Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: «ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΤΟ ΞΑΝΑΡΧΙΣΕ»

Κυρίως δεν είναι «αυτός που το ξανάρχισε», αλλ’ «αυτός που το ξαναρχίζει και πάλι». Γιατί ως τώρα το έχει κόψει δέκα φορές (εννοώ το κάπνισμα) κι άλλες δέκα το έχει ξαναρχίσει. Κι αυτού είναι το μεγαλείο.
Οι επισημότερες στιγμές της ζωής του, οι γεμάτες το υψηλότερο νόημα, σαν τον τρίσβαθο ουρανό, είναι (τώρα που στερέψανε όλες οι πηγές της χαράς μέσα του) η μια όταν πατάει μαχαίρι στο «απαίσιο» συνήθειο και «πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του», κι η άλλη, όταν ξαναγυρίζει στο πάθος του, όχι σαν άσωτος υιός, που μετανιώνει, παρά σαν θριαμβευτής σταυροφόρος στη σιδεροζωσμένη «Κυρά» του, ύστερα από πολλά χρόνια, με το κλειδί στην τσέπη.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο τέρματα, που υψώνονται στον ορίζοντά του σαν δυο στήλες πυρός, η άλλη ζωή είναι γούβα από ατελείωτην άμμο, χωρίς αέρα κι ανάσα, ένας φοβερός εφιάλτης.
Όποιος κόβει το κάπνισμα είναι ήρως. Όποιος το ξαναρχίζει είναι θεός. Τη μια φορά είναι ο ανδρείος της άρνησης, την άλλη είναι ο ανδρείος του «ναι».
Οι αρχαίοι πιστεύανε πως οι θεοί βγάζανε μιαν ιδιαίτερη μυρωδιά: «θείαν οσμήν». Τι μυρωδιά ήτανε αυτή δεν μας την είπανε. Η παρουσία όμως θεού ανάμεσα σε ανθρώπους γινότανε «ορατή» με την… μύτη!
Αν σήμερα ζούσανε ακόμα οι θεοί του Ολύμπου, των δασών και των υδάτων, η «θεία οσμή» θα ήτανε η μυρωδιά του καπνού! Είναι η θεϊκότερη μυρωδιά που υπάρχει.
Λοιπόν, ο φίλος το κόβει το κάπνισμα όταν του γίνεται τύραννος και πάθος και το ξαναρχίζει όταν το είναι του, ύστερα από μακριάν άσκηση, είναι έτοιμο να υποστεί τη θεϊκή μεταμόρφωση. Έτσι διατηρεί τον εαυτό του σε διαρκή νεότητα. Γιατί μονάχα όταν αλλάζει κανείς γυναίκα ή ξαναρχίζει το κάπνισμα, διατηρεί ακμαίες τις σωματικές και τις ψυχικές του δυνάμεις μέχρι τελευταίας πνοής του… τσιγάρου. Η ζωή του είναι μια διαδοχή από νιάτα και η πορεία της μια διαδοχή από «σκαρδαμύσσοντα» φώτα.
Αλλά συγχρόνως κάνει και μια γυμναστική της θέλησής του. Όταν το κόβει, έχει τη χαρά πως γλίτωσε και το συναίσθημα πως είναι λεύτερος· όταν ξαναρχίζει έχει τη χαρά πως μπορεί και πάλι να το κόψει.
—«Να καπνίζεις γιατί το θες κι όχι γιατί σε θέλει. Κι όπως είναι αδύνατο να το κόψεις, αν δεν το έχεις ξανακόψει και άλλοτε, έτσι είναι βλακεία να το κόψεις, αν δεν πρόκειται να το ξαναρχίσεις ποτές πια!
Το να το κόβεις είναι μια ηδονή μεγάλη, το να το ξαναρχίζεις είναι μια ηδονή μεγαλύτερη. Είναι Δευτέρα Παρουσία. Κι εγώ ως τώρα έχω αναστηθεί δέκα φορές. Κι αν η πείρα δε μας δίνει κανένα άλλο ανώτερο αγαθό στη ζωή, η ίδια η πείρα μας λέγει, πως μονάχα η «ηδονή» κάνει τη ζωή ν’ αξίζει: από ποσότητα την κάνει ποιότητα…»
Αυτά λέγει και κηρύσσει κι όταν καπνίζει μακάρια κι όταν κοιτάζει, επίσης μακάρια, τους άλλους να καπνίζουν. Είναι δυο μέρες τώρα που το ξανάρχισε. Κι έχει το συναίσθημα πως είναι… νιόγαμπρος. Νιόγαμπρος όμως της στιγμής, χωρίς «κουλούρα»! Νιόγαμπρος, που αλλού κοιμάται σήμερα, αλλού θα ξυπνήσει αύριο. Είναι χαρούμενος για λίγον καιρό. Οι αγάπες που περνούν, αυτές μας μένουν! Δεν πατάει στη γης. Τα νεύρα του, το αίμα του, η καρδιά του, η σκέψη του κελαηδούνε σαν αηδόνια. Ξυπνάει πρωί πρωί γιατί δεν τον περιμένουν οι παλιές του λύπες να τον αρπάξουν, μόλις ανοίξει τα μάτια, παρά οι καινούργιες ευτυχίες —και βιάζεται να τρέξει να τις συναντήσει. Πηγαίνει πεταχτός στο γραφείο του, παραγγέλλει ένα διπλόν καφέ και πριν ανάψει το πρώτο τσιγάρο, χώνει τη μύτη μέσα στο πακέτο και ρουφάει βαθιά την «θείαν οσμήν».
Όσο είναι ακόμα καιρός. Γιατί αύριο θα του γίνει πάθος. Τότε θα το μισήσει το τσιγάρο και ύστερα από λίγων ημερών ταλαντεύσεις, θα το πνίξει με τα νύχια, όπως τα παιδιά πνίγουνε τα σπουργίτια. Δηλαδή θα πνίξει τον εαυτό του. Θα μουδιάσει για τέσσερις πέντε μέρες η ζωή του, για να ξαναπάρει απάνω της κατόπι, όταν θα φύγουν από μέσα του ξορκισμένα όλα τα κακά δαιμόνια. Και τότε θα ξαναγίνει ευτυχής σαν ένας που γλίτωσε από μια στρίγκλα γυναίκα!
Μ’ αυτήν την ταχτική, μια στο καρφί και μια στο πέταλο, κατορθώνει ένα μεγάλο πράγμα. Να ξεχνάει όλες τις άλλες σοβαρές, θεμελιώδεις, ακατάλυτες μιζέριες της ζωής του. Δεν έχει καιρό να τις συλλογίζεται. Γιατί η ζωή του μοιράζεται ανάμεσα στη στέρηση και στην απόλαυση του τσιγάρου. Η στέρηση, όταν υπερνικηθεί, γίνεται απόλαυση· κι η απόλαυση, όταν νικήσει, γίνεται βάσανο. Κι έτσι με το να τρώγεται με τον εαυτό του, δεν τον τρώνε οι άλλες του κακομοιριές.
Πολύ καλά το είδε αυτό ο ποιητής του Ερωτόκριτου, όταν λέγει κάπου, πως ο αψύτερος πόνος «σχολάζει» τον ολιγότερον αψύν. Κι αυτός λοιπόν μετατοπίζει το πρόβλημά του (πρόβλημα ζωής ή θανάτου) και το κάμνει πρόβλημα καπνίσματος ή όχι.
Για τώρα όμως γεμίζει τα μάγουλά του με καπνό, όπως οι μαϊμούδες με φουντούκια, ξεφυσάει τα γαλανά δαχτυλιδάκια προς το ταβάνι («η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι ζήτημα ύψους»! [Κώστας Καρυωτάκης]) δεν ακούει το χαλασμό του κόσμου, δεν σκέπτεται τι είναι αλήθεια και τι είναι το «όντως όν» των φιλοσόφων —και λέγει αποφασιστικά:
—Αύριο θα το ξανακόψω.
Δηλαδή: το μέλλον μού ανήκει και το διευθύνω ο ίδιος, όπως θέλω.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ(1884-1974) ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΡΩΙΑ», 29 Ιουλίου 1941

 

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

YouTube

tapantareinews tv

Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only