Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Αλέξανδρος Πάλλης – Ιλιάδα (μετάφραση)

Η Ιλιάδα -Μεταφρασμένη από τον Αλέξανδρο Πάλλη
Τη μετάφραση της Ιλιάδας τελείωσε ο Πάλλης το 1901 και την εξέδωσε το 1905. Βασισμένη στις φιλολογικές απόψεις της εποχής σχετικά με τα παραδομένα έργα του Ομήρου, η μετάφραση αυτή με την απουσία χιλιάδων στίχων πολύ απέχει από το να χαρακτηριστεί πρότυπη. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν την έβαλα «δίπλα-δίπλα» με το αρχαίο κείμενο. Για όποιον θα τόθελε υπάρχουν (ναι, και θαύματα γίνονται) σήμερα στο ιντερνέτ και η μετάφραση του Πολυλά και αυτή των Καζαντζάκη-Κακριδή. Ωστόσο αυτή εδώ την θεωρώ την πλέον ποιητική. Ο Πάλλης, από τους «σκληροπυρηνικούς» τού δημοτικισμού μαζί με τον Ψυχάρη και τον Εφταλιώτη, παρέδωσε ένα κείμενο χωρίς συμπλέγματα ενοχής ούτε απέναντι στον μεγάλο πρόγονο ούτε απέναντι στην γλώσσα.
Τη μετάφραση της Ιλιάδας τελείωσε ο Πάλλης το 1901 και την εξέδωσε το 1905
Τη μετάφραση της Ιλιάδας τελείωσε ο Πάλλης το 1901 και την εξέδωσε το 1905

Η Ιλιάδα

Μεταφρασμένη από τον Αλέξ. Πάλλη

Α

Μούσα, τραγουδά το θυμό του ξακουστού Αχιλέα,
τον έρμο ! π’ όλους πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια,
και πλήθος έστειλε ψυχές λεβέντικες στον Άδη
οπλαρχηγώνε, κι’ έθρεψε με τα κορμιά τους σκύλους
5κι’ όλα τα όρνια (του Διός έτσι είχε η γνώμη ορίσει),
απ’ την αρχή σαν πιάστηκε με το γοργό Αχιλλέα
τ’ Ατρέα ο πρωταφέντης γιος και χώρισαν οι διό τους.
Πιός τάχα λες τους έσπρωξε θεός να λογοφέρουν;
Του Δία ο γιος και της Λητός, που με τον Αγαμέμνο
10θύμωσε κι’ έρηξε κακή μες στο στρατό πανούκλα,
και κόσμος πέθαινε, γιατί στο λειτουργό το Χρύσα
δε θέλησε τ’ Ατρέα ο γιος λίγη σπλαχνιά να δείξει.
Γιατί ήρθε αφτός στα γλήγορα των Αχαιών καράβια
να λευτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια
είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διό χέρια
πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ’ Απόλλου τα στεφάνια,
15κι’ όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε,
μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διό τους γιους τ’ Ατρέα
« Τ’ Ατρέα οι γιοί κι’ οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες,
» σ’ εσάς να δώσουνε οι θεοί να μπείτε στου Πριάμου
» το κάστρο, και στα σπίτια σας με το καλό να σύρτε·
20» όμως κι’ εμένα δώστε μου την κόρη μου, και πάρτε
» την ξαγορά της, έτσι ο γιος να σας βοηθάει του Δία ! »
Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι
« πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε ! »
μα αφτή η βουλή δεν τ’ άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου,
25παρά τον έδιωξε άσκημα κι’ είπε σφιχτό ‘να λόγο
« Τήρα εγώ, γέρο, μη σε βρω τριγύρω στα καράβια
» για τώρα ν’ αργοστέκεσαι για πίσω να κοπιάσεις,
» μη δε σε σώσει ούτε ραβδί ούτε θεού στεφάνι.
» Την κόρη δεν τη δίνω εγώ !… παρ’ όταν πια γεράσει
30» απ’ την πατρίδα της μακριά, στο σπιτικό μου, στ’ Άργος,
» τη μέρα με τον αργαλιό, τη νύχτα στο πλεβρό μου…
» Μα σύρε ! μη μ’ ανάφτεις πια αν θες γερός να φύγεις ! »
Είπε, κι’ ο γέρος σκιάχτηκε κι’ αγρίκησε το λόγο.
Και πήρε με βαριά ψυχή την αμμουδιά άκρη άκρη
35του πολυτάραχου γιαλού, κι’ έτσι όλο με κατάρες
της πυκνοπλέξουδης Λητός το γιο περικαλούσε
« Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις
» την Κίλλα με το τόσο βιός και το νησί της Χρύσας,
» και που φυλάει την Τένεδο τ’ ανίκητό σου χέρι.
» Σμιθέα ! αν στόλισα κι’ εγώ την όμορφη εκκλησά σου,
40» αν σούκαψα καμιά βολά μεριά γιομάτα πάχος
» αρνιών και τάβρων, ξάκουσ’ τον τώρα μου αφτό τον πόθο·
» με σαϊτιές σου οι Δαναοί τα δάκρια ας μου πλερώσουν ! »
Είπε, και την κατάρα εφτύς συνάκουσε ο Απόλλος.
Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες,
45με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη.
Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαίτες
στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα,
Έπειτα αλάργα κάθεται απ’ το στρατό και ρήχνει,
κι’ άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ’ αργυρό δοξάρι.
50Μουλάρια πρώτα θέριζε κι’ ασπροτριχάτους σκύλους,
μα και τους άντρες έπειτα με τις πικρές σαΐτες
βαρούσε· κι’ όλο καίγανε πολλές φωτιές νεκρώνε.
Μέρες εννιά πυκνόπεφταν μες στο στρατό οι σαΐτες,
μα αφτού στις δέκα συντυχιά κηρύχνει ο Αχιλέας,
55γιατί τον φώτισε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα,
τι θλίβουνταν τους Αχαιούς σα θώραε που πεθαίνουν.
Κι’ οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι,
σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι’ έτσι είπε
« Τ’ Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι
60» θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε,
» πρώτα απ’ το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι
» να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα.
» Μον έλα κάνας λειτουργός ας ρωτηθεί ή προφήτης,
» ή κι’ ονειράτων ξηγητής —κι’ αφτά τα στέλνει ο Δίας—
» που να ξηγήσει τι μαθές μας χόλιασε έτσι ο Φοίβος,
65» μην τούλειψε εκατοβοδιά, μην τάμα ξεχασμένο,
» αν θέλει μαλλιαρά απ’ αρνιά και τάβρους ίσως τσίκνα
» να λάβει, κι’ απ’ το φοβερό χαμό να μας γλυτώσει. »
Έτσι είπε αφτός και κάθησε. Κι’ απάνου τότε ο Κάρχας
σηκώθη, ο πιο βαθύτερος απ’ τους προφήτες όλους
70που κάτεχε όλα — τωρινά, στερνά, και περασμένα—
και με τη μαντοσύνη του, που ο γιος του Δία ο Φοίβος
τον προίκισε, έδειξε της Τριάς το δρόμο στα καράβια.
Αφτός με το σοφό του νου τους μίλησε έτσι κι’ είπε
« Γιε του Πηλέα, ας θες εγώ, του Δία αγαπημένε,
75» να πω τ’ Απόλλου το θυμό, του προφυλάχτη αφέντη,
» καλά, στον λέω· όμως και συ ορκίσου μου και τάξε
» να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγο και κοντάρι.
» Κάποιος θαρρώ θα πειραχτεί που τους Αργίτες όλους
» τους ξεπερνάει σε δύναμη κι’ ο λόγος του αγρικιέται.
80» Γιατί νικάει ο άρχοντας μ’ αδύναμο αν μαλώσει,
» και το θυμό του αν καταπιεί εκείνη εκεί την ώρα,
» όμως φυλάει μες στην καρδιά το πάθος του, ως να πάρει
» στερνά μιά μέρα γδικιωμό. Μόν τήρα αν θα με σώσεις. »
Και τότε ο φτερουγόποδος τ’ απάντησε Αχιλέας
85« Άφοβα πες και θαρρετά τί προφητιά κατέχεις.
» Τι νά ! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα,
» περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα,
» άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι’ έχω ανοιχτά τα μάτια,
» στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα
90» εδώ στον κάμπο, ουδέ κι’ αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο
» που απ’ όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι. »
Τότες πια θάρρεψε ο βαθύς προφήτης και τους είπε
« Δεν τούλειψε εκατοβοδιά, τάμα όχι ξεχασμένο,
» μόνη αφορμή ‘ναι ο λειτουργός π’ αδίκησε ο αφέντης,
95» τι απόρριψε την ξαγορά και του βαστάει την κόρη.
» Για τούτο ο Φοίβος συφορές μας έστειλε, κι’ ακόμα
» θα στείλει· και τη φονικιά πανούκλα δε θα πάψει
» πριν πάλε του πατέρα της τη μαβρομάτα κόρη
» απλέρωτη αξαγόραστη την ξαναδώκει πίσω,
100» πριν στείλουμε εκατοβοδιά και του θεού στη Χρύσα.
» Τότ’ ίσως μαλακώσει πια και ξανασάνουμ’ όλοι. »
Είπε κι’ αφτός και κάθησε. Και τότε ο Αγαμέμνος
τ’ Ατρέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός αφέντης,
αφρίζοντας, κι’ απ’ το θυμό τα μάβρα σωθικά του
φουσκώναν, κι’ έχυνε φωτιές το μάτι του και σπίθες.
105Του Κάρχα πρώτα τούρηξε μιά άγρια ματιά και τούπε
« Κακομηνήτη, πρόσχαρο ποτές δε μούπες λόγο !
» Πάντα αγαπάει δυσάρεστα να προφητέβει ο νους σου,
» κι’ ένα καλό μήτ’ έκανες, μήτ’ είπες στη ζωή σου.
» Τώρα στ’ ασκέρι πάλι ομπρός λαλείς και προφητέβεις
110» πως τάχα τόσες συφορές για αφτό τους στέλνει ο Φοίβος,
» τι εγώ στην πλούσια ξαγορά δεν έστερξα της κόρης,
» που κάλια αυτή τον πύργο μου να μου στολίζει θέλω.
» Ναι, κι’ απ’ τ’ απάρθενό μου εγώ τήνε προκρίνω τέρι,
» την Κλυταιμήστρα, τι μαθές χειρότερη δεν είναι
115» στα κάλλη, μήτε στο κορμί, στη γνώση, και στα χέρια.
» Μα κι’ έτσι πίσω πρόθυμα τη δίνω αν είναι ανάγκη·
» δε θέλω εγώ να χάνεται, μόν να σωθεί ο στρατός μας.
» Κάνα άλλο εμένα όμως πρεσβιό κοιτάξτε να μου βρείτε,
» αμέσως τώρα ! Τεριαστό δεν είναι εγώ μονάχα
» έτσι να μένω. Και θαρρώ αφτό το βλέπετ’ όλοι,
120» πως η δική μου τώρα η νια μισέβει σ’ άλλα χέρια. »
Μα τότε ο φτερουγόποδος τ’ απάντησε Αχιλέας
« Τ’ Ατρέα ξακουσμένε γιε, αχόρταγ’ αρχηγέ μας,
» πώς άλλο να σου δώσουν θες πρεσβιό τα παληκάρια;
» Δεν ξέρω πουθενά πολύ αμοίραγό μας πράμα.
125» Δοθήκανε όσα πήραμε πατώντας τόσες χώρες,
» κι’ είναι ντροπής απ’ το λαό ξανά να μαζωχτούνε.
» Μόν άσ’ την τώρα εσύ τη νιά στο Φοίβο, και κατόπι
» διπλά θα σ’τα πλερώσουμε και τρίδιπλα αν ο Δίας
» φέρει έτσι και κουρσέψουμε κάνα άλλο πλούσιο κάστρο. »
Ραψωδίες:
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only