Ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Μανόλης Κορρές, ενοχλείται από τη δημοσιότητα και θεωρεί δημοσιογραφική είδηση μόνο το γεγονός ότι δεν είναι πλέον υπεύθυνος του Παρθενώνα. Ηταν, όμως, ως το 1999, ενώ συνεχίζει να είναι μέλος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως από το 2002, οπότε ανέλαβε την επιστημονική επίβλεψη. Ωστόσο, παραδέχεται ότι δεν υπάρχει σήμερα άλλος στον τομέα του για να δώσει λύσεις στα προβλήματα στο έργο της συντήρησης και ότι οι εργαζόμενοι βασίζονται και ανατρέχουν στις χιλιάδες σελίδες της επιστημονικής μελέτης του και στους όγκους των σχεδίων του.
«Εχω γεννηθεί εδώ και, αν δεν είχα ασχοληθεί τόσο εντατικά με τον Παρθενώνα και δεν με είχε απορροφήσει η αρχαία αρχιτεκτονική, θα γνώριζα πολύ περισσότερα για την πόλη και τη νεότερη ιστορία της».
«Οχι μόνο η αρχαία. Συχνά, το παρελθόν διαπερνά ευθέως το παρόν, με όρους τοπογραφίας. Μια αρχαία οδός, λόγου χάρη, επαναλαμβάνεται στη σύγχρονη πόλη, όχι επειδή είναι μια συνέχεια ιστορική, αλλά επειδή οι όροι που προκάλεσαν στο παρελθόν αυτή την επιλογή των κατοίκων για τον δρόμο τους ισχύουν και σήμερα. Δηλαδή, οι κάτοικοι, χωρίς να επηρεάζονται από ίχνη αρχαία, σε απόλυτη λήθη όσον αφορά το παρελθόν τους, κατέληξαν σε παρόμοια επιλογή, επειδή η μορφή του εδάφους ή ορισμένες διαδρομές που ήταν πάντα εύλογες δεν άλλαξαν».
«Η λεωφόρος Βουλιαγμένης, εκεί που διασταυρώνεται με την Καλλιρρόης, ήταν σημείο όπου κάποτε έτρεχαν τα νερά της πηγής και οι οδοιπόροι έκαναν στάση για να δροσιστούν. Η συγκεκριμένη οδός διατηρεί τη χάραξή της ως τώρα, κανείς, όμως, δεν σκέπτεται την πηγή».
«Σε κάποιον βαθμό με έχει επηρεάσει. Ο,τι κάνουμε είναι θέμα επιλογών, αλλά και τύχης. Αν δεν είχαν εξαγγελθεί τα έργα, δεν θα είχα ασχοληθεί επαγγελματικώς με τον Παρθενώνα».
«Ασφαλώς. Είχα κάνει και παλαιότερα μια επιστημονική εργασία, που κράτησε αρκετούς μήνες».
«Ευτυχείς είμαστε, πρώτον, όταν έχουμε υγεία και, δεύτερον, όταν κάτι ικανοποιεί τις πνευματικές ανησυχίες μας».
«Η δυσάρεστη αλήθεια που υπάρχει γύρω μας και το ευχάριστο ψέμα. Να ζητάμε καταφύγιο σε ψεματάκια, κάπως ευχάριστα, κάτι βεβαίως που είναι μέρος του αμυντικού μηχανισμού της ψυχής».
«Δεν είναι ψέμα, είναι αποφυγή και στρουθοκαμηλισμός. Κάποτε, το ραδιόφωνό μου ήταν καθημερινά ανοιχτό στο Τρίτο Πρόγραμμα, αλλά τους τελευταίους μήνες ακούω μόνον ειδήσεις. Είναι αναπόφευκτο. Ολα συντελούνται με ραγδαίους ρυθμούς. Βεβαίως, αν κανείς έχει ένα απόθεμα διαφόρων ενδιαφερόντων, όπως είναι η τέχνη, έχει και ένα πρόχειρο καταφύγιο για τέτοιου είδους αποδράσεις. Συμβαίνει, βλέπετε, και στους ενηλίκους, όπως και στα παιδιά που αφήνουν τη σκέψη τους να ταξιδεύει, να διατηρούν κάτι από την ευχαρίστηση ενός κόσμου νοητού, ευρύτερου από τον υλικό κόσμο τού εδώ και τού τώρα».
«Την 1η Μαΐου 1975, όταν μου ανέθεσαν να εργαστώ ως υπάλληλος της νεοσύστατης τότε υπηρεσίας για τη συντήρηση των μνημείων. Η πρώτη συνάντηση της Επιτροπής Ακροπόλεως έγινε στο Ερέχθειο».
«Είχα σημειώσει στο ημερολόγιό μου ότι θα έπρεπε η επιλογή μου να έχει γίνει έπειτα από διαγωνισμό, βάσει αυστηρών κριτηρίων, και όχι βάσει εμπειρίας. Αυτοί που με επέλεξαν είχαν μια γνώση για το ποιος είμαι. Αλλά δεν με ικανοποιούσε. Θεωρούσα ότι ήμουν πολύ νέος για κάτι τέτοιο, προτιμούσα μια πιο δημοκρατική διαγωνιστική επιλογή. Και δεν αισθάνθηκα τίποτε περισσότερο, επειδή ήταν πολύ επιτακτική η ανάγκη να παραχθούν άμεσα μελέτες, σχέδια και λοιπά».
«Δουλεύαμε εντατικά, “ορθοπεταλιά”. Αλλά θυμάμαι κάθε καιρική αλλαγή κατά τη διάρκεια αυτών των δύο δεκαετιών της συνεχούς παρουσίας μου στην Ακρόπολη. Ημέρες με ιδιαίτερο καύσωνα, ημέρες που από μακριά φάνηκαν καιόμενα δάση, ημέρες έπειτα από βροχή που όλα άστραφταν, ημέρες που την ώρα που ο ήλιος έδυε και ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με μολυβένια σύννεφα, έβλεπες να διαδραματίζεται μια τεράστια θεατρική παράσταση των στοιχείων της φύσης… Οταν η εργασία, όμως, είναι τόσο σκληρή και απαιτεί τόση αυτοσυγκέντρωση, σχεδόν τα πάντα σβήνουν γύρω σου, το βλέμμα και η σκέψη σου εστιάζουν σε μια ανεπαίσθητη γραμμή, σε ένα ίχνος, σε έναν κόκκο μαρμάρου».
«Τις αρχικές διαστάσεις του μαρμάρου, τη φθορά του, την Ιστορία του, τις περιπέτειές του μέσα στους αιώνες».
«Ναι, βέβαια».
«Περισσότερο τους αρχαίους μαρμαράδες, επειδή ίχνη τους απομένουν επάνω στα έργα. Βλέπεις τον “γραφικό χαρακτήρα” του τεχνίτη από τον τρόπο με τον οποίο πέρασε τα εργαλεία στο υλικό του. Κάποια δακτυλικά αποτυπώματα αναγκαστικά σε παραπέμπουν σε έναν άνθρωπο και ανακαλύπτεις και μια στιγμή της διαδικασίας παραγωγής. Απτό ορατό ίχνος των αρχαίων, προϊόν χειροτεχνίας, και όχι μόνον ιστορική λεκτική μαρτυρία. Αντιθέτως, από το πέρασμα του Περικλή δεν βλέπεις ένα τόσο συγκεκριμένο υλικό ίχνος».
«Φαίνεται πως όταν μια κοινωνία συγκροτημένη έφτανε σε πολύ μεγάλη ακμή και το κράτος είχε μεγάλη δύναμη, το έργο τελείωνε γρήγορα. Εχουν γίνει έργα τεράστια, σε ελάχιστο χρόνο. Το Κολοσσαίο χτίστηκε σε τέσσερα χρόνια, η Αγία Σοφία το ίδιο, οι ουρανοξύστες σε 12 μήνες».
«Ο Παρθενώνας περιβάλλεται από τόσο μεγάλη φήμη τους τελευταίους δύο αιώνες, ώστε πλέον είναι πολύ δύσκολο να δει κανείς το θέμα αντικειμενικά. Γι’ αυτό, ακόμη και άνθρωποι που δεν τον είδαν ποτέ εμφορούνται από τον ίδιο θαυμασμό και περίπου από την ίδια δογματική βεβαιότητα για τη σπουδαιότητά του. Τον θεωρούν, a priori, το τελειότερο κτίριο στον κόσμο. Διότι, αφού έτσι λέγεται, έτσι πρέπει και να είναι».
«Οχι. Μερικά πράγματα έχουν αποκτήσει τη θέση ενός κοινού κτήματος. Αποτελούν κοινό τόπο. Αυτό απέκτησε και ο Παρθενών στην παγκόσμια συνείδηση, ως ένα επίτευγμα ύψιστης τέχνης και τεχνικής. Ισως να είναι και μαζική αυθυποβολή. Ο δάσκαλός μου, Χαράλαμπος Μπούρας, έλεγε ότι σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει η φήμη να προηγείται του αντικειμένου της. Αυτό, βέβαια, μας κάνει πολύ απαιτητικούς και αν εν τέλει η φήμη δεν επαληθευτεί, νιώθουμε ξεγελασμένοι».
«Στον Παρθενώνα, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, επειδή σε απόλυτο μέγεθος δεν είναι ένα κολοσσιαίο κτίριο. Δεν είναι μεγαλύτερο από το κτίριο της Βουλής. Είναι, όμως, τα ποιοτικά στοιχεία που δείχνουν, με άλλον τρόπο, το μέγεθος και την πρόσληψη του Παρθενώνος ως τέλειου επιτεύγματος».
«Ο Παρθενών δεν έχει τον πιο κοινό τύπο διαμόρφωσης ενός κτιρίου. Στον πλανήτη Γη, τα κτίρια κατά κανόνα περιβάλλονται από μια κατασκευή που είναι ως επί το πλείστον τοίχος και έχουν μια στέγη προστατευτική. Το γεγονός ότι ο Παρθενών περιβάλλεται από στύλους αποτελεί μια πάρα πολύ σπάνια περίπτωση. Και, επίσης, αφού είναι μαρμάρινο το κτίριο, ο σηκός δεν θα ήθελε προστατευτικούς κίονες ούτε προεξέχουσα στέγη. Σε έργα, όμως, μεγάλης αρχιτεκτονικής, που τείνουν προς το μνημειώδες, τα στοιχεία τους κάθε άλλο παρά με πρακτικούς όρους εξηγούνται. Επομένως, έχει συντελεστεί μια υπέρβαση για κάποιον σκοπό. Και σε κάθε ανθρώπινη πράξη, υπάρχει ένας σκοπός και επινοούνται τα μέσα για να τον φτάσουμε. Και όταν το μέσον – στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Παρθενώνας – νοηματοδοτείται τόσο πολύ, τότε, το ίδιο γίνεται σκοπός. Και η απλή οικοδομική γίνεται αρχιτεκτονική. Και μάλιστα υψηλή. Ετσι, τα στοιχεία του έχουν αποκτήσει πνεύμα».
«Κάτι διαφορετικό για τον καθένα. Διαφορετικό για τον εικαστικό, για τον φιλόσοφο, για τον σύγχρονο θεωρητικό της αρχιτεκτονικής, ο οποίος βλέπει τον ρόλο που έπαιξε ο Παρθενώνας στη διαμόρφωση ορισμένων ιδεολογημάτων ή ρευμάτων στον 20ό αιώνα. Διαφορετικό και αυτό που βλέπει ο πατριώτης Ελληνας και θυμάται ρήσεις όπως “πολεμήσαμε και για αυτές εδώ τις πέτρες” που αποδίδεται στον Μακρυγιάννη...».
«Μα, ο Παρθενώνας είναι το επίτευγμά της, είναι ο απτός μάρτυρας μιας μεγάλης στιγμής της ελληνικής Ιστορίας και της Δημοκρατίας. Είναι ένα μνημείο επάνω στο οποίο έχουν αποτυπωθεί τα ίχνη όλων των αιώνων μέχρι σήμερα, εποχών ακμής και παρακμής. Είναι το λίθινο χρονικό, η Επανάσταση του ’21, η Φραγκοκρατία, επειδή εκεί ήταν ο λατίνος επίσκοπος Πρότιμο, εκεί παντρεύτηκε η Κιάρα Τζώρτζη με τον Κονταρίνι (δούκας των Αθηνών, 15ος αι.), εκεί η Αναγέννηση με το παλάτι των φλωρεντινών ηγεμόνων, εκεί η εκκλησία της Παναγιάς Αθηνιώτισσας και κατόπιν η Σάντα Μαρία ντι Ατένε. Είναι όλα αυτά που, φυσικά, επισκιάζονται από το επίτευγμα του Ικτίνου και του Φειδία, το οποίο έχει τεράστιο πνευματικό μέγεθος. Και είναι και ο μόνος ναός όπου εικονίζονται άνθρωποι στη ζωφόρο. Ποτέ άλλοτε δεν τόλμησε ο άνθρωπος να τοποθετήσει εαυτόν μεταξύ θεών σε ναό».
«Το μεγαλύτερο αρχείο γραπτών μαρτυριών από τους σκοτεινούς χρόνους του Μεσαίωνα, από τον 7ο ως τον 11ο αιώνα. Περίπου 250 επιγραφές είναι χαραγμένες επάνω στον Παρθενώνα, με μικρά γραμματάκια».
«Από επισκέπτες, από επισκόπους και βυζαντινούς, από καπεταναίους που επέστρεφαν θαλασσοπνιγμένοι και ευχαριστούσαν τον Θεό, από άλλους που ζητούσαν βοήθεια για τα επιχειρησιακά σχέδιά τους και για τα καΐκια τους, από κάποιους που γλίτωσαν από μια πανώλη ή από εκείνους που λένε ότι σώθηκε η πόλη από έναν εισβολέα. Από εκεί μαθαίνουμε και πότε η Αθήνα προβιβάστηκε από επισκοπή σε αρχιεπισκοπή. Μέσα από αυτά τα χαράγματα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα στοιχεία για το τι συνέβαινε στην Αθήνα επί τέσσερις αιώνες από όσα μας διδάσκουν όλες οι πηγές της Ιστορίας».
«Η δική μου αντίληψη, από κάποια απόσταση, είναι όλα αυτά μαζί. Βλέπετε, λοιπόν, ότι όσο πιο πολλά γνωρίζει κανείς για ένα αντικείμενο, τόσο πιο πολυσύνθετη είναι η ολική συνείδηση που έχει για αυτό».
«Βρίσκομαι σε συνεχή ετοιμότητα και, εφόσον μου το ζητούν, πηγαίνω. Αλλωστε, οι επιστημονικές μελέτες μου απαντούν σε προβλήματα που μοιάζουν καινούργια. Τους βοηθούν».
«Οχι. Ολοκληρώθηκε ένας κύκλος».
«Κατηγορηματικά όχι».
«Προφανώς! Μικρός και ασήμαντος μπροστά στο αρχαίο επίτευγμα! Ενιωθα, όμως, και τεράστιο θαυμασμό για τους επιστήμονες του 18ου ή του 19ου αιώνα, που είχαν περάσει από την ίδια διαδικασία ενασχόλησης με εμένα. Αισθανόμουν πολύ κοντά τους. Η δραστηριότητά τους μου προκαλεί συγκίνηση».
«Ναι, επειδή με συγκινεί μόνο καθετί που μπορώ να φτάσω μέσα από τη ζώσα μνήμη. Δηλαδή, καθετί που από παιδί θυμάμαι, που άκουσα από τους γονείς και τον παππού μου. Και, επίσης, με συγκινούν αυτά που μπορεί να φτάσει κανείς, καλύπτοντας προς τα πίσω τα κενά, από γενεά σε γενεά. Και έχω φτάσει ως το 1795. Αλλά δεν υπάρχει συγκίνηση στο να φτάσω στο απώτατο παρελθόν. Γιατί διακόπτεται η σκυταλοδρομία των ανθρώπων. Γιατί ο 5ος αιώνας ανήκει σε άλλο σύμπαν. Γιατί δεν υπάρχει ζώσα μνήμη που να μας συνδέει».
«Ναι. Πολλά μνημεία όλων των εποχών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, καθώς και στην Ιταλία. Η ιστορική αρχιτεκτονική είναι εξαιρετικά συναρπαστική και θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερός. Χρωστάω πολλά στην ύπαρξη μιας κοινότητας ανθρώπων με ειδίκευση στα ιστορικά μνημεία η οποία, ευτυχώς, έχει διευρυνθεί τον τελευταίο καιρό, αλλά όσοι από το παρελθόν χάνονται αφήνουν πίσω τους ένα τεράστιο κενό».
«Οταν ακόμη σχεδίαζα, μια φορά νόμισα ότι ένα πρόβλημα που με απασχολούσε για πολλούς μήνες, το είχα λύσει και ότι το σχέδιο βρισκόταν σε ένα συγκεκριμένο συρτάρι. Επειτα από πολύ καιρό, όταν έφτασε η στιγμή να το παρουσιάσω, ανακάλυψα ότι δεν υπήρχε στο συρτάρι. Αργησα να καταλάβω ότι ήταν μια βεβαιότητα που είχε δημιουργηθεί στον ύπνο μου. Οτι ήταν ένα όνειρο. Υπήρξαν, όμως, και πολλές περιπτώσεις που, στον ύπνο μου, έλυσα τεχνικά προβλήματα».
«Μερικές φορές, μόνος τα απογεύματα, στο εσωτερικό του ναού, αισθανόμουν ότι κάποιος έστεκε πίσω μου. Και ότι αυτός ήταν ο Φράνσις Πενρόουζ, ο άγγλος αρχιτέκτων, ο οποίος περισσότερο από κάθε άλλον εμβάθυνε στα μυστικά της αρχιτεκτονικής, του σχεδίου και της κατασκευής του Παρθενώνα. Φυσικά, ήταν γέννημα της φαντασίας μου, χωρίς λογική. Οταν αυτό συμβαίνει, όμως, αισθάνεσαι παράξενα».
«Αντιθέτως, μεγαλώνει! Οταν ξέρω ότι αυτό είναι παιχνίδι της φαντασίας και η ψυχή λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο, δεν έχει μαγεία; Αλλοι, για να το καταφέρουν, καταφεύγουν σε παραισθησιογόνα! Ακόμη και αν το εξηγήσει κανείς με εργασία νευροδιαβιβαστών, πάλι έχει τη μαγεία του».
«Για εσάς! Για μένα έχει. Και όσο κανείς φτάνει στους ηλεκτροχημικούς παλμούς που συντελούν στο να λειτουργούμε έτσι, βρίσκω ακόμη μεγαλύτερη μαγεία. Δεν είναι ανάγκη να τα βλέπουμε με τα δεδομένα του Μεσαίωνα, σαν φάντασμα που βγαίνει από τον τοίχο. Ο,τι ένιωθα ήταν το αποτέλεσμα της σκέψης μου, που συνεχώς στρεφόταν γύρω από αυτόν τον άνθρωπο. Υπήρξαν φορές που είπα “μόνον ο Πενρόουζ και εγώ έχουμε δει το συγκεκριμένο σημείο. Κανείς άλλος”. Γιατί κανείς άλλος δεν είχε φτάσει εκεί. Και κανείς άλλος δεν είχε σκεφτεί αυτό το πράγμα. Είχα μπει στη σκέψη του».
«Ακριβώς».
«Τον έχω πάει σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους, αλλά στην Ακρόπολη θα τον ξεναγήσω όταν μεγαλώσει και καταλαβαίνει περισσότερο».
πηγη https://www.lifo.gr/mag/features/4770
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.