Τση το σπουν, ’τση κοπελός σου.
Τώρα λέει ναν το κλειδώση
και πουλιό να μην το δείνη·
Εγώ, ας μην το ματαδώση
Μα είν’ κουρούπι, όχι λαϊνι.
Τρέχα ιδές για το καλό σου,
Τση το σπουν, ’τση κοπελός σου.
Εγώ τόπα : «Τση το σπούνε,
»Τση το σπούν’ και δε θ’ αργήση,
»Τση το σπούνε, τση το σπούνε·
»Γιατί έτσι τόχει η Βρίση».
Τρέχα ιδές για το καλό σου,
Τση το σπουν, ’τση κοπελός σου.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (1811-1901)

Dionisis Vitsos



ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ: ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
.
Ο Απρίλης πάει,
Καλώς το Μάη
Τον ανθηρό.
Καλώς μου τόνε
Τον όμορφόνε
Τον παιδικό.
Καλώς μου τονε
Του γαιδαρώνε
Τον παντρευτή
Που στολισμένος
Σαν ερωμένος
Άνθια κρατεί.
.
Καλώς του Μάη
Το ταρνανάι
Και τσι χαρές,
Τρέξτε κοπέλες
Κάνετε τρέλες
Στες εξοχές.
.
Πάμε να ιδούμε
(Αν ημπορούμε)
Κι εμείς προεστοί
Με τις προεστές μας
Συζυγισές μας
Ζευγαρωτοί.
.
Μα οι κοπελούλες
Με τσ’ ομπρελούλες
Τες πλουμιστές
Σαρτοκοπώντας
Και τραγουδώντας
Στες λαγγαδιές
Να κάνουν τρέλες
Ωσάν τες φέλες[πεταλούδες]
Μεσ’ στα σπαρτά
Και να γοητεύουν
Και να ερωτεύουν
Κάθε καρδιά.
Α, Μάη Μάη
Τι μου θυμάει
Η πρώτη αυτή!...
Μια σου όμοια πρώτη
Μ’ εκληροδότει
Εις τη ζωή.[Ο ποιητής γεννήθηκε Πρωτομαγιά]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ(1811-1901) , ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΝΘΩΝ» (ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Ι.Γ. ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ) ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ, 3 ΜΑΙΟΥ 1887

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ: «Ο ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ»
.
Όταν ειπείς βλάσφημος, λες Κεφαλονίτης.
Εάν η παροιμία που αρχίζει με το «Κεφαλονίτης βλάσφημος» δεν ήτον εντροπαλή, [θα] την ανέφερνα ολόκληρη.[ Κεφαλονίτης βλάσφημος, Ζακυθινός ρουφιάνος, Αγιομαυρίτης(=Λευκαδίτης) κερατάς, Κορφιάτης senza fede (=αναξιόπιστος)]
Ο βλάσφημος κάνει δύο ειδών θύματα εις τη χτηνωδία του, Θεότητα και οικογένειαν. Τα δύο τούτα ιερότερα της ανθρωπότητος, ο βλάσφημος τα σφαγιάζει κάθε φορά, ή δια να ξεθυμάνη το βάναυσο πάθος του, ή και διά να κάνη χονδροειδείς χυδαίες αστειότητες με τους όμοιούς του.
Λογομαχεί, ή και απλώς αστειεύεται ο βλάσφημος εις τό δρόμο; Τα συνηθισμένα φωνάσματά του είναι, γαμώ τό Θέο σου, το Χριστό σου, το σταυρό σου, την Παναγία σου ή γαμώ της αδελφής σου, της μάνας σου», κτλ.
Εννοείται δε ότι τη Θεότητα δικαιωματικώς την ασχημίζει ο χυδαίος μας, επειδή εσυνήθισε ναν τη θεωρεί σαν αποκλειστικώς πράμμα δικό του, και ακολούθως ναν την κάνη όπως θέλει. Ένας κύριος οπού στο δρόμο ήθελε βλασφημήσει την Παναγία καθώς τη βλασφημεί ο χυδαίος, ήθελε λιθοβοληθεί από τον όχλο. [Οι αίσχρότητες οπού ο όχλος μας φωνάζει της Παναγίας ακατάπαυστα εις τούς δρόμους, είναι τέτοιες, οπού και σε μία πόρνη φωναζόμενες, ήθελε την κάμουνε να σβυσθή].
Ο βλάσφημος κάνει και άλλο, τρίτο είδος βλασφημίας, την αφορκία[ψευδή όρκο] επάνω εις το Ευαγγέλιον, και την ακολουθινή πανηγυρική ψευδομαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Την ψευδομαρτυρία θεωρεί συμβιβάσιμη μέ τη θρησκεία του· χάριν του επιτηδείου εκείνου ρητού «άλλο το πίστη, και άλλο το τέχνη».
Την δε αφορκία αθετούσαν κατευθείαν τη θρησκεία του, όντας η θρησκεία του πράμμα δικό του, δύνεται ναν την ωφεληθή όπως καλήτερα τόνε συμφέρει.
Το ύστερο τούτο στίγμα είναι κοινό εις όλας τας τάξεις της κοινωνίας μας. Λαϊκοί και παπάδες απιθώνουν το χέρι τους, οι μεν απάνου στο Ευαγγέλιον, οι δε στο μέρος όπου υποθέτεται η συνείδηση, και αφορκίζουν αφόβως και αταράχως αποφασισμένοι νά ψευδομαρτυρήσουνε ακολούθως.
Είναι δε τούτη ή μόνη μεταχείριση που κάνει τού Ευαγγελίου ο βλάσφημός μας, η μόνη ωφέλεια που βγάνει από αυτό ημπορώντας δια του μέσου του νά κερδίση την υπόθεσή του στα δικαστήρια, ή να χαρισθή εις τους φίλους του, αφορκίζοντας και ψευδομαρτυρώντας εις όφελος των.
Ο βλάσφημος είναι πάντα χοντροειδής άνθρωπος. Άλλ’ όταν βάνη και το ύστερο τούτο στίγμα της αφορκίας και ψευδομαρτυρίας εις το μέτωπό του, τότε πλέον ο εσωτερικός ηθικός άνθρωπος δεν αξίζει την εξωτερικήν ανθρωπίνην μορφήν του.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ «Ιδού ο άνθρωπος» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΜΗΣ 1975.
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
·
ΛΑΜΠΡΟΥ Γ. ΣΙΜΑΤΟΥ : «Sciabecco», Τέμπερα 55Χ37 εκ. 2010.
Το "Sciabecco" (Σιαμπέκο) ήταν ένα μικρό ιστιοφόρο ή και κωπήλατο πλοίο, με στενό σκαρί (αναλογία 4 προς 1) και αιχμηρή πλώρη, που κατέληγε σε ταλιαμά. Στην πρύμνη του υπήρχε ένα είδος εξώστη. Γρήγορο και ελαφρύ σκάφος, πολύ διαδεδομένο στα Επτάνησα κυρίως κατά τον 18ο αιώνα ως εμπορικό πλοίο.
Έφερε τρία πανιά λατίνια σε τρεις αντίστοιχα μονοκόμματους ιστούς. Ο πλωριός πολύ πλώρα, με κλίση προς τα εμπρός και ο πρυμνιός πολύ κοντά στη πρύμνη, ο πλωριός και ο μεσαίος ιστός είχαν ύψος σχεδόν διπλάσιο από τον πρυμνιό.
Μπορούσε να κινηθεί και με κουπιά για αυτό διέθετε 18-20 κωπηλάτες . Το μέγεθός του ποίκιλλε, ήταν πάντως της τάξεως των 20-30 τόνων και έφθανε μέχρι 70 τόνους.
Κατάλληλο και για καταδρομές, πειρατεία ή βοηθητικές αποστολές, είχε δύο πυροβόλα, στην πλώρη και και δύο άλλα μικρά (καννονέτα) ή βαριά πλατύστομα τρομπόνια, στηριγμένα σε κάθε πλευρά.







Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only