Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρειο Ελλάδα: Σιάτιστα – Κοζάνη – Σέρβια – Βελβεντό (ΙΙ)
Ο Γάλλος ιστορικός και φιλέλληνας Φρανσουά- Σαρλ – Υγκ – Λοράν Πουκεβίλ, όπως είδαμε ήδη σε προηγούμενο σημείωμα, ταξίδεψε στη δυτική Μακεδονία την άνοιξη του 1806. Θα δούμε σήμερα τι αναφέρει επιπλέον για τη Σιάτιστα και θα τον ακολουθήσουμε στη διαδρομή μέχρι τα Καραφέρια (Βέροια) και τους δρόμους που οδηγούν στα στενά του Σαρανταπόρου. Να πούμε ότι ο Πουκεβίλ σημειώνει τις αποστάσεις του σε λεύγες και μία τέτοια μονάδα την υπολογίζουμε σε 4,400 χιλιόμετρα περίπου. Θα ήταν ακόμη εξαιρετικά ενδιαφέρον να εντοπίσουμε δορυφορικά τη διαδρομή του, κάτι που είναι σχετικά απλό σήμερα, χάρη στο Google Earth (κατεβαίνει ελεύθερα από εδώ).
Η Σιάτιστα
Η κωμόπολη Σιάτιστα που επισκέπτεται ο Γάλλος φιλέλληνας έχει αυτή την εποχή στα όρια της επτακόσια σπίτια και μερικές εκατοντάδες καλύβες· μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι κάθε οικογένεια αποτελείται από έξι έως οχτώ μέλη, κατά μέσον όρο. Οι κάτοικοι, Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι στη μεγάλη πλειονότητά τους, κατανέμονται σε δεκαπέντε ενορίες με ισάριθμους ιερείς, οι οποίοι αγοράζουν το αξίωμα τους ισοβίως. Αρκετά κοσμογυρισμένοι, οι έμποροι της Σιάτιστας φαίνεται πως “επηρεάστηκαν από τη γερμανική ευθύτητα, αποβάλλοντας την κατεργαριά, την τόσο χαρακτηριστική του ελληνικού δαιμονίου”.
Οι διοικητικές υποθέσεις, όπως η πληρωμή του χαρατσιού και των οφειλών, διεκπεραιώνονται στο Σαριγούλ, ενώ οι επίδικες περιπτώσεις παραπέμπονται στη δικαιοδοσία του εκκλησιαστικού δικαστηρίου της Ελασσώνας και επιλύονται από τον Αρχιεπίσκοπο εκεί, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, χάρη στις σπάνιες συμβιβαστικές αρετές του. Άλλωστε, οι κάτοικοι άλλο δεν επιθυμούν παρά να έχουν όσο γίνεται λιγότερη επαφή με τους Τούρκους.
Το Σισάνιον στα 1806 παρουσιάζεται λοιπόν σαν ένας παράδεισος ηρεμίας, το σχολείο του μια γνήσια πηγή ηθικής, κι ο εξαίρετος λαός του ένα αξιομίμητο πρότυπο ενότητας για όλους τους Χριστιανούς της Ανατολής:
«Η Σιάτιστα, κτισμένη στη μέση περιοχή του Βερμίου πάνω στην πλαγιά ενός πλατώματος περιτριγυρισμένου από τέσσερα βουναλάκια πάνω στα οποία ορθώνονται εκκλησιές με δέντρα ολόγυρα τους, και χωρισμένη στα δυο, όπως ήταν και αρχικά, περικλείει επτακόσια σπίτια και μερικές εκατοντάδες καλύβες στα όρια της. Η επάνω πόλη απλώνεται πάνω στη μεσημβρινή πλαγιά του βουνού κλιμακωτά, ενώ η κάτω πόλη, που διατήρησε το όνομα Γεράνια, κτίστηκε πάνω στην περιφέρεια ενός ημικυκλικού κώνου, μέσα στον οποίο κυλούν τα νερά της Καλής Πηγής. Επομένως, όλα τα αρχέγονα στοιχεία της πόλης διατηρούνται ακόμη στις ονομασίες, κι εδώ ο χρόνος τελειοποίησε απλώς αντί να καταστρέψει. Οι κάτοικοι ισχυρίζονται ότι το δέκατο έκτο αιώνα η επισκοπή της Σελίτσας, που την αποκαλούν Σισάνιον, μεταφέρθηκε στη Σιάτιστα. Εκείνη την εποχή, μοναδικός ηγέτης τους ήταν ο μητροπολίτης, ενώ σήμερα η εξουσία του έχει περιοριστεί στο θρησκευτικό τομέα αποκλειστικά, οι δε κάτοικοι κατανέμονται σε δεκαπέντε ενορίες με ισάριθμους ιερείς που αγοράζουν το αξίωμα τους ισοβίως. Σ’ ό,τι αφορά τα επίγεια, οι διοικητικές υποθέσεις όπως η πληρωμή του χαρατσιού και των οφειλών διεκπεραιώνονται στο Σαριγούλ, ενώ χάρη σε κάποιο συνδυασμό, συνηθισμένο άλλωστε κι αλλού, οι επίδικες περιπτώσεις παραπέμπονται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου της Ελασσώνας, μιας πόλης που απέχει δεκαοκτώ λεύγες από εκεί.
Αυτή η τόσο ευτυχής για τους Χριστιανούς απομάκρυνση, οι οποίοι άλλο δεν επιθυμούν παρά να έχουν όσο γίνεται λιγότερη επαφή με τους Τούρκους, είχε σαν συνέπεια οι περισσότερες υποθέσεις τους να διαβιβάζονται στο πατρικό δικαστήριο του Αρχιεπισκόπου τους. Κι αυτός ο ιεράρχης, χάρη στις σπάνιες συμβιβαστικές αρετές του, έκανε την ομόνοια να βασιλεύει ανάμεσα στους Χριστιανούς. Η αλήθεια είναι πως μια μεγάλη μερίδα του ποιμνίου του ήταν έμποροι, ταξιδεμένοι στη Βιέννη, τη Λειψία και τη Γερμανία όπου φαίνεται ότι επηρεάστηκαν από τη γερμανική ευθύτητα, αποβάλλοντας την κατεργαριά, την τόσο χαρακτηριστική του ελληνικού δαιμονίου. Έτσι λοιπόν η Σιάτιστα ήταν ένας παράδεισος ηρεμίας, το σχολείο της, μια γνήσια πηγή ηθικής, κι ο εξαίρετος λαός της, ένα αξιομίμητο πρότυπο ενότητας γιο όλους τους Χριστιανούς της Ανατολής.»
Οι Μακεδονίτισσες της Σιάτιστας
Όπως το συνηθίζει, ο περιηγητής καταγράφει επακριβώς την ενδυμασία και κάποια ήθη των ντόπιων, κυρίως των γυναικών. Οι μεγάλες Μακεδονίτισσες κυρίες διαθέτουν ανάμεσα στα σύνεργα του καλλωπισμού τους βαζάκια με ψιμύθια, κοκκινάδια και λίγο χρυσό για να τονίζει τα χαρακτηριστικά της, για να μην πούμε πως θα τους άρεσε να στολίζονται ακόμη και με τα παραβάν και τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιά θα έχει το μακρύτερο σκουφί:
«Το ανδρικό ένδυμα είναι για μεν τους φτωχούς η κάπα, ενώ για τους πλούσιους, το μακρύ κοστούμι με το τεράστιο καλπάκι. Όσο για τις γυναίκες, δεν μπορώ να φανταστώ από πού εμπνεύστηκαν τα μοντέλα τους ώστε να μασκαρεύονται έτσι. Αν ο ξένος ξαφνιάζεται βλέποντας τα εκκεντρικά σεγκούνια με την ψαλιδωτή ουρά, τα ανακατεμένα μαλλιά και το σκουφάκι του βαρυποινίτη που φορούν οι κυρίες του Πέραν, νομίζοντας ότι είναι οι πιο γοητευτικές υπάρξεις του κόσμου, μπορεί, αν θέλει να πάρει μιαν ιδέα από μόδες, να δει τις Μακεδονίτισσες της Σιάτιστας οι οποίες σκεπάζονται μ’ ένα βελούδινο κάλυμμα διακοσμημένο με σιρίτια και κεντημένο με κουρελάκια που σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις. Συχνά, ολόκληρη η πλάτη ενός τέτοιου φορέματος σκεπάζεται από μια κινέζικη γέφυρα, άλλοτε πάλι από κυπαρίσσια, κιόσκια, και πάντοτε από κάποιο μεγάλων διαστάσεων αντικείμενο, με τρόπο ώστε ένα δέντρο και μερικά σπίτια να ντύνουν ευπρεπώς μια κυρία, για να μην πούμε πως θα τους άρεσε να στολίζονται ακόμη και με τα παραβάν μας. Όπως και οι Εβραίες, έτσι κι αυτές κρύβουν τα μαλλιά τους με μια κορδέλα από μουσελίνα, φορώντας από πάνω τη βαρδαριώτικη καλύπτρα όπου στερεώνουν ένα κόκκινο σκουφί, κάτι σαν δίχτυ για τα μαλλιά, διακοσμημένο με τσεκίνια και μπιχλιμπίδια, που τους φτάνει μέχρι τα λαγόνια. Με μια τόσο πρωτότυπη περιβολή, πώς να μην πιστέψουν πως είναι αφάνταστα κομψές, αφού τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιά θα έχει το μακρύτερο σκουφί, κι είδα μάλιστα μερικές που τους έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Όπως παντού στην Ανατολή, μια Ελληνίδα δεν θα έκρινε τον εαυτό της αρκετά στολισμένο, αν δεν πασάλειβε το λαιμό και το πρόσωπο της με κόκκινο και άσπρο φτιασίδι, όπου ανακατεύει κι ένα λούστρο τόσο γυαλιστερό ώστε να μπορεί κανείς να καθρεφτίζεται μέσα στη λάμψη της ομορφιάς της. Και σαν να μην ήταν αρκετά τα τόσα θέλγητρα τους, σκορπίζουν επιπλέον εδώ κι εκεί αντί για ελιές αστέρια, φτιαγμένα από χρυσαφένιες πούλιες, λες κι ήταν το ουράνιο στερέωμα. Και δεν υπάρχει μεγάλη κυρία που να μη διαθέτει ανάμεσα στα σύνεργα του καλλωπισμού της, εκτός από τα βαζάκια με τα ψιμύθια και τα κοκκινάδια, λίγο χρυσό για να τονίζει τα χαρακτηριστικά της.»[1]
Οι Γαλάδρες
Στη συνέχεια αναφέρεται στα εκλεκτά εδέσματα, τις περίφημες πίτες, τα ξακουστά κρασιά της Σιάτιστας και στα πλούσια βοσκοτόπια της περιοχής που είναι πλημμυρισμένα από ελάφια, ζαρκάδια, διάφορα είδη κυνηγιού, καθώς και αγριοπέρδικες με εξαιρετικό άρωμα. Μιάμιση λεύγα (σ.σ. 6,5 χμ. περίπου) από την οροσειρά του Βούρινου συναντά τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης και εκτιμά ότι εκεί βρίσκονταν οι Γαλάδρες του Τζέτζη, μια πόλη την οποία ο αρχαίος συγγραφέας εντοπίζει μεν στην Μακεδονία, αλλά, απ’ ό,τι γνωρίζει ο ίδιος ο Φρανσουά, κανένας περιηγητής δεν την είδε ποτέ:
«Σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία παινεύουν τα γλυκίσματα της Σιάτιστας, προπάντων τις πίτες της από φύλλο, που τις στέλνουν ακόμη και στην Ήπειρο. Το ίδιο ξακουστά είναι και τα κρασιά της, και πράγματι είναι, κατά τη γνώμη μου, τα καλύτερα της Μακεδονίας. Η επάνω οροσειρά, που απέχει από τη Σιάτιστα τρία τέταρτα της λεύγας προς τα Α-Ν-Α, ονομάζεται Γέρβενα. Οι κοιλάδες της με τα άφθονα βοσκοτόπια είναι πλημμυρισμένες από ελάφια, ζαρκάδια, διάφορα είδη κυνηγιού, καθώς και αγριοπέρδικες με εξαιρετικό άρωμα. Πέρα απ’ αυτή την πρώτη αλυσίδα ξετυλίγεται η οροσειρά του Βούρινου, πίσω από το οποίο συναντάμε σε απόσταση μιάμισης λεύγας, τα ερείπια μιας ελληνικής πόλης, η οποία πιστεύω ότι ήταν οι Γαλάδρες του Τζέτζη, μια πόλη την οποία ο τελευταίος εντοπίζει μεν στη Μακεδονία, αλλά, απ’ ό,τι γνωρίζω, κανένας περιηγητής δεν την είδε ποτέ. Απομακρύνθηκα απ’ αυτά τα ερείπια για να υπολογίσω το συσχετισμό των αποστάσεων μεταξύ Βέντσιων και Αγαλαίων, του χωριού που είχα σαν σημείο αναφοράς για τον προσανατολισμό μου.»[1]
Ο Χαραδραίος λέων
Η διαδρομή συνεχίζεται ασφαλώς, καθώς ο Γάλλος ιστορικός ανακαλύπτει συνεχώς ίχνη που συνδέουν την περιοχή με την μακραίωνη ελληνική αρχαιότητα. Οι ντόπιοι τού φέρνουν νομίσματα του Αλέξανδρου, του Φίλιππου και του Δημήτριου, πράγμα που αποδείκνυε ότι πατούσε μια δοξασμένη από τις τέχνες γη, στην καρδιά της Μακεδονίας:
«Είχα ανακαλύψει κάποια ίχνη που μαρτυρούσαν ότι βρισκόμουν στην πραγματική Πιερία, στην καρδιά της Μακεδονίας, αφού ο Λυκόφρων επονομάζει τον Μέγα Αλέξανδρο Χαραδραίο λέοντα. Αν κι ανάμεσα σ’ αυτά τα ερείπια δεν έβρισκα τίποτε που να ικανοποιεί την περιέργεια μου, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη χαρά μου όταν έκανα μιαν ολότελα αναπάντεχη ανακάλυψη, μιας και περιπλανιόμουν στην τύχη. Κι οι χωρικοί από την πλευρά τους, μου άνοιξαν κι εκείνοι τα μάτια, όταν μου έφεραν νομίσματα του Αλέξανδρου, του Φίλιππου, του Δημήτριου, πράγμα που αποδείκνυε ότι πατούσα μια δοξασμένη από τις τέχνες γη. Δεν μπόρεσα όμως να της ρίξω παρά μόνον μια βιαστική ματιά, και κάνοντας μια πρόχειρη εκτίμηση της περιοχής, υπολόγισα ότι μεταξύ Αγαλαίων και Βεντσίων, δυο χωριών με εκατό οικογένειες Τούρκων, μεσολαβούν τρεις ώρες δρόμος ανατολικά της Σιάτιστας, και τεσσερισήμισι μέχρι τους Καραγιανναίους, μια πόλη γειτονικά της Πολυανής, των σημερινών Κολιανών, πρώην επισκοπής των Βαρδαριωτών, υπαγόμενης στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, της οποίας όμως δεν βλέπουμε πια παρά μόνον τα ερείπια.» [1]
Με αναπτερωμένο ηθικό και βαδίζοντας πάνω σε πανάρχαια χώματα, η ομάδα του Πουκεβίλ κατευθύνεται προς την κλεισούρα της Κοζάνης:
«Καθώς αυτή η πρώτη εξόρμηση είχε αναπτερώσει το ηθικό μου, πήρα την απόφαση να επιχειρήσω και άλλες εξερευνήσεις, και κατάφερα να μάθω ποιοί δρόμοι καταλήγουν στο Βαρδάρη, και στη Λάρισα της Θεσσαλίας. Οι οδοί αυτές θα με βοηθήσουν τόσο στην καλύτερη κατανόηση του Τίτου Λίβιου, όσο και στην ερμηνεία ενός μέρους από το τρίτο βιβλίο των σχολίων του Καίσαρα, όταν θα περιγράψω τη Θεσσαλία. Για να φτάσουμε στη διακλάδωση αυτής της διπλής οδού, θα πρέπει, βγαίνοντας από τη Σιάτιστα να πορευτούμε μιάμιση λεύγα πάνω στις πλευρές του όρους Βούρινου, διασχίζοντας ένα πετρώδες και κατάφυτο από αμπέλια έδαφος, χωρίς να διακρίνουμε κανένα χωριό στον ορίζοντα. Σε κάθε βήμα του σχεδόν πάνω σ’ αυτά τα πανάρχαια χώματα νιώθει κανείς κάποια συγκίνηση, και παρόλο που εγώ βρισκόμουν μέσα στην έρημο, ανακάλυπτα αντικείμενα σημαδεμένα από τόσες πολλές αναμνήσεις, ώστε ακόμη και με τη φαντασία μου δεν κατάφερνα να εξηγήσω, πώς μπόρεσαν τόσα πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα να συντελεστούν διαδοχικά πάνω σ’ έναν τόσο περιορισμένο χώρο;»
Πλησιάζοντας στην Κοζάνη
Η πορεία συνεχίζεται σε έναν μάλλον ευκολοδιάβατο δρόμο, περιστοιχισμένο από γυμνά ασβεστολιθικά πετρώματα και οι ταξιδιώτες κατηφορίζουν στην πεδιάδα του Σαριγούλ, έναν αχανή άδενδρο και άνυδρο κάμπο, τον οποίο διασχίζουν χωρίς ν’ αντικρίσουν τίποτε άλλο εκτός από δυο απομονωμένα, και σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους χωριά. Πλησιάζοντας στην Κοζάνη, μια πόλη 2.500 κατοίκων, η εικόνα αλλάζει και διανθίζεται από αμέτρητες καλύβες όπου κατοικούν λιτοδίαιτοι Κονιάρηδες Μωαμεθανοί:
«Βρισκόμουν τώρα στην απόσταση όπου αρχίζει η κλεισούρα της Κοζάνης, που ήταν άλλοτε η οδός προς την Πέλλα, ένα επικίνδυνο μονοπάτι, στην αρχή του οποίου συναντάμε ένα στρατιωτικό φυλάκιο. Αυτός ο ερημικός, περιστοιχισμένος από γυμνά ασβεστολιθικά βουνά δρόμος, όπου βαδίζει κανείς επί δυο λεύγες, είναι παντού ευκολοδιάβατος για τα καραβάνια που διακινούν το εμπόριο μεταξύ της εδώθε του Αξιού Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Μόλις ξεφύγουμε από τις στροφές του κατηφορίζουμε προς την πεδιάδα του Σαριγούλ, έναν αχανή άδενδρο και άνυδρο κάμπο, τον οποίο διασχίζουμε επί δύο λεύγες, χωρίς ν’ αντικρίσουμε τίποτε άλλο εκτός από δυο απομονωμένα, και σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους χωριά. Πλησιάζοντας όμως στην Κοζάνη, το σκηνικό αλλάζει, η εικόνα ζωντανεύει και διανθίζεται από αμέτρητες καλύβες όπου κατοικούν Κονιάρηδες Μωαμεθανοί, που ζουν με την ίδια λιτότητα όπως και στο χρυσούν αιώνα, χαίρονται τα γεννήματα τους, χαίρονται τα κοπάδια τους, είναι ικανοποιημένοι από τα καλύβια τους, και δεν ζητούν τίποτε άλλο από τον ουρανό παρά μόνον την ευλογία του και ειρηνικές ημέρες.»
Αναφέρεται ακόμη η κωμόπολη Μπάνια, με εκατόν είκοσι οικογένειες Χριστιανών:
«Πριν προχωρήσω περισσότερο, και παρουσιάσω την ανατολική πλαγιά του Βερμίου, θα προσθέσω απλώς ότι σε απόσταση μιας λεύγας από την είσοδο της κλεισούρας που προανέφερα, αν ανεβούμε προς τα Β-Β-Α, συναντάμε τη Μπάνια, μια κωμόπολη με εκατόν είκοσι οικογένειες Χριστιανών, και τρεις λεύγες πιο πάνω τον Βρουτό. Πέρα απ’ αυτό το ποτάμι κι ακολουθώντας μια κατά προσέγγιση ανατολική κατεύθυνση, σε μια απόσταση τριών λευγών από τις όχθες του, μπαίνουμε στη Φλώρινα, ένα σημείο στο οποίο σκοπεύω να προσαρτήσω αργότερα και άλλα οδοιπορικά. Η Κοζάνη, μια πόλη δυόμισι χιλιάδων κατοίκων, δεν έχει να επιδείξει τίποτε το αξιόλογο από αρχαιολογική άποψη. Τέσσερις λεύγες από εδώ, αν στρίψουμε Ν-Ν-Δ, θα βρεθούμε στο Βαντσικό, όπου ζουν διακόσιες οικογένειες Βουλγάρων, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι κιρατζήδες, δηλαδή νοικιάζουν άλογα για τη μεταφορά φορτίων.
Αιανή
Στην Καλλιανή (Αιανή) ζουν εξήντα χριστιανικές οικογένειες, επιδιδόμενες στην καλλιέργεια της ζαφοράς (σ.σ. το φυτό κρόκος). Σήμερα, ο Αναγκαστικός Συνεταιρισμός Κροκοπαραγωγών Κοζάνης που ιδρύθηκε το 1971, απαρτίζεται από 1600 μέλη και η έδρα του βρίσκεται στο χωριό Κρόκος, 5 χιλιόμετρα νότια της πόλης της Κοζάνης:
«Εκεί κοντά είναι και το χωριό Καλλιανή, όπου ζουν εξήντα χριστιανικές οικογένειες, επιδιδόμενες στην καλλιέργεια της ζαφοράς, η οποία εξάγεται μέχρι την Ουγγαρία. Ένα μίλι πιο κάτω, περνάμε μ’ ένα πορθμείο στην απέναντι όχθη του Αλιάκμονα ή Ιντζέ-Καρασού κι έπειτα ανηφορίζουμε από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, χαραγμένο πάνω σε απόκρημνες λοφοπλαγιές, οι οποίες απλώνονται κλιμακωτά μέχρι τα Σέρβια, μιαν επισκοπή υπαγόμενη στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Η απόσταση από την Κοζάνη ως τα Σέρβια είναι τέσσερις ώρες πεζοπορίας ώσπου να επιβιβαστούμε στο πέραμα που θα μας μεταφέρει στην αντικρινή όχθη του Αλιάκμονα, κι από εκεί, αφού ανηφορίσουμε επί ένα τέταρτο της ώρας θα φτάσουμε σ’ αυτή την πόλη. Βρισκόμαστε τώρα στην αρχαία επικράτεια των Βοττιαίων, που αποτελούσε ένα τμήμα της Πιερίας, αφού είναι πολύ πιθανόν οι Βυζαντινοί να έσφαλαν δίνοντας αυτό το ιστορικό όνομα στα βουνά γύρω από την Οχρίδα. Η επισκοπή αυτής της πόλης έχει στη δικαιοδοσία της τριάντα έξι κωμοπόλεις ή χωριά, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και η Κοζάνη.»
Στο Βελβενδό
Η κωμόπολη του Βελβεντού εντυπωσιάζει ιδιαίτερα το Γάλλο περιηγητή. Η παρουσία των Οθωμανών θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη σχεδόν, αν δεν υπήρχαν εκεί ένας βοεβόδας, ένας καδής και δυο απεσταλμένοι του Αλή Πασά, για να θυμίζουν στους Έλληνες πως η πατρίδα τους είναι σκλαβωμένη. Οι εύρωστοι, εργατικοί και διψασμένοι για μάθηση Βελβενδιώτες ίδρυσαν δύο σχολεία και λίγο αργότερα (1815) Βιβλιοθήκη που συντηρούσε η ακμαία και παραγωγική κοινότητα:
«Δυο λεύγες μετά από τα Σέρβια, αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Αλιάκμονα, θα φτάσουμε στο Βελβενδό, μια κωμόπολη με τετρακόσιες είκοσι οκτώ εστίες, σε απόσταση μισής ώρας από το ποτάμι. Φαίνεται πως οι ουρανοί ευλόγησαν αυτό τον τόπο, και τον προφύλαξαν από την τόση αναρχία. Δεν είναι σπάνιο να δεις να κάθονται γύρω από την ίδια εστία είκοσι ίσως και τριάντα άτομα από το ίδιο σόι. Πατεράδες, μανάδες, γιοί, εγγονοί, μικρανηψιοί που υπηρετούν τον ίδιο Θεό, μιλούν ένα κοινό ιδίωμα, ασκούν ειρηνικά επαγγέλματα, και προσφέρουν στα μάτια του ταξιδιώτη μιαν αντιπροσωπευτική εικόνα των πατριαρχικών ηθών, το πρότυπο των όποιων έχει πλέον εκλείψει από τη γηραιά Ευρώπη. Καταμεσής στην αρχαία Πιερία, οι εύρωστοι, εργατικοί, διψασμένοι για μάθηση Βελβενδιώτες έχουν να επιδείξουν ένα θέαμα που δεν το συναντάς πουθενά αλλού.
Δίπλα στα καλοκαλλιεργημένα χωράφια, που παράγουν όλα τα γνωστά είδη σιτηρών, ευδοκιμούν αμπέλια, ελιές, κι αναρίθμητα οπωροφόρα δέντρα. Το λινάρι και το λάδι αποτελούν εμπορεύσιμα είδη, ενώ το μπαμπάκι που το γνέθουν οι γυναίκες, ή το μετατρέπουν σε ύφασμα για προσώπια ή φλοκωτές, όπως τις λένε, εξάγεται μέχρι και την Κωνσταντινούπολη. Οι νερόμυλοι, τόσο μέσα όσο κι έξω από την πόλη, καθώς και τρεις μύλοι για την παραγωγή λινέλαιου, συμβάλλουν στον πλούτο πολλών σπιτικών. Καθώς η εργατικότητα είναι μητέρα της ευημερίας, οι κάτοικοι του Βελβενδού ίδρυσαν εδώ σχολεία, συντηρούμενα από την κοινότητα. Εδώ, οι μικροί νεοφώτιστοι της ελευθερίας, του αιώνιου εκείνου πόθου του ελληνικού λαού, μαθαίνουν ανάγνωση και γραφή, χρησιμοποιώντας τους χαρακτήρες που εφεύρε ο Κάδμος. Σ’ ένα άλλο σχολείο οι έφηβοι διδάσκονται τη γλώσσα του Ομήρου και του Θουκυδίδη, και το 1815 οι κάτοικοι του Βελβενδού τόλμησαν ως και να συστήσουν εδώ μια βιβλιοθήκη.»
Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν συνολικά δέκα χωριά που κατοικούνταν από Κονιάρηδες εποίκους. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Πουκεβίλ, κάθε Κυριακή οι Τούρκοι Κονιάρηδες του βιλαετίου της Τσερτσάμπας στέλνουν στα Σέρβια τρεις ιχτιάρηδες, δηλαδή γέροντες, που από κοινού με ισάριθμους Έλληνες άρχοντες, εκλεγμένους κάθε χρόνο από το λαό, εξετάζουν τις υποθέσεις και ακούν τα αιτήματα των κατοίκων του βιλαετίου:
«Έτσι έχουν τα πράγματα σ’ αυτή την πόλη, η οποία, σε θρησκευτικό μεν επίπεδο υπάγεται στον ευσεβέστατο επίσκοπο Σερβίων, ενώ σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης εντάσσεται στο βιλαέτι της Τσερτσάμπας ανατολικά του Αλιάκμονα, απ’ όπου εκτείνεται μέχρι τη λίμνη Σαριγούλ. Στο Βελβενδό, η παρουσία των Τούρκων θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη σχεδόν, αν δεν υπήρχαν εκεί ένας βοεβόδας, ένας καδής και δυο απεσταλμένοι του Αλή Πασά, για να θυμίζουν στους Έλληνες πως η πατρίδα τους είναι σκλαβωμένη. Κάθε Κυριακή οι Τούρκοι Κονιάρηδες του βιλαετίου της Τσερτσάμπας στέλνουν στα Σέρβια τρεις ιχτιάρηδες, δηλαδή γέροντες, που από κοινού με ισάριθμους Έλληνες άρχοντες, εκλεγμένους κάθε χρόνο από το λαό, εξετάζουν τις υποθέσεις και ακούν τα αιτήματα των κατοίκων του βιλαετίου. Είναι σπάνιο να μην μπορέσουν να καταλήξουν σε μια δικαστική απόφαση, κι ακόμη πιο σπάνιο να εμπλακούν σε θυελλώδεις συζητήσεις. Μετά τη συνεδρίαση, οι δικαστές και των δυο θρησκειών πηγαίνουν άλλος στην εκκλησία, κι άλλος στο τζαμί. Ο Αιώνιος Θεός έχει διαφυλάξει την Πιερία από τη μάστιγα των θρησκευτικών έριδων.”
Παρ’ όλα τα προηγούμενα, το Βελβεντό και η γύρω περιοχή λεηλατήθηκαν το 1823 από τον πασά της Θεσσαλονίκης, μετά την έκρηξη του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων. Έχει σημασία να επισημάνουμε ότι πολλά από όσα αναφέρονται για το Βελβεντό ισχύουν εν πολλοίς και σήμερα, αν και έχουν περάσει δυο ολόκληροι αιώνες. Η κοινοτική παράδοση είναι πραγματικά ζωντανή και οι Βελβεντινοί προόδευσαν τόσο στα γράμματα όσο και στις παραγωγικές εργασίες, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος με μιά απλή επίσκεψη στην κωμόπολη. Οι δυο συνεταιρισμοί του Βελβεντού είναι πραγματικά παράδειγμα προς μίμηση και από τους ελάχιστους πανελλαδικώς που παρέμειναν παραγωγικοί και υγιείς, χωρίς να αλωθούν από το πελατειακό κράτος.
Κοντολογής, αν η αγροτική και παραγωγική ανάπτυξη της χώρας είχε ακολουθήσει παρόμοιους δρόμους, κυριολεκτικά η μορφή της χώρας θα ήταν διαφορετική. Αυτό το διαπιστώνουμε βεβαίως εκ των υστέρων, υπήρξαν ωστόσο από εκείνη την εποχή αρκετοί που υποστήριξαν τεκμηριωμένα ένα σχέδιο παραγωγικής και εθνικής ανόρθωσης του νεοσύστατου κρατιδίου, το οποίο θα έλυνε εκ των πραγμάτων και το περίφημο ανατολικό ζήτημα, καθώς θα ισχυροποιούσε οικονομικά και κυρίως δημογραφικά την Ελλάδα. Ατυχέστατα, ο Καποδίστριας, παρά τα θρυλούμενα και τις αγαθές του προθέσεις, δεν κατάφερε ουσιαστικά τίποτα. Η χώρα παρέμεινε, με ελάχιστες εξαιρέσεις στην εποχή του Ησίοδου, και το νόστιμο είναι ότι ακόμα και σήμερα, με τέτοιες δυνατότητες της τεχνολογίας, η χώρα δεν παράγει επαρκώς αγροτικά προιόντα, ικανά να θρέψουν τον πληθυσμό της.
Το Βελβεντό, μέχρι το 2010, αποτελούσε ανεξάρτητο δήμο. Με το διαβόητο σχέδιο Καλλικράτης προχώρησε η υποχρεωτική ένταξη της κωμόπολης στο δήμο Σερβίων, παρά τη διαφωνία και τις δυναμικές αντιδράσεις των κατοίκων της.
Σε δημοψήφισμα που οργάνωσε η τότε δημοτική αρχή, 2.237 πολίτες (ποσοστό 95,64%) ψήφισαν κατά της συνένωσης με το δήμο Σερβίων, και την πλήρη αποχή από τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Νοέμβρη. Το ζήτημα, όσο γνωρίζουμε, παραμένει ανοιχτό και συνεχίζει να απασχολεί έντονα την τοπική κοινωνία. Νομίζουμε η Πολιτεία θα πράξει φρονίμως, αν αφήσει τους Βελβεντινούς στην ησυχία τους. Τα κατάφεραν μια χαρά υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, τουλάχιστον διακόσια χρόνια τώρα. Δικαιούνται να συνεχίσουν την πορεία τους στην ιστορία ως αυτόνομος δήμος.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.