Το βασίλειο της Μακεδονίας. Οι βασιλείς και ο χώρος.
Για την καταγωγή της βασιλικής δυναστείας της Μακεδονίας και αυτών των Μακεδόνων, έχουμε αναφερθεί περιληπτικά στο έργο μας «Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου και του Μείζονος χώρου» (Gutenberg 1999, τ. Α’, σσ. 131-132 και 261-262), και περισσότερο εκτενώς στο βασικό περί Μακεδονίας έργο μας «Η Ελληνικότητα τής Μακεδονίας» (Γεωργιάδης 2006). Στην παρούσα εργασία, εντελώς συνοπτικά, θά μνημονεύσουμε τούς προ τού Φιλίπ¬που βασιλεύσαντες, με εξαίρεση τον Αρχέλαο Α’, έναν αδικημένο βασιλιά, πού έθεσε τις βάσεις τού μακεδονικού μεγαλείου.
Ως πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας αναφέρεται ο Περδίκκας (περί το 700 π.Χ.), απόγονος των Τημενιδών του Άργους.* Γι’ αυτό, άλλωστε, τα μέλη της βασιλικής οικογενείας της Μακεδονίας λέγονταν Τημενίδες και Αργεάδες, λόγω της εκ του Άργους καταγωγής τους. Αργότερα εμφανίζεται ο Αμύντας Α’, γνωστός για τις σχέσεις του με τους Πεισιστρατίδες των Αθηνών. Επί των ήμερων του η Μακεδονία, φυσικά και η Θράκη, περιήλθαν υπό την περσική κυριαρχία. Αυτό έγινε το 513 π.Χ., όταν ο Δαρείος Α’, περνώντας τον Ελλήσποντο, εισέβαλε στη Σκυθία και προήλασε στις αχανείς εκτάσεις της• υποχρεώθηκε όμως να επιστρέψει άπρακτος λόγω της υποχωρητικής τακτικής των Σκυθών. Κατά την επιστροφή, τμήμα του περσικού στρατού υπό τον Μεγάβαζο έμεινε στη Θράκη. Ο Μεγάβαζος κατέστησε φόρου υποτελή και τον Αμύντα.
Ακολουθεί ο Αλέξανδρος Α’, που συμμετείχε, πρώτος Μακεδών αυτός, στους Ολυμπιακούς αγώνες και ο οποίος ονομάσθηκε από τους Αθηναίους «Φιλέλλην»* για τα όσα υπέρ των Ελλήνων έπραξε κατά τα Μηδικά. Κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου βασίλευε έτερος Περδίκκας Β’, γνωστός από το επεισόδιο της Αμφιπόλεως.** Ήταν ικανώτατος πολιτικός, που εφάρμοσε την πολιτική των δύο «ταμπλώ», τασσόμενος άλλοτε υπέρ των Αθηνών και άλλοτε υπέρ της Σπάρτης. Με δική του πρόταση έφθασε ο θρυλικός Βρασίδας, ο «Αχιλλέας του Πελοποννησιακού πολέμου», στη Μακεδονία, ο οποίος κατόρθωσε να προωθηθεί ως τα απώτατα άκρα της.
Αλλά ποιά τα άκρα της αρχαίας Μακεδονίας; Δεν θα επανερχόμαστε στο ζήτημα αυτό, το όποιο έχουμε εξαντλήσει καταλεπτώς, στηριζόμενοι αυστηρά στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, αν προσφάτως κάποιοι νεόφυτοι ιστορικοί δεν τους έδιναν έκταση πολύ πέραν των σημερινών ελληνικών συνόρων, για να προσδώσουν ιστορικά δικαιώματα επί του ονόματος Μακεδονία και στο κράτος των Σκοπίων, παραβλέποντας την εκεί παρουσία των Παιόνων και των Δαρδάνων .***
Αλλά ποιά τα άκρα της αρχαίας Μακεδονίας; Δεν θα επανερχόμαστε στο ζήτημα αυτό, το όποιο έχουμε εξαντλήσει καταλεπτώς, στηριζόμενοι αυστηρά στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, αν προσφάτως κάποιοι νεόφυτοι ιστορικοί δεν τους έδιναν έκταση πολύ πέραν των σημερινών ελληνικών συνόρων, για να προσδώσουν ιστορικά δικαιώματα επί του ονόματος Μακεδονία και στο κράτος των Σκοπίων, παραβλέποντας την εκεί παρουσία των Παιόνων και των Δαρδάνων .***
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 113), το κράτος του Αλεξάνδρου Α’ περιελάμβανε το χώρο που εκτεινόταν μεταξύ των ορέων Ολύμπου, Βερτίσκου, Καμβουνίων και της τρισκελούς χερσονήσου της Χαλκιδικής. Στα χρόνια, όμως, του Θουκυδίδη το μακεδονικό κράτος είχε εκταθεί προς Ανατολάς όχι μόνον έως τον Στρυμόνα με την προσάρτηση των περιοχών Μυγδονίας, Κρηστωνίας και Βισαλτίας, αλλ’ είχε επεκταθεί μέχρι Παγγαίου. Προς τη θάλασσα έφθανε μέχρι την εκβολή του Άξιου, κατείχε τον μυχό του Θερμαϊκού και την περιοχή Ανθεμούντος της Χαλκιδικής. Προς Β., παρότι τα στοιχεία είναι ελλιπή, φαίνεται πως η μακεδονική επικράτεια είχε φθάσει έως τις πηγές του Εριγώνος, του Άξιου και τους πρόποδες των Παιονικών ορέων. Η περιοχή αυτή που αποτελεί το νότιο τμήμα του Σκοπιανού κρατιδίου ονομαζόταν Παιονική Μακεδονία,* λόγω αναμείξεως Παιόνων και Μακεδόνων. Προς Δ. έφθανε ως την πέτρινη ορεινή αλυσίδα Πέτρινον, Αιβανίσκος, Βόιον, Πίνδος, Τύμφη, που αποτελούσε το φυσικό όριο διαχωρισμού από την Ήπειρο και την Ιλλυρία. Προς Ν. ο Όλυμπος και τα Καμβούνια αποτελούσαν διαχωριστική γραμμή με την Θεσσαλία (Θουκ. 2, 99). Βέβαια, μετά τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο ισχύει το του Πολυβίου: «Μακεδόνες της μεν Ευρώπης ήρξαν από των κατ Αδρίαν (=Αδριατική) τόπων έως επί τον Ίστρον ποταμόν» (1,2,4).** Όπως έχουμε γράψει συχνά, η μακεδονική επικράτεια εκτεινόταν ως εκεί όπου έφθανε η σκιά της μακεδονικής σάρισας.
Ο κορυφαίος των αρχαίων γεωγράφων, ο Στράβων, που ζη όταν πια η Ελλάς έχει υποταχθεί στην Ρώμη, τον Ιο π.Χ. αι., οπότε και τα πάθη μεταξύ Ελλήνων είχαν καταπαύσει, δεν έχει καμμιά δυσκολία να διακηρύξει: «Εστι μεν ουν Ελλάς και η Μακεδονία» (7, αποσπ. 9). Το «άνω Μακεδονία» ο γεωγράφος το χρησιμοποιεί για να δηλώσει τις περιοχές του Λύγκου η Λυγκηστίδος της Πελαγονίας, της Ελιμείας και της Ορεστιάδας (Ορεστίδας), των οποίων οι κάτοικοι ήσαν υπήκοοι των Μακεδόνων. Λόγω, όμως, του ποιμενικού χαρακτήρα των κατοίκων, που ζούσαν υπό καθεστώς ιδιότυπης αυτονομίας, η ορεινή αυτή ζώνη, που δεν καλύπτει και τα Σκόπια, λεγόταν «Ελεύθερη Μακεδονία»* (Στράβων, Ζ, 8, C 326). Αμέσως παρακάτω (7, C 327) ο Πόντιος γεωγράφος προσθέτει και το έξης αξιοπερίεργο: μερικοί ονομάζουν Μακεδονία όλη την περιοχή που εκτείνεται ως την Κέρκυρα, με το αιτιολογικό «ότι και κούρα και διαλέκτω** και χλαμύδι» και στα παρόμοια γνωρίσματα οι κάτοικοι μοιάζουν πολύ.
Αυτό που δεν μπορούν η δεν θέλουν να κατανοήσουν πολλοί ξένοι και νεώτατοι ιστορικοί είναι πως ο όρος Μακεδόνες δεν είναι προσδιοριστικός ενός φύλου η φυλής, είναι όρος γενικός, όπως το Δωριείς, Ίωνες, Αιολείς. Στο γενικό αυτό όρο υπάγονται πολλοί πληθυσμοί που κατοικούσαν προς Β. του Ολύμπου. Γράφει σχετικά ο από το 1906 ασχοληθείς με την εθνολογική σύνθεση της περιοχής Δημ. Φιλιππίδης τα έξης:
«Από εθνολογικής απόψεως και ιστορικής η λέξις «Μακεδονία”, ως όρος λαμβανομένη, σημαίνει χώραν κατοικουμένην υπό Ελλήνων και εις Έλληνας, αλλά και μόνον εις Έλληνας ανήκουσαν, άρα χώραν Ελληνικήν, ης (- της οποίας) την εκτασιν και τα όρια δυνάμεθα και σήμερον να ανεύρωμεν εν τοις ουσί βιλαετίοις Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου(…).
Την Μακεδονίαν υπό των Δωριέων ούτως ονομασθείσαν, η από του Μακεδνού, άπετέλουν οι ομόφυλοι προς αλλήλους Μακεδόνες Ημαθοί, Μακεδόνες Πίεροι. Μακεδόνες Βοτταίοι, Μακεδόνες Μύγδον ες * Μακεδόνες Κρήστωνες , ** Μακεδόνες Εορδαίοι, Μακεδόνες Ελιμιώται, Μακεδόνες Ορέσται, Μακεδόνες Λυγκησταί, *** Μακεδόνες Αλμωποι, Μακεδόνες Πελαγόνες, και οι νοτιώτεροι εξελληνισθέντες Παίονες (οι κατά την Ρωμαϊκήν και επί Μ. Κωνσταντίνου εις την Μακεδονίαν περιληφθέντες) ως και οι Δασσαρίται. Εις τους ειρημένους Μακεδόνας προσετέθησαν επί Φιλίππου II οι ομόφυλοι Θρακοπελασγοί Βισάλται, Μαιδοί,**** Σίντοι, Ήδωνες και Οδομάντες****** (Δ. Φιλιππίδης: «Μακεδονία…», σσ. 28-29). ο ιστορικός, που μελετά την ιστορία ενός λαού, πρέπει να δείξει αμέριστη προσοχή και στο γεωγραφικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο συγκεκριμένος λαός. Η μορφολογία τού εδάφους, οι κλιματολογικοί όροι και η γεωγραφική θέση είναι στοιχεία πού πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθούν. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα σε πολύ στενή σχέση με το περιβάλλον του. η οικονομική του ζωή, ο πνευματικός και ψυχικός του κόσμος, κυρίως η νοοτροπία, επηρεάζονται έντονα από αυτό. Την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος πάνω στο χαρακτήρα των ανθρώπων, πρώτος επεσήμανε ο «Πατέρας της Ιστορίας» Ηρόδοτος με μία δογματοπαγή φράση: «Φιλέειν γαρ εκ των μαλακών χώρων μαλακούς άνδρας γίνεσθαι• ου γαρ τι της αυτής γης είναι καρπόν τε θωμαστόν φύειν και άνδρας αγαθούς τα πολέμια» (9, 122).
[Συνήθως από τους εύφορους τόπους γεννιούνται μαλθακοί άνδρες. Γιατί δεν μπορεί μια χώρα να βγάζει θαυμαστούς καρπούς και να γεννά άνδρες γενναίους στα πολεμικά έργα]
Ακόμη και ο πολύ μεταγενέστερος Αριστοτέλης, παρότι οι γνώσεις στην εποχή του είχαν πληθυνθεί, προβαίνει σε διαπίστωση όμοια σχεδόν με αυτή του Ηροδότου: «Ποιούσι δε και οι τόποι διαφέροντα τα ήθη, οίον οι ορεινοί και τραχείς των εν τοις πεδινοίς και μαλακοίς» (Αρ ι στ. Πολιτικά, Ζ, 6, 1). Δηλαδή, οι τόποι κάνουν διαφορετικά τα ήθη των ανθρώπων που τους κατοικούν, όπως, για παράδειγμα, οι ορεινοί που είναι τραχείς και οι πεδινοί που είναι μαλθακοί. Πιο μπροστά και από τον Αριστοτέλη την ίδια παρατήρηση είχε κάνει και ο μεγαλύτερος της αρχαιότητας ιατρός Ιπποκράτης, που είχε διαπιστώσει πως η τραχύτητα του χαρακτήρα των βορείων λαών οφείλεται στην τραχύτητα του κλίματος. Όσο κι αν τα παραπάνω δεν επιδέχονται απόλυτη ισχύ, εν μέρει —και σε ο,τι άφορα στα πρώτα βήματα των λαών— έχουν μια σοβαρή αποδεικτική βαρύτητα. Οι Μακεδόνες δεν ήσαν σαν τους άλλους Έλληνες• ως βόρειοι ήσαν πιο τραχείς, όπως ήσαν οι ορεινοί Αιτωλοί και Ακαρνάνες, για τους οποίους μάλιστα —λόγω προφοράς— ακόμη κι αυτός ο προσεκτικός Θουκυδίδης γράφει πως μιλούσαν αγνωστότατη γλώσσα! Ήταν φυσικό οι εκλεπτυσμένοι, είρωνες και «σνομπ» Αθηναίοι, να βλέπουν —τουλάχιστον αρχικά— τους καθυστερημένους πολιτιστικά Μακεδόνες κάπως υπεροπτικά. Ένας νέος —υποθέτω— ιστορικός σε ένα πρόσφατο βιβλίο του που διάβασα με πολύ ενδιαφέρον, γράφει τα ακόλουθα για το θέμα που μας απασχολεί:
«Η Μακεδονία ήταν μια σκληρή γη που έβγαζε σκληρούς ανθρώπους. Για να επιβιώσουν ανάμεσα σε τόσους εχθρούς στις βόρειες επάλξεις του ελληνικού κόσμου, οι Μακεδόνες «κράτησαν” γερά το ηρωικό πολεμικό ήθος της «Ηλιάδος” και της «Οδυσσείας” του Ομήρου. Έμοιαζαν σαν να έχουν έλθει από τον Τρωικό πόλεμο και την Εποχή του Χαλκού. Στις μάχες, στους καβγάδες, στα γλέντια οι Μακεδόνες ζύγιζαν τον άνδρα —από τον βασιλιά ως τον κοινό άνθρωπο— βάσει των ανηλεών «στάνταρς” του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα σε τόσα επιθετικά «εγώ”. Υπήρχαν μεγάλοι κίνδυνοι, και καμμιά προσβολή δεν έμενε χωρίς απάντηση. Ακόμα και οι βασιλείς δεν είχαν την πολυτέλεια ατοπήματος μπροστά σε τέτοιους πολεμιστές• η διστακτικότητα η κάποιο λάθος οδηγούσαν σε γρήγορη εκκαθάριση. Γι αυτό ο Φίλιππος οδηγούσε το στρατό με εμφανή «θρασύτητα”, υφιστάμενος φρικτά τραύματα στο πρόσωπο, στο χέρι, στην κλείδα και στο πόδι, που τον άφησε χωλό για την υπόλοιπη ζωή του. Αυτές οι πληγές ήσαν που νομιμοποιούσαν έναν πολεμιστή βασιλιά.
Στα μάτια πολλών Ελλήνων, έκτος Μακεδονίας, ο Φίλιππος και οι υπήκοοι του φάνταζαν καθυστερημένοι και βάρβαροι, όπως έβλεπαν οι κάτοικοι της Βοστώνης και της Νέας Υόρκης του 19ου αι. τους σκληροτράχηλους στην ιππασία, στις μάχες και στο ποτό «καουμπόηδες” της άνομης αμερικανικής μεθορίου. Οι γυναίκες της Μακεδονίας δεν ήσαν λιγώτερο σκληρές από τους άνδρες τους».*
Δώσαμε έκταση στο παράθεμα αυτό, διότι ο συγγραφέας του φαίνεται πως έχει μπει στο «πετσί» του Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων, κατανοεί τη συμπεριφορά τους και τη νομιζόμενη – όχι απ’ όλους τους λοιπούς Έλληνες – «βαρβαρότητα» τους. Ας μην ξεχνάμε ακόμη π δ αυστηρός Ηράκλειτος, προγενέστερος των «σνομπ» Αθηναίων, δεν ήθελε να διδάσκονται στα σχολεία ο Όμηρος και ο Αρχίλοχος, λόγω αυτής της τραχύτητας των ηρώων τους η των στίχων τους.** Ωστόσο, οι Αθηναίοι που καθυβρίζουν τον Φίλιππο, δεν ήσαν οι Αθηναίοι του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος. Αν ήσαν, θα τον είχαν νικήσει. Αλλ’ επειδή δεν ήσαν, καθότι «λεπτοί», τον έβριζαν. Κανείς, άλλωστε, δεν μπορούσε να συναγωνισθεί τους Αθηναίους στην κακογλωσσιά. Για τους Αθηναίους του 4ου αι. π.Χ. η Μακεδονία ήταν ό,τι η «Άγρια Δύση» για τους ανεπτυγμένους Αμερικανούς των ανατολικών ακτών.
«Από εθνολογικής απόψεως και ιστορικής η λέξις «Μακεδονία”, ως όρος λαμβανομένη, σημαίνει χώραν κατοικουμένην υπό Ελλήνων και εις Έλληνας, αλλά και μόνον εις Έλληνας ανήκουσαν, άρα χώραν Ελληνικήν, ης (- της οποίας) την εκτασιν και τα όρια δυνάμεθα και σήμερον να ανεύρωμεν εν τοις ουσί βιλαετίοις Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου(…).
Την Μακεδονίαν υπό των Δωριέων ούτως ονομασθείσαν, η από του Μακεδνού, άπετέλουν οι ομόφυλοι προς αλλήλους Μακεδόνες Ημαθοί, Μακεδόνες Πίεροι. Μακεδόνες Βοτταίοι, Μακεδόνες Μύγδον ες * Μακεδόνες Κρήστωνες , ** Μακεδόνες Εορδαίοι, Μακεδόνες Ελιμιώται, Μακεδόνες Ορέσται, Μακεδόνες Λυγκησταί, *** Μακεδόνες Αλμωποι, Μακεδόνες Πελαγόνες, και οι νοτιώτεροι εξελληνισθέντες Παίονες (οι κατά την Ρωμαϊκήν και επί Μ. Κωνσταντίνου εις την Μακεδονίαν περιληφθέντες) ως και οι Δασσαρίται. Εις τους ειρημένους Μακεδόνας προσετέθησαν επί Φιλίππου II οι ομόφυλοι Θρακοπελασγοί Βισάλται, Μαιδοί,**** Σίντοι, Ήδωνες και Οδομάντες****** (Δ. Φιλιππίδης: «Μακεδονία…», σσ. 28-29). ο ιστορικός, που μελετά την ιστορία ενός λαού, πρέπει να δείξει αμέριστη προσοχή και στο γεωγραφικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ο συγκεκριμένος λαός. Η μορφολογία τού εδάφους, οι κλιματολογικοί όροι και η γεωγραφική θέση είναι στοιχεία πού πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθούν. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα σε πολύ στενή σχέση με το περιβάλλον του. η οικονομική του ζωή, ο πνευματικός και ψυχικός του κόσμος, κυρίως η νοοτροπία, επηρεάζονται έντονα από αυτό. Την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος πάνω στο χαρακτήρα των ανθρώπων, πρώτος επεσήμανε ο «Πατέρας της Ιστορίας» Ηρόδοτος με μία δογματοπαγή φράση: «Φιλέειν γαρ εκ των μαλακών χώρων μαλακούς άνδρας γίνεσθαι• ου γαρ τι της αυτής γης είναι καρπόν τε θωμαστόν φύειν και άνδρας αγαθούς τα πολέμια» (9, 122).
[Συνήθως από τους εύφορους τόπους γεννιούνται μαλθακοί άνδρες. Γιατί δεν μπορεί μια χώρα να βγάζει θαυμαστούς καρπούς και να γεννά άνδρες γενναίους στα πολεμικά έργα]
Ακόμη και ο πολύ μεταγενέστερος Αριστοτέλης, παρότι οι γνώσεις στην εποχή του είχαν πληθυνθεί, προβαίνει σε διαπίστωση όμοια σχεδόν με αυτή του Ηροδότου: «Ποιούσι δε και οι τόποι διαφέροντα τα ήθη, οίον οι ορεινοί και τραχείς των εν τοις πεδινοίς και μαλακοίς» (Αρ ι στ. Πολιτικά, Ζ, 6, 1). Δηλαδή, οι τόποι κάνουν διαφορετικά τα ήθη των ανθρώπων που τους κατοικούν, όπως, για παράδειγμα, οι ορεινοί που είναι τραχείς και οι πεδινοί που είναι μαλθακοί. Πιο μπροστά και από τον Αριστοτέλη την ίδια παρατήρηση είχε κάνει και ο μεγαλύτερος της αρχαιότητας ιατρός Ιπποκράτης, που είχε διαπιστώσει πως η τραχύτητα του χαρακτήρα των βορείων λαών οφείλεται στην τραχύτητα του κλίματος. Όσο κι αν τα παραπάνω δεν επιδέχονται απόλυτη ισχύ, εν μέρει —και σε ο,τι άφορα στα πρώτα βήματα των λαών— έχουν μια σοβαρή αποδεικτική βαρύτητα. Οι Μακεδόνες δεν ήσαν σαν τους άλλους Έλληνες• ως βόρειοι ήσαν πιο τραχείς, όπως ήσαν οι ορεινοί Αιτωλοί και Ακαρνάνες, για τους οποίους μάλιστα —λόγω προφοράς— ακόμη κι αυτός ο προσεκτικός Θουκυδίδης γράφει πως μιλούσαν αγνωστότατη γλώσσα! Ήταν φυσικό οι εκλεπτυσμένοι, είρωνες και «σνομπ» Αθηναίοι, να βλέπουν —τουλάχιστον αρχικά— τους καθυστερημένους πολιτιστικά Μακεδόνες κάπως υπεροπτικά. Ένας νέος —υποθέτω— ιστορικός σε ένα πρόσφατο βιβλίο του που διάβασα με πολύ ενδιαφέρον, γράφει τα ακόλουθα για το θέμα που μας απασχολεί:
«Η Μακεδονία ήταν μια σκληρή γη που έβγαζε σκληρούς ανθρώπους. Για να επιβιώσουν ανάμεσα σε τόσους εχθρούς στις βόρειες επάλξεις του ελληνικού κόσμου, οι Μακεδόνες «κράτησαν” γερά το ηρωικό πολεμικό ήθος της «Ηλιάδος” και της «Οδυσσείας” του Ομήρου. Έμοιαζαν σαν να έχουν έλθει από τον Τρωικό πόλεμο και την Εποχή του Χαλκού. Στις μάχες, στους καβγάδες, στα γλέντια οι Μακεδόνες ζύγιζαν τον άνδρα —από τον βασιλιά ως τον κοινό άνθρωπο— βάσει των ανηλεών «στάνταρς” του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα σε τόσα επιθετικά «εγώ”. Υπήρχαν μεγάλοι κίνδυνοι, και καμμιά προσβολή δεν έμενε χωρίς απάντηση. Ακόμα και οι βασιλείς δεν είχαν την πολυτέλεια ατοπήματος μπροστά σε τέτοιους πολεμιστές• η διστακτικότητα η κάποιο λάθος οδηγούσαν σε γρήγορη εκκαθάριση. Γι αυτό ο Φίλιππος οδηγούσε το στρατό με εμφανή «θρασύτητα”, υφιστάμενος φρικτά τραύματα στο πρόσωπο, στο χέρι, στην κλείδα και στο πόδι, που τον άφησε χωλό για την υπόλοιπη ζωή του. Αυτές οι πληγές ήσαν που νομιμοποιούσαν έναν πολεμιστή βασιλιά.
Στα μάτια πολλών Ελλήνων, έκτος Μακεδονίας, ο Φίλιππος και οι υπήκοοι του φάνταζαν καθυστερημένοι και βάρβαροι, όπως έβλεπαν οι κάτοικοι της Βοστώνης και της Νέας Υόρκης του 19ου αι. τους σκληροτράχηλους στην ιππασία, στις μάχες και στο ποτό «καουμπόηδες” της άνομης αμερικανικής μεθορίου. Οι γυναίκες της Μακεδονίας δεν ήσαν λιγώτερο σκληρές από τους άνδρες τους».*
Δώσαμε έκταση στο παράθεμα αυτό, διότι ο συγγραφέας του φαίνεται πως έχει μπει στο «πετσί» του Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων, κατανοεί τη συμπεριφορά τους και τη νομιζόμενη – όχι απ’ όλους τους λοιπούς Έλληνες – «βαρβαρότητα» τους. Ας μην ξεχνάμε ακόμη π δ αυστηρός Ηράκλειτος, προγενέστερος των «σνομπ» Αθηναίων, δεν ήθελε να διδάσκονται στα σχολεία ο Όμηρος και ο Αρχίλοχος, λόγω αυτής της τραχύτητας των ηρώων τους η των στίχων τους.** Ωστόσο, οι Αθηναίοι που καθυβρίζουν τον Φίλιππο, δεν ήσαν οι Αθηναίοι του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος. Αν ήσαν, θα τον είχαν νικήσει. Αλλ’ επειδή δεν ήσαν, καθότι «λεπτοί», τον έβριζαν. Κανείς, άλλωστε, δεν μπορούσε να συναγωνισθεί τους Αθηναίους στην κακογλωσσιά. Για τους Αθηναίους του 4ου αι. π.Χ. η Μακεδονία ήταν ό,τι η «Άγρια Δύση» για τους ανεπτυγμένους Αμερικανούς των ανατολικών ακτών.
Καταγωγή – Γλώσσα – Πόλεις
Τώρα σε ο,τι άφορα στην καταγωγή των Μακεδόνων, πέρα από τα όσα έχουμε ήδη γράψει στις προαναφερθείσες εργασίες μας, και πέρα από όσα θα δειχθούν και θα αναδειχθούν στην παρούσα, θα περιορισθούμε μόνον στη μαρτυρία του «Πατέρα της Ιστορίας» Ηροδότου, ο οποίος, αναφερόμενος στις παλαιές μετακινήσεις διαφόρων φύλων η φυλών στον ελληνικό χώρο, σημειώνει για κάποιο γένος:
«Επί μεν γαρ Δευκαλίωνος βασιλέος οίκεε γην την Φθιώτιν, επί δε Δώρου του Έλληνος την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώρην, καλεομένην δε Ιστιαιώτιν. Εκ δε της Ιστιαιώτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων, οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον. Εντεύτεν δε αύτις ες την Δρυοπίδα μετέβη, και εκ της Δρυοπίδος ούτως ες Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν εκλήθη» (Ηρόδοτος, 1, 56).
[Στα χρόνια της βασιλείας του Δευκαλίωνος κατοικούσαν στην Φθιώτιδα• αργότερα, στα χρόνια του Δώρου, του γυιοϋ του Έλληνος, κατοικούσαν στη χώρα που βρίσκεται στις υπώρειες της Όσσας και του Όλύμπου που την ονομάζουν Ιστιαιώτιδα. Και όταν από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι, κατοικούσαν στην Πίνδο, ονομαζόμενοι τότε Μακεδνόν έθνος. Από εκεί πάλιν πήγαν στην Δρυοπίδα (περιοχή ανάμεσα στην Οίτη και στον Παρνασσό) και από την Δρυοπίδα, αφού κατέβηκαν στην Πελοπόννησο, ονομάσθηκαν Δωρικόν έθνος]
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ηρόδοτο, η περίφημη «Κάθοδος των Δωριέων», δεν έχει να κάνει με κάποια φυλή που μπορεί να ήλθε από κάποια απροσδιόριστη περιοχή του Βορρά• επρόκειτο απλώς για την κάθοδο Μακεδόνων στην Πελοπόννησο. Σήμερα, μάλιστα, μετά τα εκπληκτικά αρχαιολογικά ευρήματα που ήλθαν σε φως κατά την τελευταία 40ετια σ’ όλη την Μακεδονία, έχουν υποχωρήσει οι ενστάσεις των σοβαρών ιστορικών σχετικά με την ελληνικότητα των Μακεδόνων. Η διάσημη Γαλλίδα ιστορικός Κλωντ Μοσσέ, παρά την έμμονη της στη θεωρία περί ελληνικών «κυμάτων», γράφει σ’ ένα τελευταίο έργο της:
«Η Μακεδονία ήταν ένα από τα κράτη εκείνα πάνω στα ακαθόριστα σύνορα του ελληνικού κόσμου. Σήμερα φαίνεται να γίνεται δεχτό πως οι λαοί της περιοχής αυτής ανήκαν, δίχως άλλο, στις τελευταίες ομάδες ελληνοφώνων εισβολέων, που έφτασαν στη βαλκανική χερσόνησο (…). Οι βασιλιάδες της Μακεδονίας ισχυρίζονταν πως είναι ελληνικής καταγωγής και με αυτή την ιδιότητα έπαιρναν μέρος προσωπικά στους Ολυμπιακούς από τις αρχές του 5ου αιώνα, το αργότερο».* Οι αμφιβάλλοντες, ας το σκεφθούν κι αλλιώς: πως θα ήταν δυνατόν σε μια φυλαρχική ποιμενική κοινωνία οι βασιλείς-φύλαρχοι να εμφανίζουν εαυτούς αλλογενείς από τους υπηκόους τους;
Σε ο,τι άφορα στη γλώσσα, μετά τις εργασίες του Γ. Χατζιδάκι,** του Ιω. Καλλέρη, του Γ. Μπαμπινιώτη, του Ιω. Προμπονά κ.α., μετά τη δημοσίευση χιλιάδων ελληνικών επιγραφών που βρέθηκαν στη Μακεδονία, ακόμη και στις περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας και των Σκοπίων, έχει περιτράνως αποδειχθεί η ελληνικότητα της. Εξ άλλου η λέξη Μακεδονία, συνδεόμενη με το ομηρικό «μακεδνός» που σημαίνει υψηλός, λυγερός, παραπέμπει στα ελληνικά μάκος-μήκος, μακρός. Ας προσθέσουμε και τη μυθολογική και ετυμολογική συγγένεια προς τους Μαγνήτες.*** Mea sententia είναι πως το πρόβλημα της Μακεδονικής —αν θέλουμε να είμαστε επιστημονικά σοβαροί και όχι προπαγανδιστικά προσφιλείς— συνίσταται όχι στο αν είναι ελληνική αλλά τι είδους ελληνική ήταν. Δηλαδή, σε ποια διαλεκτική κατηγορία εντάσσεται.*
Αφορμώμενος από την ελληνικότητα του μακεδόνικου μηνολογίου (Δίος, Απελλαίος. Αυδναίος, Περίττιος. Ξανδικός κ.λπ., ο διάσημος Γερμανός ιστορικός Κ. Beloch αποφαίνεται κατηγορηματικά:
«Τα ονόματα των μακεδόνικων μηνών είναι καθ’ ολοκληρίαν ελληνικά. Και μάλιστα τα ονόματα έχουν ληφθεί από τις εορτές που γίνονταν στη διάρκεια αυτών των μηνών. Οι εορτές αυτές γιορτάζονταν, όπως δηλώνουν τα ονόματα των μηνών προς τιμήν ελληνικών θεοτήτων. Τούτο αποτελεί την αναμφισβήτητη απόδειξη ότι οι Μακεδόνες ήσαν Έλληνες και κατά τη γλώσσα και κατά τη θρησκεία. Συνεπώς, ήσαν απαρχής ελληνικά φύλα. Και όπως είναι γνωστό, και το όνομα τους ήταν ελληνικό, όπως ελληνική ήταν ολόκληρη σειρά τοπωνυμιών: Αιγαί, Πέλλα, Βέρροια. Ευρωπός, Δευριοπός…» Στα παραπάνω μπορούν να προστεθούν και οι κοινές μυθολογικές παραδόσεις. Ασφαλώς, παρά τις κοινές καταγωγικές καταβολές, που δηλώνονται μέσω αναρίθμητων μύθων, υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ Μακεδόνων και Ελλήνων της Ν. Ελλάδος. Η βασικώτερη διαφορά, κατ έμέ, συνίσταται σε τούτο: οι ελληνικές πόλεις με εξαίρεση την περίοδο των Μηδικών (490-479 π. Χ.) ήσαν διαρκώς μεταξύ τους σε πόλεμο: η μια πόλη εναντίον της άλλης. Αντίθετα, οι Μακεδόνες ήσαν υποχρεωμένοι να μάχονται συνεχώς εναντίον αλλοεθνών, αλλόγλωσσων λαών, που εξαπέλυαν συνεχώς επιθέσεις εναντίον τους, με πρόθεση να προωθηθούν προς τις νοτιώτερες και πλουσιώτερες ελληνικές περιοχές. Ήσαν δηλαδή ένα είδος προφράγματος για την Νότιο Ελλάδα.*
Ο πόλεμος όμως δεν χωρίζει• συχνά ενώνει. Φέρνει τον ένα λαό πλησιέστερα προς τον άλλο. Και μετά την κατάπαυση του, δημιουργούνται —έστω και υπό καθεστώς υποτέλειας— σχέσεις οικονομίας, συγγενείας, γλωσσικής και ευρύτερα πολιτιστικής επιρροής. Μοιραία, όπως η Μακεδονία έδωσε, παράλληλα έλαβε με τη σειρά της πολλά στοιχεία από τον Βορρά, που δεν ήταν τόσο καθυστερημένος πολιτιστικά, όσο τον παρουσιάζουν κάποιοι Έλληνες, κυρίως κωμικοί συγγραφείς. Ο αθηναϊκός πνευματικός αριστοκρατισμός έχει αφήσει μέχρι σήμερα μία στρεβλή εικόνα όχι μόνο για τους βορείους της Μακεδονίας λαούς αλλά και για τους ίδιους τους Μακεδόνες, τους Ευρυτάνες, τους Αιτωλούς και λοιπούς άλλους. Όποιος σήμερα επισκεφθεί τους σκυθικούς θησαυρούς στα μουσεία της Βουλγαρίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας, μένει έκθαμβος όχι τόσο από τον πλούτο και την αφθονία του χρυσού όσο από την ποιότητα της κατασκευής στεφάνων, κοσμημάτων, όπλων και ειδών χρήσης. To do ut des (= δίνω για να μου δίνεις) ίσχυσε για τη Μακεδονία περισσότερο από άλλες ελληνικές περιοχές. Μόνο που εδώ οι επιρροές ήσαν διττές. Εντονώτερες από τον Νότο, ασθενέστερες —αλλά πάντως έντονες— από τις βόρειες και ανατολικές περιοχές.
Στις παραπάνω παρατηρήσεις προσθέτουμε και τα ακόλουθα: Κοιτίς των αρχαίων Μακεδόνων ήταν η Ορεστίς η Ορεστιάδα, μια ευρεία ημιορεινή περιοχή, ανάμεσα στον Αώο και στον Αλιάκμονα, που άνηκε αρχικά στο βασίλειο του ισχυρότατου ηπειρωτικού γένους των Μολοσσών, από το όποιο καταγόταν και η Ολυμπιας. Αργότερα η Ορεστίς περιήλθε στο βασίλειο των Μακεδόνων. Ως ποιμενικός αρχικά λαός, οι Μακεδόνες ήσαν διαρκώς μετακινούμενοι, μέχρι που εγκαταστάθηκαν στα εδάφη των σημερινών νομών Ημαθίας, Πιερίας, Πέλλης, Κοζάνης και Φλωρίνης. Πρώτη πρωτεύουσα τους ήσαν οι Αίγες και αργότερα η Πέλλα. Παλαιότερα οι ιστορικοί ταύτιζαν τις Αίγες με την Έδεσσα. Οι ανασκαφές του Μαν. Ανδρόνικου στην Βεργίνα ενίσχυσαν την άποψη του Άγγλου ιστορικού Ν. Hammond ότι οι Αίγες ταυτίζονται με το χώρο της Βεργίνας*.
Το χώρο της Βεργίνας (που παλαιότερα λεγόταν Παλατίτσα)** πρώτος είχε επισημάνει ο Γάλλος Hezey το 1858. Το 1861 διενήργησε ανασκαφές που κράτησαν 40 ήμερες. Αυτός βρήκε το νεκροταφείο των τύμβων***, που επί έτη ανέσκαπτε ο Κώστας Ρωμαίος, και επεσήμανε την Μεγάλη Τούμπα, κάτω από την οποία ο Μαν. Ανδρόνικος βρήκε το 1982 τους μεγαλοπρεπείς ασύλητους τάφους, με τα εκπληκτικά ευρήματα. Ένας από τους τάφους αυτούς αποδίδεται από τον ανασκαφέα στον Φίλιππο Β’****. Προσωπικά, δεν έχω απόλυτα πεισθεί περί αυτού. Θεωρώ ότι όντως πρόκειται περί βασιλικού τάφου, που πιθανώς περιέχει όπλα και άλλα σκεύη από τους θησαυρούς του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Ιερά πόλη των Μακεδόνων ήταν το Δίον,***** το όποιο μνημονεύει ο Θουκυδίδης: «Της Περδίκκου αρχής, ο υπό τω Ολύμπω Μακεδονίας προς Θεσσαλούς πόλισμα κείται» (4, 79, 5). Ο χώρος αυτός, που ανασκάφτηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες από τον αρχαιολόγο Παντερμαλή, έχει αναδειχθεί σ’ έναν από τους πλουσιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδος. Άλλες σημαντικές πόλεις της Μακεδονίας ήσαν η Αίανη (20 χλμ. νοτίως της Κοζάνης), όπου οι συνεχιζόμενες εδώ και δεκαετίες ανασκαφές, πέρα από την ακρόπολη και τους πέριξ οικισμούς, έχουν αποκαλύψει ένα ευρύτατο νεκροταφείο. Πάντως, σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να λησμονείται η πάμπλουτη σε καλώς διατηρούμενα αρχαία μνημεία Έδεσσα που παλαιότερα, όπως αναφέραμε, ταυτιζόταν με τις Αίγες. Ο Μαργαρίτης Δήμιτσας αφιερώνει για τα μνημεία και τις επιγραφές της πολλές σελίδες στο βιβλίο του (οπ. π., σσ. 16-59).
Μνημονεύουμε επίσης την Άσσηρο, κοντά στον Λαγκαδά, όπου οι ανασκαφές, μεταξύ πολλών άλλων ευρημάτων, αποκάλυψαν και ικανή ποσότητα ήλεκτρου, κάτι πού δείχνει πώς οι κάτοικοι τής περιοχής, ήδη από το 1.000 π.Χ., είχαν επαφή με τους κατοίκους της Βαλτικής, απ’ όπου ερχόταν το ήλεκτρο (κεχριμπάρι). Στη θέση του έλληνικώτατου άλλοτε Μοναστηρίου (σημ. Βιτόλια η Μπίτολα) ανευρέθησαν τα ερείπια τής αρχαίας Ηράκλειας. Μια άλλη Ηρά¬κλεια στή Σιντική είχε κτίσει ο Αμύντας, γυιός του Φιλίππου Α’ (622-588 π.Χ.). Τέλος, στην περιοχή Φλωρίνης ανασκαφές πού άρχισαν προπολεμικά έφεραν σε φώς σπουδαία ευρήματα. Αλλά κατά την προσωπική εκτίμηση του γράφοντος με εξαίρεση φυσικά την Πέλλα —τα πλέον ενδιαφέροντα μακεδονικά μνημεία – πλήν φεύ! συλημένα— είναι στην περιοχή τής Μίεζας και των Λευκαδίων. Επίσης τάφοι μακεδονικής εποχής —πολλοί ακόμη ανεξερεύνητοι— έχουν βρεθεί πέριξ τής Αμφιπόλεως. Άλλες σημαντικές τής αρχαίας Μακεδονίας πόλεις ήσαν ο από τον Θουκυδίδη μνημονευόμενος Δράβησκος*, που κακώς ταυτίστηκε από πολλούς με την πόλη της Δράμας, οι Σέρρες, που κακώς από τους βυζαντινούς ιστοριογράφους Νικηφόρο Γρήγορα (3, 32 και 2, 89) και Ιω. Καντακουζηνό με¬τονομάζονται σε Φερραί, και η Βέροια, που μεταγενεστέρως έγινε πρωτεύουσα του «Κοινού των Μακεδόνων»*
«Επί μεν γαρ Δευκαλίωνος βασιλέος οίκεε γην την Φθιώτιν, επί δε Δώρου του Έλληνος την υπό την Όσσαν τε και τον Όλυμπον χώρην, καλεομένην δε Ιστιαιώτιν. Εκ δε της Ιστιαιώτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων, οίκεε εν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον. Εντεύτεν δε αύτις ες την Δρυοπίδα μετέβη, και εκ της Δρυοπίδος ούτως ες Πελοπόννησον ελθόν Δωρικόν εκλήθη» (Ηρόδοτος, 1, 56).
[Στα χρόνια της βασιλείας του Δευκαλίωνος κατοικούσαν στην Φθιώτιδα• αργότερα, στα χρόνια του Δώρου, του γυιοϋ του Έλληνος, κατοικούσαν στη χώρα που βρίσκεται στις υπώρειες της Όσσας και του Όλύμπου που την ονομάζουν Ιστιαιώτιδα. Και όταν από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι, κατοικούσαν στην Πίνδο, ονομαζόμενοι τότε Μακεδνόν έθνος. Από εκεί πάλιν πήγαν στην Δρυοπίδα (περιοχή ανάμεσα στην Οίτη και στον Παρνασσό) και από την Δρυοπίδα, αφού κατέβηκαν στην Πελοπόννησο, ονομάσθηκαν Δωρικόν έθνος]
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ηρόδοτο, η περίφημη «Κάθοδος των Δωριέων», δεν έχει να κάνει με κάποια φυλή που μπορεί να ήλθε από κάποια απροσδιόριστη περιοχή του Βορρά• επρόκειτο απλώς για την κάθοδο Μακεδόνων στην Πελοπόννησο. Σήμερα, μάλιστα, μετά τα εκπληκτικά αρχαιολογικά ευρήματα που ήλθαν σε φως κατά την τελευταία 40ετια σ’ όλη την Μακεδονία, έχουν υποχωρήσει οι ενστάσεις των σοβαρών ιστορικών σχετικά με την ελληνικότητα των Μακεδόνων. Η διάσημη Γαλλίδα ιστορικός Κλωντ Μοσσέ, παρά την έμμονη της στη θεωρία περί ελληνικών «κυμάτων», γράφει σ’ ένα τελευταίο έργο της:
«Η Μακεδονία ήταν ένα από τα κράτη εκείνα πάνω στα ακαθόριστα σύνορα του ελληνικού κόσμου. Σήμερα φαίνεται να γίνεται δεχτό πως οι λαοί της περιοχής αυτής ανήκαν, δίχως άλλο, στις τελευταίες ομάδες ελληνοφώνων εισβολέων, που έφτασαν στη βαλκανική χερσόνησο (…). Οι βασιλιάδες της Μακεδονίας ισχυρίζονταν πως είναι ελληνικής καταγωγής και με αυτή την ιδιότητα έπαιρναν μέρος προσωπικά στους Ολυμπιακούς από τις αρχές του 5ου αιώνα, το αργότερο».* Οι αμφιβάλλοντες, ας το σκεφθούν κι αλλιώς: πως θα ήταν δυνατόν σε μια φυλαρχική ποιμενική κοινωνία οι βασιλείς-φύλαρχοι να εμφανίζουν εαυτούς αλλογενείς από τους υπηκόους τους;
Σε ο,τι άφορα στη γλώσσα, μετά τις εργασίες του Γ. Χατζιδάκι,** του Ιω. Καλλέρη, του Γ. Μπαμπινιώτη, του Ιω. Προμπονά κ.α., μετά τη δημοσίευση χιλιάδων ελληνικών επιγραφών που βρέθηκαν στη Μακεδονία, ακόμη και στις περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας και των Σκοπίων, έχει περιτράνως αποδειχθεί η ελληνικότητα της. Εξ άλλου η λέξη Μακεδονία, συνδεόμενη με το ομηρικό «μακεδνός» που σημαίνει υψηλός, λυγερός, παραπέμπει στα ελληνικά μάκος-μήκος, μακρός. Ας προσθέσουμε και τη μυθολογική και ετυμολογική συγγένεια προς τους Μαγνήτες.*** Mea sententia είναι πως το πρόβλημα της Μακεδονικής —αν θέλουμε να είμαστε επιστημονικά σοβαροί και όχι προπαγανδιστικά προσφιλείς— συνίσταται όχι στο αν είναι ελληνική αλλά τι είδους ελληνική ήταν. Δηλαδή, σε ποια διαλεκτική κατηγορία εντάσσεται.*
Αφορμώμενος από την ελληνικότητα του μακεδόνικου μηνολογίου (Δίος, Απελλαίος. Αυδναίος, Περίττιος. Ξανδικός κ.λπ., ο διάσημος Γερμανός ιστορικός Κ. Beloch αποφαίνεται κατηγορηματικά:
«Τα ονόματα των μακεδόνικων μηνών είναι καθ’ ολοκληρίαν ελληνικά. Και μάλιστα τα ονόματα έχουν ληφθεί από τις εορτές που γίνονταν στη διάρκεια αυτών των μηνών. Οι εορτές αυτές γιορτάζονταν, όπως δηλώνουν τα ονόματα των μηνών προς τιμήν ελληνικών θεοτήτων. Τούτο αποτελεί την αναμφισβήτητη απόδειξη ότι οι Μακεδόνες ήσαν Έλληνες και κατά τη γλώσσα και κατά τη θρησκεία. Συνεπώς, ήσαν απαρχής ελληνικά φύλα. Και όπως είναι γνωστό, και το όνομα τους ήταν ελληνικό, όπως ελληνική ήταν ολόκληρη σειρά τοπωνυμιών: Αιγαί, Πέλλα, Βέρροια. Ευρωπός, Δευριοπός…» Στα παραπάνω μπορούν να προστεθούν και οι κοινές μυθολογικές παραδόσεις. Ασφαλώς, παρά τις κοινές καταγωγικές καταβολές, που δηλώνονται μέσω αναρίθμητων μύθων, υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ Μακεδόνων και Ελλήνων της Ν. Ελλάδος. Η βασικώτερη διαφορά, κατ έμέ, συνίσταται σε τούτο: οι ελληνικές πόλεις με εξαίρεση την περίοδο των Μηδικών (490-479 π. Χ.) ήσαν διαρκώς μεταξύ τους σε πόλεμο: η μια πόλη εναντίον της άλλης. Αντίθετα, οι Μακεδόνες ήσαν υποχρεωμένοι να μάχονται συνεχώς εναντίον αλλοεθνών, αλλόγλωσσων λαών, που εξαπέλυαν συνεχώς επιθέσεις εναντίον τους, με πρόθεση να προωθηθούν προς τις νοτιώτερες και πλουσιώτερες ελληνικές περιοχές. Ήσαν δηλαδή ένα είδος προφράγματος για την Νότιο Ελλάδα.*
Ο πόλεμος όμως δεν χωρίζει• συχνά ενώνει. Φέρνει τον ένα λαό πλησιέστερα προς τον άλλο. Και μετά την κατάπαυση του, δημιουργούνται —έστω και υπό καθεστώς υποτέλειας— σχέσεις οικονομίας, συγγενείας, γλωσσικής και ευρύτερα πολιτιστικής επιρροής. Μοιραία, όπως η Μακεδονία έδωσε, παράλληλα έλαβε με τη σειρά της πολλά στοιχεία από τον Βορρά, που δεν ήταν τόσο καθυστερημένος πολιτιστικά, όσο τον παρουσιάζουν κάποιοι Έλληνες, κυρίως κωμικοί συγγραφείς. Ο αθηναϊκός πνευματικός αριστοκρατισμός έχει αφήσει μέχρι σήμερα μία στρεβλή εικόνα όχι μόνο για τους βορείους της Μακεδονίας λαούς αλλά και για τους ίδιους τους Μακεδόνες, τους Ευρυτάνες, τους Αιτωλούς και λοιπούς άλλους. Όποιος σήμερα επισκεφθεί τους σκυθικούς θησαυρούς στα μουσεία της Βουλγαρίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας, μένει έκθαμβος όχι τόσο από τον πλούτο και την αφθονία του χρυσού όσο από την ποιότητα της κατασκευής στεφάνων, κοσμημάτων, όπλων και ειδών χρήσης. To do ut des (= δίνω για να μου δίνεις) ίσχυσε για τη Μακεδονία περισσότερο από άλλες ελληνικές περιοχές. Μόνο που εδώ οι επιρροές ήσαν διττές. Εντονώτερες από τον Νότο, ασθενέστερες —αλλά πάντως έντονες— από τις βόρειες και ανατολικές περιοχές.
Στις παραπάνω παρατηρήσεις προσθέτουμε και τα ακόλουθα: Κοιτίς των αρχαίων Μακεδόνων ήταν η Ορεστίς η Ορεστιάδα, μια ευρεία ημιορεινή περιοχή, ανάμεσα στον Αώο και στον Αλιάκμονα, που άνηκε αρχικά στο βασίλειο του ισχυρότατου ηπειρωτικού γένους των Μολοσσών, από το όποιο καταγόταν και η Ολυμπιας. Αργότερα η Ορεστίς περιήλθε στο βασίλειο των Μακεδόνων. Ως ποιμενικός αρχικά λαός, οι Μακεδόνες ήσαν διαρκώς μετακινούμενοι, μέχρι που εγκαταστάθηκαν στα εδάφη των σημερινών νομών Ημαθίας, Πιερίας, Πέλλης, Κοζάνης και Φλωρίνης. Πρώτη πρωτεύουσα τους ήσαν οι Αίγες και αργότερα η Πέλλα. Παλαιότερα οι ιστορικοί ταύτιζαν τις Αίγες με την Έδεσσα. Οι ανασκαφές του Μαν. Ανδρόνικου στην Βεργίνα ενίσχυσαν την άποψη του Άγγλου ιστορικού Ν. Hammond ότι οι Αίγες ταυτίζονται με το χώρο της Βεργίνας*.
Το χώρο της Βεργίνας (που παλαιότερα λεγόταν Παλατίτσα)** πρώτος είχε επισημάνει ο Γάλλος Hezey το 1858. Το 1861 διενήργησε ανασκαφές που κράτησαν 40 ήμερες. Αυτός βρήκε το νεκροταφείο των τύμβων***, που επί έτη ανέσκαπτε ο Κώστας Ρωμαίος, και επεσήμανε την Μεγάλη Τούμπα, κάτω από την οποία ο Μαν. Ανδρόνικος βρήκε το 1982 τους μεγαλοπρεπείς ασύλητους τάφους, με τα εκπληκτικά ευρήματα. Ένας από τους τάφους αυτούς αποδίδεται από τον ανασκαφέα στον Φίλιππο Β’****. Προσωπικά, δεν έχω απόλυτα πεισθεί περί αυτού. Θεωρώ ότι όντως πρόκειται περί βασιλικού τάφου, που πιθανώς περιέχει όπλα και άλλα σκεύη από τους θησαυρούς του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Ιερά πόλη των Μακεδόνων ήταν το Δίον,***** το όποιο μνημονεύει ο Θουκυδίδης: «Της Περδίκκου αρχής, ο υπό τω Ολύμπω Μακεδονίας προς Θεσσαλούς πόλισμα κείται» (4, 79, 5). Ο χώρος αυτός, που ανασκάφτηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες από τον αρχαιολόγο Παντερμαλή, έχει αναδειχθεί σ’ έναν από τους πλουσιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδος. Άλλες σημαντικές πόλεις της Μακεδονίας ήσαν η Αίανη (20 χλμ. νοτίως της Κοζάνης), όπου οι συνεχιζόμενες εδώ και δεκαετίες ανασκαφές, πέρα από την ακρόπολη και τους πέριξ οικισμούς, έχουν αποκαλύψει ένα ευρύτατο νεκροταφείο. Πάντως, σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να λησμονείται η πάμπλουτη σε καλώς διατηρούμενα αρχαία μνημεία Έδεσσα που παλαιότερα, όπως αναφέραμε, ταυτιζόταν με τις Αίγες. Ο Μαργαρίτης Δήμιτσας αφιερώνει για τα μνημεία και τις επιγραφές της πολλές σελίδες στο βιβλίο του (οπ. π., σσ. 16-59).
Μνημονεύουμε επίσης την Άσσηρο, κοντά στον Λαγκαδά, όπου οι ανασκαφές, μεταξύ πολλών άλλων ευρημάτων, αποκάλυψαν και ικανή ποσότητα ήλεκτρου, κάτι πού δείχνει πώς οι κάτοικοι τής περιοχής, ήδη από το 1.000 π.Χ., είχαν επαφή με τους κατοίκους της Βαλτικής, απ’ όπου ερχόταν το ήλεκτρο (κεχριμπάρι). Στη θέση του έλληνικώτατου άλλοτε Μοναστηρίου (σημ. Βιτόλια η Μπίτολα) ανευρέθησαν τα ερείπια τής αρχαίας Ηράκλειας. Μια άλλη Ηρά¬κλεια στή Σιντική είχε κτίσει ο Αμύντας, γυιός του Φιλίππου Α’ (622-588 π.Χ.). Τέλος, στην περιοχή Φλωρίνης ανασκαφές πού άρχισαν προπολεμικά έφεραν σε φώς σπουδαία ευρήματα. Αλλά κατά την προσωπική εκτίμηση του γράφοντος με εξαίρεση φυσικά την Πέλλα —τα πλέον ενδιαφέροντα μακεδονικά μνημεία – πλήν φεύ! συλημένα— είναι στην περιοχή τής Μίεζας και των Λευκαδίων. Επίσης τάφοι μακεδονικής εποχής —πολλοί ακόμη ανεξερεύνητοι— έχουν βρεθεί πέριξ τής Αμφιπόλεως. Άλλες σημαντικές τής αρχαίας Μακεδονίας πόλεις ήσαν ο από τον Θουκυδίδη μνημονευόμενος Δράβησκος*, που κακώς ταυτίστηκε από πολλούς με την πόλη της Δράμας, οι Σέρρες, που κακώς από τους βυζαντινούς ιστοριογράφους Νικηφόρο Γρήγορα (3, 32 και 2, 89) και Ιω. Καντακουζηνό με¬τονομάζονται σε Φερραί, και η Βέροια, που μεταγενεστέρως έγινε πρωτεύουσα του «Κοινού των Μακεδόνων»*
Οι τάφοι
Επειδή, από αρχαιολογική άποψη, οι τάφοι είναι τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα των ανασκαφών στη Μακεδονία, παραχωρούμε τον λόγο σε μια σπουδαία αρχαιολόγο και ειδική πάνω στο ζήτημα αυτό:
«Ένα είναι βέβαιο, ότι οι Μακεδόνες τοποθετούσαν απλόχερα τα ωραιότερα και τα πιο χρήσιμα για την άλλη ζωή αντικείμενα μέσα στους τάφους. η ζωή μετά θάνατο συνεχιζόταν σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους σε μια άλλη σφαίρα – οι νεκροί ήσαν ισότιμοι με τους θεούς, παίρνανε μέρος στα θεϊκά συμπόσια, κατοικούσανε σε σπίτια όπως των θεών (οι ναοί κατοικίες των θεών, οι ναόσχημοι μακεδονικοί μνημειακοί τάφοι κατοικίες των εξεχόντων νεκρών) και γι αυτό τα δια¬κοσμητικά θέματα πάνω στα κτερίσματα η αυτό καθαυτό το είδος των αντικειμένων πού χρησίμευαν ως κτερίσματα συμβολίζουν τη μετά θάνατο ζωή. ο Διόνυσος και η Αφροδίτη και οι σύντροφοι τους συμβολίζουν την αέναη εναλλαγή τής ζωής και του θανάτου. Τα πολυτελή σκεύη χρειάζονται για να μετέχουν οι κάτοχοι τους, οι διακεκριμένοι νεκροί στα θεϊκά συμπόσια, στεφανωμένοι με ολόχρυσα στεφάνια η με επίχρυσα χάλκινα. Έτσι τα ταφικά έθιμα και οι δοξασίες προσδιόριζαν ως ένα σημείο και την καλλιτεχνική παραγωγή».* Περαιτέρω η αύτη συγγραφεύς αναφέρεται τε δύο περιστατικά τού μνημονεύει ο Διόδωρος: στη μεγαλοπρεπή ταφή τού Ηφαιστίωνος (XVII 115) στην Βαβυλώνα αλλά και στην ταφή τού ίδιου του Αλεξάνδρου και στη μεταφορά του σκηνώματος του από την Βαβυλώνα στην Αλεξάνδρεια (XVII, 26). Φαίνεται, λοιπόν, πώς για τούς Μακεδόνες ο θάνατος ήταν μια άλλου είδους ζωή αλλά όχι με άλλα μέσα. Ό,τι είχαν στον επάνω κόσμο, έπρεπε να έχουν και στον κάτω.
Οι ταφικές συνήθειες των Μακεδόνων, συγγενέστατες προς αυτές τού λεγόμενου Μυκηναϊκού κόσμου, μας φέρνουν στο χώρο τής θρησκείας πού είναι ταυτόσημη, τόσο στη Νότιο Ελλάδα όσο και στη Μακεδονία. Σ’ ένα από τα πρώτα υπερασπιστικά της ελληνικότητας των Μακεδόνων βιβλία διαβάζουμε τα ακόλουθα που επιβεβαιώθηκαν μεταγενεστέρως από την αρχαιολογική έρευνα:
«Η εν Μακεδονία πρεσβευομένη θρησκεία δεν διαφέρει των ελληνικών φυλών- ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Ηρακλής είνε οι κατ εξοχήν παρά τοις Μακεδόσι λατρευόμενοι θεοί, οι και εν τοις νομίσμασι αυτών αποτυπούμενοι• η Αφροδίτη, παρ’ αυτούς καλούμενη Ζειρήνη και παρά Θραξί Ζηρυνθία-ο Άρης, ο Θούμας η Θαΰλος, επίσης απαντώσι παρ αυτοίς ως και παρά τοις Έλλησι (…). Η ψυχή του Μακεδόνος είναι ψυχή ελληνική, τοσούτω εν τη εθνική δράσει, όσω και εν τη θρησκευτική πεποιθήσει».** Ασφαλώς, οι καταστάσεις, που είχαν διαμορφωθεί στην Μακεδονία την εποχή της συγγραφής των παραπάνω, υποχρέωναν τους υπερασπιστές της ελληνικότητας της να χρησιμοποιούν μια ρητορική έκφραση. Αλλά μήπως κι αυτοί που αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων δεν στηρίζονταν, και δεν στηρίζονται ακόμη, στη ρητορική επιθετική του Δημοσθένη; Γράφει ο δια τριών αστερίσκων δηλούμενος συγγραφέας* του έργου στο όποιο αναφερόμαστε τα έξης εύλογα:
«Εάν η δημοσθένειος ευγλωττία προέβη μέχρις αποκαλύψεως του Φιλίππου ως βαρβάρου, τούτο ολίγον βαρύνει εις την πλάστιγγα της εθνολογίας αυτού, διότι οι προπάτορές του απέδειξαν επισήμως την ελληνικήν αυτών καταγωγήν- η παρεκτροπή και η υπέρβασις της ευσχημοσύνης (-ευπρεπείας) δεν είνε σχήματα άγνωστα εις την δημαγωγικήν ευφράδειαν των αγορητών. Μήπως και σήμερον έτι δεν εκφέρονται δημοσία λόγοι πομπώδεις άμα και απρεπείς, ίνα μη είπωμεν υβριστικοί υπό δημαγωγών κατ αντιπάλων πολιτευόμενων; ποίαν δε εθνολογικήν σημασίαν δύναται τις ν’ αποδώση εις αυτούς, ατε εκφερομένους (= επειδή εκστομίζονται) από πάθους και εν στιγμαίς νευρικού ερεθισμού;» (οπ. π., σ. 17). Αισθανθήκαμε την ανάγκη να παραθέσουμε όλα τα παραπάνω, διότι αλλιώς ο αναγνώστης, αν συμμεριστεί την ευρύτατα καλλιεργούμενη άποψη περί μη ελληνικότητας της Μακεδονίας, θα μένει πάντα με την απορία: πως ο Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες του αυτό που έσπειραν στην Ασία και στην Αίγυπτο ως πολιτισμό (γλώσσα, θρησκεία, πολιτική και στρατιωτική οργάνωση), ήταν καρπός του ελληνικού δένδρου; Άρα, και οι Μακεδόνες ήσαν κλάδος του δένδρου αυτού.
«Ένα είναι βέβαιο, ότι οι Μακεδόνες τοποθετούσαν απλόχερα τα ωραιότερα και τα πιο χρήσιμα για την άλλη ζωή αντικείμενα μέσα στους τάφους. η ζωή μετά θάνατο συνεχιζόταν σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους σε μια άλλη σφαίρα – οι νεκροί ήσαν ισότιμοι με τους θεούς, παίρνανε μέρος στα θεϊκά συμπόσια, κατοικούσανε σε σπίτια όπως των θεών (οι ναοί κατοικίες των θεών, οι ναόσχημοι μακεδονικοί μνημειακοί τάφοι κατοικίες των εξεχόντων νεκρών) και γι αυτό τα δια¬κοσμητικά θέματα πάνω στα κτερίσματα η αυτό καθαυτό το είδος των αντικειμένων πού χρησίμευαν ως κτερίσματα συμβολίζουν τη μετά θάνατο ζωή. ο Διόνυσος και η Αφροδίτη και οι σύντροφοι τους συμβολίζουν την αέναη εναλλαγή τής ζωής και του θανάτου. Τα πολυτελή σκεύη χρειάζονται για να μετέχουν οι κάτοχοι τους, οι διακεκριμένοι νεκροί στα θεϊκά συμπόσια, στεφανωμένοι με ολόχρυσα στεφάνια η με επίχρυσα χάλκινα. Έτσι τα ταφικά έθιμα και οι δοξασίες προσδιόριζαν ως ένα σημείο και την καλλιτεχνική παραγωγή».* Περαιτέρω η αύτη συγγραφεύς αναφέρεται τε δύο περιστατικά τού μνημονεύει ο Διόδωρος: στη μεγαλοπρεπή ταφή τού Ηφαιστίωνος (XVII 115) στην Βαβυλώνα αλλά και στην ταφή τού ίδιου του Αλεξάνδρου και στη μεταφορά του σκηνώματος του από την Βαβυλώνα στην Αλεξάνδρεια (XVII, 26). Φαίνεται, λοιπόν, πώς για τούς Μακεδόνες ο θάνατος ήταν μια άλλου είδους ζωή αλλά όχι με άλλα μέσα. Ό,τι είχαν στον επάνω κόσμο, έπρεπε να έχουν και στον κάτω.
Οι ταφικές συνήθειες των Μακεδόνων, συγγενέστατες προς αυτές τού λεγόμενου Μυκηναϊκού κόσμου, μας φέρνουν στο χώρο τής θρησκείας πού είναι ταυτόσημη, τόσο στη Νότιο Ελλάδα όσο και στη Μακεδονία. Σ’ ένα από τα πρώτα υπερασπιστικά της ελληνικότητας των Μακεδόνων βιβλία διαβάζουμε τα ακόλουθα που επιβεβαιώθηκαν μεταγενεστέρως από την αρχαιολογική έρευνα:
«Η εν Μακεδονία πρεσβευομένη θρησκεία δεν διαφέρει των ελληνικών φυλών- ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Ηρακλής είνε οι κατ εξοχήν παρά τοις Μακεδόσι λατρευόμενοι θεοί, οι και εν τοις νομίσμασι αυτών αποτυπούμενοι• η Αφροδίτη, παρ’ αυτούς καλούμενη Ζειρήνη και παρά Θραξί Ζηρυνθία-ο Άρης, ο Θούμας η Θαΰλος, επίσης απαντώσι παρ αυτοίς ως και παρά τοις Έλλησι (…). Η ψυχή του Μακεδόνος είναι ψυχή ελληνική, τοσούτω εν τη εθνική δράσει, όσω και εν τη θρησκευτική πεποιθήσει».** Ασφαλώς, οι καταστάσεις, που είχαν διαμορφωθεί στην Μακεδονία την εποχή της συγγραφής των παραπάνω, υποχρέωναν τους υπερασπιστές της ελληνικότητας της να χρησιμοποιούν μια ρητορική έκφραση. Αλλά μήπως κι αυτοί που αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων δεν στηρίζονταν, και δεν στηρίζονται ακόμη, στη ρητορική επιθετική του Δημοσθένη; Γράφει ο δια τριών αστερίσκων δηλούμενος συγγραφέας* του έργου στο όποιο αναφερόμαστε τα έξης εύλογα:
«Εάν η δημοσθένειος ευγλωττία προέβη μέχρις αποκαλύψεως του Φιλίππου ως βαρβάρου, τούτο ολίγον βαρύνει εις την πλάστιγγα της εθνολογίας αυτού, διότι οι προπάτορές του απέδειξαν επισήμως την ελληνικήν αυτών καταγωγήν- η παρεκτροπή και η υπέρβασις της ευσχημοσύνης (-ευπρεπείας) δεν είνε σχήματα άγνωστα εις την δημαγωγικήν ευφράδειαν των αγορητών. Μήπως και σήμερον έτι δεν εκφέρονται δημοσία λόγοι πομπώδεις άμα και απρεπείς, ίνα μη είπωμεν υβριστικοί υπό δημαγωγών κατ αντιπάλων πολιτευόμενων; ποίαν δε εθνολογικήν σημασίαν δύναται τις ν’ αποδώση εις αυτούς, ατε εκφερομένους (= επειδή εκστομίζονται) από πάθους και εν στιγμαίς νευρικού ερεθισμού;» (οπ. π., σ. 17). Αισθανθήκαμε την ανάγκη να παραθέσουμε όλα τα παραπάνω, διότι αλλιώς ο αναγνώστης, αν συμμεριστεί την ευρύτατα καλλιεργούμενη άποψη περί μη ελληνικότητας της Μακεδονίας, θα μένει πάντα με την απορία: πως ο Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες του αυτό που έσπειραν στην Ασία και στην Αίγυπτο ως πολιτισμό (γλώσσα, θρησκεία, πολιτική και στρατιωτική οργάνωση), ήταν καρπός του ελληνικού δένδρου; Άρα, και οι Μακεδόνες ήσαν κλάδος του δένδρου αυτού.
Ο βασιλιάς Αρχέλαος Α’ (413-399 π.Χ.)
Διαισθανόμενοι την αδικία που πλείστοι από τους παλαιούς ιστορικούς έχουν διαπράξει εις βάρος του Αρχελάου, τον όποιο καλύπτει ακόμη η σκιά του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, από τα πρώτα βήματα της συγγραφικής μας πορείας είχαμε διακηρύξει ότι ο Αρχέλαος υπήρξε ο «Περικλής της Μακεδονίας». Μερικά πληροφοριακά στοιχεία είναι αναγκαία για να φωτισθεί η προσωπικότητα του σπουδαίου αυτού βασιλιά αλλά και το πολιτιστικό κλίμα που επικρατούσε στη μακεδονική αυλή, όπου τον πρώτο λόγο είχε η δολοπλοκία και η δολοφονία.
Ο Αρχέλαος ήταν γυιός του Περδίκκα Β’ και μιας δούλης του αδελφού του Αλκέτα. Άρα, ο δρόμος για την εξουσία δεν ήταν εύκολος γι’ αυτόν. Χρειάστηκε να σκοτώσει τον θείο του, να πνίξει τον νόμιμο διάδοχο και ετεροθαλή αδελφό του. για να ανέλθει στο θρόνο. Επωφελήθηκε από τον Πελοποννησιακό πόλεμο και κατέλαβε την Πύδνα με τη βοήθεια του γνωστού Αθηναίου στρατηγού / πολιτικού Θηραμένη, αλλά απέφυγε τις περαιτέρω πολεμικές εμπλοκές. Ενδιαφέρθηκε για την εσωτερική οργάνωση, την αμυντική θωράκιση του βασιλείου του με την κατασκευή οχυρών υπό τύπο φρουρίου. Βελτίωσε το οδικό δίκτυο για τη διευκόλυνση του εμπορίου, στην ανάπτυξη του οποίου συνέβαλε και η κοπή νομισμάτων που απεικόνιζαν τον Ηρακλή. Κυρίως, όμως, ενδιαφέρθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, για την πνευματική και καλλιτεχνική προαγωγή της Μακεδονίας. Κατά τον Διόδωρο (XIV, 37), ο Αρχέλαος σκοτώθηκε από αβλεψία στο κυνήγι από τον ευνοούμενο του Κραταιό η Κρατεύσαντα (ήταν Θεσσαλός). Άλλοι, όμως, διατείνονται ότι ο Αρχέλαος έπεσε θύμα συνωμοσίας, στην οποία μετείχαν, πλην του Κραταιού, ο επίσης Θεσσαλός Ελλανοκράτης και ο Μακεδόνας Δεκάμνιχος.
Δεν λείπουν ωστόσο κι άλλες απόψεις: «Ο Diodorus Siculus (=Δι-όδωρος Σικελιώτης) αναφέρει ότι ο Αρχέλαος εφονεύθη, εν έτει 399 π.Χ., τυχαίως, εις ένα κυνήγιον, αλλά συμφώνως προς άλλας εκθέσεις μιας καλλιτέρας, προφανώς, αυθεντίας, ο Κρατερός εφόνευσεν αυτόν, είτε εκ φιλοδοξίας δια τον θρόνον, η, εξ αηδίας δια τα αντιπαθή ελαττώματα του, η, και δι’ εκδίκησιν, διότι ηθέτησεν την υπόσχεσίν του, όπως δώση εις αυτόν μίαν εκ των θυγατέρων του εις γάμον» (Ιάκωβος Πηλίλης- επίσκοπος Κατάνης: «Η Μακεδονία, ο Αλέξανδρος και η ελληνιστική εποχή». Αθήνα1. 1992. σ. 159).
Από τους περισσότερους ιστορικούς αναγνωρίζεται ότι η σπουδαιότερη πολιτική ενέργεια του Αρχελάου ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από τις Αίγες προς την Πέλλα, που τότε ήταν παραθαλάσσια, και η δημιουργία λιμενικών εγκαταστάσεων, ώστε, επί τέλους, το βασίλειο της Μακεδονίας να αποκτήσει «παράθυρο προς τη θάλασσα». Ίχνη από μεγάλα λιμενικά έργα έχουν αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση της πεδιάδας των Γιαννιτσών, που άλλοτε, λόγω των λιμναζόντων νερών του Λουδία, είχε μεταβληθεί σε βάλτο και, μετά την αποξήρανση, σε νεώτερη εποχή, σε εύφορη πεδιάδα. Επίσης δημιούργησε πολλούς, ακτινοειδείς προς την νέα πρωτεύουσα, δρόμους, ώστε να θυμίζει το περιλάλητο «αστέρι της Βεργίνας».*
Έτσι συνέδεσε το βασιλικό κέντρο με όλη την έκταση του βασιλείου. Για την ασφάλεια της επικράτειας του, όπως προελέχθη, κατασκεύασε φρούρια σε καίρια σημεία- και, κάτω από την επιρροή Νοτιοελλαδιτών πολιτικών, που είχαν πείρα περί τα διοικητικά, αναδιοργάνωσε το διοικητικό σύστημα του μακεδονικού βασιλείου. «Το σπουδαιότερο όμως έργο του Αρχελάου ήτο η ανασυγκρότησις, επί νέων βάσεων, του στρατού του, ως και η εφαρμογή νέων μεθόδου στρατιωτικής εκπαιδεύσεως, χάρις στις οποίες, μετά από λίγο καιρό, είχε στη διάθεση του τον καλλίτερο για την εποχή εκείνη στρατό. Ένα στρατό άρτια οργανωμένον και ομοιογενή, ο οποίος τώρα στις τάξεις του περιελάμβανε εκτός από τους «εταίρους”, τους εφίππους δηλαδή μαχητάς, τους τιτλούχους και τους γαιοκτήμονας, που προήρχοντο από το άμεσο περιβάλλον του βασιλέως, και τους «πεζεταίρους”, όπως ονομάσθηκαν όλοι οι πεζοί Μακεδόνες στρατιώτες».**
Ήταν φυσικό, με τον άρτια οργανωμένο στρατό, ο Αρχέλαος να επιδιώξει την επέκταση του κράτους του προς Β., όπως επιχείρησαν να πράξουν και άλλοι προ αυτού βασιλεύσαντες στην Μακεδονία. «Οι προσπάθειες των Αργεαδών βασιλέων της Μακεδονίας να υποτάξουν τους Αυγκηστές θα συνεχισθούν και επί Αρχελάου, ο οποίος για να εξασφαλίσει τη στρατιωτική υποστήριξη των Ελιμιωτών και του περίφημου ιππικού των, θα παντρέψει την μεγαλύτερη κόρη του με τον ηγεμόνα τους Δέρδα Β’ (το 400 π.Χ.). Πιθανόν ο γάμος αυτός να έγινε στα πλαίσια μιας μεγαλύτερης εκστρατείας εναντίον των Λυγκηστών Άρραβαίου Β’ και του γαμπρού του, ηγεμόνα των Ορεστών, Σίρρα η Ίρρα, που σχεδίαζε ο Αρχέλαος, αλλά θα τον προλάβει η δολοφονία του το 399 π.Χ.».* Δεν είναι, όμως, οι πολεμικές επιχειρήσεις αυτές που εδόξασαν τον Αρχέλαο, αλλ’ η πολιτιστική μεταμόρφωση της Μακεδονίας, που οφείλεται στην αγάπη του προς τις τέχνες και τα γράμματα. Αυτή η αγάπη είναι που άλλαξε ριζικά και τη μοίρα της Μακεδονίας. Απ’ όλους τους Μακεδόνες βασιλείς, γράφει ο Ν. Hammond, ο Αρχέλαος ήταν ο πιο φιλόξενος. «Μουσικοί όπως ο Τιμόθεος από την Μίλητο, συγγραφείς επικών ποιημάτων όπως ο Χοιρίλος και ιστορικοί όπως ο Θουκυδίδης και ο Ελλάνικος τον επισκέφθηκαν ύστερα από πρόσκληση του».**
Ο Άγγλος συγγραφέας αναφέρεται και στην παραμονή του Ευριπίδη στην αυλή του Αρχελάου. Ο μεγάλος τραγικός, μετά από κάποιο δυσάρεστο περιστατικό, εγκατέλειψε το «κλεινόν άστυ» και κατέφυγε στο αναδυόμενο από την αφάνεια μακεδονικό άστυ. τις Αίγες, οι όποιες είχαν γίνει, λόγω συγκεντρώσεως προσωπικοτήτων υψηλού κύρους, η Αθήνα της Μακεδονίας. Ο Αρχέλαος για να τιμήσει τον Αθηναίο τραγικό, του χάρισε κύπελλο χρυσό και του απένειμε τον τίτλο του εταίρου .***
Εδώ ο Ευριπίδης συνέθεσε και ανέβασε επί σκηνής το 408/7 τα δύο τελευταία έργα του «Αρχέλαος” και «Βάκχες”, που το δεύτερο είναι κατά πολλούς —όχι κατ εμέ— το αριστούργημα του. Αξιωσημείωτο είναι πως ο Ευριπίδης στη γνωστή γενεαλογία της μακεδονικής βασιλικής οικογενείας, που προερχόταν από τους Τημενίδες του Άργους, παρενέβαλε ως γενάρχη του Αλεξάνδρου κάποιον Κάρανο, που θεωρήθηκε από πολλούς ιστορικούς ως πραγματικό ιστορικό πρόσωπο: «Αλέξανδρος ην προς πατρός Ηρακλείδης το γένος από Καράνου… των πάνυ πεπιστευμένων εστί» (Πλουτ. Αλέξανδρος, 2). Προφανώς υπονοείται ο Αλέξανδρος Α’, ο «Φιλέλλην».
Εικάζω ότι ο Πλούταρχος, θέλοντας να προσδώσει μεγαλύτερη αίγλη στο βασιλικό γένος της Μακεδονίας, έκανε την εν λόγω αναφορά, την οποία αποδίδει στον Ευριπίδη, επειδή ο Διόδωρος, προφανώς αντλώντας πληροφορίες από τον Θεόπομπο, μνημονεύει τον Κάρανο ως απόγονο του Αργείου Τημένου, και ως γενάρχη βασιλικής δυναστείας στις Αίγες. Αυτός (γυιός του Φείδωνος η του Αριστοδαμίδα), εγκατέλειψε το Άργος κατά τον 8ο π.Χ. αι., λόγω των τριβών και προστριβών, που είχαν ανακύψει μεταξύ των Δωριέων και Ηρακλείδων μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Αυτό που με κάνει να πιστεύω ότι ενδεχομένως ο Ευριπίδης (δεν έχουμε την τραγωδία), αλλά οπωσδήποτε ο Πλούταρχος, ανήγαγαν την καταγωγή του Αλεξάνδρου Α’ στον μάλλον μυθικό Κάρανο είναι το ακόλουθο περιστατικό που αναφέρει ο Παυσανίας: ο Κάρανος, αφού ήλθε στην Μακεδονία, ενίκησε τον Κισσέα* και κατά τη συνήθεια των Ελλήνων έστησε τρόπαιο. Αλλά τη νύκτα είδε στον ύπνο του ότι ένα λεοντάρι το ανέτρεψε. Τούτο, κατά την ερμηνεία του ίδιου του Καράνου, εσήμαινε ότι δεν ενίκησε εχθρούς αλλά προσέβαλε φίλους, ανθρώπους ομογενείς. Έκτοτε, προσθέτει ο Παυσανίας, έγινε έθιμο στην Μακεδονία να μη στήνουν τρόπαια νίκης, όταν νικούσαν ομόφυλους αλλά και εχθρούς.*
Άλλος μεγάλος τραγικός που φιλοξενήθηκε από τον Αρχέλαο ήταν ο Αγάθων, ο όποιος μάλιστα, όπως και ο Ευριπίδης, πέθανε στην αυλή του Μακεδόνα βασιλιά το 401 π.Χ. Αυτός εισηγήθηκε στον Αρχέλαο να καθιερώσει στις Αίγες τη λατρεία των Μουσών. Ωστόσο, αυτός που διερεύνησε τη γενεαλογία των Μακεδόνων ηγεμόνων ήταν ο φημισμένος ιστορικός από την Λέσβο Ελλάνικος, που, θέλοντας να προσδώσει θεϊκώτερη καταγωγή στην μακεδονική δυναστεία, θεώρησε ως πρωταρχικό γενάρχη τον Μακεδόνα,** γυιό του Αιόλου. (Ο Αίολος ήταν γυιός του Ποσειδώνα). Ο αυστηρός Θουκυδίδης, που έζησε στο διάστημα της εξορίας του, σ’ ένα κτήμα του στην Σκαπτή «Υλη (στα όρια της μακεδονικής επικράτειας), είχε την ευκαιρία να πληροφορηθεί περί Περδίκκα Β’ και Αρχελάου. Χωρίς να τους αποδίδει θεϊκή καταγωγή, δεν έχει κανένα δισταγμό να εκφραστεί κολακευτικά για τους δύο βασιλείς, που μάλλον τους γνώρισε προσωπικά.
Τελικά, ο Αρχέλαος ήταν για την Μακεδονία ο,τι ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής για την Φλωρεντία. Ακόμη και αυτός ο περιζήτητος ζωγράφος Ζεύξις ήλθε στην Μακεδονία, για να διακοσμήσει τα ανάκτορα του. Φαίνεται πια πως η οικονομική αντοχή των παλαιών πόλεων – κρατών είχε εξαντληθεί, η ευαισθησία των ανθρώπων μαραθεί και οι καλλιτέχνες και λοιποί άνθρωποι του πνεύματος κατέφευγαν στις αυλές των ισχυρών τυράννων των Συρακουσών και των ηγεμόνων της Μακεδονίας, που τους εξασφάλιζαν τα μέσα να συνεχίσουν την καλλιτεχνική και πνευματική τους δημιουργία.
Έτσι δημιουργήθηκε στην Μακεδονία ένας αυλικός πολιτισμός, που σιγά – σιγά επεκτεινόταν σ’ όλο τον πληθυσμό, κυρίως στα ανερχόμενα αριστοκρατικά και αστικά στρώματα.* Κι αυτό συνεχίστηκε και μετά τον Αρχέλαο. «Άνδρες ικανοί από τον ελληνικό νότο μπορούσαν να βρουν εργασία στην αυλή του Αμύντα και των γυιών του. Ο πατέρας του Αριστοτέλη διορίστηκε κρατικός γιατρός. Ένας φιλόσοφος της σχολής του Πλάτωνα, ο Ευφραίος, δίδαξε στη σχολή των βασιλικών Υπασπιστών και διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Περδίκκα Γ’. Αλλά τα μαθήματα του προκάλεσαν κάποια δυσφορία στους Εταίρους του βασιλιά» (Ν. Hammond, οπ. π., σ. 117).
Και κάτι που ελάχιστα είναι γνωστό: ένας Αθηναίος πολιτικός εξόριστος, ο Καλλίστρατος, αναμόρφωσε αργότερα τον τρόπο εισπράξεως των τελωνειακών δασμών, με το να προκηρύσσει πλειοδοτικό διαγωνισμό για τους ενοικιαστές των δασμών. Έτσι κατά τα έτη 361 και 360 π.Χ. ο Καλλίστρατος ανέβασε τα βασιλικά εισοδήματα, τα προερχόμενα από τελωνειακούς δασμούς, από 20 σε 40 τάλαντα. Βέβαια το ποσό δεν ήταν σημαντικό. Σημαντικός όμως ήταν ο διπλασιασμός. Τούτο δείχνει ότι το πνεύμα, καλλιτεχνικό, οικονομικό, πολιτικό και, μετά τον Φίλιππο, στρατιωτικό, των Νοτίων Ελλήνων εισχωρούσε σταδιακά από τα χρόνια του Αλεξάνδρου Α’ στα ενδότερα του μακεδονικού κόσμου. Όσα, λοιπόν, κι αν λέγονται περί της μη ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων, κανείς έντιμος ιστορικός δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το κράτος και η πολιτική των Μακεδόνων είχαν σφραγίδα ελληνική. Άλλωστε, αυτόν τον προορισμό είχε και η συγγραφή της τραγωδίας «Αρχέλαος» από τον Ευριπίδη: «Την εξύμνηση της ελληνικές καταγωγής του Αρχελάου και την μέσω του μύθου και της τραγικής ρήσεως ανάδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας».*
Ο Ευριπίδης δεν είχε χαρακτήρα κόλακα. ‘Αν ήθελε να κολακεύσει, θα κολάκευε τους συμπολίτες του η κάποιον άλλο ισχυρό της Νότιας η της Μεγάλης Ελλάδος. Απλώς είχε απογοητευθεί από τις πολυαίμακτες συγκρούσεις των λοιπών Ελλήνων και στήριξε τις τελευταίες του ελπίδες στον άφθαρτο ακόμη βόρειο ελληνικό πληθυσμό.
Πάντως, αυτό που πρέπει να εγγραφεί ως ιδιαίτερα σημαντικό στον Αρχέλαο και ακολούθως στους διαδόχους του και πολύ περισσότερο στον Φίλιππο, είναι η διαμόρφωση ενός απλούστερου τύπου Ελληνικής, της λεγόμενης Κοινής. Κατά την άποψη του γράφοντος, η Κοινή δεν διαμορφώθηκε στην Ανατολή μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, είχε προδιαμορφωθεί στη μακεδονική αυλή. Δεν πρόκειται για ένα μωσαϊκό λέξεων απ’ όλες σχεδόν τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, όπως υποστήριξε ο Kretschemer, αλλ’ εξέλιξη απλοποιητική της νεώτερης Αττικής, όπως έδειξε ο Άλμπερτ Τουμπ (Thumb, 1865-1915) με το έργο του «Die griechische Sprache im Zeitalter der Hellenismus» (=Η ελληνική γλώσσα κατά την ελληνιστική εποχή) που εκδόθηκε στο Στρασβούργο το 1900. Ο Τουμπ στηρίχθηκε στη μελέτη παπυρικών κειμένων και μεταγενέστερων γλωσσικών μαρτυριών. Κατ αυτόν, η δασεία** προφερόταν ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Η δική μας διαφοροποίηση έγκειται στο ότι η Κοινή δεν διαμορφώθηκε στα ελληνιστικά χρόνια• είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στο μακεδονικό βασίλειο προ του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του τη μεταφύτευσαν σ’ όλη την Ανατολή.
Ο Αρχέλαος ήταν γυιός του Περδίκκα Β’ και μιας δούλης του αδελφού του Αλκέτα. Άρα, ο δρόμος για την εξουσία δεν ήταν εύκολος γι’ αυτόν. Χρειάστηκε να σκοτώσει τον θείο του, να πνίξει τον νόμιμο διάδοχο και ετεροθαλή αδελφό του. για να ανέλθει στο θρόνο. Επωφελήθηκε από τον Πελοποννησιακό πόλεμο και κατέλαβε την Πύδνα με τη βοήθεια του γνωστού Αθηναίου στρατηγού / πολιτικού Θηραμένη, αλλά απέφυγε τις περαιτέρω πολεμικές εμπλοκές. Ενδιαφέρθηκε για την εσωτερική οργάνωση, την αμυντική θωράκιση του βασιλείου του με την κατασκευή οχυρών υπό τύπο φρουρίου. Βελτίωσε το οδικό δίκτυο για τη διευκόλυνση του εμπορίου, στην ανάπτυξη του οποίου συνέβαλε και η κοπή νομισμάτων που απεικόνιζαν τον Ηρακλή. Κυρίως, όμως, ενδιαφέρθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, για την πνευματική και καλλιτεχνική προαγωγή της Μακεδονίας. Κατά τον Διόδωρο (XIV, 37), ο Αρχέλαος σκοτώθηκε από αβλεψία στο κυνήγι από τον ευνοούμενο του Κραταιό η Κρατεύσαντα (ήταν Θεσσαλός). Άλλοι, όμως, διατείνονται ότι ο Αρχέλαος έπεσε θύμα συνωμοσίας, στην οποία μετείχαν, πλην του Κραταιού, ο επίσης Θεσσαλός Ελλανοκράτης και ο Μακεδόνας Δεκάμνιχος.
Δεν λείπουν ωστόσο κι άλλες απόψεις: «Ο Diodorus Siculus (=Δι-όδωρος Σικελιώτης) αναφέρει ότι ο Αρχέλαος εφονεύθη, εν έτει 399 π.Χ., τυχαίως, εις ένα κυνήγιον, αλλά συμφώνως προς άλλας εκθέσεις μιας καλλιτέρας, προφανώς, αυθεντίας, ο Κρατερός εφόνευσεν αυτόν, είτε εκ φιλοδοξίας δια τον θρόνον, η, εξ αηδίας δια τα αντιπαθή ελαττώματα του, η, και δι’ εκδίκησιν, διότι ηθέτησεν την υπόσχεσίν του, όπως δώση εις αυτόν μίαν εκ των θυγατέρων του εις γάμον» (Ιάκωβος Πηλίλης- επίσκοπος Κατάνης: «Η Μακεδονία, ο Αλέξανδρος και η ελληνιστική εποχή». Αθήνα1. 1992. σ. 159).
Από τους περισσότερους ιστορικούς αναγνωρίζεται ότι η σπουδαιότερη πολιτική ενέργεια του Αρχελάου ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από τις Αίγες προς την Πέλλα, που τότε ήταν παραθαλάσσια, και η δημιουργία λιμενικών εγκαταστάσεων, ώστε, επί τέλους, το βασίλειο της Μακεδονίας να αποκτήσει «παράθυρο προς τη θάλασσα». Ίχνη από μεγάλα λιμενικά έργα έχουν αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση της πεδιάδας των Γιαννιτσών, που άλλοτε, λόγω των λιμναζόντων νερών του Λουδία, είχε μεταβληθεί σε βάλτο και, μετά την αποξήρανση, σε νεώτερη εποχή, σε εύφορη πεδιάδα. Επίσης δημιούργησε πολλούς, ακτινοειδείς προς την νέα πρωτεύουσα, δρόμους, ώστε να θυμίζει το περιλάλητο «αστέρι της Βεργίνας».*
Έτσι συνέδεσε το βασιλικό κέντρο με όλη την έκταση του βασιλείου. Για την ασφάλεια της επικράτειας του, όπως προελέχθη, κατασκεύασε φρούρια σε καίρια σημεία- και, κάτω από την επιρροή Νοτιοελλαδιτών πολιτικών, που είχαν πείρα περί τα διοικητικά, αναδιοργάνωσε το διοικητικό σύστημα του μακεδονικού βασιλείου. «Το σπουδαιότερο όμως έργο του Αρχελάου ήτο η ανασυγκρότησις, επί νέων βάσεων, του στρατού του, ως και η εφαρμογή νέων μεθόδου στρατιωτικής εκπαιδεύσεως, χάρις στις οποίες, μετά από λίγο καιρό, είχε στη διάθεση του τον καλλίτερο για την εποχή εκείνη στρατό. Ένα στρατό άρτια οργανωμένον και ομοιογενή, ο οποίος τώρα στις τάξεις του περιελάμβανε εκτός από τους «εταίρους”, τους εφίππους δηλαδή μαχητάς, τους τιτλούχους και τους γαιοκτήμονας, που προήρχοντο από το άμεσο περιβάλλον του βασιλέως, και τους «πεζεταίρους”, όπως ονομάσθηκαν όλοι οι πεζοί Μακεδόνες στρατιώτες».**
Ήταν φυσικό, με τον άρτια οργανωμένο στρατό, ο Αρχέλαος να επιδιώξει την επέκταση του κράτους του προς Β., όπως επιχείρησαν να πράξουν και άλλοι προ αυτού βασιλεύσαντες στην Μακεδονία. «Οι προσπάθειες των Αργεαδών βασιλέων της Μακεδονίας να υποτάξουν τους Αυγκηστές θα συνεχισθούν και επί Αρχελάου, ο οποίος για να εξασφαλίσει τη στρατιωτική υποστήριξη των Ελιμιωτών και του περίφημου ιππικού των, θα παντρέψει την μεγαλύτερη κόρη του με τον ηγεμόνα τους Δέρδα Β’ (το 400 π.Χ.). Πιθανόν ο γάμος αυτός να έγινε στα πλαίσια μιας μεγαλύτερης εκστρατείας εναντίον των Λυγκηστών Άρραβαίου Β’ και του γαμπρού του, ηγεμόνα των Ορεστών, Σίρρα η Ίρρα, που σχεδίαζε ο Αρχέλαος, αλλά θα τον προλάβει η δολοφονία του το 399 π.Χ.».* Δεν είναι, όμως, οι πολεμικές επιχειρήσεις αυτές που εδόξασαν τον Αρχέλαο, αλλ’ η πολιτιστική μεταμόρφωση της Μακεδονίας, που οφείλεται στην αγάπη του προς τις τέχνες και τα γράμματα. Αυτή η αγάπη είναι που άλλαξε ριζικά και τη μοίρα της Μακεδονίας. Απ’ όλους τους Μακεδόνες βασιλείς, γράφει ο Ν. Hammond, ο Αρχέλαος ήταν ο πιο φιλόξενος. «Μουσικοί όπως ο Τιμόθεος από την Μίλητο, συγγραφείς επικών ποιημάτων όπως ο Χοιρίλος και ιστορικοί όπως ο Θουκυδίδης και ο Ελλάνικος τον επισκέφθηκαν ύστερα από πρόσκληση του».**
Ο Άγγλος συγγραφέας αναφέρεται και στην παραμονή του Ευριπίδη στην αυλή του Αρχελάου. Ο μεγάλος τραγικός, μετά από κάποιο δυσάρεστο περιστατικό, εγκατέλειψε το «κλεινόν άστυ» και κατέφυγε στο αναδυόμενο από την αφάνεια μακεδονικό άστυ. τις Αίγες, οι όποιες είχαν γίνει, λόγω συγκεντρώσεως προσωπικοτήτων υψηλού κύρους, η Αθήνα της Μακεδονίας. Ο Αρχέλαος για να τιμήσει τον Αθηναίο τραγικό, του χάρισε κύπελλο χρυσό και του απένειμε τον τίτλο του εταίρου .***
Εδώ ο Ευριπίδης συνέθεσε και ανέβασε επί σκηνής το 408/7 τα δύο τελευταία έργα του «Αρχέλαος” και «Βάκχες”, που το δεύτερο είναι κατά πολλούς —όχι κατ εμέ— το αριστούργημα του. Αξιωσημείωτο είναι πως ο Ευριπίδης στη γνωστή γενεαλογία της μακεδονικής βασιλικής οικογενείας, που προερχόταν από τους Τημενίδες του Άργους, παρενέβαλε ως γενάρχη του Αλεξάνδρου κάποιον Κάρανο, που θεωρήθηκε από πολλούς ιστορικούς ως πραγματικό ιστορικό πρόσωπο: «Αλέξανδρος ην προς πατρός Ηρακλείδης το γένος από Καράνου… των πάνυ πεπιστευμένων εστί» (Πλουτ. Αλέξανδρος, 2). Προφανώς υπονοείται ο Αλέξανδρος Α’, ο «Φιλέλλην».
Εικάζω ότι ο Πλούταρχος, θέλοντας να προσδώσει μεγαλύτερη αίγλη στο βασιλικό γένος της Μακεδονίας, έκανε την εν λόγω αναφορά, την οποία αποδίδει στον Ευριπίδη, επειδή ο Διόδωρος, προφανώς αντλώντας πληροφορίες από τον Θεόπομπο, μνημονεύει τον Κάρανο ως απόγονο του Αργείου Τημένου, και ως γενάρχη βασιλικής δυναστείας στις Αίγες. Αυτός (γυιός του Φείδωνος η του Αριστοδαμίδα), εγκατέλειψε το Άργος κατά τον 8ο π.Χ. αι., λόγω των τριβών και προστριβών, που είχαν ανακύψει μεταξύ των Δωριέων και Ηρακλείδων μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Αυτό που με κάνει να πιστεύω ότι ενδεχομένως ο Ευριπίδης (δεν έχουμε την τραγωδία), αλλά οπωσδήποτε ο Πλούταρχος, ανήγαγαν την καταγωγή του Αλεξάνδρου Α’ στον μάλλον μυθικό Κάρανο είναι το ακόλουθο περιστατικό που αναφέρει ο Παυσανίας: ο Κάρανος, αφού ήλθε στην Μακεδονία, ενίκησε τον Κισσέα* και κατά τη συνήθεια των Ελλήνων έστησε τρόπαιο. Αλλά τη νύκτα είδε στον ύπνο του ότι ένα λεοντάρι το ανέτρεψε. Τούτο, κατά την ερμηνεία του ίδιου του Καράνου, εσήμαινε ότι δεν ενίκησε εχθρούς αλλά προσέβαλε φίλους, ανθρώπους ομογενείς. Έκτοτε, προσθέτει ο Παυσανίας, έγινε έθιμο στην Μακεδονία να μη στήνουν τρόπαια νίκης, όταν νικούσαν ομόφυλους αλλά και εχθρούς.*
Άλλος μεγάλος τραγικός που φιλοξενήθηκε από τον Αρχέλαο ήταν ο Αγάθων, ο όποιος μάλιστα, όπως και ο Ευριπίδης, πέθανε στην αυλή του Μακεδόνα βασιλιά το 401 π.Χ. Αυτός εισηγήθηκε στον Αρχέλαο να καθιερώσει στις Αίγες τη λατρεία των Μουσών. Ωστόσο, αυτός που διερεύνησε τη γενεαλογία των Μακεδόνων ηγεμόνων ήταν ο φημισμένος ιστορικός από την Λέσβο Ελλάνικος, που, θέλοντας να προσδώσει θεϊκώτερη καταγωγή στην μακεδονική δυναστεία, θεώρησε ως πρωταρχικό γενάρχη τον Μακεδόνα,** γυιό του Αιόλου. (Ο Αίολος ήταν γυιός του Ποσειδώνα). Ο αυστηρός Θουκυδίδης, που έζησε στο διάστημα της εξορίας του, σ’ ένα κτήμα του στην Σκαπτή «Υλη (στα όρια της μακεδονικής επικράτειας), είχε την ευκαιρία να πληροφορηθεί περί Περδίκκα Β’ και Αρχελάου. Χωρίς να τους αποδίδει θεϊκή καταγωγή, δεν έχει κανένα δισταγμό να εκφραστεί κολακευτικά για τους δύο βασιλείς, που μάλλον τους γνώρισε προσωπικά.
Τελικά, ο Αρχέλαος ήταν για την Μακεδονία ο,τι ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής για την Φλωρεντία. Ακόμη και αυτός ο περιζήτητος ζωγράφος Ζεύξις ήλθε στην Μακεδονία, για να διακοσμήσει τα ανάκτορα του. Φαίνεται πια πως η οικονομική αντοχή των παλαιών πόλεων – κρατών είχε εξαντληθεί, η ευαισθησία των ανθρώπων μαραθεί και οι καλλιτέχνες και λοιποί άνθρωποι του πνεύματος κατέφευγαν στις αυλές των ισχυρών τυράννων των Συρακουσών και των ηγεμόνων της Μακεδονίας, που τους εξασφάλιζαν τα μέσα να συνεχίσουν την καλλιτεχνική και πνευματική τους δημιουργία.
Έτσι δημιουργήθηκε στην Μακεδονία ένας αυλικός πολιτισμός, που σιγά – σιγά επεκτεινόταν σ’ όλο τον πληθυσμό, κυρίως στα ανερχόμενα αριστοκρατικά και αστικά στρώματα.* Κι αυτό συνεχίστηκε και μετά τον Αρχέλαο. «Άνδρες ικανοί από τον ελληνικό νότο μπορούσαν να βρουν εργασία στην αυλή του Αμύντα και των γυιών του. Ο πατέρας του Αριστοτέλη διορίστηκε κρατικός γιατρός. Ένας φιλόσοφος της σχολής του Πλάτωνα, ο Ευφραίος, δίδαξε στη σχολή των βασιλικών Υπασπιστών και διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Περδίκκα Γ’. Αλλά τα μαθήματα του προκάλεσαν κάποια δυσφορία στους Εταίρους του βασιλιά» (Ν. Hammond, οπ. π., σ. 117).
Και κάτι που ελάχιστα είναι γνωστό: ένας Αθηναίος πολιτικός εξόριστος, ο Καλλίστρατος, αναμόρφωσε αργότερα τον τρόπο εισπράξεως των τελωνειακών δασμών, με το να προκηρύσσει πλειοδοτικό διαγωνισμό για τους ενοικιαστές των δασμών. Έτσι κατά τα έτη 361 και 360 π.Χ. ο Καλλίστρατος ανέβασε τα βασιλικά εισοδήματα, τα προερχόμενα από τελωνειακούς δασμούς, από 20 σε 40 τάλαντα. Βέβαια το ποσό δεν ήταν σημαντικό. Σημαντικός όμως ήταν ο διπλασιασμός. Τούτο δείχνει ότι το πνεύμα, καλλιτεχνικό, οικονομικό, πολιτικό και, μετά τον Φίλιππο, στρατιωτικό, των Νοτίων Ελλήνων εισχωρούσε σταδιακά από τα χρόνια του Αλεξάνδρου Α’ στα ενδότερα του μακεδονικού κόσμου. Όσα, λοιπόν, κι αν λέγονται περί της μη ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων, κανείς έντιμος ιστορικός δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το κράτος και η πολιτική των Μακεδόνων είχαν σφραγίδα ελληνική. Άλλωστε, αυτόν τον προορισμό είχε και η συγγραφή της τραγωδίας «Αρχέλαος» από τον Ευριπίδη: «Την εξύμνηση της ελληνικές καταγωγής του Αρχελάου και την μέσω του μύθου και της τραγικής ρήσεως ανάδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας».*
Ο Ευριπίδης δεν είχε χαρακτήρα κόλακα. ‘Αν ήθελε να κολακεύσει, θα κολάκευε τους συμπολίτες του η κάποιον άλλο ισχυρό της Νότιας η της Μεγάλης Ελλάδος. Απλώς είχε απογοητευθεί από τις πολυαίμακτες συγκρούσεις των λοιπών Ελλήνων και στήριξε τις τελευταίες του ελπίδες στον άφθαρτο ακόμη βόρειο ελληνικό πληθυσμό.
Πάντως, αυτό που πρέπει να εγγραφεί ως ιδιαίτερα σημαντικό στον Αρχέλαο και ακολούθως στους διαδόχους του και πολύ περισσότερο στον Φίλιππο, είναι η διαμόρφωση ενός απλούστερου τύπου Ελληνικής, της λεγόμενης Κοινής. Κατά την άποψη του γράφοντος, η Κοινή δεν διαμορφώθηκε στην Ανατολή μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, είχε προδιαμορφωθεί στη μακεδονική αυλή. Δεν πρόκειται για ένα μωσαϊκό λέξεων απ’ όλες σχεδόν τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, όπως υποστήριξε ο Kretschemer, αλλ’ εξέλιξη απλοποιητική της νεώτερης Αττικής, όπως έδειξε ο Άλμπερτ Τουμπ (Thumb, 1865-1915) με το έργο του «Die griechische Sprache im Zeitalter der Hellenismus» (=Η ελληνική γλώσσα κατά την ελληνιστική εποχή) που εκδόθηκε στο Στρασβούργο το 1900. Ο Τουμπ στηρίχθηκε στη μελέτη παπυρικών κειμένων και μεταγενέστερων γλωσσικών μαρτυριών. Κατ αυτόν, η δασεία** προφερόταν ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Η δική μας διαφοροποίηση έγκειται στο ότι η Κοινή δεν διαμορφώθηκε στα ελληνιστικά χρόνια• είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στο μακεδονικό βασίλειο προ του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του τη μεταφύτευσαν σ’ όλη την Ανατολή.
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου, «Μέγας Αλέξανδρος: άνθρωπος φαινόμενο
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.